Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Όταν το ΚΚΕ αδειάζει το… ΚΚΕ



Στις εκλογές του 2007 μία από τις βασικές τακτικές του ΚΚΕ ήταν να καλεί τους ψηφοφόρους, ακόμη κι αν διαφωνούν με τις θέσεις του, να το ψηφίσουν αναγνωρίζοντας την σταθερότητα του. Το σλόγκαν ήταν ενδεικτικό: «Το ΚΚΕ δεν σου είπε ποτέ ψέματα». Πρόκειται για μια στάση εξαιρετικά συντηρητική και περιορισμένων πολιτικών προοπτικών, άρα απαράδεκτη για ένα κόμμα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μία πολιτική δύναμη που επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να έχει ως κύριο επιχείρημα τη σταθερότητα της (έτσι, γενικώς) ούτε να έχει ως βασικό στόχο την ψήφο των διαφωνούντων, χωρίς τη στοιχειώδη αλλαγή των συνειδήσεών τους. Αν κάποιος από τους αντιπάλους του ΚΚΕ εκφωνούσε μία τέτοια θέση, θα κατηγορούνταν αμέσως για καθαρό οπορτουνισμό.

Υπάρχει όμως και μια πραγματολογική διάσταση στο ζήτημα της περιβόητης σταθερότητας του ΚΚΕ. Πράγματι, όπως έλεγε και η διαφήμιση, «το ΚΚΕ δεν είπε ποτέ ψέματα». Απλώς, κατά καιρούς άλλαζε αλήθειες, δηλαδή θέσεις! Οι αλλαγές αυτές, ενίοτε ριζικές, δεν επισημαίνονται από τα στελέχη του. Είναι όμως αρκετές, τόσο σε αναλύσεις όσο και σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. Λογικό για μια ζωντανή συλλογικότητα, ασύμβατο όμως με την περίφημη ατσάλινη εικόνα του ΚΚΕ.

Στο επίπεδο της ανάλυσης, η πιο μεγάλη στροφή του ΚΚΕ ήταν στο ζήτημα της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης. Το ΚΚΕ υποστήριζε πάντα πως η ΕΣΣΔ κατέρρευσε λόγω της δράσης του Γκορμπατσόφ, που αποτελούσε πράκτορα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μέχρι που ξάφνου το 2009, στο 18ο συνέδριο του, το ΚΚΕ αναλύει εκ νέου τα γεγονότα και καταλήγει στο ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού είχε αρχίσει ήδη από τους διαδόχους του Στάλιν. Πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή, η οποία στον λόγο του ΚΚΕ δεν εμφανίζεται ως τέτοια.   

Σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής, η πιο μακρινή αλλαγή που μπορεί να θυμηθεί κανείς είναι αυτή σε σχέση με τον ΣΥΝ: Με ηγεσία Γκορμπατσόφ, γραμμή του ΚΚΕ είναι ο ενιαίος Συνασπισμός. Με την ανατροπή του Γκορμπατσόφ, γραμμή γίνεται η αποχώρηση από το σχήμα. Αλλά ας πάμε στα πιο πρόσφατα. Η γραμμή του ΚΚΕ για το εργατικό κίνημα και τις σχετικές συμμαχίες δεν είναι γραμμική και ενιαία, δεν είναι ίδια πριν και μετά τη δημιουργία του ΠΑΜΕ. Ενώ τη δεκαετία του ’80 αλλά και του ‘90 η στάση του κόμματος ήταν πιο ανοιχτή, η δημιουργία του ΠΑΜΕ σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια πολύ πιο σκληρή στάση άρνησης κάθε συνεργασίας και αντίληψης των κινημάτων πρωτίστως ως πεδίο κομματικής οικοδόμησης.

Άλλες επιμέρους αλλαγές και… κωλοτούμπες μπορεί κανείς να σταχυολογήσει πολύ εύκολα, απλώς ανασκοπώντας την πολιτική συγκυρία των τελευταίων χρόνων. Το 2005  πραγματοποιήθηκαν τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στην Ελλάδα το ΚΚΕ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα υπέρ του Ευρωσυντάγματος, προσφέροντας του έτσι μία επιπλέον ψευδονομιμοποίηση. Τρομακτική τυφλότητα ενός αριστερού κόμματος που δεν μπορεί να αναγνωρίσει μία τέτοια διαδικασία ως ευκαιρία για πολιτική ενημέρωση και δραστηριοποίηση του κόσμου. Όταν όμως στη Γαλλία άρχισε να διαφαίνεται η προοπτική της νίκης του «Όχι», το ΚΚΕ ξαφνικά το… γυρίζει και απαιτεί δημοψήφισμα! Την ίδια χρονιά ξεσπάνε στα προάστια του Παρισιού τα βίαια επεισόδια της εξέγερσης των μεταναστών. Το ΚΚΕ βλέπει με συμπάθεια τους εξεγερμένους και κατηγορεί τον Σαρκοζί πως, εστιάζοντας στο βίαιο χαρακτήρα των επεισοδίων, αποφεύγει την ανάληψη πολιτικών ευθυνών. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι του Ριζοσπάστη, όπως «η τυφλή βία δεν έχει τυφλά αίτια». Όταν οι ταραχές χτύπησαν και τη δική μας πόρτα τον Δεκέμβρη του 2008, το ΚΚΕ, θαρρείς και ήταν ένα άλλο κόμμα, περιορίστηκε στις καταγγελίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο και άφησε μόνο του να αναδεικνύει τη σχέση της βίας με την κοινωνική καταπίεση.

Το 2006, στο κίνημα για το άρθρο 16, η ΚΝΕ αρνούνταν πεισματικά να συμφωνήσει στις Γενικές Συνελεύσεις σε κοινά πλαίσια με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς. Τις κατηγορούσε πως τα πλαίσια τους ήταν λειψά και προδοτικά αφού δεν περιελάμβαναν όλα τα «σωστά» αιτήματα και πως «χωρούσαν» ακόμη και την ΠΑΣΠ, αφού τα στήριζε. Τέλος, δεν αποδεχόταν ως μορφή πάλης τις καταλήψεις. Μόλις όμως έχασε τις Γενικές Συνελεύσεις σε όλα τα ΑΕΙ της Ελλάδας, η ΚΝΕ μπήκε στα κοινά πλαίσια, δέχτηκε το περιεχόμενο τους και τα ψήφιζε μαζί με την ΠΑΣΠ!

Θα αναφέρουμε και τα πιο πρόσφατα δείγματα. Το καλοκαίρι του 2011 το ΚΚΕ άλλαξε τρεις φορές θέσεις για τους Αγανακτισμένους. Ξεκίνησε με μία δήλωση της Αλέκας Παπαρήγα που αναγνώριζε έναν πολιτικό χαρακτήρα στο κίνημα και το έβλεπε κριτικά μεν αλλά με διακριτική συμπάθεια και μια σχετική διάθεση προσέγγισης.  Λίγο αργότερα, όταν το κίνημα οξύνθηκε και το ΚΚΕ έμεινε απέξω, η γραμμή του έγινε πολύ πιο σκληρή και απολύτως απορριπτική για τους Αγανακτισμένους. 

Χαρακτηριστική είναι επίσης η στάση στο ζήτημα της Ευρώπης. Η πάγια θέση του ΚΚΕ μιλούσε για έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Σε συνέντευξη της τον Μάιο, η Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε όμως πως «η λύση έξω από το ευρώ και δραχμή στις παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική».  Ακολούθησαν άρθρα στελεχών του ΚΚΕ –ακόμη και σχετική καμπάνια με αφίσες– που ανασκεύαζαν την δήλωση της Παπαρήγα και επανέφεραν την προηγούμενη θέση του ΚΚΕ, χωρίς όμως να καταφέρνουν να κρύψουν τη μάχη γραμμών που αποκαλύφθηκε πως εξελίσσεται εντός του ΚΚΕ. Πρόσφατος είναι και ο χοντροκομμένος ελιγμός που αναγκάστηκε να κάνει το κόμμα για το «κίνημα της πατάτας», όπου μετά την πρώτη του σκληρή ανακοίνωση,  αναγκάστηκε να βγάλει δεύτερη πιο ήπια και να αποδώσει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η πρώτη σε διαστρέβλωσή της από τα ΜΜΕ.

Τέλος, η στάση του ΚΚΕ έναντι της Ακροδεξιάς έχει επίσης παλινωδίες. Μετά τις εκλογές του 2007 η Α. Παπαρήγα δήλωνε, ως αντιπαράθεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ που επέμενε να τονίζει το θέμα, πως δεν είναι σημαντικό το ότι μπήκαν στη Βουλή μερικοί βουλευτές του ΛΑΟΣ. Όταν όμως τα ποσοστά του ΛΑΟΣ αυξήθηκαν, το ΚΚΕ άρχισε να επιτίθεται στο κόμμα του Καρατζαφέρη, μιλώντας για επικίνδυνα φαινόμενα εθνικισμού. Σήμερα, εν όψει της ανόδου της Χρυσής Αυγής αλλάζει και πάλι στάση και υποβαθμίζει το φαινόμενο της  ακροδεξιάς κοινωνικής μετατόπισης και την ανάγκη για ιδιαίτερο αγώνα εναντίον των νεοναζί, καθησυχάζοντας τον κόσμο και αντιμετωπίζοντας την Χ.Α., με πρωτοφανή πολιτική τυφλότητα, απλώς ως έναν ακραίο χώρου που στη Βουλή θα γίνει συμβατικός, που «θα βάλει γραβάτες και θα κοινοβουλευτικοποιηθεί»!

Στο διά ταύτα λοιπόν: Όλα αυτά δεν καταγράφονται για να καταδείξουμε το ΚΚΕ ως ένα κόμμα αφερέγγυο, αλλά ως ένα κόμμα που μακράν απέχει της εικόνας που διαμορφώνει για τον εαυτό του και που αντιπαραβάλει με την αφερεγγυότητα των υπολοίπων ως στοιχείο που υποτίθεται ότι μπλοκάρει τη δυνατότητα συνεργασιών. Άρα, για να αφαιρέσουμε μία από τις δικαιολογίες με τις οποίες υποστηρίζεται η άρνηση των συμμαχιών. Κυρίως όμως, η καταγραφή γίνεται για έναν άλλο λόγο. Για να φανεί ότι αν τελικά, σε αυτή τη συγκυρία, η Αριστερά δεν καταφέρει να αγωνιστεί ενωμένη, κοινωνικά και πολιτικά, τότε όλες οι αναφορές και οι αναλύσεις σαν αυτή που παραθέτουμε, θα φαίνονται απλώς σαν μία σειρά μικρών ανούσιων συμβάντων και χαζών συγκρούσεων, με τα οποία κανείς δεν θα έχει νόημα να ασχολείται μπροστά στην εικόνα της κοινωνικής κατάπτωσης που θα έχει μπροστά του. Και τότε, όπως έγινε και με την πτώση του Υπαρκτού, ίσως κανείς δεν θα κοιτάξει ποια Αριστερά είχε τη σωστή και ποια τη λάθος γραμμή.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Τα άλογα και το κάρο


Όταν το κόμμα μας, πριν από αρκετά χρόνια, αποκόπηκε από το  όνειρο της κεντροαριστεράς, χρειάστηκε να διασαφηνίσει τη βάση στην οποία θα έθετε το ζήτημα της εξουσίας. Τρεις ήταν οι κύριες παραδοχές, ρητά και άρρητα. Πρώτον, ότι είναι άλλο πράγμα η κυβέρνηση και άλλο η εξουσία. Το ότι κατέχει κανείς την κυβέρνηση δεν σημαίνει πως διαθέτει και την πραγματική εξουσία, δηλαδή πως έχει στα χέρια του έναν κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και ιδεολογίας και μια κοινωνική δομή που του επιτρέπει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Δεύτερον, και ως εκ τούτου, ότι δεν δεχόμαστε πως αρκεί να πάρουμε την κυβέρνηση και εκ των υστέρων θα διαμορφώσουμε το σύστημα στα δικά μας μέτρα. Εντελώς χονδρικά, θα λέγαμε πως αυτή η αντίληψη καταλαβαίνει το κράτος ως ένα μονολιθικό εργαλείο άσκησης εξουσίας που όποιος το έχει στα χέρια του το κάνει ό,τι θέλει. Δεν είναι τυχαίο πως την άποψη αυτή μοιράζονται η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός.

Τρίτον, και για το θέμα μας πιο κρίσιμο από όλα. Λέγαμε ότι, δεδομένων των προηγούμενων, η Αριστερά θα πρέπει να χτίσει την άνοδο της προς την κυβέρνηση με τρόπο ώστε, όταν θα φτάσει εκεί, να έχει ήδη διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό τους όρους που θα της επιτρέψουν να ασκήσει την πολιτική της, δηλαδή να έχει αλλάξει σημαντικά τις συνειδήσεις ενός κρίσιμου μέρους του πληθυσμού και να έχει διαμορφώσει ένα δυναμικό που θα προστατεύσει και θα επιβάλει την πολιτική της. Ρόλο στη διαμόρφωση αυτή της άποψης έπαιξαν και οι εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής, με την προσπάθεια ανατροπής του Τσάβες και την περίπτωση της Βολιβίας, όπου κατ’ ουσίαν ένα κίνημα έγινε κυβέρνηση. Ο τρόπος με τον οποίο όλο αυτό το σχήμα των τριών παραδοχών αποκρυσταλλωνόταν ήταν ο εξής απλός: η Αριστερά, για να έρθει στην κυβέρνηση και να μπορέσει να δράσει ως Αριστερά, άρα να πάρει και την πραγματική εξουσία, θα πρέπει να έχει μια υψηλού βαθμού οργανωμένη πολιτική παρέμβαση στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους. Η αύξηση της πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής της Αριστεράς θα πηγαίνει χέρι χέρι με την αύξηση αυτής της παρέμβασης. Επομένως, για να πάρουμε την κυβέρνηση θα έπρεπε πρώτα να έχουμε κερδίσει την πλειοψηφία σε καμιά εικοσαριά εργατικά σωματεία, δέκα συνδικάτα και πέντε ομοσπονδίες.

Αυτό το σχέδιο δεν ήταν λάθος. Με τα δεδομένα που είχαμε, ο υπολογισμός ήταν λογικός. Απλώς, έπεσε θύμα της πανουργίας της Ιστορίας. Πιστεύαμε πως η άνοδος της Αριστεράς στην κυβέρνηση θα συνέβαινε μέσα σε μια κινηματική έκρηξη. Δεν φανταζόμασταν όμως αυτή την έκρηξη ούτε να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες κρίσης, ούτε να είναι κάτι σαν τις «πλατείες». Η έκρηξη ήρθε, αλλά δεν ήταν η συνισταμένη –όπως υπολογίζαμε– της δικής μας σταθερής και ευρείας παρέμβασης στην κοινωνία και ειδικά στους χώρους δουλειάς, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και αυτά.Έχουμε λοιπόν κάτι σαν σχήμα πρωθύστερο. Η πολιτική μας δυναμική έχει αυξηθεί αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Για λίγο, το κάρο έχει μπει μπροστά από τα άλογα. Αλλά δεν μπορεί να περπατάει έτσι για πολύ. Δική μας δουλειά είναι τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε τώρα και αναδρομικά αυτές τις κοινωνικές αναφορές και τις οργανωτικές σχέσεις των ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση –τη σωματική δηλαδή– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή μας με τον κόσμο, που έχουμε πια τα ίδια προβλήματα να λύσουμε.

Καταλάβαμε λοιπόν το πρώτο λάθος: η τεράστια κοινωνική δικτύωση δεν ήταν τελικά απαραίτητη για την κυβέρνηση. Η κρίση τα έφερε έτσι ώστε να την αγγίξουμε. Παραμένει όμως απαραίτητη για την εξουσία, για να μπορεί η Αριστερά να κυβερνά πραγματικά ως Αριστερά, για να μπορεί να συνομιλεί με τον κόσμο απευθείας. Ας καταλάβουμε λοιπόν και το δεύτερο λάθος. Αυτού του τύπου η κοινωνική δικτύωση δεν πρέπει, σώνει και ντε, να είναι του παλαιού τύπου: σωματείο, συνδικάτο, φοιτητικός σύλλογος με την κλασική τους λειτουργία. Ίσως πρέπει να δοκιμάσουμε, πλέον, αυτές οι δομές –τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να διατηρήσουμε– να καλύψουν και τις νέες ανάγκες, και όχι μόνο αυτές της εποχής που φτιάχτηκαν. Και οι νέες ανάγκες είναι της «υποβοηθούμενης αυτοοργάνωσης». «Αυτοοργάνωση», τόσο διότι λόγω της κρίσης οι άνθρωποι πρέπει να συντονιστούν για να τη βγάλουν καθαρή, όσο και διότι η δική μας Αριστερά, από θέση αρχής, δεν καταλαβαίνει τον εαυτό της ως ένα κοινωνικό διευθυντήριο και την κοινωνία ως ένα κουρδισμένο σώμα, αλλά ως ένα σώμα που βουλεύεται και αποφασίζει. Αλλά και «υποβοηθούμενη», διότι η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μας επιτρέπει να κάνουμε ακόμη πιο ορατές αυτές τις πρωτοβουλίες, ενδεχομένως και να επιβάλουμε την ενίσχυση του κράτους προς αυτές.

Οι παραπάνω δράσεις θα πρέπει να αποτελούν μια προεπισκόπηση, όσο αυτό είναι εφικτό, του τι θα έκανε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, σε σχέση με τις πρωτοβουλίες των πολιτών και πώς θα τους δίδασκε, μαθαίνοντας ταυτόχρονα και η ίδια, να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια από τις βασικότερες δομές που έφεραν το 1917 τους μπολσεβίκους στην εξουσία με ένα –τελικά– πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγμα, ήταν οι εργοστασιακές επιτροπές. Αλλά ούτε και πως αυτές ξεπατώθηκαν, λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας (δηλαδή επί Λένιν και όχι επί Στάλιν), εκκινώντας  τη γραφειοκρατικοποίηση του καθεστώτος.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να θεσμοποιεί, να οργανώνει και να αναπτύσσει αυτές τις δομές αυτοοργάνωσης και — εξίσου σημαντικό!– να μπολιάζει με τη λογική τους τις «παραδοσιακές» δομές. Δηλαδή, να βοηθάει τα συνδικάτα, τα σωματεία και τους φοιτητικούς συλλόγους, ώστε, πέρα από χώροι διεκδίκησης κλαδικών αιτημάτων, να εξελίσσονται και σε χώρο συνάντησης και συντονισμού των διαδικασιών κοινωνικής αλληλεγγύης, της συνάντησης κράτους και κοινωνικού εθελοντισμού. Για παράδειγμα, το σωματείο εργαζομένων ενός νοσοκομείου μπορεί να είναι ο χώρος που συνεχίζει να διεκδικεί καλύτερους μισθούς και, την ίδια στιγμή, να  οργανώνει το πρόγραμμα με το οποίο οι γιατροί μια φορά την εβδομάδα θα παρέχουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους σε κάποιο κατάλυμα αστέγων ή σε μια υποβαθμισμένη αστική περιοχή. Η διεκδίκηση και η επιβολή καινοτομιών όπως του Συμμετοχικού Προϋπολογισμού (και γενικά δομών κοινωνικής διαβούλευσης) μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό έναυσμα για να ενταχθούν οι πολίτες σε μια ουσιωδώς πολιτική διεργασία, ώστε να δοθεί ένα πολύ ισχυρό δείγμα του τι εννοούμε όταν λέμε πως θέλουμε να πάρουμε την κυβέρνηση για να επιστρέψει η εξουσία εκεί από όπου πηγάζει, στο λαό.

Κάποια από τα παραπάνω μοιάζουν, επί της αρχής, αντιφατικά: Διεκδίκηση καλύτερων μισθών και ταυτόχρονα εθελοντική, δηλαδή απλήρωτη, εργασία; Αυτό όμως, αν μπορέσουμε να το πετύχουμε, θα αποτελέσει μια δύναμη με μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο, μια άφθαρτη πολιτική δύναμη, με τα πρόσωπά της, που μπορούν να πείσουν πως είναι εδώ για να βοηθήσουν την κοινωνία να σταθεί όρθια. Για να γίνουν αργότερα μια κυβέρνηση που έρχεται μέσα από τους αγώνες της κοινωνίας και πείθει πως προσπαθεί για το καλύτερο, μαζί με τον κόσμο. Και αυτή είναι μια από τις βασικές καθοδηγητικές γραμμές για την ίδρυση του νέου μας κόμματος, του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ: Η δημιουργία ενός κόμματος με δομές και πολιτική πλατφόρμα που να του επιτρέπουν να λειτουργεί ως ένα πολιτικό εργαλείο που να υλοποιεί τα παραπάνω. Με μια όμως κρίσιμη επισήμανση: το Κόμμα δεν είναι το άθροισμα των επιμέρους κινημάτων, ούτε των επιμέρους αιτημάτων. Δεν είναι ο συλλογικός ακτιβιστής, αλλά ο συλλογικός διανοούμενος. Έτσι,  το βασικό του πλεονέκτημα, έναντι άλλων μορφών συλλογική οργάνωσης, είναι ότι μπορεί να παίρνει πολλές επιμέρους οπτικές, ανάγκες, συμφέροντα, να τα ιεραρχεί και να τα συνθέτει σε ένα πολιτικό σχέδιο, σε ένα πολιτικό και κυβερνητικό πρόγραμμα.

Ο ρόλος των κινημάτων είναι σαφής: η προώθηση των αιτημάτων και η κινητοποίηση της κοινωνίας. Ο ρόλος του κόμματος όμως είναι πιο σύνθετος: η θεσμική ολοκλήρωση και η αναβάθμιση αυτής της κινητοποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Είναι κάτι πιο πέρα από τους καλούς κινηματικούς αυτοματισμούς μας. Είναι αυτό που μας ζητάει ο κόσμος, άμεσα, και που δεν μπορούμε να το απορρίψουμε ως ανυπόμονο αίτημα ενός πολιτικά ανώριμου σώματος. Και, ευτυχώς, δεν το κάνουμε!

Σύνοδος Κορυφής: Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα;


Η δημόσια συζήτηση για το αποτέλεσμα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, στράφηκε κυρίως γύρω από το αν αποτελούσε πράγματι ήττα της Μέρκελ, όπως επέμεναν τα μεγάλα ΜΜΕ, ή αν δεν προκάλεσε σοβαρές αλλαγές στην ασκούμενη πολιτική. Στη σκέψη όμως κάποιων αριστερών υπάρχει ίσως ένα ακόμη ερώτημα: Θα μας συνέφερε, ως Αριστερά, σε αυτή τη συγκυρία να θεωρηθεί η εξέλιξη ως υποχώρηση της Μέρκελ;

Καταρχάς, η ερώτηση θα είχε ένα κάποιο νόημα αν κάτι τέτοιο ήταν αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης της ελληνικής πλευράς. Από τη στιγμή όμως που αυτό δεν ίσχυσε, και αφού τα όσα κέρδισαν η Ισπανία και η Ιταλία δεν τα απολαμβάνει και η Ελλάδα, τότε καμία πολιτική υπεραξία δεν μπορεί να εισπραχθεί από την κυβέρνηση. Ας πούμε όμως, έτσι, σαν άσκηση, πως μια ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται και κερδίζει κάτι για τη χώρα. Αυτή η νίκη της κυβέρνησης, θα συνιστά ήττα για την Αριστερά; Εν πολλοίς, μια τέτοια κουβέντα γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου. Μία μνημονιακή κυβέρνηση, δεμένη σφιχτά με ιδεολογικούς δογματισμούς και συμφέροντα, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει καμία δομική αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών. Όμως, μήπως κάποιο μικρό κέρδος, που θα παρουσιαστεί από τα ΜΜΕ ως μεγάλη επιτυχία, θα μπορέσει να ξεγελάσει τον κόσμο και να μειώσει τον ριζοσπαστισμό του; Εδώ, ας θυμίσουμε ότι όταν τα κανάλια προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ως τεράστια επιτυχία του Γιώργου Παπανδρέου, οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου πήραν τη σκυτάλη της οργής από τις μεγάλες απεργίες και σε λίγο καιρό ο ίδιος ο Παπανδρέου ήταν παρελθόν. Επίσης, ας έχουμε κατά νου πως δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεγελαστεί ο κόσμος, όταν ζει όπως τώρα. Αν η ανεργία δεν απαντηθεί είτε με δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, είτε με κοινωνικές πολιτικές, το κλίμα δεν είναι εύκολο να αλλάξει.

Έχουμε λοιπόν ένα από τα πιο παλιά ερωτήματα που αντιμετώπισε η Αριστερά: Όσο χειρότερο για τον κόσμο, τόσο καλύτερα για την ίδια; Δεν θα πω πολλά εδώ εναντίον αυτής της άποψης. Μόνο ότι πρώτον, η ήττα δεν γεννά από μόνη της ριζοσπαστισμό, αλλά, συνήθως, κατάθλιψη και αναχωρητισμό, δεύτερον ότι ο ριζοσπαστισμός δεν είναι πάντα αριστερόστροφος αλλά υπάρχει και ο δεξιόστροφος. Η αλήθεια είναι πως το «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φάνηκε να επιβεβαιώνεται μέσα από την σημερινή άνοδο της Αριστεράς στις συνθήκες της κρίσης και από τον καταποντισμό της στις συνθήκες της καταναλωτικής ευφορίας της δεκαετίας του '90. Αυτή όμως είναι μόνο η μεγάλη εικόνα. Μια πιο κοντινή ματιά στην Ιστορία μας λέει αμέσως πως τη δεκαετία του '90 η Αριστερά δεν υποχώρησε επειδή ο κόσμος κατανάλωνε, αλλά επειδή είχαν μόλις διαλυθεί τα καθεστώτα του Υπαρκτού. Ακόμη, τη δεκαετία του '60, επίσης περίοδο καπιταλιστικής άνθησης, τα κοινωνικά ριζοσπαστικά κινήματα δεν υποχώρησαν, αλλά αντιθέτως σημείωσαν έκρηξη. Τέλος, η κρίση έχει χτυπήσει και άλλες χώρες, όπου όμως η δύναμη της Αριστεράς μειώθηκε, όπως η Πορτογαλία ή αυξήθηκε σημαντικά αλλά όχι θεαματικά, όπως η Ισπανία.

Επομένως, ο κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω είναι η δράση της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν, καμία συνθήκη δεν οδηγεί από μόνη της πουθενά και κάποιος άλλος θα βρεθεί για να καλύψει το κενό. Θα πει κανείς πως αυτό δεν το αμφισβητείται πλέον και κανένας δεν υποστηρίζει πως οι κακουχίες οξύνουν αμφίπλευρα την ταξική πάλη και ριζοσπαστικοποιούν αυτομάτως τις συνειδήσεις. Μήπως όμως αυτό που τελικά αποδεικνύεται είναι πως η κρίση, το «όσο χειρότερα» που λέγαμε, χωρίς να είναι μονόδρομος για την άνοδο της Αριστεράς, δημιουργεί προϋποθέσεις που (αν συνδυαστούν με τη δράση μας) μπορούν να μεγαλώσουν την κοινωνική επιρροή της; Ας είναι έτσι λοιπόν. Και πάλι όμως, εδώ θα συμφωνήσουμε στο εξής: Πως για να έχει συνέχεια αυτή η αύξηση της επιρροής, χρειάζονται νίκες, ακόμη κι αν δεν έχουν ως άμεσο φορέα την Αριστερά. Αλλιώς, η απογοήτευση που θα σκορπιστεί θα οδηγήσει τον κόσμο στην αναζήτηση άλλων λύσεων. Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες νίκες, ακόμη και αν επιχειρείται να παρουσιαστούν ως επιτυχίες άλλων και όχι του λαού (αλλά εδώ είναι και ο ρόλος μας, στο να πείσουμε για το αντίθετο), τονώνουν την αυτοπεποίθηση του κόσμου, και μπορούν να το οδηγήσουν στην κλιμάκωση του αγώνα του.

Αυτό λοιπόν που μας φταίει, είναι η συνέχιση της ήττας και αυτοί που την προκαλούν και όχι κάποια μικρή, και εν δυνάμει αποπροσανατολιστική, νίκη. Πόσο μάλλον, αν αυτή η νίκη παρουσιαστεί από εμάς ως αυτό που πραγματικά είναι, ως ένα αποτέλεσμα της πίεσης και του φόβου που προκάλεσε το μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν τονίζουμε το πόσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι αυτή η νίκη, αν δημιουργηθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι αντιφατικό, αλλά αληθινό και για αυτό αξίζει να ειπωθεί έτσι: Ας μην φοβόμαστε να νικήσουμε!