Σάββατο βράδυ στου Παπάγου. Γύρω στις οκτώ μαζεύεται η νεολαία στις πλατείες. Στον «Άι Γιώργη» και στην «Ομπρέλα». Με άτυπο διαχωρισμό, οι «μικροί» στην πρώτη, οι «προχωρημένοι» στη δεύτερη. Η πρώτη έχει και «παιδική χαρά» άρα πιστιρικομάνι αλλά και κηδεμόνες . Τα παιδιά, εκεί γύρω στην τρίτη γυμνασίου, προάγονται στους «μεγάλους», και συχνάζουν στη δεύτερη.
Πολλά «ακούγονται» για τα πάρκα και τις πλατείες. Οι γονείς ξεπερνούν την ανησυχία τους βασιζόμενοι στο ότι το μικρό σύστημα της συγκεκριμένης κοινωνίας του Παπάγου επιτρέπει το να γνωρίζονται λίγο - πολύ όλοι μεταξύ τους, με συνέπεια οι παρέες των παιδιών να αποτελούν «συνέχεια» εκείνων των μεγάλων.
Φάνηκε ότι και ο δήμαρχος ανησυχεί. Για την εικόνα του δήμου του, για την εμπιστοσύνη των δημοτών στην κοινότητα και το πρόσωπό του.
Σαββατόβραδο λοιπόν, και η πολυαναμενόμενη από τα παιδιά έξοδός τους έχει αρχίσει. Το επεισόδιο με τη βόμβα στη Βουλή, άλλα το γνωρίζουν και άλλα όχι. Αίφνης η «Ομπρέλα» περικυκλώνεται από αστυνομικούς με πολιτικά, που ζητούν ταυτότητες και στη συνέχεια μετάβαση στο Αστυνομικό Τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Στην απαίτηση μερικών από τα παιδιά να επιδείξουν οι αστυνομικοί τις δικές τους ταυτότητες, αυτοί ξαφνιάζονται, αλλά το κάνουν. Στην άρνηση ορισμένων να μπουν στα άγνωστα γι' αυτά -συμβατικά- αυτοκίνητα, χαμογελούν συγκαταβατικά και αδιαπραγμάτευτα. Στο αίτημα κάποιων να πάρουν τηλέφωνο τους γονείς τους, προτρέπουν αρνητικά «δεν χρειάζεται να τους ανησυχήσετε». Ένα - δυο κορίτσια αγνοούν τη σύσταση και ειδοποιούν.
Στο τμήμα, ευγενικός ο προϊστάμενος αστυνόμος, ζητά (απʼ τους γονείς που ενημερώθηκαν και σπεύδουν) «την κατανόησή σας - δεν υπόκειται το θέμα στην αρμοδιότητά μου - εκτελώ εντολές - θα περιμένουμε τον διοικητή του τμήματος της Ασφάλειας που θα σας εξηγήσει»
Εν τω μεταξύ, αθρόα συνεχίζεται η προσέλευση -ή μήπως προσαγωγή;- εφήβων. Σύντομα το τμήμα γεμίζει από εικοσιπέντε με τριάντα παιδιά από δεκατέσσερα έως δεκαεπτά ετών, όλα κάτοικοι Παπάγου, μαθητές του τοπικού Γυμνασίου και Λυκείου. Μεταξύ τους και τρεις νεαροί, φοιτητές. Τα παιδιά διαχωρίζονται ανάλογα με το ποια έχουν μαζί τους ταυτότητες και ποια όχι, κι αρχίζει η καταγραφή των στοιχείων τους. Οι αστυνομικοί -οι οποίοι φέρουν πολιτική περιβολή και τα όπλα τους στις ζώνες συγκρατούν με προσπάθεια τον εκνευρισμό τους, κάποιοι αποπειρώνται να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα κάνοντας χιούμορ σε ύφος φιλικού κλίματος. Ενημερώνουν ότι η «διαδικασία» θα τραβήξει σε μάκρος, επαναλαμβάνουν ότι βασίζονται στην κατανόηση όλων των παρισταμένων, διευκρινίζουν ότι δεν τους επιτρέπεται να δώσουν περαιτέρω επεξηγήσεις.
Εν τω μεταξύ, αθρόα συνεχίζεται η προσέλευση -ή μήπως προσαγωγή;- εφήβων. Σύντομα το τμήμα γεμίζει από εικοσιπέντε με τριάντα παιδιά από δεκατέσσερα έως δεκαεπτά ετών, όλα κάτοικοι Παπάγου, μαθητές του τοπικού Γυμνασίου και Λυκείου. Μεταξύ τους και τρεις νεαροί, φοιτητές. Τα παιδιά διαχωρίζονται ανάλογα με το ποια έχουν μαζί τους ταυτότητες και ποια όχι, κι αρχίζει η καταγραφή των στοιχείων τους. Οι αστυνομικοί -οι οποίοι φέρουν πολιτική περιβολή και τα όπλα τους στις ζώνες συγκρατούν με προσπάθεια τον εκνευρισμό τους, κάποιοι αποπειρώνται να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα κάνοντας χιούμορ σε ύφος φιλικού κλίματος. Ενημερώνουν ότι η «διαδικασία» θα τραβήξει σε μάκρος, επαναλαμβάνουν ότι βασίζονται στην κατανόηση όλων των παρισταμένων, διευκρινίζουν ότι δεν τους επιτρέπεται να δώσουν περαιτέρω επεξηγήσεις.
Το όλο τυπικό, ξεκινά με πρώτη την -υπό μορφήν ρητορικής- ερώτηση «Λοιπόν, για να ξεκινήσουμε σωστά: δεν έχουμε κανέναν αλλοδαπό μεταξύ μας, έτσι;». Αυθόρμητα πετάγονται δυό παιδιά και λένε εμφατικά «Όχι!». «Ωραία, μπράβο, μπορούμε νʼ αρχίσουμε… Ένας - ένας. Όνομα, επίθετο..». Οι αντιδράσεις των παιδιών κυμαίνονται μεταξύ φόβου, ταραχής, απορίας, «πλάκας», ανυπομονησίας, στωικότητας, ανάλογα με τον χαρακτήρα και το επίπεδο «εμπειρίας» τους. Τα πιο θορυβημένα έχουν πάθει γλωσσοδέτη, με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν στις απλές ερωτήσεις, που τα καλούν να απαντήσουν σχετικά με την ημερομηνία γεννήσεως και τη διεύθυνση του σπιτιού τους. Αυτό το γεγονός συγχύζει τόσο τον καταγράφοντα αστυνομικό υπάλληλο, που απευθύνεται σε δυο άλλα που χασκογελάνε σε μια γωνία, λέγοντάς τους, υψώνοντας απότομα και έντονα τη φωνή, «εσείς εκεί μαλακίζεστε». Στον παριστάμενο γονιό που τον εγκαλεί, σπεύδει να απολογηθεί, ενώνοντας τα χέρια στο στήθος: «Ξεχάστε παρακαλώ αυτό που είπα, συγχωρέστε με, είμαι θυμωμένος για άλλους λόγους». Οπωσδήποτε, η ηλικία, το ομαδικό πνεύμα και η κοινή θέση στην οποία βρίσκονται τα παιδιά, τα διατηρεί ήρεμα. Τα περισσότερα ψιθυρίζουν μεταξύ τους και όλα βρίσκουν την ευκαιρία να ρωτήσουν χαμηλόφωνα τους όποιους γνωστούς τους γονείς: «Τι θα μας κάνουν, ξέρετε;». Λίγα απʼ αυτά εκφράζουν σε ήπιο τόνο το παράπονο-διαμαρτυρία τους για τη ματαίωση της «εξόδου» τους που υφίστανται «χωρίς να φταίμε εμείς σε τίποτα».
Όταν επιτέλους φτάνει ο Διοικητής του τμήματος της Ασφάλειας, οι γονείς τον ακολουθούν στο γραφείο του. Εκεί, τους ενημερώνει ότι κατόπιν παράκλησης του δημάρχου να επιληφθεί η αστυνομία προκειμένου να διαλευκανθεί το ζήτημα των κατά συρροήν βανδαλισμών που υφίσταται η περιοχή της «Ομπρέλας», ώστε να αποκατασταθεί η τάξη, το τμήμα προέβη στην επιχείρηση που διαδραματίζεται. Στο ερώτημα γονιού, γιατί δεν φροντίζουν δήμαρχος και Τμήμα να προλαμβάνουν τα «κακώς κείμενα» προφυλάσσοντας περιουσία, πολίτες και πρωτίστως τα παιδιά, με το να περιπολεί η Αστυνομία καθημερινά στις πλατείες και τα πάρκα, δηλώνει: «Δεν έχω προσωπικό, κυρία μου, επιπλέον η Δημοτική αστυνομία διαθέτει έναν και μόνο υπάλληλο - και άλλωστε κι εγώ εντολές εκτελώ». Στην απορία άλλου τι ακριβώς εξυπηρετεί η αποψινή περιπέτεια των παιδιών, εξανίσταται λέγοντας ότι «καλά θα κάνουν οι γονείς, σεβόμενοι τους θεσμούς, να γαλουχούν τα παιδιά τους με την πεποίθηση ότι η Αστυνομία υπάρχει για να φροντίζει για την ασφάλειά τους και να μην κλονίζουν την εμπιστοσύνη τους κακολογώντας εναντίον της». Σε πρόταση απλούστευσης της ταλαιπωρίας όλων με το να αφεθούν τα παιδιά να πάνε στα σπίτια τους και αν προκύψει κάτι να ειδοποιηθούν εκεί, τονίζει: «είμαι υποχρεωμένος να τηρήσω τον νόμο». Συμβουλεύει να γνωστοποιούμε στα παιδιά μας τους κινδύνους που τα απειλούν. Διεκτραγωδεί την κατάσταση που βρίσκεται και υφίσταται όλο το σώμα της Αστυνομίας. Δηλώνει την προσωπική του απογοήτευση: «Περιμένω απλώς να συνταξιοδοτηθώ». Κλείνει τη συνεδρία, μοιράζοντας σε όλους από μια φωτοτυπία πρόσφατου δικού του άρθρου στην τοπική εφημερίδα «Φωνή του Παπάγου» με τίτλο «15 χρήσιμες συμβουλές από το Τμήμα Ασφαλείας Παπάγου», καθώς και μια που φέρει ένα απόσπασμα από τον Ισοκράτη(που βρίσκεται κορνιζαρισμένο και σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη): «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε στους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία».
Στην παρότρυνση να πει δυο λόγια στα παιδιά περί τού τι κάνουν τόσες ώρες εκεί, ανταποκρίθηκε αναλόγως. Τα συγκέντρωσε μπροστά του και ανήγγειλε: «Ζητώ την κατανόησή σας και ευχαριστώ για την υπομονή σας. Σήμερα θα κρατήσει ώρες αυτή η διαδικασία, που όμως είναι προς όφελός σας. Αλλά, σας υπόσχομαι ότι την επόμενη φορά, δεν θα κρατήσει παρά ελάχιστα». Αγνοεί το σχόλιο ενός κοριτσιού, που αναρωτιέται φωναχτά «γιατί, θα υπάρξει και επόμενη;;!!». Στην απόπειρα ενός απʼ τους μεγαλύτερους νεαρούς να μιλήσει, αλλά και κάποιου απʼ τους γονείς που άρχισε να αγανακτεί, έκλεισε το θέμα και την πόρτα του οριστικά, λέγοντας: « Εσείς περνάτε την ώρα σας κι έχετε όρεξη για συζήτηση, αλλά εμείς εδώ έχουμε να κάνουμε δουλειά. Ελάτε άλλη φορά να τα πούμε». Στις 12.30 όλοι ήσαν ελεύθεροι να φύγουν.
Ενδέχεται τα παιδιά να μην ξαναμαζευτούν στην "Ομπρέλα". Ίσως φοβούνται ή ίσως υποψιάζονται πλέον ότι έχει πολλές τρύπες.
Μήπως η μόνη αξιόπιστη και αδιάβροχη ομπρέλα που διαθέτουν παιδιά και γονείς είναι η εγκατάσταση αμοιβαίας εμπιστοσύνης; Και η διαρκής επανάληψη της αγωγής ενός πολίτη που αναλαμβάνει πρωτίστως τη δική του ευθύνη; Μέσα και πίσω απʼ τους καθρέφτες όπου φαίνεται και δοκιμάζεται η αξιοπιστία εαυτού και πάντων;
* Η Μαρία Δαμολή είναι μητέρα της οποίας τα δύο παιδιά προσήχθησαν στο Α.Τ. Παπάγου
Το φαινόμενο εκφοβισμού και στιγματισμού των νέων δεν αποτελεί "προνόμιο" του Δήμου Παπάγου. Και στο Δήμο Χαλανδρίου (περιοχή Τούφα)επικρατούσε πριν από λίγους μήνες η ίδια κατάσταση. Αφορμή δόθηκε από μια πυρκαγιά που προκλήθηκε στο πάρκο της οδού Ιωαννίνων και Τυμφρηστού, με αποτέλεσμα να καεί ολοσχερώς μια υπαίθρια καφετέρια από ξύλο και λίγα δέντρα γύρω από αυτήν. Αυτό το πάρκο αποτελούσε πηγή ζωής για τα πιτσιρίκια, τους νέους, τους γονείς, τους ηλικιωμένους και γενικότερα για πολύ κόσμο που έβγαινε από τον καναπέ του σπιτιού του (πριν πάρει το σχήμα του) για να παίξει, να επικοινωνήσει με τους γείτονες, να απολαύσει τον καφέ του στο τόσο ακριβοθώρητο φυσικό περιβάλλον έστω κι ενός μικρού πάρκου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο περίεργο σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι κάποιοι ένοικοι πολυκατοικίας που "βλέπει" στο πάρκο, πολύ πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά, θεωρώντας πως είναι τσιφλίκι τους και προέκταση της αυλής τους, δεν ήθελαν να ακούν τις φωνές των παιδιών, τα γέλια των νέων, τις συζητήσεις των ανθρώπων που γνωρίζονταν και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Μάλιστα είχαν πείσει τη δημοτική αρχή να ξηλώσει (!) τα παγκάκια, για να μην κάθονται οι "παραβατικοί" νέοι (κάποια στιγμή βέβαια και έπειτα από διαμαρτυρίες αναγκάστηκαν να τα τοποθετήσουν ξανά).
Η μικρή κοινωνία του πάρκου σε κάποιους δεν άρεσε. Και τα βράδια που μαζεύονταν οι νέοι στα παγκάκια (γιατί πού αλλού τους έχει μείνει να πάνε;) ειπώθηκε ότι διακινούσαν ναρκωτικά και κάνανε αίσχη, τα οποία περιγράφονταν με λεπτομέρειες (πόσο αρρωστημένος "ματάκιας" πρέπει να είσαι για να παρατηρείς κάτι τέτοιο!), καλούνταν συνεχώς η αστυνομία για τρομοκράτηση, εξακριβώσεις και προσαγωγές... Και μετά έσκασε η πυρκαγιά, και κατηγόρησαν γι' αυτό τους νέους... Αφού καθάρισαν το πάρκο από τα αποκαΐδια, έκοψαν και αρκετά δέντρα παραπάνω (ευτυχώς που δε μιλάνε κι αυτά) –σημειωτέον: τα οποία δεν είχαν καεί–, ο στόχος επετεύχθη: οι φωνές σίγησαν, οι προνομιούχοι της περιώνυμης πολυκατοικίας (εκ των πρωταγωνιστών, πρόσωπα δημόσια, με ευκολότερη πρόσβαση στους προστάτες αυτής της έρημης χώρας) απολαμβάνουν τη βουβαμάρα που επιθυμούσαν κι εμείς κλειστήκαμε πάλι στα καβούκια μας. Κάποιες επιστολές μόνο διακινήθηκαν εκατέρωθεν στους δημότες και στον τοπικό Τύπο, οι οποίες δεν απέδωσαν καρπούς. Και οι νέοι σίγουρα θα πήγαν λίγο παρακάτω, σε κάποιο άλλο παρκάκι(που μετριούνται πλέον στα δάχτυλα), γιατί είναι πιο τολμηροί από όλους εμάς, γιατί, παραβατικοί ή μη, δεν παύει να είναι νέοι, και ό,τι εμείς θεωρούμε αισχρό τώρα που γεροξεκουτέψαμε στην ψυχή, κάποτε το λέγαμε έρωτα και το συνδέαμε με τη ζωή.
Είναι πολύ σημαντικά αυτά που καταθέτετε. Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή