Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

«Το πού, το τί, το πώς» ή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για μεγάλους και μικρούς


Όλες οι συζητήσεις γύρω από το τι θέλει και -κυρίως- τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσονται πάνω σε τρία ερωτήματα. Σε τρεις απορίες του κόσμου, σε τρία παγιδευμένα πεδία που προσπαθούν να στήσουν μπροστά του οι πολυάριθμοι αντίπαλοί του, δηλωμένοι κι αδήλωτοι.


Μιλάμε, λοιπόν, για ποσά που δεν επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, δεν δημιουργούν ανάγκες νέας δανειοδότησης της χώρας και ως εκ τούτου το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν μπαίνει καν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα. Κυρίως, όμως, δεν μπαίνει στη διαπραγμάτευση γιατί περιλαμβάνει τα ελάχιστα μέτρα που μπορεί κανείς να πάρει για να βάλει ένα φρένο στην ανθρωπιστική κρίση. Αν δεν ήταν να εφαρμοστούν τέτοια μέτρα δεν θα υπήρχε απολύτως κανένας λόγος για να έρθει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Κι αυτή η διάσταση, η πολιτική, και όχι η στενά λογιστική, είναι το πιο ουσιαστικό κομάτι του ζητήματος των μέτρων: η αναγκαιότητά τους.Αρχικά, οι δύο, πιο τεχνικές ερωτήσεις. Πρώτη και κύρια, το περίφημο «πού θα βρείτε τα λεφτά;». Δεν είναι πια αυτό δύσκολο. Για το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και όλα του τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (την αύξηση του κατώτατου μισθού και της σύνταξης, την επιστροφή των δώρων στους χαμηλοσυνταξιούχους, το δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, την επιδότηση σίτισης 300.000 άπορων οικογενειών, την εξασφάλιση στέγης με επιδότηση ενοικίου και την προστασία των σπιτιών από τις τράπεζες, την νοσοκομειακή περίθαλψη για όλους, τη ριζική μείωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και άλλα μέτρα – βλ. εδώ) υπάρχει κοστολόγηση στα 12 δισ. ευρώ και έχουν οριστεί οι πηγές της χρηματοδότησής του: 3 δισ. από τα δεδομένα πακέτα του ΕΣΠΑ, 3 δισ. από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (τα χρήματα που έχουν δοθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν), 3 δισ. από την επανεκκίνηση της οικονομίας με τη ρύθμιση των χρεών (από τις δόσεις που θα αρχίσουν να καταβάλλονται από τους πολίτες αμέσως, μόλις κουρευτούν και διακανονιστούν τα χρέη τους προς το δημόσιο) και 3 δισ. από την φοροδιαφυγή, που μπορούν να προκύψουν άμεσα, με τις πρώτες κινήσεις του φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού που θα σταματήσει να κάνει ελέγχους σε… κομμωτήρια και περίπτερα και θα ελέγξει επί τόπου τα μεγάλα εισοδήματα. Ειδικότερα, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα βοηθήσει κι αυτή τους πολίτες με χρέη στο δημόσιο να εξοφλήσουν ένα μέρος τους, άρα και πάλι τα δημόσια οικονομικά ευνοούνται.

Το δεύτερο ερώτημα είναι το «τι θα κάνετε αν η Τρόικα σας πει “όχι”;». Η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας λοιπόν (και όχι απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ, το κρατάμε αυτό) θα πάει στους εταίρους μας και θα πει, κοντολογίς: «Το παιχνίδι που παίζουμε όλοι εδώ στην Ευρώπη είναι η δημοκρατία. Δημοκρατικά, λοιπόν, ο λαός μας εγκατέλειψε τις προηγούμενες πολιτικές που υποβάθμισαν δραματικά τη ζωή του και επέλεξε ένα νέο πρόγραμμα. Αφού, λοιπόν, όλοι σεβόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού και καταλαβαίνουμε ότι την πολιτική των Μνημονίων δεν την απέρριψε απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο ίδιος ο ελληνικός λαός, θα πρέπει να το δεχτείτε και να συζητήσουμε σε αυτή τη βάση μία νέα, διαφορετική συμφωνία». Αν η ΕΕ επέλεγε να μην το σεβαστεί αυτό, αν επέλεγε να εκβιάσει τον ελληνικό λαό και να παραβιάσει την ίδια τη δημοκρατία επιβάλλοντας του όχι αυτό που ψήφισε, αλλά αυτό που καταψήφισε, εδώ θα είχαμε ένα απείρως μεγαλύτερο ζήτημα από τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους: μια βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ, που θα είχε αποφασίσει να φερθεί στην Ελλάδα όχι σαν ισότιμη δημοκρατική χώρα, αλλά σαν αποικία! Και, ασφαλώς, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πολύ διαφορετικά.

Υποστηρίζουμε όμως πως δεν θα φτάσουμε με τίποτα εκεί. Πρώτα, για οικονομικούς λόγους. Διότι η ΕΕ δεν μπορεί να σηκώσει οικονομικά την αποχώρηση μιας χώρας από το ευρώ. Κι αυτό το λένε ποια πάρα πολλές επίσημες φωνές στο εξωτερικό (Financial Times, Bloomberg, Guardian, Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών), που ξορκίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ενδεικτικά, η γερμανική εφημερίδα Die Welt υποστήριξε πως ένα κούρεμα του χρέους της Ελλάδας μπορεί να κοστίσει 40 δισ ευρώ στη Γερμανία, ενώ η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ, 70 δισ! Αυτό θα ρίξει πάρα πολύ τη δύναμη του ευρώ και θα διαλύσει την πολιτική ισχύ της ΟΝΕ, που βασίζεται ακριβώς στο ότι όποιος μπαίνει δεν βγαίνει. Δεύτερον, για πολιτικούς λόγους. Διότι ακόμη κι αν η Ελλάδα έφευγε από την ΟΝΕ, τι θα έκανε μετά η Γερμανία με την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχα προβλήματα; Θα είχε ανοίξει το δρόμο για να φύγουν και αυτές, άρα για να διαλυθεί η Ευρωζώνη.

Από την άλλη, όταν το ίδιο ερώτημα απευθύνεται στα στελέχη της κυβέρνησης, για το πως θα αντισταθούν στις απαιτήσεις της Τρόικας και αν έχουν εναλλακτικό σχέδιο για την ασφάλεια της χώρας, τότε η κούφια απάντηση που δίνεται είναι του τύπου «με εμάς ως συνομιλητές η Τρόικα θα δεχτεί να λάβει πιο ήπια μέτρα». Όμως, όλα τα ως τώρα μέτρα, αλλά και το περίφημο mail Χαρδούβελη που η κυβέρνηση προσπάθησε να κρατήσει κρυφό αλλά διέρρευσε και αποδεικνύει πως αν ξαναβγεί η Νέα Δημοκρατία θα εφαρμόσει ακόμη σκληρότερα μέτρα, δείχνουν πως η κυβέρνηση είναι σίγουρη πως θα υπάρξει συμφωνία με την Τρόικα, επειδή στην πραγματικότητα δεν θα υπάρξει καμία διαπραγμάτευση, αλλά πλήρης αποδοχή των αιτημάτων της, γιατί τελικά αποτελούν και δικούς της στόχους.

Αλλά επειδή, όπως ήδη είπαμε, η κρίσιμη διάσταση δεν είναι η τεχνική, αλλά η πολιτική, ας πάμε λίγο παρακάτω κι ας κάνουμε μια μικρή προσομοίωση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση συναντιέται στην Ευρώπη με τους εταίρους μας ως ισότιμη και ανακοινώνει πως: 1) Το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο 2) Η αποπληρωμή του χρέους δεν μπορεί να προχωράει σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, με κόστος την εξαφάνιση όλων των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων. 3) Για αυτό ζητάμε τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ονομαστικού χρέους και ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή το να πληρώνουμε δόσεις μόνο όταν η οικονομία μας έχει ανάπτυξη. Αλλιώς, προτεραιότητα μας θα είναι οι ανάγκες των ανθρώπων. Τι είναι αυτό που ζητάμε λοιπόν; Ακριβώς ό,τι ίσχυσε και για τη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το 1953 διεγράφη το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της. Τον μόνο τρόπο για να συνεχίσει η Ευρώπη να αποτελεί ενιαίο και αλληλέγγυο χώρο. Και πάλι όμως το ερώτημα επιμένει: Και γιατί να τα δεχτούν όλα αυτά στην ΕΕ; Πως θα τους υποχρεώσετε; Και ποιος θα συμμαχήσει μαζί μας;

Υπάρχει εδώ μία εξαιρετικά κρίσιμη λεπτομέρεια. Ότι αυτό το πακέτο που θα διεκδικήσει όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση δηλαδή μιας χώρας ισότιμου μέλους της ΕΕ, δεν ευνοεί μόνο την Ελλάδα. Ευνοεί και τις άλλες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, ακόμη και την Ιταλία. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία, μάλιστα, στις δημοσκοπήσεις έρχονται και εκεί πρώτα δύο κόμματα της Αριστεράς, το Podemos και το Sin Fein, με πρόγραμμα όμοιο με του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, τώρα το ερώτημα θα το βάλουμε εμείς: Πόσο εύκολο θα είναι για τον Ιταλό κεντροδεξιό, τον Ισπανό δεξιό, τον Πορτογάλο δεξιό και τον Ιρλανδό δεξιό πρωθυπουργό να αρνηθούν ένα πρόγραμμα που μπορεί να μην συμφωνεί με τις ιδέες και τα συμφέροντά τους, αλλά ευνοεί τους πολίτες τους; Θα ρισκάρουν μια ανατροπή τους; Πως θα αντισταθούν στις πιέσεις του κόσμου τους, από την ώρα που θα έχει πια φανεί με την στάση της ελληνικής κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ πως η πολιτική της Γερμανίας και των Μνημονίων μπορεί να αμφισβητηθεί; Και κάτι ακόμη. Ας μην βλέπουμε την πραγματικότητα ως κάτι στατικό, σαν μια φωτογραφία που δεν αλλάζει. Η πραγματικότητα είναι δυναμική. Οι αντιφάσεις του συστήματος και οι εσωτερικοί του ανταγωνισμοί είναι υπαρκτοί. Οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, ακόμη και στην Ιταλία και τη Γαλλία αλλά και την ίδια τη Γερμανία που συμμετέχουν στα δίκτυα εξουσίας αλλά αντιτίθενται στην πολιτική της Μέρκελ, ακόμη κι αν δεν είναι πολύ ριζοσπαστικές, είναι υπαρκτές και ήδη εκδηλώνονται δημοσίως.

Τα πρώτα δύο ερωτήματα τα θέτουν κυρίως πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας και όσοι παρακολουθούν την κατάσταση αποστασιοποιημένοι από την κοινωνική κίνηση. Στην πραγματικότητα, είναι οι ερωτήσεις που θέτουν τα δελτία ειδήσεων των οκτώ. Υπάρχει όμως και το τρίτο ερώτημα, που αγγίζει πιο πολύ την ουσία του ζητήματος και το θέτουν σχεδόν αποκλειστικά οι νεότεροι. Αυτό θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως εξής: «Εγώ δεν φοβάμαι ότι θα μας βγάλουν έξω από την ΟΝΕ και πιστεύω πως θα καταλήξουμε σε μια κάποια συμφωνία για το χρέος. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ μου υπόσχεται πως θα αυξήσει το μισθό μου στα 751 ευρώ. Πώς θα γίνει αυτό, σε μια ρημαγμένη οικονομία, και στις μικρές επιχειρήσεις; Και, κυρίως, πώς θα αναγκάσει την επόμενη μέρα τον εργοδότη μου να δώσει αυτά λεφτά;»

Στο πρώτο απαντάμε πως η αύξηση των μισθών είναι αναπτυξιακό μέτρο, γιατί θα φέρει χρήματα στην αγορά, θα την επανακινήσει και έτσι θα μπορέσουν να βγουν και οι μισθοί. Άλλωστε, μέχρι τώρα η μείωση των μισθών δεν έφερε μεγαλύτερες επενδύσεις. Έφερε μόνο μείωση της αγοραστικής δύναμης του κόσμου, άρα μείωση των πωλήσεων, άρα απολύσεις και κλείσιμο επιχειρήσεων, δηλαδή αύξηση της ανεργίας. Και το βαρέλι αυτό δεν έχει πάτο. Καιρός, λοιπόν, να δοκιμάσουμε μια άλλη μέθοδο.

Το τελευταίο ερώτημα όμως βρίσκει τον στόχο στην πιο βαθιά πολιτική ουσία του ζητήματος. Και ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ έχει απαντήσει προ πολλού: Δεν είναι Μεσσίας και σωτήρας και δεν λέει σε κανέναν «ψήφισέ με κι άσε με να σου λύσω όλα σου τα προβλήματα». Χωρίς την στήριξη και τη δράση του κόσμου μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα αυξήσει με νόμο τον κατώτατο μισθό, θα ξαναθεσπίσει την κυριακάτικη αργία υπέρ των εργαζομένων και των μικρών και μεσαίων καταστηματαρχών, θα στήσει ξανά στα πόδια της την επιθεώρηση εργασίας για να ελέγχει τους εργοδότες για τις σχετικές παραβάσεις και θα φτιάξει νόμους που θα ευνοούν τη συλλογική δράση και τους αγώνες των εργαζόμενων και δεν θα επιτρέπουν στα δικαστήρια να βγάζουν εννιά στις δέκα απεργίες «παράνομες και καταχρηστικές». Αλλά εδώ αρχίζει η ευθύνη του κόσμου, των ίδιων των εργαζόμενων που θα πρέπει να εκμεταλλευτούν αυτό το νέο πλαίσιο, να οργανωθούν και να αγωνιστούν συλλογικά και αλληλέγγυα για τα συμφέροντά τους. Η παρουσία μιας αριστερής κυβέρνησης δεν θα εξαφανίσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τα συγκρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Αλλά θα φτιάξει καλύτερες συνθήκες για να κρίνονται αυτοί οι ανταγωνισμοί υπέρ των πολλών. Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, η κυβέρνηση και οι πολίτες θα βρίσκονται σε μία σχέση που θα θυμίζει ένα αμφίδρομο τανγκό. Ο ένας θα τραβάει τον άλλο πιο αριστερά, ο ένας θα ανοίγει δρόμους στον άλλο. Η κυβέρνηση στον κόσμο, ο κόσμος στην κυβέρνηση. Γιατί καμιά μεγάλη αλλαγή δεν επιτεύχθηκε χωρίς τη δραστηριοποίηση του κόσμου και η Ελλάδα και η Ευρώπη χρειάζονται μεγάλες αλλαγές. Γιατί η Αριστερά υπάρχει για να αλλάζει τις δομές και τις συνθήκες, όχι να τα αφήνει ίδια και να τα διαχειρίζεται. Για αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι απλώς «ένα ΠΑΣΟΚ που δεν θα κλέβει». Αλλά μία άλλη κυβέρνηση, που κανείς ως τώρα δεν έχει ξαναδεί στην Ελλάδα. Μία κυβέρνηση που θα δώσει χώρο έκφρασης στον κόσμο, που θα μεταβιβάσει στους πολίτες κάποιες από τις εξουσίες της. Για να φτιάξει τις δικλίδες ασφαλείας που επιτρέψουν στους πολίτες να δημιουργήσουν τις δικές τους κατακτήσεις, που κανείς δεν θα μπορεί να διανοηθεί να τους στερήσει.

Τα τρία αυτά ερωτήματα συμπυκνώνουν όλα όσα θα ακούσουμε στην προεκλογική περίοδο. Οδηγούν σε μια διπλή ανάγκη. Οι μεγάλοι να σταματήσουν να φοβούνται πως τα πάντα μπορούν να διαλυθούν και οι νέοι να πιστέψουν πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Οι μεγάλοι να σταματήσουν να φοβούνται και οι νέοι να αρχίσουν να ελπίζουν. Για τη μεγάλη ανατροπή και τη μεγάλη συμπόρευση πριν, αλλά κυρίως μετά τις εκλογές. Για να ζήσουμε αλλιώς. Γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν θα την περάσουμε σκυφτοί. Αλλά θα ζήσουμε μαζί μια από αυτές τις στιγμές της Ιστορίας που οι άνθρωποι κοιτάνε τον ήλιο θαρρετά και ορίζουν τις ζωές τους, τιμώντας το όνομα του ανθρώπου και πετώντας από πάνω τους αυτούς που το προσβάλουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου