Όταν το κόμμα μας, πριν από αρκετά
χρόνια, αποκόπηκε από το όνειρο της κεντροαριστεράς, χρειάστηκε να
διασαφηνίσει τη βάση στην οποία θα έθετε το ζήτημα της εξουσίας. Τρεις
ήταν οι κύριες παραδοχές, ρητά και άρρητα. Πρώτον, ότι είναι άλλο πράγμα
η κυβέρνηση και άλλο η εξουσία. Το ότι κατέχει κανείς την κυβέρνηση δεν
σημαίνει πως διαθέτει και την πραγματική εξουσία, δηλαδή πως έχει στα
χέρια του έναν κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και ιδεολογίας και μια
κοινωνική δομή που του επιτρέπει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Δεύτερον, και ως εκ τούτου, ότι δεν δεχόμαστε πως αρκεί να πάρουμε την
κυβέρνηση και εκ των υστέρων θα διαμορφώσουμε το σύστημα στα δικά μας
μέτρα. Εντελώς χονδρικά, θα λέγαμε πως αυτή η αντίληψη καταλαβαίνει το
κράτος ως ένα μονολιθικό εργαλείο άσκησης εξουσίας που όποιος το έχει
στα χέρια του το κάνει ό,τι θέλει. Δεν είναι τυχαίο πως την άποψη αυτή
μοιράζονται η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός.
Τρίτον, και για το θέμα μας πιο κρίσιμο
από όλα. Λέγαμε ότι, δεδομένων των προηγούμενων, η Αριστερά θα πρέπει να
χτίσει την άνοδο της προς την κυβέρνηση με τρόπο ώστε, όταν θα φτάσει
εκεί, να έχει ήδη διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό τους όρους που θα της
επιτρέψουν να ασκήσει την πολιτική της, δηλαδή να έχει αλλάξει σημαντικά
τις συνειδήσεις ενός κρίσιμου μέρους του πληθυσμού και να έχει
διαμορφώσει ένα δυναμικό που θα προστατεύσει και θα επιβάλει την
πολιτική της. Ρόλο στη διαμόρφωση αυτή της άποψης έπαιξαν και οι
εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής, με την προσπάθεια ανατροπής του Τσάβες
και την περίπτωση της Βολιβίας, όπου κατ’ ουσίαν ένα κίνημα έγινε
κυβέρνηση. Ο τρόπος με τον οποίο όλο αυτό το σχήμα των τριών παραδοχών
αποκρυσταλλωνόταν ήταν ο εξής απλός: η Αριστερά, για να έρθει στην
κυβέρνηση και να μπορέσει να δράσει ως Αριστερά, άρα να πάρει και την
πραγματική εξουσία, θα πρέπει να έχει μια υψηλού βαθμού οργανωμένη
πολιτική παρέμβαση στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους. Η αύξηση της
πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής της Αριστεράς θα πηγαίνει χέρι χέρι
με την αύξηση αυτής της παρέμβασης. Επομένως, για να πάρουμε την
κυβέρνηση θα έπρεπε πρώτα να έχουμε κερδίσει την πλειοψηφία σε καμιά
εικοσαριά εργατικά σωματεία, δέκα συνδικάτα και πέντε ομοσπονδίες.
Αυτό το σχέδιο δεν ήταν λάθος. Με τα
δεδομένα που είχαμε, ο υπολογισμός ήταν λογικός. Απλώς, έπεσε θύμα της
πανουργίας της Ιστορίας. Πιστεύαμε πως η άνοδος της Αριστεράς στην
κυβέρνηση θα συνέβαινε μέσα σε μια κινηματική έκρηξη. Δεν φανταζόμασταν
όμως αυτή την έκρηξη ούτε να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες κρίσης, ούτε να
είναι κάτι σαν τις «πλατείες». Η έκρηξη ήρθε, αλλά δεν ήταν η
συνισταμένη –όπως υπολογίζαμε– της δικής μας σταθερής και ευρείας
παρέμβασης στην κοινωνία και ειδικά στους χώρους δουλειάς, χωρίς να
σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και αυτά.Έχουμε
λοιπόν κάτι σαν σχήμα πρωθύστερο. Η πολιτική μας δυναμική έχει αυξηθεί
αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Για λίγο, το κάρο έχει μπει
μπροστά από τα άλογα. Αλλά δεν μπορεί να περπατάει έτσι για πολύ. Δική
μας δουλειά είναι τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε τώρα και
αναδρομικά αυτές τις κοινωνικές αναφορές και τις οργανωτικές σχέσεις των
ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση
–τη σωματική δηλαδή– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή
μας με τον κόσμο, που έχουμε πια τα ίδια προβλήματα να λύσουμε.
Καταλάβαμε λοιπόν το πρώτο λάθος: η
τεράστια κοινωνική δικτύωση δεν ήταν τελικά απαραίτητη για την
κυβέρνηση. Η κρίση τα έφερε έτσι ώστε να την αγγίξουμε. Παραμένει όμως
απαραίτητη για την εξουσία, για να μπορεί η Αριστερά να κυβερνά
πραγματικά ως Αριστερά, για να μπορεί να συνομιλεί με τον κόσμο
απευθείας. Ας καταλάβουμε λοιπόν και το δεύτερο λάθος. Αυτού του τύπου η
κοινωνική δικτύωση δεν πρέπει, σώνει και ντε, να είναι του παλαιού
τύπου: σωματείο, συνδικάτο, φοιτητικός σύλλογος με την κλασική τους
λειτουργία. Ίσως πρέπει να δοκιμάσουμε, πλέον, αυτές οι δομές –τις
οποίες πρέπει οπωσδήποτε να διατηρήσουμε– να καλύψουν και τις νέες
ανάγκες, και όχι μόνο αυτές της εποχής που φτιάχτηκαν. Και οι νέες
ανάγκες είναι της «υποβοηθούμενης αυτοοργάνωσης». «Αυτοοργάνωση», τόσο
διότι λόγω της κρίσης οι άνθρωποι πρέπει να συντονιστούν για να τη
βγάλουν καθαρή, όσο και διότι η δική μας Αριστερά, από θέση αρχής, δεν
καταλαβαίνει τον εαυτό της ως ένα κοινωνικό διευθυντήριο και την
κοινωνία ως ένα κουρδισμένο σώμα, αλλά ως ένα σώμα που βουλεύεται και
αποφασίζει. Αλλά και «υποβοηθούμενη», διότι η θέση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης μας επιτρέπει να κάνουμε ακόμη πιο ορατές αυτές τις
πρωτοβουλίες, ενδεχομένως και να επιβάλουμε την ενίσχυση του κράτους
προς αυτές.
Οι παραπάνω δράσεις θα πρέπει να
αποτελούν μια προεπισκόπηση, όσο αυτό είναι εφικτό, του τι θα έκανε μια
κυβέρνηση της Αριστεράς, σε σχέση με τις πρωτοβουλίες των πολιτών και
πώς θα τους δίδασκε, μαθαίνοντας ταυτόχρονα και η ίδια, να παίρνουν τη
ζωή τους στα χέρια τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια από τις
βασικότερες δομές που έφεραν το 1917 τους μπολσεβίκους στην εξουσία με
ένα –τελικά– πλειοψηφικό πολιτικό πρόταγμα, ήταν οι εργοστασιακές
επιτροπές. Αλλά ούτε και πως αυτές ξεπατώθηκαν, λίγο μετά την κατάληψη
της εξουσίας (δηλαδή επί Λένιν και όχι επί Στάλιν), εκκινώντας τη
γραφειοκρατικοποίηση του καθεστώτος.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να
θεσμοποιεί, να οργανώνει και να αναπτύσσει αυτές τις δομές αυτοοργάνωσης
και — εξίσου σημαντικό!– να μπολιάζει με τη λογική τους τις
«παραδοσιακές» δομές. Δηλαδή, να βοηθάει τα συνδικάτα, τα σωματεία και
τους φοιτητικούς συλλόγους, ώστε, πέρα από χώροι διεκδίκησης κλαδικών
αιτημάτων, να εξελίσσονται και σε χώρο συνάντησης και συντονισμού των
διαδικασιών κοινωνικής αλληλεγγύης, της συνάντησης κράτους και
κοινωνικού εθελοντισμού. Για παράδειγμα, το σωματείο εργαζομένων ενός
νοσοκομείου μπορεί να είναι ο χώρος που συνεχίζει να διεκδικεί
καλύτερους μισθούς και, την ίδια στιγμή, να οργανώνει το πρόγραμμα με
το οποίο οι γιατροί μια φορά την εβδομάδα θα παρέχουν εθελοντικά τις
υπηρεσίες τους σε κάποιο κατάλυμα αστέγων ή σε μια υποβαθμισμένη αστική
περιοχή. Η διεκδίκηση και η επιβολή καινοτομιών όπως του Συμμετοχικού
Προϋπολογισμού (και γενικά δομών κοινωνικής διαβούλευσης) μπορούν να
αποτελέσουν σοβαρό έναυσμα για να ενταχθούν οι πολίτες σε μια ουσιωδώς
πολιτική διεργασία, ώστε να δοθεί ένα πολύ ισχυρό δείγμα του τι εννοούμε
όταν λέμε πως θέλουμε να πάρουμε την κυβέρνηση για να επιστρέψει η
εξουσία εκεί από όπου πηγάζει, στο λαό.
Κάποια από τα παραπάνω μοιάζουν, επί της
αρχής, αντιφατικά: Διεκδίκηση καλύτερων μισθών και ταυτόχρονα
εθελοντική, δηλαδή απλήρωτη, εργασία; Αυτό όμως, αν μπορέσουμε να το
πετύχουμε, θα αποτελέσει μια δύναμη με μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο, μια
άφθαρτη πολιτική δύναμη, με τα πρόσωπά της, που μπορούν να πείσουν πως
είναι εδώ για να βοηθήσουν την κοινωνία να σταθεί όρθια. Για να γίνουν
αργότερα μια κυβέρνηση που έρχεται μέσα από τους αγώνες της κοινωνίας
και πείθει πως προσπαθεί για το καλύτερο, μαζί με τον κόσμο. Και αυτή
είναι μια από τις βασικές καθοδηγητικές γραμμές για την ίδρυση του νέου
μας κόμματος, του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ: Η δημιουργία ενός κόμματος με δομές
και πολιτική πλατφόρμα που να του επιτρέπουν να λειτουργεί ως ένα
πολιτικό εργαλείο που να υλοποιεί τα παραπάνω. Με μια όμως κρίσιμη
επισήμανση: το Κόμμα δεν είναι το άθροισμα των επιμέρους κινημάτων, ούτε
των επιμέρους αιτημάτων. Δεν είναι ο συλλογικός ακτιβιστής, αλλά ο
συλλογικός διανοούμενος. Έτσι, το βασικό του πλεονέκτημα, έναντι άλλων
μορφών συλλογική οργάνωσης, είναι ότι μπορεί να παίρνει πολλές επιμέρους
οπτικές, ανάγκες, συμφέροντα, να τα ιεραρχεί και να τα συνθέτει σε ένα
πολιτικό σχέδιο, σε ένα πολιτικό και κυβερνητικό πρόγραμμα.
Ο ρόλος των κινημάτων είναι σαφής: η
προώθηση των αιτημάτων και η κινητοποίηση της κοινωνίας. Ο ρόλος του
κόμματος όμως είναι πιο σύνθετος: η θεσμική ολοκλήρωση και η αναβάθμιση
αυτής της κινητοποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Είναι κάτι πιο πέρα από
τους καλούς κινηματικούς αυτοματισμούς μας. Είναι αυτό που μας ζητάει ο
κόσμος, άμεσα, και που δεν μπορούμε να το απορρίψουμε ως ανυπόμονο
αίτημα ενός πολιτικά ανώριμου σώματος. Και, ευτυχώς, δεν το κάνουμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου