Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Πότε έφτασα μέχρι εδώ . . . ;



Όταν είσαι μικρός ζεις και όταν είσαι μεγάλος θυμάσαι. Κάπου στην πορεία ανάμεσα στα δύο, στέκεσαι και κοιτάζεις. Μπρος και πίσω. Θυμάσαι και φαντάζεσαι. Και από όποιο μίγμα είναι η θύμηση, από το ίδιο είναι και η φαντασία. Και τώρα, στα 30, θυμάμαι. Μην τσιμπάτε, δεν μπαίνω στην επόμενη δεκαετία, κλείνω την προηγούμενη! Αλλά το δεκαδικό σύστημα μας παραπλανά… 

Θυμάμαι. Και μου αρέσει που μπορώ να το κάνω. Και κουβαλάω αρκετά πράγματα μέσα σε λίγο χρόνο.

Όταν γεννιέσαι το 1982, για εσένα είναι απλώς 30 χρόνια πριν. Για αυτούς που σε γέννησαν, ήταν 8 χρόνια μετά το τέλος της Χούντας. Άλλη οπτική, άλλη αλήθεια.

Θυμάμαι σαν σε όνειρο την Ελλάδα του ‘80. Και διάφορες λέξεις και ονόματα, σαν φυγοκεντρισμένα με μεγάλη ταχύτητα, πεταμένα εδώ κι εκεί: Κάθαρση, Γκάλης, ντίσκο,  Μαραντόνα, πανκ, Αντρέας, Μητσοτάκης, βίντεο, πειρατεία, ιδιωτική τηλεόραση, ειδικό δικαστήριο. Δεν το έζησα το ’80. Ευτυχώς, από ό,τι φαίνεται. Όσοι ζήσαν την εφηβεία τους τότε, έπρεπε να γλιτώσουν από πολύ κιτς υπερβολή και άκρατο νεοελληνισμό για την παλέψουν. Ας είναι.

Θυμάμαι στο τέλος του ’80 το Τέλος ενός κόσμου. Μου αρέσει που μπορώ να θυμάμαι στην τηλεόραση την Πτώση του Τείχους και τις οικογένειες που ξανασυναντιούνταν. Την εκτέλεση του Τσαουσέσκου και της Έλενα και τους στρατιώτες που έπρεπε να τραβήξουν κλήρο, γιατί ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που ήθελαν να μπουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Την απελευθέρωση του Μαντέλα και το τέλος του Απαρτχάιντ. Μου αρέσει που θυμάμαι αυτές τις κόκκινες γραμμές της Ιστορίας. Τις μεγάλες μεταβάσεις. Ίσως και για αυτό να ζω τώρα λίγο με την Ιστορία.

Μου αρέσει που θυμάμαι την τηλεόραση να κλείνει στις 12 το βράδυ με τον εθνικό ύμνο και τη σήμα με τον τσομπανάκο και τη φλογέρα και να ξεκινάει το μεσημέρι της επόμενης. Αν και δεν θα ήθελα το ζω τώρα. Θυμάμαι την εκπαιδευτική τηλεόραση και το Θέατρο της Δευτέρας. Και τις ατελείωτες μελαγχολίες των απογευμάτων της Κυριακής, όταν το ηλιοβασίλεμα θύμιζε το σχολείο της επομένης. Γιατί ήταν σαν κάτι να μου έλειπε. Σαν να ήθελα πολύ να μεγαλώσω, γιατί είχα πολλά να κυνηγήσω.

Θυμάμαι τις αρχές του ’90. Η ιδιωτική τηλεόραση εφορμά. Ως τότε, λίγους αποκαλούσαν οι Έλληνες με το μικρό τους όνομα. Τον Μίκη, τον Μάνο, τη Μελίνα, τον Αντρέα. Και τότε στη ζωή μας μπαίνει η Ρούλα. Και ο εκφυλισμός μόλις άρχιζε. 

Τα τηλεπαιχνίδια χαρίζουν κάθε λογής πράγματα που μόλις τότε, σχεδόν μαγεμένοι, μαθαίνουμε πως υπάρχουν. Τα δελτία ειδήσεων είναι μισάωρα. Στήνουν πάρτυ με την υπόθεση των σατανιστών. Και ο Αλέξης Κούγιας μπαίνει στις ζωές μας. Και σε λίγο, το Μακεδονικό. Στο σχολείο τραγουδάμε όλοι μαζί «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα». Είμαι 10 χρονών και τραγουδάω και ξαφνικά σταματάω, γιατί αν συνέχιζα θα έκλαιγα από την ένταση της περηφάνειας. Και ο πατέρας μου να λέει: «50 χρόνια πίσω γυρίσαμε...». Και δεν καταλάβαινα. Τότε. Και ήρθαν τα συλλαλητήρια. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού στους δρόμους. Όλοι ένιωθαν Μακεδόνες, ακόμη κι αν ήταν απ’ τα… Φάρσαλα. Η εθνική υπερηφάνεια βάδιζε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης χέρι – χέρι με κάποιους που σαν ματαιωμένα καρναβάλια τριγυρνούσαν ντυμένοι Μεγαλέξανδροι, με πανοπλίες και περικεφαλαίες. Και έφτιαχνε μια ταυτότητα που θα τυραννούσε βάναυσα αυτήν την πόλη για πολλά πολλά χρόνια ακόμη. Και σε λίγο καιρό πανηγύρια, γιατί λέει στην Αμερική βγήκε πρόεδρος ο Μπιλ Κλίντον, που είχε σύμβουλο τον Τζορτζ Στεφανόπουλο, που ήταν Έλληνας. Και ο Κλίντον θα βοηθούσε την Ελλάδα. Και σε λίγο αναγνώριζε κι αυτός τη «γείτονα χώρα» ως Μακεδονία. Ίσως επειδή, όπως ξαφνικά όλη η Ελλάδα ανακάλυψε, ο Τζορτζ Στεφανόπουλος δεν ήξερε ούτε λέξη ελληνικά. Τι να πεις…

Θυμάμαι λίγο πιο πριν. Το μαδέρι με την κόκκινη σημαία να βγαίνει πίσω από τον καναπέ που ήταν πάντα αφημένο, να γεμίζει το μικρό χέρι και σε λίγο να κουνιέται μπροστά στον Κύρκο. ΚΚΕ Εσωτερικού. Πολιτική. Αριστερά. Ελευθερία. Δημοκρατία. Πολλές λέξεις. Πολλή τύχη. Και λίγο αργότερα. Πολλά πια, πάρα πολλά. Πόλεμος στον Κόλπο. Ένας πόλεμος για την τηλεόραση. Σαντάμ Χουσείν, λέει. Σκουτ και Πάτριοτ αλληλοεξουδετερώνονται. Πόλεμος για το πετρέλαιο. Όχι για την ελευθερία; Όχι για τη δημοκρατία; Περίεργα πράγματα… Και κάπου εκεί εκλογές. Και ο Συνασπισμός εκτός Βουλής. Με τη Δαμανάκη. Οκ, το κατάλαβα. Είμαστε μικρό κόμμα. Αυτή είναι η ταυτότητά μας. Δεν πειράζει, είμαστε Αριστερά, έχουμε δίκιο. Εδώ θα μπω όταν μεγαλώσω. Εδώ είμαι ήδη.

Οι Ολυμπιακοί της Ατλάντα και η Ελλάδα ανακαλύπτει πως στην νέα της εποχή μπορεί να παίρνει χρυσά μετάλλια. Κι ένα παιδί ανακαλύπτει πως αν σηκώνεις ντενεκέδες στην οικοδομή είσαι Αλβανός, κι αν σηκώνεις μπάρες με βάρη στο τερέν είσαι Βορειοηπειρώτης. Άνοιγμα συνόρων. Νέες λέξεις. Μετανάστες, σύνορα, διαβατήρια. Αλβανοί! Νέα ονόματα, νέων χωρών που πετάγονται ξαφνικά στο χάρτη. Μα που ήταν κρυμμένες αυτές; Εκεί που ο χάρτης ήταν κόκκινος, μάλλον. Και κάπου εκεί και ένας πόλεμος. Στη Γιουγκοσλαβία. Γιατί; Έλα ντε… Και πάλι νέα ονόματα, νέων χωρών που όλο και μίκραιναν. Μητσοτάκης, Παπανδρέου. Τέλος. Και Σημίτης. Άντε, να σοβαρευόμαστε. Άντε πάλι νέες λέξεις. Ανάπτυξη, υπευθυνότητα, όραμα, Ευρώπη, εκσυγχρονισμός, χρηματιστήριο, ισχυρή Ελλάδα. Και μέχρι το τέλος του αιώνα κι άλλος ένας πόλεμος. Σερβία και ο Κλίντον (αυτός ντε, που είχε τον Έλληνα σύμβουλο; Έ, τον έδιωξε!) να βομβαρδίζει στη γειτονιά μας. Και όχι μόνο ο Κλίντον. Όλοι. Κι εμείς δίνουμε γη και αέρα. Γιατί «Πρώτα η Ελλάδα».

Και η συνέχεια κάπως πιο γνωστή. 2000. Και πανεπιστήμιο και Αθήνα. Και Νεολαία Συνασπισμού. «Ποιου; Του Κωνσταντόπουλου, ξέρετε; Α, ναι, στο 3%… Και τι είστε, κάτι ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ; Όχι, εμείς θέλουμε σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Α, κάτι σαν το ΠΑΣΟΚ δηλαδή; Όχι…». Φοιτητικός συνδικαλισμός. Και ΔΑΡΑΣ. Και εκλογές. «Μα τι ζώα είναι αυτοί οι ΔΑΠίτες;!» Και Θεσσαλονίκη 2003. Και ο ΣΥΡΙΖΑ στη γέννησή του, το 2004. Με το ζόρι στη Βουλή. Πανηγυρίζουμε για το 3,3%. Σε 8 χρόνια θα στεναχωριόμαστε για το 27%. Τι περίεργη ζωή… Και Ευρωπαϊκό Φόρουμ στην Αθήνα. Οκ, κάναμε κάτι μεγάλο. Συμμετέχουμε σε κάτι μεγάλο. Και σε λίγο… Άρθρο 16. Η περηφάνια μας! Το φοιτητικό κίνημα επιτέλους έξω από εισαγωγικά. Μπορούμε να αγωνιζόμαστε. Μπορούμε να νικάμε. Να νικάμε! Εμείς, στο τώρα, όχι κάποιοι άλλοι στο μέλλον. Μια σταλιά, σχεδόν ένα τίποτα και αναποδογυρίζουμε τη συνταγματική αναθεώρηση. Και κάποιοι αστείοι μας έλεγαν πως δεν είναι νίκη. Και τι είναι, ήττα;;;

Και Αλαβάνος και Τσίπρας και ξανά Αλαβάνος και κόντρα Τσίπρας. Κι ο Δεκέμβρης του 2008. Μια χώρα να χάνει τη χαρά της και μια γενιά την αθωότητά της. Και πώς να χωρέσει στο μυαλό ο τάφος ενός 15χρονου; Και πώς να χωρέσει ο δρόμος την οργή; Και Ευρωεκλογές και κρίση και ξανά εκλογές. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά, πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό. Κι ένας φοβερός γάτος. Και μετακομίσεις, περίεργες και ιδιαίτερες σχέσεις με πολλές ιστορίες για το τέλος και χωρισμοί και αστεία ζωή. Και ωραία ζωή. Και γουστάρω που είμαι νέος τώρα, που τα πράγματα είναι δύσκολα. Γιατί μπορώ να τα παλέψω. Γιατί έχω τους συντρόφους μου και τους φίλους μου. Γιατί έχω αυτές κι αυτούς που αγαπώ, έχω το μέλλον μου, ακόμη κι αν το παρόν μου συχνά – πυκνά καίγεται μέσα στα χημικά. Ας είναι. Καλύτερα έτσι. Ζωή χωρίς αγώνα ποτέ δεν την ονειρεύτηκα.

Στο κλείσιμο, τώρα, των 30 επέλεξα να θυμηθώ και να μιλήσω για τα γενικά, τα συλλογικά. Για τα εντελώς δικά μου, θα ήταν δύσκολο να μιλήσω. Γιατί θα είχα να πω πάρα πολλά και θα μπορούσα να πω πολύ λίγα. Για κάποιες παιδικές στιγμές, που άλλες έγιναν μνήμες και άλλες τραύματα. Για τον παππού μου, που πέθανε όταν ήμουν μικρός και από τότε μάθαινα να είμαι όλο και πιο περήφανος για τον πεισματάρη Πόντιο ΕΛΑΣίτη, που μικρός πήγαινε στο σχολείο με τα πόδια και κάθε τόσο τον διώχνανε για πολιτική δράση, και να του χρωστάω χάρη που όλο να του την ξεπληρώνω πρέπει και όσο το κάνω τόσο πιο μεγάλη γίνεται, αυτή η κατακκόκινη χάρη. Για τους γονείς μου, που θα έπρεπε μόνο τρεις λέξεις να πω για όσα έκαναν και είναι: αγάπη – αγώνας – ήθος. Γιατί αν πω παραπάνω, θα με πιάνει πάλι εκείνη η περηφάνια κι εκείνο το δάκρυ που με έπιανε τότε στα 10, με το «Μακεδονία Ξακουστή». Αλλά τώρα δεν θα ήταν παραπλάνηση, θα ήταν όλη η αλήθεια, στην πιο καθαρή της μορφή. Αυτής που βγαίνει από τα μάτια. Για κάτι ξεχασμένους πόνους, από αυτούς που έχουμε όλοι. Για πολλά, μικρά και μεγάλα. Που αφορούν εμένα. Που είναι για κουβέντες κι όχι για σημειώματα. Γιατί εδώ σημειώνω όσα πέρασαν. Και τώρα φτάνει. Γιατί πρέπει να αρχίσουμε να γράφουμε αυτά που θα γίνουν. Για ένα ραντεβού στα επόμενα 30 χρόνια και σε κάθε μέρα ως τότε. Μέσα στη μικρή και στη μεγάλη Ιστορία μας. Τα λέμε έξω. Σας ευχαριστώ.


Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Νέοι και Κοινωνία 14/10/2012


07:10, 33:30, 50:30

Εκδήλωση Νεολαίας ΣΥΝ Τρίπολης, Ιανουάριος 2012


Συνέδριο Solid, Μάρτιος 2011, Αννόβερο.


Κανένας χρυσαυγίτης μόνος του στην κρίση!

Η παρουσία του φασίστα Μιχαλολιάκου, αρχηγού της Χρυσής Αυγής, στον ΣΚΑΙ, αλλά κυρίως η παρουσία του δημοσιογράφου του σταθμού, Κωνσταντίνου Μπογδάνου, απέδειξε με τον καλύτερο και τον πιο κρυστάλλινο τρόπο το γιατί πρέπει, ξεπερνώντας τα αντανακλαστικά και τις συνήθειές μας, να μην αφήνουμε πλέον σε κανένα δημόσιο βήμα τους χρυσαυγίτες χωρίς αντίλογο. Η ένδεια των επιχειρημάτων του δημοσιογράφου του ΣΚΑΙ (αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά πως δεν μπορείς να έχεις καμία σοβαρή απαίτηση από τους δημοσιογράφους που έχουν βγάλει το μεγάλο σχολείο των ανεγκέφαλων της… ΔΑΠ), που το μόνο που κατάφερνε να κάνει είναι να αναμασά – ανεπιτυχώς και ενοχλητικά – τα επιχειρήματα για τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής, βασισμένα μόνο σε πρωτοσέλιδα του εντύπου της φασιστικής συμμορίας και σε φωτογραφίες των μελών της, κατάφερε να κάνει τον Μιχαλολιάκο συμπαθή. Αποσπασματικές ερωτήσεις, δήθεν (και για αυτό εκνευριστική) ευγένεια και μια χαρακτηριστική αδυναμία να ξεφύγει από τα πρωτόλεια επιχειρήματα κατά της Χρυσής Αυγής που έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους ήδη από την προεκλογική περίοδο.

Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο κρίσιμο. Οι δημοσιογράφοι των μεγάλων ΜΜΕ αλλά και οι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν είναι σε θέση να απαντήσουν αποτελεσματικά στη Χρυσή Αυγή. Όχι μόνο επειδή είναι φθαρμένα στελέχη ενός απεχθούς συστήματος και άρα αναξιόπιστοι πομποί του οποιουδήποτε μηνύματος, που καταλήγουν να ενισχύουν κάτι όταν του κάνουν κριτική. Αλλά κυρίως, επειδή η επιχειρηματολογία τους δεν μπορεί να ακουμπήσει τα κρίσιμα σημεία που θα αποδομούσαν ριζικά τη Χρυσή Αυγή, τα σημεία που αφορούν την ουσία της πολιτικής της, ειδικά όπως αυτή ξεδιπλώνεται (και εκτίθεται) μέσα στην κρίση.

Έτσι λοιπόν, κάθε φορά που ο Μιχαλολιάκος ένιωθε να στριμώχνεται, πετούσε στον Μπογδάνο μια μπηχτή για τη Ζίμενς, τους μεγαλοδημοσιογράφους που φρουρούνται από την αστυνομία, τις ΜΚΟ που σχετίζονται με τον όμιλο Αλαφούζου και έφερνε με τη σειρά του αυτόν σε δύσκολη θέση, διότι τον εμφάνιζε ως εκπρόσωπο του φθαρμένου συστήματος εξουσίας. Επομένως, ο Μπογδάνος, και κάθε δημοσιογράφος που δρα ως εκπρόσωπος επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, δεν μπορεί να εκθέσει πολιτικά την στάση της Χρυσής Αυγής, διότι αυτό θα επέβαλλε να συγκρουστεί με τα συμφέροντα που υπηρετεί και τις αντίστοιχες πολιτικές αντιλήψεις.

Δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος που να μην έχει ακούσει πως η Χρυσή Αυγή είναι μια «νεοναζιστική, ρατσιστική, εθνικιστική» οργάνωση. Και δεν υπάρχει κανένας από αυτούς που την ψηφίζουν που να τον νοιάζει. Δεν το θεωρούν σημαντικό, δεν πιστεύουν πως η Χρυσή Αυγή θα μπορέσει ποτέ να έρθει στην εξουσία και να ανοίξει στρατόπεδα συγκέντρωσης ή απλώς – οι λιγότεροι – το εγκρίνουν. Θέλουν να την χρησιμοποιήσουν σαν μαστίγιο απέναντι στο σύστημα. Να το τιμωρήσουν και να το ξυπνήσουν. Επομένως, ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι πλέον ούτε η Ιστορία, ούτε η «καθαρή» ιδεολογία. Το προνομιακό πεδίο πάλης είναι το βασικό, το ταξικό. Μόνο εμείς, λοιπόν, μπορούμε να εγκαλέσουμε τη Χρυσή Αυγή για το ότι ψηφίζει στη Βουλή υπέρ του χαρίσματος των χρεών των ποδοσφαιρικών ομάδων, κατά της εξεταστικής για τη Ζίμενς, υπέρ του Λάτση και υπέρ της πώλησης της Αγροτικής Τράπεζας και πως αγωνίζονται υπέρ ιδιοκτητών πάρκινγκ και εναντίον λαϊκών δημοτικών αρχών. Γιατί μόνο εμείς είμαστε απέναντι σε αυτές τις πολιτικές που προωθεί και η Χρυσή Αυγή. Μόνο εμείς μπορούμε να τους πούμε πως είναι τζάμπα μάγκες, γιατί αντί να στραφούν εναντίον των τραπεζιτών και των εφοπλιστών, χτυπάνε αυτούς που καθαρίζουν τα τζάμια των τραπεζών και τα καταστρώματα των πλοίων. Στη συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, όταν ο δημοσιογράφος ρωτούσε για τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής, ο Μιχαλολιάκος γινόταν ηγεμονικός επειδή απαντούσε πως το θέμα δεν είναι ο Χίτλερ αλλά «η μάνα στο Πέραμα που δεν έχει να ταϊσει τα παιδιά της εξαιτίας του Μνημονίου». Εκεί λοιπόν, ο μνημονιακός δημοσιογράφος σιωπά. Το βουλώνει. Κιτρινίζει και αλλάζει θέμα. Ενώ εμείς θα λέγαμε ότι από αυτήν τη γυναίκα που πράγματι πεινάει λόγω του Μνημονίου, εμείς ζητάμε να έρθει μαζί μας για να ακυρώσουμε το Μνημόνιο, να βάλουμε τις τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο και να αυξήσουμε τη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου και των εφοπλιστών, ενώ ο Μιχαλολιάκος έχει να της προτείνει μόνο «να φύγουν οι ξένοι»!

Ας συνειδητοποιήσουμε τη σημασία δύο πραγμάτων και ας φερθούμε αναλόγως. Πρώτον, πως η Χρυσή Αυγή δεν είναι πλέον στο 0,1%, για να υιοθετούμε απέναντί της την τακτική του μη διαλόγου, για να μην της δώσουμε βήμα και την νομιμοποιήσουμε, όπως κάναμε παλαιότερα. Αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι τακτικές μας. Δεύτερον, πως εμείς, η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, είμαστε η μόνη καθαρή δύναμη, το μόνο τίμιο πρόσωπο της πολιτικής στη χώρα. Άρα, οι μόνοι που μπορούν να αποδομήσουν τη Χρυσή Αυγή. Και επομένως, πως δεν έχουμε το περιθώριο να αποσυρθούμε από αυτήν την «πρόσωπο με πρόσωπο» αντιπαράθεση. Και κάτι ακόμη. Ψυχραιμία. Ούτε είμαστε εμείς από κάτω, ούτε η Χρυσή Αυγή βαδίζει προς την εξουσία. Ας μην αφήνουμε τον πανικό να κερδίζει έδαφος. Ας αντιμετωπίσουμε την κατάσταση όπως έχει. Όπως αρμόζει σε αριστερούς.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Όταν το ΚΚΕ αδειάζει το… ΚΚΕ



Στις εκλογές του 2007 μία από τις βασικές τακτικές του ΚΚΕ ήταν να καλεί τους ψηφοφόρους, ακόμη κι αν διαφωνούν με τις θέσεις του, να το ψηφίσουν αναγνωρίζοντας την σταθερότητα του. Το σλόγκαν ήταν ενδεικτικό: «Το ΚΚΕ δεν σου είπε ποτέ ψέματα». Πρόκειται για μια στάση εξαιρετικά συντηρητική και περιορισμένων πολιτικών προοπτικών, άρα απαράδεκτη για ένα κόμμα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μία πολιτική δύναμη που επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να έχει ως κύριο επιχείρημα τη σταθερότητα της (έτσι, γενικώς) ούτε να έχει ως βασικό στόχο την ψήφο των διαφωνούντων, χωρίς τη στοιχειώδη αλλαγή των συνειδήσεών τους. Αν κάποιος από τους αντιπάλους του ΚΚΕ εκφωνούσε μία τέτοια θέση, θα κατηγορούνταν αμέσως για καθαρό οπορτουνισμό.

Υπάρχει όμως και μια πραγματολογική διάσταση στο ζήτημα της περιβόητης σταθερότητας του ΚΚΕ. Πράγματι, όπως έλεγε και η διαφήμιση, «το ΚΚΕ δεν είπε ποτέ ψέματα». Απλώς, κατά καιρούς άλλαζε αλήθειες, δηλαδή θέσεις! Οι αλλαγές αυτές, ενίοτε ριζικές, δεν επισημαίνονται από τα στελέχη του. Είναι όμως αρκετές, τόσο σε αναλύσεις όσο και σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. Λογικό για μια ζωντανή συλλογικότητα, ασύμβατο όμως με την περίφημη ατσάλινη εικόνα του ΚΚΕ.

Στο επίπεδο της ανάλυσης, η πιο μεγάλη στροφή του ΚΚΕ ήταν στο ζήτημα της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης. Το ΚΚΕ υποστήριζε πάντα πως η ΕΣΣΔ κατέρρευσε λόγω της δράσης του Γκορμπατσόφ, που αποτελούσε πράκτορα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μέχρι που ξάφνου το 2009, στο 18ο συνέδριο του, το ΚΚΕ αναλύει εκ νέου τα γεγονότα και καταλήγει στο ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού είχε αρχίσει ήδη από τους διαδόχους του Στάλιν. Πρόκειται για μια μεγάλη αλλαγή, η οποία στον λόγο του ΚΚΕ δεν εμφανίζεται ως τέτοια.   

Σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής, η πιο μακρινή αλλαγή που μπορεί να θυμηθεί κανείς είναι αυτή σε σχέση με τον ΣΥΝ: Με ηγεσία Γκορμπατσόφ, γραμμή του ΚΚΕ είναι ο ενιαίος Συνασπισμός. Με την ανατροπή του Γκορμπατσόφ, γραμμή γίνεται η αποχώρηση από το σχήμα. Αλλά ας πάμε στα πιο πρόσφατα. Η γραμμή του ΚΚΕ για το εργατικό κίνημα και τις σχετικές συμμαχίες δεν είναι γραμμική και ενιαία, δεν είναι ίδια πριν και μετά τη δημιουργία του ΠΑΜΕ. Ενώ τη δεκαετία του ’80 αλλά και του ‘90 η στάση του κόμματος ήταν πιο ανοιχτή, η δημιουργία του ΠΑΜΕ σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια πολύ πιο σκληρή στάση άρνησης κάθε συνεργασίας και αντίληψης των κινημάτων πρωτίστως ως πεδίο κομματικής οικοδόμησης.

Άλλες επιμέρους αλλαγές και… κωλοτούμπες μπορεί κανείς να σταχυολογήσει πολύ εύκολα, απλώς ανασκοπώντας την πολιτική συγκυρία των τελευταίων χρόνων. Το 2005  πραγματοποιήθηκαν τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στην Ελλάδα το ΚΚΕ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας πως το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα υπέρ του Ευρωσυντάγματος, προσφέροντας του έτσι μία επιπλέον ψευδονομιμοποίηση. Τρομακτική τυφλότητα ενός αριστερού κόμματος που δεν μπορεί να αναγνωρίσει μία τέτοια διαδικασία ως ευκαιρία για πολιτική ενημέρωση και δραστηριοποίηση του κόσμου. Όταν όμως στη Γαλλία άρχισε να διαφαίνεται η προοπτική της νίκης του «Όχι», το ΚΚΕ ξαφνικά το… γυρίζει και απαιτεί δημοψήφισμα! Την ίδια χρονιά ξεσπάνε στα προάστια του Παρισιού τα βίαια επεισόδια της εξέγερσης των μεταναστών. Το ΚΚΕ βλέπει με συμπάθεια τους εξεγερμένους και κατηγορεί τον Σαρκοζί πως, εστιάζοντας στο βίαιο χαρακτήρα των επεισοδίων, αποφεύγει την ανάληψη πολιτικών ευθυνών. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι του Ριζοσπάστη, όπως «η τυφλή βία δεν έχει τυφλά αίτια». Όταν οι ταραχές χτύπησαν και τη δική μας πόρτα τον Δεκέμβρη του 2008, το ΚΚΕ, θαρρείς και ήταν ένα άλλο κόμμα, περιορίστηκε στις καταγγελίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ τον οποίο και άφησε μόνο του να αναδεικνύει τη σχέση της βίας με την κοινωνική καταπίεση.

Το 2006, στο κίνημα για το άρθρο 16, η ΚΝΕ αρνούνταν πεισματικά να συμφωνήσει στις Γενικές Συνελεύσεις σε κοινά πλαίσια με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς. Τις κατηγορούσε πως τα πλαίσια τους ήταν λειψά και προδοτικά αφού δεν περιελάμβαναν όλα τα «σωστά» αιτήματα και πως «χωρούσαν» ακόμη και την ΠΑΣΠ, αφού τα στήριζε. Τέλος, δεν αποδεχόταν ως μορφή πάλης τις καταλήψεις. Μόλις όμως έχασε τις Γενικές Συνελεύσεις σε όλα τα ΑΕΙ της Ελλάδας, η ΚΝΕ μπήκε στα κοινά πλαίσια, δέχτηκε το περιεχόμενο τους και τα ψήφιζε μαζί με την ΠΑΣΠ!

Θα αναφέρουμε και τα πιο πρόσφατα δείγματα. Το καλοκαίρι του 2011 το ΚΚΕ άλλαξε τρεις φορές θέσεις για τους Αγανακτισμένους. Ξεκίνησε με μία δήλωση της Αλέκας Παπαρήγα που αναγνώριζε έναν πολιτικό χαρακτήρα στο κίνημα και το έβλεπε κριτικά μεν αλλά με διακριτική συμπάθεια και μια σχετική διάθεση προσέγγισης.  Λίγο αργότερα, όταν το κίνημα οξύνθηκε και το ΚΚΕ έμεινε απέξω, η γραμμή του έγινε πολύ πιο σκληρή και απολύτως απορριπτική για τους Αγανακτισμένους. 

Χαρακτηριστική είναι επίσης η στάση στο ζήτημα της Ευρώπης. Η πάγια θέση του ΚΚΕ μιλούσε για έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Σε συνέντευξη της τον Μάιο, η Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε όμως πως «η λύση έξω από το ευρώ και δραχμή στις παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική».  Ακολούθησαν άρθρα στελεχών του ΚΚΕ –ακόμη και σχετική καμπάνια με αφίσες– που ανασκεύαζαν την δήλωση της Παπαρήγα και επανέφεραν την προηγούμενη θέση του ΚΚΕ, χωρίς όμως να καταφέρνουν να κρύψουν τη μάχη γραμμών που αποκαλύφθηκε πως εξελίσσεται εντός του ΚΚΕ. Πρόσφατος είναι και ο χοντροκομμένος ελιγμός που αναγκάστηκε να κάνει το κόμμα για το «κίνημα της πατάτας», όπου μετά την πρώτη του σκληρή ανακοίνωση,  αναγκάστηκε να βγάλει δεύτερη πιο ήπια και να αποδώσει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η πρώτη σε διαστρέβλωσή της από τα ΜΜΕ.

Τέλος, η στάση του ΚΚΕ έναντι της Ακροδεξιάς έχει επίσης παλινωδίες. Μετά τις εκλογές του 2007 η Α. Παπαρήγα δήλωνε, ως αντιπαράθεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ που επέμενε να τονίζει το θέμα, πως δεν είναι σημαντικό το ότι μπήκαν στη Βουλή μερικοί βουλευτές του ΛΑΟΣ. Όταν όμως τα ποσοστά του ΛΑΟΣ αυξήθηκαν, το ΚΚΕ άρχισε να επιτίθεται στο κόμμα του Καρατζαφέρη, μιλώντας για επικίνδυνα φαινόμενα εθνικισμού. Σήμερα, εν όψει της ανόδου της Χρυσής Αυγής αλλάζει και πάλι στάση και υποβαθμίζει το φαινόμενο της  ακροδεξιάς κοινωνικής μετατόπισης και την ανάγκη για ιδιαίτερο αγώνα εναντίον των νεοναζί, καθησυχάζοντας τον κόσμο και αντιμετωπίζοντας την Χ.Α., με πρωτοφανή πολιτική τυφλότητα, απλώς ως έναν ακραίο χώρου που στη Βουλή θα γίνει συμβατικός, που «θα βάλει γραβάτες και θα κοινοβουλευτικοποιηθεί»!

Στο διά ταύτα λοιπόν: Όλα αυτά δεν καταγράφονται για να καταδείξουμε το ΚΚΕ ως ένα κόμμα αφερέγγυο, αλλά ως ένα κόμμα που μακράν απέχει της εικόνας που διαμορφώνει για τον εαυτό του και που αντιπαραβάλει με την αφερεγγυότητα των υπολοίπων ως στοιχείο που υποτίθεται ότι μπλοκάρει τη δυνατότητα συνεργασιών. Άρα, για να αφαιρέσουμε μία από τις δικαιολογίες με τις οποίες υποστηρίζεται η άρνηση των συμμαχιών. Κυρίως όμως, η καταγραφή γίνεται για έναν άλλο λόγο. Για να φανεί ότι αν τελικά, σε αυτή τη συγκυρία, η Αριστερά δεν καταφέρει να αγωνιστεί ενωμένη, κοινωνικά και πολιτικά, τότε όλες οι αναφορές και οι αναλύσεις σαν αυτή που παραθέτουμε, θα φαίνονται απλώς σαν μία σειρά μικρών ανούσιων συμβάντων και χαζών συγκρούσεων, με τα οποία κανείς δεν θα έχει νόημα να ασχολείται μπροστά στην εικόνα της κοινωνικής κατάπτωσης που θα έχει μπροστά του. Και τότε, όπως έγινε και με την πτώση του Υπαρκτού, ίσως κανείς δεν θα κοιτάξει ποια Αριστερά είχε τη σωστή και ποια τη λάθος γραμμή.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Τα άλογα και το κάρο


Όταν το κόμμα μας, πριν από αρκετά χρόνια, αποκόπηκε από το  όνειρο της κεντροαριστεράς, χρειάστηκε να διασαφηνίσει τη βάση στην οποία θα έθετε το ζήτημα της εξουσίας. Τρεις ήταν οι κύριες παραδοχές, ρητά και άρρητα. Πρώτον, ότι είναι άλλο πράγμα η κυβέρνηση και άλλο η εξουσία. Το ότι κατέχει κανείς την κυβέρνηση δεν σημαίνει πως διαθέτει και την πραγματική εξουσία, δηλαδή πως έχει στα χέρια του έναν κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και ιδεολογίας και μια κοινωνική δομή που του επιτρέπει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Δεύτερον, και ως εκ τούτου, ότι δεν δεχόμαστε πως αρκεί να πάρουμε την κυβέρνηση και εκ των υστέρων θα διαμορφώσουμε το σύστημα στα δικά μας μέτρα. Εντελώς χονδρικά, θα λέγαμε πως αυτή η αντίληψη καταλαβαίνει το κράτος ως ένα μονολιθικό εργαλείο άσκησης εξουσίας που όποιος το έχει στα χέρια του το κάνει ό,τι θέλει. Δεν είναι τυχαίο πως την άποψη αυτή μοιράζονται η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός.

Τρίτον, και για το θέμα μας πιο κρίσιμο από όλα. Λέγαμε ότι, δεδομένων των προηγούμενων, η Αριστερά θα πρέπει να χτίσει την άνοδο της προς την κυβέρνηση με τρόπο ώστε, όταν θα φτάσει εκεί, να έχει ήδη διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό τους όρους που θα της επιτρέψουν να ασκήσει την πολιτική της, δηλαδή να έχει αλλάξει σημαντικά τις συνειδήσεις ενός κρίσιμου μέρους του πληθυσμού και να έχει διαμορφώσει ένα δυναμικό που θα προστατεύσει και θα επιβάλει την πολιτική της. Ρόλο στη διαμόρφωση αυτή της άποψης έπαιξαν και οι εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής, με την προσπάθεια ανατροπής του Τσάβες και την περίπτωση της Βολιβίας, όπου κατ’ ουσίαν ένα κίνημα έγινε κυβέρνηση. Ο τρόπος με τον οποίο όλο αυτό το σχήμα των τριών παραδοχών αποκρυσταλλωνόταν ήταν ο εξής απλός: η Αριστερά, για να έρθει στην κυβέρνηση και να μπορέσει να δράσει ως Αριστερά, άρα να πάρει και την πραγματική εξουσία, θα πρέπει να έχει μια υψηλού βαθμού οργανωμένη πολιτική παρέμβαση στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους. Η αύξηση της πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής της Αριστεράς θα πηγαίνει χέρι χέρι με την αύξηση αυτής της παρέμβασης. Επομένως, για να πάρουμε την κυβέρνηση θα έπρεπε πρώτα να έχουμε κερδίσει την πλειοψηφία σε καμιά εικοσαριά εργατικά σωματεία, δέκα συνδικάτα και πέντε ομοσπονδίες.

Αυτό το σχέδιο δεν ήταν λάθος. Με τα δεδομένα που είχαμε, ο υπολογισμός ήταν λογικός. Απλώς, έπεσε θύμα της πανουργίας της Ιστορίας. Πιστεύαμε πως η άνοδος της Αριστεράς στην κυβέρνηση θα συνέβαινε μέσα σε μια κινηματική έκρηξη. Δεν φανταζόμασταν όμως αυτή την έκρηξη ούτε να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες κρίσης, ούτε να είναι κάτι σαν τις «πλατείες». Η έκρηξη ήρθε, αλλά δεν ήταν η συνισταμένη –όπως υπολογίζαμε– της δικής μας σταθερής και ευρείας παρέμβασης στην κοινωνία και ειδικά στους χώρους δουλειάς, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και αυτά.Έχουμε λοιπόν κάτι σαν σχήμα πρωθύστερο. Η πολιτική μας δυναμική έχει αυξηθεί αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Για λίγο, το κάρο έχει μπει μπροστά από τα άλογα. Αλλά δεν μπορεί να περπατάει έτσι για πολύ. Δική μας δουλειά είναι τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε τώρα και αναδρομικά αυτές τις κοινωνικές αναφορές και τις οργανωτικές σχέσεις των ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση –τη σωματική δηλαδή– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή μας με τον κόσμο, που έχουμε πια τα ίδια προβλήματα να λύσουμε.

Καταλάβαμε λοιπόν το πρώτο λάθος: η τεράστια κοινωνική δικτύωση δεν ήταν τελικά απαραίτητη για την κυβέρνηση. Η κρίση τα έφερε έτσι ώστε να την αγγίξουμε. Παραμένει όμως απαραίτητη για την εξουσία, για να μπορεί η Αριστερά να κυβερνά πραγματικά ως Αριστερά, για να μπορεί να συνομιλεί με τον κόσμο απευθείας. Ας καταλάβουμε λοιπόν και το δεύτερο λάθος. Αυτού του τύπου η κοινωνική δικτύωση δεν πρέπει, σώνει και ντε, να είναι του παλαιού τύπου: σωματείο, συνδικάτο, φοιτητικός σύλλογος με την κλασική τους λειτουργία. Ίσως πρέπει να δοκιμάσουμε, πλέον, αυτές οι δομές –τις οποίες πρέπει οπωσδήποτε να διατηρήσουμε– να καλύψουν και τις νέες ανάγκες, και όχι μόνο αυτές της εποχής που φτιάχτηκαν. Και οι νέες ανάγκες είναι της «υποβοηθούμενης αυτοοργάνωσης». «Αυτοοργάνωση», τόσο διότι λόγω της κρίσης οι άνθρωποι πρέπει να συντονιστούν για να τη βγάλουν καθαρή, όσο και διότι η δική μας Αριστερά, από θέση αρχής, δεν καταλαβαίνει τον εαυτό της ως ένα κοινωνικό διευθυντήριο και την κοινωνία ως ένα κουρδισμένο σώμα, αλλά ως ένα σώμα που βουλεύεται και αποφασίζει. Αλλά και «υποβοηθούμενη», διότι η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μας επιτρέπει να κάνουμε ακόμη πιο ορατές αυτές τις πρωτοβουλίες, ενδεχομένως και να επιβάλουμε την ενίσχυση του κράτους προς αυτές.

Οι παραπάνω δράσεις θα πρέπει να αποτελούν μια προεπισκόπηση, όσο αυτό είναι εφικτό, του τι θα έκανε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, σε σχέση με τις πρωτοβουλίες των πολιτών και πώς θα τους δίδασκε, μαθαίνοντας ταυτόχρονα και η ίδια, να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια από τις βασικότερες δομές που έφεραν το 1917 τους μπολσεβίκους στην εξουσία με ένα –τελικά– πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγμα, ήταν οι εργοστασιακές επιτροπές. Αλλά ούτε και πως αυτές ξεπατώθηκαν, λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας (δηλαδή επί Λένιν και όχι επί Στάλιν), εκκινώντας  τη γραφειοκρατικοποίηση του καθεστώτος.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να θεσμοποιεί, να οργανώνει και να αναπτύσσει αυτές τις δομές αυτοοργάνωσης και — εξίσου σημαντικό!– να μπολιάζει με τη λογική τους τις «παραδοσιακές» δομές. Δηλαδή, να βοηθάει τα συνδικάτα, τα σωματεία και τους φοιτητικούς συλλόγους, ώστε, πέρα από χώροι διεκδίκησης κλαδικών αιτημάτων, να εξελίσσονται και σε χώρο συνάντησης και συντονισμού των διαδικασιών κοινωνικής αλληλεγγύης, της συνάντησης κράτους και κοινωνικού εθελοντισμού. Για παράδειγμα, το σωματείο εργαζομένων ενός νοσοκομείου μπορεί να είναι ο χώρος που συνεχίζει να διεκδικεί καλύτερους μισθούς και, την ίδια στιγμή, να  οργανώνει το πρόγραμμα με το οποίο οι γιατροί μια φορά την εβδομάδα θα παρέχουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους σε κάποιο κατάλυμα αστέγων ή σε μια υποβαθμισμένη αστική περιοχή. Η διεκδίκηση και η επιβολή καινοτομιών όπως του Συμμετοχικού Προϋπολογισμού (και γενικά δομών κοινωνικής διαβούλευσης) μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό έναυσμα για να ενταχθούν οι πολίτες σε μια ουσιωδώς πολιτική διεργασία, ώστε να δοθεί ένα πολύ ισχυρό δείγμα του τι εννοούμε όταν λέμε πως θέλουμε να πάρουμε την κυβέρνηση για να επιστρέψει η εξουσία εκεί από όπου πηγάζει, στο λαό.

Κάποια από τα παραπάνω μοιάζουν, επί της αρχής, αντιφατικά: Διεκδίκηση καλύτερων μισθών και ταυτόχρονα εθελοντική, δηλαδή απλήρωτη, εργασία; Αυτό όμως, αν μπορέσουμε να το πετύχουμε, θα αποτελέσει μια δύναμη με μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο, μια άφθαρτη πολιτική δύναμη, με τα πρόσωπά της, που μπορούν να πείσουν πως είναι εδώ για να βοηθήσουν την κοινωνία να σταθεί όρθια. Για να γίνουν αργότερα μια κυβέρνηση που έρχεται μέσα από τους αγώνες της κοινωνίας και πείθει πως προσπαθεί για το καλύτερο, μαζί με τον κόσμο. Και αυτή είναι μια από τις βασικές καθοδηγητικές γραμμές για την ίδρυση του νέου μας κόμματος, του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ: Η δημιουργία ενός κόμματος με δομές και πολιτική πλατφόρμα που να του επιτρέπουν να λειτουργεί ως ένα πολιτικό εργαλείο που να υλοποιεί τα παραπάνω. Με μια όμως κρίσιμη επισήμανση: το Κόμμα δεν είναι το άθροισμα των επιμέρους κινημάτων, ούτε των επιμέρους αιτημάτων. Δεν είναι ο συλλογικός ακτιβιστής, αλλά ο συλλογικός διανοούμενος. Έτσι,  το βασικό του πλεονέκτημα, έναντι άλλων μορφών συλλογική οργάνωσης, είναι ότι μπορεί να παίρνει πολλές επιμέρους οπτικές, ανάγκες, συμφέροντα, να τα ιεραρχεί και να τα συνθέτει σε ένα πολιτικό σχέδιο, σε ένα πολιτικό και κυβερνητικό πρόγραμμα.

Ο ρόλος των κινημάτων είναι σαφής: η προώθηση των αιτημάτων και η κινητοποίηση της κοινωνίας. Ο ρόλος του κόμματος όμως είναι πιο σύνθετος: η θεσμική ολοκλήρωση και η αναβάθμιση αυτής της κινητοποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Είναι κάτι πιο πέρα από τους καλούς κινηματικούς αυτοματισμούς μας. Είναι αυτό που μας ζητάει ο κόσμος, άμεσα, και που δεν μπορούμε να το απορρίψουμε ως ανυπόμονο αίτημα ενός πολιτικά ανώριμου σώματος. Και, ευτυχώς, δεν το κάνουμε!

Σύνοδος Κορυφής: Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα;


Η δημόσια συζήτηση για το αποτέλεσμα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, στράφηκε κυρίως γύρω από το αν αποτελούσε πράγματι ήττα της Μέρκελ, όπως επέμεναν τα μεγάλα ΜΜΕ, ή αν δεν προκάλεσε σοβαρές αλλαγές στην ασκούμενη πολιτική. Στη σκέψη όμως κάποιων αριστερών υπάρχει ίσως ένα ακόμη ερώτημα: Θα μας συνέφερε, ως Αριστερά, σε αυτή τη συγκυρία να θεωρηθεί η εξέλιξη ως υποχώρηση της Μέρκελ;

Καταρχάς, η ερώτηση θα είχε ένα κάποιο νόημα αν κάτι τέτοιο ήταν αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης της ελληνικής πλευράς. Από τη στιγμή όμως που αυτό δεν ίσχυσε, και αφού τα όσα κέρδισαν η Ισπανία και η Ιταλία δεν τα απολαμβάνει και η Ελλάδα, τότε καμία πολιτική υπεραξία δεν μπορεί να εισπραχθεί από την κυβέρνηση. Ας πούμε όμως, έτσι, σαν άσκηση, πως μια ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται και κερδίζει κάτι για τη χώρα. Αυτή η νίκη της κυβέρνησης, θα συνιστά ήττα για την Αριστερά; Εν πολλοίς, μια τέτοια κουβέντα γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου. Μία μνημονιακή κυβέρνηση, δεμένη σφιχτά με ιδεολογικούς δογματισμούς και συμφέροντα, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει καμία δομική αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών. Όμως, μήπως κάποιο μικρό κέρδος, που θα παρουσιαστεί από τα ΜΜΕ ως μεγάλη επιτυχία, θα μπορέσει να ξεγελάσει τον κόσμο και να μειώσει τον ριζοσπαστισμό του; Εδώ, ας θυμίσουμε ότι όταν τα κανάλια προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ως τεράστια επιτυχία του Γιώργου Παπανδρέου, οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου πήραν τη σκυτάλη της οργής από τις μεγάλες απεργίες και σε λίγο καιρό ο ίδιος ο Παπανδρέου ήταν παρελθόν. Επίσης, ας έχουμε κατά νου πως δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεγελαστεί ο κόσμος, όταν ζει όπως τώρα. Αν η ανεργία δεν απαντηθεί είτε με δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, είτε με κοινωνικές πολιτικές, το κλίμα δεν είναι εύκολο να αλλάξει.

Έχουμε λοιπόν ένα από τα πιο παλιά ερωτήματα που αντιμετώπισε η Αριστερά: Όσο χειρότερο για τον κόσμο, τόσο καλύτερα για την ίδια; Δεν θα πω πολλά εδώ εναντίον αυτής της άποψης. Μόνο ότι πρώτον, η ήττα δεν γεννά από μόνη της ριζοσπαστισμό, αλλά, συνήθως, κατάθλιψη και αναχωρητισμό, δεύτερον ότι ο ριζοσπαστισμός δεν είναι πάντα αριστερόστροφος αλλά υπάρχει και ο δεξιόστροφος. Η αλήθεια είναι πως το «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φάνηκε να επιβεβαιώνεται μέσα από την σημερινή άνοδο της Αριστεράς στις συνθήκες της κρίσης και από τον καταποντισμό της στις συνθήκες της καταναλωτικής ευφορίας της δεκαετίας του '90. Αυτή όμως είναι μόνο η μεγάλη εικόνα. Μια πιο κοντινή ματιά στην Ιστορία μας λέει αμέσως πως τη δεκαετία του '90 η Αριστερά δεν υποχώρησε επειδή ο κόσμος κατανάλωνε, αλλά επειδή είχαν μόλις διαλυθεί τα καθεστώτα του Υπαρκτού. Ακόμη, τη δεκαετία του '60, επίσης περίοδο καπιταλιστικής άνθησης, τα κοινωνικά ριζοσπαστικά κινήματα δεν υποχώρησαν, αλλά αντιθέτως σημείωσαν έκρηξη. Τέλος, η κρίση έχει χτυπήσει και άλλες χώρες, όπου όμως η δύναμη της Αριστεράς μειώθηκε, όπως η Πορτογαλία ή αυξήθηκε σημαντικά αλλά όχι θεαματικά, όπως η Ισπανία.

Επομένως, ο κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω είναι η δράση της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν, καμία συνθήκη δεν οδηγεί από μόνη της πουθενά και κάποιος άλλος θα βρεθεί για να καλύψει το κενό. Θα πει κανείς πως αυτό δεν το αμφισβητείται πλέον και κανένας δεν υποστηρίζει πως οι κακουχίες οξύνουν αμφίπλευρα την ταξική πάλη και ριζοσπαστικοποιούν αυτομάτως τις συνειδήσεις. Μήπως όμως αυτό που τελικά αποδεικνύεται είναι πως η κρίση, το «όσο χειρότερα» που λέγαμε, χωρίς να είναι μονόδρομος για την άνοδο της Αριστεράς, δημιουργεί προϋποθέσεις που (αν συνδυαστούν με τη δράση μας) μπορούν να μεγαλώσουν την κοινωνική επιρροή της; Ας είναι έτσι λοιπόν. Και πάλι όμως, εδώ θα συμφωνήσουμε στο εξής: Πως για να έχει συνέχεια αυτή η αύξηση της επιρροής, χρειάζονται νίκες, ακόμη κι αν δεν έχουν ως άμεσο φορέα την Αριστερά. Αλλιώς, η απογοήτευση που θα σκορπιστεί θα οδηγήσει τον κόσμο στην αναζήτηση άλλων λύσεων. Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες νίκες, ακόμη και αν επιχειρείται να παρουσιαστούν ως επιτυχίες άλλων και όχι του λαού (αλλά εδώ είναι και ο ρόλος μας, στο να πείσουμε για το αντίθετο), τονώνουν την αυτοπεποίθηση του κόσμου, και μπορούν να το οδηγήσουν στην κλιμάκωση του αγώνα του.

Αυτό λοιπόν που μας φταίει, είναι η συνέχιση της ήττας και αυτοί που την προκαλούν και όχι κάποια μικρή, και εν δυνάμει αποπροσανατολιστική, νίκη. Πόσο μάλλον, αν αυτή η νίκη παρουσιαστεί από εμάς ως αυτό που πραγματικά είναι, ως ένα αποτέλεσμα της πίεσης και του φόβου που προκάλεσε το μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν τονίζουμε το πόσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι αυτή η νίκη, αν δημιουργηθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι αντιφατικό, αλλά αληθινό και για αυτό αξίζει να ειπωθεί έτσι: Ας μην φοβόμαστε να νικήσουμε!

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Κόκκινες γραμμές και μαύρη προπαγάνδα

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=681941

Μια από τις πολλές φράσεις και όρους που εισήχθησαν στην καθημερινότητα μας, συγκροτώντας αυτό που θα λέγαμε «το γλωσσάρι της κρίσης», είναι οι περίφημες «κόκκινες γραμμές». Όπως αυτές που διέθετε ο κ. Σαμαράς, οι οποίες εσχάτως εξελίχθησαν από ευθείες σε καμπύλες για να ραγίσουν τελικά και να γίνουν διακεκομμένες. Σαν αυτές που, όπως μας πληροφόρησαν κατά σειρά ο εκπρόσωπος του κυνισμού της εξουσίας κ. Πάγκαλος, και της εξουσίας του κυνισμού κ. Παπαδήμος, δεν έχουμε εμείς, αλλά μόνο οι δανειστές μας. Δανειζόμενοι οι ίδιοι, αλλά και πολλοί άλλοι ένθερμοι ζηλωτές της εξουσίας και του πλούτου, απλουστευτικά σχήματα ερμηνείας με βάση την καθημερινή μας εμπειρία (η οποία βεβαίως αφορά το μικροεπίπεδο της ατομικής μας ζωής και όχι αυτό της πολιτικής, αλλά σιγά μην ασχολούμαστε τώρα με μεθοδολογικές ιδιοτροπίες) μας θύμιζαν διαρκώς: «Όταν δανείζεσαι χρήματα από κάποιον, δεν του βάζεις εσύ όρους, αυτός σου βάζει».

Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξηγήσω σε αυτό το κείμενο το γιατί είναι γελοίο να στήνει κανείς τέτοιες αναλογίες, του τύπου «οι οικονομικές σχέσεις των κρατών είναι όπως οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων», ούτε να αποδείξω το γιατί η συγκρότηση μίας αναλογίας δεν συνεπάγεται και την συγκρότηση μίας απόδειξης. Άλλωστε, αυτή η τεχνική είναι από τις πιο παλιές της ρητορικής τέχνης: Εμφανίζω μια κατάσταση όπου η αλήθεια είναι αυταπόδεικτη, την παραλληλίζω αυθαίρετα με την κατάσταση που εξετάζω και εμφανίζω το συμπέρασμα της μίας ως να ισχύει αναλογικά και για την άλλη. Αλλά, είπαμε: όχι μεθοδολογία. Τι μας μένει; Μα, η Ιστορία. Αυτό που θέλω λοιπόν με αυτό το κείμενο είναι να παρουσιάσω δύο περιπτώσεις στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, που η εξέτασή τους κάνει την επιχειρηματολογία περί μονόπλευρων κόκκινων γραμμών να καταρρέει μέσα σε γέλια και απαξίωση.

Πρώτη στάση. 1942. Η Κατοχή βαθαίνει τις δομές της στην Ελλάδα. Η Αντίσταση και η ήττα του Άξονα στη Μέση Ανατολή, όπως μας θύμισε και ο Μιχάλης Λυμπεράτος πριν από λίγες Κυριακές στην Αυγή,1 προκαλεί την όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία των αρχών Κατοχής και τη διαρκή αύξηση των οικονομικών τους απαιτήσεων. Για αυτό οι ναζί επιτάσσουν μεγάλες ποσότητες πολύτιμων μετάλλων αλλά και τροφίμων, με αποτέλεσμα τη λιμοκτονία ενός πολύ μεγάλου αριθμού Ελλήνων σε ημερήσια βάση. Ο Μουσολίνι φτάνει να δηλώσει πως «οι Γερμανοί πήραν από τους Έλληνες ως και τα κορδόνια των παπουτσιών τους». Ήδη από το 1941 η υποχρεωτική οικονομική αρωγή της Ελλάδας προς τις αρχές Κατοχής ξεπερνάει το ένα δις μάρκα και τα επόμενα χρόνια πολλαπλασιάζεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο δοσίλογος και τοποθετημένους από τους ίδιους τους ναζί, πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας, στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ενημερώνει τις ναζιστικές αρχές για την πρόθεση του να παραιτηθεί αν η κατάσταση εξακολουθήσει ως έχει! Αστείο θα ήταν βεβαίως το να υποστηρίξει κανείς πως ο Τσολάκογλου πραγματοποίησε κάποιο πραγματικά πατριωτικό πολιτικό διάβημα με εκείνη του την κίνηση. Αποδεικνύεται όμως η δυνατότητα άσκησης (ή απειλής άσκησης) πολιτικής πίεσης, ακόμη και σε ακραία δεσμευτικές συνθήκες.

Δεύτερη στάση. 1949. Αρχές του χρόνου, με τον Εμφύλιο εν εξελίξει και την παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα κυριαρχική όσο ποτέ ως τότε. Το Σχέδιο Μάρσαλ και τα οικονομικά του πακέτα δρομολογούν εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία που περνάνε μέσα από σκληρές διαδικασίες για την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η Διεύθυνση Οικονομικής Συνεργασίας (ECA/G), μία από τις Οικονομικές Αποστολές που δρουν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, καταλήγει στο ότι οι τιμές ασφαλείας των αγροτικών προϊόντων δεν θα πρέπει να υπερβούν το 85% των προπολεμικών τους επιπέδων και για αυτό επιμένει στη μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων.2 Τον πρώτο μήνα του χρόνου η κυβέρνηση Σοφούλη απειλεί την ECA/G (δηλαδή, εμμέσως τις ίδιες τις ΗΠΑ, από την στήριξη των οποίων εξαρτιόταν η έκβαση του Εμφυλίου), πως σε περίπτωση επιμονής στη μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων, θα παραιτηθεί.

Δύο περιπτώσεις, λοιπόν, κυβερνήσεων με εξαιρετικά ισχυρές σχέσεις εξάρτησης. Δύο κυβερνήσεις οι επικεφαλής των οποίων έχουν την ευθύνη για την αντιμετώπιση των τεράστιων κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής τους και άρα κάθε λόγο να μη χαλάνε κανένα χατίρι στους προστάτες τους. Και όμως, το ένστικτο της πολιτικής τους αυτοσυντήρησης και ο φόβος της πολιτικής αποτυχίας και της κοινωνικής έκρηξης τους οδήγησαν μέχρι την απειλή της παραίτησης. Μέχρι, δηλαδή, μια προσπάθεια χάραξης μιας «κόκκινης γραμμής». Περισσότερο ή λιγότερο πραγματικής ή υποκριτικής. Είναι λυπηρό αλλά αληθινό πως η στάση της πολιτικής εξουσίας της Ελλάδας μέσα στην κρίση είναι ως τώρα τέτοια που της είναι άβολο να συγκριθεί ακόμη και με τα γεγονότα που προαναφέραμε. Όσοι έχουν παίξει μέχρι στιγμής με το μέλλον του ελληνικού λαού, εμφανίζοντας τις επιλογές τους ως έναν εξαναγκασμένο μονόδρομο τον οποίο οι ίδιοι τραβάνε παρά τη θέλησή τους, έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο μόνο ερμηνείες: Ή έχουν φανεί κατώτεροι ακόμη και των κυβερνήσεων των συνεργατών των ναζί και των ΗΠΑ ή οι πολιτικές επιλογές τους είναι στην πραγματικότητα συνειδητές και απολύτως επιθυμητές και, εν τέλει, σκληρά ταξικές. Άρα, θα μπορούσαν να θέσουν κόκκινες γραμμές, αλλά απλώς δεν το επιθυμούν. Διότι τα Μνημόνια είναι η εφαρμογή των δικών τους πολιτικών ιδεών και η υπεράσπιση των δικών τους ταξικών συμφερόντων. Δύσκολα μονοπάτια όμως αυτά, ειδικά σε μέρες που πλησιάζει η εκλογική κρίση και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εμφανίσουν την οικονομική κρίση ως φυσικό φαινόμενο και να εξαφανίσουν τις ευθύνες τους σαν σκουπίδια κάτω από το χαλί. Δύσκολα, δηλαδή, βρίσκει διάθεση κανείς να αναμετρηθεί με την Ιστορία, τη στιγμή που αυτή ετοιμάζεται να ρίξει πάνω του ό,τι πιο βαρύ έχει αυτός ο κόσμος. Τη σκιά της.

 


1 Μιχάλης Λυμπεράτος, «Το κατοχικό δάνειο: μια αναγκαία υπενθύμιση», Η Αυγή, 18.3.2012.



2 Γιώργος Σταθάκης, «Η οικονομία κατά τον Εμφύλιο», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλίδας (επιμ.) Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σελ. 65

Λαϊκισμός είναι να σπέρνεις φόβο για να θερίσεις ψήφους

http://rednotebook.gr/details.php?id=5327

Οι παλαιότεροι αριστεροί και οι αριστερές πρέπει να νιώθουν φοβερά μπερδεμένοι τον τελευταίο καιρό, λες και ακούν την φωνή τους να τους έρχεται κατάμουτρα, σαν αντίλαλος, από την απέναντι πλευρά. Πρακτικές και ήθη για τα οποία κατηγορούσαν τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, όλως αιφνιδίως εμφανίζονται να τους χρεώνονται και μάλιστα πιεστικά και χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης και απολογίας. Η Αριστερά ξαφνικά κατηγορείται πως προωθεί το πελατειακό κράτος, τις διεφθαρμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και, πάνω από όλα, τη βία και τον λαϊκισμό. Ποιος να το έλεγε στις γενιές των αριστερών που τράφηκαν με τις αφηγήσεις της βίας του κράτους της Δεξιάς και την απέχθεια προς τον πληθωρικό λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, πως σήμερα θα βρίσκονταν να απολογούνται και να παιδεύονται για αμαρτίες ξένων γονέων;

 
Η κατηγορία περί λαϊκισμού είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα και κρίσιμη. Βεβαίως, η έννοια του λαϊκισμού ξηλώνεται για να χωρέσει όλα όσα μας καταμαρτυρούν οι αντίπαλοι μας, για την ακρίβεια οι κοινωνικοί μας εχθροί: έλλειψη προτάσεων, μη ρεαλιστική θέαση της πραγματικότητας, και κυρίως μη αποδοχή της αναγκαιότητας του Μνημονίου και των μέτρων που το συνοδεύουν. Θεωρούμαστε λοιπόν λαϊκιστές επειδή απαιτούμε να μην κοπούν οι μισθοί και οι συντάξεις, να μην διαλυθούν οι εργασιακές σχέσεις και να μην ιδιωτικοποιηθούν οι υπηρεσίες προσφοράς δημόσιων αγαθών. Επειδή δηλαδή, δήθεν, χαϊδεύουμε τα αυτιά του κόσμου και του τάζουμε πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Πράγματι, αυτά που λέμε δεν μπορούν να γίνουν μέσα στο πλαίσιο των ασκούμενων πολιτικών. Δεν μπορούν να γίνουν όσο η προτεραιότητα δεν δίνεται στους όρους ζωής των ανθρώπων αλλά στο σχέδιο βίαιης απόσπασης του πλούτου από την κοινωνική πλειονότητα προς όφελος της κοινωνικής ελίτ, όπως γίνεται άλλωστε σε όλες τις κρίσεις. Δεν γίνονται αν δεν στεναχωρήσουμε τις τράπεζες και τους μεγαλοεργολάβους που περιμένουν να αρπάξουν κοψοχρονιά τη δημόσια περιουσία. Κανένας λαϊκισμός λοιπόν. Απλώς, ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό σχέδιο.

Από την άλλη πλευρά, είναι οι κοινωνικοί μας εχθροί αυτοί που πρέπει να μας εξηγήσουν κάποια πράγματα. Όταν παρουσιάζουν τα μέτρα ως μονόδρομο, όταν λένε πως δεν μπορούν να θέσουν όρους και «κόκκινες γραμμές» στην Τρόικα και κυρίως όταν τρομοκρατούν την κοινωνία διαρκώς με την απειλή της χρεωκοπίας και εσχάτως των μεταναστών, κρύβοντας πως το σχέδιο τους είναι ακριβώς η χρεωκοπία, δηλαδή η εσωτερική υποτίμηση, τότε δεν λαϊκίζουν; Ο λαϊκισμός έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την ψευδολογία και το παιχνίδι με τα συναισθήματα του δέκτη. Η άσκηση τρομοκρατίας, η χρήση δηλαδή του αισθήματος του φόβου, είναι ένα κατεξοχήν μέσο λαϊκισμού. Διότι μετά από την πρόκληση πανικού ακολουθεί η εμφάνιση του ηγέτη (του Βενιζέλου, του Σαμαρά, του Παπαδήμου) ο οποίος έρχεται να καθησυχάσει το λαό (που ο ίδιος φόβισε!) και ως στοργικός πατέρας του έθνους να υποσχεθεί πως θα μας προφυλάξει από την καταστροφή αρκεί να τον εμπιστευτούμε τυφλά και να κάνουμε ό,τι μας υποδείξει. Λαϊκισμός λοιπόν δεν είναι μόνο το να λες ευχάριστα πράγματα. Μερικές από τις πιο γνωστές λαϊκιστικές φιγούρες της ιστορίας βάσισαν τη ρητορεία τους στον φόβο της καταστροφής, στην τρομακτική απειλή του εξωτερικού και εσωτερικού εχθρού.

 
Το να σπέρνεις λοιπόν φόβους για να θερίσεις ψήφους είναι καθαρός λαϊκισμός. Για την ακρίβεια, η μετατροπή των πολιτών σε μη-πολίτες διά της τρομοκρατίας των «μονόδρομων», άρα διά της στέρησης της δυνατότητας επιλογής και της αναγωγής της πολιτικής στην απόφαση του μεγάλου εθνοπατέρα, είναι μία από τις χειρότερες και πιο αυταρχικές μορφές λαϊκισμού. Θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση «εγώ μόνο ξέρω το καλό σου και για να το πετύχω μπορεί να αποφασίσω ακόμη και να σε θυσιάσω». Πρόκειται για την πολιτική σχέση ηγεμόνα – υπηκόου, θυμίζει τη σχέση Θεού – πιστού. Μία σχέση που δεν αφήνει καθόλου χώρο σε κάτι που αυτά τα χρόνια βρέθηκε στα ματωμένα στόματα ανθρώπων σε όλες τις πλευρές του κόσμου: τη Δημοκρατία.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

«Βαλκανικός» φιλελευθερισμός: Ατελής, αφελής και επικίνδυνος

http://rednotebook.gr/details.php?id=5126

Η ταινία Βαλκανιζατέρ ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές παραγωγές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, μεταξύ άλλων επειδή κατάφερνε να αναδείξει μία σειρά στοιχείων που οι πιο πολλοί από εμάς αναγνώριζαν ως κοινούς τόπους των βαλκανικών λαών. Δεσπόζοντα μεταξύ αυτών κάποια στοιχεία που συγκροτούν την κυρίαρχη –και για εμάς τους ίδιους– εικόνα των Ελλήνων. Η έμπνευση, η πατέντα, το κόλπο και κυρίως ένας ιδιαίτερος τρόπος να μετασχηματίζονται τα πάντα σε «βαλκανικής» κοπής πράγματα και να εκφράζονται με ιδιαίτερους – και συνήθως μπερδεμένους, ευκαιριακούς και πρόχειρους – τρόπους.

Μεταξύ των όσων μετασχηματίζονται επί τω «βολικότερω» όταν περνάν τα σύνορα της Ελλάδας είναι μερικές φορές και οι πολιτικές ιδεολογίες, με τελευταία περίπτωση αυτήν την φιλελευθερισμού. Έχει επισημανθεί και παλιότερα πως το κόμμα της Ντόρας Μπακογιάννη είναι ένα εξαιρετικό δείγμα κουτσού φιλελευθερισμού. Είναι ένα κόμμα που επικαλείται τον φιλελευθερισμό, αλλά δεν ανοίγει κανένα από τα θέματα που παραδοσιακά βρίσκονται στην πολιτική ατζέντα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κομμάτων. Ούτε για την εκκοσμίκευση του κράτους και την απαγκίστρωση του από την εκκλησιαστική ανάμιξη μιλάει, ούτε προς τον εθνικισμό και τον ρατσισμό στήνει μέτωπο, ούτε τον διαχωρισμό μαλακών – σκληρών ναρκωτικών διεκδικεί, ούτε τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλόφιλων υπερασπίζεται. Προσαρμόζεται δηλαδή πλήρως στις ιδεολογικές ανοχές του δεξιού (κυρίως) φάσματος της ελληνικής κοινωνίας και στα αποθέματα πολιτικού προσωπικού που είχαν περισσέψει τη στιγμή της ίδρυσής του και δεν προβάλει ούτε καν αυτά τα ταξικώς ακίνδυνα, αρχικά τουλάχιστον, θέματα. Πόσο πολιτικά φιλελεύθερο κόμμα να κάνεις άλλωστε με στελέχη τον Μαρκογιαννάκη, τον Καλό και, μέχρι πρότινος, τον Κιλτίδη;

Στο πλαίσιο του «βαλκανικού φιλελευθερισμού» ο πολιτικός του φορέας δικαιούται να ανασύρει ακόμη και προτάσεις ακροδεξιάς πατέντας, όπως αυτή περί διευρυμένη οπλοχρησίας από την πλευρά των πολιτών, την οποία πρότεινε ο Γ. Καρατζαφέρης και υιοθέτησε γραπτώς ο Τάκης Μίχας, Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει κάποιος βλέποντας πως ένα κόμμα που, στα λόγια, υποστηρίζει τον εκσυγχρονισμό του κράτους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, υιοθετεί μία θέση η οποία παραπέμπει σε παραδοσιακές κοινωνίες του 18ου αιώνα και στον πολιτισμό των όπλων του Νότου των ΗΠΑ, είναι να μιλήσει για αντίφαση. Μπορεί όμως να μιλήσει και για απλή και καθαρή βλακεία, την οποία προκαλεί ο ταξικός πανικός των ανθρώπων τα συμφέροντα των οποίων εκφράζονται από αυτόν τον πολιτικό χώρο.

Υποτίθεται πως η φράση «δρακόντειοι νόμοι» μας είναι οικεία ακριβώς επειδή για τους νόμους του νομοθέτη Δράκοντα στην Αρχαία Αθήνα έχουμε διδαχτεί ήδη από τα χρόνια του Δημοτικού. Διδαχθήκαμε, λοιπόν, την αποτυχία αυτών των νόμων, οι οποίοι, ακριβώς λόγω της υπερβολικής τους αυστηρότητας, οδήγησαν σε αύξηση των φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς. Αλλά και πάλι, δεν χρειάζεται ιστορική γνώση αλλά στοιχειώδης ψυχραιμία –και βεβαίως ανθρωπισμός– για να σκεφτεί κάποιος πως αν π.χ. οι διαρρήκτες γνωρίζουν πως οι κάτοικοι ενός σπιτιού πιθανότατα θα οπλοφορούν και θα τους χτυπήσουν, το πιθανότερο είναι πως θα πυροβολούν πάντα πρώτα οι ίδιοι! Επίσης, πόσο μυαλό χρειάζεται για να σκεφτεί κανείς πως αν σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης δοθεί γενικευμένο δικαίωμα οπλοχρησίας, τότε θα βρεθούν εξοπλισμένες και ομάδες που επιδιώκουν την πρόκληση κοινωνικού χάους και την επιβολή αυταρχικών λύσεων;

Προφανώς εδώ η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στη μέτρηση της νοημοσύνης ή της πολιτικής οξύνοιας όσων αλλοφρόνων φιλελευθέρων τρέχουν να γραφτούν ομαδικά σε λέσχες σκοποβολής. Η ερμηνεία έχει να κάνει με τον ταξικό πανικό. Και την αδυναμία των ανθρώπων αυτών να δουν πέρα από τη μύτη τους, γιατί εκεί βρίσκεται μια λύση που δεν τους αρέσει καθόλου. Η αντιμετώπιση της παρανομίας με την επίλυση των κοινωνικών αιτιών της, άρα με την αναίρεση των προνομίων τους και το άνοιγμα μιας απειλητικής για αυτούς κοινωνικής προοπτικής. Και όσο η κρίση και οι φόβοι που τους δημιουργεί θα τους κάνει να αποφεύγουν με μανία τέτοιες σκέψεις, τόσο περισσότερο θα καταφεύγουν σε άλλες, εκκωφαντικά βλακώδεις. Κυρίως, όμως, ανεύθυνες και επικίνδυνες. Οι παράλογες αυτές θέσεις είναι ένας καλός δείκτης του πόσο στριμωγμένοι είναι οι φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μας θυμίζουν όμως πάντα πως όταν κανείς βρίσκεται σε πανικό, μπορεί να γίνει καταστροφικός. Τι άλλο ανέδιδε το φασιστικό φαινόμενο στην Ευρώπη, πέρα από τη μυρωδιά του φόβου, πρωτίστως, των αστών;

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Crisis and the People in Greece

http://www.transform-network.net/en/home/article/crisis-and-the-people-in-greece.html

“They are not frightening us, they are just making us furious!”


The so-called negotiations between the Greek Government and the Troika (European Union – International Monetary Fund – European Central Bank) have come to the prescribed result. A cut on the minimum wage of 22% (and up to 40% for the rest), which means that people in Greece will have to live on a 400 Euro monthly income, combined with a 15% cut on the already extremely low pensions and the dismissal of 150.000 public servants, has been decided.

The announcement of the governments’ intentions created waves of rage in Greece and the General Confederation of Trade Unions called for a 48-hour strike. On Sunday, the day of the voting procedure, an enormous demonstration took place. Hundreds of thousands of demonstrators flooded all the streets around the Parliament. The provocative action on the side of the police forces (along with the propaganda of dominant media saying that the people gathered were not more than 20,000!) proved the governments’ fear of the people’s reactions and its decision to destroy the demonstration and terrorize the citizens. The first task was accomplished when police forces, after hours of terrorizing attacks against people in the nearby streets, without any excuse attacked the main body of the demonstration shooting gas bombs inside the blocks, causing many people to faint out, get injured or even suffer suffocation for a few moments. More than 50 demonstrators went to the hospitals, injured or with respiratory problems and once again the Internet was flooded with videos showing the police’s illegal actions. The second task though, was never accomplished. Especially when Mikis Theodorakis and Manolis Glezos, the two most prominent figures of contemporary Greek history, tried to enter the Parliament and suffered being attacked by the police forces, the demonstrators were furious. Theodorakis and Glezos finally managed to enter the hall of the Parliament, as they stated, “in order to look the members of Parliament straight in the eyes, now that they are preparing to vote for the death of Greece!”

During last week, officers of the EU were preparing this outcome with public statements, claiming that the minimum wage in Greece has to be reduced, since that of Portugal and Spain was even lower. Apart from the cynical admission that European workers have to be paid as little as possible, this statement also offers a great example of a misleading way of using the data. Equally crucial for the level of the Greeks’ living standards as the average salary (which in Greece far smaller than in the countries previously referred to) is the level of prices in the country, both of goods and services. This last figure is extremely higher than in almost all countries of the EU for a variety of reasons, having to do with the taxes that are imposed on goods and the malfunctions of the market and the creation of cartels. And in addition to these, the percentage of people working without insurance has been increasing tremendously up to 30%, as well as of those who work for less than the minimum wage.

The idea of the EU’s political leaders and bureaucrats is quite simple and rather old: “divide and rule” is their unofficial slogan, trying to turn European working classes against each other. Until now, this was also the case in Greece. At the beginning of the crisis the government and major media were stirring up resentment against public servants, claiming that their wages had to be reduced and a big percentage of them had to be dismissed. People seemed to be in favour of the idea because of the fact that a significant part of the country’s public sector has been staffed not through meritocratic procedures but through a clientelist system and because of various instances of inefficient operation of the public sector. Nevertheless, this has not resulted in a bigger or more costly public sector than those of most European countries. Parties of the Left had been warning that this procedure would not affect only public servants but private sector workers as well. For the past few months, when the effects of these policies showed, people did not seem willing to accept such measures. Even some headlines and paroles of the dominant media completely changed their stance from supporting the measures into condemning them.

No one left alone in the crisis
The realization that people share common interests has been boosted by the appearance of a variety of local initiatives called social solidarity networks, operating under the slogan “No one left alone in the crisis”. These initiatives are organized by citizens, sometimes with the participation of institutions – such as municipalities – both of left and non-left majorities. People are offering their work in these structures, not just as a form of charity but also as a way of helping themselves face the consequences of the crisis. Gathering food supplies for poor families, homeless people or even strikers, the creation of time banks, where people exchange services (for example, a doctor may offer his services twice a week and in exchange a maths teacher will offer lessons to his children etc), actions to prevent the electricity company from cutting the electricity supply from people who have not paid a new large tax on real property that was attached to the electricity bill in order to blackmail people, are just a few examples of the initiatives’ actions. These procedures are creating a completely new situation in Greece, teaching people that organizing social structures and functions, which is the actual meaning of politics, should not just be considered a responsibility of the experts, but an everyday task of everyone. And that contrary to the “divide and rule” of those in power, our own quote that is applied on our self organizing practices is “Together we stand”.


Upheaval of the political scene
The situation seems to have seriously affected how people perceive politics. A series of polls indicate that the political scene in Greece is dramatically changing. All of them show that the major Social Democratic Party of PASOK is being torn apart, going down from 44% in the national elections of 2009, to 10%. The Conservative Party of New Democracy is topping all polls but with a percentage as low as 30%, inefficient for an autonomous creation of a government. The third part of the coalition government, the populist, anti-immigrant, extreme right party of LAOS, also suffers the consequences of its decision to participate in it, having its percentages stuck to 5%. This is also the result of LAOS being the only example of an extremely neoliberal European extreme right-wing party, a fact which makes it incapable of a consistent political representation of the social strata most affected by the crisis.
Two more factors have to be considered. The first one is the rise of the extreme right neo-Nazi party Golden Dawn, which, according to some polls, could even enter the Parliament. This is the result of LAOS’s neoliberal agenda and the disappointment it caused to a part of its traditional voters. It is also a sign indicating that in the context of the crisis, the radicalization of people could also be of conservative character. The second factor is the rise of the Left. SYRIZA seems to be doubling its percentages, going from 5% to 13%. The Communist Party is also growing, reaching the same percentages as SYRIZA. Both are gaining votes from PASOK and, in a smaller amount, from New Democracy. The new interesting factor is the presence of the party of the Democratic Left, created by former members of Synaspismos and a mix of former members of PASOK, having the same, or in some polls even bigger, percentages as the rest of the Left.

The official expiration of the mandate of the current government is October 2013. Parties of the opposition (hypocritically including New Democracy, which participates in the government) ask for immediate elections. The proposal of SYRIZA, expressed constantly by its president, Alexis Tsipras, is the formation of a left government with a minimum programme of cancelling the Memorandum deal, increasing taxes on high incomes and big fortunes, renegotiating the debt by cancelling a part of it and imposing a 3-year-moratorium until the Greek economy manages to have a surplus. Both the Communist Party and the Democratic Left are rejecting this proposal. The Communist Party claims that there is no ground for such co-operation, because SYRIZA does not support the country’s withdrawal from the EU. At the same time the Democratic Left also rejects the proposal, on the grounds that SYRIZA is not fully supporting Greece’s participation in the EU! What is true, though, is that a government of the Left is not part of these parties’ strategy. The Communist Party, which recently adopted Stalin as its archetypical figure for the construction of Socialism, is dreaming of a classical type revolution that will lead to a “dictatorship of the proletariat” and a one-party system. The statement of its General Secretary, that a formation of a left government would only offer to the bourgeois class a period of time to reconstruct its political forces and regain power, is absolutely indicative of the party’s stand. The Democratic Left, on the other hand, is planning to participate in a government with PASOK or the new parties and groups that may emerge from it, in case of a split.
Thus, the scenery in Greece is rather complex and very conflictual at the moment. The only thing that is sure is that what will follow will depend strongly on peoples’ reactions. Both the actions of the government, as well as the stand of the parties of the Left after the elections will be affected by the mobilization of all types of movements and initiatives. At the same time with the attempt of the rulers of the political systems to reduce citizens’ ability to effect public policies, even of having a government formed by elections and not by the force of the Troika and the bargaining of three parties, public mobilizations and reaction towards this new authoritarian decisions is creating new types of opportunities for radical political outcomes. The streets of Greece are waiting to host our rage, our struggles and our hopes, once again. The bonds and visions that all those who participated in the large demonstration are now sharing proved to be much stronger than the fear that this government of the neoliberals, the bankers and the fascists is trying to impose on us. As one of the main slogans of the demonstrations was stating, “They are not frightening us, they are just making us furious!”

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Τούτες τις ώρες, δεν μένουν πολλά να ειπωθούν. Μένουν πολλά να γίνουν.

Όχι. Δεν μένουν πολλά. Μένει ένα. Να είμαστε εκεί. Εκεί που θα γραφτεί η Ιστορία. Εκεί που θα βρίσκεται η περηφάνεια μας. Εκεί που θα βρίσκεται ο αγώνας μας. Εκεί που θα βρεθούν μαζί το δικό μας βήμα με αυτών που πέρασαν από τα ίδια χώματα, που πάτησαν τους ίδιους δρόμους, που νίκησαν παλιά τα μεγάλα θηρία. Εκεί που κι άλλες καρδιές πέταξαν από φόβο κι από ελπίδα, που ηλεκτρίστηκαν από το πιο περίεργο μεθύσι, αυτό του αγώνα.

Θα κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Όλοι και όλες. Θα φυλάξουμε μέσα στα μάτια μας δυο εικόνες από τη ζωή μας. Τη ζωή μας όπως είναι. Και τη ζωή μας όπως τη θέλουμε. Κι αν αυτές οι δύο έρθουν κοντά, θα μπορούμε να ξανακοιτάξουμε μπροστά μας. Εμάς και τους επόμενους. Στα μάτια. Με τη συγκίνηση του Ανθρώπου που έκανε αυτό που στη ζωή του έταξε για Μεγάλο Καθήκον.

Τούτες τις ώρες, δεν μένει τίποτα να πούμε ο καθένας μόνος του. Τέρμα οι μονόλογοι, γιατί είναι ίδιοι παραμιλητά. Όλα που έχουμε, θα τα πούμε μαζί. Και δεν θα είναι λίγα. Γιατί θα παίρνουμε τη ζωή και τη φλόγα του αγώνα ο ένας από τον άλλο.

Τούτες τις ώρες, λίγα μπορούνε πια να συγκινήσουν. Το Καθήκον πετάει από πάνω μας και τα ορίζει όλα. Λίγα λόγια μόνο, από την άλλη άκρη της γης. Λίγα λόγια από κάποιους που εχουν ζήσει χειρότερα, που έχουν πολλά νεκρά χαμόγελα να θυμούνται. Και που αύριο θα μας κοιτάνε με την αγάπη των συντρόφων.




Μήνυμα από την Γενική Σοσιαλιστική Συνομοσπονδία Εργαζομένων της Βενεζουέλας ,

Αδελφέ Ελληνικέ Λαέ

Συνάδελφοι, Σύντροφοι, companeros

Από το Καράκας της Βενεζουέλας σας απευθύνουμε θερμό συντροφικό και επαναστατικό χαιρετισμό. Τούτες τις ώρες ο Βολιβαριανός λαός της Βενεζουέλας είναι μαζί σας!

Γνωρίζουμε ότι οι αγώνες σας είναι δύσκολοι και άνισοι, αλλά ξέρουμε ότι οι λαοί πάντα έχουν την ακατανίκητη δύναμη να νικούν στις πιο αντίξοες συνθήκες. Ο δικός σας λαός έχει γράψει ιστορία. Θα γράψει και τώρα. Έχουμε καταφέρει μέσα από συνεχείς αγώνες να στείλουμε το νεοφιλελεύθερο εργαστήριο και την κρεατομηχανή που καταστρέφει τις κοινωνίες και τις παραδίδει στους τοκογλύφους, στους τραπεζίτες και στον ιμπεριαλισμό στο αποχωρητήριο της ιστορίας!

Εμείς στην χώρα μας και στη Λατινική Αμερική ανοίγουμε νέους δρόμους που βασίζονται στην αλληλεγγύη, στη αλληλοκατανόηση των λαών μας, στην ανάγκη, η παιδεία, η υγεία, η δημοκρατία να μην εμπόρευμα αλλά κοινωνικά αγαθά για το λαό, ώστε να έχουν πραγματικό περιεχόμενο, ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας άστεγος, ούτε ένας άνεργος, ούτε ένα παιδι που να διψά για να κατακτήσει τη γνώση, τη τέχνη τον αθλητισμό και την ανθρωπιά και να μην μπορεί να το κάνει. Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουμε αλλά μέχρι τέλους θα αγωνιζόμαστε για αυτά τα πανανθρώπινα ιδανικά!

Χαιρετίζουμε τον ηρωικό αγώνα σας, την νικηφόρα σας ορμή!, το απαράμιλλο θάρρος σας!

Ζήτησε όποτε το κρίνετε να βοηθήσουμε με όποιο τρόπο μπορούμε και θα το κάνουμε!

Το έχετε ξανακάνει, δώστε στους λαούς του κόσμου την ελπίδα του αγώνα ξανά!

Ταράξτε τα λιμνάζοντα νερά της Ευρωπης του άγριου καπιταλισμού και τη βαρβαρότητας ώστε να ξαναβρεί τη ψυχή της και τα όνειρα της!

Δίωξε αυτούς που σας θέλουν προσκυνημένους!

Μπορείτε!

Ηasta la Victoria siempre!


(βράδυ Σαββάτου, 11 Φεβρουαρίου 2012)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Αποκαταστάσεως το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν…


Ας σκεφτούμε κάποιον που προσπαθεί να οργανώσει ένα βουνό από παλιά χαρτιά στα κατάλληλα συρτάρια. Όποιοι έχουν προσπαθήσει κάτι ανάλογο, ξέρουν πως όσο πιο γενικές είναι οι κατηγορίες μέσα στις οποίες οργανώνει κανείς το υλικό του, τόσο πιο εύκολη είναι η ταξινόμηση. Αν όμως το παρακάνει, όταν επιχειρήσει να ξαναβγάλει το υλικό του στο φως, εκεί καταλαβαίνει πως το σύστημα που είχε επιλέξει είναι τόσο χονδροειδές και απλουστευτικό, ώστε δεν του επιτρέπει να κάνει κάτι σοβαρό με τα στοιχεία του πέρα από το να τα φυλάει.

Προσπαθώντας να οργανώσει και να κλείσει τις ανοιχτές υποθέσεις που έχει με το παρελθόν του, στο ίδιο σφάλμα περιπίπτει και το ΚΚΕ. Και το οδηγεί εκεί ο σχηματικός και χονδροειδής τρόπος με τον οποίο η ηγεσία του βλέπει τα πράγματα και τον οποίο διαχέει στο κομματικό σώμα. Καλοί-κακοί, ήρωες-χαφιέδες, επαναστάτες-οπορτουνιστές. Οι πρόσφατες αποκαταστάσεις των Ζαχαριάδη, Βελουχιώτη και Βαβούδη δεν είναι παρά το επιστέγασμα της πολιτικής στρατηγικής του ΚΚΕ των τελευταίων είκοσι χρόνων. Πολλοί έκριναν ως υποκριτική την ταυτόχρονη αποκατάσταση των Ζαχαριάδη και Βελουχιώτη. Δεν θα συμφωνήσω. Στην εσωτερική λογική του ΚΚΕ, είναι απολύτως συμβατή η παρουσία των δύο στο ίδιο κάδρο. Ο Ζαχαριάδης δικαιώνεται ως Γραμματέας του ΚΚΕ, παρά τη σύγκρουση του με τον Βελουχιώτη. Ο τελευταίος, αν και, με βάση την τωρινή αντίληψη του ΚΚΕ, είχε δίκιο στην εναντίωση του στη Βάρκιζα, διαφωνώντας δημοσίως παραβίασε τις αποφάσεις του ΚΚΕ και την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Για αυτό και αποκαθίσταται μεν πολιτικά, αλλά όχι και κομματικά. Καμία ασυνέπεια, καμία αντίφαση.

Το πρόβλημα είναι αλλού. Πρώτη αντίφαση, η κοινή παρουσία στο κάδρο των κομματικών ηρώων του Ζαχαριάδη και του Πλουμπίδη, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό έχει επίσης αποκατασταθεί. Ο Πλουμπίδης, μια από τις πιο λαμπρές μορφές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, στιγματίστηκε από τον Ζαχαριάδη ως προδότης και αφέθηκε εκτεθειμένος στα χέρια του μετεμφυλιακού κράτους. Η κοινή τους παρουσία στο κομματικό μαρτυρολόγιο δεν δικαιολογείται κατά κανέναν τρόπο, παρά μόνο με την χονδροειδή διαχείριση του παρελθόντος στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, βάζοντας δηλαδή τα σκουπίδια και τις λεπτομέρειες κάτω από το χαλί ή στριμώχνοντας τα όπως-όπως μέσα στα συρτάρια.

Η δεύτερη αντίφαση είναι πως η διαφωνία του Βελουχιώτη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας θεωρείται σωστή. Αν η Βάρκιζα ήταν λάθος, όπως το ΚΚΕ λέει εδώ και καιρό, τότε θα πρέπει να μας πει τι άλλο έπρεπε να κάνει το κόμμα εκείνη την περίοδο. Και κυρίως, με ποια προοπτική. Διότι η Βάρκιζα αξιολογείται με ελαφριά καρδιά ως έγκλημα ή προδοσία (και όχι ως απλό λάθος τακτικής), μόνο αν αρνηθούμε να τη δούμε ως αυτό που ήταν, δηλαδή ως μια προέκταση της συνολικής στρατηγικής του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, η οποία δεν ήταν στόχευε στην επιθετική κατάκτηση της εξουσίας, αλλά στη μετατροπή του ΕΑΜ σε έναν πολιτικό σχηματισμό μέσα σε ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς και την πάλη μέσα σε αυτό. Αν το ΚΚΕ θεωρεί σήμερα πως κακώς έπραξε τότε η ηγεσία του και δεν επεδίωξε την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας, καταρχάς οφείλει να το πει έτσι, αυτολεξεί. Και να ακυρώσει ένα μέρος της αποκατάστασης του Ζαχαριάδη, αφού και επί των ημερών του ακόμη, τα κείμενα του ΚΚΕ χαρακτήριζαν ως «συκοφαντία» το να του αποδίδεται πως με τον Εμφύλιο κάνει επανάσταση για να καταλάβει την εξουσία! Και ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναιρέσει τη βασική θέση με την οποία «απολογείται» όλα αυτά τα χρόνια για τον Εμφύλιο, πως δηλαδή δεν επέλεξε το ίδιο τη σύγκρουση αλλά αναγκάστηκε να μπει σε αυτόν λόγω της Λευκής Τρομοκρατίας και της στάσης της αστικής τάξης και των Άγγλων.1 Θέση σωστή, αλλά που όταν εμφανίζεται ως γραμμή άμυνας για την κατηγορία περί στρατηγικής επιλογής της ένοπλης σύγκρουσης από το ΚΚΕ, κάπως μπερδεύει τα πράγματα. Τελικά, η ταξική πάλη της περιόδου έπρεπε ή όχι να κλιμακωθεί ένοπλα με στόχο την κατάληψη της εξουσίας; Αν δεν υπήρχε η λευκή τρομοκρατία, η ένοπλη πάλη δεν θα ήταν μια θεμιτή επιλογή για το ΚΚΕ; Θα έπρεπε να στοχεύσει στην κατάκτηση της εξουσίας με εκλογές; Ανοιχτά ερωτήματα, με τα οποία η ηγεσία του κόμματος δεν έχει αναμετρηθεί ακόμη ρητά.

Υπάρχει όμως άλλη μία ενδιαφέρουσα διάσταση στη στάση του ΚΚΕ το τελευταίο διάστημα. Αυτή που θα την ονόμαζα «εκκλησιαστική» και αφορά μια μεταφυσική διάσταση της αυτοεικόνας του. Η διαρκής ανάγκη να αποκαθιστά ή να αποπέμπει ανθρώπους από το σώμα του, μάλιστα προσδίδοντας, αφαιρώντας και ξαναπροσφέροντας την ιδιότητα του κομματικού μέλους σε νεκρούς ανθρώπους (αλήθεια, ο νεκρός στις δυτικές κοινωνίες και στον ορθολογισμό που πρεσβεύει η Αριστερά, δεν χάνει κάθε του ιδιότητα;) είναι ανιστόρητη (αφού κανείς δεν μπορεί να ρωτήσει τον Βελουχιώτη του 1945 αν θα επιθυμούσε να είναι σήμερα μέλος ενός κόμματος όπως το ΚΚΕ του 2011!) αλλά και θυμίζει την πρακτική της Εκκλησίας να αφορίζει και να αποπέμπει ανθρώπους από τους κόλπους της για να μην μιάνουν το σώμα της ή να τους επανεντάσσει αν κρίνει πως μετανόησαν ή πως είχαν αδικηθεί στην πρώτη τους κρίση. Πρακτική ειδικά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία μέχρι σήμερα αγιοποιεί ανθρώπους της, που όμως έχει νόημα μόνο επειδή η ίδια πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. Θυμίζει όμως και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό της ρόλο.

Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η (επίσημη) αντίληψη του Πατριαρχείου ήταν πως οι Οθωμανοί είναι μάστιγα από το Θεό και μέχρι να έρθει η ώρα που αυτός θα τους διώξει, κάθε επαναστατική προσπάθεια είναι πρόωρη, στρέφεται ενάντια στο θέλημα του και θα καταδιώκεται. Πόσο διαφορετική φαίνεται η στάση του ΚΚΕ, όταν περιφρουρεί τη Βουλή από όλες τις άλλες εκφράσεις του κινήματος (και δεν αναφέρομαι στους καταστροφολάγνους «μπάχαλους») για να μην κλιμακωθεί ο κοινωνικός αγώνας πριν την ώρα που θα δείξουν τα κομπιούτερ του Περισσού; Και κάτι ακόμη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πίστευε πως ναι μεν η οθωμανική κατάκτηση είναι μάστιγα, αλλά παράλληλα είναι και ένα δώρο του Θεού, αφού δια αυτής απομονώθηκαν οι ορθόδοξοι από τους «συγγενείς» καθολικούς χριστιανούς και έτσι αποφεύχθηκε κάποια μιαρή ένωση τους. Δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω για τους αστείους συμβολικούς παραλληλισμούς που μοιάζει να στήνει καμιά φορά η Ιστορία.

Αντιφάσεις, παλινωδίες, μεταφυσική και πολιτικές δεισιδαιμονίες. Με αυτά αναμετριόμαστε. Και αυτά πρέπει να λύσουμε για να έχει πολιτικό όφελος στο σήμερα η Αριστερά. Δηλαδή, εν τέλει, ο λαός. Αλλιώς, ας μείνει ο καθένας στη θανατηφόρα θαλπωρή της μοναξιάς του. Αλλά τότε η Ιστορία θα γράψει πράγματα, τα οποία μετά δεν θα μπορεί κανείς ούτε να εξωραΐσει, ούτε να δικαιολογήσει, όσες αποκαταστάσεις, αποπομπές και μνημόσυνα κι αν κάνει.




1 Ενδεικτικά: «Οι καταδιωκόμενοι ΕΑΜίτες-ΕΛΑΣίτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε στα βουνά, από το να συγκροτήσουν τον ΔΣΕ. Κάθε άλλη επιλογή τους, κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ, θα ήταν “σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω”». Βλ. «Ζωντανή η ψυχή, το μεγαλείο του ΔΣΕ», Ριζοσπάστης, 1.11.2009. Επίσης: «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία […] Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές […]». Βλ. «Η βαθιά αλήθεια για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας 1946-1949. Η τρίχρονη εποποιία διδάσκει το σήμερα», από την ιστοσελίδα του ΚΚΕ (www.kke.gr). Στο ίδιο άρθρο υπάρχει και η φράση «Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι, εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης, και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου», η οποία όμως δεν υποστηρίζει ρητά την ανάγκη ένοπλης κατάληψης της εξουσίας, αλλά μάλλον της έγκαιρης ένοπλης άμυνας.