Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Το ματς, τώρα, παίζεται


Ξεκινάει το πρωτάθλημα. Διαβάζεις τα αθλητικά, μαθαίνεις τις μεταγραφές και νά 'σου η πρώτη αγωνιστική. Κάθεσαι, βλέπεις, όλα καλά. Δεύτερη αγωνιστική, δεν πετάει κιόλας η ομάδα, αλλά έχει μέλλον το πρωτάθλημα, δείχνει κάποια καλά στοιχεία, κοιτάς τον τρόπο παιχνιδιού της, τι πλεονεκτήματα και αδυναμίες έχει κάθε παίκτης, γενικώς σε ψήνει. Και έρχεται η τρίτη αγωνιστική. Η ομάδα σου παίζει καλά, αλλά... μπαμ, πάρε ένα ψεύτικο πέναλτι στο κεφάλι, πάρε και μια κόκκινη κάρτα για διαμαρτυρία, για να σου καεί και το επόμενο ματς, και γεια σας! Σπασμένα νεύρα, αίσθημα αδικίας, απογοήτευση και τελικά αποδοχή της μοίρας σου και απομάκρυνση, αφού δεν μπορείς να κάνεις και τίποτε άλλο από το να εκτονώνεις την οργή σου σε οπαδικές ραδιοφωνικές εκπομπές. Σταματάς, λοιπόν, να ασχολείσαι με τον τρόπο παιχνιδιού, τις τεχνικές και τα συστήματα. Δηλαδή, με το ποδόσφαιρο. Ασχολείσαι μόνο με το παρασκήνιο. Δηλαδή, με αυτό που κάποτε ο Ουμπέρτο Έκο αποκαλούσε "φιλολογία επί της φιλολογίας του ποδοσφαίρου".

Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι συνειδητοποιείς ότι υπάρχει κάτι πίσω από αυτό που βλέπεις. Κάτι που ξεφεύγει  της εποπτείας και του ελέγχου σου. Δεν μπορείς να το επηρεάσεις, ούτε να το υπολογίσεις. Αλλά σίγουρα είναι εκεί και ελέγχει τα πράγματα. Σταυρώνεις λοιπόν τα χέρια και λες: "όλα είναι στημένα, δεν έχει νόημα να ασχολούμαι στα σοβαρά". Κάπως έτσι πραγματοποιήθηκε μέσα στον καιρό των Μνημονίων και η απομάκρυνση των ανθρώπων από την πολιτική. Επειδή έβλεπαν πως ό,τι κι αν έλεγαν προεκλογικά οι μνημονιακές κυβερνήσεις, τελικά δεν εφάρμοζαν τίποτα. Άρα, δεν είχε κανένα νόημα να τα ακούσεις και να τα αξιολογήσεις. Όλα, τελικώς, ήταν κανονισμένα από την παντοδύναμη τρόικα και τα μεγάλα συμφέροντα, κάπου μακριά από εμάς.

Αυτήν την κατάσταση είναι που ανέτρεψε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με την αντιστοιχία εξαγγελιών και έργων, εξαγγελιών και απόδειξης προθέσεων. Την μεγάλη ανάγκη του κόσμου για μια τέτοια αλλαγή την καταλαβαίναμε όταν προεκλογικά ακούγαμε από παντού: "από τα δέκα πράγματα που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, τα δύο-τρία αν κάνει, ικανοποιημένοι θα είμαστε". Αυτή η σχεδόν απεγνωσμένη επιθυμία των ανθρώπων δεν πήγαζε μόνο από την ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα ανακούφισής τους. Είχε να κάνει και με την ανάγκη να δουν πως υπάρχει κάποιος που ορισμένα, έστω, από αυτά που λέει τα υλοποιεί. Την ανάγκη να βρουν από κάπου να πιαστούν για να πιστέψουν πως έχει ακόμη νόημα να ασχολούνται, πως υπάρχει κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να κρίνουν και να αξιολογήσουν οι ίδιοι, πως κάτι ακόμη περνάει από το χέρι τους, πως μπορούν να βγουν από το ψυχολογικό κενό που τους έριχνε η προηγούμενη κατάσταση και το αίσθημα απόλυτης αδυναμίας που γεννούσε. Πως δεν είναι όλα στημένα, άρα αδύνατον να επηρεαστούν.

Κάπως έτσι, φτάσαμε στη μεγάλη αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος των ανθρώπων για την πολιτική. Φτάσαμε να ακούμε έκπληκτοι από τα σπίτια των γειτόνων μας να παίζει το κανάλι της Βουλής στις προγραμματικές δηλώσεις. Φτάσαμε στις συγκινημένες φωνές που μας έλεγαν ότι τους αρκεί που ο πρωθυπουργός αυτής της χώρας μίλησε έτσι στη Βουλή, μπροστά σε αυτούς που κυβερνούσαν ώς τώρα και στους ξένους. Και με τα συνεχή δείγματα πως αυτή η κυβέρνηση αυτά που λέει τα πιστεύει, φτάσαμε να έχει πια μετατεθεί το ερώτημα των ανθρώπων από το αν λέει αλήθεια ο ΣΥΡΙΖΑ στο αν θα καταφέρει να κάνει αυτά που θέλει. Ο κόσμος έβλεπε τον Σαμαρά ως εχθρό του και τον ΣΥΡΙΖΑ ως συμπαραστάτη. Και παρακολουθεί ξανά το παιχνίδι με ενδιαφέρον και το καταλαβαίνει αλλιώς. Αυτή είναι η μεγάλη προίκα που φτιάξαμε. Η μαγιά με την οποία θα ζυμώσουμε το κοινό ψωμί της πολιτικής, τη δημοκρατία. Αλλά αυτή τη ζύμη πρέπει να βάλουμε να την δουλέψουν και αυτοί που θα την γευτούν. Για να πιστέψουν πως ήρθε πια ο καιρός να ζουν από τα δικά τους χέρια.

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Πρότυπος ελιτισμός



Φρυάζει τις μέρες αυτές η φιλελεύθερη “ψυχή”. Το “είναι” όλων αυτών που το έχουν ταυτίσει με το “εγώ” τους. Η συνείδηση τους γεμίζει από απελπισία για την επικείμενη κατάρρευση των κατακτήσεών τους. Μάλλον, των κεκτημένων τους. Καλύτερα, των αυτονόητών τους.

Γιατί αυτός ο κλαυθμός και ο οδυρμός; Μα γιατί η νέα αριστερή κυβέρνηση ανακοίνωσε διά του υπουργού παιδείας την πρόθεσή της να καταργήσει τα πρότυπα σχολεία, αφήνοντας σε λειτουργία μόνο τα πειραματικά. Ανακοίνωση που, σαν μικρό φυτίλι, οδήγησε κατευθείαν στην έκρηξη τα πυρά των υποστηρικτών των πρότυπων. Ξεπετάγονται μέσα από τις στήλες των συστημικών εφημερίδων και ιστοσελίδων μίγματα οργής, σοκ, θρήνου και δέος μπροστά στο φάσμα της μεγάλης απώλειας, της μεγάλης ανατροπής. Θα πει κανείς, πως η κυβέρνηση είπε κάτι το βάσιμο: Πως αφού στα πρότυπα σχολεία, σε αντίθεση με τα πειραματικά, όπως λειτουργούσαν επί δεκαετίες, δεν εισάγουν τους μαθητές τους με κλήρωση, αλλά με εξετάσεις, γίνεται σε αυτά ένα κοινωνικό φιλτράρισμα, πως είναι και πάλι, όπως και για την είσοδο στα πανεπιστήμια, τα παιδιά των οικογενειών με μεγαλύτερο οικονομικό και μορφωτικό κεφάλαιο που καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις εξετάσεις και να φοιτήσουν στα σχολεία αυτά, τα παιδιά που τους έχει προσφερθεί η δυνατότητα (αλλά και τους έχει επιβληθεί ο καταναγκασμός) να παρακολουθήσουν εντατικά φροντιστήρια και ιδιαίτερα, στα έντεκά τους χρόνια. Και πως αφού, σε αντίθεση με τα πειραματικά, δεν δοκιμάζονται σε αυτά νέες διδακτικές μέθοδοι, αλλά ακολουθούνται οι ίδιες με τα άλλα σχολεία, τότε μετατρέπονται απλώς σε μικρές γυάλες, σε σχολεία όπου εμπεδώνεται η κοινωνική ανισότητα από πολύ νωρίς. Και όχι μόνο αυτό. Εμπεδώνεται και ο ανταγωνισμός, γίνεται αυτονόητη, επειδή βιώνεται σε πολύ μικρή ηλικία, η λογική της “αριστείας”, δηλαδή της διάκρισης.

Και τι με αυτό; Σαν κοσμήματα αραδιάζουν πάνω από την περιγραφή των πρότυπων σχολείων οι θιασώτες τους τις λέξεις: Προάγουν την καινοτομία και την αριστεία. Ανεβάζουν τον πήχη της ποιότητας. Οι εξετάσεις, αντί της κλήρωσης, διασφαλίζουν την δημοκρατία, που βασικά ισούται με την αξιοκρατία, η οποία βασικά ισούται με την αντικειμενικότητα. Από την άλλη, οι λέξεις που αποδίδουν τον χαρακτήρα της αριστερής υπουργικής εξαγγελίας, μοιάζουν βγαλμένες από το ζοφερότερο μέλλον: εξίσωση προς τα κάτω, λαϊκισμός, ισοπέδωση, μαρξιστικές ιδεοληψίες, τυραννία της μετριότητας, αποθέωση της ήσσονος προσπάθειας, απαξίωση της προσπάθειας και της εργασίας, επιβράβευση της αδιαφορίας.

Αυτός ο, τύπου “Μαντάμ Σουσού”, πανικός των φιλελευθέρων, αναδεικνύει ξανά τη βασική διαφορά ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Ανάμεσα στη λογική της ανατροπής αυτού του συστήματος και αυτή της διατήρησης – συντήρησής του: η Αριστερά πιστεύει στην ισότητα των ανθρώπων ως μια σχεδόν οντολογική κατάσταση που έχει αναιρεθεί και την οποία προσπαθεί διαρκώς να επαναφέρει. Η Δεξιά δεν πιστεύει στην ισότητα, πιστεύει στη διάκριση και θεωρεί πως ο κόσμος όχι απλώς έτσι είναι, αλλά έτσι πρέπει να είναι. Η μάχη γίνεται για άλλη μια φορά με τις λέξεις. Οι φιλελεύθεροι, οι άνθρωποι το ατόμου και όχι της συλλογικότητας, της τάξης τους και όχι της κοινωνίας, μιλάνε για την “αριστεία”, βαφτίζοντας έτσι τον ελιτισμό τους. Μιλάνε για “δικαιοσύνη”, βαφτίζοντας έτσι την επικράτηση του ισχυρότερου κατά τον ανταγωνισμό. Μιλάνε για την ισότητα ως “εξισωτισμό” και “μετριοκρατεία”, ακριβώς γιατί θεωρούν όλους τους άλλους “μέτριους”.

Το πιο ενδιαφέρον από όλα, όμως, είναι το ότι αυτοί οι “άριστοι” βαφτίζουν την κοινοτυπία και την απλοϊκότητα τους ως δυναμική και σοφιστικέ σκέψη. Μας λένε πως οι άριστοι υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς, μέσα στη ζωή. Πως οι δομές αριστείας, όπως τα πρότυπα σχολεία, αναγκάζουν αυτούς που θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτές, να προσπαθήσουν και να βελτιωθούν, μέσα από τον ανταγωνισμό. Μας λένε πως δεν υπάρχει τίποτα κακό στην ανταγωνιστική προσπάθεια. Είναι αστείο. Οι σοφιστικέ φίλοι μας, καταφεύγουν σε αναλογίες που θυμίζουν κουβέντα καφενειακή. Πράγματι, στην κοινωνία υπάρχει ανταγωνισμός. Και γιατί το σχολείο ταυτίζεται με ολόκληρη την κοινωνία; Γιατί πρέπει το σχολείο να ενσωματώνει και να αναπαράγει κάθε χαρακτηριστικό της κοινωνίας; “Για να προετοιμάζει τα παιδιά για αυτήν”, θα έλεγε κανείς. Να τα προετοιμάζει μόνο για να ενσωματωθούν και όχι για να την αλλάξουν; Αυτό δεν λέγεται μόρφωση. Λέγεται συμμόρφωση. Στενή. Το σχολείο πρέπει, λοιπόν, να είναι απολογητής της κοινωνίας; Να προετοιμάζει τα παιδιά μόνο για να αποδέχονται τα βασικά της δόγματα και όχι για να δουν κριτικά και να τα αλλάξουν; “Δεν είναι αυτό το πνεύμα μας, εμείς θέλουμε να υπάρχουν τα πρότυπα σχολεία ακριβώς για να αποκτούν τα παιδιά κριτική σκέψη”, ήδη φωνάζει εναντίον μας το φιλελεύθερο κυματάκι. Πόσο μεγάλα κύματα να σηκώσει, άλλωστε, ένα ποτάμι. Και τότε, γιατί δεν θέλετε να έχουν πρόσβαση στην κριτική σκέψη όλα τα παιδιά; Γιατί να την κρατήσουμε ως μυστικό των λίγων, αυτών που καταφέρνουν να περάσουν κάποιες εξετάσεις; “Γιατί αυτό είναι το αντικειμενικό, άρα το αξιοκρατικό, άρα το δίκαιο, άρα το δημοκρατικό”. Δημοκρατία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία, δεν υπάρχει, όμως, χωρίς ισότητα. Πως μπορείς να μιλήσεις για αντικειμενικότητα, όταν εφαρμόζεις ίσα μέτρα και δοκιμασίες σε άνισους ανθρώπους;

Κι αφού θες, αγαπητέ μου φιλελεύθερε, το σχολείο να περιλαμβάνει τον ανταγωνισμό, για να είναι αντιπροσωπευτικό της κοινωνίας, γιατί θέλεις ένα τέτοιο σχολείο να είναι για τους “καλύτερους” (δηλαδή, για όσους έχουν την πρόσβαση σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα) και όχι σε παιδιά που να προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, όπως θα μπορούσε να γίνει με την κλήρωση; Σε ένα σώμα, δηλαδή, ανομοιογενές, όπως είναι η ίδια η κοινωνία; Μα, για αυτό ακριβώς. Γιατί οι φιλελεύθεροι θεωρούν πως το καλύτερο αποτέλεσμα προκύπτει από την ομοιογένεια. Γιατί για τους φιλελεύθερους η αριστεία είναι ζήτημα ατομικό. Έχει να κάνει μόνο με το πως θα συμβάλουν οι πολλοί ώστε να βελτιωθεί, διά του ανταγωνισμού, ο ένας, και ποτέ το αντίστροφο. Για την Αριστερά, όμως, για τον κληρονόμο της πιο βαθιάς ουσίας του ανθρωπισμού, η αριστεία είναι υπόθεση της κοινωνίας. Αφορά το πως οι πολλοί θα βοηθούν τους πολλούς. Αφορά όχι την εξαφάνιση της διαφορετικότητας, αλλά την αξίωσή της. Αφορά όχι την εξαφάνιση των διαφορετικών ικανοτήτων και ταλέντων των ανθρώπων, αλλά την αξιοποίησή τους, ανάγοντάς τα σε ισότιμα. Για την Αριστερά το σχολείο δεν είναι το χρησιμοθηρικό σχολείο του φιλελεύθερου ονείρου. Είναι το σχολείο που την ίδια στιγμή που αξιοποιεί τις κλίσεις των μαθητών, προσπαθεί να βελτιώσει τις ικανότητες όλων με τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, προσπαθεί να κλείσει τις αποστάσεις ανάμεσά τους, στέλνοντας τους όλους προς τα πάνω.

Για τους φιλελεύθερους, το σχολείο, όπως η ζωή, πρέπει να είναι πρωταθλητισμός. Χώρος μένει μόνο για τους δυνατούς, οι οποίοι πρέπει να συναναστρέφονται μόνο (και εδώ είναι το κλειδί, στο “μόνο”) άλλους δυνατούς, για να βελτιώνονται. Για την Αριστερά το σχολείο είναι η τρυφερότητα της κοινωνίας προς τα παιδιά. Είναι η προετοιμασία τους για έναν κόσμο που, όπως μας λέει ο Χαλίλ Γκιμπράν, αυτά θα ζήσουν κι εμείς δεν μπορούμε καν να τον υποψιαστούμε. Είναι η προετοιμασία της αλλαγής του κόσμου, η αναζήτηση όλων των ευαισθησιών και ταλέντων των παιδιών και η ενστάλλαξη άλλων τόσων. Είναι ο σεβασμός και η ανάδειξη, αλλά όχι η αποθέωση του ατόμου και της ιδιαιτερότητάς του. Είναι η διαρκής βελτίωση τους ενός, η διαρκής αναζήτησης της υψηλότερης κορυφής, το διαρκές κάλεσμα από μια “άλλη πλάση ξελογιάστρα”, αλλά μέσα από τη βελτίωση και την αναζήτηση όλων. Εμείς, για αυτά ήρθαμε ως εδώ.

Τώρα έχουμε κάτι να χάσουμε

http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ftiaxnontas-ayto-poy-tha-exoyme-na-xasoyme


Παραμονές των τελευταίων εκλογών που κέρδισε ο Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, συζητούσαμε με κάποιους συντρόφους από τη χώρα. Τους ρωτήσαμε τι έχει εξαγγείλει η δεξιά αντιπολίτευση για τις δομές που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση, όπως τα τοπικά λαϊκά συμβούλια. Έλεγε ότι θα τα διατηρήσει.

Ασφαλώς, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι οι λαϊκές συνελεύσεις αποτελούν πραγματικό κομμάτι μιας δεξιάς πολιτικής. Αλλά ο δεξιός συνασπισμός αδυνατούσε να τις καταργήσει ως απλά δημιουργήματα μιας άλλης κυβέρνηση, αφού αυτές τις δομές τις είχε πάρει ο κόσμος στις πλάτες του και τους είχε δώσει το δικό του περιεχόμενο. Επειδή οι άνθρωποι είχαν πλέον δημιουργήσει οι ίδιοι κάτι, κάτι που πια τους ανήκε, που είχε φύγει από την αγκαλιά της κυβέρνησης, μια κοινωνική κατάκτηση με όλη τη σημασία του όρου, που άρα δεν μπορούσε να ξηλωθεί εύκολα. Είχαν πια κάτι να υπερασπιστούν, γιατί είχαν κάτι να χάσουν.

Όλα αυτά μας θυμίζουν αυτό που τόνιζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, πως για να γίνει πραγματικότητα ο σοσιαλισμός πρέπει οι ιδέες του να είναι κτήμα των ίδιων των εργαζόμενων. Όμως, το κτήμα σου δεν το κληρονομείς απλώς, ούτε το αγοράζεις. Το δουλεύεις, το κάνεις δικό σου μέσα από το σκάψιμο και το φύτεμα, από την αλλαγή του. Η ουσία λοιπόν της φράσης του Καστοριάδη δεν είναι πως ο κόσμος πρέπει να έχει αποδεχτεί τις ιδέες του σοσιαλισμού, αλλά να τις έχει γεννήσει ο ίδιος, ένα μέρος των ιδεών και των πρακτικών του σοσιαλισμού να είναι παιδί της λαϊκής επινοητικότητας, αυτής που, όποτε της δίνεται ένας συντεταγμένος χώρος και μια μορφή ελευθερίας, ξεπετάγεται και μας δίνει δείγματα του τι μπορεί να φτιάξει. Ας θυμηθούμε, για αυτό, λίγο τις Πλατείες του 2011.

Η λαϊκή επινοητικότητα και δημιουργικότητα είναι αυτή στην οποία προσβλέπαμε και για να έρθει η Αριστερά στην κυβέρνηση. Την κινηματική έκρηξη που σαν κύμα θα έφερνε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και θα επέβαλε στους αντιπάλους του -αλλά και στον ίδιο- τις εξελίξεις, μακρυά από τη λογική της ανάθεσης. Όμως, αυτές οι βλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι μεγάλες διαδηλώσεις των Πλατειών ακολουθήθηκαν από μια μεγάλη αποστράτευση, γιατί διαψεύστηκε αυτό που έκανε τον κόσμο να κινητοποιηθεί: είδε πως δεν κατάφερε να μετακινήσει το σχέδιο των μνημονιακών κυβερνήσεων ούτε ένα χιλιοστό. Έτσι, ο κόσμος, ακόμη και τα επιμέρους κινήματα, έριξαν όλη τους την αναμονή και την υπομονή στις βουλευτικές εκλογές. Και εκεί κέρδισαν. Και αυτομάτως, τέθηκε έτσι το ερώτημα: και τώρα τι κανουμε; Πως στερεώνει ο κόσμος την κυβέρνησή του; Πως σπάει η λογική της ανάθεσης;

Επειδή, λοιπόν, η στήριξη αυτή που χρειάζεται η κυβέρνηση δεν εξαντλείται στις συγκεντρώσεις υποστήριξής της κατά τη διαπραγμάτευση, αλλά πρέπει να έχει συνέχεια και να είναι πολύμορφη, ας πάρουμε μια μεθοδολογία από το παρελθόν, το κοντινό και το απώτερο. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πολλές από τις αριστερές κυβερνήσεις δεν ήρθαν στην εξουσία ακριβώς πάνω σε μια κινηματική έκρηξη. Όμως, τα κινήματα άνθισαν περισσότερο μετά την εκλογή τους, χάρη στο πιο ευνοϊκό πλαίσιο και τους δρόμους που τους άνοιγε η κυβέρνηση, αλλά και επειδή τότε αυξήθηκαν οι προσδοκίες των πολιτών.

Μετά την άνοδο των αριστερών κυβερνήσεων είναι που δημιουργήθηκαν οι δομές λαϊκής διαβούλευσης, τότε άνθισε το εγχείρημα των συναιτεριστικών επιχειρήσεων και του εργατικού ελέγχου, όταν η κυβέρνηση της Βενεζουέλας έδωσε στους εργαζόμενους το 49% πρώην ιδιωτικών επιχειρήσεων, κρατώντας η ίδια το 51% για να μην μετατατραπούν οι εργαζόμενοι σε μικρούς καπιταλιστές. Ομοίως και στο Εκουαδόρ, η λαϊκή διαθεσιμότητα προέκυψε κυρίως μετά την άνοδο της κυβέρνησης Κορέα και την αποπομπή του ΔΝΤ από τη χώρα. Επίσης, όπως μας θύμισε σε πρόσφατο άρθρο του ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, δεν ήταν πριν, αλλά μετά την νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία το 1936 που προέκυψαν οι μεγάλες απεργίες οι οποίες κέρδισαν την εβδομάδα των 40 ωρών, τις συλλογικές συμβάσεις και την άδεια μετ' αποδοχών. Ακριβώς επειδή, και πάλι, η άνοδος της νέας κυβέρνησης ανέβασε και τις προσδοκίες του κόσμου και δημιούργησε αγωνιστική αισιοδοξία και κινητοποίηση.

Αυτό είναι, λοιπόν, το στοίχημα. Η δημιουργία διαδικασιών και χώρων από την κυβέρνηση τις οποίες θα σαρκώνει ο κόσμος με τη συμμετοχή του, αλλά και η ανάδυση πρωτοβουλιών του κόσμου που θα ανοίγουν δρόμο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το να αποτελέσει η νέα κατάσταση, η νέα ζωή των ανθρώπων και δικό τους παιδί, για να μην μπορεί κανείς να τους το στερήσει. Να έχουν κάτι να χάσουν, κάτι δικό τους. Ένα κτήμα δουλεμένο και σπαρμένο, που να μην αφήνουν κανέναν να τους το ξηλώσει, ούτε καν αυτόν που τους το χάρισε. Για να ανοίγουν η κυβέρνηση και ο κόσμος δρόμους ο ένας στον άλλο. Για να μην ξεχνάμε πως η Αριστερά δεν δίνει τη μάχη απλώς για να ζήσουν οι άνθρωποι καλύτερα. Δίνει τη μάχη για να αλλάξει συνειδητά ο κόσμος. Δηλαδή, δίνει την καθαρή και ανοιχτή μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, για να μπορέσουν να γίνουν οι ίδιοι ενεργοί φορείς του κοινωνικού μετασχηματισμού, της ανατροπής.

Και με αυτό μπορούμε να καταλήξουμε και σε μια απάντηση στο ερώτημα της “αριστερής” αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση της Αριστεράς. Και να ξεκαθαρίσουμε πως “αριστερή αντιπολίτευση” δεν είναι να κρατάς στο χέρι τη λίστα για να ψάχνεις μπας και βρεις κάτι που έταξε η κυβέρνηση και δεν το έκανε ακόμη, ώστε να αρχίσεις να το κουνάς μπροστά της. Υπάρχουν δεξιοί δημοσιογράφοι που το κάνουν επαρκέστατα αυτό. Δεν είναι απλώς το να πλειοδοτείς. Είναι το να δημιουργείς συλλογικές κοινωνικές (να το ξαναπούμε, κοινωνικές!) διαδικασίες και να μπαίνεις στους χώρους που υπάρχουν και που θα δημιουργήσει αυτή η κυβέρνηση και να ζυμώνεις εκεί τις θέσεις σου. Αλλά αναγνωρίζοντας κάθε φορά το κυρίαρχο ερώτημα και παίρνοντας θέσηεπί αυτού. Κατανοώντας την ανάγκη της κάθε στιγμής.

Για παράδειγμα, το ότι όταν συμμετέχεις σε μια συγκέντρωση υποστήριξης της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το κυρίαρχο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντάς είναι το αν έχει η χώρα μας το δικαίωμα να αποφασίζει δημοκρατικά ή πρέπει να την κυβερνούν οι αγορές και όχι το δίλημμα “εντός ή εκτός της ΕΕ”. Διότι η απάντηση στον εκβιασμό “ή κάνετε ό,τι θέλουμε ή βγαίνετε από την Ευρωζώνη” δεν μπορεί να είναι “οκ, βγαίνουμε από την Ευρωζώνη”, αλλά η ανατροπή του ίδιου του εκβιασμού, η ανατροπή των όρων με τους οποίους μας καλούν να αποφασίσουμε, ό,τι κι αν θέλουμε εμείς να κάνουμε στο τέλος. Και πάνω από όλα, η κυβέρνηση της Αριστεράς χρειάζεται την κριτική. Αλλά μια κριτική που θα προκύπτει από την ίδια τη συμμετοχή των ανθρώπων στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού, όχι απ' έξω, καφενειακά και κουνόντας το δάχτυλο με βάση μόνο τις αριστερές εγκεφαλικές αυτάρκειες και πλειοδοσίες. Αλλά, με βάση την κλιμάκωση, κάθε φορά, των αγώνων.

Για όλα αυτά, στην σταθερή κατηγορία των αντιπάλων μας πως θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα σαν τη Λατινική Αμερική, η μόνη απάντηση μπορεί να είναι πως αν και κάθε λαός βρίσκει το δικό του δρόμο του για την κοινωνική δικαιοσύνη, υπάρχει κάτι για το οποίο πραγματικά θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα Λατινική Αμερική: η λάμψη που βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων της, ειδικά των νέων και η περιφάνεια τους που έχουν πάρει τη χώρα τους στα χέρια τους και την χτίζουν ξανά, πάνω στις δικές τους πλάτες. Γιατί είναι πια δική τους.