Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Εβδομήντα χρόνια μετά τη Βάρκιζα: καμία ήττα δεν είναι για πάντα


Στις 12 του φετινού Φλεβάρη μαζεύονται πάνω μας εβδομήντα χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Από την ημέρα που έληξε ο πρώτος κύκλος της επίθεσης στην Αριστερά, για να μην μπορέσει να κυβερνήσει. Της Αριστεράς που είχε πολεμήσει τους Ναζί, της Αριστεράς που είχε στήσει τον κόσμο στα πόδια του, που του είχε δώσει ξανά την αξιοπρέπειά του, που τον έκανε όχι να σκέφτεται και να ονειρεύεται αλλά να χτίζει έναν νέο κόσμο και να διψάει να τον μεγαλώσει και να τον χαρίσει σε όλους. Της Αριστεράς που είχε δεχθεί το «όλοι μαζί», που κυβερνούσε μαζί με αυτούς που στα δύσκολα χρόνια είχαν φύγει από τη χώρα, με την πολιτική ελίτ των προπολεμικών χρόνων που όταν γύρισε ήταν τόσο απονομιμοποιημένη, που αποφάσισε να βγάλει την Αριστερά στην παρανομία. Της Αριστεράς που συγκυβέρνησε, για να θερίσουν τα κορμιά της οι σφαίρες των συγκυβερνητών της.

Πολλές λέξεις ακούστηκαν για τη Βάρκιζα. Και για τις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, πριν από τα Δεκεμβριανά. Για την συναίνεση των εκπροσώπων του ΕΑΜ, απέναντι στους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων, να αφοπλισθεί ο ΕΛΑΣ και να μπει υπό τις εντολές των Άγγλων. Για την μετέπειτα υπογραφή της παράδοσης και του αφοπλισμού στη Βάρκιζα, με αντάλλαγμα την αμνηστία για όλα όσα έγιναν στα Δεκεμβριανά. Για την Λευκή Τρομοκρατία που ακολούθησε τη Βάρκιζα, για τους αριστερούς που σφάζονταν στην επαρχία από τις -εξοπλισμένες από την κυβέρνηση- παρακρατικές ένοπλες εθνικιστικές συμμορίες των χαμερπών στοιχείων. Από τους Ταγματασφαλίτες, που ακόμη και σήμερα τους βρίσκεις κάτω από εκπροσώπους της Δεξιάς, αν ξύσεις το ελαφρύ βερνίκι αστισμού που άτσαλα ή τεχνηέντως καλύπτει την αληθινή τους υπόσταση. Λέξεις πολλές. Προδοσία, λάθος, έγκλημα. Όλα αυτά, είναι για να ειδωθούν στο πλαίσιο της εποχής τους. Στην πραγματικότητα, τα «λάθη» δεν έχουν πια μεγάλη σημασία. Ό,τι έγινε, πληρώθηκε. Και είναι πια παλιό κομμάτι στο μεγάλο ταμείο.

Σημασία έχει όμως κάτι άλλο. Πως από τότε το ξέραμε πως δεν θα είναι ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα ο δρόμος για την Αριστερά, ο δρόμος προς την εξουσία, ο δρόμος προς το ξήλωμα όλων αυτών που χτίζονται εδώ και αιώνες. Ξέραμε πως καμιά νίκη δεν είναι παντοτινή, πως πάντα πρέπει να αγωνίζεσαι για να την ξαναστυλώνεις, για να την ανθοφορείς. Ιστορικές αναλογίες ας μην ψάχνουμε. Οι εποχές και τα πλαίσια είναι διαφορετικά, ολότελα. Τότε και σήμερα, όμως, μία αλήθεια στέκεται μπροστά μας: τίποτα δεν είναι παντοτινό. Ούτε οι νίκες, αλλά ούτε και οι ήττες. Όλα στέκουν μέσα στο μεγάλο καζάνι της ιστορίας και περιμένουν τη στιγμή να ανάψουμε τη φωτιά και να αρχίσουμε να τα βράζουμε. Να τους δίνουμε ζωή. Να τα ξεκολλάμε από τη λάσπη.

Στις 12 αυτού του Φλεβάρη, στα Εβδομήντα χρόνια από τη Βάρκιζα, ο δαίμονας της ιστορίας θα γελάει πολύ και θα μας κλείνει με σαρδόνιο και αιματηρό πάθος το μάτι. Γιατί τη μέρα αυτή, θα ξεκινάει το Eurogroup που θα συζητήσεις τις θέσεις της νέας αριστερής ελληνικής κυβέρνησης για την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα. Θα ξεκινάει μια νέα Συμφωνία. Και σήμερα, μια βδομάδα πριν, δεχόμαστε ήδη την πρώτη επίθεση της νέας εποχής. Τον πρώτο γερό εκβιασμό, την πρώτη τρομοκράτηση. Η ΕΚΤ, ο ELA, τα ομόλογα, η ρευστότητα. Στην πραγματικότητα, εμείς κι εσείς. Ή εμείς ή εσείς. Ή αυτοί ή εμείς.

Ας είναι, λοιπόν. Ας παίξουμε κι εμείς λιγάκι το απαγορευμένο παιχνίδι των αναλογιών. Για πρώτη και για τελευταία φορά. Για να το ανατρέψουμε. Γιατί σε αυτά τα μεταχρονολογημένα καινούρια Δεκεμβριανά του Φλεβάρη, εμείς δεν θα ηττηθούμε. Γιατί δεν θα κάνουμε πίσω, δεν θα βυθιστούμε πάλι στη ματαιότητα της ήττας και στη θανατερή βεβαιότητα της μονιμότητάς της. Και σε αυτήν την καινούρια Βάρκιζα, δεν θα πάμε για να διαπραγματευτούμε την ήττα μας. Αλλά για να σαλπίσουμε τη νίκη μας. Για να μεταφέρουμε τη φωνή και την τρανή βούληση των Ελλήνων και των άλλων λαών, για μια άλλη ζωή. Ελεύθερη. Δημοκρατική.

Γιατί τώρα ανασάναμε και δεν ξανακρατάμε την αναπνοή μας από φόβο. Γιατί τώρα που σηκωθήκαμε δεν ξανασκύβουμε. Γιατί ζήσαμε για λίγο ελεύθεροι και μαγευτήκαμε από τη ζεστασιά της αξιοπρέπειας και δεν θα τη χάσουμε από κανέναν, δεν θα μας την πάρει κανείς, γιατί είδαμε πόσο ακριβή είναι, πόσο δύσκολα την ξανακερδίζουμε άμα την έχουμε χαμένη και άγνωρη. Γιατί καμιά νίκη και καμιά ήττα δεν είναι παντοτινές. Γιατί όλα μοιάζουν και τίποτα δεν είναι ίδιο. Γιατί εμείς θα σταθούμε περήφανοι και θα νικήσουμε. Γιατί «ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε». Γιατί εμείς θα βγούμε στους δρόμους της φωτιάς. Στους δρόμους που νικήσανε παλιά οι άνθρωποι μας τα μεγάλα θηρία. Κι εμείς θα τσακίσουμε το πιο μεγάλο από όλα: το φόβο. Το χάρτινο τίγρη αυτού του κόσμου. Και θα γελάσουμε στα μούτρα του.

Οι φιλελεύθεροι στις κούνιες με το φάντασμα του Στάλιν



Πριν λίγους μήνες, ένα σχόλιο στο twitter από τον Θάνο Τζήμερο, τηλεοπτικά κατασκευασμένη πολιτική φιγούρα του φιλελεύθερου χώρου, υποστήριζε πως οι ελεύθερες απολύσεις είναι ένα μέτρο που φέρνει ευελιξία στην αγορά, άρα κίνητρα επενδύσεων, άρα ανάπτυξη, άρα εν τέλει μείωση των απολύσεων. Απορούσε, μάλιστα, γιατί δεν τα καταλαβαίνει ο κόσμος όλα αυτά τα απλά πράγματα και γιατί δεν προκύπτει μια γενική συνεννόηση.


Ο ελληνικός φιλελευθερισμός, ως γνωστόν, δεν αποτέλεσε ποτέ ιστορικά έναν διακριτό χώρο. Τρεφόταν πάντα μέσα στη μεγάλη αγκαλιά της παραδοσιακής Δεξιάς. Οι βασικές προσπάθειες για την αυτόνομη συγκρότηση αυτού του χώρου συνέπεσαν, όχι τυχαία, με την περίοδο της Κρίσης και με τα κενά πολιτικής εκπροσώπησης που αυτή δημιούργησε. Πολιτικές ομάδες και πρωτοβουλίες -που πολύ αυτάρεσκα αυτοπαρουσιάζονται ως “κόμματα”- έκαναν την εμφάνισή τους, υιοθετώντας όμως, ακριβώς λόγω της σφοδρότητας της κοινωνικής σύγκρουσης της περιόδου, έναν “φιλελευθερισμό” εντελώς μισανθρωπικό και αυταρχικό, αυτό που συχνά χαρακτηρίζεται ως “ακραίο Κέντρο”. Έναν “φιλελευθερισμό” που δεν κόπτεται καθόλου για τα ανθρώπινα και τα κοινωνικά δικαιώματα αν δεν συνδέονται με την αγορά, που ζητάει λιγότερο κράτος αλλά μεγαλύτερη κρατική κατασταλτική δράση για να αντιμετωπιστούν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, που ακόμη και παραδοσιακά στοιχεία της φιλελεύθερης ατζέντας, όπως τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τα έχει ρίξει σε δεύτερη μοίρα. Ασφαλώς, ουδείς λόγος να γίνεται για τα δικαιώματα των μεταναστών, αφού πολύ συχνά ο λόγος των ομάδων αυτών θυμίζει την εκδικητική στάση της Χρυσής Αυγής, προωθώντας την απομάκρυνση και περιθωριοποίηση των μεταναστών.[1]


Αυτός, λοιπόν, ο αυταρχικός φιλλευθερισμός συνοδεύεται από μια μεγάλη πολιτική αφέλεια. Ή από την προσποίησή της.  Μιλάει ως εάν τα πάντα να ήταν απλώς ζήτημα διαλόγου, επιχειρημάτων και πειθούς, δηλαδή μιας ουδέτερης πολιτισμικής ωριμότητας των κοινωνικών υποκειμένων. Κυρίως, καλών προθέσεων και επαρκών ικανοτήτων. Της δημιουργίας μιας “Εθνικής Ελλάδος”, των πιο ικανών ανθρώπων, της “συνωμοσίας του καλού”. Ούτε κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, ούτε συγκρουόμενα συμφέροντα, ούτε εκμεταλλευτικές σχέσεις, τίποτα δεν “βλέπει”. Όλα μπορούν να διευθετηθούν στο πλαίσιο μιας λογικής συζήτησης. Για αυτό και απογοητεύονται από αυτό που ερμηνεύουν ως ανωριμότητα των ανθρώπων, όταν αυτοί δεν τους ακολουθούν στις “προφανείς” τους αλήθειες. Θυμίζουν έτσι τον Άγγλο πολίτη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που διαβάζοντας στην εφημερίδα του για τα προβλήματα των αποικιακών χωρών κάγχαζε αυτάρεσκα με αυτό που νόμιζε ως “καθυστέρηση” των λαών αυτών και αδυναμία να λύσουν τα προβλήματά τους, χωρίς να σκέφτεται πως αυτά τα προβλήματα και την ίδια την καθυστέρηση δεν τα προκάλεσε κάποια πολιτισμική αναπηρία, αλλά η ίδια η αποικιακή κατάκτηση και εκμετάλλευση.



Ο φιλελευθερισμός αυτός, λοιπόν, είναι ελιτίστικης μορφής. Γιατί θεωρεί πάντα πως οι ανθρωποι, απλώς, “δεν καταλαβαίνουν”. Και προκαλεί εδώ μεγάλη εντύπωση αυτή η εγγύτητα των φιλελεύθερων με τον σταλινισμό, αφού πάντα η επωδός των θιασωτών του -και ασφαλώς του ίδιου του “Πατερούλη”- για όποιους διαφωνούσαν με τις κομματικές θέσεις ήταν πως απλώς “δεν κατάλαβαν τη γραμμή”. Κι αυτό, λίγο πριν περάσουν στο επόμενο στάδιο, την εξόριση των διαφωνούντων, που πλέον γίνονταν αντικειμενικά εχθροί. Είτε επειδή δεν καταλάβαιναν είτε επειδή ήταν πράκτορες. Πόση διαφορά έχει, αλήθεια; Το δεδομένο είναι πως από ανικανότητα ή από μοχθηρία δεν συμμερίζονταν την μοναδική λογική γραμμή. Άρα, αξίζουν την εξόρισή τους. Αυτό νιώθει κανείς και στην αντιμετώπιση του κόσμου, της μάζας, από τους ελιτιστές φιλελεύθερούς μας: την ανάγκη να πεταχτούν μακρυά αυτοί οι ανάξιοι μας, που καλώς, τελικά, παθαίνουν όσα παθαίνουν, αφού δεν φέρονται “λογικά”.



Για τους φιλελεύθερους της κρίσης, λοιπόν, η κοινωνία δεν είναι ένα πεδίο συγκρούσεων. Τουλάχιστον όχι σοβαρών. Αρκεί ο καθένας να έχει μια κουλτούρα διαλόγου, να μην είναι εγωιστής, να μην έχει υπερβολικές απαιτήσεις και να κάνει και λίγο πίσω. Πόσο τυχαίο να είναι, άλλωστε, το ότι πολλοί από αυτούς έσπευσαν να αποδώσουν την κρίση απλώς και μόνο στα αδηφάγα golden boys και τις χωρίς φρένο επιδιώξεις τους; Έτσι, η κοινωνία μας μοιάζει για αυτούς σαν μια παιδική χαρά, όπου απλώς τα παιδάκια πρέπει να συνεννοηθούν και να σεβαστούν το ένα την επιθυμία του άλλου να κάνει λίγη κούνια. Λίγη ψυχραιμία, μια δόση ωριμώτητας και ας μπούμε στη σειρά για να κάνουμε κούνια όλοι. Άλλωστε, η συνεργασία μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα.



Μόνο που αυτή η ειδυλιακή εικόνα δεν ισχύει ούτε καν στις παιδικές χαρές. Τουλάχιστον, όχι σε  αυτές που δεν βρίσκονται σε καλές περιοχές και που δεν έχουν αρκετές κούνιες για όλα τα παιδάκια και πολλά παγκάκια για να τα περιμένουν άνετα οι γονείς τους. Γιατί σε αυτές τις παιδικές χαρές, οι κούνιες είναι πολύ λιγότερες, οι μισές από αυτές είναι παλιές και ξεχαρβαλωμένες και τα παγκάκια πολύ στενεμένα για να μην κάθονται οι άστεγοι. Όσο λοιπόν κι αν συνεννοηθούν τα παιδάκια, ποτέ κανένα δεν θα χορτάσει να κάνει κούνια, γιατί πάντα θα υπάρχουν πολλά που θα περιμένουν τη σειρά τους για πολύ ώρα, ενώ οι γονείς τους εκνευρισμένοι θα τα πιέζουν για να φύγουν, αφού δεν θα βολεύονται στα παγκάκια. Για αυτό και όχι επειδή δεν θα είναι ώριμα και διαλλακτικά.



Τι μένει λοιπόν; Μένει να δεχτούν όλοι, και κυρίως οι φιλελεύθεροί μας, πως στις καλές παιδικές χαρές τα παιδάκια μπορούν και συνενοννούνται όχι επειδή είναι από κάποια άλλη, καλύτερη, πάστα, αλλά επειδή έχουν πιο πολλές και καλές κούνιες. Και να φροντίσουν, άρα, να αποκτήσουν και τα άλλα παιδάκια, στις άλλες περιοχές, καλύτερες παιδικές χαρές. Και τότε θα δουν πως αυτά ξαφνικά θα συνεννοούνται καλύτερα, χωρίς να έχουν αλλάξει την νοοτροπία τους. Αλλιώς, να ξέρουν πως όταν δεν θέλουν να στερήσουν καμιά κούνια από τους πάνω για τη δώσουν στους κάτω, τότε τα κάτω παιδάκια, αυτά τα ανώριμα και ασυνεννόητα, κάποια στιγμή ανεβαίνουν προς τα πάνω για να κάνουν μια άλλη συνεννόηση. Αλλά τότε, δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα με τα πάνω. Και όχι επειδή δεν έχουν μάθει να συζητάν. Αλλά επειδή δεν έχουν, πια, τίποτα να συζητήσουν.


[1]    Ο Θ. Τζήμερος πρότεινε να πληρώνονται οι μετανάστες επισήμως με μισθούς Βουλγαρίας, ενώ ο Στ. Θεοδωράκης τη μία μέρα έλεγε για το δικαίωμα ψήφου των μεταναστών και την επόμενη πως πρέπει να φεύγουν από την χώρα αμέσως μόλις χάνουν τη δουλειά τους. Πρακτικά, δηλαδή, με το που χάνει τη δουλειά του να χάνει και το δικαίωμα ψήφου! 

«Το πού, το τί, το πώς» ή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για μεγάλους και μικρούς


Όλες οι συζητήσεις γύρω από το τι θέλει και -κυρίως- τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσονται πάνω σε τρία ερωτήματα. Σε τρεις απορίες του κόσμου, σε τρία παγιδευμένα πεδία που προσπαθούν να στήσουν μπροστά του οι πολυάριθμοι αντίπαλοί του, δηλωμένοι κι αδήλωτοι.


Μιλάμε, λοιπόν, για ποσά που δεν επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, δεν δημιουργούν ανάγκες νέας δανειοδότησης της χώρας και ως εκ τούτου το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν μπαίνει καν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα. Κυρίως, όμως, δεν μπαίνει στη διαπραγμάτευση γιατί περιλαμβάνει τα ελάχιστα μέτρα που μπορεί κανείς να πάρει για να βάλει ένα φρένο στην ανθρωπιστική κρίση. Αν δεν ήταν να εφαρμοστούν τέτοια μέτρα δεν θα υπήρχε απολύτως κανένας λόγος για να έρθει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Κι αυτή η διάσταση, η πολιτική, και όχι η στενά λογιστική, είναι το πιο ουσιαστικό κομάτι του ζητήματος των μέτρων: η αναγκαιότητά τους.Αρχικά, οι δύο, πιο τεχνικές ερωτήσεις. Πρώτη και κύρια, το περίφημο «πού θα βρείτε τα λεφτά;». Δεν είναι πια αυτό δύσκολο. Για το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και όλα του τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (την αύξηση του κατώτατου μισθού και της σύνταξης, την επιστροφή των δώρων στους χαμηλοσυνταξιούχους, το δωρεάν ρεύμα σε 300.000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, την επιδότηση σίτισης 300.000 άπορων οικογενειών, την εξασφάλιση στέγης με επιδότηση ενοικίου και την προστασία των σπιτιών από τις τράπεζες, την νοσοκομειακή περίθαλψη για όλους, τη ριζική μείωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και άλλα μέτρα – βλ. εδώ) υπάρχει κοστολόγηση στα 12 δισ. ευρώ και έχουν οριστεί οι πηγές της χρηματοδότησής του: 3 δισ. από τα δεδομένα πακέτα του ΕΣΠΑ, 3 δισ. από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (τα χρήματα που έχουν δοθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν), 3 δισ. από την επανεκκίνηση της οικονομίας με τη ρύθμιση των χρεών (από τις δόσεις που θα αρχίσουν να καταβάλλονται από τους πολίτες αμέσως, μόλις κουρευτούν και διακανονιστούν τα χρέη τους προς το δημόσιο) και 3 δισ. από την φοροδιαφυγή, που μπορούν να προκύψουν άμεσα, με τις πρώτες κινήσεις του φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού που θα σταματήσει να κάνει ελέγχους σε… κομμωτήρια και περίπτερα και θα ελέγξει επί τόπου τα μεγάλα εισοδήματα. Ειδικότερα, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα βοηθήσει κι αυτή τους πολίτες με χρέη στο δημόσιο να εξοφλήσουν ένα μέρος τους, άρα και πάλι τα δημόσια οικονομικά ευνοούνται.

Το δεύτερο ερώτημα είναι το «τι θα κάνετε αν η Τρόικα σας πει “όχι”;». Η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας λοιπόν (και όχι απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ, το κρατάμε αυτό) θα πάει στους εταίρους μας και θα πει, κοντολογίς: «Το παιχνίδι που παίζουμε όλοι εδώ στην Ευρώπη είναι η δημοκρατία. Δημοκρατικά, λοιπόν, ο λαός μας εγκατέλειψε τις προηγούμενες πολιτικές που υποβάθμισαν δραματικά τη ζωή του και επέλεξε ένα νέο πρόγραμμα. Αφού, λοιπόν, όλοι σεβόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού και καταλαβαίνουμε ότι την πολιτική των Μνημονίων δεν την απέρριψε απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο ίδιος ο ελληνικός λαός, θα πρέπει να το δεχτείτε και να συζητήσουμε σε αυτή τη βάση μία νέα, διαφορετική συμφωνία». Αν η ΕΕ επέλεγε να μην το σεβαστεί αυτό, αν επέλεγε να εκβιάσει τον ελληνικό λαό και να παραβιάσει την ίδια τη δημοκρατία επιβάλλοντας του όχι αυτό που ψήφισε, αλλά αυτό που καταψήφισε, εδώ θα είχαμε ένα απείρως μεγαλύτερο ζήτημα από τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους: μια βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ, που θα είχε αποφασίσει να φερθεί στην Ελλάδα όχι σαν ισότιμη δημοκρατική χώρα, αλλά σαν αποικία! Και, ασφαλώς, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πολύ διαφορετικά.

Υποστηρίζουμε όμως πως δεν θα φτάσουμε με τίποτα εκεί. Πρώτα, για οικονομικούς λόγους. Διότι η ΕΕ δεν μπορεί να σηκώσει οικονομικά την αποχώρηση μιας χώρας από το ευρώ. Κι αυτό το λένε ποια πάρα πολλές επίσημες φωνές στο εξωτερικό (Financial Times, Bloomberg, Guardian, Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών), που ξορκίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ενδεικτικά, η γερμανική εφημερίδα Die Welt υποστήριξε πως ένα κούρεμα του χρέους της Ελλάδας μπορεί να κοστίσει 40 δισ ευρώ στη Γερμανία, ενώ η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ, 70 δισ! Αυτό θα ρίξει πάρα πολύ τη δύναμη του ευρώ και θα διαλύσει την πολιτική ισχύ της ΟΝΕ, που βασίζεται ακριβώς στο ότι όποιος μπαίνει δεν βγαίνει. Δεύτερον, για πολιτικούς λόγους. Διότι ακόμη κι αν η Ελλάδα έφευγε από την ΟΝΕ, τι θα έκανε μετά η Γερμανία με την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχα προβλήματα; Θα είχε ανοίξει το δρόμο για να φύγουν και αυτές, άρα για να διαλυθεί η Ευρωζώνη.

Από την άλλη, όταν το ίδιο ερώτημα απευθύνεται στα στελέχη της κυβέρνησης, για το πως θα αντισταθούν στις απαιτήσεις της Τρόικας και αν έχουν εναλλακτικό σχέδιο για την ασφάλεια της χώρας, τότε η κούφια απάντηση που δίνεται είναι του τύπου «με εμάς ως συνομιλητές η Τρόικα θα δεχτεί να λάβει πιο ήπια μέτρα». Όμως, όλα τα ως τώρα μέτρα, αλλά και το περίφημο mail Χαρδούβελη που η κυβέρνηση προσπάθησε να κρατήσει κρυφό αλλά διέρρευσε και αποδεικνύει πως αν ξαναβγεί η Νέα Δημοκρατία θα εφαρμόσει ακόμη σκληρότερα μέτρα, δείχνουν πως η κυβέρνηση είναι σίγουρη πως θα υπάρξει συμφωνία με την Τρόικα, επειδή στην πραγματικότητα δεν θα υπάρξει καμία διαπραγμάτευση, αλλά πλήρης αποδοχή των αιτημάτων της, γιατί τελικά αποτελούν και δικούς της στόχους.

Αλλά επειδή, όπως ήδη είπαμε, η κρίσιμη διάσταση δεν είναι η τεχνική, αλλά η πολιτική, ας πάμε λίγο παρακάτω κι ας κάνουμε μια μικρή προσομοίωση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση συναντιέται στην Ευρώπη με τους εταίρους μας ως ισότιμη και ανακοινώνει πως: 1) Το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο 2) Η αποπληρωμή του χρέους δεν μπορεί να προχωράει σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, με κόστος την εξαφάνιση όλων των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων. 3) Για αυτό ζητάμε τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ονομαστικού χρέους και ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή το να πληρώνουμε δόσεις μόνο όταν η οικονομία μας έχει ανάπτυξη. Αλλιώς, προτεραιότητα μας θα είναι οι ανάγκες των ανθρώπων. Τι είναι αυτό που ζητάμε λοιπόν; Ακριβώς ό,τι ίσχυσε και για τη Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το 1953 διεγράφη το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της. Τον μόνο τρόπο για να συνεχίσει η Ευρώπη να αποτελεί ενιαίο και αλληλέγγυο χώρο. Και πάλι όμως το ερώτημα επιμένει: Και γιατί να τα δεχτούν όλα αυτά στην ΕΕ; Πως θα τους υποχρεώσετε; Και ποιος θα συμμαχήσει μαζί μας;

Υπάρχει εδώ μία εξαιρετικά κρίσιμη λεπτομέρεια. Ότι αυτό το πακέτο που θα διεκδικήσει όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ελληνική κυβέρνηση, η κυβέρνηση δηλαδή μιας χώρας ισότιμου μέλους της ΕΕ, δεν ευνοεί μόνο την Ελλάδα. Ευνοεί και τις άλλες χώρες με αντίστοιχα προβλήματα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, ακόμη και την Ιταλία. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία, μάλιστα, στις δημοσκοπήσεις έρχονται και εκεί πρώτα δύο κόμματα της Αριστεράς, το Podemos και το Sin Fein, με πρόγραμμα όμοιο με του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, τώρα το ερώτημα θα το βάλουμε εμείς: Πόσο εύκολο θα είναι για τον Ιταλό κεντροδεξιό, τον Ισπανό δεξιό, τον Πορτογάλο δεξιό και τον Ιρλανδό δεξιό πρωθυπουργό να αρνηθούν ένα πρόγραμμα που μπορεί να μην συμφωνεί με τις ιδέες και τα συμφέροντά τους, αλλά ευνοεί τους πολίτες τους; Θα ρισκάρουν μια ανατροπή τους; Πως θα αντισταθούν στις πιέσεις του κόσμου τους, από την ώρα που θα έχει πια φανεί με την στάση της ελληνικής κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ πως η πολιτική της Γερμανίας και των Μνημονίων μπορεί να αμφισβητηθεί; Και κάτι ακόμη. Ας μην βλέπουμε την πραγματικότητα ως κάτι στατικό, σαν μια φωτογραφία που δεν αλλάζει. Η πραγματικότητα είναι δυναμική. Οι αντιφάσεις του συστήματος και οι εσωτερικοί του ανταγωνισμοί είναι υπαρκτοί. Οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις, ακόμη και στην Ιταλία και τη Γαλλία αλλά και την ίδια τη Γερμανία που συμμετέχουν στα δίκτυα εξουσίας αλλά αντιτίθενται στην πολιτική της Μέρκελ, ακόμη κι αν δεν είναι πολύ ριζοσπαστικές, είναι υπαρκτές και ήδη εκδηλώνονται δημοσίως.

Τα πρώτα δύο ερωτήματα τα θέτουν κυρίως πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας και όσοι παρακολουθούν την κατάσταση αποστασιοποιημένοι από την κοινωνική κίνηση. Στην πραγματικότητα, είναι οι ερωτήσεις που θέτουν τα δελτία ειδήσεων των οκτώ. Υπάρχει όμως και το τρίτο ερώτημα, που αγγίζει πιο πολύ την ουσία του ζητήματος και το θέτουν σχεδόν αποκλειστικά οι νεότεροι. Αυτό θα μπορούσε να συμπυκνωθεί ως εξής: «Εγώ δεν φοβάμαι ότι θα μας βγάλουν έξω από την ΟΝΕ και πιστεύω πως θα καταλήξουμε σε μια κάποια συμφωνία για το χρέος. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ μου υπόσχεται πως θα αυξήσει το μισθό μου στα 751 ευρώ. Πώς θα γίνει αυτό, σε μια ρημαγμένη οικονομία, και στις μικρές επιχειρήσεις; Και, κυρίως, πώς θα αναγκάσει την επόμενη μέρα τον εργοδότη μου να δώσει αυτά λεφτά;»

Στο πρώτο απαντάμε πως η αύξηση των μισθών είναι αναπτυξιακό μέτρο, γιατί θα φέρει χρήματα στην αγορά, θα την επανακινήσει και έτσι θα μπορέσουν να βγουν και οι μισθοί. Άλλωστε, μέχρι τώρα η μείωση των μισθών δεν έφερε μεγαλύτερες επενδύσεις. Έφερε μόνο μείωση της αγοραστικής δύναμης του κόσμου, άρα μείωση των πωλήσεων, άρα απολύσεις και κλείσιμο επιχειρήσεων, δηλαδή αύξηση της ανεργίας. Και το βαρέλι αυτό δεν έχει πάτο. Καιρός, λοιπόν, να δοκιμάσουμε μια άλλη μέθοδο.

Το τελευταίο ερώτημα όμως βρίσκει τον στόχο στην πιο βαθιά πολιτική ουσία του ζητήματος. Και ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ έχει απαντήσει προ πολλού: Δεν είναι Μεσσίας και σωτήρας και δεν λέει σε κανέναν «ψήφισέ με κι άσε με να σου λύσω όλα σου τα προβλήματα». Χωρίς την στήριξη και τη δράση του κόσμου μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να σώσει κανέναν. Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα αυξήσει με νόμο τον κατώτατο μισθό, θα ξαναθεσπίσει την κυριακάτικη αργία υπέρ των εργαζομένων και των μικρών και μεσαίων καταστηματαρχών, θα στήσει ξανά στα πόδια της την επιθεώρηση εργασίας για να ελέγχει τους εργοδότες για τις σχετικές παραβάσεις και θα φτιάξει νόμους που θα ευνοούν τη συλλογική δράση και τους αγώνες των εργαζόμενων και δεν θα επιτρέπουν στα δικαστήρια να βγάζουν εννιά στις δέκα απεργίες «παράνομες και καταχρηστικές». Αλλά εδώ αρχίζει η ευθύνη του κόσμου, των ίδιων των εργαζόμενων που θα πρέπει να εκμεταλλευτούν αυτό το νέο πλαίσιο, να οργανωθούν και να αγωνιστούν συλλογικά και αλληλέγγυα για τα συμφέροντά τους. Η παρουσία μιας αριστερής κυβέρνησης δεν θα εξαφανίσει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τα συγκρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Αλλά θα φτιάξει καλύτερες συνθήκες για να κρίνονται αυτοί οι ανταγωνισμοί υπέρ των πολλών. Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, η κυβέρνηση και οι πολίτες θα βρίσκονται σε μία σχέση που θα θυμίζει ένα αμφίδρομο τανγκό. Ο ένας θα τραβάει τον άλλο πιο αριστερά, ο ένας θα ανοίγει δρόμους στον άλλο. Η κυβέρνηση στον κόσμο, ο κόσμος στην κυβέρνηση. Γιατί καμιά μεγάλη αλλαγή δεν επιτεύχθηκε χωρίς τη δραστηριοποίηση του κόσμου και η Ελλάδα και η Ευρώπη χρειάζονται μεγάλες αλλαγές. Γιατί η Αριστερά υπάρχει για να αλλάζει τις δομές και τις συνθήκες, όχι να τα αφήνει ίδια και να τα διαχειρίζεται. Για αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι απλώς «ένα ΠΑΣΟΚ που δεν θα κλέβει». Αλλά μία άλλη κυβέρνηση, που κανείς ως τώρα δεν έχει ξαναδεί στην Ελλάδα. Μία κυβέρνηση που θα δώσει χώρο έκφρασης στον κόσμο, που θα μεταβιβάσει στους πολίτες κάποιες από τις εξουσίες της. Για να φτιάξει τις δικλίδες ασφαλείας που επιτρέψουν στους πολίτες να δημιουργήσουν τις δικές τους κατακτήσεις, που κανείς δεν θα μπορεί να διανοηθεί να τους στερήσει.

Τα τρία αυτά ερωτήματα συμπυκνώνουν όλα όσα θα ακούσουμε στην προεκλογική περίοδο. Οδηγούν σε μια διπλή ανάγκη. Οι μεγάλοι να σταματήσουν να φοβούνται πως τα πάντα μπορούν να διαλυθούν και οι νέοι να πιστέψουν πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Οι μεγάλοι να σταματήσουν να φοβούνται και οι νέοι να αρχίσουν να ελπίζουν. Για τη μεγάλη ανατροπή και τη μεγάλη συμπόρευση πριν, αλλά κυρίως μετά τις εκλογές. Για να ζήσουμε αλλιώς. Γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν θα την περάσουμε σκυφτοί. Αλλά θα ζήσουμε μαζί μια από αυτές τις στιγμές της Ιστορίας που οι άνθρωποι κοιτάνε τον ήλιο θαρρετά και ορίζουν τις ζωές τους, τιμώντας το όνομα του ανθρώπου και πετώντας από πάνω τους αυτούς που το προσβάλουν.