Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Μια λάμψη από αντιφάσεις

https://tvxs.gr/news/blogarontas/mia-lampsi-apo-antifaseis


Με το πέρασμα ενός μήνα, πια, από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη και με την απότομη αποκλιμάκωση, μέχρι και εξαφάνιση, της συζήτησης για την παρουσία του στην ιστορία, γράφω λίγα πράγματα για την προσωπική και συλλογική διαχείριση ενός ιστορικού μεγέθους, όπως ήταν αυτός. Μάλλον, για τη προσπάθεια διαχείρισής του. Για τον τρόπο που ο Θεοδωράκης πάντα εισέβαλε στη ζωή και στη σκέψη μας.

Ήταν Ιούνιος. Και στη Θεσσαλονίκη Θα γίνονταν το βράδυ τα εγκαίνια του Θεάτρου Γης. Το θέατρο είχε δημιουργηθεί σε ένα παλιό νταμάρι. Έναν χώρο εκτελέσεων από τους Ναζί. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα ήταν μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη με την Μαρία Φαραντούρη, με το Άξιον Εστί και τις Μικρές Κυκλάδες. Εγώ ημουν στη Β' λυκειου. Την επόμενη μέρα έδινα μαθηματικά. Η μητέρα μου αποφάσισε να παμε στη συναυλία. "Έτσι κι αλλιώς δεν θα γράψει!", είπε στον πατέρα μου που δυστρόπησε. Δεν ήθελε να χάσω αυτήν την ευκαιρία.

Ο Θεοδωράκης ήταν για εμένα η πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Ήταν η συναυλία στην πτώση της Χούντας που έβλεπα τα καλοκαίρια στην ΕΡΤ, στην επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Ήταν η μουσική του Ζ που ένα άλλο βράδυ καλοκαιριού, ενώ πάλι είχα εξετάσεις, ο πατέρας μου μπήκε στο δωμάτιο μου και μου είπε να αφήσω τα βιβλία και να έρθω να δω την ταινία μαζί του. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν η ιστορία του πατέρα μου, οι αγώνες της γενιάς του, οι Λαμπράκηδες. Και εκείνο το βράδυ εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Να διευθύνει με το γνωστό του νεύρο. Και στο τέλος πήρε το μικρόφωνο και είπε "Σιγά μην έχανα την ευκαιρία να τραγουδήσω μαζί σας". Και είπαμε όλοι μαζί το "Ειμαστε δυο, είμαστε τρεις". Κι εγώ, για λίγο, πολύ λίγο, έζησα κάτι από τη Μεταπολίτευση.

Είδα από τότε κι άλλες φορές τον Θεοδωράκη. Στο Θέατρο Δάσους, το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου να δηλώνει συγκλονισμένος από όσα είχαν γίνει. Στο Σύνταγμα, σε μια μεγάλη συναυλία υπέρ της Παλαιστίνης στις μέρες μιας μεγάλης επίθεσης Ισραήλ να απαγγέλει δύο στίχους του Γεωργουσόπουλου. "Να το πιστέψω πως μες στο τανκ, είναι το εγγόνι της Άννα Φρανκ;". Μια συναυλία, μάλιστα, που ταίριαζε πολύ στον ενωτικό ρόλο που διεκδικούσε ο Μίκης, γιατί την είχαν συνδιοργανώσει οι πάντες! Η Παλαιστινιακή Παροικία, η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, οι πολιτικές νεολαίες όλων των κομμάτων μαζί (Ν. ΠΑΣΟΚ, ΚΝΕ, Ν. ΣΥΝ, ΟΝΝΕΔ, Ν. ΔΗΚΚΙ), η ΠΟΕΣΥ, η ΕΣΗΕΑ και πολλοί δήμοι της Αθήνας. Αλλά καμία φορά δεν είναι σαν εκείνη, την πρώτη που τον είχα δει. Και η συγκίνηση εκείνη, η συγκίνηση της κάθε φοράς που ακούω την μουσική του και φέρνω στο νου τα γεγονότα, τους αγώνες με τα οποία συνδέεται είναι ένα από τα πολλά που για πάντα θα χρωστάω στους γονείς μου.

Όμως, τον Θεοδωράκη τον είδα, τον είδαμε όλοι μας, και μια φορά ακόμη. Στην συγκέντρωση για το Μακεδονικό, στο Σύνταγμα. Ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Περιφρουρούμενο από φασίστες που του φώναζαν «Μίκη αλλάζεις την ιστορία», από Κασιδιαραίους που τον καλωσόριζαν πίσω στο σπίτι του, ως πρώην μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά. Χυδαιότητες, λαθροχειρίες και πηχτές καθαρές βλακείες χόρεψαν εκείνη τη μέρα γύρω από τον Θεοδωράκη. Και τους έδωσε ο ίδιος το δικαίωμα να το κάνουν. Και υπεράνω κριτικής δεν είναι κανένας. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Σύμφωνοι. Μπορούν, όμως, και να τα διαγράφουν;

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης, σε ένα ταξίδι του στην Κούβα τριγυρνούσε με τον Τσε Γκεβαρα. Παντού τριγύρω υπήρχε το σύνθημα "Πατρίδα ή θάνατος". Κάποια στιγμή, περνώντας έξω από ένα σφαγείο, είδε το σύνθημα γραμμένο κι εκεί. Γύρισε, τότε, και είπε στον Τσε:


«Αγαπητέ σύντροφε, εδώ κοροϊδεύετε τα ζώα».

«Γιατί;» απόρησε ο Τσε. Κι ο Μίκης συμπλήρωσε:

«Ε, μα τι πατρίδα ή θάνατος; Εδώ δεν υπάρχει επιλογή για τα ζώα, μόνο θάνατος!». Κι ο Τσε γελούσε.


Τι να πεις, λοιπόν; Τι να πεις για έναν άνθρωπο που μπορούσε να κάνει αστειάκια με τον Τσε Γκεβαρα, να σηκώνει το τηλέφωνο και να παίρνει τον Φιντέλ Κάστρο κι όποιον άλλο ηγέτη ήθελε. Έναν άνθρωπο που είναι αυτό που οι αμερικανοί λένε "bigger than life". Και πώς να του κάνεις κριτική για τις ανορθογραφίες του; Ο Θεοδωράκης είχε περάσει πια στην ιστορία πολύ πριν πεθάνει. Και το ήξερε. Κι αυτό, ίσως, επηρέασε και τις κινήσεις του. Αλλά την ιστορία, πριν την κριτικάρουμε, πρέπει πρωτίστως να την ερμηνεύσουμε. Να δούμε περιόδους, συγκυρίες, μικρές και μεγάλες στιγμές. Όχι για να συγχωρέσουμε, για να ξεχάσουμε, να δικαιολογήσουμε. Αλλά ούτε και για να τιμωρήσουμε. Δεν χρειάζεται πάντα να κουνάμε το δάχτυλο στην ιστορία και στα πρόσωπα. Ακόμη κι αν έχουμε εν μέρει δίκιο.

Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης στην προσπάθειά του να ενώσει την Ελλάδα, ίσως να έγινε ο ίδιος σαν την Ελλάδα. Μια λάμψη από αντιφάσεις. Όπως η Ελλάδα που στις καλύτερες στιγμές της νιώθεις περήφανος κι ευλογημένος που την ζεις. Και τις χειρότερες δεν το πιστεύεις ότι τις ζεις.

Η Ελλάδα που εμείς μπορεί να της σούρνουμε τα μύρια όσα, αλλά όταν το κάνει άλλος ανταριαζόμαστε και του το κόβουμε. Η Ελλάδα που μας απωθεί και που την διεκδικούμε κάθε στιγμή. Και έτσι, ο Θεοδωράκης, με τις αντιφάσεις και τις βαθιές χαράδρες που "δικαιολογείται" να έχει ένα ψηλό βουνό, διάβηκε μέρη πολλά, αλλά έκανε στο τέλος έναν εντυπωσιακό κύκλο. Όχι τόσο επειδή ζήτησε να τελειώσει τη ζωή του "σαν κομμουνιστής".

Αλλά κυρίως επειδή ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του πως "Πολέμησε τον Δεκέμβρη". Όμως, ο Δεκέμβρης του '44, τα Δεκεμβριανά, δεν ήταν η Εθνική Αντίσταση. Ήταν η σύγκρουση του ΕΑΜ με τους Άγγλους, την κυβέρνηση και τους συνεργάτες των Ναζί που τους έβγαλαν από το Γουδή και τους έδωσαν όπλα για να χτυπήσουν αυτούς που λίγο πριν είχαν πετάξει από το κορμί της Ελλάδας τη σβάστικα. Ήταν το πρελούδιο του Εμφυλίου. Και αυτό είναι μια σπουδαία δήλωση. Είναι μια κατάφαση σε μια συγκρουσιακή ενότητα, όχι σε μια ενότητα άκαπνη και αφελή. Στο τέλος της ζωής του ο Θεοδωράκης θύμισε πως η ενότητα δεν έρχεται με την επίκλησή της. Και πως ο διχασμός δεν είναι πάντα για κακό. Γιατί μακροπρόθεσμα μπορεί να φέρει τις ισορροπίες της νέας ενότητας.

Βόλεψε πολλούς που η τελευταία πολιτική παρέμβαση του Θεοδωράκη ήταν για το Μακεδονικό. Τους βοήθησε να "ξεχάσουν" την προτελευταία. Που ήταν ενάντια στα Μνημόνια. Ήταν η παρουσία του στο Σύνταγμα, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Όταν έφαγαν μαζί μας, δίπλα μας, τα χημικά. Εμείς, αυτό δεν το ξεχνάμε. Εμείς, ας θυμίζουμε για πάντα πως όχι μόνο η Χούντα, αλλά και η "κοινοβουλευτική δημοκρατία" της Δεξιάς φυλάκισε, εξόρισε, βασάνισε τον Μίκη Θεοδωράκη και απαγόρευσε την μετάδοση των τραγουδιών του. Να το θυμίζουμε ακριβώς για να συγκρουόμαστε. Να συγκρουόμαστε με την παλιά ψευδεπίγραφη βρώμικη ενότητα των νικητών του Εμφυλίου. Για να φέρουμε μια νέα ενότητα, με μία νέα ποιότητα. Αληθινή, συνειδητή, καθαρή. Δημοκρατική. Όσο εφικτή είναι.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Τι δουλειές θα έχουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ.;

https://www.avgi.gr/politiki/397378_ti-doyleies-tha-ehoyme-me-ton-syriza-ps

Κανείς δεν ξεκινάει να περπατάει προς ένα μέρος αν δεν ξέρει τι θα βρει εκεί. Έστω, στο περίπου. Αυτό ισχύει και για την πολιτική. Είναι το περίφημο «συμβόλαιο με τον λαό», που μπορεί ως όρο να το κατοχύρωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι που κάνει κάθε κόμμα που διεκδικεί την εξουσία. Αυτό το εκάστοτε «συμβόλαιο» περιλαμβάνει μια ερμηνεία του παρόντος και μια εικόνα του μέλλοντος.

Τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη; Ζούμε στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, την οποία έφτιαξε το ΠΑΣΟΚ. Τώρα πρέπει να πάμε σε ένα νέο μοντέλο, με ιδιωτικοποιήσεις, με εργασιακή ευελιξία και άλλα τέτοια. Αλλά σας υπόσχομαι πως στην Ελλάδα που θα φτιάξω, αν έχετε σπουδάσει τα κατάλληλα αντικείμενα -οικονομικά, χρηματοπιστωτικά, πληροφορική και άλλα που συνδέονται με το νέο οικονομικό μοντέλο που θα φέρω-, θα βγάλετε πολλά λεφτά. Τι καταλάβαινε ο κόσμος; Γίνε, παιδί μου, χρηματιστής - διαφημιστής - μάνατζερ και θα ζήσεις καλά.

Τι έλεγε το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου; «Λεφτά υπάρχουν, αλλά είναι σε λάθος τσέπες» και «θα γίνουμε μια Δανία του Νότου». Τι καταλάβαινε ο κόσμος; Ότι θα έχουμε διαφάνεια, ότι θα φτιάξουμε ένα αποτελεσματικό κράτος και ότι θα δουλέψουμε με τα σύγχρονα εργαλεία, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Άρα όσοι έχουν σπουδάσει κάτι σχετικό με αυτά που χαρακτηρίζουν το σκανδιναβικό μοντέλο ανάπτυξης -μηχανικοί, πληροφορικάριοι, περιβαλλοντολόγοι κ.λπ.- θα έχουν δουλειές.

Τι είπε η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019; Θα συνεχίσετε να κάνετε ό,τι κάνατε, μικρομεσαίοι - μεσαίοι - αυτοαπασχολούμενοι, στο ίδιο μοντέλο, αλλά θα σας δώσω λιγότερους φόρους, πολύ λιγότερους ελέγχους και πολύ περισσότερη αστυνομία για να μην κλείνουν οι δρόμοι. Κι έτσι, ακόμη κι αν πολλοί κατάλαβαν πως ο Μητσοτάκης θα βοηθήσει πιο πολύ τους μεγάλους επιχειρηματίες, πίστεψαν πως μαζί με αυτούς θα επωφεληθούν αρκετά και οι ίδιοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. σήμερα τι λέει; Ποια εικόνα του μέλλοντος περιγράφει και με ποιες λέξεις - κλειδιά;

Διαβάζοντας κάποιος το κεφάλαιο για την οικονομία από την Προγραμματική Συνδιάσκεψη του κόμματος τον περασμένο Ιούλιο και ακούγοντας την ομιλία του προέδρου του στη ΔΕΘ, καταλαβαίνει πως το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. διαπνέεται από την ιδέα του να σβήσει τις αδικίες και να μειώσει τις ανισότητες. Όμως, σε αυτήν την εικόνα του μέλλοντος υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα. Ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να φέρει; Πού θα βασίζεται αυτό το δίκαιο και εξισωτικό μοντέλο ζωής; Στο αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα; Στον τουρισμό; Στη μεταβιομηχανία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης; Στην παροχή υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης;

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ., ως κυβέρνηση, θα στέλνει την Επιθεώρηση Εργασίας για να κάνει ελέγχους, αυτό το ξέρουμε. Αλλά σε ποιες δουλειές θα τη στέλνει; Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν έχει φτιάξει τις λέξεις - κλειδιά για το παραγωγικό μοντέλο του. Και αυτό δεν οφείλεται σε επικοινωνιακή αδυναμία. Αλλά σε πολιτική. Επειδή, στην πραγματικότητα, αυτό το μοντέλο δεν το έχει διαμορφώσει ακόμη όσο του χρειάζεται. Γι' αυτό και δεν μπορεί να υποσχεθεί κάτι πιασάρικο, όπως η «Δανία του Νότου».

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. κατήγγειλε την επιλογή της κυβέρνησης να αφήσει εκτός πανεπιστημίων διπλάσιους νέους από πέρσι. Κατά τη γνώμη μου, το να γίνουν αυτοί οι νέοι πελατεία για τα κολέγια είναι ο δευτερεύων στόχος της Ν.Δ. Ο πρωτεύων είναι να μην έχουν αυτοί οι νέοι απαιτήσεις από τη ζωή τους και από την κυβέρνηση. Να ρίξουν τον πήχη τους και να ενταχθούν, χωρίς πολλά - πολλά, στη ζωή που ετοιμάζει γι' αυτούς η Ν.Δ. Της χαμηλής αμοιβής και της ελαστικής εργασίας σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης.

Αλλά αυτό συνιστά σχέδιο. Είναι το σχέδιο της προσαρμογής μας στο παραγωγικό μοντέλο της Ν.Δ. Και το ανέδειξε, μαζί με το σχετικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ., ένας από τους πιο δημοφιλείς stand up κωμικούς, ο Δημήτρης Χριστοφορίδης. Σε ένα ποστ στο Facebook, ο Χριστοφορίδης γράφει:


«Η Ν.Δ., με την αδιανόητα ταξική πολιτική της, φαίνεται να λύνει βιαίως πολλά θέματα. Αρχικώς βγάζει από την αγορά εργασίας πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, πραγματικά, όποια σχολή και να τελείωνες, ήταν το χαρτί σου για πέταμα εκτός και αν ήσουν για διορισμό στο Δημόσιο, που και αυτό με το ζόρι, δάσκαλος π.χ. Κατά τα άλλα, τελείωνες ας πούμε πολιτικός μηχανικός και το μόνο που έκανες είναι να νομιμοποιείς ημιυπαίθριους -δηλαδή ατελείωτη χαρτούρα-, τελείωνες δικηγόρος και δούλευες σε κάνα γραφείο με 300 ευρώ και τα ΤΕΙ έβγαζαν πωλητές. [...] Γι’ αυτό οι πιο πολλοί έφευγαν έξω ακόμα και πριν από τα Μνημόνια. Η Ν.Δ. σου λέει ξεκάθαρα: Δεν έχω την πολυτέλεια να σας βγάζω όλους, πηγαίνετε σε κολέγια γιατί για τις δουλειές που παίζουν αρκεί το χαρτί από ΙΕΚ. Όταν σκάσουν επενδύσεις και παίξουν δουλειές που να χρειάζονται βαριά πτυχία, τα λέμε πάλι».
Και προσθέτει πως γι' αυτό «...είναι μια καλή στιγμή εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξουμε μια καλή κουβέντα για το τι Παιδεία θέλουμε», αφού «η κοινωνία πια έχει αλλάξει και πρέπει να βρούμε σύγχρονους τρόπους να μειώσουμε τις αντιθέσεις που θα φέρει μοιραία η απάνθρωπη για τα εργατικά στρώματα πολιτική της Ν.Δ.».


Με δυο λόγια, αν ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν παρουσιάσει ένα σαφές μοντέλο, στο οποίο οι νέοι επιστήμονες θα αξιοποιούνται, τότε, ακόμη κι αν ως κυβέρνηση καταργήσει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, μπορεί στο τέλος απλώς να αφήσει να εκπαιδεύεται στο πανεπιστήμιο μία ακόμη γενιά που θα ζήσει στο φάσμα ανεργία - ετεροαπασχόληση - μετανάστευση. Για να μην γίνει αυτό, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να ξεκαθαρίσει το μοντέλο που θέλει να ακολουθήσει. Να αποκρυσταλλώσει το παραγωγικό όραμά του και να το δώσει, με λέξεις - κλειδιά, να το καταλάβει ο κόσμος. Να καταλάβουν οι άνθρωποι τι θα πρέπει να μάθουν να κάνουν αυτοί και τα παιδιά τους για να έχουν ζωή και δουλειά στην Ελλάδα που θέλει να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. Τι θα πρέπει να σπουδάσουν, σε τι θα πρέπει να εκπαιδευτούν, τι δουλειές θα υπάρχουν. Όχι μόνο για μια ελίτ. Για όλους. Δηλαδή σε ποιον κόσμο τους καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. να ζήσουν. Για να ξεκινήσουν να περπατάνε προς τα εκεί.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

«Τα Κοινά της Παιδείας» στην κρίση των πολιτών

https://www.avgi.gr/politiki/395671_ta-koina-tis-paideias-stin-krisi-ton-politon

Να ξεκινήσουμε με τα βασικά. Το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ναρκοθετημένο τουλάχιστον από τρεις μεριές. Από την ασφυκτική επιτροπεία των θεσμών, από την κυβερνητική απειρία των στελεχών του κόμματος και από τη στάση ενός σημαντικού τμήματος των στελεχών του κρατικού μηχανισμού που είχε σφιχτοδεθεί με τα δίκτυα και τα συμφέροντα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ.

Σε αυτά ας προσθέσουμε ένα ακόμα. Το ότι για πολλά ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διακηρυγμένες κομματικές θέσεις και προθέσεις, ακόμη και σχέδια, αλλά όχι πράγματα λεπτομερώς διαμορφωμένα. Αυτό σήμαινε πως το έργο του κάθε υπουργείου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη σχεδιαστική ευφυΐα του κάθε υπουργού και της ομάδας του, την ικανότητάς τους να κατανοούν το τοπίο -ανθρωπολογικό και πολιτικό- στο οποίο κινούνται και να μαθαίνουν από τα λάθη τους.

Αυτά είναι τα στοιχεία που εκτιμώ πως προσπαθεί να εκθέσει το πολύ σημαντικό έργο «Τα Κοινά της Παιδείας» που εκδόθηκε με την επιμέλεια του πρώην υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, με πρόλογο του Αλέξη Τσίπρα, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

Το έργο είναι συλλογικό. Πρόκειται για μια παρουσίαση του έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Παιδείας. Εκθέτει κρυφά σημεία της κυβερνητικής διαδικασίας, με προεξάρχουσες τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς. Δείχνει και τα κενά και τις ανεπάρκειες της κυβερνητικής πολιτικής. Με δυο λόγια πρόκειται για ένα πολύτιμο ντοκουμέντο.

Είναι μια δουλειά που, αν την έκαναν όλες οι πολιτικές ηγεσίες για τα υπουργεία που είχαν αναλάβει, θα είχαμε μια καλύτερη δημοκρατία. Θα είχαμε μια δημόσια λογοδοσία και καλύτερα ενημερωμένους πολίτες, με μεγαλύτερη ικανότητα να κρίνουν και να αξιολογήσουν. Και ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια ευκαιρία, έστω εκ των υστέρων, να πληροφορηθούν οι πολίτες για το κυβερνητικό έργο του, πολύ μεγάλο μέρος του οποίου το αγνοούν ακόμα και τα μέλη του.

Η στιγμή της συγγραφής του έργου, δύο χρόνια μετά τη λήξη της κυβερνητικής θητείας, είναι αρκετά μακριά από τα γεγονότα ώστε αυτά να κριθούν με ψυχραιμία, αναλυτική εμβάθυνση και επιστημονική μεθοδολογία και αρκετά κοντινή ώστε να έχει διατηρηθεί στα κείμενα αυτή η ζώσα μνήμη που φλέγει τις γραμμές, όταν σε αυτές περιγράφεται μια εμπειρία που είναι ακόμη πολύ έντονη μέσα μας.

Δεν θα κάνω μια αναλυτική περιγραφή των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο και τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να βρει ανατρέχοντας απλώς στα περιεχόμενά του. Άλλωστε τα θέματα καταλαμβάνουν το σύνολο της πολιτικής ύλης του υπουργείου Παιδείας, με εξαίρεση τον τομέα της Έρευνας, στον οποίο βέβαια τα αποτελέσματα ήταν πάρα πολύ σημαντικά.

Θα περιοριστώ εδώ να δείξω μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά και πολιτικά κρίσιμα στοιχεία που αναδύονται από τις σελίδες του βιβλίου. Στοιχεία που δείχνουν πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει να είναι μια αριστερή κυβερνητική πρακτική. Πώς πρέπει να είναι προετοιμασμένος ο κομματικός φορέας γι’ αυτήν, αλλά και πώς να εντάσσεται στον σχεδιασμό και στις συνεννοήσεις. Την ευθύνη που έχει το κόμμα να κατανοεί τους περιορισμούς του κυβερνητικού έργου, τις ανάγκες για ελιγμούς, αλλά και να τα συνδυάζει με την επιμονή του στην εφαρμογή των θεμελιωδών πολιτικών στοχεύσεων. Να κατανοεί τις τακτικές, να επιμένει για τη στρατηγική.

Σταχυολογώ, λοιπόν, ενδεικτικά. Διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου βρίσκεται μπροστά μας η δυσκολία της διαπραγμάτευσης και της παράκαμψης των απόλυτων απαιτήσεων των θεσμών, όπως η «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών με κόστος την απόλυση. Η εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών των αντιπάλων μας, των θεσμών και του ΟΟΣΑ, και οι ρωγμές που άνοιξαν μέσα από διαπραγματεύσεις και ελιγμούς.

Οι δικοί μας εσωτερικοί εχθροί, Έλληνες εκπρόσωποι εγχώριων επιχειρηματικών και παρασιτικών συμφερόντων, που έδιναν «χαρτάκια» στους θεσμούς με τις απαιτήσεις τους. Η σταθερή ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η εκπαίδευση πρέπει να συνδέει ολιστικά στη συνείδηση των μαθητών και των μαθητριών τις εμπειρίες του κοινωνικού βίου και να τους ευαισθητοποιεί συνολικά. Και η αδυναμία να ακολουθηθεί πλήρως αυτή η αρχή.

Η ισχυρή προσπάθεια άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων μέσα στα σχολεία, όπως με την αναβάθμιση των ΕΠΑ.Λ. και τη δημιουργία του Έτους Μαθητείας που η ηγεσία δεν αρκέστηκε να το θεσμοθετήσει, αλλά πήρε σβάρνα τις εργοδοτικές ενώσεις και τα επιμελητήρια και το διαφήμιζε για να βρεθούν θέσεις εργασίας για τους μαθητές. Η τεράστια μέριμνα για ευαίσθητες πτυχές της εκπαίδευσης, παραχωμένες σε κάποιες γωνιές, όπως η Ειδική Αγωγή.

Ο αγώνας για τα επιτεύγματα του αυτονόητου, όπως το να είναι οι εκπαιδευτικοί και τα βιβλία στις θέσεις τους εγκαίρως, χάρη στο πείσμα του Νίκου Φίλη. Η ανάγκη για την ψηφιακότητα και την αναπροσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών, με βάση τις ανάγκες των παιδιών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Και τα ανεπαρκή σχετικά αποτελέσματα.

Οι αντιδράσεις γονιών που ξεβολεύονταν από μέτρα όπως η «Τσάντα στο Σχολείο». Ο πόλεμος του συντηρητισμού και τις κάλπικης αριστείας, ακόμη και για θέματα όπως η κλήρωση των σημαιοφόρων. Η ανθρωπιστική πρόταξη της ανάγκης να μορφωθούν τα προσφυγόπουλα. Τα δίλημμα μεταξύ δημοκρατικότητας και αποτελεσματικότητας στις κυβερνητικές πράξεις.

Και τέλος η τεχνοκρατική ηλιθιότητα των εκπροσώπων των θεσμών, για την οποία αξίζει μια πιο μεγάλη αναφορά. Για τους ανθρώπους που νόμιζαν πως, έχοντας υπό μάλης τις περίφημες «καλές πρακτικές» που είχαν πετύχει σε χώρες, όπως η Ολλανδία, θα μπορούσαν με ένα copy - paste να βελτιώσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Και έπρεπε να τους εξηγηθεί πως, σε αντίθεση με την Ολλανδία, η Ελλάδα έχει νησιά και βουνά. Άρα έχει πολλά μικρά σχολεία που έχουν ανάγκη όλους τους καθηγητές, ακόμα κι αν έχουν πέντε, τρεις ή και έναν μαθητή. Και πως, σε αντίθεση με όσα ισχύουν στις χώρες της παλαιάς Ευρώπης, το ελληνικό κράτος δεν είναι αυτόνομο από τα κόμματα.

Δηλαδή, τελικά, έπρεπε να τους εξηγηθεί πως, αν εφαρμόζαμε στην Ελλάδα την αναλογία μαθητών - καθηγητών της Ολλανδίας και αν δίναμε στους διευθυντές των σχολείων -που ορίζονται από τις κυβερνήσεις- το δικαίωμα προσλήψεων και απολύσεων εκπαιδευτικών, όπως ζητούσαν οι θεσμοί, τότε μέσα σε ένα μήνα πάρα πολλοί μαθητές θα βρίσκονταν χωρίς σχολεία και τα ίδια τα σχολεία θα είχαν γίνει κομματικά κάστρα.

Δύο επισημάνεις για το κλείσιμο. Πρώτον, συνεργάστηκα προσωπικά με τον Κώστα Γαβρόγλου, τον συντονιστή αυτού του εκδοτικού έργου, ως προϊστάμενος του Γραφείου Κοινωνικής Πολιτικής του πρωθυπουργού. Δικαιούμαι μια προσωπική αναφορά. Έχω την αίσθηση πως ο Γαβρόγλου ήταν από αυτούς που η κυβερνητική θητεία δεν τους συντηρητικοποίησε, αλλά τους ριζοσπαστικοποίησε. Και η συνεργασία μαζί του ήταν άψογη, επειδή είχε και την τιμιότητα να πει ευθέως στον συνομιλητή του ότι «η άποψή σου είναι συντηρητική», αλλά και να αποσύρει μια δική του άποψη αν δεν είχε έρεισμα. Με τέτοια ειλικρινή, συντροφική και ζεστή αντιπαράθεση οικοδομούνται σχέσεις εμπιστοσύνης.

Δεύτερον, στο κεφάλαιο για την εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας ο Ανδρέας Νοταράς περιγράφει πολύ ζωηρά το πώς τα παιδιά, όταν άκουσαν τις δασκάλες να μιλάνε τη γλώσσα τους -τούρκικα, ρομανί, πομάκικα-, ένιωσαν ξαφνικά άνετα να πουν μέσα στην τάξη για το όνειρο που είχαν δει το προηγούμενο βράδυ και πώς τα έκανε να νιώσουν.

Σκέφτομαι πως η στιγμή που οι μεγάλοι χάνουμε το παιχνίδι είναι όταν σταματάμε να σκεφτόμαστε με την ευαισθησία και την ασίγαστη περιέργεια των παιδιών. Η διαφύλαξη αυτής της ευαισθησίας και η μεγέθυνση της περιέργειάς τους πρέπει να είναι τα δυο διαμάντια που θα προσκομίσουμε στο θησαυροφυλάκιο που λέγεται Παιδεία για τη Δεύτερη Φορά Αριστερά.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Γιατί δεν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. και πώς ανεβαίνει τώρα

https://www.avgi.gr/politiki/391332_giati-den-kerdize-o-syriza-ps-kai-pos-anebainei-tora

Σε συνθήκες κανονικότητας οι πολίτες επιλέγουν το κόμμα και τον αρχηγό που πιστεύουν ότι μπορεί να τους προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Τι σημαίνει αυτό; Πολλά. Περισσότερες δουλειές και λιγότερους φόρους. Πιο λειτουργικό κράτος. Αλλά και έναν «δικό μας» άνθρωπο σε θέση ευθύνης. Στην κανονικότητα η διαχωριστική γραμμή μπαίνει ανάμεσα στην καλύτερη και τη χειρότερη ποιότητα ζωής.

Σε συνθήκες πολέμου όλα αυτά παραμερίζονται. Ο κόσμος επιλέγει αυτόν με τον οποίο πιστεύει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο. Και συνήθως συσπειρώνεται γύρω από την ηγεσία που ήδη έχει. Διότι η διαχωριστική γραμμή μπαίνει πια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Κι έτσι στην Ελλάδα, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, η οποία έχει έναν χαρακτήρα πολέμου, υπήρξε μεγάλη στήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όταν όμως ήρθε ο Οκτώβριος και οι αριθμοί των νεκρών εκτοξεύτηκαν, η κυβέρνηση δεν κατέρρευσε. Κι ακόμη και σήμερα, που από τους 600 νεκρούς σε έξι μήνες πήγαμε στις 11.000 στους επόμενους έξι, αλλά και σε ένα εξαιρετικά αποτυχημένο δεύτερο lockdown, η κυβέρνηση δεν έχει συντριβεί. Και ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν δείχνει να κερδίζει πολλούς πόντους. Ας μην παραξενεύεται κανείς. Είναι απολύτως λογικό. Και, εν μέρει, αναπόφευκτο.

Είπαμε ότι η βασική διαχωριστική γραμμή της τελευταίας περιόδου ήταν αυτή μεταξύ ζωής και θανάτου. Σε επίπεδο γενικής συζήτησης, το κύριο ζήτημα ήταν αν ο ιός υπάρχει, αν είναι επικίνδυνος κι αν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ της μίας πλευράς. Και καλά έκανε. Σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, το κύριο ζήτημα ήταν το lockdown. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Μετά ήρθε το ζήτημα του εμβολιασμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τασσόταν με τη μία πλευρά, έβρισκε εκεί ήδη τη Ν.Δ. Αποφάσισε να μείνει εκεί και να μην λαϊκίσει. Και καλά έκανε. Έβαζε, βέβαια, τις πινελιές του. Μιλούσε για την ανάγκη να υπάρχουν μέτρα για τα νοσοκομεία, τα ΜΜΜ, τους χώρους εργασίας, τα σχολεία ώστε να έχει πραγματικό νόημα το lockdown. Όμως από τη στιγμή που ήταν υπέρ του lockdown όλες αυτές οι παρεμβάσεις παρέμεναν δευτερεύουσες στη δημόσια συζήτηση. Άλλωστε, ούτε μεγάλα φιλικά ΜΜΕ διέθετε για να τις αναδείξουν, ούτε τα κομματικά μέλη του μπορούσαν να βγουν έξω και να μιλήσουν στον κόσμο. Μάχες στα social media και έτερον ουδέν. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν κέρδισε πόντους από τη μάχη της πανδημίας γιατί με τους όρους που στήθηκε η μάχη αυτή -κι από τη ζωή την ίδια, αλλά και από τη Ν.Δ.- δεν διαφοροποιήθηκε πολύ. Διότι δεν μπορούσε να το κάνει σ’ αυτή τη συγκυρία.

Σήμερα η συνθήκη μοιάζει να αλλάζει. Η δυναμική της Ν.Δ. δεν έχει εξαντληθεί, αλλά έχει καθαρά μειωθεί. Όμως, για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. το χαμένο έδαφος, δεν αρκεί η αποδυνάμωση της Ν.Δ. Πρέπει ο ίδιος να βγάλει μπροστά θετικά προτάγματα. Μολονότι η μάχη με την πανδημία δεν έχει τελειώσει, ο κόσμος κοιτάει πια στην επόμενη μέρα. Και πλανάται κωμικώς όποιος νομίζει πως, επειδή ζήσαμε μια πανδημία, θα γίνει ηγεμονικός και θα κερδίσει εκλογές αν η βασική του υπόσχεση αφορά το σύστημα Υγείας. Μια κοινωνία δοκιμασμένη από υγειονονομική κρίση είναι και μια οικονομικά και ψυχολογικά δοκιμασμένη κοινωνία. Θέλει να ακούσει να της περιγράφουν το πώς θα ζήσει. Όχι το πώς δεν θα πεθάνει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τους τελευταίους μήνες έχει καταθέσει μεγάλα πακέτα οραματικών προτάσεων για την Υγεία, την πράσινη ανάπτυξη και άλλα. Όμως, λόγω επικοινωνιακού ελλείμματος, όλες αυτές οι επεξεργασίες κατέβηκαν το πολύ μέχρι το επίπεδο των κομματικών μελών. Και δεν κατέληγαν σε δύο - τρεις εμβληματικές δεσμεύσεις που θα σφηνώνονταν στο μυαλό του κόσμου. Έτσι, στη δημόσια συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. έως τώρα μοιάζει να τρέχει πίσω από τη Ν.Δ. και μόλις αυτή φέρνει κάποιον νέο νόμο να δεσμεύεται ότι όταν γίνει κυβέρνηση, θα τον πάρει πίσω.

Όμως, η παρουσίαση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. για την εργασία και η ομιλία του προέδρου του στη Συνδιάσκεψη του κόμματος ήταν μια τομή. Μια σοβαρή τομή. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε καθαρά ότι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. άμεσα οι εργαζόμενοι θα έχουν 800 ευρώ κατώτατο μισθό, ισχυρή Επιθεώρηση Εργασίας, συλλογικές διαπραγματεύσεις και πιλοτικά 35ωρο. Οι επιχειρήσεις θα δουν να διαγράφονται τα χρέη της πανδημίας και τα υπόλοιπα να ρυθμίζονται σε 120 δόσεις. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι γιατροί θα παίρνουν 2.000 ευρώ πρώτο μισθό. Τα πιο πολλά από αυτά είχαν ήδη ειπωθεί. Όχι έτσι. Όχι μαζί. Όχι τόσο επιθετικά.

Έχει γίνει, λοιπόν, μια νέα αρχή. Και πρέπει να συνεχιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. πρέπει να δώσει μεγάλες θετικές υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Καθαρές υποσχέσεις που ο κόσμος θα τις πάρει στις πλάτες του και θα τις κάνει δική του υπόθεση. Και θα μπορεί να πει ότι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. «για να» έχει 800 ευρώ μισθό, «για να» έχει 35ωρο, «για να» ζήσει καλύτερα. Όχι «επειδή» ο Μητσοτάκης είναι κακός νεοφιλελεύθερος, «επειδή» θα κλείσει νοσοκομεία, «επειδή» οι μίζες χορεύουν στο Μαξίμου. Τις μεγάλες μάχες τις κερδίζουν τα «για να», όχι τα «επειδή». Τις κερδίζουν οι στόχοι, όχι οι φόβοι. Αυτό δεν μας έμαθε πριν από έξι χρόνια το δημοψήφισμα;

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Τα παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα

https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ta-paidia-toy-epixeirimatikoy-solina

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε γίνει πολύ δημοφιλής η έκφραση «παιδιά του κομματικού σωλήνα». Αναφερόταν σε ανθρώπους που καταλάμβαναν κυβερνητικές και κρατικές θέσεις υψηλής ευθύνης, χωρίς να έχουν κάποιες ιδιαίτερες επιστημονικές και επαγγελματικές περγαμηνές ή μια αξιοσημείωτη κοινωνική δραστηριότητα, αλλά βασιζόμενοι κυρίως στην ιδιότητά τους ως κομματικών στελεχών. Σε ανθρώπους που δεν είχαν επαφή με την κοινωνία γιατί ζούσαν στην «κομματική γυάλα».

Την ίδια περίοδο κέρδιζε έδαφος η τεχνοκρατική πρόσληψη της πολιτικής, δηλαδή η πεποίθηση πως η πολιτική δεν είναι ζήτημα κοινωνικών οραμάτων, αλλά «πρακτικής επίλυσης προβλημάτων». Ήταν η εποχή που τα ΜΜΕ ήθελαν να πλαισιώσουν ιδεολογικά την μετάβαση από το παπανδρεϊκό πρότυπο εξουσίας στο σημιτικό. Έτσι, η εικόνα του Κώστα Σημίτη ως «χαμηλών τόνων», «καθηγητή πανεπιστημίου», «υπεύθυνου τεχνοκράτη» φιλοτεχνήθηκε μεθοδικά και σε αντιπαράθεση με το πρόσφατο παρελθόν. «Ο Σημίτης εκφράζει το ότι πρέπει πλέον να σοβαρευτούμε και να δουλέψουμε», έλεγε εκείνες τις μέρες ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο άνθρωπος που έχτισε τις επιχειρήσεις του προωθώντας το πρότυπο της Ελλάδας του life style, του χρηματιστηρίου και του εύκολου επιδεικτικού πλουτισμού.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και κέρδιζε έδαφος ο θαυμασμός προς τον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι από δεκαετίες μικροαστοί Έλληνες, άρχισαν να ονειρεύονται τα παιδιά τους όχι ως γιατρούς και δικηγόρους, αλλά ως μάνατζερς και χρηματιστές σε μεγάλες εταιρείες, με ακριβά αυτοκίνητα, μπόνους και σπίτια με πισίνες. Να ζουν μια ζωή μακριά από τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις έγνοιες του μέσου ανθρώπου. Μακριά από την κοινωνία. Ασφαλώς, στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από αυτούς που κατέλαβαν τις υψηλές θέσεις των μεγάλων εταιρειών δεν προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλό ή μέσο εισόδημα. Ήταν και είναι άνθρωποι που οι οικογένειές τους είχαν τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσουν σπουδές στο εξωτερικό και, κυρίως, μια κοινωνική δικτύωση που τους έστειλε απευθείας στα ψηλά κλιμάκια.

Και σήμερα ήρθε η μέρα που αυτός ο κόσμος, αυτοί οι άνθρωποι κυβερνούν. Αυτοί που ζουν μεταξύ Εκάλης και Γλυφάδας, που το πόδι τους πατάει μόνο το γκάζι των ακριβών αυτοκινήτων τους και τα παχιά χαλιά των πολυτελών εστιατορίων. Αλλά ποτέ το δάπεδο ενός λεωφορείου. Τα παιδιά του «επιχειρηματικού σωλήνα». Που πραγματικά δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνία. Που είναι από έναν άλλο κόσμο. Και φαίνεται. Φαίνεται όταν απαντώντας σε όσα λέει η Αριστερά για την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων, αυτοί πετάνε τον μπαλάκι μακριά για να το πιάσει το Αόρατο Χέρι της Αγοράς. Όταν σου λένε πως «οι επιχειρήσεις κάνουν από μόνες τους αυξήσεις στα καλά στελέχη για να τα κρατήσουν» (Μητσοτάκης), πως ο νέος εργασιακός νόμος που καταργεί το 8ωρο «είναι υπέρ του εργαζόμενου» (Σκέρτσος), πως «όσοι κάνουν διδακτορικό μάλλον δεν έχουν όρεξη για δουλειά» (Πατέλης), πως «ο εργαζόμενος ξέρει πόσες ώρες πρέπει να εργάζεται, δεν χρειάζεται συλλογική σύμβαση» (Τσακλόγλου). Και σε μεγάλο βαθμό είναι ειλικρινείς. Στο δικό τους κοινωνικό σύμπαν δεν υπάρχουν εργαζόμενοι, αλλά μόνο «στελέχη». Αυτά ξέρουν, για αυτά μιλάνε.

Οι εντολοδόχοι ενός αρχηγού που η οικογένειά του δεν έχει, ούτε καν στον ευρύτερο κύκλο της, έναν άνθρωπο που να έχει μπει για μια φορά στη ζωή του σε λεωφορείο, εντάσσονται στην πολιτική για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο στον οποίο ανήκουν και που μόνο από την δικιά του σκοπιά μπορούν να δουν τα πράγματα. Τη σκοπιά των αντιλήψεων και των συμφερόντων μιας μειοψηφικής ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουν την πολιτική ως ένα ακόμη «πρότζεκτ», που το μοτίβο τους είναι η αντιεπιστημονική κενολογία πως «η χώρα είναι σαν μια επιχείρηση», που βλέπουν τους πολίτες και τις ανάγκες τους σαν απλά δεδομένα στο χαρτί τα οποία πρέπει να υποτάσσονται στις προτεραιότητες και τα αυτονόητα της δικής τους κοινωνικής τάξης, αυτοί που συχνά περνιούνται για οικονομολόγοι ενώ η αντιληπτική ικανότητά τους φτάνει μόνο στο να είναι λογιστές πολυτελείας, αυτοί που ζουν μόνο αναμεταξύ τους και αλληλοεπιβεβαιώνουν τις ιδέες τους χωρίς να εξετάζουν τις συνέπειές που έχουν στην άλλη πλευρά, της κοινωνικής πλειονότητας, αυτοί που έχουν μάθει να εκμεταλλεύονται και να απολύουν απενοχοποιημένα χιλιάδες εργαζόμενους και που σήμερα, μέσα στην πανδημία, έχουν φτάσει να μας λένε πως έχουμε περισσότερα νοσοκομεία από όσα χρειαζόμαστε, τίνος άλλου τις ανάγκες θα μπορούσαν να κατανοούν; Τίνος το συμφέρον και ποια αντίληψη για την πολιτική και τη δημοκρατία θα μπορούσαν να υποστηρίζουν τα παιδιά του ΣΕΒ που μας λένε ότι εργοδότες και εργαζόμενοι είναι ισότιμοι και θα μπορούν να διαπραγματεύονται ελεύθερα για τις απλήρωτες υπερωρίες και τα ρεπό; Για ποια κοινωνία θα μπορούσαν ποτέ εργάζονται αυτά τα «παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα»;

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Ίσως τελικά δεν καταλαβαίνουμε τις γυναίκες

https://provocateur.gr/prisma/21846/isws-telika-den-katalabainoyme-tis-gynaikes

Η συζήτηση στα social media για τον νόμο για την Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια έφερε στην επιφάνεια ένα πολύ γνωστό αντανακλαστικό. Την απόδοση μιας άποψης σε ένα συναίσθημα. Όποιος κάνει κριτική στην Εκκλησία «μισεί τον χριστιανισμό», όποιος διαφωνεί με την επίσημη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας «μισεί οτιδήποτε ελληνικό», όποια κάνει κριτική στην πατριαρχεία «μισεί τους άντρες». Έτσι και τώρα, όποια γυναίκα στρεφόταν κατά του νόμου και έλεγε πως η υποχρεωτική συνεπιμέλεια επιβάλει στο παιδί να μείνει με έναν κακοποιητικό γονιό διέπραττε το αμάρτημα του «αντίστροφου σεξισμού».

Είναι κωμικό το ότι την κατηγορία αυτή την χρησιμοποιούν άνθρωποι που μπορεί να μην αποδέχονται καν ότι υπάρχει σεξισμός και πατριαρχία. Είναι, όμως, βαθιά προβληματικό το να υποστηρίζουν αυτή τη θέση άνθρωποι που -υποτίθεται πως- γνωρίζουν για αυτά τα πράγματα. Να το πούμε, λοιπόν, μια και για πάντα. Ο σεξισμός, όπως για παράδειγμα και ο ρατσισμός, δεν είναι ατομική συμπεριφορά. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και για αυτό το συζητάμε και τον κρίνουμε. Είναι η επιβολή της ανδρικής εξουσίας επί των γυναικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο, αλλά και στην ίδια τους την συνείδηση. Όταν οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ σκοτώνουν τους μαύρους πολίτες σαν μύγες επειδή τους θεωρούν υπανθρώπους μιλάμε για ρατσισμό. Δεν θα μιλήσουμε για αντίστροφο ρατσισμό αν ένας μαύρος σκοτώσει έναν λευκό, όσο κι αν το καταδικάσουμε. Θα είναι γελοίο.

Καταλαβαίνουμε καλά τη διαφορά των δύο περιπτώσεων. Αντιστοίχως, για να έχει νόημα ο περίφημος «αντίστροφος σεξισμός» θα έπρεπε να έχει παρόμοιες διαστάσεις. Να έχει γίνει μαζικό και εδραιωμένο φαινόμενο. Μια και για πάντα, λοιπόν. Μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι χωρίς να φοβούνται, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς να τους φωνάζει όποιος θέλει διάφορες βλακείες για την εμφάνισή τους, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να πιουν ένα ποτό μόνοι τους ένα βράδυ στο μπαρ ή να βάλουν ένα όμορφο ρούχο χωρίς να θεωρούν όλοι πως «ψάχνονται» και να μην τους αφήνουν σε ησυχία και μετά να θυμώνουν και να τους βρίζουν κι από πάνω αν δεν τους μιλάνε, μέχρι να μην μπορούν οι άνδρες να έχουν πολλές ερωτικές συντρόφους χωρίς να θεωρείται πως αυτό υποβιβάζει την ηθική τους, μέχρι αρχίσουν να χωρίζονται οι άνδρες στον δημόσιο λόγο σε αυτούς που είναι καλοί «για ένα πήδημα» και σε αυτούς που είναι καλοί «για οικογένεια», μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να παρενοχλούνται σεξουαλικά στον εργασιακό τους χώρο ή στο δρόμο και όταν το καταγγέλλουν όλοι να σκέφτονται «τι φορούσε όμως;» και «ναι, αλλά μήπως έκανε κάτι;» και «τώρα το θυμήθηκε;».

Μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να πληρώνονται λιγότερο για ίσης αξίας δουλειά, μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο με τα ρούχα που θέλουν, μέχρι να αρχίσουμε να μαλώνουμε τα αγοράκια όταν κάθονται με ανοιχτά τα πόδια, μέχρι να αρχίσουν οι άνδρες να μην μπορούν να γράψουν ένα αντιρατσιστικό ποστ χωρίς να μπαίνουν στρατιές από ορκ του διαδικτύου στο προφίλ τους και να τους γράφουν ότι αυτά τα λένε γιατί «γουστάρουν να πηδιούνται με τους ξένους», μέχρι να αρχίσουμε να θεωρούμε πως όποιος ωραίο άντρας ποζάρει στο instagram είναι «βίζιτα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως αν ο άντρας περάσει τα σαρανταπέντε τελείωσε ως σεξουαλικό υποκείμενο, μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά και κοιλίτσα αποκλείεται να θεωρείται γοητευτικός, μέχρι να αρχίσουμε να λοιδορούμε δημοσίως έναν άνδρα σταρ επειδή έχει πάρει κιλά, μέχρι να αρχίσουμε να λυπόμαστε έναν άντρα που δεν έκανε παιδιά γιατί «δεν έχει ολοκληρωθεί» και γιατί «τον έφαγε η καριέρα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως οι άνδρες δεν είναι καλοί για ηγετικές θέσεις γιατί είναι «υστερικοί» ή γιατί αν έχει χάσει η ομάδα τους την επόμενη μέρα δεν θα είναι αποδοτικοί στη δουλειά τους, μέχρι να ναρχίσουν οι άντρες να δολοφονούνται από τις ερωτικές τους συντρόφους και τα ΜΜΕ να μιλάνε για «έγκλημα πάθους», μέχρι να αρχίσουν οι ίδιοι οι άνδρες να ενοχοποιούν τη σκέψη, το σώμα και την επιθυμία τους και να εγκαλούν τους άλλους άντρες που δεν εφαρμόζουν τους κοινωνικούς κανόνες και, τέλος, μέχρι όλα αυτά -και πάρα πολλά ακόμα που κι εγώ δεν τα συνειδητοποιώ γιατί είμαι άντρας και μπορεί να τα ασκώ χωρίς να το αντιλαμβάνομαι- να αρχίσουν να γίνονται πραγματικά μαζικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίστροφο σεξισμό.

Όλο αυτό το μείγμα γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό αν βάλουμε στην εξίσωση και τον σεξισμό σε βάρος των γκέι που κι αυτός βασίζεται στην πατριαρχία, αλλά παίρνει άλλες διαστάσεις. Αν όλα αυτά τα συνειδητοποιήσουμε, τότε ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε τις γυναίκες, τις αντιδράσεις τους και το δίκιο τους. Και να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε και να αντιδρούμε σαν αποικιοκράτες που ξινίζουμε τα μούτρα μας επειδή οι άποικοι άρχισαν να μας κοιτάν στα μάτια.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Μαθαίνοντας ξανά (;) το 1821

 https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/350065_mathainontas-xana-1821

Αν γυρίσουμε λίγο τη σκέψη μας στα σχολικά χρόνια, παλιότερα ή πιο πρόσφατα, μάλλον θα συμφωνήσουμε πως για τους πιο πολλούς και τις πιο πολλές από εμάς, το μάθημα της Ιστορίας ήταν μιας μορφής αγγαρεία. Ακόμη κι αν κάποιες φορές το βιβλίο ή ένας χαρισματικός δάσκαλος μπορούσαν να μας εξάψουν κάπως το ενδιαφέρον, ο τρόπος εξέτασης του μαθήματος, διά της παπαγαλίας, το έκανε τελικά απωθητικό.

Κι επειδή κανένα κενό δεν μένει για πολύ ακάλυπτο, τον χώρο που άφησε το σχολικό μάθημα στις συνειδήσεις μας γρήγορα τον κατέλαβαν οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις του 1821 από τον κρατικό λόγο, τις χουντικές ταινίες που παίζει κάθε χρόνο η τηλεόραση, τους άσχετους δημοσιολογούντες και κάποιες κιτς σχολικές και τοπικές γιορτές με θεματολογία και αισθητική κληρονομημένες από την εθιμοτυπία της δικτατορίας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εκπαιδευτικών να οργανώσουν πιο ουσιαστικούς εορτασμούς. Έτσι, οι πιο πολλοί Έλληνες κουβαλάνε μέσα τους μια εικόνα για την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και για το 1821 εντελώς ξένη από όλα αυτά που έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα και όλα όσα διδάσκονται στα πανεπιστήμια εδώ και σαράντα χρόνια. Και αντιδρούν πολύ άσχημα όταν έρθουν σε επαφή μαζί τους, γιατί νιώθουν να αμφισβητείται η εθνική ιστορία και η εθνική ταυτότητά τους. Από την άλλη, πολλοί από εμάς, ενοχλημένοι από το εθνολαϊκιστικό κιτς με το οποίο ντυνόταν πάντα η 25η Μαρτίου, απωθήθηκαν από την μελέτη του 1821. Το αποτέλεσμα ήταν κοινό. Άγνοια.

Όμως, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το 1821 δεν είναι καθόλου δύσκολο πια να στηθεί. Αρκεί να κάνει δύο πράγματα. Πρώτον, να αλλάξει τον τρόπο εξέτασης του μαθήματος της Ιστορίας, αν μιλάμε για ένα σχολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αλλιώς, κάθε αλλαγή θα κινδυνεύει να πάει στα σκουπίδια. Δεύτερον, να βάζει το 1821 στις συγκεκριμένες ιστορικές του συνθήκες και στο πραγματικό του μέγεθος. Να δείξει πως ήταν ένα μοναδικής σημασίας γεγονός για την Ελλάδα, αλλά όχι ένα μοναδικό παγκόσμιο γεγονός. Και να εξετάσει το 1821 και την Οθωμανοκρατία μακριά από την καταστροφική ιδέα πως το μάθημα της ιστορίας πρέπει να «παραδειγματίζει».

Η δουλειά της Ιστορίας είναι απαντάει στα ίδια ερωτήματα που απαντάει και ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ποιος, που, πότε, πως και γιατί έκανε κάτι. Αυτός ήταν και ο άξονας της δουλειάς που κάναμε με την ομάδα του Σπούτνικ, μία πολιτική και πολιτιστική πρωτοβουλία νέων ανθρώπων, δημιουργώντας, με τη συνδρομή πανεπιστημιακών, μια σειρά από βίντεο για την Επανάσταση υπό τον γενικό τίτλο «1821. Ένα παγκόσμιο ελληνικό γεγονός».

Εκεί προσπαθήσαμε να δείξουμε πως οι παραπάνω ερωτήσεις είναι αλληλένδετες και καμία δεν έχει αυτονόητη απάντηση. Για παράδειγμα, αν δεν κατανοήσουμε πως οι επαναστάτες δεν ήταν άνθρωποι που σκέφτονταν όπως εμείς σήμερα, αλλά ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων, που άλλοι είχαν στο μυαλό τους το έθνος και άλλοι το χωριό τους, που άλλοι ήταν κλέφτες κι άλλοι ήταν αρματολοί, δηλαδή υπάλληλοι των Οθωμανών, άλλοι αγρότες που δεν είχαν πιάσει ποτέ τους όπλο και δεν είχαν διανοηθεί να διώξουν τους Οθωμανούς, άλλοι ήταν γαιοκτήμονες με παραδοσιακές ιδέες και άλλοι ήταν έμποροι με πιο καινοτόμες απόψεις για τα εθνικά κράτη και την πολιτική, πως όλοι πολέμησαν επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων, τότε δεν θα καταλάβουμε ποτέ γιατί πολλοί περίφημοι οπλαρχηγοί τη μία έμπαιναν στην Επανάσταση και την άλλη προσκυνούσαν τους Οθωμανούς, γιατί οι πολεμιστές άφηναν τον πόλεμο και γύριζαν στα χωριά τους όταν δεν τους πλήρωναν, γιατί έγιναν οι Εμφύλιοι και γιατί δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας. Και θα αναμασάμε κοινοτυπίες για την «διχόνοια των Ελλήνων».

Δεν θα καταλάβουμε πόσο πολύ άλλαξε τελικά η επανάσταση αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή δεν θα νιώσουμε το μεγαλείο κάθε μεγάλης πολιτικής διαδικασίας, όπως είναι μια εθνική επανάσταση. Και θα νομίζουμε πως όποιος μας μιλάει για αυτά τα πράγματα είναι εθνοπροδότης.

Αντιστοίχως, μια σχολική ιστορική αφήγηση για την Επανάσταση και την Οθωμανοκρατία που δεν θα μοιάζει με videogame, δηλαδή δεν θα είναι μια ατελείωτη σειρά από μάχες, θα πρέπει να απαντάει σε κάποια στοχευμένα ερωτήματα και να ανοίγει την όρεξη για νέα. Γιατί έγινε μετά από 400 χρόνια μια επανάσταση; Γιατί δεν είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο οι τοπικές εξεγέρσεις των προηγούμενων αιώνων; Μπορεί το 1821 να είχε μείνει ανεπηρέαστο από τους σεισμούς της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης; Ποιες ήταν οι κοινωνικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Επανάστασης; Τι στόχους και συμφέροντα είχε η καθεμία; Συμμετείχαν όλες τους στην Επανάσταση; Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων ήταν κοινή για όλους; Είχε πιο πολύ αναφορά στο Βυζάντιο ή στην αρχαία Ελλάδα;

Κι έτσι, σιγά-σιγά, μπορεί να ανοίξει ένα νέο πεδίο κατανόησης. Για να καταλάβουμε πως  η Επανάσταση δεν ήταν μόνο στρατιωτικό αλλά και ένα σπουδαίο πολιτικό γεγονός. Πως οι ήρωες του 1821 δεν ήταν άγιοι, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες και πισωγυρίσματα, πως ήταν καθημερινοί άνθρωποι που κάποια στιγμή έκαναν μη καθημερινά πράγματα. Πως οι πιο πολλοί δεν μπήκαν στην Επανάσταση επειδή είχαν διαμορφώσει πλήρως την εθνική τους συνείδηση, αλλά την διαμόρφωσαν μέσα στην Επανάσταση. Κι έτσι θα καταλάβουμε πως οι εμφύλιοι δεν ήταν μια εξαίρεση, αλλά μια αναμενόμενη εξέλιξη μετά από κάθε επανάσταση. Και πως πράγματι οι ξένοι παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλάδας, αλλά επειδή τους το επέτρεψαν οι ίδιοι οι επαναστάτες. Και τελικά, να μπορέσουμε έτσι να αγαπήσουμε το 1821. Να καταλάβουμε πως ήταν μια… επαναστασάρα που αν την βλέπαμε ως σειρά εποχής στο Netflix θα μας κράταγε καθηλωμένους για πολλούς κύκλους. Γιατί τα είχε όλα. Ίντριγκες και ηρωισμούς, διαψεύσεις και θριάμβους, συνωμότες και προδότες, διεθνείς επαναστάτες και ανθρώπους που δεν είχαν βγει ποτέ από το χωριό τους, τεράστιο διπλωματικό παρασκήνιο και ανθρώπους που έπρεπε να πολεμάνε και ταυτόχρονα να βρίσκουν φαγητό για την οικογένειά τους, ηρωισμούς και θηριωδίες, πόλεμο και πολιτική.

Αν θέλαμε να εκφράσουμε με λίγες λέξεις τον στόχο όλου αυτού του σχεδίου θα λέγαμε το εξής: Να καταλάβουμε το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε. Δηλαδή, πρωτίστως να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε πως δεν σκέφτονταν όπως εμείς τώρα. Πως δεν είχαν διαμορφωμένη πλήρως την εθνική συνείδηση μέσα τους, γιατί δεν υπήρχε ακόμα το κράτος που της έδωσε την τελική της μορφή. Πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν ταυτόχρονα κομμάτι του παλιού και του νέου κόσμου. Του παραδοσιακού κόσμου, όπου οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τον τόπο τους, το χωριό τους, τα συγγενικά τους δίκτυα και την τοπικής τους εξουσία. Και του νεωτερικού κόσμου, όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να αποκτούν την συνείδηση του έθνους και να αγωνίζονται για αυτό. Αυτή η σύλληψη είναι που μπορεί να κάνει την Ιστορία γοητευτική. Ως μάθημα και ως διαδικασία.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Πότε θα μιλήσει η πόλη;

 https://www.thes.gr/apopseis/pote-tha-milisei-i-poli/


Πριν από λίγους μήνες, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, κ. Ζέρβας, διοργάνωσε έναν διεθνή διαγωνισμό για την ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους. Το περιεχόμενο του διαγωνισμού έχει δεχθεί ήδη κριτικές για την μερικότητα που το χαρακτηρίζει, αλλά ο διαγωνισμός εξελίσσεται κανονικά.

Προσφάτως εγκρίθηκε και το σχέδιο για την ανάπλαση της ΔΕΘ που είχε ξεκινήσει επί της προηγούμενης κυβέρνησης και ολοκληρώθηκε επί της παρούσας. Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες είναι διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού. Όμως, έχουν ένα κοινό στοιχείο που σε μια πρώτη ματιά δεν είναι ορατό. Και θα σας μπερδέψουμε ακόμη περισσότερο αν σας πούμε ότι αυτό το κοινό στοιχείο το μοιράζονται και με τον σχεδιασμό του αρχαιολογικού χώρου περί την Ακρόπολη από τον Πικιώνη και της Βαρκελώνης από τον Γκαουντί. Επίσης, με τον σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης από τους Γάλλους αρχιτέκτονες, τον Εμπράρ και τον Μοδιάνο, μετά την πυρκαγιά του 1917.


Αυτό το κοινό στοιχείο είναι πως για καμιά από αυτές τις αλλαγές, δεν ρωτήθηκαν οι πολίτες. Οι άνθρωποι που καθημερινά θα έρχονταν και θα έρχονται σε επαφή με τα αποτελέσματα τους. Ασφαλώς, για όλες τις παλιότερες περιπτώσεις θα ήταν παράλογο να περίμενε κανείς μια πιο συμμετοχική προσέγγιση. Ούτε η σχετική πολιτική κουλτούρα υπήρχε, ούτε η τεχνολογία ήταν τόσο ανεπτυγμένη ώστε να επιτρέπει την ενημέρωση των πολιτών και τη διαβούλευση μαζί τους. Αλλά σήμερα, γιατί δεν αλλάζουμε αυτό το στρεβλό μοντέλο;


Γιατί επιμένουμε σε μια δημαρχοκεντρική επιλογή, σε μια ιεραρχική λογική όπου για όλα αποφασίζει η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου από πάνω προς τα κάτω; Στις σημερινές τεχνολογικές και πολιτικές συνθήκες, το να μην δίνεται στους πολίτες η δυνατότητα να αποφασίζουν για αυτά που καθορίζουν την καθημερινότητά τους, παρά μόνο μια φορά στα τέσσερα χρόνια, δεν είναι μια αναγκαστική επιλογή. Είναι μια αντιδημοκρατική στάση. Ένας φόβος για τους πολίτες και τα κριτήριά τους. Τόσο πολύ έρχεται σε σύγκρουση με τις δυνατότητες που μας προσφέρει η εποχή, ώστε, τηρουμένων των αναλογιών, να καθίσταται μια νέας μορφής φωτισμένη δεσποτεία: Όλα για το λαό, τίποτε από το λαό. Η διαβούλευση που έγινε επί δημαρχίας Μπουτάρη για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό της πόλης είχε τον χαρακτήρα μιας σημαντικής και θετικής εξαίρεσης, όμως και πάλι την τελική απόφαση την είχε πάρει η δημοτική πλειοψηφία.


Πρόκληση. Η άλλη όψη του προβλήματος

Στην πραγματικότητα, η Θεσσαλονίκη δεν εκμεταλλεύεται μια χρυσή ευκαιρία, γιατί δεν την έχει συνειδητοποιήσει. Την ευκαιρία να γίνει μια πόλη – σημείο αναφοράς. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά για αυτό. Πρώτον, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα που συνιστούν, όμως, και μεγάλες προκλήσεις. Το δημογραφικό, που την εμφανίζει σε μια τάση συνεχούς πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Το στεγαστικό, που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν μια ποιοτική κατοικία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αλλά και τις οικονομικές δυνατότητές τους. Το παραγωγικό, καθώς η πόλη δεν συνήλθε ποτέ από την απώλεια του οικονομικού χαρακτήρα που είχε μέχρι και τη δεκαετία του ’90, με τις πολυάριθμες βιοτεχνίες και την ισχυρή τοπική παραγωγή. Το πρόβλημα των υποδομών, αφού από το παρκάρισμα και την πρόσβαση των ΑμεΑ στο δημόσιο χώρο, μέχρι την ανακύκλωση και τις έξυπνες ψηφιακές εφαρμογές, τα βήματα που έχουν γίνει είναι ανεπαρκή και δεν έχουν αλλάξει την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων στην πόλη.


Από την άλλη, όμως, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ένα κέντρο λειτουργικό. Κέντρο που είναι χώρος εργασίας και διασκέδασης, αλλά ταυτόχρονα και χώρος κατοικίας, καμία σχέση με το πρότυπο, για παράδειγμα, της Αθήνας. Κέντρο τετραγωνισμένο, με ανοιχτές προσβάσεις σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος, σε διαρκή επαφή με το παραλιακό μέτωπο. Κέντρο που προσφέρει όλες τις δυνατότητες για πολλαπλές δραστηριότητες. Τα δύο ακραία τοπόσημα της πόλης, το Σέιχ Σου και η παραλία, απέχουν με το ποδήλατο μια κατεβασιά δεκαπέντε λεπτών. Μπορείς να κάνεις mountain bike και σε λίγο να δουλεύεις στο κέντρο ή να διασκεδάζεις.


Η ίδια η παραλία της Θεσσαλονίκης είναι ένα εν δυνάμει διεθνές τοπόσημο με τεράστια δυναμική, γιατί μπορεί να φιλοξενήσει άπειρες εκδηλώσεις και κάθε τύπου δρώμενα, μικρής και μεγάλης κλίμακας -καλλιτεχνικά φεστιβάλ, αθλητικές δραστηριότητες, κινηματικές δράσεις, επιστημονικές εκδηλώσεις και συνδυασμούς των παραπάνω, όλων αυτών που ζωντανεύουν μια πόλη- και να αποτελέσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης στον κόσμο. Επίσης, η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, το ΑΠΘ, δηλαδή με τεράστια συσσώρευση επιστημονικής ευαισθησίας, γνώσης και, φυσικά, τεχνοκρατικής επάρκειας. Είναι μια πόλη με μεγάλο νεανικό δυναμικό, λόγω των τριών συνολικά πανεπιστημίων της, το οποίο πρέπει να το κρατάει εδώ και να του επιτρέπει να την αλλάζει συνεχώς.


Όμως, όλα αυτά είναι σαν να μην υπάρχουν. Η δημαρχία Μπουτάρη σε πολλά πεδία βρήκε μπροστά της «ερείπια». Και το κακό με τα ερείπια είναι ότι όχι μόνο δεν κατοικούνται, αλλά αντιστέκονται και στο γκρέμισμά τους. Χρειάστηκαν δυο τετραετίες και πολλές παρεμβάσεις -στο πρακτικό και στο ιδεολογικό πεδίο- ώστε να γκρεμιστούν πολλά από αυτά τα «ερείπια», ο χώρος που κατείχαν να γίνει ξανά «οικόπεδο» και να αρχίσει κάτι καινούριο να δημιουργείται στην πόλη. Η διοίκηση αυτή κατάφερε πολλά. Ίσως, όχι κάτι τρομερό.


Έκανε, πάντως, αυτό που της αντιστοιχούσε. Αυτό που, στο κάτω-κάτω της γραφής, αντιστοιχούσε στην κοινωνική και ιδεολογική σύνθεση της και στην ιστορική της συγκυρία. Σίγουρα, ήταν μια σημαντική αλλαγή, μια βαθιά ανάσα για την δημοκρατική Θεσσαλονίκη. Και η καλύτερη περίοδος που είχε ζήσει η πόλη εδώ και δεκαετίες. Όμως, τώρα αυτό δεν φτάνει. Τώρα είναι η ώρα για το βήμα παραπάνω. Αλλά αυτό το βήμα δεν μπορεί να το κάνει μόνη της καμία φωτισμένη πολιτική ηγεσία. Γιατί πρέπει να είναι το βήμα του 21ου αιώνα. Να είναι δημοκρατικό και συμμετοχικό.


Η πόλη αποφασίζει για την πόλη

Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, χρειάζεται ένα συνολικό νέο σχέδιο. Να γίνει μια πόλη για να ζεις. Από κάθε άποψη. Και αυτό επιβάλλεται να περνάει μέσα από τη γνώση, τις προτεραιότητες και τις αποφάσεις των ίδιων των κατοίκων της. Ας σκεφτούμε μια εντελώς διαφορετική μεθοδολογία. Αντί η δημοτική αρχή να παραγγέλνει διαγωνισμούς σε κατασκευαστικές εταιρείες, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της πόλης. Τα έμψυχα πλεονεκτήματα. Ας σκεφτούμε μια συνθήκη όπου ο/η δήμαρχος καλεί τα πανεπιστήμια της πόλης μας να διοργανώσουν ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο για τις πόλεις στον 21ο αιώνα. Ένα συνέδριο διεπιστημονικό. Ένα συνέδριο πολυήμερο, ανοιχτό στον λαό της Θεσσαλονίκης και σε όλο τον κόσμο μέσω του διαδικτύου. Να ακούσουμε από τους αρχιτέκτονες, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πόλεις για την κυκλοφορία και το ενεργειακό τους αποτύπωμα.


Να ακούσουμε από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους για τις νέες μορφές ανισοτήτων και περιθωριοποίησης που υπάρχουν στις πόλεις. Να ακούσουμε από τους γιατρούς και τους βιολόγους για τις μορφές επιβάρυνσης της υγείας που προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής της πόλης. Να ακούσουμε από τους επιστήμονες της πληροφορικής για τα ψηφιακά εργαλεία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στην καθημερινότητα των πόλεων. Να ακούσουμε από τους πολιτικούς επιστήμονες για τις μορφές πολιτικής συμμετοχής και συνδιοίκησης των πόλεων από τους κατοίκους τους, τα δημοκρατικά πειράματα που γίνονται σε όλο τον κόσμο και δεν τα έχουμε καν μυριστεί εδώ πέρα.


Να ακούσουμε από τους ιστορικούς για τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις αναδεικνύουν την ιστορία και τα μνημεία τους, για το πώς τα εντάσσουν στην σύγχρονη ζωή τους, για το πώς εξοικειώνουν τους μαθητές με το παρελθόν των πόλεων και των γειτονιών τους, για το πώς οργανώνουν σύγχρονα διαδραστικά μουσεία. Να ακούσουμε από τους καλλιτέχνες για τους τρόπους που οι πόλεις αξιοποιούν δημιουργικά τα μνημεία, τις πλατείες και τις γωνιές τους, για το πώς δίνουν χώρο στους νέους καλλιτέχνες τους, πως τους βοηθούν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από αυτό. Και βεβαίως, να ακούσουμε τις πρωτοβουλίες και τις θεσμικές εκφράσεις των εργαζόμενων και των φοιτητών της πόλης μας. Να είναι ένα συνέδριο ζωντανό, όπου παριστάμενοι και συμμετέχοντες από την άλλη άκρη του κόσμου θα μπορούν να κάνουν παρεμβάσεις, να υποβάλουν ερωτήματα και να παίρνουν απαντήσεις.


Και στο τέλος του συνεδρίου, η δημοτική αρχή να καλεί έναν διεθνή διαγωνισμό για ένα συνολικό σχέδιο λειτουργίας της πόλης. Να ζητά σχέδια διεπιστημονικά που το καθένα θα περιγράφει τα πάντα. τις πεζοδρομήσεις και τις αναδομήσεις κτηρίων που θα πρέπει να γίνουν, τα δημοτικά ιατρεία και τις κινητές μονάδες ψυχολογικής υποστήριξης που θα πρέπει να στηθούν, τα ψηφιακά εργαλεία που θα ρυθμίσουν το πάρκινγκ και τις αλλαγές στην συγκοινωνία, τα σημεία στα οποία θα μπαίνουν τα κομπόστ για τη μείωση του όγκου των σκουπιδιών και τους τρόπους αξιοποίησής, για παράδειγμα, των βιοκαυσίμων που θα παράγονται από αυτά, την αξιοποίηση του κτηριακού αποθέματος για την στέγαση των νέων και των επαγγελματικών ή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων τους, όλα όσα αποτελούν στοιχεία της ζωής στην πόλη.


Κι αφού αυτές οι προτάσεις κατατεθούν, να παρουσιαστούν στους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Να συζητηθούν ανά θέμα με εκδηλώσεις σε κάθε γειτονιά, παρουσία της δημοτικής αρχής, με διαδικτυακές και τηλεοπτικές εκπομπές, με ανοιχτά debates ανάμεσα στους υποστηρικτές του κάθε σχεδίου. Και μετά από μια διαβούλευση ενός έτους, η πόλη πια να μιλήσει και να αποφασίσει. Με ένα δημοψήφισμα για το ποιο από τα προτεινόμενα μοντέλα θα ακολουθηθεί.


Έτσι η Θεσσαλονίκη θα έχει πια ένα σχέδιο το οποίο δεν θα ξηλώνεται ή θα σαμποτάρεται από κάθε επόμενη δημοτική αρχή. Θα έχει ένα σχέδιο μακρόπνοο, με βαθύ μέλλον. Ένα σχέδιο που δεν θα είναι πια του/της δημάρχου. Αλλά της ίδιας της πόλης. Που οι κάτοικοι της θα το έχουν διαμορφώσει και θα μπορούν να παρακολουθούν την πορεία υλοποίησής του και να το προστατεύουν. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει με επιτυχία κάτι που δεν το πιστεύει. Και για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σχέδιο, προοδευτικό και δημοκρατικό, χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να μην φοβάται τον κόσμο και τη γνώμη του.


Που να μην πιστεύει πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτήν. Που να μην υποστηρίζει το παρωχημένο μοντέλο του δημάρχου-κοτζάμπαση που αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς. Χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να συσπειρώνει τις προοδευτικές δυνάμεις της πόλης, τους ανθρώπους με τις νέες ιδέες και τις νέες ανάγκες. Μια δημοτική ηγεσία που θα συσπειρώνει τους ανθρώπους στη βάση της δημοκρατίας, της συνδιαμόρφωσης και των αναγκών. Δηλαδή, μια δημοτική αρχή που θα πιστεύει πάνω από όλα στην κοινωνική χρησιμότητα. Που θα παίρνει πιο πολύ στα σοβαρά το έργο της, παρά τον εαυτό της, την εικόνα της και την πολιτική επιβίωσή της.

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αφορίζοντας την Ιστορία

https://www.huffingtonpost.gr/entry/aforizontas-ten-istoria_gr_60674d80c5b66c4ab6b23c23?ncid=other_huffpostre_pqylmel2bk8&utm_campaign=related_articles


Στο άρθρο με τίτλο «Για τον “αφορισμό” της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’» που φιλοξενήθηκε στη HuffPost Greece, ο δρ. χημείας Θανάσης Μπούνταλης καταπιάνεται με μια προσπάθεια να αποδείξει πως ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από το Πατριαρχείο δεν συνιστά τεκμήριο εναντίωσης του προς αυτήν.


Υποστηρίζει πως ο Πατριάρχης 

έβγαλε τον αφορισμό για να σώσει τους χριστιανούς της Πόλης, αλλά προκειμένου να μην επηρεάσει την Επανάσταση, επιχείρησε να σαμποτάρει την διάδοση του αφορισμού.


Επικαλείται διάφορες λεπτομέρειες που περισσότερο προσιδιάζουν σε μία ντετεκτιβίστικου τύπου διαχείριση του ζητήματος, όπως το ότι ο Πατριάρχης έστειλε τον αφορισμό όχι τυπωμένο αλλά χειρόγραφα, έτσι ώστε -όπως συνάγει- να καθυστερήσει η κοινοποίησή του στους πιστούς εξαιτίας της ανάγκης για αντιγραφή του, πως οι Φιλικοί της Οδησσού σε μια επιστολή τους προς τον Ξάνθο δεν αναφέρουν τον αφορισμό, πως στο κείμενο του αφορισμού πολλές Μητροπόλεις στις οποίες θα στέλνονταν καταγράφονται λανθασμένα και πως μια φράση ήταν γραμμένη στην ευκτική (να είναι αφορισμένοι) αντί της οριστικής (είναι αφορισμένοι).


Φυσικά, όλα αυτά είναι τα μόνα επιχειρήματα που μένουν όταν κανείς αρνείται να εξετάσει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και αγωνίζεται να προσαρμόσει το πραγματολογικό υλικό στις προσωπικές του πεποιθήσεις. 


Εκκλησία εναντίον Διαφωτισμού

Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδέες που ενέπνεαν και εμπνέονταν από τις επαναστάσεις που συντάραζαν τον κόσμο, την Αμερικάνικη και τη Γαλλική, κυκλοφορούσαν πια παντού.


Οι ιδέες της ελευθερίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ισότητας. Του ότι οι άνθρωποι είχαν και το δικαίωμα και την ικανότητα, να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν και να αμφισβητήσουν τις εξουσίες, κοσμικές και θρησκευτικές, που τους έλεγαν τα αντίθετα.


Ήταν οι ιδέες του Διαφωτισμού. Κομμάτι αυτών των νέων ιδεών ήταν και τα επιστημονικά πορίσματα που υποστήριζαν ότι η γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, σε αντίθεση με όσα δίδασκε η Εκκλησία, ορθόδοξη και καθολική.


Έτσι, το 1819 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε μια εγκύκλιο με την οποία καταδίκαζε τη διδασκαλία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών σε ελληνικά σχολεία (ναι, δεν υπήρχαν Κρυφά Σχολειά, αφού τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν νόμιμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) που διευθύνονταν από υποστηρικτές του Διαφωτισμού.


Έλεγε πως αυτό ήταν μια καινοτομία «τερατώδης» και «σατανική». Πως μέσα από τα μαθηματικά και τη φυσική οι νέοι διαφθείρονταν και ξεχνούσαν τις παραδοσιακές αξίες και γνώσεις.


Αναρωτιόταν, πολύ απαξιωτικά, τι οφελούνται οι νέοι «προσκολλώμενοι εις τας παραδόσεις αυτάς, να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα, και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς […] και άλλα τερατώδη».


Μάλιστα, υποστήριζε πως με τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών οι νέοι παραμελούσαν τις πατρογονικές κλασικές σπουδές κι έτσι γίνονταν «εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς», δηλαδή επικίνδυνοι για τα τότε καθεστώτα.  Εδώ ο Πατριάρχης είχε δίκιο.


Έβλεπε πως οι νέες επιστημονικές ιδέες έκαναν τους ανθρώπους να αλλάζουν τις απόψεις τους. Δεν έβγαινε μόνο η γη από το κέντρο του κόσμου. Έβγαιναν και όσοι την είχαν τοποθετήσει εκεί. Γιατί φαινόταν πια πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα έλεγαν οι βασιλιάδες, οι αυτοκράτορες και οι ηγεσίες των εκκλησιών.


Δεν μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που το Πατριαρχείο το 1803 καταδίκασε τον Διαφωτιστή Βενιαμίν τον Λέσβιο, επειδή υποστήριζε πως στο κέντρο του σύμπαντος ήταν ο ήλιος και όχι η γη.


Ούτε το ότι σε πολλά Πατριαρχικά κείμενά αποδοκιμαζόταν σκληρά η ίδια η Γαλλική Επανάσταση των «αθέων Γάλλων», όπως τους ονόμαζαν. Αλλά το Πατριαρχείο δεν περιοριζόταν στους ξένους. Καταδίκαζε και τον Ρήγα Βελεστινλή, επειδή καλούσε σε επανάσταση.


Ακόμη και πέντε μήνες μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και των συντρόφων του το 1798, ο Γρηγόριος Ε΄ έβγαζε μία εγκύκλιο με την οποία ζητούσε να μην κυκλοφορούν μεταξύ των χριστιανών τα κείμενα του Ρήγα, καταγγέλοντάς τα ως «σαθρά» και αντίθετα στα δόγματα της χριστιανικής πίστης. 


Η Άλωση ως Σωτηρία, η Επανάσταση ως εναντίωση στη Βούληση του Θεού

Όλα αυτά ίσως μας φαίνονται παράξενα. Αλλά μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε αν πάμε λίγο πίσω. Ή μάλλον, πολύ πίσω. Στο 1453. Το έτος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.


Εκείνες τις μέρες υπήρχε στην Πόλη μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο παρατάξεις. Στη μία πλευρά, ήταν όσοι υποστήριζαν πως για να αποφευχθεί η υποταγή στους Οθωμανούς, προτιμότερη ήταν η συμμαχία με τα δυτικά καθολικά κράτη και η υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.


Μάλιστα, για να προωθήσει αυτό το σχέδιο, έκανε στην Αγία Σοφία μια κοινή λειτουργία με καθολικούς ιερείς, απεσταλμένους του Πάπα.


Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν όσοι προτιμούσαν την υποταγή στους Οθωμανούς, αντί στον Πάπα.


Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τόσο εχθρικά αισθήματα προς τον Πάπα, ώστε μετά από την κοινή λειτουργία στην Αγία Σοφία, θεωρούσε τον ναό μολυσμένο και δεν πατούσε σε αυτόν.


Μεταξύ των υποστηρικτών της υποταγής στους Οθωμανούς ήταν και ο Γεννάδιος Σχολάριος, αξιωματούχος της Εκκλησίας, τον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής έκανε Πατριάρχη.


Στη συνέχεια, το Πατριαρχείο απέκτησε την ευθύνη για την εκπροσώπηση των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου. Είχε ακόμη και την δικαστική εξουσία για τις υποθέσεις που τους αφορούσαν. Και κυρίως, την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή τους.


Η Εκκλησία είχε μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία για την Άλωση της Πόλης. Υποστήριζε πως η Άλωση ήταν μια συμφορά που ο θεός έριξε πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς για να τους τιμωρήσει, επειδή προσέγγιζαν επικίνδυνα τους καθολικούς.


Ταυτόχρονα, όμως, η Άλωση έγινε για να σώσει την ορθοδοξία. Γιατί η Οθωμανική κατάκτηση έβαλε ένα τέλος στις επαφές ορθοδοξίας και καθολικισμού.


Σαν να έφτιαξε έναν προστατευτικό κλοιό που κράτησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και τους πιστούς του απομονωμένους και άρα καθαρούς από τις επιρροές της Δύσης. Σκλαβωμένους, αλλά καθαρούς.


Το συμπέρασμα ήταν πως ο Σουλτάνος και η «Κραταιά Βασιλεία» του, όπως την έλεγε το Πατριαρχείο, ήταν εκπορευόμενοι εκ Θεού. Άρα, μόνο ο θεός θα μπορούσε να αποφασίσει πότε θα απήλλασσε τους πιστούς του από αυτήν. Και επομένως, κάθε ανθρώπινη προσπάθεια για να αποτιναχθεί ο οθωμανικός ζυγός ήταν παρέμβαση στο έργο του Θεού.


Όλα αυτά, μάλιστα, είχαν αποτυπωθεί και σε ένα επίσημο φυλλάδιο που είχε τυπωθεί το 1798 στο Πατριαρχείο, με τον τίτλο Πατρική Διδασκαλία και είχε κυκλοφορήσει σε όλη την χριστιανική επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Πολλοί μελετητές συγκλίνουν στο ότι ο συγγραφέας ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.


Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι θέσεις, προκάλεσαν την οργή του Αδαμάντιου Κοραή που με ένα δικό του κείμενο, την Αδελφική Διδασκαλία, κατήγγειλε το Πατριαρχείο ότι υπερασπιζόταν την Οθωμανική τυραννία. 23 χρόνια μετά είχε έρθει η ώρα της Επανάστασης.


Ο Πατριάρχης, πιστός στα όσα δίδασκε η Πατρική Διδασκαλία και ακολουθώντας τα καθήκοντά που του είχε ορίσει ο σουλτάνος, αφόρισε τους επαναστάτες. Και για αυτό, όταν λίγο αργότερα απαγχονίστηκε, ο Αδαμάντιος Κοραής έγραψε «Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει».


Θα αναρωτηθεί κανείς, αν ήταν αυτός ο ρόλος του Πατριαρχείου, τότε γιατί είχε αυτό το φριχτό τέλος ο Πατριάρχης Γρηγόριος; Γιατί απαγχονίστηκε και το σώμα του αφέθηκε να λιντσαριστεί από τον οργισμένο μουσουλμανικό όχλο; Είπαμε πως το Πατριαρχείο είχε την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή των χριστιανών στους Οθωμανούς.


Όταν με την Επανάσταση αποδείχτηκε πως ο Πατριάρχης είχε αποτύχει στην αποστολή του, τότε υπέστη την σχετική τιμωρία. Για τον σουλτάνο ο Πατριάρχης δεν ήταν κάτι περισσότερο από έναν υψηλού επιπέδου υπάλληλό του. Και στο πλαίσιο της σκληρής σουλτανικής εξουσίας, όσοι αποτύγχαναν σε ένα σημαντικό έργο που τους είχε ανατεθεί, πολύ συχνά δεν έχαναν απλώς τη θέση τους. Έχαναν και τη ζωή τους.


Ο μαρτυρικός θάνατος του Πατριάρχη δεν ήταν η εξαίρεση. Ήταν ο κανόνας. Πριν από αυτόν, αλλά και μετά, εκατοντάδες Οθωμανοί αξιωματούχοι, ακόμη και πασάδες, θανατώθηκαν ως ανάξιοι της εμπιστοσύνης του σουλτάνου. 


Το Πατριαρχείο ως στοιχείο του Οθωμανικού κράτους

Πέρα από τα θεολογικά ζητήματα, υπάρχει και η πρακτική διάσταση. Το Πατριαρχείο ήταν κομμάτι της δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν. Έτσι επιβίωνε. Ταυτόχρονα, ήταν κομμάτι του παραδοσιακού κόσμου. Με τις δικές του ιδέες, τις πριν από τον Διαφωτισμό.


Δεν πίστευε στη δημοκρατία, δεν πίστευε στις επαναστάσεις και τις νέες ιδέες. Επομένως, αφού ήξερε πως οι αρχές της Φιλικής Εταιρείας  ήταν επηρεασμένες από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, το Πατριαρχείο σίγουρα θα ήταν αντίθετο σε κάθε εξέγερση βασισμένη σε αυτές τις αρχές. Από την άλλη, ίσως περίμενε την απελευθέρωση από τον τσάρο. Δεν θα εμπιστευόταν την ελευθερία της Ελλάδας σε αυτούς που έβλεπε ως επικίνδυνους άθεους επαναστάτες.


Κάποια επιπλέον στοιχεία, ίσως μας ξεδιαλύνουν την αλήθεια. Το 1828, ενώ ο Καποδίστριας ήταν Κυβερνήτης και ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ο νέος Πατριάρχης, Αγαθάγγελος Α’, έστειλε σε όλες τις Εκκλησίες ένα μήνυμα με το οποίο ζητούσε ξανά να υποταχθούν και πάλι οι χριστιανοί στον σουλτάνο. Παρόλες τις θυσίες και τις νίκες τους. Νωρίτερα, οι επαναστάτες είχαν κηρύξει την Εκκλησία της Ελλάδας διοικητικά ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο.


Και κάποια χρόνια αργότερα, το 1838, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλώντας για την Επανάσταση σε μαθητές, πάνω στο λόφο της Πνύκας, είπε για τον θεσμό του Πατριάρχη πως από την εποχή της Άλωσης «Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαναν ότι τους έλεγε ο σουλτάνος».


Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να πούμε πως το παράδοξο δεν ήταν ότι ο Πατριάρχης εξέδωσε τον αφορισμό το 1821. Το παράδοξο θα ήταν να μην τον εξέδιδε.


Όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να εκθέτουμε το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται και όχι να τα εκθέτουμε απομονωμένα. Αλλιώς, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα.


Δεν θα μείνω στο ότι ο κύριος Μπούνταλης δεν είναι ιστορικός, αλλά χημικός. Όπως για την οικονομία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι οικονομολόγοι, έτσι για την ιστορία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι ιστορικοί. Άλλωστε, η ιστορία είναι ωραίο και δημοφιλές σπορ. Αλλά όπως όλα τα σπορ, έχει κι αυτή τους κανόνες της. Που πρέπει να τηρούνται, ακόμη κι αν την έχουμε για χόμπι.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Με ποιον είναι ο Μητσοτάκης;

 https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/me-poion-einai-o-mitsotakis


Στις εκλογές του 2019 πολλοί που ένιωθαν πως είναι "μεσαία τάξη" επειδή έχουν ένα μαγαζί ή ένα γραφείο, ψήφισαν τον Μητσοτάκη γιατί "είναι με τις επιχειρήσεις και θα μας βοηθήσει, όχι σαν τον Τσίπρα που μας τα έπαιρνε για να τα κάνει επιδόματα".


Εδώ και έναν χρόνο ψάχνουν αυτή τη βοήθεια. Και δεν την βρίσκουν. Μόνο κάτι 500αρια. Δηλαδή, επιδόματα. Πολλές επιχειρήσεις απλώς περιμένουν τη λήξη του lockdown για να κλείσουν επισήμως. Όλο αυτόν τον καιρό ο Μητσοτάκης θα μπορούσε να πάρει κάποια μέτρα για να αναχαιτίσει κάπως την πανδημία και ταυτόχρονα να επιτρέψει στις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν. Να πάρει λεωφορεία και οδηγούς, να αραιωσει τα σχολεία, να ανοίξει νοσοκομεία και ΜΕΘ, να ενισχύσει τις Τοπικές Μονάδες Υγείας. Πανω απο ολα, να συνταγογραφησει μαζικα μοριακα τεστ για να ελεγχθει η διασπορα του ιου. Γιατί δεν το εκανε;


Γιατί ο Μητσοτάκης δεν είναι "με τις επιχειρήσεις". Είναι με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Με τις πολύ μεγάλες. Με τους κολοσσούς. Με αυτές που θέλουν να πάρουν το management των κρατικών νοσοκομείων και των ΜΜΜ και δεν τις συμφέρει καθόλου να τα πάρουν με πιο πολλούς υπαλλήλους. Αλλα και με τους αμερικανικούς και γερμανικούς ασφαλιστικούς κολοσσούς. Τι σχέση έχουν αυτοι; Αμέσως, να σας πω.


Όλα αυτά τα μέτρα κοστίζουν. Και ο Μητσοτάκης κρατάει τα λεφτά για αλλού. Για που; Για την ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος. Αν αρχίσουν οι εργαζόμενοι να μην βάζουν τις εισφορές τους στο δημόσιο σύστημα αλλα σε ιδιωτικές εταιρίες, τότε δεν θα υπάρχουν χρήματα για να πληρώσουν τα ταμεία τις τρέχουσες συντάξεις. Έτσι, τα χρήματα χρειάζονται για να κλείσουν αυτή την τρύπα. Και ποια χρήματα; Τα δις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ.


Δηλαδή, αντί τα χρήματα που θα πάρουμε να γίνουν στήριξη και ανάσα στις μικρές κ μεσαίες επιχειρήσεις για να μην κάνουν απολύσεις, να μην κλείσουν, να πάρουν καμια φοροαπαλλαγη και άλλα τέτοια, θα πάνε ουσιαστικά ως δώρο στους ξένους, για μια άχρηστη και επικίνδυνη αλλαγή, για να πάρουν την επικουρική ασφάλιση. Άχρηστη γιατί το ασφαλιστικό σύστημα με τον ΕΦΚΑ έχει εξυγιανθεί και δεν απειλείται. Επικίνδυνη γιατί αυτό σημαίνει πως το αν θα πάρουν τελικά οι άνθρωποι σύνταξη θα εξαρτάται από το πώς θα πηγαίνουν στα ξενα χρηματιστήρια οι μετοχές των ασφαλιστικων εταιρειών. Κι αν δεν πηγαίνουν καλά ή αν κλείσουν επειδή οι ιδιοκτήτες τους θα προτιμήσουν να επενδύσουν αλλου, τότε οι κόποι μιας ζωης θα πάνε στα σκουπίδια και θα ζούνε όλοι με την βασική σύνταξη.


Με ποιον είναι, λοιπόν, ο Μητσοτάκης;

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Όλα όσα δεν έκανε η κυβέρνηση για να βγούμε όρθιοι από την πανδημία

 https://www.news247.gr/politiki/ola-osa-den-ekane-i-kyvernisi-gia-na-vgoyme-orthioi-apo-tin-pandimia.9146153.html


Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008 ο τότε υπουργός οικονομίας είχε σπεύσει να δηλώσει περιχαρής πως η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη και δεν απειλείται. Επρόκειτο πιθανότατα για την πιο άστοχη δήλωση που έχει βγει από θεσμικό στόμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ακόμη περισσότερο κι από την περίφημη εκείνη του υπουργού του ΠΑΣΟΚ πως αν σηκωνόταν δορυφόρος για μετάδοση ιδιωτικού τηλεοπτικού σήματος πέραν της ΕΡΤ θα… καταρριπτόταν.


Όταν σε λίγο ήρθαν στην Ελλάδα τα μνημόνια τα κυρίαρχα ΜΜΕ συνέχισαν για ένα διάστημα αυτήν την ρητορική: «Δεν φταίει η Ελλάδα, απλώς μας χτύπησε η παγκόσμια οικονομική κρίση». Βέβαια, τα σκληρά μέτρα των μνημονίων δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα δεκτά από την ελληνική κοινωνία. Έτσι κινητοποιήθηκε ένας άλλος μηχανισμός. Αυτός της ενοχής. Και το τροπάριο άλλαξε και πλέον ακούγαμε για «τις αιώνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας», πως «μαζί τα φάγαμε», πως όλοι εμείς φέραμε την κρίση επειδή παίρναμε τυρόπιτες και πληρώναμε υδραυλικούς χωρίς να ζητάμε απόδειξη και άλλα τέτοια χαριτωμένα.


Τελικώς, το μόνο που αποδείχτηκε ήταν πως η οικονομική κρίση ήταν μεν παγκόσμια, δηλαδή οφειλόταν σε παθογένειες του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, αλλά χτύπησε τόσο ισχυρά την Ελλάδα επειδή το οικονομικό μοντέλο της είχε στηθεί πάνω σε σαθρά θεμέλια, που φυσικά δεν ήταν η απόδειξη του τυροπιτά. Αντίστοιχη είναι η πραγματικότητα και με την κρίση της πανδημίας.


Η ελληνική κυβέρνηση για κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζει τον τελευταίο χρόνο έχει μια μόνιμη επωδό: «Δεν φταίμε εμείς, δείτε τι γίνεται στις άλλες χώρες, δεν φέραμε εμείς τον ιό». Πράγματι, ο ιός κυκλοφορεί παντού. Και αποδεικνύει την παγκόσμια αποτυχία του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού συστήματος.


Γιατί τι άλλο από αποτυχία, και μάλιστα ιστορική, μπορεί να είναι το να ζούμε στο 2021, να έχει συγκεντρωθεί στον κόσμο πιο πολύς πλούτος και πιο μεγάλη επιστημονική γνώση από ποτέ και την ίδια στιγμή ο κόσμος μας να είναι τόσο ανοχύρωτος απέναντι σε έναν ιό, λες και ζούμε στις αρχές του 20 αιώνα; Πως αλλιώς από αποτυχία μπορεί να ονομαστεί το να είναι τα συστήματα υγείας όλου του κόσμου, ακόμη και των πιο αναπτυγμένων κρατών, τόσο αποδυναμωμένα ώστε να μην μπορούν να προστατεύσουν τους ανθρώπους χωρίς να τους κλείσουν μέσα. Και όχι μόνο τα συστήματα υγείας, αλλά και τα συστήματα ασφάλειας στους χώρους εργασίας και στα μέσα μεταφοράς.


Και αυτή η αποτυχία έχει όνομα. Λέγεται νεοφιλελευθερισμός.


Είναι αυτή η πολιτική αντίληψη που έχει κυριαρχήσει παγκοσμίως και προωθεί την απαξίωση κάθε δημόσιας δομής και την παράδοσή της στην επιχειρηματική κερδοσκοπία. Το ότι ακόμα και σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αγγλία και οι ΗΠΑ τα νοσοκομεία είναι ανεπαρκή και τα θύματα τόσο πολλά, δείχνει πόσο μεγάλη είναι η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες και πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη όσων τον υποστηρίζουν παγκοσμίως, όπως δηλαδή κάνει και η ΝΔ στην Ελλάδα.


Όπως, όμως, στην οικονομική κρίση έτσι κι εδώ, πέρα από την διεθνή διάσταση, υπάρχει και η τοπική που βαρύνει ακόμη περισσότερο τους κυβερνώντες. Γιατί, πράγματι, σε όλο τον κόσμο κυκλοφορεί ο ιός, αλλά δεν ξέρουμε κάποια άλλη χώρα που να υπάρχουν όλα αυτά που συναντάμε συνδυαστικά στην Ελλάδα.


Λόγω του σκληρού lockdown και των ελάχιστων μέτρων στήριξης, η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη ύφεση σε όλη την Ευρώπη, την δεύτερη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος σε όλη την Ευρώπη και είναι προτελευταία σε όλη την Ευρώπη σε δαπάνες για την αντιμετώπιση του Covid.


Μήπως, όμως, με το σκληρό lockdown καταφέραμε να έχουμε λίγους νεκρούς;


Επί δύο μήνες, με τους 100 νεκρούς την ημέρα, η Ελλάδα βρέθηκε στις πρώτες θέσεις της θνησιμότητας σε όλο τον κόσμο και ανακηρύχθηκε από το παγκόσμιο δίκτυο Bloomberg ως μία από τις χειρότερες χώρες στον κόσμο για να ζεις μέσα στην πανδημία. Γιατί, επιπλέον, όλη αυτή η αποτυχία, ήρθε παρότι εφάρμοζε το πιο σκληρό και μακρύ lockdown σε όλη την Ευρώπη και με παγκόσμιες πρωτοτυπίες, όπως τα sms και η προληπτική απαγόρευση των συγκεντρώσεων άνω των τεσσάρων ατόμων.


Τι -δεν- έκανε λοιπόν η κυβέρνηση για να βγούμε όρθιοι από την πανδημία;


Δεν προσέλαβε παραπάνω υγειονομικούς, με αποτέλεσμα σήμερα, λόγω συνταξιοδοτήσεων, οι γιατροί και νοσοκόμοι του ΕΣΥ να είναι λιγότεροι από το 2019.


Δεν συνταγογράφησε τα τεστ, ούτε τα έκανε μαζικά και στοχευμένα.


Δεν αραίωσε τον κόσμο στα Μέσα Μεταφοράς «γιατί τι θα τα κάνουμε λεωφορεία, θα τα βάλουμε να κάνουν βόλτες στο Σύνταγμα;», ούτε τους μαθητές στα σχολεία «γιατί στα σχολεία δεν κολλάει», δεν επέβαλε αυστηρά μέτρα προστασίας στους μαζικούς εργασιακούς χώρους και για αυτό σε περιοχές με βιομηχανίες και εργαστήρια, όπως η Δυτική Αττική, η Δυτική Θεσσαλονίκη και η Δυτική Μακεδονία, τα κρούσματα ξέφυγαν.


Δεν έριξε ζεστό χρήμα στην αγορά, αλλά σχεδόν μόνο δάνεια, «γιατί πόσο θα φάτε, 300 κιλά θα γίνετε;», δεν έκανε καμιά ρύθμιση των χρεών που δημιούργησαν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις λόγω πανδημίας, δεν κάλυψε σε μεγάλο ποσοστό τους μισθούς των εργαζόμενων που μπήκαν σε αναστολή αλλά τους δίνει μόνο το διαρκώς καθυστερημένο επίδομα των 533 ευρώ.


Τι προτίμησε να κάνει με τα χρήματα που είχε στη διάθεσή της από τα 37 δις που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση;


Να προσλάβει ρουσφετολογικά χιλιάδες αστυνομικούς και να κάνει συνέχεια απευθείας αναθέσεις εκατομμυρίων σε εταιρείες των φίλων της. Παντοπωλεία που προμήθευαν το δημόσιο με μάσκες, εταιρείες ανοιγμένες πριν τρεις μέρες που αναλάμβαναν την καθαριότητα των φυλακών και πολλά ακόμη.


Όλα αυτά μαζί, ασφαλώς, με την διαρκή εναλλαγή πρόχειρα αποφασισμένων μέτρων, όπως το άνοιξε-κλείσε των περιπτέρων, η απαγόρευση και η επαναφορά του take away στους καφέδες, η απαγόρευση κυκλοφορίας στις 18:00 τα σαββατοκύριακα, το άνοιγμα των σχολείων για να κλείσουν ξανά μετά από 3 εβδομάδας ενώ η υπουργός παιδείας δεσμευόταν πως θα μείνουν ανοιχτά. Αλλά και με υποκριτικές πρωθυπουργικές παραβάσεις άνευ προστίμου, όπως η Πάρνηθα και η Ικαρία. Η εκμετάλλευση της πανδημία για την επιβολή αντιδημοκρατικών μέτρων χωρίς κοινωνική διαμαρτυρία είναι ένα επιπλέον κεφάλαιο.


Στο πρώτο κύμα της πανδημίας η χώρα μας είχε το πλεονέκτημα της καθυστέρησης. Για αυτό και είχε ελάχιστα θύματα, όπως και οι άλλες χώρες των Βαλκανίων, όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία. Και σε αυτά τα νούμερα βασίζεται η κυβέρνηση που απλώς κάνει μια διαίρεση του συνόλου των νεκρών από τον περσινό Μάρτιο, βγάζει μέσο όρο 18 νεκρούς ανά μέρα, τους συγκρίνει με τα μεγέθη άλλων χωρών και μιλάει για επιτυχία.


Όμως, στο δεύτερο κύμα είχαμε 100 νεκρούς τη μέρα επί δύο μήνες. Έναν νεκρό κάθε δώδεκα λεπτά.


Γιατί ανάμεσα στα δύο κύματα είχαμε μια έκρηξη κυβερνητικής ανευθυνότητας. Πρώτα ήρθε το έγκλημα με το ανεξέλεγκτο άνοιγμα του τουρισμού που οδήγησε σε απαγόρευση κυκλοφορίας και κήρυξη αποκλεισμού σε νησιά και σε υποχρεωτική χρήση μάσκας σε όλη τη Χαλκιδική. Μετά ήρθε μια γενική εκπομπή αισθήματος ανεμελιάς και δηλώσεις πως «η Θεσσαλονίκη νίκησε τον κορωνοϊό». Κι έτσι, το δεύτερο κύμα μας βρήκε απροετοίμαστους, να συγχαίρουμε τους εαυτούς μας. Και η Θεσσαλονίκη είδε τάφους να ανοίγουν στη σειρά για να θάψει τους νεκρούς της, παρότι, όπως ομολόγησε ο Α. Γεωργιάδης, η κυβέρνηση είχε εισηγήσεις για να μην εορταστεί η γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις εκκλησίες. Αλλά ποιος τα βάζει με την Εκκλησία και τις ψήφους της;


Για να το πούμε με δυο λόγια. Ναι, ο ιός υπάρχει παντού. Κάπου υπάρχουν πιο πολλοί νεκροί από εδώ. Αλλά με πιο χαλαρό lockdown. Αλλού υπάρχει επίσης σκληρό lockdown. Αλλά για πολύ λιγότερο καιρό και με σοβαρά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας και της κοινωνίας.


Όμως, αυτός ο συνδυασμός τόσο λίγων δαπανών για την θωράκιση της υγείας, τόσο λίγων μέτρων για την οικονομική αντιμετώπιση της κρίσης, τόσο κακών οικονομικών αποτελεσμάτων, τόσο πολλών θανάτων και με τόσο σκληρό και μακρύ lockdown που αλλού υπάρχει;


Σήμερα, η κυβέρνηση επιμένει να υποστηρίζει πως έχει ακολουθήσει την καλύτερη πολιτική για ένα σύγχρονο κράτος. Όμως, ένα σύγχρονο και δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να θέλει να είναι ψηλά μόνο στον αριθμό των αστυνομικών. Πρέπει να έχει γιατρούς, καθηγητές για τα σχολεία και επαρκή λεωφορεία για τους εργαζόμενους και όχι να ανοιγοκλείνει τα περίπτερα, τα take away και τις λαϊκές.


Πρέπει να είναι ψηλά στον αριθμό των πανεπιστημιακών καθηγητών, των ερευνητών, στη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας και της νεανικής επιχειρηματικότητας, στη θωράκισης του κοινωνικού κράτους και των υπηρεσιών. Όχι να παίζει με τις στατιστικές. Ούτε η πολιτική ηγεσία του να αναζητά δικαιολογίες στην παγκοσμιότητα του δράματος, για να κρύψει τις δικές της ευθύνες για την τοπική τραγωδία.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Μα τι γίνεται τελικά στα πανεπιστήμια;

 https://www.huffingtonpost.gr/entry/ma-ti-yinetai-telika-sta-panepistemia_gr_60225f1dc5b6f38d06e6cfb4


«Η αστυνομία, της αστυνομίας, την αστυνομία». Έτσι μοιάζει να εξελίσσεται η συζήτηση για το νομοσχέδιο της ΝΔ και της Κεραμέως για τα πανεπιστήμια. Όλα τα επιχειρήματα έχουν απλωθεί στο τραπέζι.


Είναι πλέον πιο φανερό κι από τον ήλιο ότι στα ξένα πανεπιστήμια δεν έχει πουθενά αστυνομία (πλην των ΗΠΑ, όπου όμως επιτρέπεται η οπλοκατοχή) παρότι σε αυτά έχει ενίοτε σημαντική εγκληματικότητα (σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάζει ο Guardian, στα Πανεπιστήμια της Αγγλίας το 62% των ερωτώμενων είχε πέσει θύμα σεξουαλικής βίας εντός του πανεπιστημιακού χώρου και το 8% των γυναικών είχαν υποστεί βιασμό), ότι οι ίδιοι οι πρυτάνεις και οι Σύγκλητοι που υποτίθεται ότι θα προστατεύονται με αυτό το μέτρο διαφωνούν (ακόμη και η Σύγκλητος της ΑΣΟΕΕ από την οποία ξεκίνησε η όλη ιστορία), ότι η Ελλάδα έχει την χαμηλότερη αναλογία καθηγητών-φοιτητών και την υψηλότερη -πλην Κύπρου- αστυνομικών-πολιτών.


Αλλά η κυβέρνηση επιμένει. Και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε το γιατί, αν δεν δούμε την πανεπιστημιακή αστυνομία ως αναπόσπαστο κρίκο όλης της αλυσίδας των παρεμβάσεων της στα πανεπιστήμια. Αν δεν δούμε τη μεγάλη εικόνα του παζλ.


Ας αρχίσουμε να βάζουμε τα κομμάτια κάτω. Στις πρώτες μέρες της θητείας της η Ν. Κεραμέως έπαυσε 38 νέα πανεπιστημιακά τμήματα που είχαν εγκριθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και ήταν έτοιμα να ανοίξουν.


Αφορούσαν όλο το εύρος των επιστημών. Από Υδατοκαλλιέργειες και Τουριστικές Σπουδές, μέχρι Λογοθεραπεία και την, περίφημη πια, Νομική της Πάτρας.


Υποτίθεται πως καταργήθηκαν επειδή είχαν εγκριθεί «χωρίς συγκεκριμένα ακαδημαϊκά κριτήρια», όπως έλεγε η ανακοίνωση του υπουργείου. Έλα όμως, που τα προγράμματα σπουδών τους ήταν επεξεργασμένα και εγκεκριμένα από πολύ καιρό από τα ίδια τα πανεπιστήμια.


Άραγε, δικαιούται το υπουργείο Παιδείας να πει ότι έντεκα ελληνικά πανεπιστήμια δεν γνωρίζουν από ακαδημαϊκά κριτήρια τόσο καλά όσο η κ. Κεραμέως, ειδικά όταν μεταξύ τους είναι το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα μεγάλα ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας; Πείτε εσείς.


Πολλά από αυτά τα τμήματα που έκλεισαν προτού λειτουργήσουν προέρχονταν από τμήματα ΤΕΙ. Αλλά με την συνένωση των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια που έκανε η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου, το πρόγραμμά σπουδών τους τροποποιήθηκε, αναβαθμίστηκε με επιπλέον μαθήματα και έγινε πανεπιστημιακού επιπέδου.


Τι πλήρωσαν, λοιπόν, αυτά τα τμήματα; Μήπως το ότι κάποια από τα αντικείμενά τους διδάσκονται από ιδιωτικά ΙΕΚ και Κολλέγια;


FlashBack:Πάμε στο 2013. Η τότε κυβέρνηση Σαμαρά με το «Σχέδιο Αθηνά» αποδέχεται το πόρισμα μίας έκθεσης που πρότεινε το κλείσιμο πολλών τμημάτων ΤΕΙ. Ποιος είχε κάνει την έκθεση;


Σύμφωνα με αυτό που είχε καταγγελθεί επισήμως στη Βουλή, επρόκειτο για μια εταιρεία συμφερόντων του ιδιοκτήτη ενός ιδιωτικού ΙΕΚ και για αυτό τα τμήματα που είχε αποφασιστεί να κλείσουν είχαν αντικείμενα που διδάσκονταν στα Κολλέγια του Ομίλου. Πάμε πάλι στις μέρες μας.


Επόμενο βήμα της Κεραμέως ήταν να καταργήσει τα διετή δωρεάν προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης στα οποία θα έμπαιναν τα παιδιά που τελείωναν τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ).


Τα προγράμματα αυτά θα γίνονταν από τα ίδια τα πανεπιστήμια -συμμετείχαν και πανεπιστήμια της πόλης μας, το ΠΑΜΑΚ και το Διεθνές- και ήταν μια πρωτοποριακή ιδέα για την αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.


Καταργήθηκαν κι αυτά προτού να λειτουργήσουν, παρότι και αυτών το πρόγραμμα είχε καταρτιστεί από τα πανεπιστήμια.


Πάλι flashback: Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά καταργεί 46 ειδικότητες που διδάσκονταν στα ΕΠΑΛ, μεταξύ των οποίων τις τρεις πιο δημοφιλείς. Συμπτωματικά, άλλη μια φορά, οι ειδικότητες αυτές διδάσκονταν από τα ιδιωτικά ΙΕΚ και τα Κολλέγια.


Σήμερα, η Κεραμέως αλλάζει τον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Τα πανεπιστήμια θα ορίζουν ένα ποσοστό επί του μέσου όρου της επίδοσης των υποψηφίων στις Πανελλήνιες το οποίο θα αποτελεί τη βάση εισαγωγής. Όμως, αυτό το ποσοστό δεν θα μπορεί να είναι απεριόριστο. Θα βρίσκεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος.


Αυτό, στην πράξη, θα σημάνει μια μεγάλη μείωση του αριθμού εισακτέων που υπολογίζεται ότι θα φτάσει το ένα τρίτο. Τι είχε κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά;


Είχε θεσπίσει πανελλήνιες εξετάσεις από την Α΄ Λυκείου για να μπαίνουν τα παιδιά στα πανεπιστήμια, κάτι που θα εξόντωνε τις οικογένειες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε τρία χρόνια έξοδα φροντιστηρίων και έτσι, στην πράξη, θα μειώνονταν οι εισακτέοι στα πανεπιστήμια.


Επίσης, είχε καταργήσει το δικαίωμα των αποφοίτων των ΕΠΑΛ να δίνουν Πανελλήνιες εξετάσεις για να πουν στο Πανεπιστήμιο. Τέλος τα flashback.


Μετά από αυτά, ήρθε η κίνηση που πέταξε και τον τελευταίο μανδύα πάνω από τις προθέσεις της ΝΔ. Η αδιανόητη απόφαση της Κεραμέως να ισοτιμήσει τα πτυχία των κολλεγίων με τα πτυχία των πανεπιστημίων, απαιτώντας μάλιστα από τα επιμελητήρια να εγγράφουν τους πτυχιούχους των κολλεγίων.


Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα. Με τις αλλαγές που έκανε και κάνει η ΝΔ, στοχεύει να κλείσει τις πόρτες των πανεπιστημίων για πολλά παιδιά και να τα ρίξει στην πιάτσα ως αναγκαστική πελατεία των Κολλεγίων.


«Ωραία», θα πει κανείς. «Αλλά η πανεπιστημιακή αστυνομία τι σχέση έχει με όλα αυτά;». Έχει. Γιατί ο σκοπός της ΝΔ δεν είναι απλώς και μόνο να κόψει κόσμο από τα πανεπιστήμια και να τον στείλει στα κολλέγια. Είναι να αλλάξει και τα ίδια τα πανεπιστήμια.


Η Δεξιά ποτέ δεν χώνεψε πραγματικά την αυτονομία των πανεπιστημίων. Ποτέ δεν χώνεψε πως τα πανεπιστήμια είναι χώρος ελευθερίας, επιστημονικής αλλά και κοινωνικής αμφισβήτησης, χώρος αντίστασης, πως δεν είναι απλώς ένα εκπαιδευτήριο και για αυτό έχουν ξεκινήσει ιστορικά τόσα πολλά κινήματα μέσα από τα πανεπιστήμια.


Ποτέ δεν χώνεψε πως οι καθηγητές μπορούν να διαμορφώνουν οι ίδιοι το πρόγραμμα σπουδών, μακριά από τις επιθυμίες των κυβερνήσεων και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.


Ποτέ δεν χώνεψε πως οι ειδικές συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας που είναι συνυφασμένες με την κουλτούρα και την παγκόσμια ιστορία του πανεπιστημίου -από την αυτοδιοίκηση μέχρι τις Γενικές Συνελεύσεις των Φοιτητικών Συλλόγων και το πανεπιστημιακό άσυλο- έκαναν τα πανεπιστήμια φυτώρια αγώνων.


Τα πανεπιστήμια ήταν και είναι σχολεία δημοκρατίας. Και, ασφαλώς, η δημοκρατία είναι μια δύσκολη και αντιφατική άσκηση, με τα δικά της προβλήματα.


Αλλά για κάποιους δεν είναι και μια επιθυμητή άσκηση. Η διαρκής παρουσία της αστυνομίας στα πανεπιστήμια έχει σκοπό να τελειώσει το δημοκρατικό πανεπιστήμιο της αμφισβήτησης και της κριτικής σκέψης.


Ας φανταστούμε τι σημαίνει να γίνεται μάθημα ή Γενική Συνέλευση ενός Συλλόγου Φοιτητών και έξω από το αμφιθέατρο να υπάρχει αστυνομία.


Ας σκεφτούμε τι μήνυμα θα παίρνουν οι πρωτοετείς όταν μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και βλέπουν κάμερες παντού. Και όχι μόνο στο πεδίο της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων.


Ήδη είναι πολύ δύσκολο για τους καθηγητές να «σπάσουν» την αντίληψη των παιδιών για την γνώση, όπως την έχουν αποκτήσει στο σχολείο. Να γκρεμίσουν την ιδέα πως η γνώση είναι κάτι το «αντικειμενικό» που δεν χωράει αμφισβήτηση, γιατί έτσι μας την δίνουν οι θεσμοί κι έτσι πρέπει να την μάθουμε γιατί αν την αμφισβητήσουμε δεν θα γράψουμε καλά στις Πανελλήνιες.


Σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο, με το κλίμα της διαρκούς επιτήρησης, πόσο πιο δύσκολο θα είναι για τους καθηγητές να εισάγουν στην αντίληψη των φοιτητών τους την ιδέα ότι η γνώση δεν είναι φτιαγμένη από πέτρα, αλλά από πυλό. Ότι πλάθεται. Πως το πανεπιστήμιο δεν είναι απλώς μια προέκταση του σχολείου. Αλλά, αντιθέτως, πως αν δεν αμφισβητείς τον κόσμο που σε περιβάλλει και όσα σου λένε για αυτόν, αν δεν τα βλέπεις όλα κριτικά, τότε ούτε επιστήμονας μπορείς να είσαι, ούτε πολίτης.


Τώρα, όλα τα κομμάτια έχουν μπει στη θέση τους. Η Δεξιά αντίληψη θέλει να αφήσει έξω από το πανεπιστήμιο τους πολλούς, για να μην έχουν απαιτήσεις. Και να υποτάξει τους λίγους που θα μπουν, για να μάθουν από μικροί να μην αντιστέκονται. Το παζλ στέκει μπροστά μας. Το κοιτάζουμε. Και σαν την άβυσσο του Νίτσε, μας κοιτάει πίσω κι αυτό. Και απειλεί να μας καταπιεί.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Πού ’ναι η μπάλα;

 https://www.avgi.gr/politiki/378676_poy-nai-i-mpala


Έχετε δει κάτι βιντεάκια από ποδοσφαιρικούς αγώνες όπου ένας παίκτης πετάει με τακουνάκι την μπάλα πίσω του, αλλά συνεχίζει να τρέχει και οι αντίπαλοί του δεν καταλαβαίνουν τι έγινε και συνεχίζουν να τον κυνηγάνε; Κάπως έτσι μοιάζει αυτές τις μέρες ο διάλογος για τον Νόμο Κεραμέως για τα πανεπιστήμια. Πάμε να δούμε το γιατί.


Αν σταματήσουμε έναν τυχαίο άνθρωπο στον δρόμο και τον ρωτήσουμε τι συζητιέται αυτές τις μέρες στη Βουλή, αν παρακολουθεί την επικαιρότητα, θα μας πει ότι συζητάνε για την πανεπιστημιακή αστυνομία. Αν ρωτήσουμε και έναν τυχαίο πολιτικοποιημένο ή και κομματικά οργανωμένο, θα πάρουμε την ίδια απάντηση. Κι αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία της Κεραμέως και της Ν.Δ., για την οποία δεν κουράστηκαν καθόλου. Δηλαδή το ότι η συζήτηση έχει πάει στο πιο ευνοϊκό πεδίο για τη Ν.Δ. και την ατζέντα και στο πιο δύσκολο για εμάς. Γιατί, απλούστατα, ο κόσμος έχει δεχτεί τέτοια προπαγάνδα για τα πανεπιστήμια, που δεν είναι πάντα εύκολο να πειστεί ότι η αστυνομία θα κάνει κακό. Γιατί πρέπει να του εξηγήσεις. Να του εξηγήσεις ότι αυτό συγκρούεται με την ευρωπαϊκή παράδοση των πανεπιστημίων, ότι ο ελεύθερος επιστημονικός και πολιτικός διάλογος και η πρακτική δεν συνδυάζονται με την αστυνόμευση, ότι είναι πολύ προβληματικό να μην είναι προτεραιότητα η πρόσληψη καθηγητών, αλλά η πρόσληψη αστυνομικών. Δηλαδή ένα θέμα που χωράει πολλή, μα πάρα πολλή κουβέντα για να αλλάξεις τη γνώμη των ανθρώπων. Φέξε μου και γλίστρησα.


Αντιθέτως, δίπλα σ’ αυτό υπάρχει άλλο ένα ζήτημα που φέρνει το νομοσχέδιο Κεραμέως. Και είναι κάτι για το οποίο υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι πολιτών που τους αφορά άμεσα, δεν το γνωρίζουν και αν το μάθουν, θα εξοργιστούν με την κυβέρνηση. Και είναι η μείωση των εισακτέων. Με τον νέο τρόπο με τον οποίο θα ορίζεται ο αριθμός τους -με τα πανεπιστήμια να επιλέγουν ως βάση ένα ποσοστό του μέσου όρου της επίδοσης των υποψηφίων στις Πανελλαδικές, που όμως δεν θα μπορεί να είναι απεριόριστου εύρους- υπολογίζεται πως σχεδόν το ένα τρίτο του αριθμού των υποψηφίων που πέρσι μπήκαν στο πανεπιστήμιο φέτος θα μείνουν εκτός. Δηλαδή η ελληνική οικογένεια πρέπει να μάθει ότι η κυβέρνηση πετάει τα παιδιά της έξω από το πανεπιστήμιο. Τους στερεί την ευκαιρία να έχουν μια καλύτερη ζωή.  Όμως η ελληνική οικογένεια δεν ακούει αυτό. Ακούει από όλους ότι η κυβέρνηση θέλει να βάλει στα πανεπιστήμια την αστυνομία. Και έτσι πιστεύει ότι τα παιδιά της θα σπουδάσουν σε ένα ασφαλές περιβάλλον, ενώ δεν ξέρει ότι στην πραγματικότητα δεν θα σπουδάσουν καθόλου!


Όταν θέλουμε να πετύχουμε μια νίκη, ψάχνουμε στις πρωτοβουλίες του αντιπάλου τον αδύναμο κρίκο. Το σημείο στο οποίο να ασκηθεί πίεση μπορεί να έχει πιο μεγάλα αποτελέσματα από ό,τι σε άλλα. Στο νομοσχέδιο Κεραμέως ο αδύναμος κρίκος μπορεί να αποδειχτεί ότι κινηματικά είναι η αστυνομία, αλλά κοινωνικά είναι η μείωση των εισακτέων. Είναι η στέρηση του ονείρου και του δικαιώματος από τα παιδιά της ελληνικής οικογένειας να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή. Και για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης είναι η στέρηση από τα παιδιά τους της δυνατότητας να ζήσουν την εμπειρία των σπουδών που οι ίδιοι έζησαν. Δηλαδή, είναι μια έμπρακτη μείωση του κοινωνικού στάτους της οικογένειάς τους, του επιπέδου της. Και μέσω αυτού μπορούν να καταλάβουν ποιον σκοπό εξυπηρετεί πραγματικά η αστυνομία στα πανεπιστήμια, με ποιον τρόπο θα τα αλλάξει. Κι αν η μείωση των εισακτέων είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της κυβέρνησης, ο δικός μας δυνατός κρίκος είναι αυτή τη φορά η οικογένεια. Ο πιο ανθεκτικός και πολυλειτουργικός θεσμός της Ελλάδας. Να τον πάρουμε με το μέρος μας. Να του δείξουμε ότι εμείς, οι υπερασπιστές του πανεπιστημίου, είμαστε αυτοί που υπερασπίζονται και τα συμφέροντά της. Αλλιώς αλλού θα τρέχουμε εμείς κι αλλού θα είναι η μπάλα.