Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Απέχοντας και ψηφίζοντας


Άλλη μια φορά εκλογές και άλλη μια φορά που προέκυψε ένα πλούσιο υλικό προς αξιολόγηση, το οποίο κινδυνεύει να χαθεί μέσα από φωνές που διεκδικούν δικαιώσεις. Εδώ θα περιοριστούμε σε δύο σχόλια για την αποχή και την πολιτική ταυτότητα της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση για την αποχή που ξεκίνησε με το κλείσιμο της κάλπης γίνεται με τρόπο που δεν επιτρέπει να δούμε την πραγματική της διάσταση. Η ανάγκη να μειωθεί η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και να δικαιωθούν άλλες επιλογές που αυτοπαρουσιάζονται ως πιο αριστερές και συνεπείς προς το Όχι του δημοψηφίσματος έκανε την αποχή σύνθημα σε στόματα και πληκτρολόγια από όπου μαθαίνουμε πως «ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν λιγότεροι από δύο στους δέκα Έλληνες, άρα μην πανηγυρίζετε».
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί εδώ, αν θέλουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα μέσα από τον ορυμαγδό, δεν είναι η συνολική τυπική αποχή και τα ταχυδακτυλουργικά με τους αριθμούς, αλλά η αύξησή της.

Καταρχάς, όμως, να σημειώσουμε τρία πράγματα. Πρώτον, η τυπική συμμετοχή είναι 57% σε εκλογικούς καταλόγους συνολικά 9.840.000 πολιτών. Αν αφαιρέσουμε τους υπερήλικους, τους πολλούς μεταναστεύσαντες και τους νεκρούς -γιατί οι κατάλογοι δεν ανανεώνονται τακτικά και πάντα βρίσκουμε δεκάδες θεωρητικώς υπεραιωνόβιους- το ποσοστό αυτό μεγαλώνει. Ενδεικτικά, θεωρώντας πως το πραγματικό σύνολο των εν δυνάμει ψηφοφόρων είναι οκτώ εκατομμύρια (αρκετά λογικό για μια Ελλάδα έντεκα εκατομμυρίων), η συμμετοχή φτάνει στο 70%, άρα η αποχή στο 30%.
Δεύτερον, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την πολιτική χρήση της αποχής, γιατί, αν την αποδώσουμε στο ότι οι άνθρωποι που την επιλέγουν δεν βολεύονται στο πολιτικό σύστημα και το απαξιώνουν, τότε -αφού εξηγήσουμε το γιατί δεν κατάφεραν αυτούς τους δυσαρεστημένους από το σύστημα να τους πείσουν όσοι κινήθηκαν ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατηγορούσαν πως εξελίχθηκε, υποτίθεται, σε «μία από τα ίδια»- κινδυνεύουμε να της αποδώσουμε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που δεν έχει, ενώ, αντιθέτως, παραδοσιακά φέρει μεγάλο βαθμό μικροαστικής πολιτικής αντίληψης, ειδικά για όσους απέχουν σταθερά.

Τρίτον, στο δημοψήφισμα η τυπική συμμετοχή ήταν γύρω στο 60%, αλλά, αν μας έλεγε κάποιος πως το πραγματικό ποσοστό του Όχι δεν είναι 62%, αλλά 35%, και πως το 40% των Ελλήνων δεν ψήφισε διότι, για παράδειγμα, δεν του χωρούσε το εκβιαστικό δίλημμα του δημοψηφίσματος, κανένας αριστερός (ή απλώς λογικός) άνθρωπος δεν θα ήταν τόσο δεκτικός σε αυτή τη θέση.

Το συνολικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά μόλις 0,9% και οι συνολικοί του ψηφοφόροι κατά 320.000. Τα ποσοστά του στους αδύναμους οικονομικά δήμους των Β' Αθήνας, Β' Πειραιά και Α' Θεσσαλονίκης ήταν σε εξαιρετικά ύψη είτε μειώθηκαν ελαφρώς (Β' Αθήνας) είτε παρέμειναν σταθερά (Β' Πειραιά) είτε αυξήθηκαν αισθητά (Α' Θεσσαλονίκης), σε ποσοστά μεταξύ 39% και 42%. Τα νούμερα πάντα προσφέρονται για ερμηνείες. Αρκεί αυτές να μην είναι εύκολες. Γιατί τότε βρισκόμαστε με δύο αναλύσεις που κάποια πάσχει, αφού από τη μια λέμε πως ο λαός της 5ης Ιουλίου ήταν ηρωικός λέγοντας το Όχι και, από την άλλη, πως ο λαός της 20ής Σεπτεμβρίου ήταν υποταγμένος στη μοίρα του ψηφίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει και στις δύο περιπτώσεις μια προοπτική βελτίωσης της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση, η κατά 7% αύξηση της αποχής παραμένει πολύ σημαντική. Δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κόπωση των ψηφοφόρων από τις συνεχείς εκλογές και τα έξοδα μετακίνησης των ετεροδημοτών. Κομβική της αιτία είναι η απογοήτευση από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και την αμφισβήτηση τού κατά πόσο οι εκλογές μπορούν να φέρουν μια διαφορετική πολιτική.

Η ανατροπή αυτής της πεποίθησης θα είναι δείκτης και εργαλείο επιτυχίας της νέας κυβέρνησης, αφενός διότι θα σημαίνει πως θα έχει αποδείξει τη διαφορά των στοιχείων της δικής της πολιτικής -αυτή τη φορά στην εφαρμοσμένη πολιτική, δηλαδή στην καθημερινότητα των ανθρώπων και όχι στη διαπραγμάτευση, όπου η τεράστια προσπάθεια ήταν πολύ δύσκολο να αγνοηθεί-, αφετέρου διότι η συμμετοχή των ανθρώπων στην πολιτική διαδικασία είναι απαραίτητη για την επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αν οι πολλαπλοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί δεν έρχονται στο φως, κανείς δεν θα μπορέσει να τους διευθετήσει προς όφελός μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου