Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Πότε θα μιλήσει η πόλη;

 https://www.thes.gr/apopseis/pote-tha-milisei-i-poli/


Πριν από λίγους μήνες, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, κ. Ζέρβας, διοργάνωσε έναν διεθνή διαγωνισμό για την ανάπλαση της πλατείας Αριστοτέλους. Το περιεχόμενο του διαγωνισμού έχει δεχθεί ήδη κριτικές για την μερικότητα που το χαρακτηρίζει, αλλά ο διαγωνισμός εξελίσσεται κανονικά.

Προσφάτως εγκρίθηκε και το σχέδιο για την ανάπλαση της ΔΕΘ που είχε ξεκινήσει επί της προηγούμενης κυβέρνησης και ολοκληρώθηκε επί της παρούσας. Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες είναι διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού. Όμως, έχουν ένα κοινό στοιχείο που σε μια πρώτη ματιά δεν είναι ορατό. Και θα σας μπερδέψουμε ακόμη περισσότερο αν σας πούμε ότι αυτό το κοινό στοιχείο το μοιράζονται και με τον σχεδιασμό του αρχαιολογικού χώρου περί την Ακρόπολη από τον Πικιώνη και της Βαρκελώνης από τον Γκαουντί. Επίσης, με τον σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης από τους Γάλλους αρχιτέκτονες, τον Εμπράρ και τον Μοδιάνο, μετά την πυρκαγιά του 1917.


Αυτό το κοινό στοιχείο είναι πως για καμιά από αυτές τις αλλαγές, δεν ρωτήθηκαν οι πολίτες. Οι άνθρωποι που καθημερινά θα έρχονταν και θα έρχονται σε επαφή με τα αποτελέσματα τους. Ασφαλώς, για όλες τις παλιότερες περιπτώσεις θα ήταν παράλογο να περίμενε κανείς μια πιο συμμετοχική προσέγγιση. Ούτε η σχετική πολιτική κουλτούρα υπήρχε, ούτε η τεχνολογία ήταν τόσο ανεπτυγμένη ώστε να επιτρέπει την ενημέρωση των πολιτών και τη διαβούλευση μαζί τους. Αλλά σήμερα, γιατί δεν αλλάζουμε αυτό το στρεβλό μοντέλο;


Γιατί επιμένουμε σε μια δημαρχοκεντρική επιλογή, σε μια ιεραρχική λογική όπου για όλα αποφασίζει η πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου από πάνω προς τα κάτω; Στις σημερινές τεχνολογικές και πολιτικές συνθήκες, το να μην δίνεται στους πολίτες η δυνατότητα να αποφασίζουν για αυτά που καθορίζουν την καθημερινότητά τους, παρά μόνο μια φορά στα τέσσερα χρόνια, δεν είναι μια αναγκαστική επιλογή. Είναι μια αντιδημοκρατική στάση. Ένας φόβος για τους πολίτες και τα κριτήριά τους. Τόσο πολύ έρχεται σε σύγκρουση με τις δυνατότητες που μας προσφέρει η εποχή, ώστε, τηρουμένων των αναλογιών, να καθίσταται μια νέας μορφής φωτισμένη δεσποτεία: Όλα για το λαό, τίποτε από το λαό. Η διαβούλευση που έγινε επί δημαρχίας Μπουτάρη για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό της πόλης είχε τον χαρακτήρα μιας σημαντικής και θετικής εξαίρεσης, όμως και πάλι την τελική απόφαση την είχε πάρει η δημοτική πλειοψηφία.


Πρόκληση. Η άλλη όψη του προβλήματος

Στην πραγματικότητα, η Θεσσαλονίκη δεν εκμεταλλεύεται μια χρυσή ευκαιρία, γιατί δεν την έχει συνειδητοποιήσει. Την ευκαιρία να γίνει μια πόλη – σημείο αναφοράς. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά για αυτό. Πρώτον, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα που συνιστούν, όμως, και μεγάλες προκλήσεις. Το δημογραφικό, που την εμφανίζει σε μια τάση συνεχούς πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Το στεγαστικό, που όλο και περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν μια ποιοτική κατοικία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αλλά και τις οικονομικές δυνατότητές τους. Το παραγωγικό, καθώς η πόλη δεν συνήλθε ποτέ από την απώλεια του οικονομικού χαρακτήρα που είχε μέχρι και τη δεκαετία του ’90, με τις πολυάριθμες βιοτεχνίες και την ισχυρή τοπική παραγωγή. Το πρόβλημα των υποδομών, αφού από το παρκάρισμα και την πρόσβαση των ΑμεΑ στο δημόσιο χώρο, μέχρι την ανακύκλωση και τις έξυπνες ψηφιακές εφαρμογές, τα βήματα που έχουν γίνει είναι ανεπαρκή και δεν έχουν αλλάξει την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων στην πόλη.


Από την άλλη, όμως, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ένα κέντρο λειτουργικό. Κέντρο που είναι χώρος εργασίας και διασκέδασης, αλλά ταυτόχρονα και χώρος κατοικίας, καμία σχέση με το πρότυπο, για παράδειγμα, της Αθήνας. Κέντρο τετραγωνισμένο, με ανοιχτές προσβάσεις σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος, σε διαρκή επαφή με το παραλιακό μέτωπο. Κέντρο που προσφέρει όλες τις δυνατότητες για πολλαπλές δραστηριότητες. Τα δύο ακραία τοπόσημα της πόλης, το Σέιχ Σου και η παραλία, απέχουν με το ποδήλατο μια κατεβασιά δεκαπέντε λεπτών. Μπορείς να κάνεις mountain bike και σε λίγο να δουλεύεις στο κέντρο ή να διασκεδάζεις.


Η ίδια η παραλία της Θεσσαλονίκης είναι ένα εν δυνάμει διεθνές τοπόσημο με τεράστια δυναμική, γιατί μπορεί να φιλοξενήσει άπειρες εκδηλώσεις και κάθε τύπου δρώμενα, μικρής και μεγάλης κλίμακας -καλλιτεχνικά φεστιβάλ, αθλητικές δραστηριότητες, κινηματικές δράσεις, επιστημονικές εκδηλώσεις και συνδυασμούς των παραπάνω, όλων αυτών που ζωντανεύουν μια πόλη- και να αποτελέσει την εικόνα της Θεσσαλονίκης στον κόσμο. Επίσης, η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, το ΑΠΘ, δηλαδή με τεράστια συσσώρευση επιστημονικής ευαισθησίας, γνώσης και, φυσικά, τεχνοκρατικής επάρκειας. Είναι μια πόλη με μεγάλο νεανικό δυναμικό, λόγω των τριών συνολικά πανεπιστημίων της, το οποίο πρέπει να το κρατάει εδώ και να του επιτρέπει να την αλλάζει συνεχώς.


Όμως, όλα αυτά είναι σαν να μην υπάρχουν. Η δημαρχία Μπουτάρη σε πολλά πεδία βρήκε μπροστά της «ερείπια». Και το κακό με τα ερείπια είναι ότι όχι μόνο δεν κατοικούνται, αλλά αντιστέκονται και στο γκρέμισμά τους. Χρειάστηκαν δυο τετραετίες και πολλές παρεμβάσεις -στο πρακτικό και στο ιδεολογικό πεδίο- ώστε να γκρεμιστούν πολλά από αυτά τα «ερείπια», ο χώρος που κατείχαν να γίνει ξανά «οικόπεδο» και να αρχίσει κάτι καινούριο να δημιουργείται στην πόλη. Η διοίκηση αυτή κατάφερε πολλά. Ίσως, όχι κάτι τρομερό.


Έκανε, πάντως, αυτό που της αντιστοιχούσε. Αυτό που, στο κάτω-κάτω της γραφής, αντιστοιχούσε στην κοινωνική και ιδεολογική σύνθεση της και στην ιστορική της συγκυρία. Σίγουρα, ήταν μια σημαντική αλλαγή, μια βαθιά ανάσα για την δημοκρατική Θεσσαλονίκη. Και η καλύτερη περίοδος που είχε ζήσει η πόλη εδώ και δεκαετίες. Όμως, τώρα αυτό δεν φτάνει. Τώρα είναι η ώρα για το βήμα παραπάνω. Αλλά αυτό το βήμα δεν μπορεί να το κάνει μόνη της καμία φωτισμένη πολιτική ηγεσία. Γιατί πρέπει να είναι το βήμα του 21ου αιώνα. Να είναι δημοκρατικό και συμμετοχικό.


Η πόλη αποφασίζει για την πόλη

Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, χρειάζεται ένα συνολικό νέο σχέδιο. Να γίνει μια πόλη για να ζεις. Από κάθε άποψη. Και αυτό επιβάλλεται να περνάει μέσα από τη γνώση, τις προτεραιότητες και τις αποφάσεις των ίδιων των κατοίκων της. Ας σκεφτούμε μια εντελώς διαφορετική μεθοδολογία. Αντί η δημοτική αρχή να παραγγέλνει διαγωνισμούς σε κατασκευαστικές εταιρείες, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της πόλης. Τα έμψυχα πλεονεκτήματα. Ας σκεφτούμε μια συνθήκη όπου ο/η δήμαρχος καλεί τα πανεπιστήμια της πόλης μας να διοργανώσουν ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο για τις πόλεις στον 21ο αιώνα. Ένα συνέδριο διεπιστημονικό. Ένα συνέδριο πολυήμερο, ανοιχτό στον λαό της Θεσσαλονίκης και σε όλο τον κόσμο μέσω του διαδικτύου. Να ακούσουμε από τους αρχιτέκτονες, τους πολιτικούς μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πόλεις για την κυκλοφορία και το ενεργειακό τους αποτύπωμα.


Να ακούσουμε από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους για τις νέες μορφές ανισοτήτων και περιθωριοποίησης που υπάρχουν στις πόλεις. Να ακούσουμε από τους γιατρούς και τους βιολόγους για τις μορφές επιβάρυνσης της υγείας που προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής της πόλης. Να ακούσουμε από τους επιστήμονες της πληροφορικής για τα ψηφιακά εργαλεία της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στην καθημερινότητα των πόλεων. Να ακούσουμε από τους πολιτικούς επιστήμονες για τις μορφές πολιτικής συμμετοχής και συνδιοίκησης των πόλεων από τους κατοίκους τους, τα δημοκρατικά πειράματα που γίνονται σε όλο τον κόσμο και δεν τα έχουμε καν μυριστεί εδώ πέρα.


Να ακούσουμε από τους ιστορικούς για τους τρόπους με τους οποίους οι πόλεις αναδεικνύουν την ιστορία και τα μνημεία τους, για το πώς τα εντάσσουν στην σύγχρονη ζωή τους, για το πώς εξοικειώνουν τους μαθητές με το παρελθόν των πόλεων και των γειτονιών τους, για το πώς οργανώνουν σύγχρονα διαδραστικά μουσεία. Να ακούσουμε από τους καλλιτέχνες για τους τρόπους που οι πόλεις αξιοποιούν δημιουργικά τα μνημεία, τις πλατείες και τις γωνιές τους, για το πώς δίνουν χώρο στους νέους καλλιτέχνες τους, πως τους βοηθούν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από αυτό. Και βεβαίως, να ακούσουμε τις πρωτοβουλίες και τις θεσμικές εκφράσεις των εργαζόμενων και των φοιτητών της πόλης μας. Να είναι ένα συνέδριο ζωντανό, όπου παριστάμενοι και συμμετέχοντες από την άλλη άκρη του κόσμου θα μπορούν να κάνουν παρεμβάσεις, να υποβάλουν ερωτήματα και να παίρνουν απαντήσεις.


Και στο τέλος του συνεδρίου, η δημοτική αρχή να καλεί έναν διεθνή διαγωνισμό για ένα συνολικό σχέδιο λειτουργίας της πόλης. Να ζητά σχέδια διεπιστημονικά που το καθένα θα περιγράφει τα πάντα. τις πεζοδρομήσεις και τις αναδομήσεις κτηρίων που θα πρέπει να γίνουν, τα δημοτικά ιατρεία και τις κινητές μονάδες ψυχολογικής υποστήριξης που θα πρέπει να στηθούν, τα ψηφιακά εργαλεία που θα ρυθμίσουν το πάρκινγκ και τις αλλαγές στην συγκοινωνία, τα σημεία στα οποία θα μπαίνουν τα κομπόστ για τη μείωση του όγκου των σκουπιδιών και τους τρόπους αξιοποίησής, για παράδειγμα, των βιοκαυσίμων που θα παράγονται από αυτά, την αξιοποίηση του κτηριακού αποθέματος για την στέγαση των νέων και των επαγγελματικών ή καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων τους, όλα όσα αποτελούν στοιχεία της ζωής στην πόλη.


Κι αφού αυτές οι προτάσεις κατατεθούν, να παρουσιαστούν στους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Να συζητηθούν ανά θέμα με εκδηλώσεις σε κάθε γειτονιά, παρουσία της δημοτικής αρχής, με διαδικτυακές και τηλεοπτικές εκπομπές, με ανοιχτά debates ανάμεσα στους υποστηρικτές του κάθε σχεδίου. Και μετά από μια διαβούλευση ενός έτους, η πόλη πια να μιλήσει και να αποφασίσει. Με ένα δημοψήφισμα για το ποιο από τα προτεινόμενα μοντέλα θα ακολουθηθεί.


Έτσι η Θεσσαλονίκη θα έχει πια ένα σχέδιο το οποίο δεν θα ξηλώνεται ή θα σαμποτάρεται από κάθε επόμενη δημοτική αρχή. Θα έχει ένα σχέδιο μακρόπνοο, με βαθύ μέλλον. Ένα σχέδιο που δεν θα είναι πια του/της δημάρχου. Αλλά της ίδιας της πόλης. Που οι κάτοικοι της θα το έχουν διαμορφώσει και θα μπορούν να παρακολουθούν την πορεία υλοποίησής του και να το προστατεύουν. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει με επιτυχία κάτι που δεν το πιστεύει. Και για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σχέδιο, προοδευτικό και δημοκρατικό, χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να μην φοβάται τον κόσμο και τη γνώμη του.


Που να μην πιστεύει πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτήν. Που να μην υποστηρίζει το παρωχημένο μοντέλο του δημάρχου-κοτζάμπαση που αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς. Χρειάζεται μια δημοτική αρχή που να συσπειρώνει τις προοδευτικές δυνάμεις της πόλης, τους ανθρώπους με τις νέες ιδέες και τις νέες ανάγκες. Μια δημοτική ηγεσία που θα συσπειρώνει τους ανθρώπους στη βάση της δημοκρατίας, της συνδιαμόρφωσης και των αναγκών. Δηλαδή, μια δημοτική αρχή που θα πιστεύει πάνω από όλα στην κοινωνική χρησιμότητα. Που θα παίρνει πιο πολύ στα σοβαρά το έργο της, παρά τον εαυτό της, την εικόνα της και την πολιτική επιβίωσή της.

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Αφορίζοντας την Ιστορία

https://www.huffingtonpost.gr/entry/aforizontas-ten-istoria_gr_60674d80c5b66c4ab6b23c23?ncid=other_huffpostre_pqylmel2bk8&utm_campaign=related_articles


Στο άρθρο με τίτλο «Για τον “αφορισμό” της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’» που φιλοξενήθηκε στη HuffPost Greece, ο δρ. χημείας Θανάσης Μπούνταλης καταπιάνεται με μια προσπάθεια να αποδείξει πως ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από το Πατριαρχείο δεν συνιστά τεκμήριο εναντίωσης του προς αυτήν.


Υποστηρίζει πως ο Πατριάρχης 

έβγαλε τον αφορισμό για να σώσει τους χριστιανούς της Πόλης, αλλά προκειμένου να μην επηρεάσει την Επανάσταση, επιχείρησε να σαμποτάρει την διάδοση του αφορισμού.


Επικαλείται διάφορες λεπτομέρειες που περισσότερο προσιδιάζουν σε μία ντετεκτιβίστικου τύπου διαχείριση του ζητήματος, όπως το ότι ο Πατριάρχης έστειλε τον αφορισμό όχι τυπωμένο αλλά χειρόγραφα, έτσι ώστε -όπως συνάγει- να καθυστερήσει η κοινοποίησή του στους πιστούς εξαιτίας της ανάγκης για αντιγραφή του, πως οι Φιλικοί της Οδησσού σε μια επιστολή τους προς τον Ξάνθο δεν αναφέρουν τον αφορισμό, πως στο κείμενο του αφορισμού πολλές Μητροπόλεις στις οποίες θα στέλνονταν καταγράφονται λανθασμένα και πως μια φράση ήταν γραμμένη στην ευκτική (να είναι αφορισμένοι) αντί της οριστικής (είναι αφορισμένοι).


Φυσικά, όλα αυτά είναι τα μόνα επιχειρήματα που μένουν όταν κανείς αρνείται να εξετάσει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και αγωνίζεται να προσαρμόσει το πραγματολογικό υλικό στις προσωπικές του πεποιθήσεις. 


Εκκλησία εναντίον Διαφωτισμού

Στα τέλη του 18ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδέες που ενέπνεαν και εμπνέονταν από τις επαναστάσεις που συντάραζαν τον κόσμο, την Αμερικάνικη και τη Γαλλική, κυκλοφορούσαν πια παντού.


Οι ιδέες της ελευθερίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ισότητας. Του ότι οι άνθρωποι είχαν και το δικαίωμα και την ικανότητα, να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν και να αμφισβητήσουν τις εξουσίες, κοσμικές και θρησκευτικές, που τους έλεγαν τα αντίθετα.


Ήταν οι ιδέες του Διαφωτισμού. Κομμάτι αυτών των νέων ιδεών ήταν και τα επιστημονικά πορίσματα που υποστήριζαν ότι η γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, σε αντίθεση με όσα δίδασκε η Εκκλησία, ορθόδοξη και καθολική.


Έτσι, το 1819 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε μια εγκύκλιο με την οποία καταδίκαζε τη διδασκαλία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών σε ελληνικά σχολεία (ναι, δεν υπήρχαν Κρυφά Σχολειά, αφού τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν νόμιμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) που διευθύνονταν από υποστηρικτές του Διαφωτισμού.


Έλεγε πως αυτό ήταν μια καινοτομία «τερατώδης» και «σατανική». Πως μέσα από τα μαθηματικά και τη φυσική οι νέοι διαφθείρονταν και ξεχνούσαν τις παραδοσιακές αξίες και γνώσεις.


Αναρωτιόταν, πολύ απαξιωτικά, τι οφελούνται οι νέοι «προσκολλώμενοι εις τας παραδόσεις αυτάς, να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα, και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς […] και άλλα τερατώδη».


Μάλιστα, υποστήριζε πως με τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών οι νέοι παραμελούσαν τις πατρογονικές κλασικές σπουδές κι έτσι γίνονταν «εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς», δηλαδή επικίνδυνοι για τα τότε καθεστώτα.  Εδώ ο Πατριάρχης είχε δίκιο.


Έβλεπε πως οι νέες επιστημονικές ιδέες έκαναν τους ανθρώπους να αλλάζουν τις απόψεις τους. Δεν έβγαινε μόνο η γη από το κέντρο του κόσμου. Έβγαιναν και όσοι την είχαν τοποθετήσει εκεί. Γιατί φαινόταν πια πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα έλεγαν οι βασιλιάδες, οι αυτοκράτορες και οι ηγεσίες των εκκλησιών.


Δεν μας φαίνεται, λοιπόν, παράξενο που το Πατριαρχείο το 1803 καταδίκασε τον Διαφωτιστή Βενιαμίν τον Λέσβιο, επειδή υποστήριζε πως στο κέντρο του σύμπαντος ήταν ο ήλιος και όχι η γη.


Ούτε το ότι σε πολλά Πατριαρχικά κείμενά αποδοκιμαζόταν σκληρά η ίδια η Γαλλική Επανάσταση των «αθέων Γάλλων», όπως τους ονόμαζαν. Αλλά το Πατριαρχείο δεν περιοριζόταν στους ξένους. Καταδίκαζε και τον Ρήγα Βελεστινλή, επειδή καλούσε σε επανάσταση.


Ακόμη και πέντε μήνες μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και των συντρόφων του το 1798, ο Γρηγόριος Ε΄ έβγαζε μία εγκύκλιο με την οποία ζητούσε να μην κυκλοφορούν μεταξύ των χριστιανών τα κείμενα του Ρήγα, καταγγέλοντάς τα ως «σαθρά» και αντίθετα στα δόγματα της χριστιανικής πίστης. 


Η Άλωση ως Σωτηρία, η Επανάσταση ως εναντίωση στη Βούληση του Θεού

Όλα αυτά ίσως μας φαίνονται παράξενα. Αλλά μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε αν πάμε λίγο πίσω. Ή μάλλον, πολύ πίσω. Στο 1453. Το έτος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης.


Εκείνες τις μέρες υπήρχε στην Πόλη μια μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο παρατάξεις. Στη μία πλευρά, ήταν όσοι υποστήριζαν πως για να αποφευχθεί η υποταγή στους Οθωμανούς, προτιμότερη ήταν η συμμαχία με τα δυτικά καθολικά κράτη και η υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Υποστηρικτής αυτής της άποψης ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.


Μάλιστα, για να προωθήσει αυτό το σχέδιο, έκανε στην Αγία Σοφία μια κοινή λειτουργία με καθολικούς ιερείς, απεσταλμένους του Πάπα.


Στην άλλη πλευρά βρίσκονταν όσοι προτιμούσαν την υποταγή στους Οθωμανούς, αντί στον Πάπα.


Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τόσο εχθρικά αισθήματα προς τον Πάπα, ώστε μετά από την κοινή λειτουργία στην Αγία Σοφία, θεωρούσε τον ναό μολυσμένο και δεν πατούσε σε αυτόν.


Μεταξύ των υποστηρικτών της υποταγής στους Οθωμανούς ήταν και ο Γεννάδιος Σχολάριος, αξιωματούχος της Εκκλησίας, τον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής έκανε Πατριάρχη.


Στη συνέχεια, το Πατριαρχείο απέκτησε την ευθύνη για την εκπροσώπηση των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου. Είχε ακόμη και την δικαστική εξουσία για τις υποθέσεις που τους αφορούσαν. Και κυρίως, την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή τους.


Η Εκκλησία είχε μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία για την Άλωση της Πόλης. Υποστήριζε πως η Άλωση ήταν μια συμφορά που ο θεός έριξε πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς για να τους τιμωρήσει, επειδή προσέγγιζαν επικίνδυνα τους καθολικούς.


Ταυτόχρονα, όμως, η Άλωση έγινε για να σώσει την ορθοδοξία. Γιατί η Οθωμανική κατάκτηση έβαλε ένα τέλος στις επαφές ορθοδοξίας και καθολικισμού.


Σαν να έφτιαξε έναν προστατευτικό κλοιό που κράτησε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και τους πιστούς του απομονωμένους και άρα καθαρούς από τις επιρροές της Δύσης. Σκλαβωμένους, αλλά καθαρούς.


Το συμπέρασμα ήταν πως ο Σουλτάνος και η «Κραταιά Βασιλεία» του, όπως την έλεγε το Πατριαρχείο, ήταν εκπορευόμενοι εκ Θεού. Άρα, μόνο ο θεός θα μπορούσε να αποφασίσει πότε θα απήλλασσε τους πιστούς του από αυτήν. Και επομένως, κάθε ανθρώπινη προσπάθεια για να αποτιναχθεί ο οθωμανικός ζυγός ήταν παρέμβαση στο έργο του Θεού.


Όλα αυτά, μάλιστα, είχαν αποτυπωθεί και σε ένα επίσημο φυλλάδιο που είχε τυπωθεί το 1798 στο Πατριαρχείο, με τον τίτλο Πατρική Διδασκαλία και είχε κυκλοφορήσει σε όλη την χριστιανική επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Πολλοί μελετητές συγκλίνουν στο ότι ο συγγραφέας ήταν ο ίδιος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.


Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι θέσεις, προκάλεσαν την οργή του Αδαμάντιου Κοραή που με ένα δικό του κείμενο, την Αδελφική Διδασκαλία, κατήγγειλε το Πατριαρχείο ότι υπερασπιζόταν την Οθωμανική τυραννία. 23 χρόνια μετά είχε έρθει η ώρα της Επανάστασης.


Ο Πατριάρχης, πιστός στα όσα δίδασκε η Πατρική Διδασκαλία και ακολουθώντας τα καθήκοντά που του είχε ορίσει ο σουλτάνος, αφόρισε τους επαναστάτες. Και για αυτό, όταν λίγο αργότερα απαγχονίστηκε, ο Αδαμάντιος Κοραής έγραψε «Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει».


Θα αναρωτηθεί κανείς, αν ήταν αυτός ο ρόλος του Πατριαρχείου, τότε γιατί είχε αυτό το φριχτό τέλος ο Πατριάρχης Γρηγόριος; Γιατί απαγχονίστηκε και το σώμα του αφέθηκε να λιντσαριστεί από τον οργισμένο μουσουλμανικό όχλο; Είπαμε πως το Πατριαρχείο είχε την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή των χριστιανών στους Οθωμανούς.


Όταν με την Επανάσταση αποδείχτηκε πως ο Πατριάρχης είχε αποτύχει στην αποστολή του, τότε υπέστη την σχετική τιμωρία. Για τον σουλτάνο ο Πατριάρχης δεν ήταν κάτι περισσότερο από έναν υψηλού επιπέδου υπάλληλό του. Και στο πλαίσιο της σκληρής σουλτανικής εξουσίας, όσοι αποτύγχαναν σε ένα σημαντικό έργο που τους είχε ανατεθεί, πολύ συχνά δεν έχαναν απλώς τη θέση τους. Έχαναν και τη ζωή τους.


Ο μαρτυρικός θάνατος του Πατριάρχη δεν ήταν η εξαίρεση. Ήταν ο κανόνας. Πριν από αυτόν, αλλά και μετά, εκατοντάδες Οθωμανοί αξιωματούχοι, ακόμη και πασάδες, θανατώθηκαν ως ανάξιοι της εμπιστοσύνης του σουλτάνου. 


Το Πατριαρχείο ως στοιχείο του Οθωμανικού κράτους

Πέρα από τα θεολογικά ζητήματα, υπάρχει και η πρακτική διάσταση. Το Πατριαρχείο ήταν κομμάτι της δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν. Έτσι επιβίωνε. Ταυτόχρονα, ήταν κομμάτι του παραδοσιακού κόσμου. Με τις δικές του ιδέες, τις πριν από τον Διαφωτισμό.


Δεν πίστευε στη δημοκρατία, δεν πίστευε στις επαναστάσεις και τις νέες ιδέες. Επομένως, αφού ήξερε πως οι αρχές της Φιλικής Εταιρείας  ήταν επηρεασμένες από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, το Πατριαρχείο σίγουρα θα ήταν αντίθετο σε κάθε εξέγερση βασισμένη σε αυτές τις αρχές. Από την άλλη, ίσως περίμενε την απελευθέρωση από τον τσάρο. Δεν θα εμπιστευόταν την ελευθερία της Ελλάδας σε αυτούς που έβλεπε ως επικίνδυνους άθεους επαναστάτες.


Κάποια επιπλέον στοιχεία, ίσως μας ξεδιαλύνουν την αλήθεια. Το 1828, ενώ ο Καποδίστριας ήταν Κυβερνήτης και ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ο νέος Πατριάρχης, Αγαθάγγελος Α’, έστειλε σε όλες τις Εκκλησίες ένα μήνυμα με το οποίο ζητούσε ξανά να υποταχθούν και πάλι οι χριστιανοί στον σουλτάνο. Παρόλες τις θυσίες και τις νίκες τους. Νωρίτερα, οι επαναστάτες είχαν κηρύξει την Εκκλησία της Ελλάδας διοικητικά ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο.


Και κάποια χρόνια αργότερα, το 1838, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλώντας για την Επανάσταση σε μαθητές, πάνω στο λόφο της Πνύκας, είπε για τον θεσμό του Πατριάρχη πως από την εποχή της Άλωσης «Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαναν ότι τους έλεγε ο σουλτάνος».


Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να πούμε πως το παράδοξο δεν ήταν ότι ο Πατριάρχης εξέδωσε τον αφορισμό το 1821. Το παράδοξο θα ήταν να μην τον εξέδιδε.


Όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να εκθέτουμε το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται και όχι να τα εκθέτουμε απομονωμένα. Αλλιώς, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα.


Δεν θα μείνω στο ότι ο κύριος Μπούνταλης δεν είναι ιστορικός, αλλά χημικός. Όπως για την οικονομία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι οικονομολόγοι, έτσι για την ιστορία δεν πρέπει να μιλάνε μόνο οι ιστορικοί. Άλλωστε, η ιστορία είναι ωραίο και δημοφιλές σπορ. Αλλά όπως όλα τα σπορ, έχει κι αυτή τους κανόνες της. Που πρέπει να τηρούνται, ακόμη κι αν την έχουμε για χόμπι.