Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Μάγοι και γιατροσόφια

http://rednotebook.gr/details.php?id=9698

Οι κοινωνίες δεν έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από ορισμένες σταθερές. Μία από αυτές φαίνεται πως είναι το να αναζητούν τον «μάγο της φυλής», δηλαδή το πρόσωπο εκείνο που έχει βαθιές γνώσεις για πράγματα που οι υπόλοιποι δεν μπορούν να προσεγγίσουν και να ελέγξουν και που είναι εξαιρετικής σημασίας για τις ζωές τους, από την προσωπική τους υγεία μέχρι τις βροχοπτώσεις. Για αιώνες και μέχρι πρότινος, το ρόλο αυτό τον είχαν οι γιατροί, ως φορείς ιδιαίτερων και κρίσιμων γνώσεων. Από το 2008 κι έπειτα, ο ρόλος αυτός ανήκει σε άλλο πρόσωπο. Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία που σε μια συζήτηση σαλονιού το ενδιαφέρον θα το μονοπωλήσει όχι ο γιατρός αλλά ο οικονομολόγος της παρέας. Από αυτόν θα κρεμαστούν όλοι για να τον ακούσουν εξηγεί και να προβλέπει τα μεγάλα μυστήρια του καιρού μας, του καιρού της κρίσης.

Οι μάγοι της φυλής όμως, προκειμένου να πείσουν για τις δυνάμεις τους, έκαναν και κάποια κόλπα. Ομοίως πράττουν σήμερα και πολλοί οικονομολόγοι. Κι εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο στους συστημικούς οικονομολόγους, οι οποίοι εμφανίζουν την κρίση περίπου ως φυσικό φαινόμενο, άσχετο με τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων και το συνολικό μοντέλο ανάπτυξης. Αναφερόμαστε και σε αριστερούς οικονομολόγους, οι οποίοι με τις αναλύσεις τους συσκοτίζουν ένα μέρος της αλήθειας και ρίχνουν πολύ φως σε ένα άλλο, ακριβώς όπως κάνει ένας μάγος, για την ακρίβεια ένας ταχυδακτυλουργός, όταν θέλει να αποσπάσει την προσοχή των θεατών μακριά από το σημείο της σκηνής όπου κάνει το κόλπο του.

Αφορμή για τα παραπάνω σχόλια είναι το πρόσφατο άρθρο του συντρόφου Γιάννη Τόλιου υπό τον τίτλο Εθνικό Νόμισμα και Εθνική Αναδίπλωση. Το άρθρο αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της παραπάνω τακτικής. Ο σύντροφος, υποστηρίζοντας την ανάγκη εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, λέει πως «η εμπειρία της Κύπρου και ο εκβιασμός της ΕΚΤ (εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup ή διακοπή ρευστότητας στις τράπεζες), δείχνει τον ανισότιμο χαρακτήρα των σχέσεων και την αποτελεσματικότητα των εκβιασμών. Άρα η σύγκρουση με τις επιλογές της ευρωζώνης φέρνει στο προσκήνιο την ανάκτηση ελέγχου της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής και την αναγκαιότητα επιστροφή στο εθνικό νόμισμα». Πρώτη συσκότιση. Δεν συνυπολογίζει (ή αποκρύπτει) ο σύντροφος ότι η τελική συμφωνία για την Κύπρο και η αποσάθρωση του «Όχι» του κυπριακού λαού  έγινε από μία δεξιά κυβέρνηση, που δεν πίστεψε ποτέ σε αυτό το «Όχι» και σε μια άλλη πολιτική προοπτική, και όχι από μια αριστερή κυβέρνηση που θα είχε άλλο σχέδιο και θα χρησιμοποιούσε αλλιώς διαπραγματευτικά τη λαϊκή κινητοποίηση. Καταλήγει έτσι να ενισχύει το κυβερνητικό επιχείρημα πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος μεταξύ εξόδου από το ευρώ και Μνημονίου.

Συνεχίζοντας, επιχειρηματολογεί υπέρ του εθνικού νομίσματος λέγοντας πως «η τιμή ενός προϊόντος των 10 € με μια υποτίμηση μισθών κατά 50% θα μειωθεί μόλις στο 9,25 € (το εργατικό κόστος κατά μέσο όρο στην ελληνική βιομηχανία είναι 15%), ενώ αν είχαμε εθνικό νόμισμα με «εξωτερική υποτίμηση» κατά 30%, η τιμή θα κατέβαινε στα 7 € στην εγχώρια και στην εξωτερική αγορά, με πολύ μικρές απώλειες στους μισθούς και συντάξεις». Δεύτερη συσκότιση. Το ότι με την πτώση του κόστους του προϊόντος, διά της υποτίμησης, θα πέσει αυτομάτως και η τιμή του, είναι μια εντελώς θεωρητική και βασικά άκυρη υπόθεση εργασίας. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλιστής θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τη μείωση του εργατικού κόστους ώστε να αυξήσει τα κέρδη του, κρατώντας την τιμή του προϊόντος σταθερή. Το αν θα του επιβληθεί το αντίθετο εξαρτάται από τον αγώνα των εργαζομένων του. Επομένως, και πάλι το ζήτημα δεν αφορά το νόμισμα αλλά την ταξική πάλη! Επίσης, μια τέτοια εξέλιξη, για να έχει νόημα, δεν προϋποθέτει απλώς εθνικό νόμισμα, αλλά και μια ήδη υπαρκτή μεγάλη εγχώρια παραγωγή, τέτοια που να μπορεί να στηρίξει τουλάχιστον διατροφικά και για τις υπόλοιπες πρώτες ανάγκες τον κόσμο, μια που με την υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος δεν θα φτηνύνουν απλώς οι εξαγωγές μας αλλά θα ακριβύνουν και οι εισαγωγές! Το παράδειγμα της Αργεντινής, που αναφέρεται συχνά από τους υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος είναι πράγματι διαφωτιστικό, αλλά για την αντίθετη άποψη: η Αργεντινή είχε έναν εκτεταμένο πρωτογενή τομέα, μια μεγάλη γεωργία και κτηνοτροφία και κατάφερε να επιζήσει. Στην Ελλάδα, ο πρωτογενής τομέας είναι φοβερά αποδυναμωμένος (ακόμη και το γάλα που παράγεται δεν επαρκεί για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών, με αποτέλεσμα να εισάγουμε) και ο ντόπιος καπιταλισμός έχει στηθεί πάνω σε άλλες παραγωγές, οι οποίες προσφέρουν μεγάλη κερδοφορία στους Έλληνες καπιταλιστές (από τα μέταλλα μέχρι τον τουρισμό), αλλά όχι μια στοιχειώδη διατροφική αυτάρκεια της χώρας. Επίσης, το μοντέλο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τοπίου στην αγορά που θα επιτρέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και δεν θα δημιουργεί ολιγοπώλια εταιρειών που θα εναρμονίζουν μεταξύ τους τις τιμές, με αποτέλεσμα να γίνει η υποτίμηση του νομίσματος δώρο άδωρο. Συμπερασματικά, για μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τόσο πολλές εισαγωγές ξένων προϊόντων και με εισαγωγές πρώτων υλών για την εγχώρια κατασκευή προϊόντων, αλλά και με τον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα της αγοράς της, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος έναντι του ευρώ και των άλλων νομισμάτων θα φέρει αύξηση του κόστους παραγωγής και διαβίωσης. Για να το πούμε κι αλλιώς, αυτή η ανάλυση θα ταίριαζε ίσως – και υπό πολλές προϋποθέσεις, σχετικές με την ταξική πάλη – σε μια χώρα που παράγει η ίδια τα περισσότερα από αυτά που καταναλώνει και δεν έχει τόση ανάγκη τις εισαγωγές, σε μια χώρα πχ με τον παραγωγικό ιστό της Ιταλίας, αλλά όχι στην Ελλάδα. Μένουν έτσι αναπάντητα δύο ερωτήματα: Τι θα γίνει μέχρι (αν) να αναδιαρθωθεί η παραγωγική βάση, πως θα καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του κόσμου; Και αν δημιουργηθεί μια τόσο δύσκολη κατάσταση, δεν θα απαιτείται μία άμεση και πολύ σκληρή κρατική παρέμβαση με όρους συγκεντρωτικού σχεδιασμού της οικονομίας; Αυτό προτείνεται τελικά από τους συντρόφους; Το ότι μάλλον εκεί τείνει το πράγμα, δείχνει και το που καταλήγουμε όταν προσπαθούμε να δούμε λύσουμε νέα προβλήματα με παλιά εργαλεία.

Τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα πως η διάλυση της Ευρωζώνης μέσα στην κρίση θα φέρει νομισματικό πόλεμο, λέει: «Πού στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι επιστροφή στα εθνικά νομίσματα οδηγεί σε ατέρμονες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις; Οι διακυμάνσεις των νομισμάτων δεν αποτελούν αυθαίρετες επιλογές αλλά «εν τέλει» έχουν ως άξονα αναφοράς το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των οικονομιών και βαθύτερα το νόμο της αξίας. Πριν την εισαγωγή του ευρώ, οι νομισματικές διακυμάνσεις στις χώρες της ΕΕ κυμαίνονταν σε ελεγχόμενα όρια στα πλαίσια της Ecu (ευρωπαϊκής λογιστικής μονάδας). Τα ισχυρά νομίσματα (πχ. μάρκο) είχαν τάση ανατίμησης, ενώ τα αδύναμα (πχ. δραχμή) σταδιακής υποτίμησης σε ένα εύρος +/- 2,5%. Άρα δεν υπήρχαν φαινόμενα ανταγωνιστικών υποτιμήσεων. Σήμερα ακόμα και σε χώρες εκτός ευρωζώνης (πχ χώρες G-20), δεν παρατηρούνται φαινόμενα «νομισματικού πολέμου. Τρίτη συσκότιση. Τα προηγούμενα παραδείγματα είτε αφορούν περίοδο που δεν υπήρχε κρίση, είτε δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον (σχετικώς!) σταθεροποιητικό ρόλο που μπορεί να παίζει μέσα στην κρίση η ύπαρξη της ευρωζώνης ως οικονομικού πεδίου. Αν η ευρωζώνη διαλυόταν, τότε οι ανταγωνιζόμενες εθνικές οικονομίες θα ήταν πολύ περισσότερες και η υποτίμηση των νομισμάτων, σε συνδυασμό με την εκμηδένιση του εργασιακού κόστους, θα ήταν ο δρόμος που θα επέλεγαν οι κυβερνήσεις για την διάσωση των χωρών τους (δηλαδή του παραγωγικού τους μοντέλου, δηλαδή των αστικών τους τάξεων), οδηγώντας τελικά στον νομισματικό πόλεμο – που πάνω από όλα είναι ένας εσωτερικός πόλεμος του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία – και που μπορεί να κατέληγε, λόγω των συνθηκών κρίσης, ακόμη και σε πραγματικό πόλεμο. Δεν γίνεται να ξεχνάμε πως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνδεόταν άμεσα με την οικονομική κρίση του 1929.

Τα παραπάνω σχόλια δεν θέλουν να δείξουν μόνο το λάθος της θέσης για την αποχώρηση από την ευρωζώνη. Πιο πολύ θέλουν να υπογραμμίσουν ότι η ένταση, ο κεντρικός της χαρακτήρας και γενικώς οι όροι με τους οποίους έχει καταλήξει να γίνεται η σχετική κουβέντα οδηγεί σε διάφορα κόλπα όπως αυτά που δείξαμε και την κάνει ταυτόχρονα τόσο περίπλοκη που στο τέλος την παρακολουθούν και είναι σε θέση να καταλάβουν τα κενά της μίας ή της άλλης επιχειρηματολογίας μόνο οι οικονομολόγοι ή οι έχοντες πολύ ελεύθερο χρόνο. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πως κάτι δεν πάει καλά. Οι σύντροφοι Νάσος Ηλιόπουλος και Ιάσονας Σχινάς-Παπαδόπουλος είχαν γράψει σε πρόσφατο άρθρο τους ότι πρέπει «να βάλουμε την πολιτική στο τιμόνι». Προσυπογραφούμε απολύτως το πνεύμα του άρθρου τους, που βασικά υπογραμμίζει ότι έχουμε καταλήξει να συζητάμε πάρα πολύ για το πλαίσιο της πολιτικής μας, περί διαγραμμάτων δηλαδή, και όχι για το περιεχόμενό της. Είτε με ευρώ είτε με δραχμή, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να φτιάξει ένα πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Ένα πρόγραμμα νέου τύπου, με επίκεντρο την εκμετάλλευση του τεράστιου μορφωτικού κεφαλαίου των Ελλήνων επιστημόνων, ιδίως των νέων, αλλά και τα συνεταιριστικά εγχειρήματα. Για παράδειγμα, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα για το πως θα φτιάξει ένα οικονομικό μοντέλο που θα βασίζεται στη λειτουργία μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων υπό εργατικό έλεγχο, όπως η ΒΙΟΜΕΤ, χωρίς όμως η μία να είναι ανταγωνιστική προς την άλλη και να καταλήγουμε πάλι σε λουκέτα και  απολύσεις. Στο πως δηλαδή θα συνδυάσει σχετική επιχειρηματική αυτονομία, δημοκρατία στους χώρους παραγωγής και στοιχειώδη κεντρικό σχεδιασμό. Όλα αυτά όμως, απαιτούν νέες νοοτροπίες και μία μεγάλη διαθεσιμότητα των ανθρώπων για να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Αυτό πρέπει να φτιαχτεί ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε δραχμή ή ευρώ και σίγουρα δεν εξαρτάται και πολύ από την απάντηση σε αυτό το δίλλημα. Εξαρτάται από δύο πράγματα: την ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και την επαφή μας με τον κόσμο. Στο κάτω – κάτω της γραφής, πεδίο δικαίωσης ή διάψευσης της κάθε θέσης είναι το κίνημα, η πολιτική της εφαρμογή. Ας μην κάνουμε άλλο λοιπόν σαν να μην έχουμε θέσεις για το νόμισμα και να πρέπει να τις φτιάξουμε. Ας δούμε πώς θα τις εφαρμόσουμε κι ας πετύχουμε να προσφέρουμε επιτέλους, πριν από τις σωστές απαντήσεις, τα σωστά ερωτήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου