Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Τα “ΑΝ” και η μέθοδος


Ένα άρθρο με τίτλο «Άν δεν είχε συμβεί ο μεγάλος πόλεμος» φιλοξενήθηκε προσφάτως στις ηλεκτρονικές στήλες του alterthess, γραμμένο από τον σύντροφο Χρήστο Λάσκο και αποτελούμενο από δύο τμήματα. Το δεύτερο -το κύριο, θα έλεγε κάποιος- είναι μια αντιπαράθεση προς θέσεις που αποδίδονται στον χώρο που κωδικοποιείται ως «αριστερός πατριωτισμός». Δεν επιθυμώ καθόλου να συζητήσω αυτά τα επιχειρήματα, όχι μόνο γιατί είναι διατυπωμένα σε ένα ύφος νευρικής, εύπεπτης και αυτάρκους πολεμικής που δεν σηκώνει πολλή διαπραγμάτευση και αδικεί την ουσία τους, αλλά κυρίως επειδή τα πιο σημαντικά βρίσκονται στο πρώτο σκέλος, εκεί όπου ο συν. επιχειρεί να προσφέρει μια ιστορική τεκμηρίωση των θέσεών του. Και δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί κανείς, λόγω της ευαισθησίας του σε ένα ζήτημα, να ακολουθήσει μια σφαλερή μεθοδολογία σκέψης, την οποία η ιστορική επιστήμη -και κυρίως η αριστερή της εκδοχή- έχουν ρητά καταδικάσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όταν βγαίνεις σε λάθος δρόμο, τότε κάθε συμπέρασμα είναι λάθος.
Ο αρθρογράφος πέφτει λοιπόν σε δύο σφάλματα. Το πρώτο είναι αυτό που ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού θεματοποίησε ως «ιδεολογική χρήση της ιστορίας». Δηλαδή, η εξέταση της ιστορίας όχι με βάση το τότε, αλλά το τώρα, όχι για την ερμηνεία των γεγονότων μέσα στο πραγματικό ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά για την εξαγωγή των επιθυμητών πολιτικών συμπερασμάτων για τις σημερινές συγκρούσεις. Είναι, εν τέλει, ο ίδιος ο ιστορικός αναχρονισμός, που αντί να προσπαθεί να εξηγεί το παρόν από το παρελθόν, καταλήγει να προβάλει το παρόν πάνω στο παρελθόν, ως εάν οι άνθρωποι των προηγούμενων εκατό χρόνων να ήξεραν από πριν την εξέλιξη της ιστορίας, όπως εμείς σήμερα. Κάνοντας δηλαδή αυτό που έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης, να «γεννάμε τους παππούδες μας». Συνέπεια της ιδεολογικής χρήσης είναι και ο ιστορικός εκλεκτικισμός, δηλαδή η χρήση μόνο των στοιχείων εκείνων της ιστορίας που είναι βολικά για το -προαποφασισμένο- συμπέρασμα μας και η εξαίρεση όσων δεν το ευνοούν.
Το δεύτερο σφάλμα είναι το ότι ο αρθρογράφος κάνει ιστορία με τα “αν”, θυμίζοντας όλες αυτές τις ατελεύτητες και ανοικονόμητες συζητήσεις περί του τι θα γινόταν “αν” πχ ο ΕΛΑΣ έμπαινε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 ή ο Τίτο δεν έκλεινε τα σύνορα και το ΚΚΕ κέρδιζε τον Εμφύλιο. Και το λάθος της ιστορίας του “αν” αποκαλύπτεται εδώ ολοκάθαρα, αφού σε αυτήν την συζήτηση έχουν εξίσου δίκιο και όσοι λένε πως αν γινόταν η Ελλάδα σοσιαλιστική θα άνοιγε το δρόμο για μια πιο δυναμική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη και πως το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, μαζί με τα βαλκανικά, θα έφερνε πολλά στοιχεία ανανέωσης της στρατηγικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά και όσοι υποστηρίζουν πως αν κέρδιζε τον ΚΚΕ θα εγκαθιδρυόταν στην Ελλάδα ένα σταλινικό καθεστώς και σήμερα θα είχαμε την τύχη των χωρών του ανατολικού μπλοκ, άρα ζήτω που έχασε! Και αυτές οι δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις είναι εξίσου θεμιτές και σωστές, ακριβώς επειδή συγκροτούνται με βάση το “αν” και δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν, αλλά ούτε και να διαψευστούν. Και έτσι, εκεί που κάποιος τοποθετείται από την πλευρά του κομμουνισμού, βρίσκεται να δικαιώνει μια αντικομουνιστική αντίληψη.
Εν προκειμένω, λοιπόν, ο συν. Λάσκος μας λέει πως «η συζήτηση, συνεπώς, περί του ποιο θα ήταν το μέλλον, αν δεν είχε συμβεί [ενν. ο πόλεμος], είναι θεμιτή. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, για όσους δεν βολεύονται με νομοτέλειες και κατανοούν την ιστορία σε σημαντικό βαθμό ως ενδεχομενική». Εξόχως αντιφατικά όμως, προσθέτει πως «Αν τα μεγάλα ευρωπαϊκά εργατικά κόμματα δεν συμπεριφέρονταν ως εξόχως πατριωτικά τον Αύγουστο του 1914 είναι πολύ πιθανό πως ο Μεγάλος Πόλεμος δεν θα ξεκινούσε ποτέ, ή, τουλάχιστον, δεν θα ήταν τόσο μεγάλος. Αν, δηλαδή, οι σοσιαλδημοκράτες της εποχής δεν μετατρέπονταν σε σοσιαλπατριώτες [...] όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Κυρίως, θα ήταν πολύ διαφορετικές οι προοπτικές του κοινωνικού μετασχηματισμού, του σοσιαλισμού». Γιατί λοιπόν αντιφατικά; Μα διότι είναι η ίδια η σκέψη του συντρόφου που γίνεται εδώ νομοτελειακή, θεωρώντας πως “αν” τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν έμπαιναν στον πόλεμο, αυτό αυτομάτως θα σήμαινε μια διαφορετική εξέλιξη, ακόμη και την αναίρεση του πολέμου. Ας ρωτήσουμε όμως, στην ίδια λογική: Και “αν” οι εργάτες τελικά απλώς παράκουαν τα κελεύσματα των κομμάτων τους; Και “αν” έτσι τα σοσιαλιστικά κόμματα απλώς απαξιώνονταν, περιθωριοποιούνταν και διαλύονταν, ανίκανα να ηγεμονεύσουν μεταξύ των μελών και των ψηφοφόρων τους; Τα ενδεχόμενα είναι επίσης πιθανά και άρα το σκεπτικό στέκει εντελώς στον αέρα.
Προφανώς εδώ κάτι εξορίζεται από τον υπολογισμό. Και αυτό είναι ο ρόλος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι στατιστικές δείχνουν πως πάνω από το 90% των εργατών κατατάχθηκε στους εθνικούς στρατούς. Άρα, υπήρχε κάτι παραπάνω από μια λάθος γραμμή. Υπήρχε μια ιδεολογία που δεν θα ξεριζωνόταν έτσι εύκολα. Οι εργάτες ήταν, ατυχώς, πατριώτες. Ο συν. μοιάζει να θεωρεί πως τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν μαζικοποιηθεί βασισμένα σε μια απολύτως διεθνιστική πλατφόρμα και μπορούσαν να καθοδηγήσουν ευθύγραμμα τις μάζες σε αυτήν την κατεύθυνση ανεξαρτήτως της δικής τους κουλτούρας, να μην βλέπει πως η μαζικοποίηση συνεπάγεται και αντιφατικά χαρακτηριστικά, την ενσωμάτωση στοιχείων που θέλεις να καταπολεμήσεις. Αλλά δεν βλέπει και την ιστορική συγκυρία, το ποια ήταν η κατάσταση στα νεοδημιουργημένα τότε εθνικά κράτη. Δηλαδή, το ότι τότε ζούσε η πρώτη μόλις φουρνιά που γεννήθηκε μέσα σε εθνικό κράτος, η πρώτη γενιά με διαμορφωμένη εθνική ταυτότητα που δεν θα την αποχωριζόταν έτσι εύκολα. Δεν βλέπει πως στους ίδιους τους εργάτες ο διεθνισμός μπορούσε να συνδυάζεται (αντιφατικά και προβληματικά, αλλά πραγματικά) με τον πατριωτισμό. Άλλωστε, όπως μας μαθαίνει ο Hobsbawm, «οι ανθρακωρύχοι της Νοτίου Ουαλίας που κατέπληξαν τους επαναστάτες συνδικαλιστές και διεθνιστές ηγέτες τους σπεύδοντας να καταταγούν στο στρατό, το ίδιο πρόθυμα οδήγησαν, πριν περάσει ένας χρόνος, το ανθρακωρυχείο σε γενική απεργία, κλείνοντας τα αυτιά τους στην κατηγορία ότι δεν ήταν πατριώτες».1 Πόσο αντιφατικό είναι λοιπόν για έναν μαρξιστή το να μην υπολογίζει την ιδεολογία των «από κάτω», αλλά μόνο των μορφωμένων κομματικών στελεχών, σαν να εξαρτιόνταν όλα από μια ελίτ; Η απάντηση του συν. εδώ θα ήταν «ναι, αλλά αν τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν φροντίσει από πριν να διαπαιδαγωγήσουν τα μέλη τους διεθνιστικά, θα μπορούσαν την κρίσιμη στιγμή να κρατήσουν τη σωστή γραμμή». Μόνο που έτσι καταλήγουμε να διορθώνουμε το παρελθόν εκατό χρόνια μετά, πηγαίνοντας συνεχώς όλο και πιο πίσω, κουνώντας το δάχτυλο στην ιστορία και φτάνοντας να διορθώσουμε ακόμη και τον Μαρξ και τον Ένγκελς.
Ναι, κι αυτούς τους δύο! Γιατί ούτε αυτών η ιδεολογία συμμορφώνεται προς τη δεοντολογία του συν. Λάσκου. Και εδώ έχουμε πια περίτρανη εμφάνιση αυτού που λέγαμε πριν, του εκλεκτικισμού, της επιλεκτικής χρήσης των πηγών, της ιστορίας, της θεωρίας. Γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πράγματι διεθνιστές, μόνο που τον διεθνισμό τους στο ζήτημα των εθνών το υπέτασσαν σε έναν διογκωμένο τακτικισμό για την εξυπηρέτηση της παγκόσμιας επανάστασης. Ήταν διεθνιστές και ταξικοκεντρικοί, αλλά δεν ήταν καθεαυτό αντιπατριώτες, ούτε καθεαυτό αντιπολεμικοί και ειρηνιστές. Τα παραπάνω ζητήματα τα έβλεπαν εργαλειακά, με βάση το αν εξυπηρετούσαν την επαναστατική προοπτική. Για αυτό και άλλαζαν κατά καιρούς θέσεις, απολύτως αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με την εξέλιξη της πολιτικής συγκυρίας αλλά και της ίδια τους της θεωρίας. Για αυτό άλλοτε ήταν εναντίον και άλλοτε υπέρ των Ιρλανδών πατριωτών, άλλοτε υπέρ και άλλοτε εναντίον του πολωνικού εθνικού κινήματος και μάλιστα κάποτε έφτασαν να το υποστηρίζουν δημοσίως, αλλά να το κατακρίνουν στην ιδιωτική τους αλληλογραφία.2 Για αυτό ο Μαρξ απέρριπτε στην Πρώτη Διεθνή τόσο τον εθνικισμό του Ματσίνι όσο και την απολύτως αντεθνική στάση των υποστηρικτών του Προυντόν.3 Και κυρίως -και, υποθέτω, σοκαριστικά για πολλούς- για αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν σε κάποιες στιγμές απολύτως υπέρ μιας γενικευμένης ευρωπαϊκής πολεμικής σύρραξης, άλλοτε μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας, άλλοτε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, θεωρώντας πως αυτό θα επιτάχυνε την πορεία προς την σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ μερικές φορές αναγνώριζαν ακόμη και την κατάκτηση «καθυστερημένων» χωρών από τις πιο προηγμένες, αν και την απεχθάνονταν, ως παράγοντα ιστορικής προόδου.4 Ο Μαρξ, μάλιστα, έφτασε να διαφωνήσει το 1870 με τον Άουγκουστ Μπέμπελ και τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος που ψήφισαν κατά των πολεμικών δαπανών του πολέμου με την Γαλλία.5 Και, ασφαλώς, σε έναν τέτοιο πόλεμο θα αλληλοσκοτώνονταν εκατομμύρια προλετάριοι. Και θα πει κανείς πως η διαφορά είναι ότι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς τα έλεγαν αυτά έχοντας κατά νου την επαναστατική προοπτική. Όμως και πάλι οι αλληλοσκοτωμένοι εργάτες θα κείτονταν κατά εκατομμύρια στα πεδία των μαχών. Ο σκοπός λοιπόν αγιάζει τα μέσα; Γιατί αν κρίνουμε από την πρόθεση και όχι από το αποτέλεσμα, τότε και η απάντηση των «αριστερών πατριωτών» προς τον συν. Λάσκο θα ήταν πως και αυτών η πρόθεση είναι να ευνοηθεί ο σοσιαλισμός διά του πατριωτισμού. Όλα αυτά λοιπόν ο συν. ή δεν τα ξέρει ή από την ανάγκη του να καταλήξει στο επιθυμητό πολιτικό συμπέρασμα για το σήμερα δεν τα βλέπει ή τα βλέπει αλλά δεν τα λέει. Όλα αυτά ασφαλώς δεν λέγονται για να δείξουν τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως εθνικιστές, αλλά αντιθέτως πως θα καταλήξουμε να τους δείχνουμε έτσι και να κάνουμε τέτοια τερατώδη λάθη, αν ερμηνεύουμε πράξεις και λόγια έξω από το ιστορικό και το πνευματικό τους πλαίσιο, αναχρονιστικά, όπως κάνει ο αρθρογράφος.
Στο διά ταύτα λοιπόν. Δεν θα σχολίαζα αυτό το κείμενο αν δεν είχε γραφτεί από τον συν. Λάσκο, του οποίου τα -πολύ πυκνά στο χρόνο- γραπτά προβάλλονται πολύ και διαμορφώνουν τρόπους σκέψης. Και εδώ είναι η ουσία, όχι τόσο στο με ποιες θέσεις εξοικειώνει κανείς τους ανθρώπους, αλλά στο πως τους προτείνει να σκέφτονται. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη όσων επιλέγουν να αρθρογραφούν τακτικά και ειδικά από μια προνομιακής προβολής θέση. Να δείξουν τον ορθολογικό τρόπο οικοδόμησης μιας διαφωνίας. Ο συν. στο ζήτημα των εθνικών προσδιορισμών έχει μια ευαισθησία, τέτοια που τον κάνει να θεωρεί πως η οποιαδήποτε πατριωτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται μία αντίστοιχη πολιτική στάση, άρα την άμβλυνση της ταξικότητας του. Να το συζητήσουμε αυτό αλλού, το ζήτημα είναι θεωρητικώς και εν δυνάμει υπαρκτό. Αλλά στην επιχειρηματολογία του η ιστορία πέφτει πολύ συχνά θύμα, όπως σε προηγούμενο άρθρο του όπου απαντώντας στο κακό -επειδή είναι απλοϊκό κι ευθύγραμμο- επιχείρημα του τύπου «το ΕΑΜ ήταν τότε πατριωτικό και νίκησε, άρα πρέπει κι εμείς σήμερα να είμαστε πατριωτικοί» υποστήριζε πως το ΕΑΜ τελικά «έχασε» και μάλιστα λόγω «πατριωτικής υπερεπένδυσης».6Με την ουσία και τη μεθοδολογία τέτοιων θέσεων έχουμε ασχοληθεί και παλιότερα.7 Το μόνο που θα πω εδώ είναι ότι όταν επιλέγεις να δομήσεις τη θέση σου ακριβώς πάνω στη θέση του άλλου, κινδυνεύεις να ενσωματώσεις τον τύπο της.
Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η επιπολαιότητα και οι αφορισμοί δεν συγχωρούνται. Ούτε το επιχείρημα περί του «λυγίσματος του ραβδιού» από την άλλη είναι επαρκές. Διότι το ραβδί του συγκεκριμένου τσακωμού είναι ξερό, άνυδρο, έχει προ πολλού χάσει τους χυμούς τους και με το λύγισμα σπάει. Και στο τέλος, οι δύο πλευρές μένουν με ένα σπασμένο κλαδί η καθεμία στο χέρι, χρήσιμο μόνο για να βγάλουν τα μάτια τους και να κατηγορούν μετά η μία την άλλη για ιδεολογική τύφλωση. Κομμάτι μιας τέτοιας μονομαχίας με σπασμένα κλαδιά είναι και η συνθηματολογική -για να το πω ευγενικά- κατακλείδα του άρθρου: «ο πολύς –έστω αβαθής και αφελής- διεθνισμός δεν έβλαψε ποτέ κανένα και πουθενά. Αντιθέτως, ο πολύς πατριωτισμός μετράει εκατόμβες. Απλοϊκό; Δεν θα το έλεγα». Και όμως. Απλοϊκότατο. Ας αναρωτηθούμε μόνο για μια στιγμή τι θα γινόταν “αν” (όπως αρέσει) είχε επικρατήσει το 1941 ο «αφελής διεθνισμός» των Ελλήνων τροτσκιστών, που θεωρώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση,8 ήταν εναντίον του ΕΑΜ και υπέρ της πολιτικής διεθνιστικής προπαγάνδας προς τους Γερμανούς στρατιώτες, επειδή ήταν παιδιά της εργατικής τάξης. Τότε, ας πούμε, μήπως αυτό κάποιον θα έβλαπτε;
Σταύρος Παναγιωτίδης, υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
1 Eric JHobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός, από το 1870 μέχρι σήμερα, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1994, σελ.175.
2 “Όσο πιο πολύ σκέφτομαι την ιστορία τόσο περισσότερο πείθομαι πως οι Πολωνοί είναι ένα έθνος καταδικασμένο α χρησιμοποιείται ως εργαλείο μέχρι η Ρωσία να σαρωθεί από την αγροτική επανάσταση. Από το σημείο αυτό κι έπειτα η Πολωνία δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης”. Επιστολή Μαρξ προς τον Ένγκελς, 23 Μαΐου 1851. Παρατίθεται στο Shlomo Avineri, Karl Marx on Colonialism and Modernization, Garden City, N.Y.Q Doubleday, 1969, σελ. 447.
3 Μισέλ Λεβύ, «Οι μαρξιστές και το εθνικό ζήτημα», στο Εθνικισμός, ο σύγχρονος Ιανός, Λουκάς Αξελός (επιμ.), Στοχαστής, Αθήνα, 1998
4 Εντελώς ενδεικτικά: Eric J. Hobsbawm, «Marx, Engels and Politics» στο Eric J. Hobsbawm (edit.), The history of Marxism, vol. 1, Marxism in Marx’s day, Harvester Press, 1982, σελ. 248, 251. Η ιδέα του πολέμου ως προωθητικό στοιχείο για τον σοσιαλισμό χαρακτήριζε τον Μαρξ ως τα τέλη της δεκαετίας του 1870.
ΕπίσηςJacob Leib Talmon, The myth of the nation and the vision of revolution : the origins of ideological polarisation in the twentieth century, Transaction Publishers,  1991, σελ. 33, 49, 60, όπου αναφέρεται πως η ιδέα αυτήχαρακτήριζε τον Μαρξ και την εποχή του πολέμου της Κριμαίας (1853-1856),  μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
5 Στο ίδιο, σελ. 61.
6Χρήστος Λάσκος, «Πατριωτισμός και Αριστερά», RedNotebook, 29/10/2013.
7Σταύρος Παναγιωτίδης, «Ο Αλτουσέρ, το ΕΑΜ και ο ΣΥΡΙΖΑ: μια αστάθμητη συνάντηση», Ενθέματα, 13/4/2014. Αναλόγως και «Περί πηγών και ιαμάτων: Η συζήτηση για τον πατριωτισμό και ο Μισέλ Λεβί», Η ΑΥΓΗ(αρθρογραφία web), 25/11/2013.
8Ας μην ξεχνάμε βεβαίως πως αντίστοιχη θέση είχε πάρει στις τελευταίες από τις περίφημες επιστολές του και ο Νίκος Ζαχαριάδης.