Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Εκείνοι που θα ζήσουν…


Κάθισα, έκλεισα τα μάτια, να, έτσι, και σκέφτηκα: εκείνοι που θα ζήσουν ύστερα από εκατό-διακόσια χρόνια έπειτα από εμάς και που εμείς τώρα ανοίγουμε το δρόμο γι’ αυτούς, θα μας μνημονέψουν μ’ έναν καλό λόγο; Κι όμως Βάγια, δε θα μας μνημονέψουν!»

Άντον Τσέχοφ, Ο Θείος Βάνιας


Τσέχοφ έγραψε για να βγάλει από την ψυχή του και να απλώσει μπροστά στα μάτια του κόσμου όλη τη γκρίζα απόγνωση που έβλεπε στην μουντή, άτονη και φοβική ζωή των Ρώσων των αρχών του εικοστού αιώνα. Ήταν, το βλέπουμε, εξαιρετικά απαισιόδοξος. Του το γεννούσε το παρόν του. Πέθανε το 1904, μην προλαβαίνοντας να δει τις μεγάλες μέρες που συντάραξαν την εποχή του και μπογιάτισαν την Ιστορία των επόμενων εποχών, μια δεκαετία αργότερα, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Φαίνεται, όμως, να πίστευε σε καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Θλιβόταν, μόνο, που το κόστος για αυτές τις μακρινές μέρες, που ο ίδιος δεν θα έβλεπε, ήταν η ζοφερά άτονη και αδιέξοδη ζωή των καιρών του. Η θυσία του πριν για το μετά. Και αναρωτιόταν αν, έστω, οι άνθρωποι της εποχής του θα μνημονεύονταν για λίγο από τους επόμενους. Δηλαδή, αν είχε κάποιο μικρό προσωπικό αντίδωρο, κάποια παρηγοριά να τους προσφερθεί για όλο αυτό που ζούσαν.

Το ότι λίγο μετά ήρθε η Επανάσταση είναι, ασφαλώς, μια ειρωνεία τραγική. Δεν ξέρουμε αν φτιάχτηκε ο Οκτώβρης πάνω στη μνήμη των προηγούμενων ή στην ελπίδα των επόμενων. Ας μας λέει ο Μπένγιαμιν ότι για την τάξη, το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας «τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών». Ας μας λένε οι αγωνιστές μας των παλιών χρόνων, με ειλικρίνεια, πως ό,τι έκαναν το έκαναν για εμάς, για να ζήσουμε εμείς. Έτσι το νιώθουν πια, έτσι τους έμεινε με τα χρόνια στην ψυχή. Αλλά στη βάση, οι άνθρωποι ό,τι κάνουν, το κάνουν για το τώρα. Για το καθήκον τους ή για το συμφέρον τους. Ή για το συνταίριασμά των δυο τους.

Για αυτό, το ιδανικό κάθε επαναστάτη θα ήταν να θυμούνται όλοι τη δράση του. Αλλά να ξεχάσουν, για πάντα, το όνομά του. Να θυμούνται, να μνημονεύουν τους αγώνες, όλα όσα οδήγησαν τα πράγματα στο μέλλον. Καλύτερα, να τα θυμούνται αμυδρά. Σαν όνειρο. Να έχουν κερδίσει οι αγώνες, να έχουν πιάσει καλή ρίζα τα αίματα τόσο πολύ, να έχουν φυτρώσει τέτοια λουλούδια στη ζωή που να φαίνονται όλα αυτά τα παλιά τόσο πια μακριά, τόσο παράξενα που να μην πιστεύουν οι επόμενοι, καλά-καλά, πως έγιναν. Να είναι τόσο νέα η ζωή που ζουν οι επόμενοι, τόσο αλλαγμένος ο κόσμος, τόσο ανοιξιάτικος ο νέος ήλιος της Ιστορίας που να μην μπορούν άλλο πια οι καινούριοι να καταλάβουν πως ήταν εκείνα, τα μαυρισμένα, τα παλιά χρόνια. Να μοιάζουν όλα αυτά, πια, σαν έναν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Για τα πολύ μικρά παιδιά. Από αυτά τα περίεργα παραμύθια, που είναι τόσο τρελά που μόνο τα μικρά παιδιά τα πιστεύουν, και τόσο μαγικά, που μόνο αυτά μπορούν να τα ξεκλειδώσουν, για λίγο. Κι έτσι, να ξεχαστούν και τα ονόματα. Γιατί στα παραμύθια σημασία δεν έχουν τα ονόματα. Σημασία έχει να βλέπουμε το δικό μας πρόσωπο στα πρόσωπα του παραμυθιού.

Κι εμείς; Εμείς ανοίγαμε αυτά τα χρόνια δρόμους. Με καθήκον. Εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις για τα παλιά και τις ελπίδες για τα επόμενα. Αλλά για το τώρα. Για την ανταπόκριση σε αυτό το καθήκον. Και δεν το ξέραμε πως μπορεί και να νικήσουμε. Και δεν το νιώθαμε πάντα. Και κάποιες φορές δεν θέλαμε να βλέπουμε μπροστά γιατί τα σύννεφα ήταν πολλά, ο δρόμος μαύρος και ο κόσμος περνούσε από μπροστά μας γελώντας και άλλοτε μας περιεργαζόταν με απορία, που είχαμε βαλθεί να ανοίγουμε τέτοιους δρόμους, πεσμένοι εκεί κάτω, χωρίς να είναι η δουλειά μας. Χωρίς να μας το έχει επιβάλει κάποιος. Κι όμως. Το είχε επιβάλει το καθήκον. Και σκύβαμε και ανοίγαμε το δρόμο, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί αν σταματούσαμε και σηκώναμε λίγο στα σοβαρά το κεφάλι μπορεί και να σταματούσαμε. Όπως σταμάτησαν τόσοι. Μόνο με το κεφάλι κάτω, μόνο κοιτώντας πίσω μπορούσαμε να φτιάξουμε αυτόν τον δρόμο. Πράγματι, «από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων». Από το καθήκον. Για το τώρα. Με την ελπίδα του μέλλοντος, θολή και χωρίς πολύ σκέψη και πίστη, αλλά για να είμαστε συνεπείς απέναντί της. Για το τώρα. Για το καθήκον.

Και ένας κάποιος δρόμος άνοιξε. Το πιστεύαμε – δεν το πιστεύαμε, αυτός άνοιξε. Και τώρα, με παλινδρομήσεις, φόβους, διαθέσεις αντίστροφες, προχωράμε. Σαν τους μεθυσμένους, άλλοτε σαν τους κάβουρες, άλλοτε με φόβο και με βήματα καμιά φορά γρήγορα προς τα πίσω, στην ασφάλεια της περήφανης ήττας των υποδουλομένων προγόνων. Κι άλλοτε μπροστά, με θάρρος, με τον ήλιο του αγώνα από πάνω μας. Εμείς τον σηκώνουμε. Για να φωτίζει εμάς, να ζεσταίνει τους παλιούς, να φτιάχνει τους επόμενους. Και έχουμε κι εμείς μια ευχή: να ξεχαστούμε. Να μην μας μνημονεύει κανείς. Να μην θυμάται ποιος του άνοιξε το δρόμο. Να φαίνεται ο δρόμος αυτονόητος. Να μην έχει γυρισμό. Να έχουν μπει τα οδοφράγματα στον παλιό κόσμο, να έχει καεί το μονοπάτι που μας έφερε, κι εμείς μαζί, να μην μας μνημονεύουν. Να έχουμε νικήσει τόσο πολύ που να έχουν ξεχαστεί οι νικητές. Να μην μας μνημονεύουν. Να μην θυμηθούν ποτέ ονόματα. Να μην σκέφτονται προγόνους. Για να μπορούν να νιώθουν πια «το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών», για να παίρνουν φως από το μέλλον και όχι από πίσω. Για να αρχίσουν την ανθρώπινη ιστορία. Για να σηκώνεται πια ο άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Για να μαθαίνουν τα παιδιά παραμύθια. Με εμάς. Χωρίς τα ονόματά μας. Με τα δικά τους πρόσωπα. Για να μας βγάζουν τη γλώσσα. Με χαμόγελο... Πως αλλιώς μπορεί να είναι ο κομμουνισμός;

Ένα σχόλιο για μία μη-απάντηση

http://www.avgi.gr/article/5647726/ena-sxolio-gia-mia-mi-apantisi

Πριν λίγες μέρες το barikat.gr δημοσίευσε ένα κείμενο του Δημήτρη Καραμάνη με τίτλο «Αν ξεχνάς το διεθνισμό θα σε φάει ο "ευρωπαϊσμός"». Εκεί επισημαίνονταν, κυρίως, δύο πράγματα. Πρώτο, πως σε μία περίπτωση συγκρουσιακής εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι εξαιρετικά πιθανό να ευδοκιμήσει μια εθνοκεντρική διαχείριση της κατάστασης, αφενός σε επίπεδο ιδεολογίας -λόγω της ανάγκης να στηριχθεί ηθικά η νέα δύσκολη κατάσταση στη συνείδηση του κόσμου ως ένας αγώνας για την «εθνική μας αξιοπρέπεια» απέναντι «στους ξένους που μας έβγαλαν από την ευρωζώνη»- αφετέρου ως οικονομική πραγματικότητα, αφού με την έξοδο η ανάγκη να ορθοποδήσει η οικονομία θα συνεπάγεται, καταρχάς, την εδραίωση του εθνικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο τελευταίος, προκειμένου να ορθοποδήσει θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικός έναντι άλλων καπιταλισμών, άρα η ελληνική εργατική τάξη να είναι πιο ανταγωνιστική από την ισπανική, την πορτογαλική και τη γερμανική. Και όπου ακούς ανταγωνιστικότητα, κομμένα μεροκάματα να σου μυρίζουν. Το δεύτερο που επεσήμαινε το κείμενο είναι πως αυτή τη στιγμή μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στους Ισπανούς συντρόφους μας, που με το Podemos περιμένουν τις εκλογές του Νοεμβρίου για να κερδίσουν την κυβέρνηση.

Υπεραπλουστεύεις και ετεροπροσδιορισμοί
Μία μέρα μετά, δημοσιεύτηκε στο Red Notebook κείμενο απάντησης, από την Ντίνα Τζουβάλα και τον Στέφανο Τυροβολά, με τίτλο «Ακροβασίες: η ρήξη με τη λιτότητα ως ...εθνικισμός». Ήδη από τον τίτλο φαίνεται πως οι δύο (αξιόλογοι, και για αυτό και το σχόλιο) συγγραφείς ενέδωσαν σε έναν από τους γλυκύτερους πειρασμούς της παλαιοαριστερής αντιπαράθεσης: το να κάνουν την άποψη του άλλου μια απλουστευτική καρικατούρα, ένα σκιάχτρο της πραγματικότητάς της, ώστε να την γκρεμίσουν εύκολα. Μόνο που εδώ υπάρχει ένας ακόμη κίνδυνος. Να αποτελεί, τελικά, καρικατούρα η δική σου θέση:

«Αυτό που καθορίζει την διαφορά είναι αν η εκάστοτε επιλογή έχει ως στόχο την κοινωνική απελευθέρωση σε διεθνικό επίπεδο ή εάν, αντίθετα, τείνει προς την ενίσχυση ενός εθνικού καπιταλισμού εις βάρος άλλων», λένε οι σύντροφοι. Πρώτο πλήγμα ευκολίας και υπεραπλούστευσης. Διότι, ασφαλώς, αυτό που καθορίζει τη διαφορά στην πολιτική δεν είναι απλώς ο στόχος, αλλά το αποτέλεσμα. Το ότι η επιθυμία των συντρόφων δεν είναι η ενίσχυση του εθνικού καπιταλισμού το θεωρούμε δεδομένο (όσο κι αν αυτοί δεν φάνηκαν, ήδη από τον τίτλο που επέλεξαν, αντιστοίχως γαλαντόμοι). Σημαίνει, όμως, και πως δεν μπορεί αυτό να είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής τους πρότασης περί εξόδου από την ευρωζώνη;

Δεύτερο σημείο: «Ας είμαστε ξεκάθαροι. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της ρήξης, αλλά με βάση την πολιτική επιδίωξη». Καμία αντίρρηση ασφαλώς για την πολιτική επιδίωξη, που είναι κοινή και είναι το τέλος της λιτότητας. Όμως εδώ, ατυχώς, οι σύντροφοι πάνε ένα βήμα πίσω. Με το «στρίβειν διά της ιδεολογίας», ξεμπερδεύουν από την υποχρέωση παρουσίασης ενός σχεδίου, βαφτίζοντάς το απλώς «τεχνικές προδιαγραφές». Μόνο που χωρίς σχέδιο, χωρίς μια απάντηση στο πως η έξοδος θα εξελιχθεί υπέρ των εργαζόμενων και όχι υπέρ των Ελλήνων αστών, τα πράγματα θα πάνε ακριβώς ανάποδα. Επειδή όμως οι σύντροφοι επιλέγουν να μην αναμετρηθούν με το δύσκολο αυτό ερώτημα, το αποτέλεσμα είναι η συνέχιση των ευκολιών: «Άποψή μας είναι ότι καθήκον της Αριστεράς είναι ο τερματισμός της λιτότητας – και από τις μέχρι τώρα εξελίξεις φαίνεται ότι αυτό δεν είναι εφικτό εντός ευρωζώνης». Το πώς τεκμαίρεται όμως, από την άλλη, πως αυτό είναι εφικτό εκτός ευρωζώνης, το πώς η ελληνική αστική τάξη θα είναι πιο ανίσχυρη εκτός ευρώ, το πώς δηλαδή το εθνικό νόμισμα θα ευνοήσει στην ταξική πάλη τους εργαζόμενους της Ελλάδας, το πώς με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα βελτιωθεί ο δυσμενής εξωτερικός συσχετισμός δύναμης, δεν το μάθαμε ποτέ. Και από την ανάγκη να καλυφθεί αυτή η έλλειψη, δημιουργείται άλλη μία καρικατούρα της άποψης του συν. Καραμάνη, που του χρεώνεται πως στο κείμενό του «απορρίπτεται η ρήξη από θέση αρχής ως ..."αντιδιεθνστική" στάση». Ουδέν ψευδέστερον.

Στο ίδιο πακέτο: «Μπορεί να ισχυριστεί κανείς στα σοβαρά ότι η ρήξη με τη λιτότητα στην Ελλάδα είναι επιλογή που υπονομεύει τους αντίστοιχους αγώνες στην Ευρώπη;». Μόνο που, για να είμαστε ακριβείς, η κουβέντα εδώ δεν γίνεται γενικώς για τη ρήξη με τη λιτότητα. Γίνεται για την έξοδο από την ευρωζώνη ως μέθοδο ρήξης με τη λιτότητα και για το αν αυτή θα ευνοήσει αυτή τη στιγμή τους Podemos και τους υπόλοιπους συμμάχους μας στον αγώνα τους. Όμως, με καθόλου προσεγμένα λεκτικά τρυκ που βγάζουν μάτι, οι δυο σύντροφοι χρεώνουν στην αντίπαλη άποψη την πρόθεση να μην συγκρουστούμε με την ίδια τη λιτότητα, θυμίζοντας υψηλές στιγμές φοιτητικού συνδικαλισμού, όταν καλούμασταν να απαντήσουμε σε εμπνευσμένα ερωτήματα, του τύπου «Μα γιατί δεν ψηφίζετε το πλαίσιο της ΠΚΣ; Δεν είστε υπέρ της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών;». Κακές πρακτικές, ειδικά όταν επικροτούνται από όσους παθιασμένα αναρτούσαν άρθρο του συντρόφου Αριστείδη Μπαλτά προ ενός έτους, όπου έγραφε ότι

«Υπάρχει ένα θεμελιώδες κριτήριο για να στοιχειοθετήσουμε τη γνήσια διαφωνία. Πρόκειται για την απάντηση στο ερώτημα: μπορώ να ανασυγκροτήσω την αντίπαλη θέση με τρόπο αποδεκτό από τον αντίδικο; Αν ναι, τότε μπορώ να εντοπίσω επακριβώς τη διαφωνία και ο διάλογος να προχωρήσει. Αν όχι, έχω κατασκευάσει ένα είδωλο που απλώς βολεύει εμένα. Οπότε ο "διάλογος" εκπίπτει σε μονολόγους που αναπαράγονται αυτιστικά, ενώ η κατ' όνομα διαφωνία τείνει να οξυνθεί ανεξέλεγκτα. Μέχρις αλληλοσπαραγμού».1

Προσωπικώς, δε, διαφωνώ με τη θέση αυτή, αλλά όσοι την επευφημούσαν δεν δικαιούνται να την εγκαταλείπουν, έτσι ατάκτως.

Το ζήτημα εδώ δεν είναι, ασφαλώς, η προσωπική υπεράσπιση ενός συντρόφου ή μιας άποψης. Αλλά το να μιλήσουμε, ξανά, για τον τρόπο που συζητάμε και διαφωνούμε. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; Πως οι δύο σύντροφοι έπεσαν σε άλλο έναν από τα κλασικά αριστερά λάθη: αυτό του ετεροπροσδιορισμού. Καταπιάστηκαν κυρίως με το να αποδομήσουν το αντίπαλο κείμενο προκειμένου έτσι να υπερασπιστούν τη θέση τους και όχι με το να διατυπώσουν τη θέση τους, ώστε διά αυτής να απαντήσουν στο κείμενο. Έτσι, στρέβλωσαν την αντίπαλη θέση και αδίκησαν ακόμη και τη δική τους.

Η επίμονη πραγματικότητα
Τα ερωτήματα, όμως, παραμένουν, όσο κι αν δεν θέλουμε να αναμετρηθούμε με την ουσία τους. Μια "περήφανη έξοδος" της Ελλάδας από την ευρωζώνη, στην παρούσα στιγμή, θα ευνοήσει τον αγώνα των Podemos ή θα τον δυσχεράνει; Η πολιτική είναι μόνο θέμα αρχών ή και συγκυρίας; Αν δεχτούμε πως τα πράγματα θα είναι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολα, αν η Ελλάδα υπογράψει μια συμφωνία με αρκετά προβλήματα, αυτό θα δημιουργήσει ένα λιγότερο ή περισσότερο δύσκολο περιβάλλον για τους Podemos από ότι αν βγει εκτός ευρωζώνης; Η τελευταία εξέλιξη μήπως θα τους αναγκάζει, εν τέλει, προκειμένου να μείνουν στην ευρωζώνη να υιοθετήσουν μια ακόμη πιο σκληρή συμφωνία; Και αν τελικώς η κυβέρνηση επιλέξει την έξοδο, υπάρχει περίπτωση να μην κάνει διαρκώς επικλήσεις στην εθνική αξιοπρέπεια για να πείσει; Γίνεται να μην χρησιμοποιήσει την εθνική ταυτότητα ως πεδίο υποστήριξης της θέσης της; Θα υλοποιήσει, δηλαδή, όλες τις ρήξεις μαζί, δεν θα χρησιμοποιήσει μια υπάρχουσα αξία (την εθνική) για να υποστηρίξει την απώλεια άλλων (πχ των καταναλωτικών συνθηκών και της ποιότητας ζωής) των Ελλήνων; Μπορείς να πείσεις τον κόσμο να αλλάξει ξαφνικά τη ζωή του, μέχρι και να τρώει με κουπόνια, χωρίς να πατάς πάνω σε μια υπαρκτή αξία; Και μετά, πως θα ξεμπλέξουμε από το παραγόμενο ιδεολογικό αποτέλεσμα; Πως θα απαλλαγούμε από την υπερπατριωτική έκρηξη και τις πολιτικές και ταξικές της επιπλοκές; Όλα αυτά, δυστυχώς, αποτελούν προσαρμογή της πραγματικότητας στα ιδεολογικά και πολιτισμικά μας γούστα. Και εδώ δεν λέμε τίποτα περισσότερο από αυτά που έχουν γράψει ως τώρα γνωστοί σύντροφοι, και που δεν τα έχουν ανατρέψει ως σήμερα.2

Και μια που είπαμε για κουπόνια, το ερώτημα παραμένει. Υπάρχει σχέδιο για την έξοδο από την ευρωζώνη ή αποτελεί αυτό απλώς μια ιδεολογική δεοντολογία; Προβληματίζει το ότι η επιλογή αυτή αντί να ανατρέπει τον εκβιασμό των δανειστών («ή νεοφιλελευθερισμός εντός ευρώ ή έξοδος»), ουσιαστικά τον αποδέχεται και τον επιβεβαιώνει; Πλέον, δεν αρκεί να λέμε στερεοτυπικά πως «πρέπει να προετοιμάζουμε τον κόσμο για την ρήξη», αλλά πρέπει να πούμε τι σημαίνει αυτό. Για παράδειγμα, η εξοδος θα ειναι συμφωνημενη/συντεταγμενη, με στηριξη από ευρωζώνη και ΕΚΤ, ωστε να στηριχθουν τα συναλλαγματικα αποθεματα του νεου νομισματος; Αυτή η συμφωνια για εξοδο δεν θα εχει μετρα; Θα αρνούμαστε για πάντα να το απαντήσουμε αυτό;

Αν δεν το καταφέρνουμε, αν μας κατακλύζει η αμηχανία είναι επειδή δεν ξέρουμε δύο πράγματα: τι θα είναι αυτό για το οποίο πρέπει να προετοιμάσουμε τον κόσμο, ποιες θα είναι δηλαδή οι συνέπειες και πως ένα κόμμα με τη χαλαρή (για τις ανάγκες της συγκυρίας) οργανωτική σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον κόσμο θα μπορέσει ξαφνικά να του απευθυνθεί τόσο πειστικά. Το ότι αυτοί που διαπραγματεύονται ξέρουν πως εν μέρει είναι στρατηγοί χωρίς μεγάλο στρατό πίσω τους. Από την άλλη, το να βασιζόμαστε σε ένα σχέδιο, της συντεταγμένης εξόδου, που προϋποθέτει και πάλι μια συμφωνία με τους εταίρους, για την ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος με το ευρώ -ένα σχέδιο προτεινόμενο από τον Σόιμπλε και τον Σουλτς για να ορθοποδήσει ο ελληνικός καπιταλισμός ως τέτοιος- και την ίδια στιγμή να βοηθάμε άθελά μας να εμπεδοθεί στην ελληνική κοινωνία μια ανάγνωση της σύγκρουσης ως "Έλληνες Vs Ξένοι" δεν συνιστά προσχώρησή μας στην αστική ιδεολογική ηγεμονία; Όχι επειδή το ευρώ είναι φετίχ, αλλά ακριβώς επειδή κανένα νόμισμα δεν είναι, επειδή κανένα νόμισμα δεν μπορεί να αλλάξει τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Όταν, λοιπόν, η κουβέντα πηγαίνει πρωτίστως εκεί, έχουμε ήδη μπει στο ιδεολογικό γήπεδο του αντιπάλου μας. Με άλλα λόγια: ναι, να διανοηθούμε ρήξεις κι εξόδους. Κι αν χρειαστεί, να τις πραγματοποιήσουμε. Αλλά αυτά έχουν προϋποθέσεις, πολιτικές και κοινωνικές. Δεν προσφέρονται για περήφανες ήττες.

Για την κάθε λύση, λοιπόν, τα βασικά κριτήρια δεν μπορεί παρά να είναι δύο. Το αν αυτή προσφέρει στο εσωτερικό πεδίο μια δυνατότητα για να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα είναι ουσιαστικές και συμβολικές και θα ανοίγουν έναν χώρο πάλης και νικών και αν δίνει στο εξωτερικό πεδίο μια πιο ευνοϊκή ή και απλώς λιγότερο προβληματική συνθήκη για τους συμμάχους μας. Για αυτό, κάθε συζήτηση που επικεντρώνεται στο ζήτημα του νομίσματος χωρίς να συζητάει πρωτίστως για τα πολιτικά μέτρα που θα δείχνουν την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης και δεν θα σχεδιάζει τις πολιτικές πρωτοβουλίες της Αριστεράς και των οργανωμένων δυνάμεων της εντός της κοινωνίας σε αυτή την κατεύθυνση, παίζει, ατυχώς και χωρίς να το θέλει, το παιχνίδι του αντιπάλου: συζητάει για την πολιτική μόνο "από τα πάνω"! Κάθε λύση, εντός ή εκτός ευρώ, πρέπει να δείχνει το πώς θα αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης εντός κι εκτός της χώρας. Κάθε λύση που δεν προτάσσει το να πληρώσουν (πολλά, πάρα πολλά) οι Έλληνες πλούσιοι και δεν τους στοχοποιεί, που δεν μας θυμίζει την ανάγκη μας να κάνουμε αντιπολίτευση στο κράτος και τις κληρονομημένες δομές και νοοτροπίες του ώστε εκτός από την κυβέρνηση να πάρουμε και την εξουσία, που δεν μιλάει για την ριζική αναδιανομή του πλούτου, για ένα Μνημόνιο για τους πλούσιους και δεν δημιουργεί πεδία πάλης για τους εργαζόμενους, αστοχεί ως προς τον βασικό μας στόχο: τον αντικαπιταλισμό. Και δεν το κάνει συνειδητά. Όχι, δεν θα χρεώσουμε εμείς τους συντρόφους μας με τέτοιες προθέσεις. Θα πούμε, όμως, πως αυτό γίνεται τελικώς, στην πράξη.

Έκτακτη εισφορά, πραγματικό χαράτσι στις μεγάλες περιουσίες, συλλογικές συμβάσεις και κατώτατος μισθός, κινήσεις που δημιουργούν πεδία πάλης για τους ανθρώπους και λαμπρύνουν το συμβολικό φορτίο της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και από "τα κάτω", αγώνας μας μέσα στην κοινωνία, για να ανοίγουμε δρόμους, για να τραβάμε την κυβέρνηση, για να πείθουμε τον κόσμο όλο και περισσότερο πως από τα χέρια του περνάνε τα πράγματα. Σε κάθε πλαίσιο. Αυτά είναι τα κρίσιμα. Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Μόνο η ταξική πάλη και η σύνδεση μας μέσω αυτής με τον κόσμο, τους πραγματικούς ανθρώπους, μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση. Γιατί η εξιδανίκευση της ρήξης μέσα στην Ευρώπη της Λεπέν παραείναι επικίνδυνη. Αυτά περί ετεροπροσδιορισμού των ερωτημάτων και των απαντήσεων. Γιατί αν οι σύντροφοι δεν θέλουν να τον εγκαταλείψουν, τότε δεν μπορούμε κι εμείς παρά να ρωτήσουμε: σε τι διαφέρει τώρα πια το σχέδιο τους από αυτό της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;