Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Πότε έφτασα μέχρι εδώ . . . ;



Όταν είσαι μικρός ζεις και όταν είσαι μεγάλος θυμάσαι. Κάπου στην πορεία ανάμεσα στα δύο, στέκεσαι και κοιτάζεις. Μπρος και πίσω. Θυμάσαι και φαντάζεσαι. Και από όποιο μίγμα είναι η θύμηση, από το ίδιο είναι και η φαντασία. Και τώρα, στα 30, θυμάμαι. Μην τσιμπάτε, δεν μπαίνω στην επόμενη δεκαετία, κλείνω την προηγούμενη! Αλλά το δεκαδικό σύστημα μας παραπλανά… 

Θυμάμαι. Και μου αρέσει που μπορώ να το κάνω. Και κουβαλάω αρκετά πράγματα μέσα σε λίγο χρόνο.

Όταν γεννιέσαι το 1982, για εσένα είναι απλώς 30 χρόνια πριν. Για αυτούς που σε γέννησαν, ήταν 8 χρόνια μετά το τέλος της Χούντας. Άλλη οπτική, άλλη αλήθεια.

Θυμάμαι σαν σε όνειρο την Ελλάδα του ‘80. Και διάφορες λέξεις και ονόματα, σαν φυγοκεντρισμένα με μεγάλη ταχύτητα, πεταμένα εδώ κι εκεί: Κάθαρση, Γκάλης, ντίσκο,  Μαραντόνα, πανκ, Αντρέας, Μητσοτάκης, βίντεο, πειρατεία, ιδιωτική τηλεόραση, ειδικό δικαστήριο. Δεν το έζησα το ’80. Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται. Όσοι ζήσαν την εφηβεία τους τότε, έπρεπε να γλιτώσουν από πολύ κιτς υπερβολή και άκρατο νεοελληνισμό για την παλέψουν. Ας είναι.

Θυμάμαι στο τέλος του ’80 το Τέλος ενός κόσμου. Μου αρέσει που μπορώ να θυμάμαι στην τηλεόραση την Πτώση του Τείχους και τις οικογένειες που ξανασυναντιούνταν. Την εκτέλεση του Τσαουσέσκου και της Έλενα και τους στρατιώτες που έπρεπε να τραβήξουν κλήρο, γιατί ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που ήθελαν να μπουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Την απελευθέρωση του Μαντέλα και το τέλος του Απαρτχάιντ. Μου αρέσει που θυμάμαι αυτές τις κόκκινες γραμμές της Ιστορίας. Τις μεγάλες μεταβάσεις. Ίσως και για αυτό να ζω τώρα λίγο με την Ιστορία.

Μου αρέσει που θυμάμαι την τηλεόραση να κλείνει στις 12 το βράδυ με τον εθνικό ύμνο και τη σήμα με τον τσομπανάκο και τη φλογέρα και να ξεκινάει το μεσημέρι της επόμενης. Αν και δεν θα ήθελα το ζω τώρα. Θυμάμαι την εκπαιδευτική τηλεόραση και το Θέατρο της Δευτέρας. Και τις ατελείωτες μελαγχολίες των απογευμάτων της Κυριακής, όταν το ηλιοβασίλεμα θύμιζε το σχολείο της επομένης. Γιατί ήταν σαν κάτι να μου έλειπε. Σαν να ήθελα πολύ να μεγαλώσω, γιατί είχα πολλά να κυνηγήσω.

Θυμάμαι τις αρχές του ’90. Η ιδιωτική τηλεόραση εφορμά. Ως τότε, λίγους αποκαλούσαν οι Έλληνες με το μικρό τους όνομα. Τον Μίκη, τον Μάνο, τη Μελίνα, τον Αντρέα. Και τότε στη ζωή μας μπαίνει η Ρούλα. Και ο εκφυλισμός μόλις άρχιζε. 

Τα τηλεπαιχνίδια χαρίζουν κάθε λογής πράγματα που μόλις τότε, σχεδόν μαγεμένοι, μαθαίνουμε πως υπάρχουν. Τα δελτία ειδήσεων είναι μισάωρα. Στήνουν πάρτυ με την υπόθεση των σατανιστών. Και ο Αλέξης Κούγιας μπαίνει στις ζωές μας. Και σε λίγο, το Μακεδονικό. Στο σχολείο τραγουδάμε όλοι μαζί «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». Είμαι 10 χρονών και τραγουδάω και ξαφνικά σταματάω, γιατί αν συνέχιζα θα έκλαιγα από την ένταση της περηφάνειας. Και ο πατέρας μου να λέει: «50 χρόνια πίσω γυρίσαμε...». Και δεν καταλάβαινα. Τότε. Και ήρθαν τα συλλαλητήρια. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού στους δρόμους. Όλοι ένιωθαν Μακεδόνες, ακόμη κι αν ήταν απ’ τα… Φάρσαλα. Η εθνική υπερηφάνεια βάδιζε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης χέρι – χέρι με κάποιους που σαν ματαιωμένα καρναβάλια τριγυρνούσαν ντυμένοι Μεγαλέξανδροι, με πανοπλίες και περικεφαλαίες. Και έφτιαχνε μια ταυτότητα που θα τυραννούσε βάναυσα αυτήν την πόλη για πολλά πολλά χρόνια ακόμη. Και σε λίγο καιρό πανηγύρια, γιατί λέει στην Αμερική βγήκε πρόεδρος ο Μπιλ Κλίντον, που είχε σύμβουλο τον Τζορτζ Στεφανόπουλο, που ήταν Έλληνας. Και ο Κλίντον θα βοηθούσε την Ελλάδα. Και σε λίγο αναγνώριζε κι αυτός τη «γείτονα χώρα» ως Μακεδονία. Ίσως επειδή, όπως ξαφνικά όλη η Ελλάδα ανακάλυψε, ο Τζορτζ Στεφανόπουλος δεν ήξερε ούτε λέξη ελληνικά. Τι να πεις…

Θυμάμαι λίγο πιο πριν. Το μαδέρι με την κόκκινη σημαία να βγαίνει πίσω από τον καναπέ που ήταν πάντα αφημένο, να γεμίζει το μικρό χέρι και σε λίγο να κουνιέται μπροστά στον Κύρκο. ΚΚΕ Εσωτερικού. Πολιτική. Αριστερά. Ελευθερία. Δημοκρατία. Πολλές λέξεις. Πολλή τύχη. Και λίγο αργότερα. Πολλά πια, πάρα πολλά. Πόλεμος στον Κόλπο. Ένας πόλεμος για την τηλεόραση. Σαντάμ Χουσείν, λέει. Σκουτ και Πάτριοτ αλληλοεξουδετερώνονται. Πόλεμος για το πετρέλαιο. Όχι για την ελευθερία; Όχι για τη δημοκρατία; Περίεργα πράγματα… Και κάπου εκεί εκλογές. Και ο Συνασπισμός εκτός Βουλής. Με τη Δαμανάκη. Οκ, το κατάλαβα. Είμαστε μικρό κόμμα. Αυτή είναι η ταυτότητά μας. Δεν πειράζει, είμαστε Αριστερά, έχουμε δίκιο. Εδώ θα μπω όταν μεγαλώσω. Εδώ είμαι ήδη.

Οι Ολυμπιακοί της Ατλάντα και η Ελλάδα ανακαλύπτει πως στην νέα της εποχή μπορεί να παίρνει χρυσά μετάλλια. Κι ένα παιδί ανακαλύπτει πως αν σηκώνεις ντενεκέδες στην οικοδομή είσαι Αλβανός, κι αν σηκώνεις μπάρες με βάρη στο τερέν είσαι Βορειοηπειρώτης. Άνοιγμα συνόρων. Νέες λέξεις. Μετανάστες, σύνορα, διαβατήρια. Αλβανοί! Νέα ονόματα, νέων χωρών που πετάγονται ξαφνικά στο χάρτη. Μα που ήταν κρυμμένες αυτές; Εκεί που ο χάρτης ήταν κόκκινος, μάλλον. Και κάπου εκεί και ένας πόλεμος. Στη Γιουγκοσλαβία. Γιατί; Έλα ντε… Και πάλι νέα ονόματα, νέων χωρών που όλο και μίκραιναν. Μητσοτάκης, Παπανδρέου. Τέλος. Και Σημίτης. Άντε, να σοβαρευόμαστε. Άντε πάλι νέες λέξεις. Ανάπτυξη, υπευθυνότητα, όραμα, Ευρώπη, εκσυγχρονισμός, χρηματιστήριο, ισχυρή Ελλάδα. Και μέχρι το τέλος του αιώνα κι άλλος ένας πόλεμος. Σερβία και ο Κλίντον (αυτός ντε, που είχε τον Έλληνα σύμβουλο; Έ, τον έδιωξε!) να βομβαρδίζει στη γειτονιά μας. Και όχι μόνο ο Κλίντον. Όλοι. Κι εμείς δίνουμε γη και αέρα. Γιατί «Πρώτα η Ελλάδα».

Και η συνέχεια κάπως πιο γνωστή. 2000. Και πανεπιστήμιο και Αθήνα. Και Νεολαία Συνασπισμού. «Ποιου; Του Κωνσταντόπουλου, ξέρετε; Α, ναι, στο 3%… Και τι είστε, κάτι ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ; Όχι, εμείς θέλουμε σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Α, κάτι σαν το ΠΑΣΟΚ δηλαδή; Όχι…». Φοιτητικός συνδικαλισμός. Και ΔΑΡΑΣ. Και εκλογές. «Μα τι ζώα είναι αυτοί οι ΔΑΠίτες;!» Και Θεσσαλονίκη 2003. Και ο ΣΥΡΙΖΑ στη γέννησή του, το 2004. Με το ζόρι στη Βουλή. Πανηγυρίζουμε για το 3,3%. Σε 8 χρόνια θα στεναχωριόμαστε για το 27%. Τι περίεργη ζωή… Και Ευρωπαϊκό Φόρουμ στην Αθήνα. Οκ, κάναμε κάτι μεγάλο. Συμμετέχουμε σε κάτι μεγάλο. Και σε λίγο… Άρθρο 16. Η περηφάνια μας! Το φοιτητικό κίνημα επιτέλους έξω από εισαγωγικά. Μπορούμε να αγωνιζόμαστε. Μπορούμε να νικάμε. Να νικάμε! Εμείς, στο τώρα, όχι κάποιοι άλλοι στο μέλλον. Μια σταλιά, σχεδόν ένα τίποτα και αναποδογυρίζουμε τη συνταγματική αναθεώρηση. Και κάποιοι αστείοι μας έλεγαν πως δεν είναι νίκη. Και τι είναι, ήττα;;;

Και Αλαβάνος και Τσίπρας και ξανά Αλαβάνος και κόντρα Τσίπρας. Κι ο Δεκέμβρης του 2008. Μια χώρα να χάνει τη χαρά της και μια γενιά την αθωότητά της. Και πώς να χωρέσει στο μυαλό ο τάφος ενός 15χρονου; Και πώς να χωρέσει ο δρόμος την οργή; Και Ευρωεκλογές και κρίση και ξανά εκλογές. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό. Κι ένας φοβερός γάτος. Και μετακομίσεις, περίεργες και ιδιαίτερες σχέσεις με πολλές ιστορίες για το τέλος και χωρισμοί και αστεία ζωή. Και ωραία ζωή. Και γουστάρω που είμαι νέος τώρα, που τα πράγματα είναι δύσκολα. Γιατί μπορώ να τα παλέψω. Γιατί έχω τους συντρόφους μου και τους φίλους μου. Γιατί έχω αυτές κι αυτούς που αγαπώ, έχω το μέλλον μου, ακόμη κι αν το παρόν μου συχνά – πυκνά καίγεται μέσα στα χημικά. Ας είναι. Καλύτερα έτσι. Ζωή χωρίς αγώνα ποτέ δεν την ονειρεύτηκα.

Στο κλείσιμο, τώρα, των 30 επέλεξα να θυμηθώ και να μιλήσω για τα γενικά, τα συλλογικά. Για τα εντελώς δικά μου, θα ήταν δύσκολο να μιλήσω. Γιατί θα είχα να πω πάρα πολλά και θα μπορούσα να πω πολύ λίγα. Για κάποιες παιδικές στιγμές, που άλλες έγιναν μνήμες και άλλες τραύματα. Για τον παππού μου, που πέθανε όταν ήμουν μικρός και από τότε μάθαινα να είμαι όλο και πιο περήφανος για τον πεισματάρη Πόντιο ΕΛΑΣίτη, που μικρός πήγαινε στο σχολείο με τα πόδια και κάθε τόσο τον διώχνανε για πολιτική δράση, και να του χρωστάω χάρη που όλο να του την ξεπληρώνω πρέπει και όσο το κάνω τόσο πιο μεγάλη γίνεται, αυτή η κατακκόκινη χάρη. Για τους γονείς μου, που θα έπρεπε μόνο τρεις λέξεις να πω για όσα έκαναν και είναι: αγάπη – αγώνας – ήθος. Γιατί αν πω παραπάνω, θα με πιάνει πάλι εκείνη η περηφάνια κι εκείνο το δάκρυ που με έπιανε τότε στα 10, με το «Μακεδονία Ξακουστή». Αλλά τώρα δεν θα ήταν παραπλάνηση, θα ήταν όλη η αλήθεια, στην πιο καθαρή της μορφή. Αυτής που βγαίνει από τα μάτια. Για κάτι ξεχασμένους πόνους, από αυτούς που έχουμε όλοι. Για πολλά, μικρά και μεγάλα. Που αφορούν εμένα. Που είναι για κουβέντες κι όχι για σημειώματα. Γιατί εδώ σημειώνω όσα πέρασαν. Και τώρα φτάνει. Γιατί πρέπει να αρχίσουμε να γράφουμε αυτά που θα γίνουν. Για ένα ραντεβού στα επόμενα 30 χρόνια και σε κάθε μέρα ως τότε. Μέσα στη μικρή και στη μεγάλη Ιστορία μας. Τα λέμε έξω. Σας ευχαριστώ.


Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Νέοι και Κοινωνία 14/10/2012


07:10, 33:30, 50:30

Εκδήλωση Νεολαίας ΣΥΝ Τρίπολης, Ιανουάριος 2012


Συνέδριο Solid, Μάρτιος 2011, Αννόβερο.


Κανένας χρυσαυγίτης μόνος του στην κρίση!

Η παρουσία του φασίστα Μιχαλολιάκου, αρχηγού της Χρυσής Αυγής, στον ΣΚΑΙ, αλλά κυρίως η παρουσία του δημοσιογράφου του σταθμού, Κωνσταντίνου Μπογδάνου, απέδειξε με τον καλύτερο και τον πιο κρυστάλλινο τρόπο το γιατί πρέπει, ξεπερνώντας τα αντανακλαστικά και τις συνήθειές μας, να μην αφήνουμε πλέον σε κανένα δημόσιο βήμα τους χρυσαυγίτες χωρίς αντίλογο. Η ένδεια των επιχειρημάτων του δημοσιογράφου του ΣΚΑΙ (αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά πως δεν μπορείς να έχεις καμία σοβαρή απαίτηση από τους δημοσιογράφους που έχουν βγάλει το μεγάλο σχολείο των ανεγκέφαλων της… ΔΑΠ), που το μόνο που κατάφερνε να κάνει είναι να αναμασά – ανεπιτυχώς και ενοχλητικά – τα επιχειρήματα για τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής, βασισμένα μόνο σε πρωτοσέλιδα του εντύπου της φασιστικής συμμορίας και σε φωτογραφίες των μελών της, κατάφερε να κάνει τον Μιχαλολιάκο συμπαθή. Αποσπασματικές ερωτήσεις, δήθεν (και για αυτό εκνευριστική) ευγένεια και μια χαρακτηριστική αδυναμία να ξεφύγει από τα πρωτόλεια επιχειρήματα κατά της Χρυσής Αυγής που έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους ήδη από την προεκλογική περίοδο.

Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο κρίσιμο. Οι δημοσιογράφοι των μεγάλων ΜΜΕ αλλά και οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν είναι σε θέση να απαντήσουν αποτελεσματικά στη Χρυσή Αυγή. Όχι μόνο επειδή είναι φθαρμένα στελέχη ενός απεχθούς συστήματος και άρα αναξιόπιστοι πομποί του οποιουδήποτε μηνύματος, που καταλήγουν να ενισχύουν κάτι όταν του κάνουν κριτική. Αλλά κυρίως, επειδή η επιχειρηματολογία τους δεν μπορεί να ακουμπήσει τα κρίσιμα σημεία που θα αποδομούσαν ριζικά τη Χρυσή Αυγή, τα σημεία που αφορούν την ουσία της πολιτικής της, ειδικά όπως αυτή ξεδιπλώνεται (και εκτίθεται) μέσα στην κρίση.

Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που ο Μιχαλολιάκος ένιωθε να στριμώχνεται, πετούσε στον Μπογδάνο μια μπηχτή για τη Ζίμενς, τους μεγαλοδημοσιογράφους που φρουρούνται από την αστυνομία, τις ΜΚΟ που σχετίζονται με τον όμιλο Αλαφούζου και έφερνε με τη σειρά του αυτόν σε δύσκολη θέση, διότι τον εμφάνιζε ως εκπρόσωπο του φθαρμένου συστήματος εξουσίας. Επομένως, ο Μπογδάνος, και κάθε δημοσιογράφος που δρα ως εκπρόσωπος επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, δεν μπορεί να εκθέσει πολιτικά την στάση της Χρυσής Αυγής, διότι αυτό θα επέβαλλε να συγκρουστεί με τα συμφέροντα που υπηρετεί και τις αντίστοιχες πολιτικές αντιλήψεις.

Δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος που να μην έχει ακούσει πως η Χρυσή Αυγή είναι μια «νεοναζιστική, ρατσιστική, εθνικιστική» οργάνωση. Και δεν υπάρχει κανένας από αυτούς που την ψηφίζουν που να τον νοιάζει. Δεν το θεωρούν σημαντικό, δεν πιστεύουν πως η Χρυσή Αυγή θα μπορέσει ποτέ να έρθει στην εξουσία και να ανοίξει στρατόπεδα συγκέντρωσης ή απλώς – οι λιγότεροι – το εγκρίνουν. Θέλουν να την χρησιμοποιήσουν σαν μαστίγιο απέναντι στο σύστημα. Να το τιμωρήσουν και να το ξυπνήσουν. Επομένως, ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι πλέον ούτε η Ιστορία, ούτε η «καθαρή» ιδεολογία. Το προνομιακό πεδίο πάλης είναι το βασικό, το ταξικό. Μόνο εμείς, λοιπόν, μπορούμε να εγκαλέσουμε τη Χρυσή Αυγή για το ότι ψηφίζει στη Βουλή υπέρ του χαρίσματος των χρεών των ποδοσφαιρικών ομάδων, κατά της εξεταστικής για τη Ζίμενς, υπέρ του Λάτση και υπέρ της πώλησης της Αγροτικής Τράπεζας και πως αγωνίζονται υπέρ ιδιοκτητών πάρκινγκ και εναντίον λαϊκών δημοτικών αρχών. Γιατί μόνο εμείς είμαστε απέναντι σε αυτές τις πολιτικές που προωθεί και η Χρυσή Αυγή. Μόνο εμείς μπορούμε να τους πούμε πως είναι τζάμπα μάγκες, γιατί αντί να στραφούν εναντίον των τραπεζιτών και των εφοπλιστών, χτυπάνε αυτούς που καθαρίζουν τα τζάμια των τραπεζών και τα καταστρώματα των πλοίων. Στη συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, όταν ο δημοσιογράφος ρωτούσε για τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής, ο Μιχαλολιάκος γινόταν ηγεμονικός επειδή απαντούσε πως το θέμα δεν είναι ο Χίτλερ αλλά «η μάνα στο Πέραμα που δεν έχει να ταϊσει τα παιδιά της εξαιτίας του Μνημονίου». Εκεί λοιπόν, ο μνημονιακός δημοσιογράφος σιωπά. Το βουλώνει. Κιτρινίζει και αλλάζει θέμα. Ενώ εμείς θα λέγαμε ότι από αυτήν τη γυναίκα που πράγματι πεινάει λόγω του Μνημονίου, εμείς ζητάμε να έρθει μαζί μας για να ακυρώσουμε το Μνημόνιο, να βάλουμε τις τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο και να αυξήσουμε τη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου και των εφοπλιστών, ενώ ο Μιχαλολιάκος έχει να της προτείνει μόνο «να φύγουν οι ξένοι»!

Ας συνειδητοποιήσουμε τη σημασία δύο πραγμάτων και ας φερθούμε αναλόγως. Πρώτον, πως η Χρυσή Αυγή δεν είναι πλέον στο 0,1%, για να υιοθετούμε απέναντί της την τακτική του μη διαλόγου, για να μην της δώσουμε βήμα και την νομιμοποιήσουμε, όπως κάναμε παλαιότερα. Αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι τακτικές μας. Δεύτερον, πως εμείς, η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, είμαστε η μόνη καθαρή δύναμη, το μόνο τίμιο πρόσωπο της πολιτικής στη χώρα. Άρα, οι μόνοι που μπορούν να αποδομήσουν τη Χρυσή Αυγή. Και επομένως, πως δεν έχουμε το περιθώριο να αποσυρθούμε από αυτήν την «πρόσωπο με πρόσωπο» αντιπαράθεση. Και κάτι ακόμη. Ψυχραιμία. Ούτε είμαστε εμείς από κάτω, ούτε η Χρυσή Αυγή βαδίζει προς την εξουσία. Ας μην αφήνουμε τον πανικό να κερδίζει έδαφος. Ας αντιμετωπίσουμε την κατάσταση όπως έχει. Όπως αρμόζει σε αριστερούς.