Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Απέχοντας και ψηφίζοντας


Άλλη μια φορά εκλογές και άλλη μια φορά που προέκυψε ένα πλούσιο υλικό προς αξιολόγηση, το οποίο κινδυνεύει να χαθεί μέσα από φωνές που διεκδικούν δικαιώσεις. Εδώ θα περιοριστούμε σε δύο σχόλια για την αποχή και την πολιτική ταυτότητα της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση για την αποχή που ξεκίνησε με το κλείσιμο της κάλπης γίνεται με τρόπο που δεν επιτρέπει να δούμε την πραγματική της διάσταση. Η ανάγκη να μειωθεί η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και να δικαιωθούν άλλες επιλογές που αυτοπαρουσιάζονται ως πιο αριστερές και συνεπείς προς το Όχι του δημοψηφίσματος έκανε την αποχή σύνθημα σε στόματα και πληκτρολόγια από όπου μαθαίνουμε πως «ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν λιγότεροι από δύο στους δέκα Έλληνες, άρα μην πανηγυρίζετε».
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί εδώ, αν θέλουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα μέσα από τον ορυμαγδό, δεν είναι η συνολική τυπική αποχή και τα ταχυδακτυλουργικά με τους αριθμούς, αλλά η αύξησή της.

Καταρχάς, όμως, να σημειώσουμε τρία πράγματα. Πρώτον, η τυπική συμμετοχή είναι 57% σε εκλογικούς καταλόγους συνολικά 9.840.000 πολιτών. Αν αφαιρέσουμε τους υπερήλικους, τους πολλούς μεταναστεύσαντες και τους νεκρούς -γιατί οι κατάλογοι δεν ανανεώνονται τακτικά και πάντα βρίσκουμε δεκάδες θεωρητικώς υπεραιωνόβιους- το ποσοστό αυτό μεγαλώνει. Ενδεικτικά, θεωρώντας πως το πραγματικό σύνολο των εν δυνάμει ψηφοφόρων είναι οκτώ εκατομμύρια (αρκετά λογικό για μια Ελλάδα έντεκα εκατομμυρίων), η συμμετοχή φτάνει στο 70%, άρα η αποχή στο 30%.
Δεύτερον, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την πολιτική χρήση της αποχής, γιατί, αν την αποδώσουμε στο ότι οι άνθρωποι που την επιλέγουν δεν βολεύονται στο πολιτικό σύστημα και το απαξιώνουν, τότε -αφού εξηγήσουμε το γιατί δεν κατάφεραν αυτούς τους δυσαρεστημένους από το σύστημα να τους πείσουν όσοι κινήθηκαν ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατηγορούσαν πως εξελίχθηκε, υποτίθεται, σε «μία από τα ίδια»- κινδυνεύουμε να της αποδώσουμε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που δεν έχει, ενώ, αντιθέτως, παραδοσιακά φέρει μεγάλο βαθμό μικροαστικής πολιτικής αντίληψης, ειδικά για όσους απέχουν σταθερά.

Τρίτον, στο δημοψήφισμα η τυπική συμμετοχή ήταν γύρω στο 60%, αλλά, αν μας έλεγε κάποιος πως το πραγματικό ποσοστό του Όχι δεν είναι 62%, αλλά 35%, και πως το 40% των Ελλήνων δεν ψήφισε διότι, για παράδειγμα, δεν του χωρούσε το εκβιαστικό δίλημμα του δημοψηφίσματος, κανένας αριστερός (ή απλώς λογικός) άνθρωπος δεν θα ήταν τόσο δεκτικός σε αυτή τη θέση.

Το συνολικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά μόλις 0,9% και οι συνολικοί του ψηφοφόροι κατά 320.000. Τα ποσοστά του στους αδύναμους οικονομικά δήμους των Β' Αθήνας, Β' Πειραιά και Α' Θεσσαλονίκης ήταν σε εξαιρετικά ύψη είτε μειώθηκαν ελαφρώς (Β' Αθήνας) είτε παρέμειναν σταθερά (Β' Πειραιά) είτε αυξήθηκαν αισθητά (Α' Θεσσαλονίκης), σε ποσοστά μεταξύ 39% και 42%. Τα νούμερα πάντα προσφέρονται για ερμηνείες. Αρκεί αυτές να μην είναι εύκολες. Γιατί τότε βρισκόμαστε με δύο αναλύσεις που κάποια πάσχει, αφού από τη μια λέμε πως ο λαός της 5ης Ιουλίου ήταν ηρωικός λέγοντας το Όχι και, από την άλλη, πως ο λαός της 20ής Σεπτεμβρίου ήταν υποταγμένος στη μοίρα του ψηφίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει και στις δύο περιπτώσεις μια προοπτική βελτίωσης της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση, η κατά 7% αύξηση της αποχής παραμένει πολύ σημαντική. Δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κόπωση των ψηφοφόρων από τις συνεχείς εκλογές και τα έξοδα μετακίνησης των ετεροδημοτών. Κομβική της αιτία είναι η απογοήτευση από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και την αμφισβήτηση τού κατά πόσο οι εκλογές μπορούν να φέρουν μια διαφορετική πολιτική.

Η ανατροπή αυτής της πεποίθησης θα είναι δείκτης και εργαλείο επιτυχίας της νέας κυβέρνησης, αφενός διότι θα σημαίνει πως θα έχει αποδείξει τη διαφορά των στοιχείων της δικής της πολιτικής -αυτή τη φορά στην εφαρμοσμένη πολιτική, δηλαδή στην καθημερινότητα των ανθρώπων και όχι στη διαπραγμάτευση, όπου η τεράστια προσπάθεια ήταν πολύ δύσκολο να αγνοηθεί-, αφετέρου διότι η συμμετοχή των ανθρώπων στην πολιτική διαδικασία είναι απαραίτητη για την επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αν οι πολλαπλοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί δεν έρχονται στο φως, κανείς δεν θα μπορέσει να τους διευθετήσει προς όφελός μας.

Για μια θετική ψήφο τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ

http://www.neolaia.gr/2015/09/17/thetiki-psifo-twra-ston-siriza/


Δεν θέλω να συζητήσω πολύ για την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση, γιατί έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα. Το σχέδιο ήταν αυτό που ήταν, εγκεκριμένο από συνέδρια και κεντρικές επιτροπές. Διαπραγμάτευση εντός του ευρώ, με όριό μας την επιβίωση του λαού.Αυτή η τακτική βασιζόταν σε κάποιες προϋποθέσεις, κυρίως στο ότι μέσω της διεθνοποίησης του ελληνικού ζητήματος θα δημιουργούνταν στην Ευρώπη μια συμμαχία χωρών ενάντια στη Γερμανία, στο ότι οι εταίροι δε μπορούσαν με τίποτα να σηκώσουν οικονομικά το βάρος της εξόδου μας από την ευρωζώνη και στο ότι θα πιέζαμε μέσω των σχέσεων μας με άλλες χώρες.

Τελικά, κάποια έγιναν ανεπαρκώς και κάποια καθόλου. Μια συμμαχία στήθηκε. Γαλλία και Ιταλία πήγαν κόντρα στα σχέδια του Σόιμπλε γιατί κατάλαβαν πως θέλει να τις έχει και αυτές υποχείριά του, αλλά δεν ήταν τελικά έτοιμες να το φτάσουν στα άκρα. Ίσως, η σύγκρουση ανεβλήθη για αργότερα. Άλλωστε, οι παραδοσιακές ηγεσίες πάντα ξέρουν να παίζουν με τον χρόνο και τις συνθήκες. Από την άλλη, η Μέρκελ φάνηκε πως όντως ήθελε να αποφύγει το Grexit, αλλά ο Σόιμπλε την πρόλαβε στη στροφή, έκανε καλύτερες κοινωνικές συμμαχίες, τα βρήκε με το ΔΝΤ πίσω από την πλάτη της και τελικά μας εκβίασε με την διάλυση των τραπεζών και την απόλυτη χρεοκοπία, γιατί πίστεψε πως θα άντεχε το οικονομικό κόστος μιας χρεοκοπίας εντός της ευρωζώνης, αλλά όχι το πολιτικό κόστος του να νικήσουμε και να γεμίσει μετά η Ευρώπη από διάφορους ΣΥΡΙΖΑ. Και τέλος, η Ρωσία και η Κίνα όχι απλώς δεν πίεσαν τους δανειστές μας, αλλά μας έβαζαν και ως όρο για να έχουμε εμπορικές σχέσεις και να γίνουν επενδύσεις όπως ο αγωγός αερίου το να παραμείνουμε εντός ΟΝΕ. Τόσο απλά. Το παιχνίδι παραείναι σύνθετο και δεν παίζεται με δικούς μας κανόνες. Παίξαμε πρώτη φορά και δεν μας πήγε καλά.

Για να τα λέμε, λοιπόν, σωστά τα πράγματα, το πραγματικό όριο της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η παραμονή στο ευρώ, αλλά η αποφυγή της διάλυσης των τραπεζών, δηλαδή της χρεοκοπίας της χώρας, δηλαδή αυτό που είπαμε στην αρχή: η επιβίωση του λαού. Γιατί η άτακτη χρεοκοπία δεν θα άφηνε περιθώριο ούτε για μια στοιχειωδώς ανεκτή διαβίωση, ούτε για πολιτική χωρίς βία και πανικό. Και ασφαλώς, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έλεγε για υπογραφή μιας συμφωνίας λιτότητας, αλλά δεν έλεγε και για χρεοκοπία. Και δεν έλεγε, γιατί είναι η ελάχιστη αυτονόητη υποχρέωση που αναλαμβάνει μια κυβέρνηση, η αποφυγή της χρεοκοπίας. Από εκεί και πέρα, κανείς πολιτικός αντίπαλος δεν μπορεί να κουνάει το δάχτυλο. Όχι αυτοί που μας έφεραν ως εδώ, μας έδεσαν χειροπόδαρα και μας έλεγαν να υπογραφεί όποια συμφωνία κι αν μας δώσουν. Μα ούτε αυτοί που υποστήριζαν εδώ και καιρό τη δραχμή αλλά δεν έφεραν ποτέ καμία εμπεριστατωμένη μελέτη, αν και ο Π. Λαφαζάνης δήλωσε στο ντιμπέιτ πως δεν χρειάζεται καμία μελέτη για την αλλαγή του νομίσματος γιατί είναι πολύ απλό πράγμα και ο Κ. Λαπαβίτσας πως χρειάζεται σχέδιο, αλλά μόνο μια κυβέρνηση μπορεί να το βγάλει, άρα παραδέχεται πως ούτε ο ίδιος έχει τώρα σχέδιο. Άλλωστε, ο Τσίπρας προέκυψε πως είχε ζητήσει από τον Βαρουφάκη σχέδιο αντιμετώπισης του Grexit, δεν το απέφυγε, αλλά το σχέδιο δεν ήταν πειστικό. Και δεν μπορούν να κουνάν το δάχτυλο, επίσης, διότι αν πίστευαν ότι είναι αναπόφευκτη η αποτυχία αν δεν πάμε στη δραχμή, όπως λένε (και πάλι, όχι καθαρά) τώρα, θα έπρεπε να μην έχουν συμμετάσχει στις εκλογές του Γενάρη με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και να μπουν στην κυβέρνηση και να παρασύρουν τον κόσμο, αλλά να τον προστατεύσουν. Αφού δεν το έκαναν προκύπτει πως ούτε καν αυτοί ήταν σίγουροι για τη θέση τους αυτή. Ακόμη περισσότερο, όμως, δεν μπορούν να κουνάν το δάχτυλο αυτοί που όλο αυτόν τον καιρό υποστήριζαν το σχέδιο και την τακτική που είχε ορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και στο παρά πέντε, δυσαρεστημένοι από την ήττα στη διαπραγμάτευση, ξαφνικά άλλαξαν λεζάντα και χωρίς το παραμικρό ίχνος αυτοκριτικής τώρα καταγγέλουν σφόδρα, λες και δεν ήταν ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ και δεν στήριζαν και συνδιαμορφώναν αυτήν την τακτική που έχασε. Ίσως, γιατί πρέπει να φωνάξουν ακόμη περισσότερο τώρα την νέα τους γραμμή, για να καθιερωθούν στον νέο τους περιβάλλον, ως νεοφώτιστοι.

Αλλά φτάνει με τους άλλους. Να πάμε στον μόνο που έχει δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλο. Στον κόσμο. Που περίμενε να δει να βελτιώνεται η ζωή του μέσα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και σε μεγάλο βαθμό, δεν το είδε. Αυτός ο κόσμος που έφτασε να δώσει το μαγικό 62% του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα, που ριζοσπαστικοποιήθηκε ατελώς αλλά έβαλε πλάτη στα δύσκολα. Σε αυτούς τους ανθρώπους αξίζει μια πολύ καλή εξήγηση. Και μαζί, μερικοί πολύ καλοί λόγοι για να τους ζητήσουμε να στηρίξουν ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ με ψήφο θετική.

Ο κόσμος αυτός είδε μια κυβέρνηση να δίνει μια μεγάλη μάχη. Αναμφισβήτητα. Αλλά οι καλές προθέσεις και οι προσπάθειες δεν τρώγονται. Σύμφωνοι. Κάποια από τα πράγματα, όμως, που έγιναν την ίδια περίοδο, «τρώγονται», δηλαδή αφορούν την καθημερινότητα και την επιβίωση των ανθρώπων. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι ευνοήθηκαν από τον νόμο κατά της ανθρωπιστικής κρίσης, μεταξύ άλλων συνδέοντας πάλι το ρεύμα στα σπίτια τους, ένα εκατομμύριο άνθρωποι και νομικά πρόσωπα ρύθμισαν τα χρέη τους με τον νόμο για τις εκατό δόσεις, 7.500 οικογένειες κέρδισαν ξανά τις δουλειές τους με τις επαναπροσλήψεις στο δημόσιο, η πρώτη κατοικία προστατεύτηκε ρητά από τις τράπεζες, καταργήθηκε το 5ευρώ για τα νοσοκομεία, φρέναρε ο νόμος για τις μαζικές απολύσεις. Δηλαδή, αναιρέθηκαν πράγματα που δεν ήταν απλώς παράπλευρες συνέπειες της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά καθαροί στόχοι, ειδικά αν σκεφτούμε τον Γεωργιάδη να φωνάζει «το Μνημόνιο είναι ευλογία» και «δεν θα μου πάρει εμένα την δόξα ο Τόμσεν, εγώ τις θέλω τις απολύσεις», τον Βορίδη να λέει «δηλαδή τι θέλετε, να μην παίρνουν οι τράπεζες τα σπίτια και να μην εισπράττουν τα χρέη;» και τον ίδιο τον Σαμαρά να λέει πως «τα μέτρα του Μνημονίου φέρνουν την ανάπτυξη». Τι θα γινόταν αν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ αυτούς τους μήνες ήταν η ΝΔ; Και τι θα γίνει αν επανέλθει; Θα μείνουν όλα αυτά στη θέση τους ή σε λίγο θα χαθούν ξανά;

Ο κόσμος, επίσης, θέλει να δει κάποια ισοδύναμα για τα μνημονιακά μέτρα. Και κυρίως, θέλει να πειστεί πως η χώρα δεν θα είναι σε τόσο ασφυκτικό κλοιό, ώστε να μην μπορεί να ασκήσει καμιά δικιά της πολιτική, ώστε να μην μπορεί να βγει από το καταστροφικό σπιράλ της λιτότητας. Και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα, γιατί τα μέτρα είναι υφεσιακά και αν εφαρμοστούν πλήρως θα μεγαλώσουν τη φτώχεια. Αλλά είναι και εντελώς απλά. Γιατί όπως και να είναι η κατάσταση, είναι πολύ προτιμότερο να την αντιμετωπίσει με μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δίπλα του, που θα μάχεται για να ανοίγει όσο πιο πολλές ρωγμές μπορεί στη συμφωνία και να δημιουργεί αναστατώσεις στην Ευρώπη. Ήδη, το κλίμα δείχνει να αλλάζει. Από την πανευρωπαϊκή κατακραυγή προς τη Γερμανία, μέχρι την εκλογή του αριστερού Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών στην Αγγλία, τα πράγματα ήδη ανακατώνονται. Δεν χάθηκε ο πόλεμος. Χάθηκε ο στόχος να αλλάξουμε τα πάντα μέσα σε έξι μήνες. Δικαιούμαστε όμως να κάνουμε την προσπάθεια να αλλάζουμε κάθε φορά όσο πιο πολλά μπορούμε, να αλλάζουμε έτσι το συσχετισμό δύναμης και να μπλεκόμαστε σε αυτό το σύνθετο πολιτικό παιχνίδι, από το οποίο ο αναχωρητισμός δεν λύνει κανένα πρόβλημα.

Τέλος, αν ήθελα συνοπτικά να απαριθμήσω κάποιους ακόμη λόγους για τη στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγα πως:
Τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα και κινήματα αλλά και τα συνδικάτα ελπίζουν πολύ στον ΣΥΡΙΖΑ και κοιτάν πάντα στην Ελλάδα με ελπίδα. Μια ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα τους έστελνε το μήνυμα πως όλα τέλειωσαν, το αριστερό φιλολαϊκό εγχείρημα στην Ελλάδα κατέρρευσε, δεν υπάρχει πια ελπίδα και εναλλακτική και θα γυρνούσαν τα πάντα πολλά χρόνια πίσω.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια νίκη του Σόιμπλε, ένας απόλυτος θρίαμβος του εκβιασμού. Η κατάρρευση κάθε πεδίου αντίστασης, η απόλυτη παράδοση του ελληνικού λαού στη λιτότητα, η απόλυτη παραδοχή της μοίρας μας.
Όχι απλώς θα αναιρεθούν, σε περίπτωση ήττας, τα επιτεύγματα της κυβέρνησης, αλλά η χώρα θα επιστρέψει συνολικά στα χέρια αυτών που την έφεραν ως εδώ και η απογοήτευση που θα έρθει στον κόσμο θα είναι τεράστια, όλοι θα πιστέψουν πως τίποτα πια δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε στο ζήτημα της διαφθοράς, της διαπλοκής, της λειτουργίας του κράτους.
Πιστεύουν κάποιοι αριστεροί πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα χάσει, θα μείνει χώρος για να φτιαχτεί ένα νέο αριστερό εγχείρημα που θα ανθίσει σύντομα επειδή θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κόσμου. Τίποτα πιο απατηλό. Γιατί η πολιτική διαδικασία δεν είναι αυτόματη και άρα το ότι θα εκπροσωπήσεις τα συμφέροντα του κόσμου δεν σημαίνει ότι ο κόσμος θα προστρέξει. Διότι, απλούστατα, όταν κατέρρευσε ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός η ήττα του παρέσυρε όλες τις εκδοχές της Αριστεράς, από τις πιο απολογητικές του μέχρι τις πιο κριτικές, ακόμη και αυτές που με την κατάρρευση δικαιώθηκαν απολύτως στην κριτική τους. Αλλά για τον κόσμο διαψεύστηκε οτιδήποτε αριστερό και μας πήρε είκοσι χρόνια για να υπάρξει ξανά η Αριστερά με σοβαρούς όρους. Έτσι και τώρα, αν καταρρεύσει το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο είναι πως κανένα άλλο αριστερό εγχείρημα δεν θα μπορέσει να συμμαζέψει την απελπιστική απογοήτευση των λαϊκών στρωμάτων και η εξέλιξη θα μοιάζει με κατολίσθηση. Το ρίσκο παραείναι μεγάλο για να παίζουμε, γιατί το κενό που θα δημιουργηθεί δεν ξέρουμε ποιος θα το καλύψει και ειδικά με δεδομένο πως η Χρυσή Αυγή παραμένει τρίτο κόμμα και η απελπισία θα τροφοδοτήσει τη βία. Η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι βασικός όρος για τη διατήρηση της κοινωνίας.

Αν λοιπόν θεωρούμε πως η Αριστερά είναι κι αυτή μια πολιτική δύναμη και άρα δικαιούται -μάλλον, είναι υποχρεωμένη- να χάνει κάτι για να κερδίσει κάτι άλλο, να πετυχαίνει επιμέρους νίκες, όσες μπορεί να φέρει ο αγώνας της σε κάθε συγκυρία και σε κάθε συσχετισμό δύναμης, ακριβώς για να μπορεί με μικρές και μεγάλες νίκες, συγκρούσεις και τομές να μετατοπίζει τον συσχετισμό δύναμης στην πορεία κερδίζοντας έδαφος, αν η Αριστερά θεωρούμε πως δικαιούται και αυτή να πάρει λίγο χρόνο για να μπορέσει να βελτιώσει τη θέση της και να δώσει μάχες με καλύτερους όρους, και πως μπορούμε να την κρίνουμε σε βάθος χρόνου και όχι μόνο σε εφτά μήνες, τότε αξίζει μια θετική ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ. Με την προϋπόθεση πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναζητά διαρκώς τους τρόπους (γιατί θα είναι συνδυασμών τρόπων και μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν) που θα του επιτρέπουν στο τέλος να ξεπεράσει τον εκβιασμό, αν του τεθεί εκ νέου.

Σε αντίθεση με τις φωνές που έλεγαν ότι έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ αφού έχασε και δεν κατήργησε τα Μνημόνια να παραιτηθεί, πως δεν έπρεπε να υπογράψει τη συμφωνία και να αμαυρώσει το όνομα της Αριστεράς, εμείς λέμε πως το όνομά μας θα το αμαύρωνε το να εγκαταλείψουμε τον κόσμο μόνο του, αντιμέτωπο με τις συνέπειες και των δικών μας ενεργειών. Η συνεπής αριστερή στάση δεν είναι το «έτσι που τα κάναμε, ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα». Η συνεπής με τις καλύτερες στιγμές της Αριστεράς στάση είναι το «έτσι όπως τα κάναμε, έτσι όπως μας τα έκαναν, έτσι πως έγιναν τα πράγματα, δεν έχει σημασία, θα κάτσουμε εδώ να τα υποστούμε όλα μαζί με τον κόσμο, να τα παλέψουμε. Να αναλάβουμε, δηλαδή, το βάρος, να προσπαθούμε συνέχεια να προστατεύουμε τους ανθρώπους σαν εμάς και την ίδια στιγμή, καθημερινά, να ακούμε την κριτική τους». Όχι άλλα καθαρά αλλά αδούλευτα χέρια, όχι άλλες περήφανες ήττες. Είναι πια η ώρα να μην κάνουμε πίσω.

Ο Στάλιν και ο ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή των Μνημονίων: πολεμώντας πριν τον πόλεμο.


Έτσι πως φτάσαμε εδώ, ας κάνουμε την παραδοχή πως κάτι πολύ σοβαρό φαίνεται πως ηττήθηκε. Φαίνεται πως ηττήθηκε μια στρατηγική και μια τακτική. Η στρατηγική πως μπορούμε εντός του παρόντος συσχετισμού δύναμης στην ευρωζώνη να ασκήσουμε πολιτική αντι-λιτότητας. Η τακτική πως οι αντίπαλοί μας (αυτό, ούτε εταίροι, ούτε σύμμαχοι, αλλά ταξικοί αντίπαλοι) δεν θα τολμήσουν να μας βγάλουν εκτός ευρώ γιατί θα το πληρώσουν στο πολλαπλάσιο. Φαίνεται πως έτσι, λοιπόν, βουτήξαμε στον οικονομισμό. Γιατί αν σκεφτούμε λίγο πιο πολιτικά, θα δούμε πως αν ο Σόιμπλε είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ρίσκα, στον κίνδυνο να πάθει μια τεράστια οικονομική ζημία η ευρωζώνη και στον κίνδυνο να καταρρεύσει πολιτικά ο νεοφιλελευθερισμός και να γεμίσει η Ευρώπη αριστερές κυβερνήσεις, ήταν εξαιρετικά πιθανό να επιλέξει το πρώτο. Εμείς, το πιστέψαμε και επειδή είχαμε την ανάγκη να το πιστέψουμε. Δεν ξέρω αν πραγματικά το πίστευε και η κυβέρνηση. Το δεδομένο είναι πως το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βρέθηκαν να κοιτάνε κάτω από τα πόδια τους να χάσκει το κενό. Άλλωστε, ένα σύστημα που τον Δεκέμβρη του 1944, χωρίς καν να επιδιώξει η Αριστερά στην Ελλάδα να πάρει την εξουσία, έβγαλε στους δρόμους στρατό κατοχής και επιστράτευσε τους συνεργάτες των Ναζί για να την ξεκληρίσει, δεν θα παραδινόταν σήμερα. Σίγουρα όχι για λόγους ηθικών αρχών και δημοκρατικής κουλτούρας.

Να πούμε επίσης πως αυτές τις μέρες διατυπώνονται και επιμέρους κριτικές που χρεώνουν πάρα πολύ σοβαρά λάθη διαχείρισης, τα οποία αποδυνάμωσαν την διαχειριστική θέση της κυβέρνησης. Για το περιβάλλον του προέδρου, πως άφησε τα χρήματα του ELA του Φλεβάρη να φύγουν από τη χώρα με τις μεταφορές των καταθέσεων των πλουσίων, αντί να κάνει μερικό capital control προς το εξωτερικό, πως δεν θέλησε να πάρει τον έλεγχο των τραπεζών και να προκηρύξει νωρίτερα στάση πληρωμών των δόσεων ώστε να καλυφθούν άλλες ανάγκες για καιρό και να υπάρχει μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο διαπραγμάτευσης. Όλα αυτά έχουν σημασία. Και για το πριν, αλλά και για το μετά.

Το βασικό αδύνατο σημείο είναι πως δεν υπήρξε Σχέδιο Β΄, σχέδιο για την απεμπλοκή από τον εκβιασμό του «Μνημόνιο ή δραχμή». Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται μόνο στην απροθυμία της ηγεσίας. Ξέρω πως ήταν συλλογική πλειοψηφική θέση το να μην συζητάμε για τη δραχμή. Στο σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ, καμιά αυταπάτη για τη δραχμή», ασφαλώς ο καθένας ρίχνει το βάρος εκεί που προτιμάει. Και από αυτό φαίνεται ότι το σύνθημα αυτό δεν ήταν πολιτική τακτική, αλλά κάτι που θα επέτρεπε να είναι στο ίδιο κόμμα δύο αποκλίνουσες πολιτικές στρατηγικές. Είναι, όμως, ακόμη, αποκλίνουσες;

Κάτι ακόμη για το ευρώ. Αν θέλαμε να φτιάξουμε σχέδιο εξόδου θα έπρεπε αυτό να πληροί τρεις προϋποθέσεις:

1) Να είναι τεχνικά βιώσιμο, δηλαδή να αποδεικνύει πως υπάρχει τρόπος να ζήσει στοιχειωδώς ο κόσμος για κάποιο καιρό -παρά το ότι η Ελλάδα δεν έχει τροφική αυτάρκεια (όπως είχε η Αργεντινή)- πως θα έχουμε επάρκεια σε φάρμακα αν αδυνατούμε να προμηθευτούμε πρώτες ύλες από την Ευρώπη και πως θα αντέξουν οι τράπεζες χωρίς να μας εξαερωθούν όλες οι καταθέσεις -όπως απειληθήκαμε- ή αναγκαστούμε να τις κουρέψουμε μόνοι μας.

2) Να είναι γεωπολιτικά βιώσιμο, δηλαδή να αποδεικνύει ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες θα δέχονταν να έχουμε εμπορικές και πολιτικές σχέσεις που θα μας κρατούσαν όρθιους αν βγαίναμε από την ευρωζώνη και πως αυτή η στήριξη θα είναι σχετικώς επαρκής.

3) Αυτό το σχέδιο να μην λειτουργούσε ενάντια στον ταξικό μας προσανατολισμό, δηλαδή να μην κατέληγε σε ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων προκειμένου ο ελληνικός καπιταλισμός και το εθνικό του νόμισμα να γίνει πιο ανταγωνιστικός απέναντι στους άλλους, άρα, βασικά, να ρίξει το κόστος παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρω αν ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να φτιαχτεί πριν από την ανάληψη της κυβέρνησης, άρα πριν να έχουμε στα χέρια μας όλα τα στοιχεία και τους μηχανισμούς του κράτους. Δεδομένο, παραμένει, πως δεν το είχαμε και δεν το έχουμε.

Ο επόμενος καιρός
Και τώρα; Ας μην γελιόμαστε. Αυτό που έγινε είναι ότι η χώρα δέχτηκε μια μεγάλη ιμπεριαλιστική επιβολή. Ναι, η ευρωζώνη είναι ιμπεριαλισμός. Και από αυτόν πρέπει κάπως να ξεφύγουμε. Η υποχρέωση για έλεγχο και αποδοχή από τους δανειστές όλων των νόμων πριν ψηφιστούν, η απαγόρευση στην κυβέρνηση να ορίζει η ίδια ακόμη και τους Γενικούς Γραμματείς και το σχέδιο να γεμίσει ο τόπος και το κράτος με μικρούς Στουρνάρες, τοποτηρητές των δανειστών, αλλά και διάφορα περιστατικά που ήδη προκύπτουν το μαρτυρούν αυτό: η χώρα μπαίνει σε καθεστώς αποικίας.

Αυτές τις μέρες έχουν ήδη φανεί δυο σχέδια για την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ. Το ένα είναι αυτό που κάποιοι εισηγούνται στον Αλέξη Τσίπρα, να πάει σε γρήγορες εσωκομματικές διαδικασίες και γρήγορες εκλογές, με μόνο πρακτικό στόχο να εκκαθαρίσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα και με μόνο προεκλογικό επίδικο την εφαρμογή του Μνημονίου με τη διαρκή αναζήτηση ισοδύναμων. Υπάρχει και μια άλλη οπτική, που πρόλαβε να εκφραστεί ήδη από την επιστολή του συντρόφου Θοδωρή Δρίτσα: να προχωρήσουμε στην εφαρμογή του Μνημονίου για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στη χώρα και να αρχίσουμε άμεσα να σχεδιάζουμε ένα σχέδιο απεμπλοκής.

Τι σόι απεμπλοκή θα είναι αυτή; Το ότι, όπως πλέον παραδεχόμαστε, η Ελλάδα είναι θύμα του ιμπεριαλισμού και περιέρχεται σε καθεστώς αποικίας μας πάει σε δύο συμπεράσματα. Πρώτο, πως από τον ιμπεριαλισμό δεν ξεφεύγεις με μια απόφαση, απλώς αλλάζοντας νόμισμα. Γιατί η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δεν θα αλλάξει, ούτε ο παραγωγικός της ιστός τροποποιείται τόσο εύκολα, άρα οι ίδιες χώρες πάλι θα μας περιβάλουν και τις ίδιες ανάγκες θα έχουμε. Και πως αν βγούμε από την ευρωζώνη, το πιθανότερο είναι πως θα δεχτούμε μια ακόμη μεγαλύτερη επίθεση, έναν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο από την ηγεσία της ευρωζώνης για αποδείξει πως «όποιον βγαίνει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος». Άρα, αυτή η απεμπλοκή ίσως και πάλι να μην είναι νομισματική. Σίγουρα, πάντως, πρέπει να πατάει πάνω στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, την εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων των αντιπάλων και τις διαθέσεις των άλλων λαών. Δεύτερο συμπέρασμα, πως στον ιμπεριαλισμό και την αποικιακή εκμετάλλευση δεν πλήττονται μόνο τα εργατικά στρώματα. Πλήττεται και ένα σημαντικό μέρος της μικρής, μεσαίας, αλλά και της μεγάλης αστικής τάξης. Από τα μαγαζιά και τις παραγωγικές μονάδες (που εξαφανίζονται προς όφελος των μεγάλων εγχώριων επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς, αλλά και υπέρ των ξένων ανταγωνιστών τους που θα πάρουν μερίδιο στην ελληνική αγορά) μέχρι την φαρμακοβιομηχανία (που λόγω της απελευθέρωσης των τιμών σε λίγα χρόνια μπορεί να έχει εξοντωθεί από τον ανταγωνισμό των πέντε-έξι μεγάλων βιομηχανιών που θα μείνουν στον κόσμο) υπάρχουν μερίδες της αστικής τάξης που πλήττονται από την πολιτική της ευρωζώνης. Αντιαποικιακός αγώνας, λοιπόν, ποτέ στην ιστορία, αλλά ούτε και τώρα, δεν υπάρχει χωρίς τη στρατηγική συμπερίληψη και όσων πλήττονται από τη μεριά της αστικής τάξης. Ναι, ίσως θέλουμε τώρα μια εθνική αστική τάξη.

Το σχέδιο, λοιπόν, είναι σύνθετο. Πολύ σύνθετο. Αλλά πρέπει να φτιαχτεί. Αλλιώς, στο τέλος, και παρά τις αντίθετες δημοσκοπικές ενδείξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ θα σαρωθεί από την κοινωνική κίνηση, η οποία δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση θα είναι. Και σίγουρα στο νέο αυτό πλαίσιο μας, αυτά τα δυο πολιτικά σχέδια που υπήρχαν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια και τόσο αποκλίνοντα και ασυμφιλίωτα. Κάθε άλλο. Αλλά για να παραμείνουν μαζί χρειάζεται μια νέα τίμια πολιτική συμφωνία για το από δω και πέρα, και σε επίπεδο παραγόντων -αφού ακόμη δεν ξεπεράσαμε τις παμπάλαιες ασθένειές μας- εντός του κόμματος. Και να σταματήσουν όλοι -ΤΩΡΑ- να τραβάνε το σκοινί. Να αποφασίσουν πως από εδώ και πέρα ψηφίζουμε μαζί, αλλά και μαζί διαμορφώνουμε το σχέδιο για την επόμενη μέρα. Ως κομματικό πολεμικό επιτελείο. Γιατί αυτό έχουμε τώρα: να πολεμήσουμε καθημερινά, οργανώνοντας τον μεγάλο πόλεμο πριν τον δώσουμε.

Καλά όλα αυτά, θα πείτε, αλλά ο Στάλιν που στο καλό κολλάει; Είδα πως αυτές τις μέρες πολύ επικαλέστηκαν ξανά τον Λένιν και το παράδειγμα του Μπρεστ-Λιτόφσκ, της συμφωνίας που υπέγραψε χαρίζοντας ρώσικη γη στην Αυτοκρατορική Γερμανία για να κερδίσει χρόνο για τη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω, όμως, πως από την Ιστορία μας υπάρχει ένα ακόμη πιο χρήσιμο παράδειγμα. Όταν το 1939 ο Στάλιν υπέγραψε με τον Χίτλερ το Σύμφωνο Μη-Επίθεσης (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντρομπ) κατηγορήθηκε πως συμμαχούσε με τους Ναζί. Ο Στάλιν, όμως, ήξερε πως νωρίτερα οι Δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις, μαζί με τις ΗΠΑ, προσδοκούσαν πως θα γινόταν μια συντονισμένη με την χιτλερική Γερμανία πανευρωπαϊκή εισβολή στην ΕΣΣΔ για να καταπνίξει την Επανάσταση. Τότε αποφάσισε να υπογράψει ο ίδιος το Σύμφωνο με τον Χίτλερ, ώστε να κερδίσει χρόνο. Αλλά τον χρόνο αυτόν τον αξιοποίησε πραγματικά. Γιατί όσο καιρό ο Χίτλερ πολεμούσε αλλού, ο Στάλιν είχε δώσει την εντολή και στην ΕΣΣΔ ξεβίδωναν ολόκληρα εργοστάσια, τα έβαζαν σε βαλίτσες, τα έστελναν στη σοβιετική ενδοχώρα, σε μέρη που δεν μπορούσε να πλήξει ο Χίτλερ, και τα συναρμολογούσαν ξανά. Και έτσι, όταν δύο χρόνια μετά, το 1941, ήρθε η στιγμή της ναζιστικής εισβολής, ο Στάλιν και η ΕΣΣΔ είχαν πλέον διαμορφώσει τους όρους για να δώσουν αυτόν τον πόλεμο, που αλλιώς θα έχαναν μέσα σε μια εβδομάδα. Και να τον κερδίσουν.

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Εκείνοι που θα ζήσουν…


Κάθισα, έκλεισα τα μάτια, να, έτσι, και σκέφτηκα: εκείνοι που θα ζήσουν ύστερα από εκατό-διακόσια χρόνια έπειτα από εμάς και που εμείς τώρα ανοίγουμε το δρόμο γι’ αυτούς, θα μας μνημονέψουν μ’ έναν καλό λόγο; Κι όμως Βάγια, δε θα μας μνημονέψουν!»

Άντον Τσέχοφ, Ο Θείος Βάνιας


Τσέχοφ έγραψε για να βγάλει από την ψυχή του και να απλώσει μπροστά στα μάτια του κόσμου όλη τη γκρίζα απόγνωση που έβλεπε στην μουντή, άτονη και φοβική ζωή των Ρώσων των αρχών του εικοστού αιώνα. Ήταν, το βλέπουμε, εξαιρετικά απαισιόδοξος. Του το γεννούσε το παρόν του. Πέθανε το 1904, μην προλαβαίνοντας να δει τις μεγάλες μέρες που συντάραξαν την εποχή του και μπογιάτισαν την Ιστορία των επόμενων εποχών, μια δεκαετία αργότερα, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Φαίνεται, όμως, να πίστευε σε καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Θλιβόταν, μόνο, που το κόστος για αυτές τις μακρινές μέρες, που ο ίδιος δεν θα έβλεπε, ήταν η ζοφερά άτονη και αδιέξοδη ζωή των καιρών του. Η θυσία του πριν για το μετά. Και αναρωτιόταν αν, έστω, οι άνθρωποι της εποχής του θα μνημονεύονταν για λίγο από τους επόμενους. Δηλαδή, αν είχε κάποιο μικρό προσωπικό αντίδωρο, κάποια παρηγοριά να τους προσφερθεί για όλο αυτό που ζούσαν.

Το ότι λίγο μετά ήρθε η Επανάσταση είναι, ασφαλώς, μια ειρωνεία τραγική. Δεν ξέρουμε αν φτιάχτηκε ο Οκτώβρης πάνω στη μνήμη των προηγούμενων ή στην ελπίδα των επόμενων. Ας μας λέει ο Μπένγιαμιν ότι για την τάξη, το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας «τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών». Ας μας λένε οι αγωνιστές μας των παλιών χρόνων, με ειλικρίνεια, πως ό,τι έκαναν το έκαναν για εμάς, για να ζήσουμε εμείς. Έτσι το νιώθουν πια, έτσι τους έμεινε με τα χρόνια στην ψυχή. Αλλά στη βάση, οι άνθρωποι ό,τι κάνουν, το κάνουν για το τώρα. Για το καθήκον τους ή για το συμφέρον τους. Ή για το συνταίριασμά των δυο τους.

Για αυτό, το ιδανικό κάθε επαναστάτη θα ήταν να θυμούνται όλοι τη δράση του. Αλλά να ξεχάσουν, για πάντα, το όνομά του. Να θυμούνται, να μνημονεύουν τους αγώνες, όλα όσα οδήγησαν τα πράγματα στο μέλλον. Καλύτερα, να τα θυμούνται αμυδρά. Σαν όνειρο. Να έχουν κερδίσει οι αγώνες, να έχουν πιάσει καλή ρίζα τα αίματα τόσο πολύ, να έχουν φυτρώσει τέτοια λουλούδια στη ζωή που να φαίνονται όλα αυτά τα παλιά τόσο πια μακριά, τόσο παράξενα που να μην πιστεύουν οι επόμενοι, καλά-καλά, πως έγιναν. Να είναι τόσο νέα η ζωή που ζουν οι επόμενοι, τόσο αλλαγμένος ο κόσμος, τόσο ανοιξιάτικος ο νέος ήλιος της Ιστορίας που να μην μπορούν άλλο πια οι καινούριοι να καταλάβουν πως ήταν εκείνα, τα μαυρισμένα, τα παλιά χρόνια. Να μοιάζουν όλα αυτά, πια, σαν έναν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Για τα πολύ μικρά παιδιά. Από αυτά τα περίεργα παραμύθια, που είναι τόσο τρελά που μόνο τα μικρά παιδιά τα πιστεύουν, και τόσο μαγικά, που μόνο αυτά μπορούν να τα ξεκλειδώσουν, για λίγο. Κι έτσι, να ξεχαστούν και τα ονόματα. Γιατί στα παραμύθια σημασία δεν έχουν τα ονόματα. Σημασία έχει να βλέπουμε το δικό μας πρόσωπο στα πρόσωπα του παραμυθιού.

Κι εμείς; Εμείς ανοίγαμε αυτά τα χρόνια δρόμους. Με καθήκον. Εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις για τα παλιά και τις ελπίδες για τα επόμενα. Αλλά για το τώρα. Για την ανταπόκριση σε αυτό το καθήκον. Και δεν το ξέραμε πως μπορεί και να νικήσουμε. Και δεν το νιώθαμε πάντα. Και κάποιες φορές δεν θέλαμε να βλέπουμε μπροστά γιατί τα σύννεφα ήταν πολλά, ο δρόμος μαύρος και ο κόσμος περνούσε από μπροστά μας γελώντας και άλλοτε μας περιεργαζόταν με απορία, που είχαμε βαλθεί να ανοίγουμε τέτοιους δρόμους, πεσμένοι εκεί κάτω, χωρίς να είναι η δουλειά μας. Χωρίς να μας το έχει επιβάλει κάποιος. Κι όμως. Το είχε επιβάλει το καθήκον. Και σκύβαμε και ανοίγαμε το δρόμο, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί αν σταματούσαμε και σηκώναμε λίγο στα σοβαρά το κεφάλι μπορεί και να σταματούσαμε. Όπως σταμάτησαν τόσοι. Μόνο με το κεφάλι κάτω, μόνο κοιτώντας πίσω μπορούσαμε να φτιάξουμε αυτόν τον δρόμο. Πράγματι, «από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων». Από το καθήκον. Για το τώρα. Με την ελπίδα του μέλλοντος, θολή και χωρίς πολύ σκέψη και πίστη, αλλά για να είμαστε συνεπείς απέναντί της. Για το τώρα. Για το καθήκον.

Και ένας κάποιος δρόμος άνοιξε. Το πιστεύαμε – δεν το πιστεύαμε, αυτός άνοιξε. Και τώρα, με παλινδρομήσεις, φόβους, διαθέσεις αντίστροφες, προχωράμε. Σαν τους μεθυσμένους, άλλοτε σαν τους κάβουρες, άλλοτε με φόβο και με βήματα καμιά φορά γρήγορα προς τα πίσω, στην ασφάλεια της περήφανης ήττας των υποδουλομένων προγόνων. Κι άλλοτε μπροστά, με θάρρος, με τον ήλιο του αγώνα από πάνω μας. Εμείς τον σηκώνουμε. Για να φωτίζει εμάς, να ζεσταίνει τους παλιούς, να φτιάχνει τους επόμενους. Και έχουμε κι εμείς μια ευχή: να ξεχαστούμε. Να μην μας μνημονεύει κανείς. Να μην θυμάται ποιος του άνοιξε το δρόμο. Να φαίνεται ο δρόμος αυτονόητος. Να μην έχει γυρισμό. Να έχουν μπει τα οδοφράγματα στον παλιό κόσμο, να έχει καεί το μονοπάτι που μας έφερε, κι εμείς μαζί, να μην μας μνημονεύουν. Να έχουμε νικήσει τόσο πολύ που να έχουν ξεχαστεί οι νικητές. Να μην μας μνημονεύουν. Να μην θυμηθούν ποτέ ονόματα. Να μην σκέφτονται προγόνους. Για να μπορούν να νιώθουν πια «το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών», για να παίρνουν φως από το μέλλον και όχι από πίσω. Για να αρχίσουν την ανθρώπινη ιστορία. Για να σηκώνεται πια ο άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Για να μαθαίνουν τα παιδιά παραμύθια. Με εμάς. Χωρίς τα ονόματά μας. Με τα δικά τους πρόσωπα. Για να μας βγάζουν τη γλώσσα. Με χαμόγελο... Πως αλλιώς μπορεί να είναι ο κομμουνισμός;

Ένα σχόλιο για μία μη-απάντηση

http://www.avgi.gr/article/5647726/ena-sxolio-gia-mia-mi-apantisi

Πριν λίγες μέρες το barikat.gr δημοσίευσε ένα κείμενο του Δημήτρη Καραμάνη με τίτλο «Αν ξεχνάς το διεθνισμό θα σε φάει ο "ευρωπαϊσμός"». Εκεί επισημαίνονταν, κυρίως, δύο πράγματα. Πρώτο, πως σε μία περίπτωση συγκρουσιακής εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι εξαιρετικά πιθανό να ευδοκιμήσει μια εθνοκεντρική διαχείριση της κατάστασης, αφενός σε επίπεδο ιδεολογίας -λόγω της ανάγκης να στηριχθεί ηθικά η νέα δύσκολη κατάσταση στη συνείδηση του κόσμου ως ένας αγώνας για την «εθνική μας αξιοπρέπεια» απέναντι «στους ξένους που μας έβγαλαν από την ευρωζώνη»- αφετέρου ως οικονομική πραγματικότητα, αφού με την έξοδο η ανάγκη να ορθοποδήσει η οικονομία θα συνεπάγεται, καταρχάς, την εδραίωση του εθνικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο τελευταίος, προκειμένου να ορθοποδήσει θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικός έναντι άλλων καπιταλισμών, άρα η ελληνική εργατική τάξη να είναι πιο ανταγωνιστική από την ισπανική, την πορτογαλική και τη γερμανική. Και όπου ακούς ανταγωνιστικότητα, κομμένα μεροκάματα να σου μυρίζουν. Το δεύτερο που επεσήμαινε το κείμενο είναι πως αυτή τη στιγμή μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στους Ισπανούς συντρόφους μας, που με το Podemos περιμένουν τις εκλογές του Νοεμβρίου για να κερδίσουν την κυβέρνηση.

Υπεραπλουστεύεις και ετεροπροσδιορισμοί
Μία μέρα μετά, δημοσιεύτηκε στο Red Notebook κείμενο απάντησης, από την Ντίνα Τζουβάλα και τον Στέφανο Τυροβολά, με τίτλο «Ακροβασίες: η ρήξη με τη λιτότητα ως ...εθνικισμός». Ήδη από τον τίτλο φαίνεται πως οι δύο (αξιόλογοι, και για αυτό και το σχόλιο) συγγραφείς ενέδωσαν σε έναν από τους γλυκύτερους πειρασμούς της παλαιοαριστερής αντιπαράθεσης: το να κάνουν την άποψη του άλλου μια απλουστευτική καρικατούρα, ένα σκιάχτρο της πραγματικότητάς της, ώστε να την γκρεμίσουν εύκολα. Μόνο που εδώ υπάρχει ένας ακόμη κίνδυνος. Να αποτελεί, τελικά, καρικατούρα η δική σου θέση:

«Αυτό που καθορίζει την διαφορά είναι αν η εκάστοτε επιλογή έχει ως στόχο την κοινωνική απελευθέρωση σε διεθνικό επίπεδο ή εάν, αντίθετα, τείνει προς την ενίσχυση ενός εθνικού καπιταλισμού εις βάρος άλλων», λένε οι σύντροφοι. Πρώτο πλήγμα ευκολίας και υπεραπλούστευσης. Διότι, ασφαλώς, αυτό που καθορίζει τη διαφορά στην πολιτική δεν είναι απλώς ο στόχος, αλλά το αποτέλεσμα. Το ότι η επιθυμία των συντρόφων δεν είναι η ενίσχυση του εθνικού καπιταλισμού το θεωρούμε δεδομένο (όσο κι αν αυτοί δεν φάνηκαν, ήδη από τον τίτλο που επέλεξαν, αντιστοίχως γαλαντόμοι). Σημαίνει, όμως, και πως δεν μπορεί αυτό να είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής τους πρότασης περί εξόδου από την ευρωζώνη;

Δεύτερο σημείο: «Ας είμαστε ξεκάθαροι. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της ρήξης, αλλά με βάση την πολιτική επιδίωξη». Καμία αντίρρηση ασφαλώς για την πολιτική επιδίωξη, που είναι κοινή και είναι το τέλος της λιτότητας. Όμως εδώ, ατυχώς, οι σύντροφοι πάνε ένα βήμα πίσω. Με το «στρίβειν διά της ιδεολογίας», ξεμπερδεύουν από την υποχρέωση παρουσίασης ενός σχεδίου, βαφτίζοντάς το απλώς «τεχνικές προδιαγραφές». Μόνο που χωρίς σχέδιο, χωρίς μια απάντηση στο πως η έξοδος θα εξελιχθεί υπέρ των εργαζόμενων και όχι υπέρ των Ελλήνων αστών, τα πράγματα θα πάνε ακριβώς ανάποδα. Επειδή όμως οι σύντροφοι επιλέγουν να μην αναμετρηθούν με το δύσκολο αυτό ερώτημα, το αποτέλεσμα είναι η συνέχιση των ευκολιών: «Άποψή μας είναι ότι καθήκον της Αριστεράς είναι ο τερματισμός της λιτότητας – και από τις μέχρι τώρα εξελίξεις φαίνεται ότι αυτό δεν είναι εφικτό εντός ευρωζώνης». Το πώς τεκμαίρεται όμως, από την άλλη, πως αυτό είναι εφικτό εκτός ευρωζώνης, το πώς η ελληνική αστική τάξη θα είναι πιο ανίσχυρη εκτός ευρώ, το πώς δηλαδή το εθνικό νόμισμα θα ευνοήσει στην ταξική πάλη τους εργαζόμενους της Ελλάδας, το πώς με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα βελτιωθεί ο δυσμενής εξωτερικός συσχετισμός δύναμης, δεν το μάθαμε ποτέ. Και από την ανάγκη να καλυφθεί αυτή η έλλειψη, δημιουργείται άλλη μία καρικατούρα της άποψης του συν. Καραμάνη, που του χρεώνεται πως στο κείμενό του «απορρίπτεται η ρήξη από θέση αρχής ως ..."αντιδιεθνστική" στάση». Ουδέν ψευδέστερον.

Στο ίδιο πακέτο: «Μπορεί να ισχυριστεί κανείς στα σοβαρά ότι η ρήξη με τη λιτότητα στην Ελλάδα είναι επιλογή που υπονομεύει τους αντίστοιχους αγώνες στην Ευρώπη;». Μόνο που, για να είμαστε ακριβείς, η κουβέντα εδώ δεν γίνεται γενικώς για τη ρήξη με τη λιτότητα. Γίνεται για την έξοδο από την ευρωζώνη ως μέθοδο ρήξης με τη λιτότητα και για το αν αυτή θα ευνοήσει αυτή τη στιγμή τους Podemos και τους υπόλοιπους συμμάχους μας στον αγώνα τους. Όμως, με καθόλου προσεγμένα λεκτικά τρυκ που βγάζουν μάτι, οι δυο σύντροφοι χρεώνουν στην αντίπαλη άποψη την πρόθεση να μην συγκρουστούμε με την ίδια τη λιτότητα, θυμίζοντας υψηλές στιγμές φοιτητικού συνδικαλισμού, όταν καλούμασταν να απαντήσουμε σε εμπνευσμένα ερωτήματα, του τύπου «Μα γιατί δεν ψηφίζετε το πλαίσιο της ΠΚΣ; Δεν είστε υπέρ της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών;». Κακές πρακτικές, ειδικά όταν επικροτούνται από όσους παθιασμένα αναρτούσαν άρθρο του συντρόφου Αριστείδη Μπαλτά προ ενός έτους, όπου έγραφε ότι

«Υπάρχει ένα θεμελιώδες κριτήριο για να στοιχειοθετήσουμε τη γνήσια διαφωνία. Πρόκειται για την απάντηση στο ερώτημα: μπορώ να ανασυγκροτήσω την αντίπαλη θέση με τρόπο αποδεκτό από τον αντίδικο; Αν ναι, τότε μπορώ να εντοπίσω επακριβώς τη διαφωνία και ο διάλογος να προχωρήσει. Αν όχι, έχω κατασκευάσει ένα είδωλο που απλώς βολεύει εμένα. Οπότε ο "διάλογος" εκπίπτει σε μονολόγους που αναπαράγονται αυτιστικά, ενώ η κατ' όνομα διαφωνία τείνει να οξυνθεί ανεξέλεγκτα. Μέχρις αλληλοσπαραγμού».1

Προσωπικώς, δε, διαφωνώ με τη θέση αυτή, αλλά όσοι την επευφημούσαν δεν δικαιούνται να την εγκαταλείπουν, έτσι ατάκτως.

Το ζήτημα εδώ δεν είναι, ασφαλώς, η προσωπική υπεράσπιση ενός συντρόφου ή μιας άποψης. Αλλά το να μιλήσουμε, ξανά, για τον τρόπο που συζητάμε και διαφωνούμε. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; Πως οι δύο σύντροφοι έπεσαν σε άλλο έναν από τα κλασικά αριστερά λάθη: αυτό του ετεροπροσδιορισμού. Καταπιάστηκαν κυρίως με το να αποδομήσουν το αντίπαλο κείμενο προκειμένου έτσι να υπερασπιστούν τη θέση τους και όχι με το να διατυπώσουν τη θέση τους, ώστε διά αυτής να απαντήσουν στο κείμενο. Έτσι, στρέβλωσαν την αντίπαλη θέση και αδίκησαν ακόμη και τη δική τους.

Η επίμονη πραγματικότητα
Τα ερωτήματα, όμως, παραμένουν, όσο κι αν δεν θέλουμε να αναμετρηθούμε με την ουσία τους. Μια "περήφανη έξοδος" της Ελλάδας από την ευρωζώνη, στην παρούσα στιγμή, θα ευνοήσει τον αγώνα των Podemos ή θα τον δυσχεράνει; Η πολιτική είναι μόνο θέμα αρχών ή και συγκυρίας; Αν δεχτούμε πως τα πράγματα θα είναι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολα, αν η Ελλάδα υπογράψει μια συμφωνία με αρκετά προβλήματα, αυτό θα δημιουργήσει ένα λιγότερο ή περισσότερο δύσκολο περιβάλλον για τους Podemos από ότι αν βγει εκτός ευρωζώνης; Η τελευταία εξέλιξη μήπως θα τους αναγκάζει, εν τέλει, προκειμένου να μείνουν στην ευρωζώνη να υιοθετήσουν μια ακόμη πιο σκληρή συμφωνία; Και αν τελικώς η κυβέρνηση επιλέξει την έξοδο, υπάρχει περίπτωση να μην κάνει διαρκώς επικλήσεις στην εθνική αξιοπρέπεια για να πείσει; Γίνεται να μην χρησιμοποιήσει την εθνική ταυτότητα ως πεδίο υποστήριξης της θέσης της; Θα υλοποιήσει, δηλαδή, όλες τις ρήξεις μαζί, δεν θα χρησιμοποιήσει μια υπάρχουσα αξία (την εθνική) για να υποστηρίξει την απώλεια άλλων (πχ των καταναλωτικών συνθηκών και της ποιότητας ζωής) των Ελλήνων; Μπορείς να πείσεις τον κόσμο να αλλάξει ξαφνικά τη ζωή του, μέχρι και να τρώει με κουπόνια, χωρίς να πατάς πάνω σε μια υπαρκτή αξία; Και μετά, πως θα ξεμπλέξουμε από το παραγόμενο ιδεολογικό αποτέλεσμα; Πως θα απαλλαγούμε από την υπερπατριωτική έκρηξη και τις πολιτικές και ταξικές της επιπλοκές; Όλα αυτά, δυστυχώς, αποτελούν προσαρμογή της πραγματικότητας στα ιδεολογικά και πολιτισμικά μας γούστα. Και εδώ δεν λέμε τίποτα περισσότερο από αυτά που έχουν γράψει ως τώρα γνωστοί σύντροφοι, και που δεν τα έχουν ανατρέψει ως σήμερα.2

Και μια που είπαμε για κουπόνια, το ερώτημα παραμένει. Υπάρχει σχέδιο για την έξοδο από την ευρωζώνη ή αποτελεί αυτό απλώς μια ιδεολογική δεοντολογία; Προβληματίζει το ότι η επιλογή αυτή αντί να ανατρέπει τον εκβιασμό των δανειστών («ή νεοφιλελευθερισμός εντός ευρώ ή έξοδος»), ουσιαστικά τον αποδέχεται και τον επιβεβαιώνει; Πλέον, δεν αρκεί να λέμε στερεοτυπικά πως «πρέπει να προετοιμάζουμε τον κόσμο για την ρήξη», αλλά πρέπει να πούμε τι σημαίνει αυτό. Για παράδειγμα, η εξοδος θα ειναι συμφωνημενη/συντεταγμενη, με στηριξη από ευρωζώνη και ΕΚΤ, ωστε να στηριχθουν τα συναλλαγματικα αποθεματα του νεου νομισματος; Αυτή η συμφωνια για εξοδο δεν θα εχει μετρα; Θα αρνούμαστε για πάντα να το απαντήσουμε αυτό;

Αν δεν το καταφέρνουμε, αν μας κατακλύζει η αμηχανία είναι επειδή δεν ξέρουμε δύο πράγματα: τι θα είναι αυτό για το οποίο πρέπει να προετοιμάσουμε τον κόσμο, ποιες θα είναι δηλαδή οι συνέπειες και πως ένα κόμμα με τη χαλαρή (για τις ανάγκες της συγκυρίας) οργανωτική σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον κόσμο θα μπορέσει ξαφνικά να του απευθυνθεί τόσο πειστικά. Το ότι αυτοί που διαπραγματεύονται ξέρουν πως εν μέρει είναι στρατηγοί χωρίς μεγάλο στρατό πίσω τους. Από την άλλη, το να βασιζόμαστε σε ένα σχέδιο, της συντεταγμένης εξόδου, που προϋποθέτει και πάλι μια συμφωνία με τους εταίρους, για την ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος με το ευρώ -ένα σχέδιο προτεινόμενο από τον Σόιμπλε και τον Σουλτς για να ορθοποδήσει ο ελληνικός καπιταλισμός ως τέτοιος- και την ίδια στιγμή να βοηθάμε άθελά μας να εμπεδοθεί στην ελληνική κοινωνία μια ανάγνωση της σύγκρουσης ως "Έλληνες Vs Ξένοι" δεν συνιστά προσχώρησή μας στην αστική ιδεολογική ηγεμονία; Όχι επειδή το ευρώ είναι φετίχ, αλλά ακριβώς επειδή κανένα νόμισμα δεν είναι, επειδή κανένα νόμισμα δεν μπορεί να αλλάξει τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Όταν, λοιπόν, η κουβέντα πηγαίνει πρωτίστως εκεί, έχουμε ήδη μπει στο ιδεολογικό γήπεδο του αντιπάλου μας. Με άλλα λόγια: ναι, να διανοηθούμε ρήξεις κι εξόδους. Κι αν χρειαστεί, να τις πραγματοποιήσουμε. Αλλά αυτά έχουν προϋποθέσεις, πολιτικές και κοινωνικές. Δεν προσφέρονται για περήφανες ήττες.

Για την κάθε λύση, λοιπόν, τα βασικά κριτήρια δεν μπορεί παρά να είναι δύο. Το αν αυτή προσφέρει στο εσωτερικό πεδίο μια δυνατότητα για να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα είναι ουσιαστικές και συμβολικές και θα ανοίγουν έναν χώρο πάλης και νικών και αν δίνει στο εξωτερικό πεδίο μια πιο ευνοϊκή ή και απλώς λιγότερο προβληματική συνθήκη για τους συμμάχους μας. Για αυτό, κάθε συζήτηση που επικεντρώνεται στο ζήτημα του νομίσματος χωρίς να συζητάει πρωτίστως για τα πολιτικά μέτρα που θα δείχνουν την ταξική μεροληψία της κυβέρνησης και δεν θα σχεδιάζει τις πολιτικές πρωτοβουλίες της Αριστεράς και των οργανωμένων δυνάμεων της εντός της κοινωνίας σε αυτή την κατεύθυνση, παίζει, ατυχώς και χωρίς να το θέλει, το παιχνίδι του αντιπάλου: συζητάει για την πολιτική μόνο "από τα πάνω"! Κάθε λύση, εντός ή εκτός ευρώ, πρέπει να δείχνει το πώς θα αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης εντός κι εκτός της χώρας. Κάθε λύση που δεν προτάσσει το να πληρώσουν (πολλά, πάρα πολλά) οι Έλληνες πλούσιοι και δεν τους στοχοποιεί, που δεν μας θυμίζει την ανάγκη μας να κάνουμε αντιπολίτευση στο κράτος και τις κληρονομημένες δομές και νοοτροπίες του ώστε εκτός από την κυβέρνηση να πάρουμε και την εξουσία, που δεν μιλάει για την ριζική αναδιανομή του πλούτου, για ένα Μνημόνιο για τους πλούσιους και δεν δημιουργεί πεδία πάλης για τους εργαζόμενους, αστοχεί ως προς τον βασικό μας στόχο: τον αντικαπιταλισμό. Και δεν το κάνει συνειδητά. Όχι, δεν θα χρεώσουμε εμείς τους συντρόφους μας με τέτοιες προθέσεις. Θα πούμε, όμως, πως αυτό γίνεται τελικώς, στην πράξη.

Έκτακτη εισφορά, πραγματικό χαράτσι στις μεγάλες περιουσίες, συλλογικές συμβάσεις και κατώτατος μισθός, κινήσεις που δημιουργούν πεδία πάλης για τους ανθρώπους και λαμπρύνουν το συμβολικό φορτίο της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και από "τα κάτω", αγώνας μας μέσα στην κοινωνία, για να ανοίγουμε δρόμους, για να τραβάμε την κυβέρνηση, για να πείθουμε τον κόσμο όλο και περισσότερο πως από τα χέρια του περνάνε τα πράγματα. Σε κάθε πλαίσιο. Αυτά είναι τα κρίσιμα. Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Μόνο η ταξική πάλη και η σύνδεση μας μέσω αυτής με τον κόσμο, τους πραγματικούς ανθρώπους, μπορεί να μας οδηγήσει στη λύση. Γιατί η εξιδανίκευση της ρήξης μέσα στην Ευρώπη της Λεπέν παραείναι επικίνδυνη. Αυτά περί ετεροπροσδιορισμού των ερωτημάτων και των απαντήσεων. Γιατί αν οι σύντροφοι δεν θέλουν να τον εγκαταλείψουν, τότε δεν μπορούμε κι εμείς παρά να ρωτήσουμε: σε τι διαφέρει τώρα πια το σχέδιο τους από αυτό της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Γυρίζοντας τον ήλιο

Μπήκα στο πανεπιστήμιο στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Σε μια συγκυρία που απέχει από τη σημερινή όσο δύο πλανήτες. Και μαζί στον φοιτητικό συνδικαλισμό. Μέσα σε μια προσπάθεια να κρατήσουμε όρθια την παρέμβαση της δικής μας Αριστεράς στους συλλόγους, με καμιά δεκαπενταριά εδραιωμένα σχήματα σε όλη την Ελλάδα και αρκετά ακόμη υπό δημιουργία, στήριξη ή διατήρηση στη ζωή με τεχνητά μέσα. Ψηλαφώντας τότε με αδέξια αλλά επίμονα δάχτυλα το νέο τοπίο των πανεπιστημίων, μαθαίνοντας για τη Συμφωνία της Μπολώνια, διαβάζοντας και γράφοντας κείμενα επί κειμένων επί παντός επιστητού και ανυπόστατου. Και μιλώντας για το φοιτητικό κίνημα.
Ναι, μιλώντας. Γιατί, όσο και όπως κι αν το προσπαθούσαμε, το φοιτητικό κίνημα ήταν περισσότερο μια επίκληση, παρά η πραγματικότητά του. Γι' αυτό και μιλώντας για το κίνημα ήταν σαν να το βάζαμε μέσα σε εισαγωγικά και να αδυνατούσαμε να το ορίσουμε ακριβώς και σταθερά - εννοώντας ως «φοιτητικό κίνημα» άλλοτε τις οργανωμένες δυνάμεις του, άλλοτε τις διαδικασίες των συνελεύσεων, άλλοτε ακόμη και όλο τον φοιτητικό κόσμο. Γιατί έτσι είναι όταν μιλάς για κάτι που δεν ζεις, αλλά το ελπίζεις. Σαν να μιλάς, αδέξιος κι ανυπόμονος της ζωής, για τον έρωτα χωρίς να τον έχεις συναντήσει. Με τις αφηγήσεις των παλιότερων και με μπερδεμένες εικόνες στο κεφάλι σου.

Κι ύστερα ήρθε το άρθρο 16. Και το πιο μαζικό και μακρόχρονο κίνημα των πανεπιστημίων στην ιστορία της χώρας. Κι εκεί τρελαθήκαμε. Γιατί ξαφνικά φτιάχτηκε κάτι που κατέβαζε δεκάδες χιλιάδες νέους στον δρόμο κάθε εβδομάδα για να ανασάνουν τον αέρα του αγώνα. Φτιάχτηκε; Λάθος. Το φτιάξαμε. Μικρές τότε δυνάμεις εκλογικά, το ΔΑΡΑΣ, τα ΕΑΑΚ, τα Αριστερά Σχήματα. Το άρθρο 16 είναι από τότε η περηφάνια μας. Που μια χούφτα ήμασταν και γίναμε πρωταγωνιστές και τους φέραμε τούμπα ολόκληρη τη συνταγματική αναθεώρηση. Κι ακόμη και σήμερα συνεχίζω να πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει ως αριστερός. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που νικήσαμε. Και γιατί, επιτέλους, βγάλαμε το φοιτητικό κίνημα από τα εισαγωγικά! Και το είδαμε στον δρόμο και στην κυριολεξία του.

Σήμερα, σε μια διαφορετική χώρα και σε ένα πανεπιστήμιο πολύ αλλαγμένο. Μετά από χρόνια κατηφόρας και προσπάθειες να γίνει σκέτο φροντιστήριο, τετράχρονο πέρασμα για εκπαίδευση και βουρ στην αγορά, χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς αναστοχασμό, χωρίς αμφισβήτηση. Χωρίς δημοκρατία. Και στο παραπέντε, ένα στοπ. Ένας νόμος που πραγματοποιεί όλα τα αιτήματα του κινήματος από το 2011. Ένας νόμος που σταματάει την κατηφόρα. Που κατασιγάζει τον παλιό πόλεμο.

Και τα παιδιά. Οι καινούργιοι άνθρωποι, οι νέοι επιβάτες στο καράβι, τα φρέσκα χέρια στο κουπί. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσές μας, η Αριστερή Ενότητα. Η ΑΡΕΝ. Να καλούνται να πιάσουν καινούρια μετερίζια. Από την άμυνα περνάνε στην επίθεση. Σε έναν πόλεμο, δηλαδή, άγνωρο. Και για πολλά χρόνια αναπάντεχο. Αυτοί κι αυτές που μπήκαν στην Αριστερά όταν αυτή ανάσανε βαθιά, όταν τράνταξε η ανάσα της και έσπασε τα μάρμαρα της ήττας που την σκέπαζαν. Τα παιδιά της νίκης. Τόσο απλά. Αυτοί και αυτές που κρατάν στα χέρια τους, μαζί με τη γενιά τους, το μέλλον του πανεπιστημίου, πιο πολύ από ποτέ. Και που θα έχουν την πιο βαριά ευθύνη αν δεν το προσφέρουν στους επόμενους καλύτερο.

Κι εμείς, που φτιάξαμε όσο μπορούσαμε τον δρόμο που περπάτησαν, δαγκωνόμαστε. Με αγωνία. Με έναν μικρό φόβο. Και με μια ζήλεια που δεν είμαστε σήμερα στη θέση τους. Και με καμάρι. Πολύ καμάρι. Γι' αυτά που βλέπουμε και ακούμε. Κι ας ξέρουμε πως δεν είναι ακόμη αρκετά για να γυρίσει ο ήλιος. Αλλά τώρα τον ήλιο τον είδαμε. Τον κοιτάξαμε με τα μάτια μας. Και το έχουμε, όλοι μας, καλύτερο να τον κρατήσουμε μέχρι να μας κάψει τα χέρια, παρά να μην τον γυρίσουμε.

Οι “τρεις Κορδάτοι”. Θέσεις, συγκρούσεις και παλινωδίες στο πλαίσιο της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας



O Γιάννης Κορδάτος1 είναι ο πρώτος που επιχείρησε, το 1924, μία συστηματική ανάγνωση του 1821 με τα ερμηνευτικά εργαλεία του ιστορικού υλισμού, στο έργο Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Είχε προηγηθεί η λιγότερο επεξεργασμένη προσπάθεια του Γεώργιου Σκληρού με το Εθνικό μας Ζήτημα.

Στο παρόν κείμενο καταδεικνύουμε τα εξής: Αφενός, πως το αφήγημα του Κορδάτου προσαρμοζόταν από τον ίδιο στα πολιτικά διακυβεύματα του αριστερού κινήματος της κάθε περιόδου, ενώ ταυτόχρονα οργανωνόταν στο πλαίσιο του ιδιαίτερου τρόπου πρόσληψης του μαρξισμού, με τον οποίο ήταν εξοικειωμένο το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, κυρίως της Θεωρίας των Σταδίων. Αφετέρου, πως οι αντιπαραθετικές μεταξύ τους εκδοχές του ερμηνευτικού σχήματος του Κορδάτου δεν είναι δύο, όπως ευρέως θεωρείται, αλλά τουλάχιστον τρεις, αφού στο πλαίσιο του μεταγενέστερου έργου του Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας εμφανίζεται ένα τρίτο ερμηνευτικό σχήμα, όχι ριζικά καινούριο αλλά οπωσδήποτε διαφορετικό και πιο επεξεργασμένο από τα προηγούμενα. Τέλος, διερευνούμε το βαθμό επίδρασης του κορδατικού σχήματος στην πρόσληψη του 1821 από το ΚΚΕ στην διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

 Η πρώτη έκδοση της «Κοινωνικής Σημασίας»



Η πρώτη έκδοση της Κοινωνικής Σημασίας (1924), βασίζεται στη Θεωρία των Σταδίων και στην τότε ανάλυση της Γ΄ Διεθνούς πως η Ελλάδα είχε αναπτυχθεί καπιταλιστικά και η επικείμενη κοινωνική επανάσταση της θα είχε προλεταριακό χαρακτήρα. Έτσι, αναμενόμενο είναι να «δει» ο Κορδάτος το 1821 ως την προηγηθείσα αστική επανάσταση της Ελλάδας. Υποστηρίζει πως, παρά τον εθνικό χαρακτήρα της, στη βάση της βρίσκονται οικονομικά αίτια. Παρουσιάζει την ανάδυση μιας ισχυρής ελληνικής αστικής τάξης από τα μέσα του 18ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα, με βάση τους εμπόρους των νησιών. Το κύριο αποτέλεσμα της μεθοδολογικής επιλογής του Κορδάτου είναι το (προειληφθέν) συμπέρασμα του πως η Ελληνική Επανάσταση ήταν «αποκλειστικώς έργον» της αστικής τάξης. Για αυτό και αποδίδει στη Φιλική Εταιρία τον χαρακτήρα μιας πολιτικής οργάνωσης με αστική υπόσταση, ενώ παρουσιάζει τον Ρήγα Φεραίου ως έναν «από τους γνησιωτέρους αντιπροσωπευτικούς τύπους της τότε αστικής τάξεως». Ο Κορδάτος προσπαθεί εντελώς μηχανιστικά να εντοπίσει την τάξη που απετέλεσε την επαναστατική πρωτοπορία του 1821, έχοντας ως υπόδειγμα την Γαλλική Επανάσταση και τον επαναστατικό ρόλο των Γάλλων αστών. Αναλόγως, χαρακτηρίζει «φεουδαρχικά στρώματα»2 τον κλήρο, τους Φαναριώτες και τους κοτζαμπάσηδες.

Ο τρόπος πρόσληψης της Επανάστασης από τις λαϊκές μάζες δεν εντάσσεται στην προβληματική του Κορδάτου, θεωρώντας πως δεν είχαν αυτόνομη ταξική και πολιτική συνείδηση, αλλά ακολουθούσαν τη στάση των αστών. Οι εμφύλιοι του 1823-1825 εκλαμβάνονται κυρίως ως σύγκρουση μεταξύ αστών και φεουδαρχών. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αναγνωριζεται ως αποκρυστάλλωση των πολιτικών επιθυμιών της αστικής τάξης, αποδίδοντας ιδιαιτέρως θετικό ρόλο στον Μαυροκορδάτο, ως τον ιδεοτυπικό εκπρόσωπο των αστικοδημοκρατικών ιδεών. Υποστηρίζει τελικά πως από το 1880 υπάρχει μετάβαση σε εκμεταλλευτικές σχέσεις κεφαλαιοκρατικού χαρακτήρα και άρα πως «Η σύγχρονος εργατική τάξις αυτήν την αποστολήν έχει. Διά της Κοινωνικής Επαναστάσεως της θα γίνη όχι μόνον ο καταλύτης των οικονομικών και πολιτικών δεσμών της αλλά και ο Ελευθερωτής όλων των καταπιεζόμενων μαζών».3



Η σύγκρουση του Κορδάτου με τον εαυτό του: Η δεύτερη εκδοχή της

Κοινωνικής Σημασίας

Το 1946 ο Κορδάτος παρουσιάζει μια αναθεωρημένη εκδοχή της Κοινωνικής Σημασίας, υποστηρίζοντας πως πρόκειται απλώς για μια συμπληρωμένη έκδοση. Στην πραγματικότητα, το ερμηνευτικό σχήμα έχει τόσα νέα στοιχεία ώστε να πρόκειται για ένα διαφορετικό έργο. Οι μηχανισμοί που επέβαλλαν αυτήν την αλλαγή εντοπίζονται στα κοινωνικά διακυβεύματα της περιόδου όπου μετά τα Δεκεμβριανά, την επέμβαση των Άγγλων, την επιστράτευση των μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας και τη Λευκή Τρομοκρατία, οι αριστεροί και τα μέλη του ΕΑΜ προσλαμβάνουν την κατάσταση ως μια συνθήκη προδοσίας και από τον αστικό πολιτικό κόσμο. Εν όψει των επικείμενων αγώνων, η Αριστερά είχε ανάγκη από μια φρονηματική αφήγηση του ιστορικού παρελθόντος που θα της προσέφερε μια προγονική ταύτιση, μια σύνδεση των δικών της εθνικών αγώνων με παλαιότερους, της προδοσίας που αυτή ένιωθε πως υφίσταται με μια προγενέστερη, και πάλι όμως σε βάρος του έθνους, και πάλι από τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης.



Έτσι, ο Κορδάτος προσπαθεί να επισημάνει (ή να κατασκευάσει) τους κοινούς τόπους των δύο αγώνων, του 1821 και της Εθνικής Αντίστασης. Η προσπάθεια αυτή οδηγεί σε διατυπώσεις έντονα προπαγανδιστικές, όπως «ήταν η φωνή της αντιδράσεως, που την άκουσαν πάλι οι Πηλιορίτες και στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς του 1941 - 1945»,4 αλλά και στην αναχρονιστική χρήση όρων όπως «επαναστατικό δίκαιο», «επαναστατική τρομοκρατία», «δοσίλογοι», «μαυραγορίτες», «εθνοπροδότες».5 Ακόμη και μια αναφορά στη συμμετοχή κάποιων κληρικών στην Επανάσταση60 φαίνεται να προστίθεται προκειμένου να παραπέμψει στην συμμετοχή ιερέων στο ΕΑΜ.

Για να είναι το νέο σχήμα φρονηματικά λειτουργικό μέσα στις νέες πολιτικές συνθήκες, έπρεπε να εμφανίζει τα λαϊκά στρωμάτα ως πυρήνα της Επανάστασης, μια συμμαχία των αστών με τους κοτζαμπάσηδες που να λαμβάνει χώρα ήδη κατά τη διάρκεια του Αγώνα και να προβάλλεται η από μέρους τους προδοσία της Επανάστασης, τόσο με την ακύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας (μέσω της εξάρτησης από την Αγγλία) όσο και με τη μη επίλυση των προβλημάτων που στο νέο σχήμα υποστηρίζεται πως κινητοποίησαν τις λαϊκές μάζες, όπως ήταν το αγροτικό. Αυτό επέβαλε την αποδιάρθρωση των συστατικών στοιχείων του προηγούμενου σχήματος. Έτσι, οι ιδέες του Ρήγα Φεραίου είναι πλέον « ιδέαι μίας μεγάλης μερίδος του ελληνικού και του βαλκανικού λαού»7 και όχι της αστικής τάξης. Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εικόνα της Φιλικής Εταιρίας.8 Έτσι, το ιδεολογικό περιεχόμενο της Επανάστασης δεν παρουσιάζεται πλέον ως αστικό, αλλά ως ευρύτερα λαϊκό. Η τροποποίηση της εικόνας του Μαυροκορδάτου επίσης αποτυπώνει εξαιρετικά γλαφυρά την αλλαγή του ερμηνευτικού σχήματος, αφού τώρα εμφανίζεται ως αντιδημοκράτης που, σε συνεργασία με τους νησιώτες εμπόρους, ακύρωσε τα ιδεολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος, κάνοντας το, μέσω της διάκρισης νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, δυσλειτουργικό.

Αλλαγή σημειώνεται και στη διαχείριση των εμφύλιων συγκρούσεων. Ο Κορδάτος επιμένει στο ταξικό τους περιεχόμενο, προσπαθώντας όμως να ενσωματώσει και τις λαϊκές μάζες ως συνειδητό υποκείμενο, όπως πλέον κάνει για ολόκληρη την επανάσταση. Παρουσιάζονται ως διακριτές οι επιθυμίες τους ήδη από την έναρξη του αγώνα,9 και οι αναφορές σχετικά με τη δράση και το φρόνημα τους είναι πολλές και έντονες, αφού εμφανίζονται να έχουν διαμορφώσει αντιφεουδαρχική στάση ήδη πριν από την Επανάσταση. Το πλέον χαρακτηριστικό όμως είναι η προσθήκη ενός ολόκληρου κεφαλαίου υπό τον τίτλο «Η συμβολή των αγροτολαϊκών μαζών εις τον εθνικόν αγώνα και αι ταξικαί αντιθέσεις».

Η συνεργασία αστών-κοτζαμπάσηδων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, ήδη κατά τη διάρκεια της Επανάστασης,10 υποστηρίζεται έντονα από τον Κορδάτο, με αποτέλεσμα την ανατροπή του προηγούμενου του σχήματος. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι να μην εκπληρωθούν οι κοινωνικές διεκδικήσεις των αγροτολαϊκών μαζών,11 στοιχείο που πλέον αποτελεί κριτήριο για την προδοσία της Επανάστασης. Φράσεις όπως «οι Έλληνες αστοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαόν εις το αγγλικόν κεφάλαιον»12 και «ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρειν Όφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του»13 αποτυπώνουν με ενάργεια το νέο σχήμα, τον πολιτικό του προσανατολισμό και την ένταση των πολιτικών διακυβευμάτων του 1946.



Η Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Επιστροφή και αποκρυστάλλωση

Το 1957 εκδίδεται ο πρώτος τόμος του μεγάλου έργου του Κορδάτου Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Σε αυτό το έργο, που αποτελεί τον καρπό μεγάλης ερευνητικής προσπάθειας και ιδίως μελέτης των πηγών, παίρνει την τελική του μορφή το ερμηνευτικό σχήμα του Κορδάτου για το 1821. Ο Κορδάτος επιστρέφει, ως προς τα κύρια σημεία της ανάλυσής του, στο σχήμα που είχε παρουσιάσει στην Α΄ έκδοση της Κοινωνικής Σημασίας, με σημαντικές όμως αλλαγές.

Επαναφέρει το σχήμα της αστικής τάξης ως μοναδικής επαναστατικής πρωτοπορίας, με «αντικειμενικά προοδευτική αποστολή»14 Και την ιδεοτυπική διαχείριση του Ρήγα και των Φιλικών ως καθαρών εκπροσώπων και ηγετών της αστικής τάξης. Στην Α΄ έκδοση της Κοινωνικής Σημασίας οι λαϊκές μάζες αντιμετωπίζονται ως ετερόνομο κοινωνικό σώμα, που ακολουθεί άκριτα τις επιλογές της αστικής τάξης. Στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας τέτοιες απόλυτες διατυπώσεις λείπουν, δεν λείπει όμως η πρόσληψη που αυτές εξέφραζαν. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι λαϊκές δυνάμεις εμφανίζονται απρόθυμες να εμπλακούν στην Επανάσταση, ακόμη και κατά τη διάρκεια της.15 Η στάση τους αυτή αποδίδεται σε αντικειμενικούς όρους, στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και, κατά ευθεία συνεπαγωγή (ο Κορδάτος δεν έχει αποβάλει την μηχανικότητα), στο ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η κάθε κοινωνική τάξη στο δεδομένο ιστορικό στάδιο.16

Στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας έχουμε όμως και μία καινοτομία. Ο Κορδάτος επισημαίνει για πρώτη φορά (τουλάχιστον ρητά) στα εδώ εξεταζόμενα έργα, μία εσωτερική διαφοροποίηση της αστικής τάξης. Διακρίνει το πλέον ισχυρό οικονομικά τμήμα της αστικής τάξης και του αποδίδει συντηρητική στάση. Πρόκειται για τους μεγάλους εφοπλιστές, κυρίως της Ύδρας και των Σπετσών. Τους εμφανίζει μάλιστα να συμμαχούν με τους φεουδάρχες και τους Φαναριώτες από την αρχή της Επανάστασης17 αλλά και νωρίτερα, στους κόλπους της Φιλικής.18 Η σύγκρουση τους με τους υπόλοιπους αστούς εντείνεται κατά την Επανάσταση.

Ο συμβιβασμός αστών και φεουδαρχών υιοθετείται και εδώ, τοποθετούμενος στο τέλος της Επανάστασης και μάλιστα ως επιλογή που επεβλήθη στους αστούς από τις αντικειμενικές συνθήκες της περιόδου. Έχουμε λοιπόν και εδώ την επιστροφή στο σχήμα της Α΄ έκδοσης. Στον πυρήνα των εμφύλιων συγκρούσεων ο Κορδάτος εντοπίζει την προσπάθεια των φεουδαρχών να κερδίσουν την εξουσία από τους αστούς, «μία ένοπλη πάλη των τάξεων».19 Όλες οι διατυπώσεις παραπέμπουν καθαρά στην Α΄ έκδοση της Κοινωνικής Σημασίας και αποδυναμώνουν κάθε ενδεχόμενο «αστοκοτζαμπάσικου συμβιβασμού» εντός της Επανάστασης.

Συγκεφαλαιώνοντας, στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας αποτυπώνεται στην πιο επεξεργασμένη και ανεπτυγμένη του μορφή το ερμηνευτικό σχήμα του Κορδάτου. Η πολιτική κατάσταση στα τέλη της δεκαετίας του ’50 του επιτρέπει να εξετάσει πολύ πιο ψύχραιμα το ιστορικό υλικό. Ο Κορδάτος επιστρέφει στην περισσότερο επιστημονική επεξεργασία των πηγών του και στην ερμηνευτική γραμμή την οποία ξεκίνησε να χαράζει το 1924 και του προσέφερε ένα σχήμα αρκετά μηχανιστικό αλλά πολύ πιο συνεπές μεθοδολογικά από το αντίστοιχο του 1946 και χωρίς την φρονηματική κατεύθυνση που κυριάρχησε σε αυτό.

Η επιρροή του Κορδάτου στο λόγο της Αριστεράς για το 1821

Την περίοδο 1940–1949, οι αναφορές των επίσημων κειμένων του ΚΚΕ στο 1821 είναι περιορισμένες, αλλά ποικίλες. Η πρώτη συναντάται στις αρχές του 1943, στην Προγραμματική Διακήρυξης του ΚΚΕ, Λαοκρατία και σοσιαλισμός. Εκεί, βασισμένο στη θέση της Γ΄ Διεθνούς από το 1926 για την ύπαρξη υπολειμμάτων «μισοφεουδαρχικών σχέσεων» στην Ελλάδα, το ΚΚΕ αναπαράγει τη θέση που έχει υιοθετήσει από το 1933 για τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της επανάστασης του 1821. Αυτό αποδίδεται στη συνεργασία αστών και κοτζαμπάσηδων (ήδη κατά τη διάρκεια της επανάστασης), που οδήγησε στην ακύρωση των δημοκρατικών στοχεύσεων του αγώνα, ο οποίος είχε ως κινητήρια και συνειδητή δύναμη τους αγρότες, οι οποίοι εμφανίζονται να διεκδικούν οικονομικές ρήξεις και πολιτειακές αλλαγές.20 Επομένως, η επικείμενη κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα του 20ου αιώνα δεν θα έχει απευθείας σοσιαλιστικό χαρακτήρα, αλλά θα κινηθεί αρχικά για την επίλυση των εκκρεμών αστικοδημοκρατικών ζητημάτων.21

 υτή η αντίληψη κινείται πολύ μακριά από το πνεύμα της πρώτης εκδοχής της Κοινωνικής Σημασίας. Απηχεί τις θέσεις του alter ego του Κορδάτου, του Γιάννη Ζεύγου, συμβατές με την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ. Στο έργο του Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας (1942) και νωρίτερα σε άρθρα του στην ΚΟΜ.ΕΠ. το 1933, ο Ζεύγος υποστηρίζει πως η Επανάσταση «κινήθηκε από λαϊκά στοιχεία που χρειάστηκε να εκβιάσουν ή να ανατρέψουν τις ανώτερες τάξεις», και έτσι εκδηλώθηκαν «οι κοινωνικές αντιθέσεις που έδιναν κοινωνικό χρώμα στην επανάσταση».22 Τελικά, ο «αστοτσιφλικάδικος συμβιβασμός»,

του οποίου την ύπαρξη ο Ζεύγος θέτει στον πυρήνα της αφήγησης του και τον εντοπίζει ακόμη και πριν την επανάσταση23 (το αφήγημα του ΚΚΕ δεν υποστηρίζει ρητά κάτι τέτοιο, χωρίς όμως να το αποκλείει), αφήνει το αγροτικό πρόβλημα να εκκρεμεί και τις αγροτολαϊκές μάζες προδομένες. Την ανάλυση του Ζεύγου θυμίζει εδώ και η σημείωση πως η Επανάσταση πέρασε στα χέρια των συνασπισμένων αστών και κοτζαμπάσηδων «λόγω της πολιτικής απειρίας των λαϊκών στρωμάτων και της έλλειψης φωτεινής ηγεσίας»24, ενώ σήμερα η ολοκλήρωση αυτού του αγώνα είναι έργο της εργατικής τάξης και της οργανωμένης της πρωτοπορίας.25

Στην ΚΟΜ.ΕΠ. του 1943 αναπαράγεται αυτή η ανάλυση, με έμφαση στην πρωταγωνιστική συμμετοχή των αγροτών και τους κοινωνικούς προσανατολισμούς τους.26 Η επανάληψη της σύνδεσης του 1821 με την Εθνική Αντίσταση, μέσα από ένα επινοημένο αλλά πειστικό και νομιμοποιητικό συνεχές, συνεχίζει να προσεγγίζει την ανάλυση του Ζεύγου.27 Παρόμοιες διατυπώσεις συναντάμε και στην ΚΟΜΕΠ του Απριλίου του 1944.28

Στην ΚΟΜ.ΕΠ. του Μαρτίου του 1945, η γραμμή αυτή εμπεδώνεται περισσότερο. Τα Δεκεμβριανά και η Βάρκιζα έχουν σημαδέψει τους Έλληνες κομμουνιστές και το ΕΑΜικό κίνημα. Έτσι, ενώ παραμένει η θέση για τον πρωτοπόρο ρόλο των λαϊκών δυνάμεων στο 1821 και την ανασχετική των κοινωνικών αλλαγών «εμποροκοτζαμπάσικη συμμαχία», πλέον ο προσανατολισμός είναι ο παραλληλισμός του 1943 με το 1833, χρονιά επιβολής της βασιλείας του Όθωνα και κατά το Ζεύγο -που υπογράφει το άρθρο- επισφράγισης της εξάρτησης της Ελλάδας από την Αγγλία και οριστικής ήττας του αγώνα του 1821.29 Η φρονηματική αυτή επιλογή επιβάλλεται λόγω της επέμβασης των Άγγλων τον Δεκέμβρη του 1944 και υπό το φόβο του ότι επίκειται αντίστοιχη εξέλιξη με την επάνοδο του βασιλιά Γεώργιου.30 Στους αστούς δεν αναγνωρίζεται απολύτως καμία συμμετοχή, όχι μόνο στο 1821 αλλά και στην Αντίσταση, με ρητό και επιθετικό τρόπο, καταλογίζοντας τους συνεργασία με τους ναζί.31 Τα μέτωπα είναι πια σαφή.

Όμως, τον Σεπτέμβρη δημοσιεύεται στην ΚΟΜ.ΕΠ. το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ. Εκεί, αλλάζει εν μέρει η αποτίμηση του ρόλου των αστών στο 1821, θυμίζοντας έντονα την πρώτη προσέγγιση του Κορδάτου, το 1924, περιλαμβάνοντας όμως και στοιχεία της δεύτερης, του 1946.

Έτσι, πρώτη μεταξύ των κινητήριων δυνάμεων της Επανάστασης ορίζεται η «τάξη των εμπόρων και καραβοκυραίων», με την «αγροτιά» και τα «πλατιά λαϊκά στρώματα» να έπονται.32 Παράλληλα όμως, επισημαίνεται πως υπήρξε εντός της Επανάστασης συνεργασία αστών και τσιφλικάδων, οι οποίοι και εξέτρεψαν την Επανάσταση από τους δημοκρατικούς της σκοπούς. Αυτή η γραμμή ανάλυσης δεν παραπέμπει στον Κορδάτο του 1924, που τοποθετούσε τη συμμαχία αυτή μετά την Επανάσταση και ως αντίθετη προς τη θέληση των αστών, ούτε στον Ζεύγο, που δεν αναγνώριζε καμιά συμμετοχή των αστών στην Επανάσταση, αλλά συμπίπτει εν μέρει με τον Κορδάτο του 1946.

Τελικά, η σύμπτωση και διαφοροποίηση των στοιχείων της ανάλυσης του ΚΚΕ με τις εκδοχές του σχήματος του Κορδάτου είναι τόσο ποικίλες και αποσπασματικές, που δεν μπορούμε τελικά να μιλήσουμε για αναπαραγωγή του σχήματός του ή για ρήξη με αυτό. Αντιθέτως, αυτό που πιθανώς αναδεικνύεται είναι η προσαρμογή του Κορδάτου στο αφήγημα του ΚΚΕ, υπό τη σκέπη των πολιτικών διακυβευμάτων που ορίζουν τις προτεραιότητες και των δύο.

1 Δεύτερος Γραμματέας του κόμματος και τελικά διαγραμμένος, συμμετέχει στο ΕΑΜ και πεθαίνει το 1961, με δράση στην ΕΔΑ. Αφήνει μεγάλο αριθμό έργων, μεταξύ των οποίων τη δεκατριών τόμων Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας.

2 Η αναφορά σε «φεουδάρχες» συνιστά απευθείας μεταφορά του τύπου κοινωνικής στρωμάτωσης της Δυτικής Ευρώπης. Οι σχετικές αναφορές μας θα συντάσσονται, χάριν συνεννόησης, με τη χρήση που επιλέγει ο Κορδάτος.

3 Γιάνης Κορδάτος, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Βασιλείου, Αθήνα, 1924, σ. 168.

4 Γιάνης Κορδάτος, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1999, σ. 163.

5 Ό.π., σ. 176.

6 Ό.π., σ. 104.

7 Ό.π., σ. 136.

8 Ό.π., σ. 159.

9 «Μαζί με την εθνικήν απελευθέρωσιν, ο λαός επόθησε και την κοινωνικήν». Ό.π., σελ. 158.

10 Ό.π., σ. 169.

11 Ό.π. , σ. 272.

12 Ό.π., σ. 239.

13 Ό.π., σ. 273.

14 Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα, 1957, τόμος 1, σ. 551.

15 Ό.π., τόμος 2, σ. 8.

16 «Ο χαρακτήρας της ιστορικής δράσης των λαϊκών μαζών καθορίζεται από ορισμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, καθώς και από οικονομικούς νόμους που δεν εξαρτιώνται από τη θέληση των ανθρώπων». Ό.π., σ. 10.

17 Ό.π., σ. 9.

18 Ό.π., σ. 57.

19 Ό.π., σ. 424.

20 «Βασικός όρος του σηκωμού του λαού ήταν ν’ αποχτήσει ο Έλληνας αγρότης τη γη του […], να δημιουργηθεί κράτος ελεύθερο, με πολίτευμα δημοκρατικό, με πολιτισμό λαϊκό». Ό.π., σ. 126

21 Ό.π., σ. 132

22 Γιάννης Ζεύγος, Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Νασιώτη, Αθήνα, γ΄ έκδοση, σελ. 64. Στο αντίτυπο δεν αναφέρεται χρονολογία έκδοσης.

23 «Η γραμμή του Κοραή φανερώνει ανάγλυφα τη συμβιβαστική προς το βυζαντινισμό και τον κοτζαμπασισμό πολιτική του εμπορικού κεφαλαίου». Ό.π. , σ. 44.

24 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, τόμος πέμπτος, σ. 126. Ο Ζεύγος λέει σχετικά: Μα σήμερα οι μάζες έχουν αρχηγό, το ελληνικό προλεταριάτο, καθοδηγούμενο από το Κ.Κ.Ε. παλεύει να συγκεντρώσει γύρω του τις μάζες, για να λύσει τα απομεινάρια της μπουρζουαζοδημοκρατικής επανάστασης και να την περάσει σε προλεταριακή». Γ. Ζεύγος, «Ο Γ. Κορδάτος σαν ιστορικός της επανάστασης του 1821», ΚΟΜ.ΕΠ., 21 (1933) σ. 34.

25 «Είμαστε εμείς οι συνεχιστές του έργου τους, οι ολοκληρωτές των πόθων τους». ΚΚΕ, ό.π., σελ. 129. Ο Ζεύγος λέει σχετικά: Μα σήμερα οι μάζες έχουν αρχηγό, το ελληνικό προλεταριάτο, καθοδηγούμενο από το Κ.Κ.Ε. παλεύει να συγκεντρώσει γύρω του τις μάζες, για να λύσει τα απομεινάρια της μπουρζουαζοδημοκρατικής επανάστασης και να την περάσει σε προλεταριακή». Γ. Ζεύγος, «Ο Γ. Κορδάτος σαν ιστορικός της επανάστασης του 1821», ΚΟΜ.ΕΠ., 21 (1933) σ. 34.

26 «Ήθελε [ενν. “ο λαός”] την εθνική του λευτεριά, την απολύτρωση. Μα ήθελε ακόμα να τινάξει από πάνω του και τον ντόπιο τσιφλικά, το κοτζάμπαση, το δεσπότη, που συμμαχούσε με τον ξένο τύραννο […] Αγώνας εθνικοαπελευθερωτικός, μα και αγώνας λαοαπελευθερωτικός». «Συνέχεια και ολοκλήρωση του 21», ΚΟΜ.ΕΠ., 11 (1943), σ. 303.

27 «Κι έτσι πέρασαν τα εκατόν είκοσι χρόνια από τότες σ’ έναν αδιάκοπο αγώνα του λαού με χίλιες περιπέτειες για να πετύχει να ολοκληρώσει τους δύο εκείνους σκοπούς, την εθνική ανεξαρτησία και την εσωτερική απολύτρωση. […] Και μάχεται ακόμη ο ελληνικός λαός, για να καταχτήσει και να κατοχυρώσει οριστικά την εσωτερική του λευτεριά, για να τινάξει από πάνω του κάθε εξάρτηση από την ντόπια ή ξένη κεφαλαιοκρατία […] Το 1943 είναι συνέχεια και ολοκλήρωση του 1821». Στο ίδιο, σ. 304. Επίσης, «Φλογεροί επαναστάτες σαν τον Παπαφλέσσα, τον Οικονόμου, τον Καρατζά […] αν δρούσαν στην εποχή μας θα ήταν μαχητές του ΕΑΜ, θα ήταν πολεμικοί αρχηγοί του ΕΛΑΣ», στο «Προς την ολοκλήρωση του 1821», ΚΟΜ.ΕΠ., 12 (1943), σελ. 334. Εδώ να θυμίσουμε πως ο Ζέβγος είχε αποδράσει τον Φεβρουάριο του 1943 από το Γενικό Νοσοκομείο της Αθήνας, άρα είναι πιθανό να είναι ο ίδιος ο συντάκτης των άρθρων.

28 Εδώ μάλιστα οι παραλληλισμοί μεταξύ 1821 και Εθνικής Αντίστασης περιλαμβάνουν από τη μία τις Εθνοσυνελεύσεις και από την άλλη την ΠΠΕΑ: «Σήμερα ο ελληνικός λαός έχει ριχτεί στον ίδιο απελευθερωτικόν αγώνα με ηρωισμό, αυτοθυσία αντάξια των παραδόσεων του 1821 και εμφάνισε ξανά τους πιο γνήσιους δημοκρατικούς θεσμούς, σαν τη λαϊκή αυτοδιοίκηση, με στεφάνωμα την ίδρυση της ΠΕΕΑ». «Προς την ολοκλήρωση του 1821», ό.π, σελ. 749

29 «Η επέτειο του 1821 φέτος θυμίζει το θλιβερό χρόνο του 1833, όταν έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο της επαναστατικής περιόδου της μεγάλης επανάστασης του 1821 και καινούρια τυραννία σκλάβωσε το έθνος». «25 Μάρτη», ΚΟΜ.ΕΠ., 35 (1945), σελ. 110.

30 «Και ετοιμάζουν την επαναφορά του Γκλύξμπουργκ, αυτού του σύγχρονου Όθωνα, γιατί η λαϊκή αντίσταση του Δεκέμβρη τους ανάγκασε να την αναβάλουν». Στο ίδιο, σελ. 115.

31 «Καινούριο 1821 με τετράχρονο, αιματηρό, άνισο, καταστρεφτικό αγώνα. Οι “ηγέτιδες τάξεις” εκφυλισμένες απόγονοι των εμποροκοτζαμπάσηδων του 1821 προδίνουν, διασπούν, καταπολεμούν τον αγώνα σε συμμαχία με τον καταχτητή». Στο ίδιο, σ. 113.

32 ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, , Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987, τόμος έκτος, σ. 416.

Μικρή σπουδή στο Μανιφέστο

(Μέρος 1ο)


(Μέρος 2ο)


Κάθε συζήτηση για το Κομμουνιστικό Μανιφεστο ξεκινάει, αναγκαστικά, έχοντας να ορίσει το τι είναι αυτό το κείμενο, ως τι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Είναι μια πολιτική μπροσούρα; Μια θεωρητική ανάλυση; Ένα ιστορικό ντοκουμέντο; Ένα Ευαγγέλιο των απανταχού αριστερών; Είναι ένα κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες ή αν το επιχειρήσουμε θα χαλάσουμε και το κλειδί και τις κλειδαριές;

Για να ξεκινάμε σωστά και να μην τσαλαβουτάμε σε ερωτήσεις χωρίς σειρά, πρέπει να τοποθετούμε τα πράγματα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Το Μανιφέστο, λοιπόν, είναι, πρωτίστως, αυτό που λέει το όνομά του: Ένα προπαγανδιστικό κείμενο, γραμμένο το 1848 από τον Μαρξ και τον Ένγκελς (κάποιες αναλύσεις επιμένουν πως το κείμενο φέρει την επεξεργασία και τη γραφή του πρώτου και απλώς την συναίνεση του δεύτερου) για λογαριασμό μιας μικρής οργάνωσης, της Ένωσης των Κομμουνιστών. Το προηγούμενο όνομα της οργάνωσης, ενδεικτικό μικρότερου ριζοσπαστισμού, ήταν Ένωση των Δικαίων και το νέο της σύνθημα (που αντικατέστησε το «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια») ήταν το «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!».

Χαρακτηρίζουμε το κείμενο προπαγανδιστικό, γιατί ως σκοπό του είχε να διατρανώσει με τρόπο έντονο -ως και πολεμικό- τις θέσεις της Ένωσης, πράγμα που αφήνει το αποτύπωμά του και σε πολλές διατυπώσεις που έχουν έτσι έναν συναισθηματικό χαρακτήρα, όπως το περίφημο «Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπροστά σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σ’ αυτήν τίποτε άλλο, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο».1 Είναι, δηλαδή, ένα κείμενο με πρώτιστο σκοπό να προκαλέσει την πολιτική κινητοποίηση. Επίσης, είναι ένα κείμενο βιαστικό, γραμμένο υπό πίεση, γιατί οι δύο συγγραφείς του το είχαν καθυστερήσει και οι ιθύνοντες της Ένωσης τους είχαν προειδοποιήσει πως θα το ανέθεταν αλλού. Ακόμη, είναι ένα κείμενο ιστορικό, γιατί αποτυπώνει την αρχή της συστηματοποιημένης μαρξικής σκεψης, τα πρώτα γερά βήματα του ιστορικού υλισμού, αλλά κυρίως γιατί μας δείχνει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής του και άρα τον τρόπο που αυτές επηρέασαν το σοσιαλιστικό κίνημα και τη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς. Άρα, είναι και ένα κείμενο όχι απόλυτο, αλλά ιστορικά σχετικό, με την έννοια πως γράφεται σε σχέση με την εποχή στην οποία είναι ενταγμένο, άρα και με τις ανάγκες και τα ερωτήματα που αυτή έθετε στους πολιτικούς επαναστάτες και στους θεωρητικούς αναλυτές. Και αυτό μας πάει στο ότι είναι ένα κείμενο πολιτικό, γιατί παρουσιάζει την τακτική που πρέπει να ακολουθήσουν οι κομμουνιστές στις διάφορες χώρες απέναντι στην αστική τάξη και στα παλιά φεουδαρχικά καθεστώτα, αλλά και τις απαραίτητες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες τους. Και τέλος, είναι ένα κείμενο θεωρητικό, γιατί εκθέτει μία θεωρία για την εξέλιξη της ιστορίας και για τις δυνάμεις που την καθορίζουν, αλλά και για επιμέρους ζητήματα, όπως το εθνικό φαινόμενο.





Η Θεωρία του Μαρξ: αναστοχασμός και αντιδογματισμός

Ας επιμείνουμε για λίγο σε αυτό το τελευταίο. Η θεωρία είναι χρήσιμη στην καθημερινότητά μας όταν μπορούμε να την εντάξουμε μέσα σε αυτήν. Δηλαδή, όταν μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο ή (ειδικά αν είναι παλαιότερη) για να δημιουργήσουμε και νέα τέτοια εργαλεία. Το αντίθετο της θεωρίας είναι το δόγμα, δηλαδή μία ιδέα, μια πίστη που αρχίζει και τελειώνει στον εαυτό της, όπως η ιδέα του Θεού, που για αυτό ακριβώς δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Όμως, το Μανιφέστο δεν είναι η Βίβλος, ακριβώς επειδή ο μαρξισμός και ο Μαρξ αμφισβητούνται. Από ποιον; Μα από τον ίδιο τον Μαρξ, πρώτα από όλα! Στον Πρόλογο της δεύτερη γερμανικής έκδοσης του Μανιφέστου, το 1872, οι δύο συγγραφείς λένε πως αν είχαν την εμπειρία των επαναστάσεων του 1848 και της Παρισινής Κομμούνας του 1871, θα είχαν γράψει κάποια πράγματα διαφορετικά:

«Η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών, εξηγεί το ίδιο το "Μανιφέστο", θα εξαρτηθεί παντού και πάντα από τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες και γι' αυτό δεν αποδίδεται καθόλου ιδιαίτερη σημασία στα επαναστατικά μέτρα, που προτείνονται το τέλος του ΙΙ μέρους. Αυτό το μέρος θα το παρουσιάζαμε σήμερα από πολλές απόψεις διαφορετικά. Μπρος στην τεράστια ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και στην κομματική οργάνωση της εργατικής τάξης που προοδεύει μαζί της, μπρος στην πρακτική πείρα, πρώτα της επανάστασης του Φλεβάρη, και πολύ περισσότερο ακόμα της Κομμούνας του Παρισιού, όπου για πρώτη φορά το προλεταριάτο κράτησε την πολιτική εξουσία δύο ολόκληρους μήνες, το πρόγραμμα αυτό πάλιωσε σε μερικά σημεία. Η Κομμούνα, ιδίως, απέδειξε ότι δεν μπορεί "η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς"».

Όμως, παρότι ολόκληρες φράσεις από το Μανιφέστο είχαν πλέον διαψευστεί, οι συγγραφείς δεν άλλαξαν το κείμενο στη δεύτερη του έκδοση, γιατί, όπως έγραψαν, αποτελούσε

«ένα ιστορικό ντοκουμέντο που δεν έχουμε πια το δικαίωμα να το αλλάξουμε. Μπορεί μια μεταγενέστερη έκδοση να βγει συνοδευμένη από μια εισαγωγή, που θα γεφυρώσει την απόσταση από το 1847 ως τα σήμερα. Τούτη η ανατύπωση μας ήρθε τόσο αναπάντεχα, που δεν μας δίνει τον καιρό για μια τέτοια δουλειά».2

Άρα, κρατούσε ο Μαρξ πάντα αυτήν την στάση; Και πάλι όχι! Για παράδειγμα, όπως έχει επισημανθεί από μελετητές, ανάμεσα στον Πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου3 και τον αντίστοιχο της γαλλικής λίγο αργότερα, υπάρχουν διαφορετικές θέσεις, αναφορικά με το αν υπάρχει δυνατότητα μετάβασης μιας χώρας απευθείας από τη φεουδαρχία στον σοσιαλισμό. Ο Μαρξ, λοιπόν, είναι ένας θεός ασεβής. Ένας θεός που ασεβεί απέναντι στον εαυτό του, ακριβώς επειδή επανεξετάζει το έργο του και το αλλάζει. Και ευτυχώς, ως τέτοιον πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε. Ο Μαρξ έχει αντιφάσεις, ακριβώς επειδή δεν είναι θρησκεία, αλλά επιστήμη. Και με μαρξικά κριτήρια θα πρέπει να εξετάσουμε αυτές τις αντιφάσεις, χωρίς να μας τρομάζουν. Αντιδογματικά.

Κι ας σημειώσουμε εδώ δύο φράσεις. Μία του Κορνήλιου Καστοριάδη:

«το μεθοδολογικό “λάθος” -ασυγχώρητο- των μαρξιστών, παλιά ήταν που ανύψωναν σε αιώνια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, τα χαρακτηριστικά μιας φάσης της ανάπτυξής του. Το μεθοδολογικό “λάθος” -ασυγχώρητο- των σημερινών μαρξιστών είναι που ζητούν την αλήθεια για τον κόσμο που τους περιβάλλει, μέσα σε βιβλία γραμμένα πριν από εκατό χρόνια».4

Και μία του ίδιου του Μαρξ, από την 18η Μπρυμαίρ:

«Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, μα μόνο από το μέλλον. […] Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει να αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους».5

Οι δυο τους, αμφότεροι διανοούμενοι και ιστορία γνωρίζοντες, δεν υποτιμούν με τις φράσεις αυτές τη σημασία του παρελθόντος. Τονίζουν όμως την ανάγκη να μην προσδένεται το παρόν στο παρελθόν και στα δόγματα. Για αυτό, άλλωστε, είχε φτάσει και ο ίδιος ο Μαρξ να πει, όταν αντιμετώπισε μια ομάδα μαθητών του που είχαν αρχίσει να μετατρέπουν την ανάλυσή του σε δόγμα πως «Το μόνο που ξέρω, είναι πως εγώ δεν είμαι μαρξιστής». Ή, όπως θα το έλεγε αργότερα και ο Λένιν:

«Αν όμως αποφύγουμε να κάνουμε ό,τι είναι σκόπιμο κι αναγκαίο θα καταλήξουμε να γίνουμε όμοιοι με τους Ινδούς στυλίτες ασκητές. Δεν θα ‘πρεπε να σαλέψουμε καθόλου, για να μην πέσουμε απ’ την ψηλή κολώνα των δογμάτων μας».6

Ο Μαρξ, λοιπόν, είναι ταυτόχρονα πολιτικός επαναστάτης και φιλόσοφος. Στοιχεία αλληλένδετα, αλλά όχι ταυτισμένα. Γιατί ο Μαρξ δεν βγάζει από την φιλοσοφική του ανάλυση απλώς τα πορίσματα που βολεύουν τις άμεσες πολιτικές ανάγκες του κινήματος, αλλά τοποθετεί τις πολιτικές του επιθυμίες (την επανάσταση και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης) στο επίκεντρο της φιλοσοφικής του ανάλυσης, πράγμα πολύ διαφορετικό. Για αυτό και αλλάζει τις αναλύσεις του όταν βλέπει πως και ο κόσμος γύρω του αλλάζει και άρα μαζί του και η προοπτική της επανάστασης. Έρχεται, έτσι, ένα νέο ερώτημα: μπορούμε να χωρίσουμε τον Μαρξ και το έργο του σε περιόδους; Και ποιους σταθμούς θα έχει αυτή η περιοδολόγηση; Θα είναι με βάση την ηλικία του, με βάση τη φάση του επαναστατικού κινήματος, με βάση κάποιο χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του; Και ποιο είναι αυτό; Ο Λουί Αλτουσέρ και οι μαθητές του πρότειναν μια διάκριση ανάμεσα στον νεαρό Μαρξ (ας πούμε, του Μανιφέστου) και τον ώριμο (συμβατικά, του Κεφαλαίου). Κριτήριο τους είναι, μεταξύ άλλων, η μηχανική βεβαιότητα του Μαρξ για μια συγκεκριμένη και αναπόφευκτη εξέλιξη της ιστορίας (αυτό που λέμε «νομοτέλεια»), που ο Αλτουσέρ θεωρεί πως βρίσκεται στη σκέψη του πρώιμου Μαρξ, αλλά απουσιάζει από τον ώριμο. Εδώ η σχετική φιλολογία είναι μεγάλη και θα πούμε μόνο πως υπάρχει και η αντίπαλη άποψη που βλέπει περισσότερο ενιαίο το έργο του Μαρξ και κατηγορεί τη σχολή Αλτουσέρ πως παραλλάσσει τις θέσεις του νεαρού Μαρξ, εμφανίζοντάς μέσα στο έργο του δογματισμό και νομοτελειακότητα χωρίς να υπάρχουν.





Η πάλη των τάξεων μπαίνει στην Ιστορία

Στο Μανιφέστο παρουσιάζεται μία θεωρία για τις τάξεις και το ρόλο τους στην ιστορία. Ο ίδιος ο Μαρξ δηλώνει πως δεν είναι αυτός που ανακάλυψε τις τάξεις, ούτε και την μεταξύ τους πάλη, αλλά πως είδε την πάλη των τάξεων ως κεντρικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης.7 Υποστηρίζει πως σε κάθε κοινωνική μετάβαση μια κοινωνική τάξη γινόταν κυρίαρχη και άλλαζε τον συσχετισμό δύναμης και το κοινωνικό καθεστώς υπέρ της. Για την δική του εποχή, ως αναδυόμενη κυρίαρχη δύναμη βλέπει την εργατική τάξη, το προλεταριάτο, που με την επανάστασή του θα απελευθερωθεί, απελευθερώνοντας μαζί του και όλη την κοινωνία (δηλαδή τις υπόλοιπες εκμεταλλευόμενες τάξεις), αφού για να καταργήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται το ίδιο, θα πρέπει να καταργήσει εν τέλει και τις ίδιες τις τάξεις και την ταξική εκμεταλλευτική συγκρότηση των κοινωνιών. Και έτσι, για τον Μαρξ, ο κόσμος θα μπει από το στάδιο της προϊστορίας του σε αυτό της ιστορίας του.

Κάθε ιστορικό στάδιο χαρακτηρίζεται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής. Έτσι, στο Μανιφέστο υπάρχει και μια θεωρία για τους ιστορικούς τρόπους παραγωγής. Ο Μαρξ κάνει μία χονδρική κατάταξη και παρουσιάζει το πέρασμα των ανθρώπινων κοινωνιών από το δουλοκτητικό σύστημα, στη φεουδαρχία, στον καπιταλισμό και προοπτικά στον σοσιαλισμό. Τα κριτήρια για τον ορισμό κάθε σταδίου είναι το ποιος κατέχει κάθε φορά τα μέσα παραγωγής, πως τα χρησιμοποιεί, αλλά και το ποια είναι αυτά τα μέσα. Πριν από τον καπιταλισμό εντοπίζει και έναν τύπο παραγωγής, σε χώρες της Ασίας, χωρίς ατομική, αλλά με συλλογική, ιδιοκτησία και νομή των μέσων παραγωγής και με οργάνωση των εργαζόμενων σε τοπικές κοινότητες. Αυτόν τον τρόπο παραγωγής, χωρίς να τον μελετήσει τόσο ενδελεχώς όσο τους δυτικοευρωπαϊκούς, τον ονομάζει «Ασιατικό Τρόπο Παραγωγής».8

Τα κυρίαρχα στοιχεία κάθε τρόπου παραγωγής είναι οι παραγωγικές δυνάμεις και οι παραγωγικές σχέσεις. Στις παραγωγικές δυνάμεις εντάσσονται όλα τα στοιχεία που συμμετέχουν στην παραγωγή, από τις πρώτες ύλες και την τεχνολογία μέχρι την ίδια την εργατική δύναμη. Οι παραγωγικές σχέσεις είναι οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων φορέων της παραγωγικής διαδικασίας, πχ φεουδάρχη-αγρότη, αστού-προλετάριου. Διαβάζοντας τις γραμμές του Μανιφέστου, μας δημιουργείται μια εντύπωση πως η μετάβαση από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο γίνεται μηχανιστικά, απλώς επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται πια τόσο πολύ που ο τρέχων τρόπος παραγωγής εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξή τους, τις στενεύει, και από αυτήν την ανάγκη προκύπτουν αυτομάτως οι επαναστάσεις που οδηγούν σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής. Ένα σχήμα, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις μοιάζουν σαν έναν φυτό, του οποίου οι ρίζες μεγαλώνουν πολύ και επειδή δεν μπορούν πια να μεγαλώσουν και να αναπτυχθούν υγιώς μέσα στη γλάστρα -τις παραγωγικές σχέσεις- σπάει τη γλάστρα και μεταφυτεύεται σε μια άλλη, πιο ευρύχωρη.

Όμως, στο παράδειγμα που φέραμε, κάτι λείπει. Υπάρχει ένα χέρι που ποτίζει το φυτό για να μεγαλώσει. Και μετά το παίρνει από την παλιά σπασμένη γλάστρα και το μεταφυτεύει σε μια καινούρια που έχει κατασκευάσει. Όμως, μέσα στην αναλογία που παρουσιάσαμε, σε τι αντιστοιχεί αυτό το χέρι; Στην ταξική πάλη. Το φυτό (παραγωγικές δυνάμεις) μεγαλώνει μέσα σε μια δοσμένη γλάστρα (σχέσεις παραγωγής) επειδή ποτίζεται με νερό (εργασία) από ένα χέρι (ταξικός συσχετισμός δύναμης). Δηλαδή, ο ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι αυτός που καθορίζει το πόσης έντασης εργασία θα προσφερθεί (8ωρη ή 12ωρη; Με μεγάλη ένταση και παραγωγικότητα ή με μικρότερη;),9 άρα πόσο θα αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα σε καθορισμένες παραγωγικές σχέσεις. Πάμε τώρα πίσω στο παράδειγμα. Αν το φυτό πάρει πολύ νερό αλλά παραμείνει σε μια στενή γλάστρα, τότε δεν θα αναπτυχθεί, αλλά θα σαπίσει. Άρα, η γλάστρα καθορίζει το πόσο θα μεγαλώσει το φυτό. Αντιστοίχως, λοιπόν, οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν το πόσο θα μεγαλώσουν οι παραγωγικές δυνάμεις (γιατί διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις επιτρέπουν διαφορετικούς βαθμούς εκμετάλλευσης των ίδιων παραγωγικών δυνάμεων, πχ η αγροτική καλλιέργεια και η εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων επί καπιταλισμού είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι επί φεουδαρχίας, λόγω των αναγκών του εμπορίου) και όχι το αντίστροφο, όπως ακριβώς η γλάστρα είναι που καθορίζει το πόσο θα μεγαλώσει το φυτό. Τόσο όμως η προσφορά του νερού, όσο και η κατασκευή μιας μεγαλύτερης γλάστρας και η μεταφορά σε αυτήν είναι έργα του χεριού. Δηλαδή, και η προσφερόμενη εργασία και οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, αυτός είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας. Και επειδή ο ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, αυτό που σε τελευταία ανάλυση καθορίζει τα πάντα είναι η ίδια η ταξική πάλη.

Με αυτό το παράδειγμα, μόλις σκιαγραφήσαμε μια βασική απάντηση σε ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα του εφαρμοσμένου μαρξισμού. Και τον λέμε έτσι, διότι το ερώτημα αυτό διατυπώθηκε και απαντήθηκε στρεβλά, κυρίως μέσα στην εφαρμογή ενός κάποιου μαρξισμού μέσα σε ένα κρατικό πλαίσιο, αυτό της Σοβιετικής Ένωσης. Το ερώτημα είναι, όπως είδαμε, αν είναι οι παραγωγικές δυνάμεις που καθορίζουν την εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων ή το αντίστροφο. Η απάντηση που δόθηκε στο κράτος της ΕΣΣΔ –μέσα από την σταλινική κατανόηση, κωδικοποίηση και χρήση του μαρξισμού, αυτό που λέμε «ορθόδοξο μαρξισμό»- είναι πως η προτεραιότητα ανήκει στις παραγωγικές δυνάμεις. Το επακόλουθο αποτέλεσμα είναι ότι στο ερώτημα αν η κοινωνική εξέλιξη είναι αντικειμενική και εκ των προτέρων προσδιορισμένη (νομοτελειακή) από σιδερένιους ιστορικούς νόμους ή είναι ανοιχτή και η εξέλιξή της αβέβαιη, η απάντηση που δίνεται είναι η πρώτη. Γιατί αφού η κοινωνική εξέλιξη εξαρτάται πρωτίστως από τη μεγέθυνση των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία είναι απολύτως αντικειμενική, μετρήσιμη και υλοποιείται σίγουρα, εξίσου αντικειμενική και προκαθορισμένη θα είναι και η κοινωνική εξέλιξη. Και μάλιστα, σε προκαθορισμένα στάδια, με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όσο συγκεκριμένα είναι και τα χαρακτηριστικά του κάθε επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή είναι η βάση της σταλινικής αντίληψης του μαρξισμού, του «οικονομισμού». Δηλαδή, ο οικονομισμός είναι η πεποίθηση πως η ιστορία εξελίσσεται νομοτελειακά, σε προδιαμορφωμένα στάδια, όσο και όπως αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις. Είναι το μαρξιστικό δόγμα που μιλώντας στο όνομα της ταξικής πάλης, την πετάει στα σκουπίδια και την αντικαθιστά, ως κινητήριο δύναμη της ιστορίας, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και έτσι, επειδή το κράτος της ΕΣΣΔ εκλαμβανόταν ως το πλαίσιο που προστατεύει και αναπτύσσει εντός του τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος του λαού, το καθήκον των κομμουνιστών επί γης ήταν βασικά το να υποστηρίξουν ως δορυφόροι την ΕΣΣΔ, άρα και την ηγεσία της, δηλαδή το να υποταχτούν σε αυτή. Όπως καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ο οικονομισμός είναι η ενστάλαξη του αυταρχισμού στην κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά και της ίδια της αστικής ιδεολογίας στον μαρξισμό, αφού εξοβελίζει τον ρόλο της ταξικής πάλης και την αντικαθιστά από την, υπό την στενή έννοια, οικονομία και παραγωγή. Αν, λοιπόν, πίσω από όλα υπάρχει απλώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τότε η εξουσία που ελέγχει τις παραγωγικές δυνάμεις και ταυτόχρονα κατέχει τη «θεωρία» που λέει το πώς θα τις αναπτύξει προς όφελος του λαού, τότε αυτή η εξουσία δικαιούται να κάνει τα πάντα. Ακόμη και να εξοντώσει τον λαό προς το ίδιο του το όφελος.



Ήταν ο Μαρξ αστρολόγος;

Ας επιστρέψουμε, για λίγο, στο ερώτημα περί της νομοτέλειας. Καταλαβαίνει ο Μαρξ την ιστορία του κόσμου ως διαδοχή προκαθορισμένων σταδίων; Πιστεύει πως μπορείς να προβλέψεις το μέλλον, διαβάζοντας τα άστρα του παρελθόντος; Είπαμε πως με βάση την ανάλυση του Αλτουσέρ και των μαθητών του, ο Μαρξ στα πρώτα του γραπτά έχει τέτοια στοιχεία νομοτέλειας και έμφασης στις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά στην πορεία αυτό αλλάζει. Όμως, τέτοια στοιχεία εντοπίζουν ακόμη και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (στη φάση του «ώριμου» Μαρξ, όπως λένε), όταν αυτός γράφει την περίφημη φράση «η χώρα που είναι περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανικά δείχνει, στην λιγότερο αναπτυγμένη, την εικόνα του ίδιου της του μέλλοντος». Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως εδώ ο Μαρξ δεν φτιάχνει μια γενική Θεωρία των Σταδίων, όπου κάθε χώρα αναπτύσσεται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, αλλά αναφέρεται μόνο στις καπιταλιστικές χώρες και στο πως εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο η ανάπτυξή τους. Άρα, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, για παράδειγμα, να περάσει μια χώρα απευθείας από τη φεουδαρχία στον σοσιαλισμό, παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό. Και είναι αλήθεια πως στα τελευταία γραπτά του Μαρξ υπάρχει ένας έντονος τέτοιος προβληματισμός σε σχέση με το ενδεχόμενο η ρώσικη κοινωνία να κάνει μια αντίστοιχη μετάβαση, βασισμένη στο πρότυπο των αγροτικών κομμούνων (κοινοτήτων συλλογικής καλλιέργειας της γης) που υπήρχαν στη χώρα. Από όλη αυτή την προβληματική αναδεικνύεται και το ζήτημα του «ευρωκεντρισμού» που πολλοί χρέωνουν στον Μαρξ, δηλαδή του ότι τα αναλυτικά του σχήματα βασίζονται πάνω στη μελέτη μόνο της Ευρώπης -και συγκεκριμένα της δυτικής- και άρα είναι ελλιπή, γιατί δεν συνυπολογίζουν την πραγματικότητα άλλων πολιτισμών. Αντιθέτως, ορισμένοι υποστηρίζουν πως είναι ο Μαρξ που άνοιξε στην Ευρώπη τη συζήτηση για χώρες όπως η Ινδία και θυμίζουν τις μελέτες του για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής. Όμως, άλλοι θεωρούν αυτήν ακριβώς τη θεωρία ως υπερβολικά γενική και ακατέργαστη, άρα ως απόδειξη του ότι ο Μαρξ ήταν τελικά ευρωκεντρικός και είχε μικρή γνώση για τα τεκταινόμενα εκτός της γηραιάς ηπείρου. Εν τέλει, αυτό που σίγουρα μπορούμε να πούμε και πρέπει να κρατήσουμε είναι πως ο Μαρξ ως το τέλος διερευνούσε το αν μπορεί να μην υπάρχει αναγκαστικά συγκεκριμένη διαδοχή ιστορικών σταδίων, άρα νομοτέλεια. Και ότι, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ένγκελς, ήταν εξαιρετικά εχθρικοί προς κάθε προσπάθεια μετατροπής της θεωρίας τους σε μια μανιέρα, έναν τυφλοσούρτη που θα ερμήνευε τα πάντα με τρόπο γραμμικό. Παραθέτουμε δύο φράσεις, για του λόγου το αληθές, σημειώνοντας πως γράφτηκαν αμφότερες προς το τέλος της ζωής των δύο επαναστατών και στοχαστών:

Ο Μαρξ, το 1877, σε μια επιστολή όπου σχολίαζε την ερμηνεία του έργου του από τον Τσερνισέφσκι, Ρώσο επαναστάτη, στέλεχος των ναρόντνικων, έλεγε:

«Αλλά αυτό δεν αρκεί για τον κριτικό μου. Νιώθει υποχρεωμένος να μεταμορφώσει το ιστορικό μου σχεδίασμα για τη γένεση του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη σε μια ιστορικο-φιλοσοφική θεωρία της γενικής πορείας που επιβάλει το πεπρωμένο κάθε λαού -όποιες και αν είναι οι ιστορικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται- ώστε να μπορέσει να φτάσει τελικά στην οικονομική μορφή που εξασφαλίζει, μαζί με τη μεγαλύτερη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας, την πλέον ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου. Αλλά ας με συγχωρήσει. Με τιμά και με κάνει να νιώθω μεγάλη ντροπή».10

Ο Ένγκελς, το 1890, σε ένα γράμμα προς τον Γιόζεφ Μπλοχ, αναφέρει:

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη για την ιστορία, ο καθοριστικός παράγοντας σ’ αυτήν είναι, σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτ’ εγώ είπαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν τώρα κάποιος βασανίζει την πρόταση αυτή προσπαθώντας να συνάγει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μόνος καθοριστικός, την μεταβάλλει σε μια φράση κενή, αφηρημένη, παράλογη. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία της υπερδομής (σ.σ. εννοεί το εποικοδόμημα), οι πολιτικές μορφές της πάλης των τάξεων και τα αποτελέσματά της, τα Συντάγματα που διαμορφώνονται όταν κερδηθεί η μάχη από την νικηφόρα κοινωνική τάξη, τα νομικά μορφώματα, ακόμα και οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στα μυαλά εκείνων που συμμετέχουν, πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες και θρησκευτικές αντιλήψεις, και η κατοπινή τους ανάπτυξη σε δογματικά συστήματα, ασκούν επίσης την επίδρασή τους κατά τη διάρκεια των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις καθορίζουν τη μορφή τους».11

Στην ίδια επιστολή, ο Ένγκελς θα υποστηρίξει πως «Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ΄ ότι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, ήμασταν υποχρεωμένοι να τονίζουμε τη βασική αρχή που την αρνιόνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος και η ευκαιρία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους παράγοντες που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση. Μόλις όμως το ζήτημα έφτανε στην περιγραφή μιας ιστορικής περιόδου, δηλ. στην πραχτική εφαρμογή, άλλαζαν τα πράγματα και δεν χωρούσε πια καμιά παρεξήγηση. Δυστυχώς όμως συμβαίνει πολύ συχνά να πιστεύει κανείς ότι έχει καταλάβει τέλεια μια νέα θεωρία και ότι μπορεί να τη χειρίζεται αμέσως, μόλις αφομοιώσει, και αυτό όχι πάντα σωστά, τις βασικές θέσεις. Και δε μπορώ να απαλλάξω απ΄ αυτή τη μομφή πολλούς από τους νεότερους “μαρξιστές”. Έτσι έκαναν την εμφάνισή τους και θαυμάσια σκουπίδια κι απ΄ αυτόν τον τομέα».

Βλέπουμε, λοιπόν, το πόσο εχθρικοί είχαν καταλήξει να είναι οι δύο επαναστάτες απέναντι στην σχηματοποίηση και τη μηχανική αντιμετώπιση του έργου τους. Απέναντι, δηλαδή, στη μετατροπή του σε ένα υπεραπλουστευτικό σχήμα ερμηνείας του παρελθόντος και πρόβλεψης του μέλλοντος, με βάση έναν μόνο παράγοντα, τον οικονομικό, και μάλιστα νοούμενο αποκλειστικά ως «παραγωγικές δυνάμεις». Βεβαίως, από την άλλη, δεν κατέληγαν σε έναν χυλό, δεν πρότειναν την ισοτιμία όλων των παραγόντων, αλλά αναγνώριζαν την σε «τελευταία ανάλυση» καθοριστικότητα (όχι όμως αποκλειστική) που έχει η «παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής». Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγνωρίζουν, λοιπόν, την οικονομία, την παραγωγή, ως τη βάση της κοινωνικής πραγματικότητας και τα υπόλοιπα στοιχεία της (πολιτική, θρησκεία, ιδεολογία) ως το εποικοδόμημα, ως αυτά που χτίζονται από πάνω της και εξαρτώνται από αυτήν. Όχι, όμως, ως μια απλή αντανάκλασή της οικονομίας, αλλά σε μια δυναμική σχέση μαζί της, μπορώντας και να την επηρεάσουν την ίδια. Και την σημασία αυτού την καταλαβαίνουμε καλύτερα, αν σκεφτόμαστε πως για τον Μαρξ ο χαρακτήρας της οικονομίας και της παραγωγή είναι κατά βάση απότοκα της πάλης των τάξεων. Ιδού, λοιπόν, άλλη μια φορά, η βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας: η πάλη μέσα στην παραγωγή και όχι απλώς η παραγωγή η ίδια.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως για τον Μαρξ, όπως γράφεται στο Μανιφέστο, το καπιταλιστικό κέρδος προκύπτει διά της απόσπασης της υπεραξίας, δηλαδή του απλήρωτου κομματιού της εργασίας του καθενός. Για παράδειγμα, αν στο χρόνο εργασίας μιας ημέρας ο εργαζόμενος παράγει 100 μονάδες προϊόντος και τα χρήματα που παίρνει για μισθό του φτάνουν για να αγοράζει στο εμπόριο τα 40, τότε τα χρήματα που αντιστοιχούν στις 60 μονάδες προϊόντος που δεν μπορεί να αγοράσει είναι η υπεραξία και από αυτό βγαίνει το καπιταλιστικό κέρδος. Τι είναι όμως αυτό που καθορίζει το το ύψος του μισθού; Η τάση των καπιταλιστών είναι, λέει στο Μανιφέστο, να προσφέρουν στον εργαζόμενο έναν μισθό ίσα-ίσα όσο του χρειάζεται για να ανανεώσει την εργατική του δύναμη και να διασφαλίσει πως και τα παιδιά του θα μπορέσουν να έχουν την ίδια ταξική θέση με αυτόν, δηλαδή όσο του χρειάζεται για να φάει και να ντυθεί η οικογένειά του και όχι παραπάνω, ώστε να είναι αναγκασμένος πάντα να εργάζεται. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η σύλληψη αφορά την εποχή του Μαρξ και την κατάσταση των εργαζομένων στον 19ο αιώνα. Και πράγματι, έτσι φαίνεται. Αν όμως σε αυτό το «όσο χρειάζεται για να ανανεώσει την εργατική του δύναμη» προσθέσουμε άλλα έξοδα που απαιτούνται σήμερα για να ανανεώσει την οικογενειακή εργατική του δύναμη κάποιος που ανήκει στο επιστημονικό προλεταριάτο, για παράδειγμα τα έξοδα του φροντιστηρίου των παιδιών του, τότε φαίνεται η διαχρονικότητα αυτής της ιδέας. Αυτό, όμως αφορά απλώς την τάση των καπιταλιστών. Δηλαδή, αφορά τους μισθούς που θα έδιναν, αν περνούσε μόνο από το χέρι τους, αν δεν υπήρχαν εργατικοί αγώνες. Επίσης, ο μισθός καθορίζεται και από την ανάγκη να υπάρχει ένα εισόδημα που θα καταναλωθεί από τους εργαζόμενους για να αγοραστούν τα προϊόντα των καπιταλιστών. Και πάλι, όμως, αυτό μπορεί να μην ισχύει, αν οι καπιταλιστές μιας χώρας μπορούν να πουλάν όλα τα προϊόντα τους στο εξωτερικό. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που καθορίζει τελικά το μισθό και το ποσοστό της υπεραξίας -δηλαδή το ποσοστό της εργασίας του που δεν θα πληρωθεί ένας εργαζόμενος ώστε να βγει το καπιταλιστικό κέρδος- δεν είναι κάποιο αντικειμενικό και μετρήσιμο μέγεθος, αλλά κάτι εντελώς υποκειμενικό: η ίδια η πάλη των τάξεων και οι αγώνες των εργαζόμενων.



1 Καρλ Μαρξ, Φρήντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Νεφέλη, Αθήνα, 2002, σελ. 106.

2 Γράφτηκε από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς για τη γερμανική έκδοση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος», Λειψία 1872 Marx-Engels-Werke, τομ. 18, σελ. 95-96.

3 Πρόκειται για τον μοναδικό τόμο του Κεφαλαίου που εξέδωσε ο Μαρξ, αφού οι άλλοι δύο τόμοι εκδόθηκαν, υπό την επιμέλεια του Ένγκελς, μετά τον θάνατό του και είναι μια σύνθεση των σημειώσεών που άφησε πίσω του.

4 Κορνήλιος Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2000, σελ. 116.

5 Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Θεμέλιο, Αθήνα, 1986, σελ. 19.

6 Κλάρα Τσέτκιν, Ο Λένιν για τη γυναίκα, Μνήμη, Αθήνα, σελ. 37.

7 «Όσο για µένα, δε µου ανήκει η τιµή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα τη μεταξύ τους πάλη. Πολύ πιο πριν από µένα αστοί ιστορικοί έχουν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονοµολόγοι έχουν κάνει την οικονοµική ανατοµία των τάξεων. Ό,τι το καινούριο έκανα εγώ ήταν να αποδείξω: 1) Ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς µε ορισµένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής […] 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η ίδια αυτή δικτατορία δεν αποτελεί παρά τη μετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε µια αταξική κοινωνία». Επιστολή του Μαρξ προς τον Βαϊντεµάγερ, το Μάρτη του 1852 (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, 2007, Αθήνα, σελ. 42).

8 Για περισσότερα, δείτε εδώ: Γιάννης Μηλιός, «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής», Θέσεις, τεύχος 57, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1996

9 Εδώ ασφαλώς διαδραματίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, πέρα από, καθεαυτή, την ένταση της εργασίας, όπως οι τεχνολογικές καινοτομίες. Κι αυτές όμως καθορίζονται εν πολλοίς από τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, αφού η επιστημονική έρευνα κατευθύνεται προς τις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης και της -υπέρ αυτής- έντασης της παραγωγής. Επίσης, ρόλο παίζει το ποσοστό της εργασίας που θα εκμεταλλευτεί ο εργοδότης για να μπορέσει να το επανεπενδύσει στην παραγωγή, επομένως ο μισθός του εργαζόμενου, άρα και πάλι ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, δηλαδή το παράγωγο της ταξικής πάλης.

10 Παρατίθεται στο Maurice Godelier, Μαρξιστικοί ορίζοντες στην κοινωνική ανθρωπολογία, Gutenberg, Αθήνα, 1988, τ’ Α, σελ. 115.

11 Παρατίθεται στο Λουί Αλτουσέρ, Θέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 135.


(Μέρος 2ο)