Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Να αυξήσουμε τα ποσοστά ανεργίας μας!


Κάθε φορά που συζητιέται η πολιτική γραμμή ενός αριστερού κόμματος, υπάρχουν φόβοι, ενστάσεις και υπονοούμενα για ενδεχόμενες ιδεολογικές παρεκκλίσεις. Η συζήτηση αυτή συνήθως διεξάγεται ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις των κομμάτων. Κυρίως, ως προς το αξιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινούνται αυτές. Σε ό,τι αφορά όμως τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν, τους όρους παραγωγής τους, η συζήτηση εξαντλείται στο -κρίσιμο, ασφαλώς, ζήτημα- της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δημιούργησε αυτομάτως ανησυχία για το ενδεχόμενο προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ σε μια «ρεαλιστική πολιτική», δηλαδή σε μια πολιτική διαχείρισης και όχι ρήξης και δυναμικής υποστήριξης των συμφερόντων των πληττόμενων κοινωνικών ομάδων. Η προσπάθεια επισήμανσης και αποσόβησης αυτού του ενδεχομένου υλοποιήθηκε μέσω εσωκομματικών ζυμώσεων, δημόσιων παρεμβάσεων (κομψών και άκομψων) και αρθρογραφιών. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, έχοντας τις καλύτερες και τις αριστερότερες των προθέσεων, κατέληξαν να αναμετριούνται με πολιτικούς και θεωρητικούς δαιδάλους, χάνοντας τελικά από τη ματιά τους το πιο βασικό χαρακτηριστικό της Αριστεράς: την ταξική ανάλυση. Όχι, βεβαίως, ως προς την κοινωνική μεροληψία, ως προς τη σαφή επιλογή τού με ποιες κοινωνικές ομάδες είμαστε πρωτίστως, με ποιες δευτερευόντως και με ποιες καθόλου. Σε αυτό υπήρξαν άπαντες επαρκείς. Αλλά ως προς το από ποιων κοινωνικών ομάδων μέλη αποτελούμαστε, ποιοι είμαστε εμείς, ποια είναι η κοινωνική γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ, του πολιτικού υποκειμένου που θέλει να φέρει τη ριζική πολιτική τομή.

Απολαμβάνουμε να λέμε πως είμαστε με τον Μαρξ και όχι με τον Χέγκελ. Πως δηλαδή καταλαβαίνουμε ότι η κοινωνία συγκροτείται από συγκρουόμενα συμφέροντα, όχι από συγκρουόμενες αυτόνομες ιδέες, και πως η ιστορία εξελίσσεται με βάση την υλική σύγκρουση αυτών των συμφερόντων και όχι με τη σκέτη σύγκρουση των ιδεών. Μας αρέσει επίσης να θυμόμαστε τον Πουλαντζά και τη θέση του πως η ταξική πάλη διαπερνά και το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο, πως δηλαδή τα αριστερά κόμματα δεν είναι φτιαγμένα εκ των προτέρων ως ριζοσπαστικοί θεσμοί, αλλά ο χαρακτήρας τους εξαρτάται από το ποιων κοινωνικών συμφερόντων φορείς είναι αυτοί που τα απαρτίζουν. Και εδώ λοιπόν έρχεται το ερώτημα, τόσο θεμελιώδες που μοιάζει αφελές, και όμως τελικά παραμελημένο: Μπορεί άραγε ένα κόμμα να αποτελεί κόμμα της εργατικής τάξης, χωρίς σημαντικά κομμάτια της στο εσωτερικό του;

Θέλω λοιπόν να πω, εξηγώντας τον προβοκατόρικο τίτλο του κειμένου, πως αν δεν εντάσσονται στο κόμμα μας οι άνθρωποι των οποίων τα συμφέροντα θέλουμε να υπερασπιστούμε, δεν θα κάνουμε ποτέ τίποτα. Αν δεν αυξήσουμε τα ποσοστά ανεργίας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με το να οργανώσουμε στις τάξεις μας τον κόσμο που βιώνει τη συντριπτική αυτή εμπειρία, τότε τα συμφέροντα των υπολοίπων θα γίνονται ένα τιμόνι που θα στρέφει το κομματικό μας καράβι αλλού. Σε αντίθεση με ό,τι μοιάζει να πιστεύουν κάποιοι, η καλύτερη εγγύηση για έναν ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ιδεολογική και πολιτική υπεροπλία μας και η συνειδητοποίηση της ανάγκης για αταλάντευτη υπεράσπιση των αρχών μας.

Η καλύτερη εγγύηση, για την ακρίβεια μια αναγκαία αν και όχι ικανή από μόνη της συνθήκη, για τον ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε είναι η συγκρότηση σχέσεων, οργανωμένης συμμετοχής, αλλά και πιο χαλαρών, με τον κόσμο που δοκιμάζεται σκληρά από την κρίση. Όμως αυτό προϋποθέτει το να εκπονούνται συγκεκριμένα σχέδια οργάνωσης του κόσμου αυτού, αλλά και διαμόρφωση ενός κόμματος με δομές που θα εξυπηρετούν τις ανάγκες της παρέμβασής μας, δηλαδή που θα συνδυάζονται με τον διασπασμένο χώρο και χρόνο και τις διασπασμένες ταυτότητες των ανθρώπων. Ένα κόμμα που θα μπορεί να συνδυάζει, αν χρειαστεί, τις παραδοσιακές δομές ακόμη και με μια συγκρότηση με μορφή δικτύων. Και όλο αυτό μπορεί να φαντάζει αυτονόητο, αλλά αν είναι τόσο αυτονόητο ώστε να γλιστράει από τις μεγάλες και συχνά αυτάρεσκες αναλύσεις μας, τότε ίσως και να προετοιμάζει το αδιανόητο.

Για το κόμμα των κινημάτων που μας πάει στην κυβέρνηση της Αριστεράς

«Ημπορούμεν κάλλιστα να παροιμιάσωμεν το Εργατικόν Κίνημα προς πελώριον βέλος με κεφαλήν και ουράν. Η κεφαλή του βέλους είνε σιδηρά και αντιστοιχεί προς τον πολιτικόν χαρακτήρα του κινήματος (βλ. κόμμα), η ουρά του βέλους αντιστοιχεί προς τον βιομηχανικόν χαρακτήρα του κινήματος (βλ. συνδικαλιστικό κίνημα). Η κεφαλή του βέλους ούτε εισωρεί ούτε τελεσφορεί άνευ ουράς. Εργατικόν κίνημα άνευ πολιτικής δράσεως διαμένει πάντοτε εις βρεφικήν κατάστασιν, ανεπίδεκτον ισχυροποιήσεως. Αφ’ ετέρου, Εργατικόν Κίνημα άνευ επαγγελματικής οργανώσεως (βλ. συνδικάτα) αναποδράστως θα καταλήξει εις εκτρωματικά αποτελέσματα.

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι νομίζουν ότι το βέλος είνε όλον σιδηρά κεφαλή, και υπάρχουν άλλοι οι οποίοι νομίζουν ότι το βέλος είναι όλον ουρά. Και οι μεν και οι δε πλανώνται μη γνωρίζοντες τι χρησιμεύει ένα βέλος».
Πλ. Δρακούλης

Η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ το 2004 ήταν «παιδί» της συνάντησης διάφορων δυνάμεων της ελληνικής Αριστεράς και της αποδοχής του ότι όλες οι ιστορικές της εκδοχές, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο ηττήθηκαν και πρέπει να βρουν μαζί ένα νέο όραμα για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Ο δρόμος προς αυτό το όραμα ήταν ο δρόμος των κινημάτων. Ο χώρος της πρώτης συνάντησής αυτών των δυνάμεων ήταν το Κοινωνικό Φόρουμ. Η διαδικασία των Φόρουμ σε μεγάλο βαθμό έχτισε την αντίληψη για την κινηματική δράση με την οποία πορεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως σήμερα. Την αντίληψη πως ένα κόμμα της Αριστεράς πρέπει να μπαίνει στα κινήματα με σεβασμό στην αυτονομία τους, να θέτει ως πρώτο στόχο τη νίκη τους και όχι αποκλειστικά την κομματική οικοδόμηση, να δίνει χώρο στο διαφορετικό, να παίρνει και να δίνει ιδέες, μορφές οργάνωσης και δράσης, να προσπαθεί να τα μπολιάσει με έναν συγκροτημένο πολιτικό στόχο (και όχι να του τον επιβάλει οργανωτικά) και να τα εκπροσωπεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, να επηρεάζει και να επηρεάζεται. Κυρίως, να συμβάλει στη συγκρότηση κινημάτων με βάση τις πραγματικές και άμεσες διαχωριστικές γραμμές που θέτει η συγκυρία και όχι με την διασπαστική αντιπαράθεση συνολικών πολιτικών σχεδίων.

Συνδυασμός κινηματικής και θεσμικής δράσης

Αυτή η αντίληψη δικαιώθηκε σε όλα τα μεγάλα κινηματικά γεγονότα στα οποία συμμετείχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δικαιώθηκε στο άρθρο 16, δικαιώθηκε σε όλα τα κινήματα πόλης, δικαιώθηκε εν τέλει στις ίδιες τις Πλατείες. Αυτή η στάση κατάφερε να μπολιάσει γλυκά τα κινήματα με την παρουσία εντός τους ενός οργανωμένου κομματικού φορέα, που έδρασε αναμφίβολα ως καταλύτης για να αποκτήσουν τα κινήματα τα χαρακτηριστικά που τους επέτρεψαν να μαζικοποιηθούν και να νικήσουν. Όμως, αυτή η στάση πηγαίνει χέρι – χέρι με την θεσμική μας δράση, την εκπροσώπηση των κινημάτων και την άρθρωση προγραμματικών προτάσεων. Μόνη η κινηματική δράση, χωρίς ένα πολιτικό «διά ταύτα» να την συνέχει και να της δίνει προοπτική, είναι αριστερισμός και ντουφεκιά στον αέρα. Μόνη η θεσμική δράση συνιστά αφόρητη γραφειοκρατία. Για αυτό, αν η πρόταση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί σήμερα να είναι πειστική και αποτελεσματική είναι διότι έρχεται να συμπυκνώσει τις κοινωνικές αναφορές που χτίσαμε με την κινηματική μας δράση, η οποία όμως καθοδηγούνταν από ένα στοιχειώδες πολιτικό σχέδιο, από μία πολιτική πρόταση η οποία όσο περνούσε ο καιρός εξειδικευόταν για να καταλήξει στην πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς. Το παράθεμα με το οποίο ξεκινάει αυτό το κείμενο λέει τα ίδια πράγματα με ακόμη καλύτερο τρόπο, παρά το ότι ανήκει σε μία εποχή, το 1914, κατά την οποία στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα και η κομματική αριστερή συγκρότηση βρίσκονταν αμφότερα στα σπάργανα.

Οι Πλατείες

Το κίνημα των Πλατειών ήταν αυτό στο οποίο ίσως πιο εμφατικά από όλες τις περιπτώσεις δικαιώθηκε η στάση του χώρου μας, και μάλιστα παρά το ότι οι Πλατείες επερώτησαν την ύπαρξη και τη λειτουργία των οργανωμένων πολιτικών συλλογικοτήτων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ίδρυσης του νέου μας κόμματος και της σχετικής συζήτησης, ως ένας από αυτούς που συμμετείχαν στο κίνημα των Πλατειών θα ήθελα να αναδείξω κάποια σχετικά συμπεράσματα.

1. Οι Πλατείες και ο τρόπος εμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές δικαίωσαν τη θεμελιώδη θέση του χώρου για τη σχέση κόμματος – κινήματος. Η μεγάλη στροφή που έκανε η πολιτική των πλατειών, από τα γενικά αντιπολιτικά συνθήματα σε έναν σαφή αντικυβερνητικό λόγο, από τη συλλήβδην καταδίκη των συνδικάτων και οποιασδήποτε παραδοσιακής μορφής συλλογικότητας στην σύναψη σχέσεων με αυτά και τα κοινά απεργιακά καλέσματα, από την εχθρότητα απέναντι ακόμη και στην Αριστερά στην αποδοχή των θεμελιακών της αξιών, όπως της ισότητας, της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας, όλα πραγματοποιήθηκαν χάρη και στη δική μας οργανωμένη συμμετοχή. Ταυτόχρονα, επηρέασε απαράγραπτα και το ίδιο μας το κόμμα, οδηγώντας το να εμβαθύνει χαρακτηριστικά του, όπως ο πολιτικός ριζοσπαστισμός και η υπεράσπιση της Δημοκρατίας.

2. Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, ως αντιφατικό γεγονός, ευνοεί αντιπαραθετικές πολιτικές τάσεις. Ομοίως και ο αγώνας ενάντια στην κρίση. Ήταν αναμενόμενο, λόγω του έντονου πατριωτικού και αντιπολιτικού κλίματος της «πάνω πλατείας» να ευνοηθούν και δεξιές δυνάμεις, από τους Ανεξάρτητους Έλληνες ως τη συμμορία της Χρυσής Αυγής, ακόμη και αν δεν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις. [1]  Ειδικά η τελευταία ευνοήθηκε από το σκηνικό με τις κρεμάλες μπροστά στη Βουλή, το σύνθημα «να καεί – να καεί – το μπουρδέλο η Βουλή» και όλα τα συναφή. Η δική μας παρουσία στις Πλατείες ήταν που διασφάλισε πως την ηγεμονία θα την πάρουν οι δικές μας ιδέες και έτσι δεν έμεινε χώρος για τη σοβαρή ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής. Επομένως, οι Πλατείες δείχνουν και μία αντιφασιστική μεθοδολογία, μέσω της αριστερής ηγεμονίας.

3. Η προσπάθεια εφαρμογής στις Πλατείες του εγχειρήματος της άμεσης δημοκρατίας και τα όριά του που διαφάνηκαν, μας έδειξαν την ανάγκη για θεσμούς πολιτικής πάλης που θα επιδιώκουν τον καλύτερο δυνατό κάθε φορά συνδυασμό μορφών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας, σκοπό που στην πιο μεγάλη κλίμακα μπορεί να επιτελεστεί με βασικό άξονα ένα δημοκρατικό ριζοσπαστικό κόμμα της Αριστεράς. Ένα κόμμα που δεν θα γίνεται αντιληπτό από τα μέλη τους ως ιερός θεσμός, αλλά ως εργαλείο για την αλλαγή του κόσμου. Που θα συμμετέχει στα κινήματα αλλά ταυτόχρονα θα οργανώνει τη συλλογική μνήμη, ώστε να μην χρειάζεται να απαντά ξανά και ξανά στα ίδια ερωτήματα, όπως κάνουν τα κινήματα. Άλλωστε, όπως μας λέει και ο Αλτουσέρ, πρέπει να «επιστρέψουμε στη μεγάλη υλιστική αρχή της πρωτοκαθεδριας των λαϊκών κινημάτων, χωρίς να ωστόσο να ενδώσουμε στις αυθόρμητες μορφές που παίρνουν όποια κι αν είναι, αλλά παρέχοντας τους το απαραίτητο μίνουμουμ για την ενότητα σκέψης (θεωρία), γραμμής (πολιτικός στόχος μακροπρόθεσμος) και πρακτικής […] χωρίς ν΄ αφήνουμε είτε τα ιερά κείμενα, είτε τους υπεύθυνους των οργανώσεων είτε το αυθόρμητο των ίδιων των μαζών να σκέφτονται για λογαριασμό μας». [2]

4. Η μεγάλη δυναμική που ανέπτυξαν οι Πλατείες οφείλεται στο ότι κατάφεραν να προσφέρουν στους συμμετέχοντες μία ταυτότητα. Ξέρουμε πως ζούμε σε μία εποχή πολλαπλών και διασπασμένων ταυτοτήτων. Ξέρουμε επίσης, πως η πιο ισχυρή ταυτότητα είναι η πολιτική, διότι απαντάει σε περισσότερα ερωτήματα, καλύπτει περισσότερες ανάγκες αυτοπροσδιορισμού. Οι Πλατείες λοιπόν, προσέφεραν μία τέτοια ταυτότητα. αυτή του Αγανακτισμένου. Γενική, και για αυτό περιορισμένη. Αλλά υπαρκτή και προωθητική, αφού οι άνθρωποι ένιωθαν άνετα να θεωρούν τον εαυτό τους κομμάτι αυτού του συνόλου, των Αγανακτισμένων.

Το διά ταύτα

Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν τη σημασία της παρέμβασής μας στα κινήματα αλλά και τα καθήκοντά μας μέσα σε αυτά. Επίσης, ότι το πόσο αριστερά πράγματα λέει (στα σοβαρά) ένα κόμμα είναι συνάρτηση του πόσο αριστερά πράγματα κάνει. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα κόμμα που θα εκπληρώνει αυτόν τον διττό ρόλο έτσι και ακόμη καλύτερα. Ένα κόμμα κινηματικό, που θα συνδιαμορφώνει τα χαρακτηριστικά του με κρίσιμα κομμάτια των κοινωνικών ομάδων που θέλει να εκφράσει και που θα τους προσφέρει μία ισχυρή νέα ταυτότητα, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, όσο συμπαγής μπορεί αυτή να είναι μέσα στο διασπασμένο κόσμο μας. Που μέσω αυτών, δεν θα αφήνει κοινωνικό χώρο ανάπτυξης στην ακροδεξιά. Αλλά και ένα κόμμα που να μην περιμένει κάποια «ετοιμότητα» είτε με όρους πολιτικών θέσεων, είτε κινηματικής εγρήγορσης για να πάρει την εξουσία. Η Ιστορία και οι άνθρωποι που βασανίζονται από την κρίση δεν αντέχουν να περιμένουν για πολύ.

Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά έχουν μία σκληρή προϋπόθεση: τη συνάντησή μας με τον κόσμο που θέλουμε να εκφράσουμε. Με τη συμμετοχή μας στην καθημερινή ζωή της κοινωνίας. Με την οργάνωση των ισχυρά πληττόμενων από την κρίση κοινωνικών ομάδων στο κόμμα μας, που θα αποτελεί τη βασική εγγύηση της ριζοσπαστικής του γραμμής. Άλλωστε, μπορεί πάντα να υπάρχει κοινωνία, έστω και σε κακή κατάσταση, χωρίς την Αριστερά. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει Αριστερά χωρίς την κοινωνία.

Υ.Γ. Αν και η επίκληση στην αυθεντία δεν είναι του γούστου μου, θέλω ως τελευταίο και ατελές σχόλιο για την κυβέρνηση της Αριστεράς και τη σχέση της με το κράτος, τη δημοκρατία και το κίνημα να θυμίσω κάτι (ξεχασμένο;) από τον Νίκο Πουλαντζά:
«Πολλοί αρέκονται σήμερα, στη Γαλλία, να μιλάνε για δύο παραδόσεις του εργατικού και του λαϊκού κινήματος, την κρατικιστική και ιακωβίνικη παράδοση, από τον Λένιν και την επανάσταση του Οχτώβρη ως την 3η Διεθνή και το κομμουνιστικό κίνημα και την παράδοση της αυτοδιαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας στη βάση. Για να πραγματοποιήσουμε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, λένε, θα χρειαστεί να ξεκόψουμε από την πρώτη και να υποστηρίξουμε τη δεύτερη. Μια τέτοια τοποθέτηση του ζητήματος είναι κάπως πρόχειρη. […]

 Επιπλέον, το να πιστεύει κανείς ότι αρκεί να υποστηρίζει το ρεύμα της αυτοδιαχείρισης ή της άμεσης δημοκρατίας στη βάση για ν’ αποφύγει, έτσι, τον κρατισμό, είναι σφάλμα ουσίας. […] Μήπως ήταν μάλλον αυτή η ίδια η κατάσταση, αυτή η ίδια η γραμμή (της ριζικής υποκατάστασης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με μόνη την άμεση δημοκρατία στη βάση) που στάθηκε ο κύριος παράγοντας των όσων συνέβησαν στη Σοβιετική Ένωση, όταν ακόμη ζούσε ο Λένιν;

[…] Εκείνο λοιπόν για το οποίο η Ρόζα ψέγει τον Λένιν δεν είναι ότι αμέλησε ή περιφρόνησε την άμεση δημοκρατία στη βάση, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ότι δηλαδή στηρίχτηκε αποκλειστικά πάνω στην τελευταία, καταλύοντας απλούστατα την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. […] Πώς να συλλάβουμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους, συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών (που ήταν και μια κατάκτηση των λαϊκών μαζών) με την ανάπτυξη των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Σημειώσεις

[1] Βλέπε και το σχετικό κείμενο της Άντας Ψαρά, στο Red Notebook

[2] Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, εκδόσεις Πολίτης, σελ. 169.