Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Αποκαταστάσεως το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν…


Ας σκεφτούμε κάποιον που προσπαθεί να οργανώσει ένα βουνό από παλιά χαρτιά στα κατάλληλα συρτάρια. Όποιοι έχουν προσπαθήσει κάτι ανάλογο, ξέρουν πως όσο πιο γενικές είναι οι κατηγορίες μέσα στις οποίες οργανώνει κανείς το υλικό του, τόσο πιο εύκολη είναι η ταξινόμηση. Αν όμως το παρακάνει, όταν επιχειρήσει να ξαναβγάλει το υλικό του στο φως, εκεί καταλαβαίνει πως το σύστημα που είχε επιλέξει είναι τόσο χονδροειδές και απλουστευτικό, ώστε δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι σοβαρό με τα στοιχεία του πέρα από το να τα φυλάει.

Προσπαθώντας να οργανώσει και να κλείσει τις ανοιχτές υποθέσεις που έχει με το παρελθόν του, στο ίδιο σφάλμα περιπίπτει και το ΚΚΕ. Και το οδηγεί εκεί ο σχηματικός και χονδροειδής τρόπος με τον οποίο η ηγεσία του βλέπει τα πράγματα και τον οποίο διαχέει στο κομματικό σώμα. Καλοί-κακοί, ήρωες-χαφιέδες, επαναστάτες-οπορτουνιστές. Οι πρόσφατες αποκαταστάσεις των Ζαχαριάδη, Βελουχιώτη και Βαβούδη δεν είναι παρά το επιστέγασμα της πολιτικής στρατηγικής του ΚΚΕ των τελευταίων είκοσι χρόνων. Πολλοί έκριναν ως υποκριτική την ταυτόχρονη αποκατάσταση των Ζαχαριάδη και Βελουχιώτη. Δεν θα συμφωνήσω. Στην εσωτερική λογική του ΚΚΕ, είναι απολύτως συμβατή η παρουσία των δύο στο ίδιο κάδρο. Ο Ζαχαριάδης δικαιώνεται ως Γραμματέας του ΚΚΕ, παρά τη σύγκρουση του με τον Βελουχιώτη. Ο τελευταίος, αν και, με βάση την τωρινή αντίληψη του ΚΚΕ, είχε δίκιο στην εναντίωση του στη Βάρκιζα, διαφωνώντας δημοσίως παραβίασε τις αποφάσεις του ΚΚΕ και την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Για αυτό και αποκαθίσταται μεν πολιτικά, αλλά όχι και κομματικά. Καμία ασυνέπεια, καμία αντίφαση.

Το πρόβλημα είναι αλλού. Πρώτη αντίφαση, η κοινή παρουσία στο κάδρο των κομματικών ηρώων του Ζαχαριάδη και του Πλουμπίδη, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό έχει επίσης αποκατασταθεί. Ο Πλουμπίδης, μια από τις πιο λαμπρές μορφές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, στιγματίστηκε από τον Ζαχαριάδη ως προδότης και αφέθηκε εκτεθειμένος στα χέρια του μετεμφυλιακού κράτους. Η κοινή τους παρουσία στο κομματικό μαρτυρολόγιο δεν δικαιολογείται κατά κανέναν τρόπο, παρά μόνο με την χονδροειδή διαχείριση του παρελθόντος στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, βάζοντας δηλαδή τα σκουπίδια και τις λεπτομέρειες κάτω από το χαλί ή στριμώχνοντας τα όπως-όπως μέσα στα συρτάρια.

Η δεύτερη αντίφαση είναι πως η διαφωνία του Βελουχιώτη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας θεωρείται σωστή. Αν η Βάρκιζα ήταν λάθος, όπως το ΚΚΕ λέει εδώ και καιρό, τότε θα πρέπει να μας πει τι άλλο έπρεπε να κάνει το κόμμα εκείνη την περίοδο. Και κυρίως, με ποια προοπτική. Διότι η Βάρκιζα αξιολογείται με ελαφριά καρδιά ως έγκλημα ή προδοσία (και όχι ως απλό λάθος τακτικής), μόνο αν αρνηθούμε να τη δούμε ως αυτό που ήταν, δηλαδή ως μια προέκταση της συνολικής στρατηγικής του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, η οποία δεν ήταν στόχευε στην επιθετική κατάκτηση της εξουσίας, αλλά στη μετατροπή του ΕΑΜ σε έναν πολιτικό σχηματισμό μέσα σε ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς και την πάλη μέσα σε αυτό. Αν το ΚΚΕ θεωρεί σήμερα πως κακώς έπραξε τότε η ηγεσία του και δεν επεδίωξε την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας, καταρχάς οφείλει να το πει έτσι, αυτολεξεί. Και να ακυρώσει ένα μέρος της αποκατάστασης του Ζαχαριάδη, αφού και επί των ημερών του ακόμη, τα κείμενα του ΚΚΕ χαρακτήριζαν ως «συκοφαντία» το να του αποδίδεται πως με τον Εμφύλιο κάνει επανάσταση για να καταλάβει την εξουσία! Και ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναιρέσει τη βασική θέση με την οποία «απολογείται» όλα αυτά τα χρόνια για τον Εμφύλιο, πως δηλαδή δεν επέλεξε το ίδιο τη σύγκρουση αλλά αναγκάστηκε να μπει σε αυτόν λόγω της Λευκής Τρομοκρατίας και της στάσης της αστικής τάξης και των Άγγλων.1 Θέση σωστή, αλλά που όταν εμφανίζεται ως γραμμή άμυνας για την κατηγορία περί στρατηγικής επιλογής της ένοπλης σύγκρουσης από το ΚΚΕ, κάπως μπερδεύει τα πράγματα. Τελικά, η ταξική πάλη της περιόδου έπρεπε ή όχι να κλιμακωθεί ένοπλα με στόχο την κατάληψη της εξουσίας; Αν δεν υπήρχε η λευκή τρομοκρατία, η ένοπλη πάλη δεν θα ήταν μια θεμιτή επιλογή για το ΚΚΕ; Θα έπρεπε να στοχεύσει στην κατάκτηση της εξουσίας με εκλογές; Ανοιχτά ερωτήματα, με τα οποία η ηγεσία του κόμματος δεν έχει αναμετρηθεί ακόμη ρητά.

Υπάρχει όμως άλλη μία ενδιαφέρουσα διάσταση στη στάση του ΚΚΕ το τελευταίο διάστημα. Αυτή που θα την ονόμαζα «εκκλησιαστική» και αφορά μια μεταφυσική διάσταση της αυτοεικόνας του. Η διαρκής ανάγκη να αποκαθιστά ή να αποπέμπει ανθρώπους από το σώμα του, μάλιστα προσδίδοντας, αφαιρώντας και ξαναπροσφέροντας την ιδιότητα του κομματικού μέλους σε νεκρούς ανθρώπους (αλήθεια, ο νεκρός στις δυτικές κοινωνίες και στον ορθολογισμό που πρεσβεύει η Αριστερά, δεν χάνει κάθε του ιδιότητα;) είναι ανιστόρητη (αφού κανείς δεν μπορεί να ρωτήσει τον Βελουχιώτη του 1945 αν θα επιθυμούσε να είναι σήμερα μέλος ενός κόμματος όπως το ΚΚΕ του 2011!) αλλά και θυμίζει την πρακτική της Εκκλησίας να αφορίζει και να αποπέμπει ανθρώπους από τους κόλπους της για να μην μιάνουν το σώμα της ή να τους επανεντάσσει αν κρίνει πως μετανόησαν ή πως είχαν αδικηθεί στην πρώτη τους κρίση. Πρακτική ειδικά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία μέχρι σήμερα αγιοποιεί ανθρώπους της, που όμως έχει νόημα μόνο επειδή η ίδια πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. Θυμίζει όμως και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό της ρόλο.

Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η (επίσημη) αντίληψη του Πατριαρχείου ήταν πως οι Οθωμανοί είναι μάστιγα από το Θεό και μέχρι να έρθει η ώρα που αυτός θα τους διώξει, κάθε επαναστατική προσπάθεια είναι πρόωρη, στρέφεται ενάντια στο θέλημα του και θα καταδιώκεται. Πόσο διαφορετική φαίνεται η στάση του ΚΚΕ, όταν περιφρουρεί τη Βουλή από όλες τις άλλες εκφράσεις του κινήματος (και δεν αναφέρομαι στους καταστροφολάγνους «μπάχαλους») για να μην κλιμακωθεί ο κοινωνικός αγώνας πριν την ώρα που θα δείξουν τα κομπιούτερ του Περισσού; Και κάτι ακόμη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πίστευε πως ναι μεν η οθωμανική κατάκτηση είναι μάστιγα, αλλά παράλληλα είναι και ένα δώρο του Θεού, αφού δια αυτής απομονώθηκαν οι ορθόδοξοι από τους «συγγενείς» καθολικούς χριστιανούς και έτσι αποφεύχθηκε κάποια μιαρή ένωση τους. Δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω για τους αστείους συμβολικούς παραλληλισμούς που μοιάζει να στήνει καμιά φορά η Ιστορία.

Αντιφάσεις, παλινωδίες, μεταφυσική και πολιτικές δεισιδαιμονίες. Με αυτά αναμετριόμαστε. Και αυτά πρέπει να λύσουμε για να έχει πολιτικό όφελος στο σήμερα η Αριστερά. Δηλαδή, εν τέλει, ο λαός. Αλλιώς, ας μείνει ο καθένας στη θανατηφόρα θαλπωρή της μοναξιάς του. Αλλά τότε η Ιστορία θα γράψει πράγματα, τα οποία μετά δεν θα μπορεί κανείς ούτε να εξωραΐσει, ούτε να δικαιολογήσει, όσες αποκαταστάσεις, αποπομπές και μνημόσυνα κι αν κάνει.




1 Ενδεικτικά: «Οι καταδιωκόμενοι ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε στα βουνά, από το να συγκροτήσουν τον ΔΣΕ. Κάθε άλλη επιλογή τους, κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ, θα ήταν “σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω”». Βλ. «Ζωντανή η ψυχή, το μεγαλείο του ΔΣΕ», Ριζοσπάστης, 1.11.2009. Επίσης: «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία […] Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές […]». Βλ. «Η βαθιά αλήθεια για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας 1946-1949. Η τρίχρονη εποποιία διδάσκει το σήμερα», από την ιστοσελίδα του ΚΚΕ (www.kke.gr). Στο ίδιο άρθρο υπάρχει και η φράση «Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι, εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης, και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου», η οποία όμως δεν υποστηρίζει ρητά την ανάγκη ένοπλης κατάληψης της εξουσίας, αλλά μάλλον της έγκαιρης ένοπλης άμυνας.