Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Η Θεωρία των Ακρων και ο Θ. Δ. Τσάτσος


Στην πολιτική και επιστημονική συγκυρία των τελευταίων χρόνων ο όρος Θεωρία των Ακρων έχει χρησιμοποιηθεί εντόνως. Στο πλαίσιο της ιστορικής συζήτησης το ζήτημα έχει ανοίξει με την ανακίνηση της συζήτησης περί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την επανεξέταση της σχέσης του ΕΑΜ με τα Τάγματα Ασφαλείας και την προσπάθεια θεσμικής ταύτισης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού με τα φασιστικά καθεστώτα.

Για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μια πυκνή αρθρογραφία και εκδοτική παραγωγή υποστήριζε πως έπεσε λόγω της σύγκρουσης δύο «ακραίων δυνάμεων», των ναζί και των κομμουνιστών, από τις οποίες η αφήγηση γενικώς διατηρούσε ίσες αποστάσεις. Η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας εμφανιζόταν, κατά βάση μέσω επιστημονικών άρθρων, να οφείλεται στη βία του ΕΑΜ, με την αφήγηση όμως να μην τηρεί εδώ τις αποστάσεις, αλλά να κλείνει δικαιολογητικά το μάτι προς τα μέλη των Ταγμάτων. Με το «αντικομμουνιστικό σύμφωνο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως ονομάστηκε από τους αντιπάλους του, επιχειρούνταν να δηλωθεί η κοινή απαξία των κοινωνιών της Ευρώπης προς ένα μέρος του ιστορικού παρελθόντος της ηπείρου, προς δύο τύπους καθεστώτων με κοινό στοιχείο την ακύρωση της αστικής δημοκρατίας. Και στις τρεις περιπτώσεις το πολιτικό παράγωγο αυτής της προσέγγισης της ιστορίας - και αν μιλούσαμε και για χρήση της Ιστορίας δεν θα ήμασταν καθόλου άδικοι - μοιάζει να είναι μια ρεβάνς ή, για να εκφραζόμαστε με την ψυχραιμία της επιστήμης, μια αναθεώρηση: πως αυτοί που για χρόνια θεωρούνταν θύματα τελικά ήταν κι αυτοί θύτες.

Οι παραπάνω λόγοι εκφέρονται από φορείς που διεκδικούν τον ρόλο της «λογικής», τον ρόλο του Κέντρου. Το οποίο επιλέγει να αποβάλει από τη ματιά του ό,τι μπορεί να του χαλάσει το μεθοδολογικό προκείμενο αξίωμά του, που είναι ταυτόχρονα και το ήδη εξαχθέν συμπέρασμα: ότι τα Ακρα συγκλίνουν. Εξορίζοντας, δηλαδή, από την ανάλυσή του - και αυτό το λέμε αντικειμενικά, διότι τα παρακάτω δεν αντικρούονται αλλά απλώς παραλείπονται - και την τελική προτίμηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας προς τον Χίτλερ έναντι των κομμουνιστών και την αναβάπτιση των ταγματασφαλιτών στα εθνικά νάματα με τη συμμετοχή τους στα Δεκεμβριανά και την αρχική ανοχή των δυτικών δυνάμεων απέναντι στον Χίτλερ, ως αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ.

Στην εργασία μας τεκμηριώνουμε πως η πρώτη μορφή της Θεωρίας των Ακρων στην Ελλάδα παράγεται από τον κομματικό χώρο του Κέντρου, αποτελώντας ταυτόχρονα το πρώτο μανιφέστο του μεταπολεμικού αντικομμουνισμού.
Το 1945, λίγο μετά τα Δεκεμβριανά, ο κεντρώος φιλελεύθερος πολιτικός Θεμιστοκλής Δ. Τσάτσος, υπουργός του Γεώργιου Παπανδρέου, κυκλοφορεί το βιβλίο O Δεκέμβριος 1944. Εκεί επιχειρεί να τεκμηριώσει πως η δράση του ΚΚΕ είχε ως καθοδηγητικό νήμα την προσπάθεια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας.

Η αφήγηση υποστηρίζεται από δύο κομβικά για αυτήν στοιχεία. Πρώτον, τη συγκρότηση μιας εικόνας για την κομμουνιστική ιδεολογία ως απολύτως απάδουσας προς τις αξίες του ελληνικού έθνους και για το ΚΚΕ ως ενός εξαιρετικά βίαιου και συνωμοτικού οργανισμού με κρυφούς σκοπούς. Δεύτερον, την απόδοση της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας στη βία του ΕΑΜ και τη δημιουργία μιας εικόνας ίσων αποστάσεων απέναντι στα δύο αυτά «Ακρα», ασφαλώς όμως πολύ ευμενέστερης προς το πρώτο. 

Η θέση του Τσάτσου είναι ότι η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως άλλωστε πρεσβεύει και ο Παπανδρέου, ήταν αποτέλεσμα της τρομοκρατικής δράσης του ΕΑΜ στην ύπαιθρο, πως δημιουργήθηκαν όχι με σκοπό να παράσχουν στήριξη στους Γερμανούς αλλά να καταπολεμήσουν τους κομμουνιστές. Στα μέλη των Ταγμάτων αρνείται να καταλογίσει διάθεση εξυπηρέτησης του εχθρού. Χαρακτηρίζει απλώς λανθασμένη την τακτική τους, διότι αφενός επέλεξαν να χτυπήσουν τον κομμουνισμό σε μια περίοδο που ο μεγαλύτερος κρατικός φορέας του, η ΕΣΣΔ, συμμετείχε στον πόλεμο κατά των Γερμανών και αφετέρου διότι με την κίνησή τους αυτή έβλαψαν τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν χαρακτηρίζει τη δράση τους προδοτική.

Ως κεντρική αιτία των Δεκεμβριανών ο Τσάτσος βλέπει τον προσανατολισμό του κόμματος προς τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας. Αντιθέτως, έχει την άποψη πως ο Γ. Παπανδρέου δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση, αλλά επιχειρούσε να διαμορφώσει τις συνθήκες έτσι ώστε κάτι τέτοιο να αποφευχθεί. Ιδού, λοιπόν, το πώς ο Παπανδρέου προβάλλεται ως το λογικό, υπεύθυνο και εναντίον της προσφυγής στη βία Κέντρο.

Ο σκληρός πυρήνας αυτής της Θεωρίας των Ακρων εκδηλώνεται όταν εξελίσσεται σε νομικό σκεπτικό. Ο Τσάτσος, στις 27 Φεβρουαρίου 1945, στο Εθνος, δημοσιεύει ένα άρθρο όπου εν όψει των δικών των δοσιλόγων υποστηρίζει πως με βάση το εξωτερικό ως προς τη χώρα κριτήριο η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν προδοτική διότι τάχθηκαν υπέρ των ναζί. Με βάση όμως το εσωτερικό κριτήριο της χώρας, το ενδεχόμενο δηλαδή μιας κομμουνιστικής επανάστασης, τα Τάγματα προσέφεραν πατριωτικές υπηρεσίες.

Η Θεωρία των Ακρων είχε μόλις βρει τον στόχο της. Και όχι, ασφαλώς, στο Κέντρο. Στα δεξιά.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Το «πάλι καλά»


«Όποιος θέλει ασφάλεια, να γίνει ασφαλίτης» φώναζαν αρκετοί τοίχοι πριν χρόνια. Ήταν μία από τις κλασικές περιπτώσεις όπου μεταφέρεται με αδύναμο κοινωνικά τρόπο ένα ισχυρό κοινωνικό μήνυμα. Ο αδύναμος τρόπος είναι το να τρίβεις πάνω στα μούτρα του “μικροαστού, συμβιβασμένου, καναπεδάκια” την επαναστατική σου αλήθεια. Μα δεν έχεις δίκιο; Δίκιο βουνό, ποιος είπε το αντίθετο; Και λοιπόν; Πείθεις έτσι; Δεν πείθεις. Παρά μόνο τους πεισμένους. Στους άλλους ενισχύεις αντιδραστικά την πεποίθηση για την ορθότητα της στάσης τους. Το μήνυμα, όμως, είναι πανίσχυρο και θα λέγαμε και αιώνιο. Και για αυτό πρέπει να προστατευθεί. Ποιο είναι όμως;

Η μεγάλη και εκρηκτική κουβέντα γύρω από την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού είναι από αυτές που δεν επιτρέπουν ενδιάμεσες στάσεις. Η σύγκρουση πολώθηκε νωρίς. Από τη μία πλευρά όσοι ζητούν να του δοθεί η εκπαιδευτική άδεια. Ένα πολυποίκιλο μπλοκ, που εκτείνεται από τους πιο θεσμικούς φορείς υπεράνω πάσης “ανατρεπτικής υποψίας” (όπως δικηγορικοί σύλλογοι και σύλλογοι πανεπιστημιακών καθηγητών) μέχρι την σκληρή αναρχία. Κοινό σημείο: η επίκληση του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής και της ανάγκης να διασφαλίζονται τα δημοκρατικά δικαιώματα ακόμη και για όσους αρνούνται τη δημοκρατία, έστω την αστική. Από την άλλη, ένα επίσης πολυποίκιλο μπλοκ που σταθερά αρνείται το δικαίωμα του Ρωμανού να πάρει άδεια, με ένα άλλο κοινό σημείο: την αντιστροφή του επιχειρήματος περί δικαιωμάτων και την επίκληση του δικού τους δικαιώματος στην ασφάλεια.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στα σοβαρά πως η ασφάλεια είναι δικαίωμα. Αλλά και σε καμία συζήτηση δεν μπορεί να αντέξει για πολύ η ανάδειξη ως βασικής αιτίας κοινωνικής ανασφάλειας της δράση του Ρωμανού ή άλλων. Σε αυτό που μόλις γράψαμε η ουσία βρίσκεται σε μία λέξη που μπορεί και να προσπεράστηκε: στον προσδιορισμό της ανασφάλειας ως “κοινωνικής”. Γιατί αν τη δούμε έτσι, και όχι ως αμιγώς προσωπική, περιορισμένη σε εμάς, τότε καταλαβαίνουμε πως μεγαλύτερη ανασφάλεια σε περίοδο ειρήνης από αυτήν που δημιουργείται από την ανεργία, την εργασιακή και άλλη επισφάλεια, τον φόβο της μετανάστευσης και του πλειστηριασμού του σπιτιού σου, από την πλήρη αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος σου, δεν υπάρχει. Τόσο απλά. Και τότε καταλαβαίνουμε και τη σημασία ενός άλλου συνθήματος που στόλιζε παλιότερα τους τοίχους και έλεγε: “Μην σκοτώνετε τα κουνούπια. Άλλοι σας πίνουν το αίμα”. Να κατανοήσουμε λοιπόν τις κοινωνικές λειτουργίες, για να ορίσουμε τις προτεραιότητές μας. Να κατανοήσουμε τους βασικούς μηχανισμούς του κράτους με τους οποίους αποσπά την συναίνεση/υποταγή των πολιτών.

Όλα γίνονται πολύ καθαρά με την περίπτωση του Ρωμανού. Πράγματι, έχουμε μια κυβέρνηση αυταρχική. Που δεν θέλει και δεν μπορεί, όπως τα έχει κάνει, να υποχωρήσει ούτε κατά ένα βήμα. Ποντάρει στο να πιστέψουν όλοι ότι είναι έτσι οι “αντικειμενικές” συνθήκες και πως ασκούν τόσο “έλεγχο” οι “ξένοι” που τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει με τους αγώνες μέχρι να αλλάξει η κυβέρνηση, άρα και ότι ακόμη και μια άλλη κυβέρνηση δεν θα μπορέσει στην πραγματικότητα να αλλάξει πολλά, άρα κατάθλιψη και υποταγή. Για αυτό και δεν δέχεται καμία υποχώρηση προς τις διεκδικήσεις του Ρωμανού.

Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που φανερώνει όλη την ουσία: ο Ρωμανός όπως ήρθαν τα πράγματα δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που διεκδικεί κάτι για τον εαυτό του. Με τη δημοσιότητα που έχει πάρει, στο πρόσωπο του και στον αγώνα του έχουν συμπυκνωθεί κοινωνικά ζητήματα και έχουν μπει κοινωνικά διλλήματα. Και εδώ ακριβώς είναι το μεγάλο παιχνίδι για την κυβέρνηση. Και η μεγάλη ανατροπή: η κυβέρνηση δεν τιμωρεί μόνο τον Ρωμανό. Τιμωρεί προληπτικά οποιονδήποτε θέλει να αγωνιστεί. Αν σταθούμε λίγο πιο πίσω από τον συγκεκριμένο αγώνα και δούμε το πλαίσιο του θα καταλάβουμε πολλά. Είναι ένας αγώνας σε εποχή που απαγορεύονται συγκεντρώσεις, που 95 στις 100 απεργίες κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές, που αστυνομικοί ανοίγουν κεφάλια φοιτητών αλλαλάζοντας από απάνθρωπη ηδονή, απλώς επειδή μαζεύτηκαν μπροστά στο Πολυτεχνείο, και σαρώνουν Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες. Είμαστε στην εποχή που τα ΜΜΕ επικεντρώνουν τόσο πολύ σε μία μόνο μεριά της κατάστασης ώστε να μας πείσουν πως η πολιτική είναι μία διαπραγμάτευση με ανταλλαγή μέιλς, όχι κάτι που περιλαμβάνει συγκρουόμενα συμφέροντα στη χώρα μας. Όχι κάτι που μπορεί να χωράει αγώνες και ανατροπές, πράγματα από τα κάτω, πως μπορούμε να γράψουμε κι εμείς την ιστορία. Σε αυτό το πλαίσιο θα δούμε τη στάση της κυβέρνησης προς τον Ρωμανό.

Και έτσι θα καταλάβουμε πως ο Ρωμανός είναι η απειλή του μέλλοντος μας. Είναι η δημιουργία ενός τεχνητού αισθήματος ανασφάλειας, η δημιουργία ενός αισθήματος απειλής από έναν άνθρωπο που έκλεψε μια τράπεζα (με τον όμηρο που κράτησε να παρίσταται στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισής του) για να μην βλέπουμε την πραγματική απειλή του να παίρνουν οι τράπεζες τα σπίτια, την πραγματική ανασφάλεια και τους υπαίτιούς της. Και για να νιώθουμε πως “και πάλι καλά είμαστε”. Όπως ακριβώς είναι οι φυλακές τύπου Γ, στις οποίες κρατείται ο Ρωμανός. Οι φυλακές αυτές, οι υψίστης ασφαλείας με την σκληρή απομόνωση, μια φυλακή μέσα στη φυλακή, δεν είναι τόσο ένας τοίχος που κρατάει τους μέσα μακριά από τους έξω. Είναι κυρίως ένας γυάλινος τοίχος, για να βλέπουν οι έξω τους μέσα και να νιώθουν μια αγαλλίαση που δεν είναι στη θέση τους, έναν φόβο στη σκέψη πως θα μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί και επί τόπου μια επιθυμία να κάνουν ησυχία για να μην κινδυνεύσουν να βρεθούν εκεί, άλλη μια ευκαιρία για ένα “και πάλι καλά είμαστε”. Όπως είναι τα δελτία ειδήσεων που μας μιλούσαν για τον Έμπολα με τόσες λεπτομέρειες, όχι για να μας πληροφορήσουν αλλά για να μας τρομοκρατήσουν και να λέμε “και πάλι καλά είμαστε, εδώ άλλοι πεθαίνουν στο σωρό”. Όπως όταν μας μιλούσαν για το ISIS, το Ισλαμικό Κράτος, τόσο γλαφυρά, όχι όμως για να μάθουμε τις πολιτικές αιτίες και διαδρομές από τις οποίες προέκυψε το ISIS, αλλά για να λέμε πως “πάλι καλά είμαστε, εδώ τους άλλους τους αποκεφαλίζουν”. Αυτό το διαβολεμένο “πάλι καλά”, ενός δολοφονικού φόβου. Γιατί από τον φόβο αυτό, μπορούμε να σκοτώσουμε οτιδήποτε πάει να μας βγάλει από αυτόν. Μπορούμε ακόμη και να αφήσουμε ένα παιδί να πεθάνει.

Δεν χρειάζεται να μιλάμε με τσιτάτα για να πείθουμε με την επίκληση των αυθεντιών. Χρειάζεται όμως να θυμίζω πως τη φράση “αυτοί που παραδίδουν την ελευθερία τους για την ασφάλειά τους, δεν θα έχουν και δεν αξίζουν να έχουν καμία από τις δύο” δεν την έγραψε στον τοίχο κανένας άγριος κομμουνιστής, κανένας φλογερός αναρχικός. Την είπε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ένας από τους πατέρες του αμερικάνικου έθνους. Ας σταθούμε λοιπόν λίγο πιο πίσω. Ας δούμε την αντιδημοκρατική εκτροπή των τελευταίων χρόνων, πόσο μακριά από τις κατακτήσεις του δυτικού πολιτισμού βρισκόμαστε, πόσο μακριά από όσα ήταν αυτονόητα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Ο Γεωργιάδης μπορεί να λέει πως στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί επειδή σήμερα αφήνουμε τον Ρωμανό να πεθάνει. Στην κατρακύλα, όλα δουλεύουν μαζί. Ας δούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχει ο τοίχος με τα συνθήματα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα κάνουν πραγματικότητα. Για να νικήσουμε το φόβο. Να νικήσουμε εμάς για να νικήσουμε και τους άλλους.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ο κ. Φορτσάκης και η εκδίκηση των Mικροαστών


Ο Μαξίμ Γκόρκι έλεγε στους Μικροαστούς του:
“Φοιτητής σημαίνει μαθητευόμενος κι όχι ρυθμιστής στη ζωή. Αν κάθε νεαρός στα είκοσί του χρόνια θέλει να γίνει κανονιστής της τάξης, τότε όλα θα γίνουν άνω-κάτω. [...] Σπούδασε, γίνε μάστορας στη δουλειά σου και τότε συζήτα... ως τότε όμως, κάθε ένας έχει κάθε δικαίωμα στις συζητήσεις σου να σου πει κάνε μόκο”.

Οι γραμμές αυτές στηλιτεύουν το συντηρητικό, αντιδραστικό πνεύμα των ανθρώπων που ενοχλούνται από οτιδήποτε διαταράσσει το υψηλό ιδανικό της τάξης, από ό,τι απειλεί να ταράξει την επιβεβαίωση των προσωπικών τους αξιών. Στην πραγματικότητα, των ανθρώπων που ενοχλούνται από τον ριζοσπαστισμό, από την εξέλιξη που νιώθουν πως ξεφεύγει μέσα από τα χέρια τους, από την απώλεια του ελέγχου. Γιατί αυτό είναι το πάθος του μικροαστού: ο έλεγχος.
Μιλάμε για λέξεις που μπήκαν στο χαρτί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το θεατρικό έργο του Γκόρκι ανέβηκε στο σανίδι πρώτη φορά το 1902. Από το τότε έτρεξε πολύ νερό στο αυλάκι, κι όσο κι αν η ηρακλήτεια ρήση αντηχεί, θυμίζοντας επιμόνως πως δεν μπορείς να πλυθείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, φαίνεται πως πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα αρνούνται αυτήν την αλήθεια, που θεωρούν πως πολύ κακώς αφήσαμε πίσω μας εκείνα τα χρόνια, που πάντα θα προσπαθούν να γυρίσουν στη θαλπωρή των γνώριμων νερών της συντήρησης και του ελέγχου.

Ένας τέτοιος αντιηρακλείτιος θόρυβος είναι αυτός που υψώνει αυτές τις μέρες πάνω από το Πανεπιστήμιο ο -κατά την ατυχία του ιδρύματος και την κακή επιλογή των φορέων του- πρύτανης του ΕΚΠΑ. Ο άνθρωπος που επικαλείται την νομιμότητα, ενώ βρίσκεται στη θέση του επειδή τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Ιδρύματος απαγόρευσαν παρανόμως τη συμμετοχή άλλης υποψήφιας στις εκλογές. Ο επικαλούμενος την νομιμοφροσύνη, που καταγγέλεται από την Επιθεώρηση Εργασίας πως δεν επέτρεψε την είσοδο των ελεγκτών της στο χώρο ευθύνης του και πως, κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, κλείδωσε τους εργαζόμενους μέσα στο πανεπιστήμιο, με κίνδυο ακόμη και για τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο νομιμόφρων που ως διορισμένος κυβερνητικός επίτροπος στη ΝΕΡΙΤ δεν έχει βρει μισή κουβέντα να πει για τις αντιθεσμικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο έργο της, για την απαγόρευση μετάδοσης ομιλιών και την πολυδάπανη υπερπροβολή της δραστηριότητας του πρωθυπουργού.

Ο κύριος πρύτανης όμως, μας τα είπε ευθέως. Η μικροαστική του πρεμούρα για να εκδηλώσει το πάθος του για την τάξη και τον έλεγχο τον έκανε να εκτεθεί. “Δεν μπορεί ο καθένας να μπαίνει χωρίς άδεια στο Πανεπιστήμιο. Αν ερχόταν κανείς στο σπίτι σας θα τον αφήνατε να περάσει έτσι;” διερωτήθηκε ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού. Για να το άλλάξει, όταν του επισημάνθηκε πως το Πανεπιστήμιο δεν είναι το σπίτι του, λέγοντας πως “το Πανεπιστήμιο ανήκει στους καθηγητές και τους φοιτητές του”. Πολύ ενδιαφέρον αυτό, στ΄ αλήθεια. Γιατί όταν ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, όταν δεν υπήρχε ούτε ένας Σύλλογος καθηγητών, εργαζομένων και φοιτητών που να έχει ταχθεί υπέρ του νόμου, τότε η επωδός των υποστηρικτών του, όπως ο κ. Φορτσάκης, ήταν πως “τα Πανεπιστήμια δεν ανήκουν στους καθηγητές και στους φοιτητές, αλλά στην κοινωνία που τα πληρώνει”! Αν λοιπόν τα Πανεπιστήμια ανήκουν στην κοινωνία, τότε κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε έναν πολίτη την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Αν, από την άλλη, το Πανεπιστήμιο ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα, τότε ο κ. Φορτσάκης πρέπει να παραιτηθεί αμέσως, διότι είναι πρύτανης με βάση έναν νόμο στον οποίο η συντριπτική πλειονότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αντιταχθεί!

Να λοιπόν που τρία χρόνια μετά, καταλαβαίνουν όλοι γιατί η κυβέρνηση κατήργησε το πανεπιστημιακό άσυλο. Όχι για λόγους ασφαλείας, όχι για να ελεγχθούν οι παράνομες πράξεις. Το εμπόριο ναρκωτικών δίνει και παίρνει στο κέντρο της πόλης, εκεί που κανένα άσυλο δεν υπάρχει. Ξαναμπαίνει στα σχολεία, επειδή η κυβέρνηση απέλυσε τους σχολικούς φύλακες. Αν η κυβέρνηση ήθελε φύλαξη στα πανεπιστήμια θα μπορούσε να μην απολύει διοικητικούς, να προσλαμβάνει υπαλλήλους φύλαξης και όχι να δίνει τη φύλαξη με πανάκριβη εργολαβία -35% πιο δαπανηρή από το κόστος των υπαλλήλων- σε φουσκωτούς σεκιουριτάδες με στολές και αλεξίσφαιρα που σε κοιτάνε σαν επίδοξο κλέφτη σε πολυκατάστασημα ή σαν τρομοκράτη. Το άσυλο δεν καταργήθηκε “για να μην κάνουν κουμάντο στο Πανεπιστήμιο οι μειοψηφίες”, όπως μας έλεγαν, ενώ σήμερα  κάνει κουμάντο ένας άνθρωπος μόνος του. Όχι, ο στόχος δεν ήταν η ασφάλεια του Πανεπιστημίου. Ο στόχος ήταν η ασφάλεια του συστήματος. Ο στόχος ήταν να δείχνουμε ταυτότητα για να μπούμε στο Πανεπιστήμιο. Για να μείνει η κοινωνία έξω από το Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο μακρυά από την κοινωνία.

Ο κ. Φορτσάκης αυτές τις μέρες παίρνει εκδίκηση από την ίδια την ιστορία του Πανεπιστήμιου. Του θεσμού που δημιουργήθηκε μέσα από τη σύγκρουση με τις εξουσίες, την πολιτική, τη θρησκευτική, τα κατεστημένα της οικονομίας και της γνώσης, με όσους διαχειρίζονταν τον φόβο των ανθρώπων. Είναι η εικόνα όλων αυτών που έρχονται από πίσω του και προσπαθούν να ξεριζώσουν τη δημοκρατική και κοινωνικά ευαίσθητη παγκόσμια παράδοση του Πανεπιστημίου. Αυτών που θέλουν να καίγεται έξω η κοινωνία και εμείς μέσα στα ιδρύματα να κυνηγάμε πεταλούδες. Που θέλουν ένα Πανεπιστήμιο-φροντιστήριο, ένα σκέτο εκπαιδευτήριο. “Το Πανεπιστήμιο είναι για να γίνονται τα μαθήματα και η έρευνα, τίποτε άλλο” μας είπε ο μικροαστός μας πρύτανης. Ποιο Πανεπιστήμιο ονειρεύεται, αλήθεια; Ένα Πανεπιστήμιο στο οποίο δεν έχουν θέση οι συζητήσεις, οι εκδηλώσεις, οι πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες; Που το έχει δει αυτό; Έχει σπουδάσει ο ίδιος σε κάποιο τέτοιο Πανεπιστήμιο; Γιατί ξέρουμε πολύ καλά, πως οι καθηγητές μας σπούδασαν σε Πανεπιστήμια που δεν μάθαιναν στους ανθρώπους πως να είναι απλώς εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. Σπούδασαν σε Πανεπιστήμια όπου υπήρχαν συλλογικότητες, όπου οι άνθρωποι συζητούσαν και δρούσαν. Ξέρουμε πως μερικά από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου φέρουν περήφανα στην ιστορία τους πολύ μεγάλες εξεγέρσεις που συνέβησαν στο εσωτερικό τους και τα έδεσαν με όσα γίνονταν έξω από τους τοίχους τους. Ξέρουμε πως αν τα Πανεπιστήμια είναι “μόνο για διδασκαλία και έρευνα”, δηλαδή αν είναι μόνο για όσα προβλέπει ο φετφάς και του πρωτόκολλο του υπουργείου, αν δεν χωράνε καθόλου την αυτενέργεια και την πρωτοβουλία των ανθρώπων, αν δεν χωράει την κριτική σκέψη και δράση, αν δεν χωράει την πρακτική συμμετοχή στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, τότε ο κ. Φορτσάκης μόλις πέταξε έξω από τη λίστα των Πανεπιστημίων τη Σορβόνη, το Μπέρκλευ, το Πολυτεχνείο της Αθήνας και μερικές εκατοντάδες ακόμη. Και ασφαλώς, θα τρομάξουμε αν σκεφτούμε πως θα ήταν η ιστορία, πως θα ήταν σήμερα οι κοινωνίες των ανθρώπων, αν είχαν ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές τωνΜικροαστών γονυκλινούντων θαυμαστών της κάθε εξουσίας, της κάθε εποχής.

Και για να το τελειώνουμε. Το ερώτημα “σε ποιον ανήκει το πανεπιστήμιο;” είναι απλώς λάθος. Γιατί το πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε υποστατικό ούτε υποζύγιο για να ανήκει. Είναι κτήμα, αλλά είναι κτήμα δημόσιο. Είναι “ένα από τα πλέον αναπαλοτριώτα του έθνους κτήματα”, όπως μας έλεγε ο Αδαμάντιος Κοραής για τη γλώσσα. Ο ίδιος Κοραής που αφορίστηκε από την Εκκλησία επειδή δίδασκε διάφορα ανατρεπτικά που διασάλευαν την τάξη της εποχής του. Γιατί δεν έμενε απλώς στην διδασκαλία και την έρευνα των παραδεδεγμένων. Κι εμείς δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας πάει εκεί πίσω. Δεν φοβόμαστε από τις κραυγές του πληγωμένου τέρατος, ξέρουμε πως είναι ετοιμοθάνατο, για αυτό ουρλιάζει, για αυτό μας φοβερίζει αυτό το ανόσιο κι αποκρουστικό σύστημα που φεύγει από τα πράγματα, που νιώθει πως χάνει το πιο ζωτικό του στοιχείο, αυτό για το οποίο πάλεψε όλη του τη μικροαστική ζωή: τον έλεγχο. Ε, αυτά λοιπόν τελείωσαν. Συγχαρητήρια. Καταφέρατε να γίνουν όλα ανεξέλεγκτα.