Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Νεολαία Λαμπράκη: Οικοδομώντας και όχι προαπαιτώντας την ταυτότητα

http://enthemata.wordpress.com/2013/09/08/stpan-2/

Τα σχόλια των δύο φίλων μου και συντρόφων είναι παραπάνω από καλοδεχούμενα. Δεν ανατρέπουν όμως τη θέση μου. Πρώτον, πως η Νεολαία Λαμπράκη δεν ήταν αυτόνομη οργάνωση κατά τον τρόπο που έχει καταγραφεί στις συλλογικές αριστερές αναπαραστάσεις του παρελθόντος. Ήταν μια οργάνωση με ισχυρούς δεσμούς με την ΕΔΑ της οποίας την πολιτική υλοποιούσε, αφού τα καθοδηγητικά στελέχη της ανήκαν στο μηχανισμό της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ. Αυτό βεβαίως δεν καθιστά τη ΔΝΛ κάτι σαν τη ΚΝΕ των ημερών μας, μια οργάνωση χωρίς την παραμικρή αυτονομία. Για αυτό και όπως λέγεται "ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός λειτουργούσε, αλλά στη ΔΝΛ δίνονταν απλώς οι γενικές γραμμές".

Δεύτερον, πως είναι λάθος να θεωρούμε ότι στη γιγάντωση της Νεολαίας Λαμπράκη συνέβαλε κυρίως η “αυτονομία”, πόσο μάλλον τον να την συγχέουμε με τον ευρύ ιδεολογικό χαρακτήρα και την πολυσυλλεκτικότητα της οργάνωσης, που πραγματικά αποτέλεσε την πιο κομβική αιτία της γιγάντωσής της, αφού προσέλκυσε μαζικά νέους που δεν είχαν καθόλου έντονη την αριστερή ταυτότητα και τις σχετικές νόρμες, όπως επισημαίνουν και οι δύο σύντροφοι λέγοντας πως «η ΔΚΝΓΛ επέδειξε ευελιξία ως προς τον τύπο ένταξης». Όμως, στη φράση τους πως η ΔΝΛ «μαζικοποιήθηκε χάρη σε μια αυτόνομη στρατηγική της Οργάνωσης, που επέτρεπε στα παιδιά των κεντρώων και των δεξιών να συνυπάρχουν στις Λέσχες των Λαμπράκηδων χωρίς προβλήματα» υπάρχει ακριβώς αυτή η σύγχυση. Αυτό δεν είναι καθόλου ζήτημα αυτονομίας, αλλά πολιτικού περιεχομένου, μεθόδου προσέγγισης του κόσμου χωρίς πολλά ιδεολογικά προαπαιτούμενα, ανοιχτής πλουραλιστικής ταυτότητας της ΔΝΛ. Άλλωστε, μια οργάνωση θα μπορούσε να είναι αυτόνομη και ταυτόχρονα να έχει σεχταριστικό ιδεολογικό χαρακτήρα. Αν το ζήτημα λοιπόν είναι αυτό, ασφαλώς συμφωνούμε πως για τη ΔΝΛ, όπως και την ΕΠΟΝ, το βασικό δυναμικό στοιχείο ήταν ο ενωτικός τους χαρακτήρας, το ότι δεν εξέπεμπαν και δεν προϋπέθεταν μια κλειστή αριστερή ταυτότητα, αλλά έφεραν τέτοια χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να προσελκύσουν πολλούς νέους με διαφορετικές αναφορές, ακόμη και στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως η εθνική ταυτότητα. Και η επισήμανση τους πως όταν «ο Μίκης δήλωσε ότι ο ίδιος και οι Λαμπράκηδες είναι κομμουνιστές, αυτό στοίχισε στην Οργάνωση», επιβεβαιώνει τη θέση μου. Αυτή η αναφορά του Θεοδωράκη έκανε ζημιά όχι επειδή κατέδειξε την κομματική σύνδεση της ΔΝΛ με την ΕΔΑ (η οποία άλλωστε για προφανείς λόγους δεν αναφερόταν στον κομμουνισμό), αλλά επειδή περιόρισε το ιδεολογικό της εύρος, την ανοιχτή της ταυτότητα. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και το παράθεμα που δίνουν.

Εν πάση περιπτώσει, μιλώντας ευρύτερα και όχι για τους δυο φίλους, όλοι μας μπορούμε και πρέπει να έχουμε για το παρόν και για τον χαρακτήρα των οργανώσεων της Αριστεράς όποια θέση επιθυμούμε. Δεν χρειάζεται όμως να αναζητούμε κάθε φορά τη δικαίωση της στο παρελθόν, θέτοντας όχι τα ερωτήματα της συγχρονίας του αλλά της σημερινής. Γιατί έτσι συνήθως στραπατσάρουμε το παρελθόν και χαντακώνουμε το μέλλον.

Είχε γουναράδικα στη Βαϊμάρη; Θεωρία των Άκρων τότε και τώρα.

https://barikat.gr/content/eihe-goynaradika-sti-vaimari-theoria-ton-akron-tote-kai-tora


«Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση». Αυτή είναι η αγαπημένη φράση όσων έχουν πειστεί από την κυρίαρχη ιδεολογία πως σε κάθε διαφωνία και σύγκρουση υπάρχει ένα περιθώριο συμβιβασμού, μιας μέσης λύσης, αρκεί να απορρίπτουμε τις «ακρότητες» και των δύο πλευρών. Αυτή τη στάση αναπαράγει και η Θεωρία των Άκρων που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα προς όφελος – τι παράξενο – των πολιτικών εκφραστών της κυρίαρχης ιδεολογίας, αυτών που έχουν τα κλειδιά του συστήματος εξουσίας, των θησαυροφυλακίων των μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων και των γραφείων των μεγάλων ΜΜΕ. Πρόκειται για την ίδια παλιά συνταγή που ακολουθούν οι εθνικές αστικές τάξεις. Ταυτίζουν δύο άσχετες και εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις, τις χαρακτηρίζουν ως ακραίες, παίρνουν επισήμως ίσες αποστάσεις από αυτές αλλά εν τέλει έχουν σαφή προτίμηση στο ένα από τα δύο «άκρα», το οποίο και χρησιμοποιούν ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό: το λαϊκό κίνημα. Αυτή η προπαγανδιστική τακτική επαναλαμβάνεται στον τρόπο που αντιμετώπισαν οι αστικές δυνάμεις τον Χίτλερ στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, τα Τάγματα Ασφαλείας στην Ελλάδα της Κατοχής και τη Χρυσή Αυγή σήμερα, πάντα ενάντια στην Αριστερά. Θα δείξουμε πως η επανάληψη αυτής της παλιάς τακτικής «καρφώνει» τους εμπνευστές της, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των πραγματικών προθέσεων τους και των κινδύνων που συνεπάγονται για το λαό.

 

Η ελληνικής κοπής Θεωρία των Άκρων που προωθείται από τους κυβερνώντες και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ έχει δύο συστατικά στοιχεία. Πρώτον, την εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής ως ακραίων πόλων μιας σύγκρουσης, με κοινά στοιχεία τη βία, το λαϊκισμό, τη μη αποδοχή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος και της νομιμότητας. Σκοπός ασφαλώς είναι να πειστεί ο κόσμος πως η αντιπαράθεση στην κυβερνητική πολιτική δημιουργεί κινδύνους για την ίδια τη δημοκρατία και να αναδειχθεί το κυβερνητικό μπλοκ ως η δύναμη του κέντρου σε αυτήν την σύγκρουση, η δύναμη της υπευθυνότητας και της μετριοπάθειας, ο εγγυητής της δημοκρατίας.

 

Δεύτερον, για να έχουν μια ιστορική τεκμηρίωση, οι υποστηρικτές της Θεωρίας των Άκρων γεμίζουν τις σελίδες της Καθημερινής και του Βήματος με μια λανθασμένη ερμηνεία της πτώσης της δημοκρατίας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η ανάγνωση αυτή λέει πως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέρρευσε λόγω της σύγκρουσης δύο ακραίων δυνάμεων στο εσωτερικό της, των ναζί και των κομμουνιστών. Εδώ όμως έχουμε δύο μεγάλες ιστορικές λαθροχειρίες: Καταρχάς, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν αποτελούσε κατά κανέναν τρόπο πρότυπο δημοκρατίας. Επρόκειτο για ένα καθεστώς όπου, μεταξύ άλλων, στήνονταν έκτακτα στρατοδικεία για να δικάσουν και να εκτελέσουν επί τόπου απεργούς εργάτες και όπου όλα τα κόμματα είχαν ένοπλα τμήματα. Κυρίως όμως, η ανάλυση αυτή είναι ψευδής – και όχι απλώς λανθασμένη – διότι δεν αναφέρει την γνωστή και τεράστια ευθύνη των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι την κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης μεταξύ των κομμουνιστών και των ναζί προτίμησαν τους δεύτερους, θεωρώντας τους ως λιγότερο εχθρικούς προς το σύστημά τους και έκαναν έτσι τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας.

 

ΕΑΜ – Τάγματα Ασφαλείας: Σημειώσατε Χ

Αυτή η ανάλυση έχει και την αντίστοιχή της και στην ελληνική ιστοριογραφία. Εδώ και χρόνια οι καθηγητές του Yale Στάθης Καλύβας και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης με μια σειρά από άρθρα αποδίδουν τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την Κατοχή στην ανάγκη των μελών τους να απαντήσουν στην «κόκκινη βία» του ΕΑΜ, δηλαδή στις επιθέσεις που εξαπέλυε ο ΕΛΑΣ απέναντι στους αντιφρονούντες προς αυτόν. Υποστηρίζουν επίσης πως ο Εμφύλιος στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει όχι το 1946 αλλά ήδη μέσα στην Κατοχή, με τις συγκρούσεις του ΕΑΜ με τα Τάγματα Ασφαλείας αλλά και με τον ΕΔΕΣ. Έτσι, οι δύο καθηγητές δημιουργούν άλλη μία Θεωρία των Άκρων, για το παρελθόν αυτή τη φορά, ταυτίζοντας τη δράση του ΕΑΜ με αυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας, παρά το ότι τα τελευταία είχαν δημιουργηθεί και εξοπλιστεί από τους ναζί ώστε «να εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα», όπως ανέφερε η απόφαση ίδρυσής τους. Αθωώνουν έτσι ουσιαστικά τους συνεργάτες των ναζί, ρίχνουν την ευθύνη για τις εσωτερικές συγκρούσεις στη διάθεση του ΕΑΜ να καταλάβει ενόπλως την εξουσία (η ύπαρξη αυτής της διάθεσης του ΕΑΜ δεν έχει τύχει βεβαίως καμίας ιστορικής τεκμηρίωσης) και δείχνουν το ΕΑΜ και τα Τάγματα Ασφαλείας ως τα ομόλογα και ισότιμα άκρα μιας σύγκρουσης. Τι προβάλει από αυτήν την ανάλυση; Μα η τοποθέτηση του αστικού κόσμου, της μεταπολεμικής Δεξιάς και του Κέντρου στο χώρο ανάμεσα στα δύο άκρα, και πάλι δηλαδή στο ρόλο του εγγυητή της δημοκρατίας και της σταθερότητας.

 

Μόνο που οι Καλύβας και Μαραντζίδης αφήνουν επίτηδες έξω από την ανάλυσή τους το πιο σημαντικό στοιχείο: Ότι μέσα στην Κατοχή (ακριβώς επειδή ήταν περίοδος Εθνικής Αντίστασης και όχι Εμφυλίου) η βασική διαχωριστική γραμμή δεν ήταν μεταξύ αριστερών και δεξιών, αλλά μεταξύ κατεκτημένων και κατακτητών. Όποιος λοιπόν εξοπλιζόταν από τους κατακτητές, όπως τα Τάγματα, έπαιρνε θέση υπέρ τους και εναντίον των κατεκτημένων, εναντίον του λαού του. Και αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί με κανέναν συμψηφισμό βίας και δεν μπορεί να φτιάξει ίσες αποστάσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Στο ίδιο πλαίσιο αποκρύπτεται το ότι ο ΕΔΕΣ κατέληξε να συνεργάζεται σε κάποιες περιπτώσεις με τους ναζί απέναντι στο ΕΑΜ.

 

Όμως, ακόμη κι αν δεχόμασταν πως η «κόκκινη βία» του ΕΑΜ υπήρχε και πως δικαιολογούσε την ένταξη κάποιου στα Τάγματα Ασφαλείας χωρίς να τον καθιστά αυτομάτως συνειδητό συνεργάτη των ναζί, αν δηλαδή δεχόμασταν την αντίληψη πως δεν κάνουμε καμία διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους βίας και πως είναι πάντα δικαιολογημένη η βία που έρχεται ως απάντηση σε προηγούμενη βία, τότε θα περίμενε κανείς με το ίδιο σκεπτικό να θεωρούσαν και οι δύο πανεπιστημιακοί την ένοπλη δράση του ΚΚΕ στον Εμφύλιο ως δικαιολογημένη άμυνα απέναντι στη Λευκή Τρομοκρατία και τις σφαγές των μελών του που ακολούθησαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και να μην εκλαμβάνουν αυτή τη δράση ως προσπάθεια ένοπλης απόσπασης της εξουσίας από το ΚΚΕ. Αλλά ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κι ας ρωτήσουμε και κάτι: Μετά από όλα αυτά, πόσο τυχαίο είναι πως η πολιτική αρθρογραφία των δύο καθηγητών βρίσκεται πάντα στη γραμμή υπεράσπισης του Μνημονίου και της καταδίκης των λαϊκών κινητοποιήσεων; Ευνόητη η απάντηση.[1]

 

 

Θεωρία των Άκρων: μια πολύ παλιά ιστορία

Ας θυμηθούμε όμως τώρα κι εμείς με τη σειρά μας κάτι από την Ιστορία. Πριν από την αποχώρηση των ναζί από την Ελλάδα, στο συνέδριο του Λιβάνου όπου συζητήθηκαν οι όροι για τη δημιουργία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανάφερε:

 

«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας. Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν. Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση την μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν. Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας».

 

Έχουμε λοιπόν εδώ, εν έτει 1944, μία πρώτη και καθαρή μορφή Θεωρίας των Άκρων σαν αυτή που συναντάμε σήμερα στην Ελλάδα, με τον Παπανδρέου να συμψηφίζει τη δράση του ΕΑΜ με αυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας, ακριβώς όπως κάνουν σήμερα και οι δύο προαναφερθέντες μνημονιακοί πανεπιστημιακοί, όπως συμψηφίζει σήμερα το συγκρότημα εξουσίας της δράση του ΣΥΡΙΖΑ με της Χρυσής Αυγής. Όμως τα γεγονότα είναι απολύτως αποκαλυπτικά. Διότι την κρίσιμη στιγμή, την ώρα της σύγκρουσης των Δεκεμβριανών του 1944, η αστική τάξη απέδειξε πως αυτός που αναγνώριζε ως εχθρό της δεν ήταν οι συνεργάτες των ναζί αλλά το ΕΑΜ. Και για αυτό έβγαλε τους ταγματασφαλίτες από το στρατόπεδο στο Γουδί που τους είχε μεταφέρει, τους εξόπλισε και τους έστειλε να πολεμήσουν το ΕΑΜ, προσφέροντας τους έτσι την ευκαιρία να επανενταχθούν στον εθνικό κορμό μέσα από τα Δεκεμβριανά και την Λευκή Τρομοκρατία. Το μεταπολεμικό αστικό ελληνικό κράτος χτίστηκε λοιπόν πάνω στις υπηρεσίες των προδοτών συνεργατών των ναζί. Η αστική τάξη χρειαζόταν άμεσα συμμάχους εν όψει Εμφυλίου, ένοπλους κι αδίσταχτους, πολλοί από τους οποίους αργότερα σταδιοδρόμησαν στο μετεμφυλιακό κράτος, φτάνοντας να γίνουν ακόμη και βουλευτές.[2]

 

Κάποια άκρα είναι προτιμότερα από τα άλλα…

Ας δούμε τώρα και τη στάση που κρατάει η πολιτική και κοινωνική ελίτ απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Επισήμως τα καθεστωτικά κόμματα και τα ΜΜΕ επιτίθενται στην οργάνωση και της καταλογίζουν ακραίες πεποιθήσεις. Όμως, στα κρίσιμα ζητήματα της βάζουν πλάτη. Στην περίπτωση της δολοφονίας του μετανάστη στα Πετράλωνα, τα κανάλια αναμετέδωσαν απλώς το ανακοινωθέν της αστυνομίας που ενημέρωνε πως στο σπίτι του ενός δράστη «βρέθηκαν φυλλάδια πολιτικού κόμματος». Ασφαλώς τα φυλλάδια ήταν της Χρυσής Αυγής και ο δράστης μέλος της, όμως η οργάνωση δεν κατονομάστηκε ποτέ. Κάποιες από τις υπόλοιπες βίαιες ενέργειες της αναφέρονται και καταδικάζονται από τα μεγάλα ΜΜΕ, όμως έτσι οικοδομείται και το προφίλ της σκληρής και δυναμικής οργάνωσης. Απόδειξη του ότι αυτό γίνεται ηθελημένα είναι το ότι οι πολλές περιπτώσεις όπου οι συγκρούσεις μελών της Χ.Α. με ομάδες αντιφασιστών κατέληξαν στον ξυλοδαρμό και την εκδίωξή τους δεν βρίσκουν ποτέ χώρο στα ΜΜΕ, ώστε να μην πληγεί το προφίλ της δυνατής οργάνωσης – τιμωρού. Επίσης, το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα ευρώ από την κρατική επιχορήγηση για όλο το 2012 έχει ανοίξει μεγάλα γραφεία σε ακριβούς δρόμους της Αθήνας και άρα έχει άλλες πηγές χρηματοδότησης, πιθανότατα το εφοπλιστικό κεφάλαιο, δεν αναφέρεται ποτέ. Και βεβαίως όλα αυτά συμβαδίζουν με κατά καιρούς καλέσματα και ευνοϊκές αναφορές στελεχών της ΝΔ στον κόσμο της Χ.Α. αλλά και στην ίδια τη φασιστική οργάνωση.[3]

 

Όλα τα παραπάνω συμπυκνώθηκαν στον τρόπο με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία επέλεξε να χειριστεί τη σύγκρουση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τον περασμένο Ιούλιο. Την αναφορά της φράσης του Άρη Βελουχιώτη «ραντεβού στα γουναράδικα» από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλο, την παρουσίασε ως αναφορά που παραπέμπει «στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας»,[4] σε στιγμές και πρόσωπα που δίχασαν τον ελληνικό λαό. Τα φασιστικά συνθήματα των βουλευτών της Χρυσής Αυγής για το Βίτσι και το Γράμμο τα εμφάνισε απλώς ως την αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε τέτοιες «εμπρηστικές» δηλώσεις.[5]

 

Ήταν άλλη μία στιγμή της Θεωρίας των Άκρων, άλλη μία από τις πολλές προσπάθειες συμψηφισμού της δράσης και του ρόλου της Αριστεράς με αυτά της Χρυσής Αυγής, ένα ανακάτεμα της Εθνικής Αντίστασης με τη δράση της Δεξιάς στον Εμφύλιο, ένα θόλωμα της Ιστορίας. Και ήταν και άλλη μια αποκαλυπτική στιγμή που ανέδειξε το χάδι που επιφυλάσσει το σύστημα προς τη Χρυσή Αυγή και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά με τα οποία αντιμετωπίζει αυτήν και την Αριστερά. Διότι όταν τον περασμένο Φεβρουάριο βουλευτής της Χρυσής Αυγής δήλωσε πως αυτός και οι όμοιοι του είναι «τα εγγόνια των νικητών» του Εμφυλίου, τον οποίο ονόμασε «συμμοριτοπόλεμο», εκτοξεύοντας παράλληλα απειλές προς την Αριστερά[6] ουδείς αντέδρασε, παρά μόνο ο προεδρεύων τότε Γιάννης Δραγασάκης και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.

 

Βασανίζοντας το παρελθόν για να αλυσοδεθεί το μέλλον

Από όλα αυτά δύο πράγματα είναι εμφανή. Πρώτον, ότι η ΝΔ και η αστική τάξη της Ελλάδας θέλει να ξαναγράψει την Ιστορία. Και το θέλει για να μπορέσει να αναιρέσει ένα από τα βασικά όπλα της Αριστεράς, την ιστορική αίγλη που έχει κερδίσει ως πρωταγωνίστρια των αγώνων του ελληνικού λαού και λόγω των μαρτυρίων στα οποία υποβλήθηκε. Για αυτό και οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, τσαλαβουτάνε άτσαλα μέσα στην Ιστορία. Για αυτό παρουσιάζουν τον Βελουχιώτη ως πρόσωπο που διχάζει το λαό, ενώ δεν πολέμησε καν στον Εμφύλιο αλλά στην Αντίσταση. Για αυτό συμψηφίζουν τις κραυγές της Χρυσής Αυγής για τις μάχες του Εμφυλίου, όπως του Γράμμου, με τις αναφορές στο Μελιγαλά, όπου δεν συγκρούονταν αριστεροί με δεξιούς αλλά ο ΕΛΑΣ με τους Ταγματασφαλίτες, η Αντίσταση με τους συνεργάτες των ναζί.[7]

 

Γιατί η ΝΔ είναι ακόμη η παράταξη του Ευάγγελου Αβέρωφ που το 1982 αποχώρησε από τη Βουλή διαμαρτυρόμενη για την αναγνώριση του ρόλου του ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση. Είναι η παράταξη του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος την ίδια χρονιά είχε παραστεί σε μνημόσυνο στο Μελιγαλά στη μνήμη «των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστές».[8] Για αυτό και τους είναι χρήσιμοι πανεπιστημιακοί όπως ο Καλύβας και ο Μαραντζίδης που λένε πως τα γεγονότα του Μελιγαλά συνιστούν Εμφύλιο. Για αυτό τους είναι χρήσιμη η Χρυσή Αυγή που κατηγορεί την Αριστερά πως αιματοκύλισε την Ελλάδα και σχετικοποιεί την ιστορική αλήθεια. Για αυτό και κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως δεν μαθαίνει από την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, για να μην αποκαλυφθεί πως είναι οι ίδιοι αυτοί που δεν μαθαίνουν, πως είναι οι ίδιοι που παίζουν και πάλι με τη φωτιά, που κάνουν τα ίδια με την αστική τάξη της Γερμανίας του Μεσοπολέμου και προτιμούν τους νεοναζί από την Αριστερά. Όπως έκαναν και στα Δεκεμβριανά, όπως κάνουν πάντα στις κρίσιμες στιγμές.

 

Το αστικό σύστημα εξουσίας χρειάζεται τη Χρυσή Αυγή και τη χρησιμοποιεί. Τη χρειάζεται για να παρουσιάσει μαζί με αυτήν και τον ΣΥΡΙΖΑ ως εχθρό για τη δημοκρατία. Τη χρειάζεται για να εμποδίσει την έλευση της κυβέρνησης της Αριστεράς και για να δράσει σαν προβοκατόρικο παρακράτος, όταν αυτή πραγματοποιηθεί. Αποδεικνύει πως το κράτος είναι το ένα και μοναδικό άκρο αυτής της σύγκρουσης, πως συμπυκνώνει με αντιφατικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο όλες τις αντιλαϊκές δυνάμεις σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο. Εμείς λοιπόν, η Αριστερά, τα κινήματα, οι άνθρωποι της Ιστορίας θα αναδεικνύουμε αυτήν την αλήθεια. Και ο μόνος τρόπος να υπερασπιστούμε την αλήθεια είναι να μιλάμε για αυτήν. Δεν θα το φοβηθούμε, γιατί η αποδοχή του φόβου φέρνει στο επόμενο βήμα το αίτημα για δήλωση μετανοίας. Η Εθνική Αντίσταση δεν είναι σκοτεινή αλλά η πιο λαμπρή στιγμή στην Ιστορία όχι μόνο της Αριστεράς αλλά του ελληνικού λαού. Δικό του σύμβολο είναι ο Βελουχιώτης, δικιά του κληρονομιά είναι τα «γουναράδικα» και όλες οι μεγάλες στιγμές αυτοθυσίας που δεν επέτρεψαν να γίνει ολόκληρη η Ευρώπη μια πεσμένη Βαϊμάρη. Δεν θα φοβηθούμε να μιλήσουμε για τον Εμφύλιο και να πούμε ότι σε αυτόν σύρθηκε όχι η μόνο η Αριστερά αλλά ολόκληρος ο ελληνικός λαός πέρα από τις επιλογές του, γιατί κάποιοι τον έσφαζαν, γιατί αυτοί που μετά δόμησαν το κράτος που μας οδήγησε στη Χούντα ήθελαν να σταματήσουν την πορεία ενδυνάμωσης του λαϊκού κινήματος και να ακυρώσουν τις κατακτήσεις του γιατί τις φοβήθηκαν.

 

Θα μιλάμε για όλα αυτά και δεν θα κάνουμε πίσω γιατί η οπισθοχώρηση ανοίγει κενά που κάποιος θα βρεθεί να τα γεμίσει. Γιατί η νέα ιδεολογική ηγεμονία που θέλει να φτιάξει η Αριστερά για να μπορέσει να αλλάξει η πορεία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να βασιστεί στην υποχώρηση απέναντι στο άκρο. Γιατί και τότε και τώρα άλλοι είναι το άκρο, άλλοι θέλαν και θέλουν Εμφυλίους, άλλοι στήναν και στήνουν παρακράτος. Άλλοι τάιζαν και ταΐζουν το τέρας του φασισμού. Άλλοι ταυτίζονται με τη Χρυσή Αυγή κατηγορώντας από το βήμα της Βουλής την Αριστερά πως καίει την Αθήνα[9] και πως συνδέεται με την τρομοκρατία,[10] ενώ ξέρουν πως όταν η Αριστερά ζήτησε ειρήνευση και δικαιοσύνη βρήκε απέναντί της μόνο τα όπλα. Θα μιλάμε για όλα αυτά και θα δίνουμε οξυγόνο στη φωτιά του αγώνα, γιατί μόνο ο αγώνας του λαού θα σβήσει αυτά τα δολοφονικά σχέδια. Όπως άλλοτε, έτσι και τώρα.





[1] Εντελώς ενδεικτικά: Άρθρο του Στάθη Καλύβα στην Καθημερινή όπου προτείνει στους νέους τη μαζική


Άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη στην ίδια εφημερίδα που επιχαίρει για τη στάση του Σαμαρά στην ΕΡΤ και κατηγορεί

ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ πως αποτελούν έναν «light ΣΥΡΙΖΑ»!


 


[2] Ίσως οι δυο πιο γνωστές περιπτώσεις να είναι ο Ξενοφών (Φον) Γιοσμάς, που ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο το

1945 για συνεργασία με τους ναζί – είχε πολεμήσει τον ΕΛΑΣ ενώ έφτασε να πάρει τον τίτλο του υπουργού

προπαγάνδας στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση - και φυλακίστηκε το 1947, απελευθερώθηκε πέντε χρόνια αργότερα

και ίδρυσε τον Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων της Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος – βασικό κομμάτι του

παρακράτους της Θεσσαλονίκης – και είχε μεγάλη εμπλοκή στη δολοφονία Λαμπράκη, αλλά και ο Κώστας

Παπαδόπουλους, οπλαρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης ΕΕΣ που επιχειρούσε με τους ναζί κατά του ΕΛΑΣ

και αργότερα έφτασε να γίνει βουλευτής της ΕΡΕ, γνωστός για ένα επεισόδιο στη Βουλή όπου χτύπησε τον βουλευτή

της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλάκη όταν ο Ηλίας Ηλιού του θύμισε την κατοχική του δράση.

 


[3] «-Θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία και με τη Χρυσή Αυγή; -Βεβαίως. Μας έπιασε η ευαισθησία για τη Χρυσή Αυγή, η οποία είναι ψηφισμένη από 600 χιλιάδες κόσμο, θα ψηφιστεί από ένα εκατομμύριο κι εμείς θα κάνουμε αναμνήσεις του Συντάγματος της Βαϊμάρης». Συνέντευξη Βύρωνα Πολύδωρα, βουλευτή ΝΔ, στο ραδιοφωνικό σταθμό Real FM, 1.7.2013.  «Μην σας πω 50 ονόματα φίλων μου που ψήφισαν ΧΑ και είναι κανονικοί άνθρωποι. Οι Χρυσαυγίτες δεν είναι απειλή για τη Δημοκρατία. Αν έχουν το κουράγιο στη ΝΔ, να πουν ότι αποκλείονται στο μέλλον όσοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Εγώ την πάλεψα την ακροδεξιά την περίοδο 77-81. Εγώ διαλέγομαι με τον κόσμο που ψήφισε Χρυσή Αυγή, σας πειράζει αυτό;». Συνέντευξη του ίδιου στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA, 2.7.2013.

 


[4] «Φράσεις όπως "καλή αντάμωση στα γουναράδικα" […] παραπέμπουν στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Αν ο κ. Τσίπρας δεν τους αποπέμψει, τότε είναι προφανές ότι λειτουργούν κατ΄ εντολήν του. [...] Οι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καθύβρισαν το κοινοβούλιο με συνθήματα εμφυλίου πολέμου». Δήλωση του Σίμου Κεδίκογλου, κυβερνητικού εκπροσώπου και υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, 16.7.2013.


[5] «Θέλω να απευθύνω έκκληση. Το περιστατικό είναι απαράδεκτο και καταδικαστέο. Αλλά πρέπει να υπενθυμίσω σε όλους ότι τα εμπρηστικά λόγια ανάβουν πυρκαγιές. Όταν κάποιος μιλάει για ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ, τότε θα ακούσει και το εξίσου απαράδεκτο για το Γράμμο και το Βίτσι. Δεν πρέπει να γυρνάμε στις χειρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Ούτε για γουναράδικα, ούτε για τίποτα δεν πρέπει να γυρνάμε σε αυτές τις εποχές. Έκκληση μετριοπάθειας κάνω». Δήλωση του ίδιου, 18.7.2013.


[6] «Πάρτε το χαμπάρι, κύριοι, μετά από 64 χρόνια η Χρυσή Αυγή θα γράψει την πραγματική ιστορία. Είμαστε τα παιδιά και τα εγγόνια των νικητών. […] Eμείς δεν είμαστε η ελαφροδεξιούλα που σας χαρίστηκε τόσο καιρό». Δήλωση Δ. Κουκούτση, βουλευτή Χρυσής Αυγής, 27.2.2012


[7]Πρέπει να αναφερθεί πως σε πολλές περιπτώσεις όπου Ταγματασφαλίτες συλλαμβάνονται από τον ΕΛΑΣ, οι ΕΛΑΣίτες πειθαρχώντας στη συμφωνία που προέβλεπε πως οι συνεργάτες των ναζί θα δικάζονταν μετά την Απελευθέρωση προφύλασσαν τους τελευταίους από το οργισμένο πλήθος που ήθελε να τους λιντσάρει, προκαλώντας συχνά την οργή του κόσμου. Βλέπε σχετικά στο Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, Φιλίστωρ, 2005, Αθήνα, σελ. 67-68.


[8] Βλέπε σχετικά εδώ: http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050911.htm


[9] «Αυτό λοιπόν είναι η τρανή απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι κουκουλοφόροι, οι δολοφόνοι και αυτοί που καίνε κάθε φορά την Αθήνα». Δ. Κουκούτσης, βουλευτής Χρυσής Αυγής, 18.7.2013.  «Η πέμπτη φάλαγγα του ΣΥΡΙΖΑ, με εμπροσθοφυλακή τη νεολαία του, ξεσκεπάζεται. Βγάζουν τις μάσκες, φορούν τις κουκούλες και εξοπλίζονται με μολότοφ, με σκοπό να κάψουν για μία ακόμη φορά την Αθήνα και να λεηλατήσουν τις περιουσίες των πολιτών». Ανακοίνωση Γραφείου Τύπου ΝΔ, 5.12.2012.

 


[10] «Τα θλιβερά αποκόμματα Σύριζα και Δημάρ καλύτερα να το βουλώσουν και να πάψουν να παριστάνουν τους συνηγόρους της αριστερής τρομοκρατίας». Ανακοίνωση Χρυσής Αυγής, 4.2.2013.  «Επί 4 μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αρθρώσει ένα σαφή λόγο κατά της τρομοκρατίας. [...] Η τρομοκρατία “φυτρώνει” στην άκρα Αριστερά. Δηλώσεις Νίκου Δένδια, υπουργού Προστασίας του Πολίτη, 5.2.2013.

O Λαμπράκης, η εποχή του και η Νεολαία (του)

 
Η ζωή του Γρηγόρη Λαμπράκη ήταν μια ζωή σαν παραμύθι. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό από όπου έφυγε για να κατακτήσει τα ατομικά του όνειρα, που σύντομα συναντήθηκαν με τα συλλογικά δυναμικά κοινωνικά οράματα της εποχής του, την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν έπεσε από τον ουρανό στην Αριστερά. Από τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες του σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, ήρθε σε επαφή με τον πόνο των αγωνιζόμενων ανθρώπων αλλά γνώρισε και την υποκρισία της πολιτικής εξουσίας και το πόσο ψευδή ήταν τα περί άρτιας οργανωτικής προετοιμασίας του ελληνικού στρατού από το καθεστώς Μεταξά.1 Λίγο αργότερα, όχι χωρίς αρχικούς δισταγμούς, ο Λαμπράκης θα μπει στο ΕΑΜ, στις αρχές του 1943. Εκεί πρωταγωνιστεί σε ένα εξαιρετικά σημαντικό εγχείρημα, από αυτά που κάνουν το ΕΑΜ να είναι διαρκής αναφορά στα χείλη μας όταν μιλάμε σήμερα για τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης.2 Λίγο αργότερα, στα Δεκεμβριανά του 1944, όπου και πάλι προσέφερε τις υπηρεσίες του στους χτυπημένους ΕΛΑΣίτες, ο Λαμπράκης θα συλληφθεί, άρρωστος από ίκτερο και με τρομερές και χαλκευμένες κατηγορίες πως «διέπραξε ακατανόμαστα και φρικώδη εγκλήματα».3
 
Ο Λαμπράκης συμμετείχε ενεργά στον προεκλογικό αγώνα της ΕΔΑ το 1958, χωρίς να είναι ο ίδιος υποψήφιος. Έβαλε όμως υποψηφιότητα και εκλέχθηκε, ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος, το 1961, στις εκλογές «βίας και νοθείας». Γίνεται έτσι μέλος μιας Βουλής όπου οι αριστεροί αντιμετώπιζαν ως πολιτικούς τους αντιπάλους ακόμη και πρώην συνεργάτες των Ναζί, οι οποίοι έχοντας κρύψει τη στολή του δωσίλογου περιέφεραν περήφανοι το κοστούμι του εθνικόφρονα. Και δεν περιορίζονταν στο να κατηγορούν τώρα τους αριστερούς ως προδότες, για να βγάλουν από πάνω τους το δικό τους στίγμα, αλλά επιπλέον αποδεικνύονταν πολύ συχνά έτοιμοι να δώσουν καινούρια και εμφατικά δείγματα της τραμπούκικης προσωπικότητάς τους. Σε ένα τέτοιο περιστατικό είχε εμπλακεί και ο Λαμπράκης, όταν προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον βουλευτή της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλλάκη από την επίθεση του πρώην συνεργάτη των Ναζί και τότε βουλευτή Κιλκίς της ΕΡΕ Κώστα Παπαδόπουλου, βρέθηκε στη μέση μιας επίθεσης από άλλους βουλευτές της ΕΡΕ και κατέληξε καταματωμένος στο πάτωμα της Βουλής.
 
Και κάπου εκεί, με τη μεγάλη πορεία για την ειρήνη στο Ωλντερμάστον, με την απαγορευμένη πορεία ειρήνης στον Μαραθώνα, με την έλευση του στη Θεσσαλονίκη, τελευταίο σταθμό της ζωής του και τη δολοφονία του από το παρακράτος της Δεξιάς, η ζωή του Λαμπράκη αφήνει το παραμύθι και γίνεται ένα με τον μύθο. Από εκείνο το βράδυ έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου οι νέοι της πόλης καρτερούν σαν τιμητική φρουρά στον ήρωα της Αριστεράς, έναν από τους πολλούς ήρωες του ελληνικού λαού που έχασαν τη μάχη με τον θάνατο και κέρδισαν τη μάχη με την αθανασία, και συναντούν στην αυλή του νοσκομειου τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γιάννη Ρίτσο. Και τραγουδάν μαζί τους τον Επιτάφιο, μαζί με τους δύο δημιουργούς του. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω... και ήταν πράγματι μέρα Μαγιού, τότε το 1963. Στον “ελληνικό Μάη του '63”, όπως εύστοχα τον ονομάζει ο Πάνος Τριγάζης, δείχοντας ακριβώς πως τα γεγονότα του 1963, αλλά και τα όσα ακολούθησαν το 1965 με τα Ιουλιανά ήταν οι κορυφαίες στιγμές της έκφρασης στην Ελλάδα, από νωρίς μάλιστα, του διεθνώς εκρηκτικού κλίματος της δεκαετίας του '60. Πρωταγωνιστές όλων αυτών των γεγονότων ήταν οι νέοι. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, που έβλεπε τις προσδοκίες της να μην χωράνε στον Ψυχροπολεμικό κόσμο και όρμησε να τον πάει μπροστά, σαν τις ρίζες ενός δέντρου που το παρτέρι του δεν το χωράει πια και σπάνε ό,τι βρίσκουν μπροστά τους για να ζήσουν κι άλλο, για να ανασάνουν πιο πέρα, από ανάγκη για αυτό που αργότερα αποτυπώθηκε στο τρίπτυχο του συνθήματος του Πολυτεχνείο για ψωμί, παιδεία και ελευθερία. Και πάνω από όλα, ώστε να υπάρχουν αυτά, για ειρήνη.
 
Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και η αυτονομία της: Ιστορία και προτιμήσεις
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που εκατοντάδες χιλιάδες προοδευτικοί νέοι της Ελλάδας έκαναν σύμβολό τους τον Γρηγόρη Λαμπράκη, που το σύνθημα “κάθε νέος και Λαμπράκης” ρίζωσε τόσο πολύ μέσα στην ελληνική κοινωνία, που ένας τεράστιος αριθμός νέων ανθρώπων πύκνωσαν τις τάξεις της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, καθιστώντας την τη δεύτερη πιο μαζική οργάνωση νεολαίας στην ιστορία της Ελλάδας, μετά την ΕΠΟΝ. Κι εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ σε κάτι που νομίζω πως συνιστά μια ιστορική παρεξήγηση και παρερμηνεία για αυτήν την σπουδαία οργάνωση. Η απόφαση για τη δημιουργία της νέας, ενιαίας Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος άνοιξε μια μικρή συζήτηση για την αυτονομία των αριστερών οργανώσεων νεολαίας και τη σχέση τους με το εκάστοτε κόμμα τους. Έφερε έτσι στην επιφάνεια το ότι στη συλλογική αριστερή συνείδηση, θέση προτύπου αυτόνομης, μαζικής και ριζοσπαστικής οργάνωσης νεολαίας έχει η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, συχνά ακόμη και σε βάρος της ΕΠΟΝ, η οποία ήταν ακόμη πιο μαζική και κατέγραψε στο ενεργητικό τις πολύ πιο σφοδρές συγκρούσεις, μια που τα μέλη της εμπλέκονταν και σε ένοπλες μάχες με τους Ναζί. Πολλές φορές, με βάση αυτήν την εικόνα προτύπου της ΔΝΛ συγκροτούνται και θέσεις για τον χαρακτήρα που πρέπει να έχουν σήμερα οι οργανώσεις μας, συνήθως εντελώς μονοδιάστατα. Πέρα από το λάθος του λεγόμενου “εκμοντερνισμού”, της εξέτασης δηλαδή του παρελθόντος με χρήση των κριτηρίων του παρόντος, αυτή η μέθοδος πατάει πάνω σε μια εντελώς λανθασμένη βασική προκείμενη: την πεποίθηση για την ουσιαστική αυτονομία της Νεολαίας Λαμπράκη.
 
Η αντίληψη πως η δυναμική, η μαζικότητα και γενικώς η επιτυχία της ΔΝΛ πήγαζε κυρίως από τον “αυτόνομο” χαρακτήρα της και την απουσία ρητής σύνδεσής της με το κόμμα της ΕΔΑ είναι λανθασμένη, και μάλιστα για τουλάχιστον εφτά λόγους, τους οποίους το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί παρά να παρουσιάσει εντελώς στοιχειωδώς. Πρώτο, διότι πριν τη δημιουργία της ΔΝΛ, η Νεολαία ΕΔΑ είχε αρχίσει ήδη από το 1963 να μαζικοποιείται έντονα.4 Δεύτερο, διότι η πολιτική σύνδεση της ΔΝΛ με την ΕΔΑ ήταν απολύτως σαφής στον κόσμο, τόσο λόγω της γενικότερης γραμμής της και της διαρκούς αναφοράς της ΕΔΑ στη ΔΝΛ, όσο και επειδή η οργάνωση είχε προκύψει από τη συγχώνευση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης με την Νεολαία ΕΔΑ. Αυτή η σύνδεση γινόταν παραδεκτή ακόμα και σε βασικά κείμενα της Νεολαίας Λαμπράκη, όπου η συμφωνία με το πρόγραμμα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής της ΕΔΑ (που βεβαίως ήταν το πρόγραμμα του ΚΚΕ!) αναφερόταν ρητά ως όρος για την ένταξη στην οργάνωση.5 Τρίτο, είναι προφανώς λανθασμένο το να μιλάμε για “αυτονομία”, ειδικά εννοώντας την με σημερινούς όρους, για μία οργάνωση της οποίας η δημιουργία αποφασίστηκε από την εκτός Ελλάδας ηγεσία του ΚΚΕ6 και για να γραφτούν τα ιδρυτικά της κείμενα ο Τάκης Μπενάς και ο Αντρέας Λεντάκης έφτασαν στην έδρα της εξόριστης ηγεσίας του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι, κείμενα που μάλιστα έφτασαν στην Ελλάδα μετά την επιστροφή των δύο τους, αλλαγμένα από την ηγεσία του κόμματος.7 Η Νεολαία Λαμπράκη στήθηκε λοιπόν από πάνω προς τα κάτω, υπό την ευθύνη και την ηγεσία δύο γενιών στελεχών της ΕΠΟΝ, με μεγάλη κομματική πείρα και πειθαρχία. Επιπλέον, το ότι η αυτονομία αποτελούσε βασικά μια “ψευδαίσθηση” της εποχής, αναφέρεται σε πολλές συνεντεύξεις μελών της ΔΝΛ.8 Άλλωστε, είναι πολύ χαρακτηριστικό πως ακόμη και στο ζήτημα των σχέσεων με την Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου η Νεολαία Λαμπράκη, που θα περίμενε κανείς να κρατήσει μια πιο ριζοσπαστική στάση, ακολουθούσε σταθερά τη γραμμή της ΕΔΑ καλώντας σε συνεργασία όλων των δημοκρατικών δυνάμεων.9 Τέταρτο, προφανώς αυτό που αποτέλεσε πόλο έλξης των νέων ήταν όχι απλώς το ότι η Οργάνωση δεν περιελάμβανε όνομα κόμματος, αλλά ειδικά το συμβολικό βάρος που έφερε το όνομα του Λαμπράκη και η διά αυτού εμβληματική συμπύκνωση στο όνομα της οργάνωσης των σκοπών της, του αγώνα για την ειρήνη και τη δημοκρατία. Πέμπτο, εστιάζοντας αποκλειστικά στον όποιο “αυτόνομο” χαρακτήρα της οργάνωσης χάνουμε από τη ματιά μας τον βασικό παράγοντα της επιτυχίας της, τους αγώνες των μελών της, και καταλήγουμε έτσι άθελά μας να μειώνουμε τη σημασία τους. Η ΔΝΛ, όπως έκανε και η ΕΠΟΝ, έδωσε απαντήσεις στις άμεσες πολιτικές και πνευματικές ανάγκες των νέων, προσέφερε οξυγόνο πολιτικοποίησης και κοινωνικοποίσης σε μια γενιά που ασφυκτιούσε στο συντηρητικό πολιτικό και κοινωνικό θεσμικό πλαίσιο, προσέφερε αξιακούς κώδικες και στάσεις ζωής, πράγματα που δεν είχαν στον σκληρό πυρήνα τους την “αυτονομία” της οργάνωσης. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα του 1-1-4, στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Κύπρου, σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις της περιόδου, και ήταν αυτά τα στοιχεία που έφεραν την τεράστια μαζικοποίηση της Οργάνωσης, ακόμη κι όταν η δύναμη της ΕΔΑ μειωνόταν. Επιπλέον, οι μεγάλες κινηματικές εκρήξεις που συνέβαλαν στην άνθησή της ήρθαν την άνοιξη του 1963, άρα μια αριστερή Νεολαία της εποχής δεν θα μπορούσε να μαζικοποιηθεί νωρίτερα.10
 
Έκτο, η ΔΝΛ μαζικοποιήθηκε διότι, πιάνοντας τον σφυγμό της εποχής της, διεκδικούσε για την Αριστερά μια θέση στο εθνικό αφήγημα, μια ιστορική αλλά και συμβολική σύνδεσή της με τα νοήματα και τις αναπαραστάσεις των μεγάλων μαζών του ελληνικού λαού, ρητά ήδη από το ιδρυτικό της κείμενο όπου κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στους λαϊκούς αγώνες του '60, στην Εθνική Αντίσταση και στο 1821,11 φτάνοντας ακόμη και στο να βάζει στις Λέσχες της προσωπογραφίες του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και μιλώντας για την ανάγκη “εθνικής πατριωτικής διαπαιδαγώγησης της ελληνικής νεολαίας”. Είναι απολύτως χαρακτηριστικό το ότι στο Μανιφέστο των Λαμπράκηδων, οι αναφορές στις λέξεις “έθνος”, “πατρίδα” και τα παράγωγά τους είναι συνολικα 96, σχεδόν όσες και οι αναφορές (98) στη λέξη “δημοκρατία”! Αν θέλουμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε τους λόγους της επιτυχίας μιας οργάνωσης, θα πρέπει να εξετάζουμε όλες τις πτυχές της, ακόμη και αυτές που, δικαιολογημένα, δεν μας αρέσουν σήμερα. Το αντίθετο συνιστά έναν αφόρητο εκλεκτικισμό. Έβδομο, η ανάπτυξη της ΔΝΛ στην περιφέρεια, πέρα από τις πνευματικές και άλλες ανάγκες που κάλυπτε εκεί, βασίστηκε πολύ στην αριστερή ιστορία των περιοχών, στην προηγούμενη συμμετοχή των ανθρώπων στην ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ και στα σχετικά συγγενικά δίκτυα ένταξης, στοιχείο που επί της αρχής τουλάχιστον κάθε άλλο παρά κομματική αυτονομία μαρτυρά.
 
Μετά από όλα αυτά, είναι σαφές πως υπάρχουν τόσο πολλές παράμετροι για την ανάπτυξη της ΔΝΛ – πολύ πιο βασικές από την αυτονομία της αλλά ακόμη και σε σύγκρουση με αυτήν – ώστε το να αναγνωρίζουμε αυτήν την “αυτονομία” ως το βασικό της προσόν συνιστά ασυγχώρητη διαστρέβλωση του πραγματολογικού υλικού και προσαρμογή ερωτημάτων του παρελθόντος στις – ποικίλες - προτιμήσεις του παρόντος. Κι αυτό είναι ένα λάθος στο οποίο πέφτουμε συχνά και οι αριστεροί και αριστερές, με το οποίο όμως κάποια στιγμή πρέπει να πάρουμε διαζύγιο, για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα μας με καθαρή ματιά, ξεκαθαρίζοντας τα κριτήρια και τις προθέσεις μας και αντιλαμβανόμενοι το παρελθόν ως αυτό που είναι. Ένα κλειδί που ανοίγει κάποιες πόρτες, αλλά που αν επιχειρήσουμε να γυρίσουμε με αυτό όλες τις κλειδαριές του κόσμου, παλιές και καινούριες, τότε απλώς θα το παραμορφώσουμε.
 
Αγώνες για τη δημοκρατία, αγώνες ενάντια στη λήθη
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Πάνου Τριγάζη έρχεται και σε επαφή με γεγονότα που τα ξέρουμε καλά, αλλά που σε όσους δεν τα έχουμε ζήσει φαντάζουν ακόμη σαν σκηνές από ταινία. Οι βίαιες επιθέσεις της αστυνομίας σε βουλευτές, η μαζική δράση παρακρατικών, οι επιθέσεις με σφαίρες των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους απέναντι σε διαδηλωτές και οι συχνοί θάνατοι, η εκτέλεση αγωνιστών επειδή μάζευαν υπογραφές υπέρ της ειρήνης, όπως ο Νικηφορίδης στη Θεσσαλονίκη, μας κάνουν ακόμη να αναρωτιόμαστε αν πράγματι έγιναν όλα αυτά, αν συνέβησαν στους ίδιους αυτούς δρόμους που σήμερα περπατάμε εμείς. Μας θυμίζουν πως σε στιγμές μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης το κράτος δείχνει πως είναι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης, πως γίνεται το ίδιο το ένα και μοναδικό άκρο σε αυτή τη σύγκρουση. Μας κάνουν ταυτόχρονα να δίνουμε όρκο βαρύ πως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην τα ξαναζήσουμε, για να μην αφήσουμε τους απογόνους των ταγματασφαλιτών, των παρακρατικών τραμπούκων, των δολοφόνων του ελληνικού λαού να εμφανιστούν ξανά, να απλώσουν στην Ελλάδα και στους νέους της το δηλητήριό τους. Από αυτήν την άποψη το βιβλίο του Πάνου Τριγάζη προσφέρει άλλη μία καλή υπηρεσία. Γιατί το ανάχωμα στη Χρυσή Αυγή και η αντεπίθεση της Αριστεράς και του λαού μας βασίζεται από τη μία στην ρεαλιστική απάντηση στην κρίση, από την άλλη όμως εξίσου στην ιστορική μνήμη. Και το βιβλίο αυτό μας πάει άλλο ένα βήμα μπροστά σε αυτήν την κατεύθυνση, μας δείχνει τι πρέπει να θυμόμαστε, τι δεν πρέπει να ξεχνάμε.
 
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης είναι λοιπόν ένα σύμβολο. Υπήρξε και φόβητρο για πολλούς, όπως απέδειξε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν (μεταδικτατορικά παρακαλώ!) απαγόρευσε συγκέντρωση στη μνήμη του, στη Θεσσαλονίκη. Συγκέντρωση που τελικά έγινε, και κατέληξε σε μεγάλη σύγκρουση των νέων με την αστυνομία. Με όλα αυτά λοιπόν, αναρωτιέται κανείς: Και σε τι χρησιμεύει ένα σύμβολο; Σε τι μας καλεί; Θα έλεγα, σε αυτό που λέει ο Ελύτης: Στο να πάρουν τα όνειρα την εκδίκησή τους. Και για αυτό θα κλείσω με μια ιστορία που μου είχε πει ο πατέρας μου, μέλος κι ο ίδιος της Νεολαίας Λαμπράκη. Όταν ανήμερα την 21η Απριλίου τον συνέλαβαν ως “επικίνδυνο κομμουνιστή”, τον μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο έξω από τη Θεσσαλονίκη όπου κρατήθηκε για αρκετές μέρες. Πρόσφατα επισκέφτηκε τον ίδιο χώρο, χωρίς να το γνωρίζει εξαρχής, προκειμένου να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση, μια που ο χώρος αυτός δεν λειτουργεί πλέον ως στρατόπεδο. Όταν κατάλαβε το που βρισκόταν είπε πως “εγώ δεν έρχομαι εδώ για πρώτη φορά...”. Κάποιος που άκουσε την αφήγηση γύρισε και είπε: “Αυτό μάλιστα, είναι εκδίκηση”. Αυτό είναι λοιπόν η σκηνή που συμπυκνώνει τόσο συμβολικά την εκδίκηση που κυνηγάμε. Εκεί που κάποιος φυλακίστηκε, να πηγαίνει μετά για να δει θέατρο. Η εκδίκηση της δημοκρατίας. Και η δημοκρατία, όπως έλεγε ο Αλέκος Παναγούλης, δεν χρειάζεται τάφους, χρειάζεται αγώνες. “Η δημοκρατία χαμογελά και πείθει”. Με τους μεγάλους αγώνες του λαού μας σήμερα είναι λοιπόν που δικαιώνεται ο Λαμπράκης, που συνεχίζεται η προσφορά του. Ο Λαμπράκης και όλοι οι αγωνιστές πριν και μετά από αυτόν δικαιώνονται όταν ένας ακόμη νέος άνθρωπος σηκώνεται και βγαίνει στο δρόμο. Όταν ένας ακόμη εργαζόμενος οργανώνεται για να απεργήσει, για να παλέψει και να νικήσει. Όταν οι συνειδήσεις ριζοσπαστικοποιούνται. Όταν το σύστημα ξεφρενιάζει και μας χτυπάει με ταξικό μίσος. Ο Λαμπράκης και οι θυσίες των αριστερών δικαιώνονται μέσα από τον ρίγος που προκαλεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό η προοπτικής της λαϊκής ανατροπής σε αυτήν εδώ τη χώρα. Θα δικαιωθούν και όταν έρθει στην Ελλάδα η κυβέρνηση της Αριστεράς, για να στεριώσει σε αυτή τη χώρα μαζί με το λαό τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
 
 
(Το κείμενο είναι επεξεργασμένη εκδοχή ομιλίας που πραγματοποιήθηκε σε εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Πάνου Τριγάζη Ο Λαμπράκης και το Κίνημα Ειρήνης)
 
 
1 «Οι γιατροί κι οι νοσοκόμοι πέφτανε με αυτοθυσία στο χρέος τους: Να σώσουν όσους μπορούσαν πιο πολλούς από τους προγραμμένους του πολέμου. Τα περισσότερα τραύματα ήταν από όλμους –Καλά, κι η αεροπορία μας τι κάνει; ρώτησε κάποιον ο Γρηγόρης -Ποια αεροπορία γιατρέ, κοροϊδεύεις; Υπάρχει αεροπορία; -Τι; Δεν έχουμε αεροπορία; Κι οι έρανοι που πληρώναμε τόσα χρόνια; -Επήγανε γιατρέ… για την αεροπορία, δεν το ‘χεις ακούσει; απάντησε ο τραυματίας με πικρό σαρκασμό. Ο Γρηγόρης κούνησε το κεφάλι του». «Με το βαρύ χειμώνα αρχίσανε τα κρυολογήματα: ήτανε η δεύτερη οδυνηρή εμπειρία του Γρηγόρη: –Καλά, γυμνά τα στέλνουν τα παιδιά να πολεμήσουνε; -Αφού δεν μας δώσανε ούτε κουβέρτες, του είπε ένας φαντάρος με κρυοπαγήματα. Δεν το ξέρεις, γιατρέ, πως μας διατάξανε να πάρουμε κουβέρτες από τα σπίτια μας; -Από τα σπίτια σας; -Ναι… όσοι είχαμε. Κι όσοι δεν είχαμε, δίχως κουβέρτες… Κι αν ρωτάς για υπόδηση, ορίστε τα χάλια μας. Κι έδειξε τα δάχτυλα του ποδιού του να πετιούνται έξω από τη σχισμένη αρβύλα, δίχως κάλτσα! –Μα εδώ λέγανε πως είμαστε έτοιμοι… Κι ο έρανος για τα μάλλινα; -Αχ μωρέ γιατρέ, μυστήριος είσαι. Εδώ λυσσάξαμε από την πείνα κι εσύ μου λες… Ο Γρηγόρης, όπως και χιλιάδες άλλοι πολεμιστές λύσανε πολλές απορίες ύστερα από μερικούς μήνες, όταν οι προδότες τεταρταυγουστιανοί αξιωματικοί ανοίξανε τις πόρτες της Ελλάδας: στη θλιβερή πορεία της υποχώρησης βρήκανε τις αποθήκες του στρατού γεμάτες τρόφιμα και ρουχισμό, να φρουρούνται άγρυπνα»Κ. Πορφύρης, Ο αντρειωμένος, Βιβλιοθήκη Πρωτοπόρου, Αθήνα, 1963, σελ. 65-66.
 
2 «-Το ξέρεις, του είπε, πως πολλοί αθλητές πεθαίνουνε της πείνας; -Τι μπορούμε να κάνουμε; ρώτησε ο Γρηγόρης. –Δύο πράγματα: Να αγωνιστούμε για την επιβίωσή τους… Μα και να τους οργανώσουμε στο απελευθερωτικό κίνημα για να αγωνιστούν και οι ίδιοι για τη ζωή τους και τη λευτεριά της πατρίδας. Από εκείνη την κουβέντα ξεπήδησε η “Ένωσις Ελλήνων Αθλητών”, μια νόμιμη, πλατειά, μαζική οργάνωση, που άρχισε να οργανώνει συσσίτια και να δίνει βοηθήματα στους άπορους αθλητές. Για να βρει πόρους προγραμμάτισε διάφορους αθλητικούς αγώνες και επιδείξεις. Μα με τα έσοδα της μονάχα, δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των αθλητών. Κι άρχισαν τα διαβήματα, στον Ερυθρό Σταυρό, στα υπουργεία, στις αρχές κατοχής, παντού… Ο Λαμπράκης με το κύρος του, του παλιού πρωταθλητή και του λαμπρού νέου επιστήμονα […] έπαιξε τον κύριο ρόλο στην Ένωση Ελλήνων Αθλητών: πολλοί αθλητές σώθηκαν έτσι από το σίγουρο θάνατο της πείνας και μπήκαν στο δρόμο του αγώνα». Στο ίδιο, σελ. 70-71
 
3 Στο ίδιο, σελ. 72.
 
4 Τον Σεπτέμβριο του 1963 οι οργανώσεις της Νεολαίας ΕΔΑ μόνο στην Αθήνα ξεπερνούσαν τις 5.000 μέλη. Στο Ιωάννα Παπαθανασίου, Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα, 2008
 
5 «Ένας δεύτερος όρος είναι η ανεπιφύλακτη, γεμάτη ενθουσιασμό ένταξη της οργάνωσης στο δοξασμένο λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα της χώρας και η αποδοχή του γενικότερου προγράμματός του της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής, που προβάλλει η ΕΔΑ». Μίκης Θεοδωράκης, Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων (ανατύπωση), Ελληνικά Γράμματα, σελ. 16 Αθήνα 2003.
 
6 Η απόφαση ελήφθη τον Ιανουάριο του 1964 στο Βουκουρέστι, σε συνάντηση του Τάκη Μπενά και των Γρηγόρη Φαράκου, Λεωνίδα Τζεφρώνη και Θ. Καρατζά (μέλη της Επιτροπής Νεολαίας του ΚΚΕ) με το ΠΓ του κόμματος. Η Νεολαία Λαμπράκη..., ό.π., σελ. 80.
 
7 Στο ίδιο, σελ. 84.
 
8 Προφανώς, αυτό παρατίθεται με την επιφύλαξη με την οποία επιβάλλεται να αντιμετωπίζεται η προφορική ιστορία και οι (διαμεσολαβημένες) μαρτυρίες που κατατίθενται 40 και πλέον χρόνια μετά τα γεγονότα.
 
9 «Για να νικηθεί το πραξικόπημα είναι είναι απαραίτητη η συνεργασία όλων των δημοκρατικών δυνάμεων του Έθνους. [...] Οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας πρέπει να προχωρήσουν στην ενότητα, στην ενότητά τους – και κυρίως την ενότητα της δράσης – σε όλο και πιο προχωρημένες και υπεύθυνες μορφές ». Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων, ό.π., σελ. 58.
 
10 Η Νεολαία Λαμπράκη..., ό.π., σελ. 49.
 
11 «[Συνέχεια ανάμεσα στο] πνεύμα των λαϊκών αγωνιστικών παραδόσεων της Επανάστασης του 21 και τους Έπους της Εθνικής Αντίστασης, των δημοκρατικών κοινωνικών αγώνων του λαού». Καταστατικό της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Σχέδιο για συζήτηση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1964.