Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Οι προϋποθέσεις μια αριστερής συζήτησης για το Κυπριακό

https://barikat.gr/content/oi-proypotheseis-mia-aristeris-syzitisis-gia-kypriako

Κι εκεί που ασχολούμασταν με χίλια-δυο, ενέκυψε αιφνιδίως το ανακινημένο Κυπριακό, πιεστικό και εξελισσόμενο ταχύτατα. Και μαζί αναδύθηκαν τα αντανακλαστικά που είχαν δημιουργηθεί την περίοδο του Σχεδίου Ανάν και ανασυστάθηκαν θέσεις και μετερίζια παλιότερα –που σήμερα θυμίζουν όμως κάτι από φαντάσματα- μη λαμβάνοντας και πολύ υπόψιν τους το έδαφος της κρίσης και των πολιτικών προοπτικών που θέτει. Για να μπορούμε να συζητήσουμε λοιπόν και να συνεννοηθούμε, χρειάζεται να συνομολογήσουμε κάποιες παραδοχές. Ή τουλάχιστον, να το δοκιμάσουμε.


Ζήτημα πρώτο: Το Κυπριακό στη σημερινή του μορφή έχει δημιουργηθεί μετά από πόλεμο. Δεν γίνεται λοιπόν να επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση (που ήταν εκρηκτική, έτσι κι αλλιώς) με αμιγώς διπλωματικά μέσα, άρα ούτε και να κρίνουμε τα τελευταία βάσει αυτής της προσδοκίας.  Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί παρά σε ορισμένες περιπτώσεις που έχουν καταγραφεί στα ανέκδοτα της Ιστορίας, όπως η εισβολή του ελληνικού στρατού υπό τον Πάγκαλο στη Βουλγαρία, για την οποία υποχρεώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών σε υποχώρηση και καταβολή αποζημίωσης. Επομένως, ή επιλέγει κανείς την διπλωματική οδό, επιδιώκοντας τα μέγιστα δυνατά οφέλη, ή επιδιώκει μία νέα σύγκρουση.


Ζήτημα δεύτερο: Δεν επιθυμούμε έτσι κι αλλιώς να επανέλθει η Κύπρος στην προ του Αττίλα κατάσταση, γιατί και τότε αποτελούσε εστία διαρκών αναφλέξεων και καθόλου ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, με ευθύνες και των δύο ηγεσιών. Γιατί κανείς αριστερός δεν μπορεί να προσυπογράφει τις πρακτικές εθνοκάθαρσης του φασίστα στρατηγού Γρίβα, αρχηγού της ΕΟΚΑ αλλά και της προδοτικής οργάνωσης Χ. Θέλουμε έτσι κι αλλιώς μία νέα συνθήκη συνύπαρξης.


Ζήτημα τρίτο: Η οποιαδήποτε πρόταση προερχόμενη από τον ΟΗΕ δεν μπορεί να απορρίπτεται υπό το επιχείρημα ότι είναι σχέδιο των ιμπεριαλιστών που ευνοεί τους σχεδιασμούς τους. Το κρίσιμο είναι να βλέπουμε κάθε φορά τι περιλαμβάνουν αυτοί οι σχεδιασμοί (άλλο οι σχεδιασμοί για την Γιουγκοσλαβία που αποσκοπούσαν στο ξέσπασμα του Εμφυλίου, άλλο για την Κύπρο που στοχεύουν σε μία καπιταλιστική ειρήνευση) και τις δυνατότητες που ανοίγονται μέσα από αυτούς για τη δική μας πάλη. Αν πάμε αυτό το επιχείρημα προς τα πίσω, μας λέει πως δεν θα έπρεπε να είχαν δεχτεί οι επαναστατικές δυνάμεις της Ελλάδας το 1827 τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, γιατί αποσκοπούσε στο να τεθεί το νέο κράτος υπό την ηγεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων. Άρα, θα προτιμούσαμε κι εκεί μια περήφανη συντριβή της Επανάστασης αντί της κηδεμονευόμενης κρατικής υπόστασης;


Ζήτημα τέταρτο: Μόνο ένας τρόπο υπάρχει για να αρνηθεί κανείς τα παραπάνω: να επιθυμεί την επίλυση του Κυπριακού μέσω μιας μεγάλης σύγκρουσης. Κι αφού για έναν αριστερό δεν μπορεί να αποτελεί προοπτική ο «εθνικός» πόλεμος με την Τουρκία, υποθέτω πως το σχέδιο είναι η «από τα κάτω» ένωση της Κύπρου, μέσω μιας κοινωνικής εξέγερσης των δύο κοινοτήτων που θα οδηγήσει σε μία Λαϊκή Ένωση. Θεμιτός σχεδιασμός, αναμφίβολα. Αν όμως κάποιος θεωρεί πως η Κύπρος θα πρέπει να ενωθεί μόνο με έναν τέτοιο τρόπο (περίπου ως σοσιαλιστική ένωση δηλαδή, με όποια χαρακτηριστικά επιλέγει να προτάξει κανείς: ως κράτος εκτός ΕΕ με αριστερή κυβέρνηση, ως κράτος εντός ΕΕ με πατριωτική κυβέρνηση, ως Λαϊκή Δημοκρατία κλπ) αλλιώς είναι καλύτερα να μείνει ως έχει, τότε θα πρέπει να το πει ρητά, για να συνεννοούμαστε. Και να μας πει και πού βλέπει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.


Ζήτημα πέμπτο: Για την Αριστερά δεν υπερισχύει κανένα «εθνικό» κριτήριο. Ακόμη και όταν υπεισέρχονται τέτοια στοιχεία, (πρέπει να) γίνεται στην προοπτική εξυπηρέτησης ταξικών συμφερόντων. Δηλαδή, για την Αριστερά δεν υπάρχουν απλώς οι δύο κοινότητες, αλλά εργαζόμενοι και καπιταλιστές Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Επομένως, απαγορεύεται απολύτως να διατυπώνει κανείς προτάσεις για το Κυπριακό χωρίς να τεκμηριώνει το πως αυτές θα συμβάλουν στη βελτίωση των όρων ζωής και των Τουρκοκύπριων εργαζόμενων. Ομοίως, δεν μπορεί να επιχαίρει για το «Όχι» του 2004, ξεχνώντας εντελώς αβασάνιστα πως η πλειονότητα (65%) των Τουρκοκυπρίων ήταν με το «Ναι». Δεν μπορεί δηλαδή από θέση Αριστεράς, ούτε να αγνοεί ότι στο Ελληνοκυπριακό «Όχι» δεν ήταν κυρίαρχος ο αντιιμπεριαλισμός αλλά ένας εξαιρετικά οξυμένος υπερπατριωτισμός μέχρι και εθνικισμός, ούτε ότι το 35% του τουρκοκυπριακού «Όχι» προερχόταν από υποστηρικτές του Ντενκτάς. Δεν γίνεται να κλείσουμε ως αριστεροί τα μάτια μας στο ότι το 65% των Τουρκοκυπρίων που ψήφισαν το «Ναι» επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τη δεσποτεία του Ντεκτάς, της Τουρκίας και των Γκρίζων Λύκων, αλλά και να πάρουν ευρωπαϊκά διαβατήρια για να έχουν πρόσβαση στην κινητικότητα εντός της ΕΕ, όπου οι εργασιακές συνθήκες είναι πολύ καλύτερες από τον Τ/Κ τομέα. Εκτός αν επιλέξουμε να τους δούμε όχι με όρους διεθνιστικής αλληλεγγύης, αλλά αντίπαλου εθνικού πόλου, που εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών του χαρακτηριστικών ταυτίζεται με την Τουρκική ηγεσία και για αυτό θέλουμε να τους κρατήσουμε αποκλεισμένους ή ηγεμονευόμενους, ειδικά τώρα που έχουν προκύψει και οι ενεργειακοί πόροι. Αλλά αυτό ούτε το λες διεθνισμό, ούτε προσφέρει καμιά ορθολογική προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης.


Ζήτημα έκτο: Για την Αριστερά υπάρχει πάντα η σοσιαλιστική προοπτική. Και σήμερα υπάρχει και η κρίση. Επίσης, η προοπτική κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα. Ρωτάμε λοιπόν: Η σοσιαλιστική προοπτική ευνοείται από τη σημερινή κατάσταση στην Κύπρο, με τους εργαζόμενους των δύο κοινοτήτων να τίθενται αντιμέτωποι; Η οικονομική κρίση, αλλά και η πολιτική κρίση στη Μέση Ανατολή, που δημιουργούν την ανάγκη σε ΗΠΑ και Τουρκία να διευθετηθεί το Κυπριακό για να μην είναι άλλη μία αποσταθεροποιητική εστία στη Μεσόγειο λόγω των ενεργειακών της κοιτασμάτων, αποτελεί πεδίο εκμετάλλευσης μόνο από την πλευρά των κυρίαρχων; Που χάθηκε ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα του μαρξισμού, αυτό για τις ποικίλες αντιφάσεις του καπιταλισμού και, ειδικά του Λένιν, για την εκμετάλλευσή τους; Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι προτιμότερο να οργανώνει τη συνεργασία της στο πλαίσιο των διεθνών της σχέσεων (είτε εντός, είτε εκτός ΕΕ) με μία ενιαία Κύπρο ή με ένα κράτος δισυπόστατο και εγγενώς ασταθές, με μεγαλύτερη αδυναμία χάραξης ενιαίας πολιτικής;


Αυτά τα ολίγα. Επί της αρχής και καταρχάς. Για να συνεχίσουμε να συζητάμε.

Αλήθειες και ψέματα για έναν Κανονισμό


Στο Συντονιστικό των Νέων ΣΥΡΙΖΑ κατατέθηκαν δύο προτάσεις για τον κανονισμό διεξαγωγής της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Διαφωνήσαμε ρητά με τον κανονισμό που προέκριναν τα περισσότερα μέλη του Συντονιστικού διότι περιείχε στοιχεία αρνητικά ως και απαράδεκτα για μια τέτοια διαδικασία. Εξηγούμε παρακάτω τα σημεία της διαφωνίας μας, τις προτάσεις μας και το σκεπτικό της όλης διαδικασίας, αποδεικνύοντας πως όλα αυτά δεν είναι απλώς οργανωτικά ζητήματα αλλά κάποια από τα θεμέλια στα οποία χτίζεται η νέα μας Οργάνωση που όταν αντιμετωπίζονται διαφορετικά αυτό γίνεται απλώς εκ του πονηρού.

Ο διαχωρισμός παλιών-νέων μελών και το δικαίωμα της ψήφου
Υποστηρίξαμε εξαρχής πως όλα τα μέλη της Οργάνωσης, παλιά και νέα, για να έχουν δικαίωμα ψήφου θα πρέπει να έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον μία προσυνδιασκεψιακή διαδικασία. Αυτό πολιτικοποιεί τη διαδικασία και μειώνει το εκφυλιστικό φαινόμενο του να ψηφίζει κάποιος χωρίς να έχει ακούσει τη συζήτηση αλλά ούτε και τις τοποθετήσεις των υποψηφίων συνέδρων. Ως τώρα, στην Νεολαία και στον ΣΥΡΙΖΑ ισχύει το αντίθετο, αλλά αυτή είναι μία από τις χειρότερες παρακαταθήκες που θα μπορούσαμε να πάρουμε στις αποσκευές μας για την νέα μας οργάνωση. Τελικά, από τα περισσότερα μέλη του Συντονιστικού προκρίθηκε μια πρόταση που φτιάχνει μέλη δύο ταχυτήτων. Για την ακρίβεια, μέλη που έχουν διαφορετικούς όρους για να αποκτήσουν το ίδιο δικαίωμα: Ενώ τα νέα μέλη (όσα εγγράφηκαν από τον Ιούλιο κι έπειτα) είναι υποχρεωμένα να παραστούν σε μία προσυνδιασκεψιακή συνεδρίαση για να έχουν δικαίωμα ψήφου, τα παλιά μέλη (στα οποία μάλιστα περιλαμβάνονται και τα κάτω των 32 χρόνων μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που μεταφέρονται στις λίστες της Νεολαίας με ένα τηλέφωνο, χωρίς αυτοπρόσωπη εγγραφή και συχνά χωρίς να τους έχει δει κανείς!) μπορούν να ψηφίσουν για συνέδρους ακόμη κι αν δεν έχουν πατήσει σε μία συνεδρίαση. Αυτό φτιάχνει μία παράλληλη απολίτικη και αντιδημοκρατική διαδικασία και είναι ένα σαθρό θεμέλιο για τη γέννηση της νέας μας οργάνωσης.

Το μέτρο για την εκλογή συνέδρων
Από τα περισσότερα μέλη του Συντονιστικού προτάθηκε το μέτρο ¼ και σταυροδοσία 40% επί του αριθμού των συνέδρων. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μέτρο με το οποίο έχει γίνει ποτέ συνέδριο Νεολαίας στο χώρο μας. Αντιπροτείναμε το μέτρο ½ και σταυροδοσία 30% για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, ακριβώς επειδή έχουμε Συνδιάσκεψη και όχι συνέδριο και επειδή ιδρύουμε μια νέα Οργάνωση (όχι από το μηδέν, αλλά σίγουρα από την αρχή), θα πρέπει να έχουμε μία όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή των μελών μας στην διαμόρφωση της βασικής φυσιογνωμίας αυτή της νέας Οργάνωσης. Το ιδρυτικό κείμενο προσφέρει άλλωστε αυτή τη δυνατότητα, αφού είναι μόνο 12 σελίδων και ανοίγει πολύ χώρο στη συζήτηση και στη συνδιαμόρφωση. Δεύτερον, διότι όσο πιο μεγάλο είναι ένα μέτρο, τόσο περισσότερο ευνοούνται όσοι, καλώς ή κακώς, συμμετέχουν σε κάποιον εσωτερικό «μηχανισμό». Αντιθέτως, το μικρότερο μέτρο –για αμιγώς μαθηματικούς, άρα αντικειμενικούς, λόγους- ευνοεί την αντιπροσώπευση όλων των απόψεων, και των μειοψηφικών, αλλά και την εκλογή ως συνέδρων είτε νέων μελών είτε ανθρώπων που δεν έχουν πολωθεί προς κάποια πλευρά. Το μεγαλύτερο μέτρο μας φτιάχνει ένα σώμα «ειδικών και έμπειρων» της κάθε πλευράς οι οποίοι –για άλλη μία φορά- θα κληθούν να διαμορφώσουν τις κρίσιμες αποφάσεις. Και τα πρώτα αποτελέσματα εκλογής συνέδρων επιβεβαιώνουν απολύτως αυτήν την εκτίμηση.

Τα διορισμένα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου
Ο προτεινόμενος από τα περισσότερα μέλη του Συντονιστικού κανονισμός προβλέπει πως από τις συνιστώσες που αποτελούσαν ως τώρα τους Νέους ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρχουν τέσσερα μέλη διορισμένα ως υπεράριθμα στο νέο όργανο, συγκεκριμένα από το Κόκκινο Δίκτυο και την ΑΝΑΣΑ. Πλήθος και εδώ τα προβλήματα: Δίνονται διορισμένα μέλη σε συνιστώσες οι οποίες είτε έχουν διαλυθεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά φαίνεται πως λειτουργούν ακόμη εντός της Νεολαίας!), είτε αποτελούν πλέον τάσεις και όχι συνιστώσες. Μάλιστα, οι δυνάμεις του Κόκκινου Δικτύου συμμετέχουν στην Αριστερή Πλατφόρμα, μαζί με το Ρεύμα, άρα λειτουργούν με το ένα πόδι ως συνιστώσα και με το άλλο ως τάση, διεκδικώντας και τα διορισμένα και τα εκλεγμένα μέλη. Και το επιχείρημα για όλα αυτά είναι πως πρέπει να εκφραστούν όλοι και πως το ίδιο έκανε κι ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ποιος εμποδίζει κάποιον να εκφραστεί και να μπει στο Κεντρικό Συμβούλιο, αφού στο συνέδριο έτσι κι αλλιώς θα υπάρχουν λίστες που θα διευκολύνουν την έκφραση των μειοψηφιών, ακόμη και των μικρότερων; Και γιατί πρέπει να ακολουθήσουμε όλα τα γραφειοκρατικά βήματα του ΣΥΡΙΖΑ του 2012, ενώ βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση; Μήπως επειδή με αυτές τις εύνοιες προς τις συνιστώσες στήνονται συμμαχίες στο εσωτερικό της Νεολαίας; Μα προφανώς για αυτό! Αλλά έτσι δεν φτιάχνουμε νέα οργάνωση, φτιάχνουμε μια οργάνωση που εφαρμόζει τα παλιά γραφειοκρατικά κόλπα που στο τέλος πάντα απογοητεύουν και αποστρατεύουν τα μέλη, γιατί καταλαβαίνουν πως όλα παίζονται στο επίπεδο των παζαριών κορυφής και όχι στους συσχετισμούς και τη δράση των μελών.

Η ψηφοφορία επί των κανονισμών
Το Συντονιστικό Νέων ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα εκλεγμένο όργανο. Στήθηκε πέρσι για να συντονίσει τη διοργάνωση του Φεστιβάλ μας, με έναν εκπρόσωπο από κάθε συνιστώσα, ανεξαρτήτως μεγέθους. Δεν είναι λοιπόν ένα αντιπροσωπευτικό όργανο, ακόμη και μετά τη διεύρυνση του με άλλα δύο μέλη από τη Νεολαία ΣΥΝ. Επομένως, δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει διά πλειοψηφίας (όπως θα δικαιούνταν το εκλεγμένο Κεντρικό Συμβούλιο), αλλά μέσω καθολικής συναίνεσης. Πράγματι, δώσαμε τελικά όλοι στο Συντονιστικό την ευθύνη για τη διεξαγωγή της Συνδιάσκεψης. Για αυτό και δεχτήκαμε να βγάλει το κείμενο της Συνδιάσκεψης, αλλά και να θέσει σε ψηφοφορία στη βάση όλα τα εναλλακτικά κείμενα. Δεν του δώσαμε όμως και το δικαίωμα να παραβιάσει την ίδια του τη φύση και να λειτουργήσει ως εκλεγμένο όργανο, μέσω ψηφοφοριών. Για αυτό και σε αυτό εδώ το κείμενο δεν μιλάμε για την «πλειοψηφία» του Συντονιστικού, αλλά για τα «περισσότερα μέλη» του.

Κρίναμε λοιπόν πως από τη στιγμή που δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία στο Συντονιστικό για τον κανονισμό, αντί να προκρίνουμε την γραφειοκρατική επίλυση των διαφορών μας μέσα από τις ατελείωτες συνεδριάσεις του Συντονιστικού, η πιο δημοκρατική λύση θα ήταν η προσφυγή στη βάση. Να γυρίσει η εξουσία στις Οργανώσεις Μελών Νέων ΣΥΡΙΖΑ και να αποφασίσουν τα ίδια τα μέλη για τον κανονισμό. Προτείναμε μάλιστα και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με το οποίο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η διαδικασία χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση της Συνδιάσκεψης. Και όλα αυτά έγιναν διότι ο κανονισμός δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένα «απλώς οργανωτικό ζήτημα», όπως μας έχει ειπωθεί. Από κάτι τέτοια «οργανωτικά» ζητήματα, ειδικά όταν αφορούν το χτίσιμο μια οργάνωσης, είναι που καθορίζεται συχνά η δημοκρατικότητα της. Και το δείξαμε ήδη, με την ανάλυση που προηγήθηκε.

Τα αντεπιχειρήματα
Τις προηγούμενες μέρες θέσαμε την πρόταση μας σε όλες τις ΟΜ Νέων ΣΥΡΙΖΑ, οι περισσότερες εκ των οποίων δέχτηκαν ως δημοκρατική διαδικασία την ψηφοφορία επί του κανονισμού και τη διεξήγαγαν. Από την πλευρά του Συντονιστικού ακούσαμε διάφορα αντεπιχειρήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν πιθανές και απίθανες αιτιάσεις οργανωτικού χαρακτήρα (ποιος θα μαζέψει τα αποτελέσματα, πως θα γίνει η ψηφοφορία ταυτόχρονα σε όλη την Ελλάδα, πως θα μεταφερθούν τα επιχειρήματα, πως θα κατατεθούν και άλλες προτάσεις κλπ). Η μόνη απάντηση είναι πως αν υπήρχε βούληση από την πλευρά των συντρόφων να δώσουμε το λόγο στη βάση, τότε θα είχαν συμβάλει ώστε τα όποια προβλήματα να ξεπεραστούν. Δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία της Αριστεράς μία περίπτωση όπου τα οργανωτικά ζητήματα μιας ιδέας δεν ξεπεράστηκαν αν υπήρχε η πολιτική βούληση να ξεπεραστούν. Και ακόμη κι αν δεχόμασταν πως τα προβλήματα αυτά είναι υπαρκτά, τότε σίγουρα θα προτιμούσαμε μια πρόταση με οργανωτικά προβλήματα, παρά μία με βαθιά πολιτικά προβλήματα.

Επί του πολιτικού, τα αντεπιχειρήματα ήταν συγκεκριμένα και συχνά πρόδιδαν μία έλλειψη ψυχραιμίας, μια αδυναμία να αντικρουστεί η πρόταση μας που ήταν δημοκρατική και καθιστούσε τη βάση αποφασιστικό παράγοντα για τις εξελίξεις στη νέα μας Οργάνωση. Ακούσαμε ότι το συνεδριακό σώμα πρέπει να είναι μικρό για να είναι βουλευόμενο (αλήθεια, σε αυτές τις συνθήκες, το μικρό σώμα που –προφανώς- θα απαρτίζεται κατά συντριπτική πλειοψηφία από μέλη της Οργάνωσης, που θα τα έχουν λήξει όλα από πριν, ο καθένας με την πλευρά του, και δεν θα περιμένουν τη Συνδιάσκεψη για να διαμορφώσουν άποψη, θα είναι ένα πράγματι βουλευόμενο σώμα ή ένα σώμα που είτε συζητάει επί τέσσερις ημέρες είτε ψηφίσει απευθείας για ΚΣ θα είναι ένα και το αυτό; Το μικρότερο μέτρο και η παρουσία περισσότερων ουδέτερων και νέων μελών είναι που θα άμβλυνε αυτήν την κατάσταση και θα έκανε τη Συνδιάσκεψη ένα πραγματικά βουλευόμενο σώμα), ότι το μεγάλο σώμα γίνεται μια αρένα και ότι μπορεί να παρασυρθεί πιο εύκολα από ρητορείες, ατάκες και κινήσεις εντυπωσιασμού (δηλαδή λέμε ότι η βάση είναι ανώριμη και παρασύρεται εύκολα ενώ οι 400 έμπειροι και ειδικοί θα ανταποκριθούν καλύτερα στο έργο αυτό; Πόσο ελιτίστικη είναι μια τέτοια αντίληψη; Κι αν είναι έτσι, τότε να δώσουμε στη βάση την ευκαιρία να εκπαιδευτεί και να ωριμάσει. Αλλά αυτό γίνεται μόνο με την ανάληψη ευθύνης!), ότι με το μεγάλο συνεδριακό σώμα θα μιλήσουν 200 άτομα σε ένα σύνολο 1.000, άρα μόνο το 20% των συνέδρων, ενώ με το μικρό σώμα θα μιλήσουν σχεδόν όλοι (μικρή λεπτομέρεια: και στις δύο περιπτώσεις μιλάει ο ίδιος αριθμός συνέδρων, μόνο που στην πρώτη οι ίδιοι που μιλάνε –οι ειδικοί- είναι και αυτοί που κρίνουν, ενώ στη δεύτερη περίπτωση τους κρίνουν πολλοί περισσότεροι), πως και το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλά μέλη και για αυτό δεν έγινε πολιτική κουβέντα (δηλαδή, αν στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχαν 500 σύνεδροι –που θα ήταν μια ολιγαρχία των στελεχών- αυτοί θα έκαναν καλύτερη συζήτηση; Φταίνε τα μέλη της βάσης που η συζήτηση μονοπωλήθηκε από το ευρώ-δραχμή και την ύπαρξη λιστών και συνιστωσών ή οι επιλογές συγκεκριμένων ομάδων που πήγαιναν προς τα εκεί την κουβέντα; Μήπως δεν έχουμε δει και συνεδριάσεις της ΚΕ που είναι φτωχές σε κουβέντα;), πως μεταξύ των συντρόφων που δεν θα μπορούσαν να ψηφίσουν αν επικρατούσε η πρόταση μας για την υποχρεωτική παρουσία σε μία προσυνδιασκεψιακή συνεδρίαση υπάρχουν και σύντροφοι πολύ σημαντικοί με απόψεις ιδιαίτερης αξίας (υπάρχουν άραγε σημαντικοί και ασήμαντοι σύντροφοι;), πως η πλειοψηφία της Νεολαίας ΣΥΝ δεν συμφωνούσε με τον ex officio διορισμό μελών στο ΚΣ αλλά οι συνιστώσες πίεζαν πολύ και σχεδόν μας εκβίασαν ότι θα έφευγαν από τη Συνδιάσκεψη, οπότε αναγκαστικά το δέχτηκε (δηλαδή, έπρεπε κι εμείς να αρχίσουμε τους εκβιασμούς; Ή μήπως οι δικοί μας εκβιασμοί δεν θα έπιαναν, γιατί η απουσία μας από τη συνδιάσκεψη δεν θα ήταν και τόσο ανεπιθύμητη;), πως η πρόταση μας για το μεγάλο μέτρο αποδυναμώνει τον προσυνδιασκεψιακό διάλογο, διότι στέλνει τα μισά μέλη κάθε ΟΜ ως συνέδρους (αντιθέτως, δίνοντας στα μέλη την προοπτική του να ψηφίσουν στην Συνδιάσκεψη αυξάνεται το πολιτικό τους ενδιαφέρον μέσω της ανάληψης ευθύνης και γίνεται πιο ζωντανός ο διάλογος, από ότι θα ήταν αν πίστευαν πως για άλλη μια φορά θα είναι αμφίβολο αν ο λόγος τους θα περάσει στα ψηλά πατώματα και θα έχει βαρύτητα).

Για το κλείσιμο
Και κάποια λίγα ακόμη. Για να τελειώνουμε με τα «οργανωτικά». Γιατί κατηγορηθήκαμε πως αντί να συζητάμε για την κυβέρνηση της Αριστεράς και τα υπόλοιπα πολιτικά ζητήματα βάζουμε τις ΟΜ να συζητάνε για τον κανονισμό. Τίποτα πια ψευδές από αυτό! Όχι μόνο διότι, όπως δείξαμε, αυτά τα «οργανωτικά» ζητήματα του κανονισμού είναι εξόχως πολιτικά, αλλά και επειδή οι κατήγοροί μας από την ηγεσία αγνοούν επίτηδες το ότι έχουμε γράψει και καταθέσει στον προσυνδιασκεψιακό διάλογο ένα ολόκληρο κείμενο Πολιτικής Συμβολής, που συζητιέται σε όλες τις ΟΜ. Αλλά και τίποτα πιο υποκριτικό από αυτό, αφού εκστομίζεται από τους ίδιους ανθρώπους που στο τελευταίο συνέδριο της Νεολαίας ΣΥΝ επέλεξαν αντί να συζητάμε για την κυβέρνηση της Αριστεράς, τα χαρακτηριστικά της και τους αγώνες που θα μας πάνε σε αυτήν, να τοποθετούνται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα και γενικώς για την εσωτερική λειτουργία της οργάνωσης και τη δημοκρατία, λες και είμαστε σε μια ιστορική συγκυρία που μας επιτρέπει την τόσο μεγάλη ομφαλοσκόπηση. Ομφαλοσκόπηση το να μιλάς για την εσωτερική δημοκρατία; Όχι. Αλλά το να μιλάς μόνο για αυτήν, σίγουρα ναι. Και σίγουρα υποκρισία το να την παραμερίζεις όταν δεν σε βολεύει.

Από την αρχή της συζήτησης για τη δημιουργία της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίξαμε πως πρέπει αυτή να γίνει άμεσα και σοβαρά. Για αυτό και προτείναμε να πάμε σε Ιδρυτικό Συνέδριο. Μας αντιπαρατέθηκε η πρόταση για Συνδιάσκεψη «για να ζυμωθούμε με τις υπόλοιπες συνιστώσες», χωρίς όσοι την υποστήριζαν να είναι σε θέση να μας πουν αν αυτή θα βγάλει όργανο, αν θα διατηρείται παράλληλα η Νεολαία ΣΥΝ κλπ. Καταλήξαμε στην κοινή πρόταση της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης, την οποία όπως φαίνεται καταλάβαμε διαφορετικά. Εμείς την θεωρήσαμε ως μία ευκαιρία για να ανοιχτούμε στον κόσμο και να τον καλέσουμε να διαμορφώσει μαζί μας την νέα οργάνωση. Οι σ/φοι την κατάλαβαν ως μία ευκαιρία ελεγχόμενης και κλειστής μετάβασης από την Νεολαία ΣΥΝ+φίλοι στην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, με παράλληλη διαφύλαξη των συσχετισμών. Για αυτό και η καμπάνια μας άργησε έξι μήνες και όταν έγινε ήταν λειψή. Για αυτό και η Νεολαία ΣΥΝ ένα μήνα πριν την ίδρυση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε εκλογή νέου Γραφείου Σπουδάζουσας, για να φέρει προ τετελεσμένου την νέα Οργάνωση. Όλα αυτά πήγε να σπάσει η πρότασή μας για ευρύτερη συμμετοχή των μελών στην διαδικασία με το μικρότερο μέτρο, για την μη ύπαρξη διορισμένων στελεχών και για την ψήφιση των κανονισμών (δηλαδή, των όρων δημιουργίας της νέας μας οργάνωσης) από τη βάση των μελών μας. Πήγε να σπάσει την ελεγχόμενη μετάβαση στην νέα Οργάνωση, την ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση των μηχανισμών, τη μη διάχυση της εξουσίας στη βάση, τη μη διεύρυνση της δημοκρατίας. Και η άρνηση όλων αυτών, απλώς επιβεβαίωσε την ανάλυσή μας για τις προθέσεις των συντρόφων.

Και για όλους αυτούς τους λόγους, θα δεχτούμε την κριτική σε ένα μόνο σημείο. Πως δεν προτείναμε αμέσως την προσφυγή στη βάση, αλλά προκρίναμε αρχικά το να απευθυνθούμε στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι είναι, είμαστε κι εμείς παιδιά του παλιού κόσμου. Και πολλές φορές σκεφτόμαστε και πράττουμε με τα δικά του μυαλά. Αλλά καταφέρνουμε κάποτε να σταθούμε και έξω από τον εαυτό μας, έξω από τον παλιό κόσμο. Και να τον κοιτάζουμε κριτικά. Και να τον διορθώνουμε. Και αν όσοι έφτασαν να μας κατηγορήσουν ακόμη και για πολιτική ιδιοτέλεια έβγαζαν για λίγο το κεφάλι τους μέσα από τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις κορυφής (όπου η πολιτική κουβέντα φτωχαίνει συνεχώς, μέχρι εξαφάνισης, σε αντίθεση με τη συζήτηση στη βάση που όλο και πλουταίνει και για αυτό θέλουμε να εκφραστεί στη Συνδιάσκεψη) και το έστρεφαν στον πραγματικό κόσμο, θα είχαμε ήδη αφήσει –όλοι μαζί- αυτόν τον παλιό κόσμο πίσω μας. Η πραγματικότητα άλλωστε έχει τους δικούς της ρυθμούς και είναι εξαιρετικά επώδυνοι. Η κοινωνία δεν μπορεί να μας περιμένει.

Η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή των αναγκών


― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Με τίτλο «Για τη νεολαία και τη Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ» ο σύντροφος Πάνος Χριστοδούλου, μέλος του ΚΣ της Νεολαίας ΣΥΝ έγραψε ένα άρθρο για τον χαρακτήρα της νέας μας οργάνωσης. Διαφωνώ τόσο πολύ με αυτό το κείμενο, που καταλήγω να το θεωρώ πολύτιμο. Διότι αναδεικνύει με τον πιο καθαρό τρόπο την τεράστια αμηχανία που χαρακτηρίζει εν μέρει όλους μας, αλλά κάποιους απολύτως, απέναντι στις ανάγκες που δημιουργεί η πολιτική συγκυρία.

Ο συν. προσπαθεί να ερμηνεύσει το γιατί η Νεολαία μένει σε τόσο μικρό αριθμό μελών, αναντίστοιχο προς τον ΣΥΡΙΖΑ των 35.000 οργανωμένων. Η πρώτη απάντηση που δίνει παραπέμπει ουσιαστικά στο 1989, αφού μας εξηγεί πως πλέον το να είσαι οργανωμένος στην Αριστερά δεν είναι μόδα, όπως ήταν για τους γονείς μας. Μόνο που το ίδιο ακριβώς ίσχυε όλα αυτά τα χρόνια και για την ΚΝΕ, η οποία όμως είχε πετύχει μία πολύ μεγαλύτερη μαζικότητα από τη δική μας. Επίσης, επικαλείται ως δυσκολία το «τέλος των ιδεολογιών». Και εκεί όμως που οι ιδεολογικές συγκρούσεις παρέμεναν όλα αυτά τα χρόνια ζωντανές και ισχυρές, στα πανεπιστήμια, δεν καταφέραμε ποτέ να προσεγγίσουμε ούτε τις εκλογικές καταγραφές ούτε τη μαζικότητα της ΠΚΣ και των ΕΑΑΚ. Άρα, μάλλον κάτι άλλο ισχύει, που δεν μας το λέει αυτή η εξαιρετικά εύκολη απάντηση, η οποία, όπως λέει και ο ίδιος ο συν. «όπως κάθε εύκολη απάντηση, είναι συνήθως λάθος».

Δηλώνει επίσης ως αιτία το ότι «η πλειοψηφία των νέων δεν έχει μνήμες από συλλογικούς αγώνες». Αλήθεια; Και πότε είχε η «πλειοψηφία» των νέων τέτοιες μνήμες; Ούτε στη δεκαετία του '60 δεν ίσχυε αυτό. Αλλά τέλος πάντων, άλλο είναι το κύριο. Πότε είχαμε λοιπόν, τα τελευταία 30 χρόνια, πιο μαζικούς νεολαιίστικους αγώνες από τις Πλατείες; Και τι καρπωθήκαν οργανωτικά από αυτό οι οργανώσεις Νεολαίας μας; Σε σχέση με την μαζικότητα του αγώνα και τη σφοδρότητα της σύγκρουσης -και με αυτά που καρπώθηκε το κόμμα-, τίποτα. Απολύτως τίποτα.

Βλέπουμε λοιπόν μια πολύ έντονη τάση να αποδίδεται η μη μαζικοποίηση (αν και για κάποιο λόγο δεν λέγεται ποτέ έτσι) των οργανώσεών μας στις «αντικειμενικές συνθήκες». Απλώς εδώ αντί να μιλάμε για το βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιλάμε για την κρίση αντιπροσώπευσης και την κρίση των ιδεολογιών. Και καταλήγουμε έτσι σε βολικές και καθησυχαστικές ερμηνείες. Διότι ο συν. μας το λέει ευθέως: δεν χρειάζεται να νιώθουμε «τύψεις και ενοχές απέναντι σε μιαν αόρατη υποχρέωση που συνεχώς μας κρίνει». Η «αόρατη υποχρέωση» είναι ασφαλώς το να αντιστοιχηθούμε επιτέλους στις ανάγκες του καιρού μας, να γίνουμε περισσότεροι και πιο οργανωμένοι και έτσι τελικά να ζήσουμε αλλιώς. Και ας μου εξηγήσει κάποιος: Γιατί είναι κακό το να θεωρεί μία συλλογικότητα ότι έχει πάρα πολλά ακόμη να κάνει και να νιώθει άσχημα γιατί δεν τα κάνει; Και για να μην μπερδευόμαστε με τους ψυχολογικούς όρους, όπως οι τύψεις και οι ενοχές, που αφορούν άτομα και να μιλήσουμε για συλλογικότητες, ας το κάνουμε πιο καθαρό. Γιατί είναι κακό να νιώθουμε συλλογικά, ως οργάνωση, μια ανεπάρκεια; Είναι αυτό «αυτμαστίγωμα»; Όχι. Παλιά το λέγανε αυτοκριτική.
Τα κεφάλια μέσα

Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που ο συγγραφέας του κειμένου παρουσιάζει το τι πρέπει να κάνουμε για να ξεφύγουμε από αυτήν την κατάσταση. Κι εδώ είναι η μεγάλη αποκάλυψη. Όλο το βάρος της ανάλυσης πέφτει πάλι σε εμάς. Στους ήδη ανήκοντες στην Αριστερά. Και ούτε καν στη δράση μας. Αλλά, για ακόμη μία φορά, στην ανάλυση. Στην ανάγκη εμείς «να ξεφύγουμε από την κατάσταση που υπάρχει στην κοινωνία», εμείς «να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα του εαυτού και των γύρω μας», σε εμάς να βασιστεί «η ιδιαίτερη επεξεργασία» για την νεολαία, από εμάς να προκύψει μια «ένας νέος τρόπος σκέψης». Ακόμη και το να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλιώς, κι αυτό από μόνοι μας θα το μάθουμε! Όχι από τον κόσμο ή μαζί με τον κόσμο, αλλά από μόνοι μας. Αρκεί «να μη θεωρούμε τον εαυτό μας ως κάτι ξένο προς τη σημερινή νεολαία». Ναι, αλλά αυτή η «σημερινή νεολαία» ποια θέση έχει μέσα σε αυτήν την εξίσωση; Πως την λαμβάνουμε υπόψιν αν ρίχνουμε όλο το βάρος σε εμάς;

Το κενό φαίνεται λίγο παρακάτω. Γιατί εκεί που περιμένεις να διαβάσεις το πως θα συγκροτήσουμε αυτόν τον νέο τρόπο σκέψης, ο συν. πετάει τη μπάλα στην κερκίδα και παραθέτει μια σειρά από γενικόλογες κοινοτυπίες, όπως ότι πρέπει να δώσουμε στον κόσμο ελπίδα, να μάθουμε τη χαρά του συλλογικού αγώνα, να ξανααποκτήσουμε τη χαμένη μας αθώωτητα, να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και άλλα τέτοια. Είναι αυτό απάντηση; Όχι. Είναι αμηχανία. Και αδυναμία. Μια τεράστια αδυναμία.

Και κάπου εδώ αποδεικνύεται το αδιέξοδο. Γιατί αν ψάχνοντας τη λύση για το «έξω» παραμένεις στο «μέσα», τότε απλώς θα φτάνεις ξανά και ξανά μπροστά στο αδιέξοδό σου και θα αναμασάς τα ίδια και τα ίδια. Γιατί αν δεν δεχτούμε πως η λύση βρίσκεται στον κόσμο, πως η οργάνωσή μας επιβάλλεται να ανοίξει τώρα στον κόσμο, να τον πλησιάσει ως μαθητής η ίδια και όχι μόνο ως δάσκαλος, να «οργανώσει την εισβολή των μαζών στο κόμμα μας και να μη τη φοβηθεί», όπως ψηφίσαμε όλοι (αν και κάποιοι δεν το πίστεψαν ποτέ) στο τελευταίο συνέδριο της Νεολαίας ΣΥΝ και όχι πως το καθήκον μας είναι (όπως κάποιοι είπαν, αλλά δεν τόλμησαν ποτέ να ψηφίσουν) «να περάσουμε στην κοινωνία την κουλτούρα της Αριστεράς», τότε καταλήγουμε απλώς να ψάχνουμε μαγικές συνταγές.

Κι αν πιστεύεις πως, όπως πλέον λέγεται και δημοσίως, εμείς, τα υπαρκτά μέλη της Αριστεράς, πρέπει «να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο στη δημοκρατία» (εξαιρετικά αντιφατικό, όταν πριν από λίγο καιρό οι ίδιοι άνθρωποι έλεγαν πως οι Πλατείες – δηλαδή ο κόσμος – δίδαξαν σε εμάς και την οργάνωσή μας τη δημοκρατία!), πως η μαζική είσοδος νέων ανθρώπων στην Οργάνωση θα της αλλοιώσει τη φυσιογνωμία, αν πιστεύεις πως μόνο η Αριστερά πρέπει να αλλάξει τον κόσμο και όχι ο κόσμος την Αριστερά, τότε καταλήγεις να ψάχνεις τη φιλοσοφική λίθο, που θα μετατρέπει διά μαγείας τους νέους σε αριστερούς.

Και θα πει κανείς: Τι νόημα έχουν αυτά που λες; Μήπως είναι έξω από τις πόρτες μας τίποτα χιλιάδες άνθρωποι κι εμείς δεν τους ανοίγουμε να μπουν; Μα και μόνο η ερώτηση αυτή δείχνει το πρόβλημα. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι, βεβαίως, έξω από την πόρτα μας, αλλά και δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ από μόνοι τους. Γιατί αν φοβάσαι πως ο κόσμος θα σε αλλοιώσει, τότε δεν πας ποτέ να τον συναντήσεις. Και για κάτι ακόμη. Αν πιστεύεις πως το πιο κρίσιμο για την Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι να παραμείνει απολύτως ριζοσπαστική, ακόμη και με τον κόσμο που θέλει να εκφράσει να παραμένει έξω από αυτήν, προκειμένου να μπορεί να στρέφει προς τα αριστερά την κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε δεν θέλεις πρωτίστως μια οργάνωση εργαλείο μαζικών και νικηφόρων κοινωνικών αγώνων. Θέλεις πρωτίστως μια οργάνωση - ομάδα εσωτερικής πίεσης, με αριστερή πατέντα. Αυτό όμως είναι άχρηστο. Και ειδικά σήμερα, επικίνδυνο. Κι αν θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο, τότε, ασφαλώς, δεν φροντίζεις να μεγαλώσει η Οργάνωση. Τότε αφήνεις να περάσουν εφτά μήνες χωρίς να οργανώσεις καμπάνια εγγραφής νέων μελών, αν και έχεις την υποχρέωση. Τότε ζητάς να γίνει η ιδρυτική Συνδιάσκεψη της νέας μας Οργάνωσης με 200-250 συνέδρους όλους κι όλους, να χαθεί ο πλουραλισμός των απόψεών μας, να μην δοθεί η ευθύνη σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται να συνδιαμορφώσει τη φυσιογνωμία της Οργάνωσής μας. Γιατί ο κόσμος εκπαιδεύεται και έτσι, μέσα από την ευθύνη. Όχι με τα λόγια.

Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε προ πολλού. Η υπαρκτή οργάνωσή μας όμως αρνείται να δώσει το χώρο της. Το παλιό πεθαίνει και το νέο πασχίζει να γεννηθεί. Οι παλιές ταυτότητες, οι παλιές πρακτικές, η ελιτίστικη αντίληψη για τη σχέσης της Αριστεράς με τον κόσμο, όλα αυτά πρέπει να δώσουν τη θέση τους στον κόσμο και στις ανάγκες του. Γιατί σε αυτή την εποχή φτάσαμε. Την εποχή των αναγκών.