Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Περί πηγών και ιαμάτων: Η συζήτηση για τον πατριωτισμό και ο Μισέλ Λεβί

 
Συζητώντας το αν ο πατριωτισμός για την Αριστερά είναι σοσιαλπατριωτισμός και μας πάει "γραμμή" στον κυβερνητισμό ή αν ο αριστερός πατριωτικός λόγος γονιμοποιεί έναν απαραίτητο ριζοσπαστισμό, γεμίζουν τελευταία στήλες σε ιστοσελίδες του χώρου μας. Κι αυτή η συζήτηση είναι σε κάποιες στιγμές τόσο σφοδρή ώστε να παρασέρνει και τις πηγές της, να γίνεται δηλαδή παράχρηση των θέσεων και των προσώπων στα οποία γίνονται παραπομπές. Mόνο σε αυτό θέλω εδώ να κάνω ένα σχόλιο και όχι στην ουσία του διαλόγου αυτού.
Ο σύντροφος Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ, υποστηρίζει τη θέση που διαφαίνεται και από τον τίτλο του (Πατριωτισμός, κυβερνητισμός και Αριστερά), επικαλούμενος δύο σημεία από το έργο του μαρξιστή συγγραφέα Μισέλ Λεβί, που έχει καταπιαστεί έντονα με τη σχέση Αριστεράς και έθνους. Το πρώτο σημείο είναι πως το εθνικό αίσθημα σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να έχει προοδευτική μορφή και το δεύτερο πως ο Μαρξ και ο Ένγκελς δέχονταν ευχαρίστως πως ήταν «κοσμοπολίτες». Δυστυχώς, και οι δύο παραπάνω θέσεις συνιστούν επιλεκτική ανάγνωση των θέσεων του Λεβί, και τελικά αλλαγή της ουσίας τους, ώστε να εξαχθεί το επιθυμητό συμπέρασμα. Πάμε να τα δούμε.
 

Ο Λεβί ως "αντιπατριώτης".

Ο Λεβί υποστηρίζει πως «αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, το εθνικό αίσθημα στην Ελλάδα πολλές φορές πήρε προοδευτική και αντιιμπεριαλιστική μορφή», διότι «ελάχιστα ευρωπαϊκά έθνη έχουν υποστεί τέτοια μακρόχρονη ξένη κυριαρχία και καταπίεση όσο ο ελληνικός λαός». Και διαπιστώνει πως αυτό το εθνικό συναίσθημα δεν έχει σχέση με το επιθετικό εθνικιστικό συναίσθημα που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του '90 απέναντι στη FYROM, την περίοδο του Μακεδονικού1. Όμως, πουθενά δεν υποστηρίζει πως ο μόνος τύπος εθνικού συναισθήματος που μπορεί να υπάρξει στη σύγχρονη Ελλάδα είναι αυτός, ούτε πως το προοδευτικό εθνικό συναίσθημα οδηγεί de facto στον εθνικισμό. Αντιθέτως, αν διαβάσει κανείς το ίδιο έργο στο οποίο παραπέμπει ο συν. Παπαδάτος, τότε βλέπει μια απολύτως διαφορετική εικόνα και πάρα πολλές αναφορές που δείχνουν πως ο Λεβί δεν είναι ο απόλυτος αντιπατριώτης, αλλά ένας διανοητής που αναζητά τους ριζοσπαστικούς συνδυασμούς της εθνικής με την αριστερή συνείδηση, φτάνοντας ακόμη και σε ερμηνείες που θυμίζουν το σχήμα "κέντρο-περιφέρεια".

Αναγνωρίζει ο Λεβί μια μεγάλη ιστορική αντίφαση. Πως μολονότι ο εθνικισμός υπήρξε ο κυρίαρχος παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής του 20ου αιώνα, η μεγαλύτερη επανάσταση της εποχής μας, η Οκτωβριανή του 1917, δεν όφειλε τίποτα στον εθνικισμό και τάχθηκε αποφασιστικά ενάντια στην «εθνική υπεράσπιση της πατρώας γης» στον πόλεμο με την αυτοκρατορική Γερμανία2. Αλλά αυτό δεν τον οδηγεί στην απόρριψη της εθνικής ταυτότητας ως εργαλείο σήμερα για την Αριστερά. Κι αυτό είναι τόσο σαφές στο έργο του, που ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς δεν μπορεί παρά να το παραδεχτεί.
 

Η διάκριση των εθνικισμών

Ο Λεβί επιμένει σε δύο βασικές διακρίσεις: όχι μόνο ανάμεσα στο εθνικό συναίσθημα και τον εθνικισμό3, αλλά ακόμα και ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεστών και τον εθνικισμό των καταπιεζόμενων, παρότι αναγνωρίζει πως και ο τελευταίος έχει την τάση να εξελίσσεται επίσης σε έναν καταπιεστικό εθνικισμό. Φτάνει ακόμη και να πει ότι ο μαρξισμός «πρέπει να υποστηρίζει όλους τους αγώνες για εθνική απελευθέρωση ή για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνών, ακόμα και αν η ιδεολογία τους (ή η ιδεολογία των ηγετών τους) είναι εθνικιστική»4! Ορίζει βέβαια πως «κάνοντας τη θεμελιακή διάκριση μεταξύ του εθνικισμού των καταπιεστών και των καταπιεσμένων, οι σοσιαλιστές διεθνιστές δεν είναι υποχρεωμένοι να εμμένουν στον δεύτερο. Ωστόσο, αντιλαμβάνονται τον αντιφατικό χαρακτήρα του: την απελευθερωτική, εξεγερσιακή του διάσταση ενάντια στην άδικη καταπίεση, και τα όρια του ως μερική ιδεολογία»5. Επιπροσθέτως, επισημαίνει πως ο διεθνισμός έχει ως δομικό του στοιχείο τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση6 και πως ο ίδιος ο Μαρξ ήταν ενάντια τόσο στον φιλελεύθερο εθνικισμό του Ματσίνι όσο όμως και στον εθνικό μηδενισμό του Προυντόν7. Τονίζει μάλιστα πως στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής, ο κοινωνικός και ο εθνικός χαρακτήρας ήταν πάντα αλληλένδετοι, αφού, για παράδειγμα, πηγή έμπνευσης των Κουβανών επαναστατών ήταν ο ηγέτης του αντιαποικιακού αγώνα Χοσέ Μαρτί, που εκτός από δημοκράτης και ιακωβίνος ήταν και εθνικιστής8. Φτάνει τελικά να πει πως η αδυναμία (ή απροθυμία) των μαρξιστών να αναγνωρίσουν τη σπουδαιότητα του εθνικού ζητήματος είναι αποτέλεσμα του οικονομισμού τους, ακριβώς όπως η υποτίμηση των υπόλοιπων μη ταξικών μορφών εξουσίας, όπως αυτή του φύλου9.
Είναι πάντως σημαντικό πως ο Λεβί τονίζει ότι, σε αντίθεση με τον Λένιν, πλήρως απρόθυμος να κάνει τη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εθνικισμών ήταν ο Στάλιν, ο οποίος έβαλε εναντίον όλων με την κατηγορία του "σοσιαλπατριωτισμού"10.

 

Πατριωτισμός και Αριστερά την εποχή του ΔΝΤ

Καλά ως εδώ. Μόνο που κάποιος μπορεί να πει ότι όλα αυτά ο Λεβί τα λέει για άλλες συγκυρίες ή για άλλες κοινωνίες, άρα δεν έχουν εφαρμογή στην Μνημονιακή Ελλάδα, της σκληρής ταξικής επίθεσης. Κι όμως, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί, ο Λεβί δεν λέει τίποτα τέτοιο. Αντιθέτως, σε κάποιο σημείο του έργου του αναφέρεται σε καταστάσεις που μας είναι εξαιρετικά οικείες:
«Σήμερα, ο αγώνας κατά του εξωτερικού χρέους και της πολιτικής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχει καταστεί ο κύριος άξονας προοδευτικών εθνικών αισθημάτων και αντιιμπεριαλιστικών κινητοποιήσεων στη Λατινική Αμερική, που παίρνουν τη μορφή συγκεντρώσεων, απεργιών, διαμαρτυριών, ακόμα και μαζικών εξεγέρσεων. Λόγω των δυσβάσταχτων απαιτήσεων της εξόφλησης του χρέους (που είναι εντελώς αδύνατη), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ασκούν έναν τόσο άμεσο έλεγχο (δίχως προηγούμενο από το τέλος της ισπανικής αποικιοποίησης στο 19ο αιώνα!) στην οικονομική και κοινωνική πολιτική αυτών των χωρών, που η ανεξαρτησία τους είναι συχνά εικονική. Οι "σύμβουλοι" και οι "ειδικοί" των διεθνών οικονομικών οργανισμών υπαγορεύουν στις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής το ρυθμό του πληθωρισμού των χωρών τους, τις περικοπές του προϋπολογισμού τους στην παιδεία και την υγεία, την εισοδηματική και τη φορολογική πολιτική τους. Ο λαϊκός αγώνας ενάντια σε τέτοιες εξοργιστικές μορφές εξάρτησης, καθώς και ενάντια στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους, δεν είναι μόνο "εθνικιστικό", αλλά και ενάντια στο σύστημα, αντισυστημικό κίνημα, μια που έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του παγκόσμιου καπιταλιστικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Επίσης, εμπεριέχει ένα "ταξικό" στοιχείο, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τους εγχώριους ηγέτες, που είναι πρόθυμοι να συμμορφωθούν με την πολιτική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των ξένων τραπεζών»11.
"Εθνικός", "αντισυστημικός" και "ταξικός" ταυτόχρονα ο αγώνας των λαών στις χώρες που τελούν υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ. Να παραδεχτούμε πως εδώ ο Λεβί μοιάζει να φλερτάρει έντονα με τις θεωρίες εξάρτησης. Και να διαφωνήσουμε. Αλλά πρέπει πρώτα να παραδεχτούμε ότι λέει αυτά που λέει. Και ότι έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη για την πολιτική χρήση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας που θα πρέπει να κάνουν οι διεθνιστές. Δηλαδή, για την ανάγκη να μεταφράζεται το περιεχόμενο του μαρξισμού και του διεθνισμού στη "γλώσσα" του εκάστοτε εθνικού πολιτισμού, αλλά και να χρησιμοποιούνται στοιχεία από την ιστορία της κάθε χώρας και τις δημοκρατικές και επαναστατικές της διαστάσεις και να ενσωματώνονται στον πολιτισμό του εργατικού κινήματος12. Πως θα μπορούσε λοιπόν κανείς χρησιμοποιώντας τον Λεβί να επιτεθεί κατά όποιου «ακόμα δρέπει εαμικές δάφνες»;
 

Κοσμοπολιτισμός ή διεθνισμός;

Και δυο λόγια για το δεύτερο ζήτημα, του κοσμοπολιτισμού. Πράγματι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς χρησιμοποιούσαν μαζί με τον όρο "διεθνισμός" και τον "κοσμοπολιτισμό', ως ταυτόσημους. Μόνο που λίγο αργότερα τον όρο αυτόν θα τον εγκαταλείψουν, ακριβώς επειδή καταλαβαίνουν πως ο κοσμοπολιτισμός μπορεί να οδηγήσει τελικά στον ηγεμονισμό ενός έθνους, μέσω ενός αιτήματος για την κατάργηση των εθνικών διαφορών. Και αυτό το λέει και πάλι καθαρά ο Λεβί, όπως και το ότι από πριν ο όρος χρησιμοποιούνταν από τον Ένγκελς και με αρνητικό πρόσημο.Αλλά ο συν. Δημοσθένης δεν το παραθέτει, στην ανάγκη του να απαντήσει σε όσους κατηγορούν τις απόψεις του ως «κοσμοπολίτικες», Και μπορεί μεν, όπως λέει ο Λεβί, να μην μπορούσε ο Μαρξ να προβλέψει «ότι περίπου έναν αιώνα αργότερα (1949-1962) στην Ανατολική Ευρώπη, από μια ειρωνεία της ιστορίας, στο όνομα του "αγώνα ενάντια στον κοσμοπολιτισμό" οι θιασώτες του ηγετικού κράτους και του σοσιαλισμού σε μία χώρα θα εξόντωναν τους αντιπάλους τους», αλλά το να υποστηρίζεις τον κοσμοπολιτισμό επειδή τον αναγόρευσε σε αντίπαλο ο Στάλιν είναι σαν να αναγορεύεις σε αντίπαλο τον σοσιαλισμό επειδή στο όνομά του έγιναν τα γνωστά τερατουργήματα.
Για το φινάλε. Όποια θέση κι αν υποστηρίζουμε, είναι λογικό να έχουμε ανάγκη την ευεργετική υποστήριξη των πηγών. Όμως, οι πηγές μας μπορούν να είναι «ιαματικές», να δυναμώσουν το σώμα του επιχειρήματός μας, μόνο αν δεν προσπαθούμε να εκτρέψουμε τη ροή τους. Διαφορετικά, απλώς φέρνουμε πλημμύρα και δεν διαφυλάττουμε ούτε το ίδιο το επιχείρημά μας.
Υ.Γ. Η αναλογία με το ΕΑΜ, όταν γίνεται σήμερα, πιο πολύ παραπέμπει στην πτυχή της σύγκρουσης με τον ΕΔΕΣ και όχι της συνεργασίας μαζί του. Επομένως, ας μην βιαζόμαστε.
 
1. «Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, το εθνικό αίσθημα στην Ελλάδα πολλές φορές πήρε προοδευτική και αντιιμπεριαλιστική μορφή. Πως μπορεί να ερμηνευτεί αυτή η ιδιαιτερότητα; Έχω την εντύπωση (ως αλλοδαπός παρατηρητής) ότι αυτό έχει σχέση με κάποιες καθοριστικές πτυχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας: ελάχιστα ευρωπαϊκά έθνη έχουν υποστεί τέτοια μακρόχρονη ξένη κυριαρχία και καταπίεση όσο ο ελληνικός λαός. Μετά την Ανεξαρτησία και στη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα, η ελληνική πολιτική ήταν υποχείριο των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες επέβαλαν πρώτα μια βαυαρική και ύστερα μια δανική δυναστεία στη χώρα. Λόγω της καταστροφικής εκστρατείας των ελληνικών κυβερνήσεων στη Μικρά Ασία (1921), πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες, οι οποίοι επί αιώνες ζούσαν ειρηνικά στη Μικρά Ασία εκδιώχτηκαν βίαια από τον τουρκικό στρατό, με τη συνυπαιτιότητα των ίδιων ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν ενθαρρύνει τα επεκτατικά σχέδια του Βενιζέλου. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνικός λαός υπέστη τις πιο αποτρόπαιες και δολοφονικές μορφές της φασιστικής (ιταλικής και γερμανικής) κατοχής, γεγονός που γέννησε ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα εθνικής αντίστασης (με αριστερή ηγεσία) στην Ευρώπη. Παρόλο που το αντιφασιστικό κίνημα είχε την υποστήριξη της πλειονότητας του πληθυσμού, η ξένη επέμβαση (βρετανικά τανκς στην Αθήνα, Δεκέμβριος 1944) το εμπόδισε να κατακτήσει την εξουσία. Στον τραγικό εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε, οι δεξιές φιλομοναρχικές και αντικομμουνιστικές κυβερνήσεις είχαν την αμέριστη υποστήριξη του βρετανικού και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Τα αμερικανικά συμφέροντα βρίσκονταν επίσης πίσω από την εγκαθίδρυση της στυγνής στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα από το 1967 μέχρι το 1974. […] Ως Ευρωπαίος λατινοαμερικανικής καταγωγής, έχω την εντύπωση ότι αυτό το σπάνιο ιστορικό εθνικής καταπίεσης και απελευθερωτικών αγώνων παρουσιάζει τουλάχιστον τόσες ομοιότητες με την ιστορία των λατινοαμερικανικών χωρών (από τις αρχές του 19
αιώνα) όσες και με εκείνη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Σε αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι τα λαϊκά εθνικά αισθήματα στην Ελλάδα είναι τόσο ισχυρά, καθώς και το γιατί αυτά συνήθως στρέφονταν κατά του δυτικού (και ιδιαίτερα αμερικάνικου) ιμπεριαλισμού.
Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για το σημερινό ανησυχητικό κύμα του εθνικισμού, που δεν στρέφεται ενάντια σε κάποιο μεγάλο κράτος ή ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά σε ένα μικρό (δύο εκατομμύρια κάτοικοι) και αδύναμο γείτονα: την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Μισέλ Λεβί, «Το εθνικό ζήτημα, από τον Μαρξ μέχρι σήμερα». Στάχυ, Αθήνα, 1993, σελ. 14-15.
2. Στο ίδιο, σελ. 79-80.
3. «Είναι σημαντικό να κάνουμε μια πολύ προσεχτική διάκριση ανάμεσα στο αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και, την προσήλωση σε έναν εθνικό πολιτισμό, τη συνείδηση ότι ανήκουμε σε μια εθνική κοινότητα με το δικό της ιστορικό παρελθόν από τη μια μεριά, και τον εθνικισμό από την άλλη. Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, περιλαμβάνει όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αλλά και κάτι άλλο το οποίο είναι και το αποφασιστικό συστατικό του: την ανάδειξη του έθνους στην πρωταρχική, θεμελιακή και πιο σημαντική κοινωνική και πολιτική αξία στην οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υποτάσσονται όλες οι άλλες». Στο ίδιο, σελ. 82.
4. «Παρ' όλο που ο μαρξισμός είναι από τη φύση του αντίθετος στην εθνικιστική ιδεολογία, οφείλει να κάνει μια πολύ αυστηρή διάκριση μεταξύ του εθνικισμού των καταπιεστών και του εθνικισμού των καταπιεζόμενων. Επομένως, πρέπει να υποστηρίζει όλους τους αγώνες για εθνική απελευθέρωση ή για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνών, ακόμα και αν η ιδεολογία τους (ή η ιδεολογία των ηγετών τους) είναι εθνικιστική. Φυσικά, οι μαρξιστές διεθνιστές που συμμετέχουν σε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα θα πρέπει να περιφρουρούν την αυτονομία τους και να προσπαθούν να πείσουν τις εκμεταλλευόμενες λαϊκές μάζες για την ανάγκη να αναπτύξουν και να συνεχίσουν τον αγώνα τους πέρα από τους εθνικούς στόχους, προς το σοσιαλιστικό-επαναστατικό μετασχηματισμό. Αλλά δεν μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τη σημασία του λαϊκού αιτήματος για εθνική αυτοδιάθεση». Στο ίδιο, σελ. 89.
5. «Επομένως, είναι λογικό ότι όλα τα γνήσια σοσιαλιστικά-επαναστατικά κινήματα σε ένα καταπιεσμένο έθνος θα εντάσσουν κατ' ανάγκη την εθνική απελευθέρωση στο επίκεντρο του αγώνα τους, συνδέοντας τη με την κοινωνική απελευθέρωση από την καπιταλιστική εκμετάλλευση (η Νικαράγουα είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα). […] Η διάκριση μεταξύ των δύο ειδών εθνικισμού είναι σχετική και όχι απόλυτη. Κατ' αρχήν, επειδή πολύ εύκολα οι καταπιεζόμενοι τους χτες γίνονται οι καταπιεστές του αύριο». Στο ίδιο, σελ. 90-91.
6. «Ο διεθνισμός δεν είναι η έκφραση της ταυτότητας των συνθηκών ζωής των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων όλων των χωρών, αλλά μια διαλεκτική σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ τουλάχιστον τριών, πολύ διαφορετικών ειδών αγώνων: του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, του κοινωνικού και εθνικού απελευθερωτικού κινήματος στις εξαρτημένες (ή αποικιοκρατούμενες) καπιταλιστικές χώρες και του αντιγραφειοκρατικού κινήματος για τη σοσιαλιστική δημοκρατία στις μετακαπιταλιστικές κοινωνίες». Στο ίδιο, σελ. 86
7. Στο ίδιο, σελ. 53.
8. «Πάντα οι επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική είχαν κοινωνικό και συνάμα εθνικό περιεχόμενο. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Μεξικάνικη Επανάσταση του 1910-1911 ή τη Βολιβιανή Επανάσταση του 1953, αλλά και για τις πιο ριζοσπαστικές επαναστάσεις που είχαν ως στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (στην Κούβα το 1959-1961 και στη Νικαράγουα το 1979). Ο Φιδέλ Κάστρο και οι σύντροφοί του εμπνέονταν από τον αγώνα και τις ιδέες του Χοσέ Μαρτί, του δημοκράτη ιακωβίνου, εθνικιστή και αντιιμπεριαλιστή ηγέτη της εξέγερσης ενάντια στους Ισπανούς αποικιοκράτες». Στο ίδιο, σελ. 115. Επίσης, «Αυτό ακριβώς έκαναν οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα, συνδέοντας το μαρξισμό με την κληρονομιά του Σαντίνο, μια ριζοσπαστική παράδοση που παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη του νικαραγουανού λαού». Στο ίδιο, σελ. 92.
9. «Πολλές φορές οι μαρξιστές υποτίμησαν τη σπουδαιότητα του εθνικού ζητήματος, την αποφασιστική σημασία της εθνικής απελευθέρωσης για τον υπόδουλο λαό. Αυτό είναι μέρος ενός γενικότερου τύπου τύφλωσης, αγνόησης ή τουλάχιστον ανεπαρκούς ενασχόλησης με μη ταξικές μορφές καταπίεσης: εθνικής, φυλετικής ή σεξουαλικής. Τούτο δε σημαίνει ότι ο ίδιος ο μαρξισμός δεν είναι σε θέση να συνυπολογίσει αυτές τις διαστάσεις. Απλώς η οικονομίστικη προσέγγιση που κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της μαρξιστικής σκέψης (καθώς και σε μερικά από τα ίδια τα κείμενα του Μαρξ) οδήγησε σε μια τάση υποτίμησης τους». Στο ίδιο, σελ. 86-87.
10. «Ο Στάλιν δεν διέκρινε ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεσμένων και αυτόν τον καταπιεστών, ανάμεσα στο μεγαλο-ρωσικό εθνικισμό του τσαρικού κράτους και τον εθνικισμό των καταπιεσμένων λαών: Πολωνών, Εβραίων, Τατάρων, Γεωργιανών κοκ. Οι δύο εθνικισμοί κατηγορούνται πλάι - πλάι ως εκδηλώσεις ενός "χονδροειδούς σωβινισμού". Αλλά αυτή η διάκριση, όπως θα δούμε, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σκέψη του Λένιν. […] Mια νοοτροπία που "απονέμει περιφρονητικά κατηγορίες περί σοσιαλ-πατριωτισμού (ενώ είναι ο ίδιος όχι απλώς ένας αληθινός, αυθεντικός σοσιαλπατριώτης, αλλά ένας τραχύς μεγαλορώσος επιστάτης)". Δεν διστάζει, εξάλλου, να κατονομάσει τον Λαϊκό Κομισάριο των Εθνικοτήτων: "Σκέφτομαι ότι κάτι μοιραίο παίχτηκε εδώ με την πρεμούρα του Στάλιν, την αρέσκειά του για αξιώματα, την εμμονή του με το διαβόητο ‘σοσιαλπατριωτισμό' ". Στο Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εθνικό ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν, RedNotebook.
11. «Επομένως, δεν είναι παράξενο που σε ορισμένες χώρες, όπως στη Βραζιλία, στη Βολιβία ή το Περού, στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα ενάντια στην εξόφληση του εξωτερικού χρέους βρίσκονται το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και τα αριστερά κόμματα: στη συνείδηση του πιο δραστήριου τμήματος του κινήματος, η εθνική και η κοινωνική απελευθέρωση είναι αλληλένδετες». Στο ίδιο, σελ. 116.
12. «Το γεγονός ότι ο διεθνισμός είναι αντίθετος με την εθνικιστική ιδεολογία κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι αρνείται την ιστορική και πολιτιστική παράδοση των εθνών. Με τον ίδιο τρόπο που το διεθνιστικό κίνημα σε κάθε χώρα πρέπει να μιλήσει στην εθνική του γλώσσα, θα πρέπει επίσης να μιλήσει στη γλώσσα του εθνικού πολιτισμού και της ιστορίας του – και ασφαλώς, ιδίως όταν αυτός ο πολιτισμός καταπιέζεται. Όπως αναγνώρισε ο Λένιν, κάθε πολιτισμός έχει και κάθε εθνική ιστορία εμπεριέχει δημοκρατικές, προοδευτικές, επαναστατικές πτυχές, τις οποίες πρέπει να αφομοιώσει ο σοσιαλιστικός πολιτισμός του εργατικού κινήματος, και αντιδραστικές, σοβινιστικές και σκοταδιστικές πλευρές, που πρέπει να καταπολεμηθούν αμείλικτα. Καθήκον των διεθνιστών είναι να συνενώσουν την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος με τον πολιτισμό και τις παραδόσεις των λαών τους, στη ριζοσπαστική και ανατρεπτική διάσταση του, που, συχνά, παραμορφώνεται από την αστική ιδεολογία ή αποκρύπτεται ή αποσιωπάται από τον επίσημο πολιτισμό των κυρίαρχων τάξεων. Με τον ίδιο τρόπο που οι μαρξιστές πρέπει να πάρουν υπόψη, στον επαναστατικό τους αγώνα, την αποφασιστική σημασία της εθνικής ιδιαιτερότητας του κοινωνικού τους σχηματισμού, δεν μπορούν στον ιδεολογικό τους αγώνα να αγνοήσουν την εθνική ιδιαιτερότητα  του δικού τους πολιτισμού και ιστορίας». Στο ίδιο, σελ. 92

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ποια ήταν η 28η Οκτωβρίου; Μύθοι και αλήθειες για τα πριν και τα μετά.

 
Χαρισμένο στη μνήμη του Άγγελου Ελεφάντη, για όλα τα υπέροχα που μας μάθαινε στα σεμινάρια των ΑΣΚΙ, τα δευτεριάτικα βράδια ενός χειμώνα.
 
 
«Για μιαν ακόμη φορά νικήσανε οι "χίτες", οι κουτσαβάκηδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και Κουρήδες...
Αυτή είναι η 28η Οκτωβρίου...»

Μάνος Χατζιδάκις
 
Η φράση του Μάνου Χατζιδάκι είναι αυτό που λέμε «αφορισμός» Μια απόλυτη διατύπωση που αποκόπτει μία μεριά της πραγματικότητας, για να την αναδείξει ως κυρίαρχη, αν όχι μοναδική. Και εδώ πράγματι ο Χατζιδάκις καταφέρνει να αναδείξει την κατάληξη της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης του ελληνικού λαού, δηλαδή το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, τη Χούντα και τα κατάλοιπα τους ως τις μέρες του και ως τις μέρες μας. Αναδεικνύει επίσης την υποκρισία και το ψεύδος των δημόσιων εκδηλώσεων για την 28η Οκτωβρίου, τους δημόσιους λόγους και τις παρελάσεις, που μάλλον είναι εκδηλώσεις λήθης παρά μνήμης. Άλλωστε, κάθε κρατική στρατηγική για το τι πρέπει να θυμόμαστε συνεπάγεται και μια στρατηγική για το τι πρέπει να ξεχνάμε.
 
Όμως, η 28η Οκτωβρίου δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν και άλλα τόσα, καλά και άσχημα, άλλα ερευνημένα και ομολογημένα και άλλα που περιμένουν ακόμη το φως να πέσει επάνω τους, ήταν και είναι δηλαδή Ιστορία. Και για αυτήν την Ιστορία αξίζει να πούμε δυο λόγια, να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά, να ταξινομούμε διαρκώς τη μνήμη ώστε να μην μαθαίνουμε για το παρελθόν μόνο μέσα από το παρόν, από τις φολκορικές σχολικές γιορτές και από τις ταινίες, για να μην νομίζουμε πως ο Μεταξάς είπε ένα βροντερό «Όχι» στους Ιταλούς, αλλά ούτε και πως απλώς φοβήθηκε την αντίδραση του λαού, πως είχε προετοιμάσει άρτια αμυντικά τη χώρα, πως στον πόλεμο του '40 νίκησε η «ελληνική ψυχή» (γιατί μετά θα πρέπει να δεχτούμε πως η γερμανική «ψυχή», από την οποία νικήθηκε λίγο αργότερα, ήταν μάλλον ισχυρότερη, αλλά στο τέλος έχασε κι αυτή την ψυχική της ισχύ και ηττήθηκε, οπότε... ψυχοσάββατα!) και πως οι συνεργάτες των Ναζί ήταν μόνο ο Μάνος Κατράκης, ο Δήμος Σταρένιος και ο Αρτέμης Μάτσας που τους υποδύονταν στον κινηματογράφο, κατά ειρωνική σύμπτωση, οργανωμένος κομμουνιστής και εξόριστος στη Μακρόνησο ο πρώτος, μέλος του ΕΑΜ ο δεύτερος, με πατέρα νεκρό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ο τρίτος. Ας οργανώσουμε λοιπόν, άλλη μια φορά, το παρελθόν.
 
Ποιος ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς;
Ο Μεταξάς ήταν εξαρχής απολύτως φιλοβασιλικός, με προσωπικές σχέσεις μάλιστα με τη βασιλική οικογένεια. Όμως, ή μάλλον για αυτό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός τον είχε ορίσει πρώτο υπασπιστή του, για να αποτελεί τον σύνδεσμό του με το βασιλιά, ενώ αργότερα τον έκανε και στρατιωτικό του σύμβουλο. Αναδείχτηκε ως στρατιωτικός στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο, φτάνοντας να οριστεί από τον Βενιζέλο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αξίωμα από το οποίο παραιτήθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαφωνώντας με την απόφαση του Βενιζέλου για είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, αφού ο ίδιος ήταν στη γραμμή της «ουδετερότητας» που υποστήριζε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Το 1916, στα 45 του, ο Μεταξάς αποστρατεύεται, αλλά αναλαμβάνει πλέον μία πολιτικοστρατιωτική δράση μέσα από τους «επίστρατους». Επρόκειτο για ένα κίνημα αποστρατευμένων, πιστών στο βασιλιά, αξιωματικών, οι οποίοι φτάνουν να συγκρουστούν την ίδια χρονιά με τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα, όταν αυτά μπήκαν στην Αθήνα απαιτώντας την παράδοση πλοίων και πολεμοφοδίων από το στρατό, μια που η Ελλάδα αρνούνταν ακόμη να μπει στον πόλεμο.
 
Όταν αργότερα ο βασιλιάς εκθρονίστηκε, οι Άγγλοι και Γάλλοι (Αντάντ) απαίτησαν την εξορία παραγόντων του βασιλικού στρατοπέδου όπως ο Μεταξάς, ο οποίος στάλθηκε στην Κορσική. Από εκεί επιχείρησε να αποδράσει, αλλά συνελήφθη στην Ιταλία, όπου τελικά παρέμεινε χάρη και στη συμβολή μιας μασονικής στοάς, όντας μασόνος και ο ίδιος, ενώ στην Αθήνα κατηγορούνταν για έσχατη προδοσία και καταδικαζόταν σε θάνατο. Όταν τελικά οι βασιλικοί επανέρχονται στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1920, ο Μεταξάς επιστρέφει στην Ελλάδα. Είναι αξιοσημείωτο πως όταν του προσφέρεται θέση αντιστράτηγου στην Μικρασιατική Εκστρατεία αρνείται, δηλώνοντας πως οποιαδήποτε επίθεση κατά της Τουρκίας θα οδηγούσε σίγουρα σε ήττα.
 
Την αμιγώς πολιτική του πορεία την ξεκινάει το 1922, σε ηλικία 51 χρόνων, όχι όμως με την αντιβενιζελική παράταξη αλλά ιδρύοντας το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Λίγο αργότερα, το 1923, συμμετέχει σε ένα κίνημα φιλοβασιλικών αξιωματικών εναντίον της τότε κυβέρνησης, το οποίο τελικά καταστέλλεται. Η ειρωνία της ιστορίας είναι πως το κίνημα στο οποίο συμμετείχε ο βασιλικός και μέλλων δικτάτορας Μεταξάς κατεστάλη από τους -σφόδρα αντικομμουνιστές αλλά βενιζελικούς τότε- αξιωματικούς Πάγκαλο, που αργότερα έγινε ο ίδιος δικτάτορας, και Κονδύλη, που μετά έγινε βασιλικός, φασίστας και επεδίωξε να γίνει ο ίδιος δικτάτορας, έχοντας νωρίτερα ανατρέψει τη δικτατορία του Πάγκαλου. Μετά από αυτήν την εξέλιξη ο Μεταξάς διέφυγε και πάλι στην Ιταλία. Επέστρεψε όμως ένα χρόνο μετά, το 1924, για να φυλακιστεί και να εκτοπιστεί και πάλι το 1925, λόγω της δικτατορίας του βενιζελικού Πάγκαλου, για να επιστρέψει τελικά το 1926.
 
Η απόληξη όλων αυτών ήταν να κερδίσει στις εκλογές του 1926 για μοναδική φορά το κόμμα του Μεταξά ένα υψηλό ποσοστό, σχεδόν 16%, και ο ίδιος να γίνει υπουργός συγκοινωνιών. Όμως, τα κόμματα εκείνης της εποχής δεν είχαν λαϊκή οργανωμένη βάση, πλην του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), αλλά ήταν ενώσεις παραγόντων. Έτσι, με τη φυγή πολλών στελεχών το κόμμα του Μεταξά καταρρέει και λίγα χρόνια μετά, το 1928, φτάνει μόλις στο 5%, πέφτοντας αργότερα και στο 1,5%. Στις εκλογές του 1936, λίγο πριν γίνει δικτάτορας, ο Μεταξάς παίρνει 3,9% και υπολογίζει πως η πολιτική του σταδιοδρομία τελειώνει. Στο ημερολόγιο του έγραψε: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ' όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα».
 
Όμως, μετά τις εκλογές τα δύο πολιτικά στρατόπεδα, χονδρικά οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί, δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε σχηματισμό κυβέρνησης. Σημειώνεται τότε μια σειρά από διαδοχικούς θανάτους πολιτικών προσωπικοτήτων που έδωσαν πολλές αφορμές για φήμες και συζητήσεις. Πρώτα πέθανε αιφνιδίως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος είχε χάσει την εύνοια του βασιλιά από τον Μεταξά, μετά ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Παρίσι και τέλος ο πρωθυπουργός Δεμερτζής που βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Επί τόπου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο ίδιος που αργότερα θα εγκαταλείψει τη χώρα με την είσοδο των Γερμανών και θα επιστρέψει μετά την Κατοχή, ορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό. Οι εξελίξεις αυτές σκανδάλισαν και ήταν η έμπνευση για να γράψει ο Μάρκος Βαμβακάρης το περίφημο τραγούδι Όσοι γενούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν, αφού πράγματι και οι τρεις προσωπικότητες είχαν διατελέσει σε αυτό το αξίωμα. Ο πιο χαρακτηριστικός του στίχος λέει: «Απέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος, την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε το τέλος». Πολύ αργότερα, το 1976, στην αυτοβιογραφία του ο Βαμβακάρης έλεγε:
 
«Τότες, λίγο πριν αρχίσει η λογοκρισία, έγραψα τους Πρωθυπουργούς. Το ’χω τραγουδήσει εγώ σε δίσκο πριν ν’ αναλάβει ο Μεταξάς (ενν. πριν κηρύξει δικτατορία), πέντε μήνες έξι. Πρόλαβα και το είπα. Αυτό δεν επέρναγε από τη λογοκρισία. Πήγε καλά. Ετότες πεθαίνανε όλοι. Όποιοι ανεβαίνανε και γίνουνταν πρωθυπουργοί πεθαίνανε. Πώς έγινε αυτό και πέθαναν τέσσερις πέντε;».[1]
 
Στον Μεταξά τελικά έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης, παρά το ότι γνώριζαν την αντιδημοκρατική του πολιτεία, όλα τα κόμματα της βουλής, βενιζελικά και βασιλικά, πλην του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ) και του Γεώργιου Παπανδρέου που ψήφισαν κατά, και τεσσάρων αποχών. Προφανώς η δημοκρατία δεν περιλαμβανόταν στις βασικές ευαισθησίες τω αστικών κομμάτων, που άλλωστε είχαν κάνει ακριβώς το ίδιο το 1926 ψηφίζοντας υπέρ της κυβέρνησης του κινηματία Θεόδωρου Πάγκαλου. Αυτό φάνηκε και από το ότι αμέσως μετά την ορκωμοσία του Μεταξά η βουλή δέχτηκε να διακόψει τις συνεδριάσεις της για πέντε μήνες και η χώρα να κυβερνάται με νομοθετικά διατάγματα. Ήταν άλλωστε η εποχή που ο νέος μεγάλος κοινός εχθρός του παλαιού συστήματος είχε έρθει στο προσκήνιο της ιστορίας. το εργατικό κίνημα. Πόσα άλλωστε θα είχαν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου να φοβηθούν από έναν άνθρωπο που ως υπουργός το 1927 είχε υπογράψει την αποικιοκρατική και σκανδαλώδη παραχώρηση του ηλεκτροφωτισμού και των συγκοινωνιών της Αθήνας στην αγγλική εταιρεία Power and Traction; Και τι άλλο δείχνει το ότι ο Δημήτριος Λαμπράκης, ο γνωστός εκδότης και πυλώνας του κόμματος των Φιλελευθέρων, είχε στείλει άνθρωπο του στον Βενιζέλο για να τον επηρεάσει υπέρ της υπουργοποίησης του Μεταξά;
 
Ο Μεταξάς όμως έδειξε πολύ γρήγορα τις προθέσεις του. Αντιμετώπισε με τρομερή σκληρότητα τις εργατικές κινητοποιήσεις, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τις δολοφονίες των εργατών στη Θεσσαλονίκη στην απεργία της 9ης Μαΐου του 1936, ένα μήνα μετά την έναρξη της πρωθυπουργίας του. Η Αριστερά προειδοποιούσε διαρκώς για τον κίνδυνο επιβολής δικτατορίας από τον Μεταξά. Και πράγματι, στις 4 Αυγούστου του 1936, παραμονή μιας μεγάλης πανελλαδικής απεργίας, ο Μεταξάς επικαλούμενος έκτακτες συνθήκες και κίνδυνο ταραχών αποφασίζει την αναστολή πολλών διατάξεων του Συντάγματος και το επ’ αόριστον κλείσιμο της Βουλής, απόφαση που προσυπογράφει και ο βασιλιάς. Το προηγούμενο διάστημα το ΚΚΕ είχε επανειλημμένως προειδοποιήσει για το σχέδιο επιβολής δικτατορίας από τον Μεταξά.
 
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Δικτατορία ή φασισμός;
Δεν είναι ίσως τυχαίο πως και οι δύο μεγάλες δικτατορίες της Ελλάδας, η 4η Αυγούστου και η 21η Απριλίου έμειναν γνωστές ακριβώς έτσι, με τις ημερομηνίες τους, πιθανόν επειδή δεν ήταν εντελώς σαφής ο χαρακτήρας τους. Το καθεστώς του Μεταξά δεν ήταν φασιστικό, υπό την έννοια πως δεν βασιζόταν, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, σε ένα μεγάλο φασιστικό κόμμα το οποίο να έχει πετύχει τον εκφασισμό της κοινωνίας, την ηγεμονία δηλαδή των ιδεών του φασισμού. Για παράδειγμα, συνδικάτα, σύλλογοι και άλλες τέτοιες δομές δεν είχαν αλωθεί από φασιστικές πλειοψηφίες, για αυτό και το καθεστώς δεν είχε κάποια συγκροτημένη κοινωνική υποστήριξη. Είχε ιστορική αναφορά στην αρχαία Ελλάδα (μόνο στη Σπάρτη και τη Μακεδονία, και όχι στη δημοκρατική Αθήνα) και το Βυζάντιο, ενώ πολιτικά καταφερόταν εναντίον του «παλαιοκομματισμού», τον οποίο παρουσίαζε ως μία από τις πιο μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, τα κόμματα απαγορεύτηκαν και οι φυλακίσεις, οι εξορίες και οι βασανισμοί μπήκαν στην ημερήσια διάταξη, ενώ η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και αναπληρώθηκε από την Εθνική Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον ίδιο τον υπουργό εργασίας. Τους διωγμούς υφίσταντο κυρίως οι κομμουνιστές και οι «συνοδοιπόροι», όμως δεν ήταν οι μόνοι, αφού μεταξύ αυτών που πέθαναν στην εξορία ήταν και ο βενιζελικός πρώην πρωθυπουργός Μιχαλακόπουλος. Σε αντίθεση με τη φιλολογία των σημερινών του υποστηρικτών, ο Μεταξάς δεν δημιούργησε το ΙΚΑ και δεν κατοχύρωσε το 8ωρο, την κυριακάτικη αργία και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, απλώς επέκτεινε παλαιότερες σχετικές ρυθμίσεις, χωρίς όμως πάντα κάποιο αντίκρισμα.
 
Η αρχή του πολέμου και οι επιστολές του Ζαχαριάδη
Όταν η φασιστική Ιταλία ζήτησε από την Ελλάδα την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της, ο Μεταξάς είχε μπροστά του έναν μονόδρομο. Ο ρόλος του δεν ήταν αυτόνομος. Είχε τοποθετηθεί στη θέση του, από το βασιλιά Γεώργιο, σε μία διαδικασία προώθησης των συμφερόντων του αγγλικού κεφαλαίου, το οποίο στήριζε απολύτως τον Γεώργιο. Το 1940 η Αγγλία είχε ήδη εμπλακεί στον πόλεμο κατά της Ιταλίας και η Ελλάδα, που βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της, δεν θα μπορούσε να συμμαχήσει με τον αντίπαλό της. Επομένως, το περίφημο «Όχι» (στην πραγματικότητα το «Alor, c’est la guerre» -«λοιπόν, έχουμε πόλεμο»- που είπε ο Μεταξάς στα γαλλικά, γλώσσα της διπλωματίας) δεν ήταν καθόλου αντιφατικό με την ως τότε στάση του δικτάτορα. Αντιθέτως, ήταν απολύτως συμβατό.
 
Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, ο φυλακισμένος γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδη, στέλνει επιστολή με την οποία καλεί τους κομμουνιστές να πολεμήσουν τον φασισμό συμμετέχοντας στον πόλεμο «που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά». Η επιστολή δημοσιεύεται στις εφημερίδες και αυτή η τελευταία φράση της προκαλεί μεγάλη σύγχυση μεταξύ των μελών του κόμματος, κάνοντας πολλούς να θεωρήσουν την επιστολή πλαστή. Όμως, ήταν αυθεντική. Μάλιστα, αυτή η επιστολή αποτέλεσε επιχείρημα του ΕΑΜ για να στοιχειοθετήσει το ρόλο του Ζαχαριάδη ως «εθνικού ηγέτη», αλλά αργότερα, το 1956, όταν ο Ζαχαριάδης μετά την αποσταλινοποίηση του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης έπεσε σε δυσμένεια, αποτέλεσε στοιχείο του εναντίον του κατηγορητηρίου.  Ο Ζαχαριάδης βεβαίως έβγαλε μια δεύτερη επιστολή στην οποία ασκούσε και κριτική στον Μεταξά. Όμως, ο διευθυντής της ασφάλειας, ο διαβόητος Μανιαδάκης, προφανώς δεν είχε ούτε λόγο ούτε διάθεση να παραστήσει το Γραφείο Τύπου του Ζαχαριάδη και έτσι η δεύτερη επιστολή δεν δημοσιεύτηκε. Σε τρίτη επιστολή του ο Ζαχαριάδης αλλάζει γραμμή και ζητά την απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο, τον οποίο πια θεωρεί μια σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών κρατών, επιστρέφοντας στη θέση που, πολύ ορθά τότε, είχε το κομμουνιστικό κίνημα για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η στάση αυτή του Ζαχαριάδη, ασφαλώς και δεν εκτιμήθηκε από το καθεστώς Μεταξά. Πολλοί κομμουνιστές που παρουσιάζονταν για να πολεμήσουν συλλαμβάνονταν και στο τέλος οι επίγονοι του Μεταξά παρέδωσαν τους κρατούμενους κομμουνιστές, μαζί με τον ίδιο το Ζαχαριάδη, στους Ναζί.
 
 
Έφεδροι ανθυπολοχαγοί και άγνωστα πλεονεκτήματα. Η «ελληνική ψυχή»
Στον πόλεμο υπήρχε από την αρχή ένα στρατηγικό μειονέκτημα για την Ελλάδα. Ο Μεταξάς, ως τυπικός δεξιός της εποχής του, δεν φοβόταν την επίθεση από τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία, αλλά από τη μεριά της Βουλγαρίας, η οποία θεωρούνταν πως διακατέχονταν από έναν έντονο επεκτατισμό, στοιχείο που δεν ήταν ψευδές. Οργάνωσε λοιπόν την άμυνα σε εκείνη την περιοχή, μη δίνοντας βάρος στα δυτικά σύνορα της χώρας.
 
Ο πόλεμος στην Αλβανία αποτέλεσε έναν τύπο δημοκρατικού πολέμου. Οι στρατιώτες έδιναν συμβουλές για τις τακτικές και για ζητήματα όπως το στήσιμο των πολυβόλων. Πολύ συχνά οι κατώτεροι αξιωματικοί παράκουαν τις εντολές του Γενικού Επιτελείου, έχοντας καλύτερη εικόνα των επιχειρήσεων και σημείωναν μεγάλες επιτυχίες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μέραρχου Κατσιμήτρου, ο οποίος παραβιάζοντας εντολή για οχύρωση μιας περιοχής όπου το Επιτελείο ανέμενε επίθεση, αντιλαμβάνεται πως αυτή θα πραγματοποιηθεί στο Καλπάκι και οχυρώνεται με φωλιές πυροβόλων. Με την ενέργεια αυτή και τη βοήθεια της βροχής το ιταλικό στράτευμα κολλάει και οπισθοχωρεί. Από πολλά αντίστοιχα περιστατικά, ο πόλεμος αυτός συχνά ονομάζεται και πόλεμος των έφεδρων ανθυπολοχαγών. Όσο για την ηγεσία του στρατεύματος, είναι ενδεικτικό πως ο στρατάρχης Παπάγος είχε υπολογίσει λανθασμένα πως η κύρια επίθεση των Ιταλών θα γίνει όχι από την Κορυτσά αλλά από την Κοζάνη. Αλλά και πως σε όλη τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων παρέμεινε κλεισμένος στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Αξίζει τέλος να αναφερθούμε στις περιπτώσεις Εβραίων πολεμιστών, όπως ο αξιωματικός Μαρδoχαίος Φριζής, που υπό την ηγεσία του απελευθερώθηκε η Κόνιτσα. Λίγο αργότερα σκοτώθηκε από ιταλικά αεροπλάνα.
 
Η κυρίαρχη αντίληψη για τον πόλεμο του 1940 ήταν πως ο ελληνικός στρατός κατάφερε ένα θαύμα, να κερδίσει δηλαδή έναν κατά πολύ υπέρτερο αντίπαλο με πενιχρά μέσα. Και είναι αλήθεια πως υστερούσε σε πολλά σημεία έναντι του ιταλικού στρατού. Όμως, οι συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου σε αρκετές περιπτώσεις ευνόησαν τους Έλληνες και είτε αδρανοποίησαν τα μειονεκτήματα των Ιταλών, είτε δημιούργησαν πλεονεκτήματα για τους ίδιους. Για παράδειγμα, ο ιταλικός στρατός είχε υπεροπλία σε τεθωρακισμένα οχήματα. Όμως στο ορεινό τοπίο αυτά αποδείχτηκαν άχρηστα. Το ίδιο ίσχυε και για ιταλικά αεροπλάνα, για τα οποία το τοπίο ήταν εξαιρετικά δυσμενές και σε πολλές περιπτώσεις δεν επέτρεπε τη δράση τους. Επίσης, ο οπλισμός των Ιταλών αποτελούνταν κυρίως από μπερέτες, ένα όπλο που στο κρύο των αλβανικών βουνών πάγωνε και πάθαινε εμπλοκή, σε αντίθεση με τα μάνλιχερ που χρησιμοποιούσε ο ελληνικός στρατός. Ακόμη και τα ελληνικά πολυβόλα απέδιδαν καλύτερα από τα ιταλικά. Επίσης, οι Ιταλοί είχαν το πλεονέκτημα της μεραρχίας «Τζούλια», η οποία όμως λόγω του εξαιρετικά βραχώδους εδάφους διασπάστηκε σε μεγάλη έκταση και δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως μεραρχία. Ακόμη και ο ρουχισμός του ελληνικού στρατού ήταν καταλληλότερος για τις χαμηλές θερμοκρασίες έναντι του ιταλικού, με αποτέλεσμα ο στρατός του Μουσολίνι να έχει περισσότερους κρυοπαγηθέντες. Τέλος, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν 100.000 περισσότερα μουλάρια από τις ιταλικές, που στο ορεινό τοπίο της Αλβανίας έδιναν τη δυνατότητα πολύ καλύτερου ανεφοδιασμού. Όλα αυτά ασφαλώς δεν μειώνουν τον ηρωισμό των στρατιωτών που πολέμησαν την ιταλική φασιστική μηχανή, ούτε το ψυχικό τους σθένος. Τονίζουν απλώς πως η Ιστορία δεν χρειάζεται μυθολογίες, εθνικές ή άλλες, και πως οι αναφορές στην «ελληνική ψυχή» και άλλα συναφή περισσότερο συσκοτίζουν, διά της μονοδιάστατης υπερβολής, παρά ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα.
 
Το συνεχές των αγώνων
Οι πολεμιστές του Αλβανικού Μετώπου ήταν αυτοί που αργότερα συγκρότησαν τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, τον ΕΛΑΣ. Η εμπειρία τους από τον πόλεμο στα βουνά αποδείχτηκε εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς και τα όπλα που πολλοί είχαν την προνοητικότητα να φυλάξουν. Από τους ανθρώπους αυτούς, η συνθηκολόγηση έναντι των Γερμανών ερμηνεύτηκε ως προδοσία, ειδικά αφού οι πρωταγωνιστές της, όπως ο στρατηγός Τσολάκογλου, στελέχωσαν την κατοχική κυβέρνηση. Η συμμετοχή τους στον ΕΛΑΣ και την Αντίσταση τους έδωσε μια ευκαιρία να διεκδικήσουν ξανά τη χαμένη τους νίκη, αυτή που πίστευαν πως τους στερήθηκε από τη στάση των «προδοτών». Προφανώς το ζήτημα της συνθηκολόγησης είναι πιο σύνθετο, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το τι κινητοποίησε τους ανθρώπους. Και ήταν η ευκαιρία να αποκτήσουν ξανά αυτό που τους στερήθηκε, να πάρουν εκδίκηση, να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη. Μόνο αν δούμε τα πράγματα μέσα στο συνεχές Πόλεμος του 1940 – Αντίσταση – Εμφύλιος, μπορούμε να καταλάβουμε το πώς νοηματοδότησαν τη συμμετοχή τους σε αυτά –κατά τη διάρκεια, αλλά και εκ των υστέρων- όσοι ενεπλάκησαν. Και αυτό ισχύει και για τις δύο μετέπειτα μεριές του Εμφυλίου. Και για τους αριστερούς που είδαν τον Εμφύλιο ως άλλη μία προδοσία και μία αδικία απέναντι στις συγκλονιστικές θυσίες τους και για τους δεξιούς που στην Αντίσταση πάντα λοξοκοίταζαν προς την πλευρά του ΚΚΕ, έχοντας ως σταθερή έγνοια το να μην κερδίσει μια προνομιακή θέση στην μεταπολεμική Ελλάδα.
 
Η δικτατορία του Μεταξά έβαλε τέλος στην άνοδο του εργατικού κινήματος, που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί εξαιρετικά. Ο Εμφύλιος κατέστειλε την αναγεννητική ορμή του ελληνικού λαού, που είχε αναπτυχθεί σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο μέσα από την εμπειρία της Αντίστασης. Όπως αργότερα, η κινηματική και πνευματική άνοιξη της δεκαετίας του ’60 διακόπηκε αιματηρά από τη Χούντα. Και κάπου στο ενδιάμεσο, οι στιγμές που ο ελληνικός αστικός κόσμος προτιμά τους Ναζί από τους κομμουνιστές και παραδίδει τη χώρα στην τυραννία των νομοθετικών διαταγμάτων. Οι απόλυτοι ιστορικοί αναχρονισμοί είναι βεβαίως λανθασμένοι κι επικίνδυνοι. Αλλά αν όλα αυτά κάτι μας θυμίζουν, κάτι από αυτά που ζούμε και σήμερα, ας φροντίσουμε ώστε αυτά που θα γίνουν μετά να μην μοιάζουν και πάλι με όσα έγιναν παλιότερα. Αλλά να μην μοιάζουν τελικά με τίποτα από όσα έχουμε ζήσει ως τώρα.
 

[1] Ο Βαμβακάρης ήταν μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση ρεμπέτη. Λούμπεν τύπος κατά κυριολεξία, δηλαδή υποπρολετάριος, άνθρωπος που είχε αλλάξει πάρα πολλές δουλειές, συγκέντρωνε πολλά από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτού του τύπου. Ένα από αυτά είναι η πολιτική αστάθεια και ελαφρότητα αλλά και η γοήτευση από την ισχύ. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ένα άλλο του τραγούδι, όπου αφού αναφερθεί εγκωμιαστικά στον Μουσολίνι, τον Χίτλερ και τον Κεμάλ Ατατούρκ, καταλήγει να εκθειάζει τον Στάλιν! Ιδού:
«Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν το Μουσολίνι 
ωσάν τα Χίτλερ ζόρικος που ούτε ψιλή δε δίνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
Όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι».
Το τραγούδι αυτό, κόπηκε προφανώς από τη λογοκρισία του Μεταξά. Λίγο αργότερα βέβαια, έγραψε ένα νέο τραγούδι, περιπαικτικό προς τον Μουσολίνι:
«Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι
πού (ει)’ν(αι) τα τόσα μεγαλεία
Πού ‘ταζες κάθε λιγάκι
στην καημένη Ιταλία
Την ετάραξες στην πείνα
κι είναι πια ξελιγωμένη
Μονάχ’(α) η δική σου τσέπη
είναι παραφουσκωμένη»
για να καταλήξει να γράψει σε άλλο τραγούδι:
«Ξανάρθες τώρα βασιλιά μέσα στην αγκαλιά μας,
Κανόνισε τα όμορφα να γιάνεις την καρδιά μας
Και τώρα όπου σε φέραμε στους έλληνες ξηγήσου
Προσπάθησε για το καλό κι η Παναγιά μαζί σου».
Και όλα αυτά ενώ Στο Όσοι γενούν πρωθυπουργοί υπάρχει ένα ακόμη δίστιχο που αναφέρει:
«Και για προσέξετε καλά
Γιαννάκη και Σοφούλη
μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας
και σας μασήσει ούλοι».
Εδώ, μιλάει περιπαικτικά για τον πρωθυπουργό Μεταξά («Γιαννάκης») και τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων, επαινώντας τον Στέλιο Σκλάβαινα, επικεφαλής στη Βουλή του Παλαϊκού Μετώπου, του σχήματος με το οποίο είχε κατέβεις τις εκλογές το ΚΚΕ.
Για περισσότερα στοιχεία εδώ
 

Συγχαρητήρια κύριε Σαμαρά. Εσείς… πότε με το καλό;

 
Συγχαρητήρια κύριε Σαμαρά, που συλλάβατε τους φασίστες δολοφόνους της Χρυσής Αυγής.
Πείτε μας όμως τώρα. Επειδή το ζήτημα του φασισμού πριν γίνει ποινικό είναι πρωτίστως πολιτικό και επειδή ο δρόμος για τον φασισμό δεν ανοίγει από μόνος του:
 
Θα αποπέμψετε τον Νίκο Δένδια, που είχε τόσο καιρό όλα αυτά τα στοιχεία για τις 31 υποθέσεις εναντίον της Χ.Α. στο συρτάρι του και δεν τα κατέθετε; Που ήξερε πως η Χ.Α. είναι υπεύθυνη για δολοφονίες αλλοδαπών, αλλά περίμενε να δολοφονηθεί και ένας Έλληνας για να τις πάει στη δικαιοσύνη; Που όταν η αστυνομία ανακάλυψε πως οι δολοφόνοι του μετανάστη στα Πετράλωνα ήταν χρυσαυγίτες και τους κάλυψε, ανακοινώνοντας απλώς πως στα σπίτια τους βρέθηκαν φυλλάδια «ενός πολιτικού κόμματος», ο ίδιος δεν απέπεμψε κανέναν; Που ακόμη και λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσα επέτρεπε στους χρυσαυγίτες να βρίσκονται δίπλα στα ΜΑΤ και να επιτίθενται με πέτρες στους διαδηλωτές; Που με τις τελευταίες αποπομπές αξιωματικών της ΕΛΑΣ και της ΕΥΠ ουσιαστικά παραδέχτηκε πως επί υπουργίας του λειτουργούσε ένα τεράστιο δίκτυο προστασίας της Χ.Α.; Που ενώ ήταν κάθε φορά πανέτοιμος να κατηγορήσει το κίνημα και την Αριστερά για «έκνομες» ενέργειες, όταν η Χ.Α. έκλεισε τα σύνορα με την Αλβανία δεν βρήκε να πει μία κουβέντα; 
 
Θα αποπέμψετε τον σύμβουλο σας Φαήλο Κρανιδιώτη που δηλώνει «εθνικιστής» και οπαδός του Μεταξά και υπερασπιζόταν τη Χ.Α., γράφοντας πως «οι εκατόμβες των μαχαιρωμένων αλλοδαπών υπάρχουν στην ευφάνταστη και βλακώδη προπαγάνδα της προοδευτικιάς δημοσιογραφίας και στις παρεμβάσεις της Κλάραμπελ και λοιπών φωταδιστών κοινοβουλευτικών του ΣΥΡΙΖΑ / ΕΚΜ / Βίλα Αμαλία»;
 
Θα αποπέμψετε τον Γενικό Γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο, που έλεγε πως η ΝΔ μπορεί να κυβερνήσει και με τη Χ.Α. αν χρειαστεί;
 Θα αποπέμψετε τον Παναγιώτη Ψωμιάδη που έλεγε πως η Χ. Α. είναι αδελφό κόμμα της ΝΔ;
 
Θα αποπέμψετε την Ντόρα Μπακογιάννη που έλεγε πως δεν έχει πρόβλημα με τη Χ.Α. και πως της φέρεται «με το σεις και με το σας»;
 
Θα αποπέμψετε τον Βύρωνα Πολύδωρα που έλεγε πως η Χ.Α. δεν είναι απειλή για τη δημοκρατία;
 
Θα αποπέμψετε τον Μάκη Βορίδη, που ως νέος επισκεπτόταν τον Μιχαλολιάκο για να του δώσει τα σέβη του και τα διαπιστευτήριά του;
 
Θα αποπέμψετε τον Άδωνι Γεωργιάδη που εκθείαζε τον Μεταξά, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως και η Χ.Α., πουλούσε τα αντισημιτικά βιβλία του Πλεύρη και μιλούσε για εβραϊκές συνωμοσίες, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως και η Χ.Α.; Που όταν η Χ.Α. είχε κάψει το κουρείο ενός Πακιστανού στη Μεταμόρφωση, μαχαιρώνοντας και έναν Έλληνα πελάτη που αντέδρασε, αυτό που ρώτησε στη Βουλή ήταν αν το κουρείο και ο ιδιοκτήτης του ήταν νόμιμοι, υπονοώντας πως ίσως και να έπαθε καλά;
 
Θα αποπέμψετε τον υπεύθυνο του Γραφείο Τύπου σας, Γιώργο Μουρούτη, που έλεγε πως ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να καίει την Αθήνα, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως έλεγε και η Χ. Α.;[1]
 
Θα αποπέμψετε τους βουλευτές και τους υπουργούς σας που δήλωναν πως ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την τρομοκρατία, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως έλεγε και η Χ.Α.;[2]
 
Και κυρίως…
 
θα παραδοθείτε εσείς, στην κρίση του ελληνικού λαού, που δηλώνατε πως πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τους μετανάστες, ΑΚΡΙΒΩΣ όπως έκανε και η Χ.Α.; Που κατηγορούσατε την Αριστερά πως πραγματοποιούσε «ιδεολογική τρομοκρατία»[3], ΑΚΡΙΒΩΣ όπως έκανε και η Χ.Α.; Που όταν χτυπήθηκαν από χρυσαυγίτες τα μέλη του ΚΚΕ στο Πέραμα δεν δώσατε εντολή να βγάλει μια ανακοίνωση καταδίκης του γεγονότος η ΝΔ;
 
Περιμένουμε τις απαντήσεις άμεσα. Και πάντως, πιο γρήγορα από όσο σας πήρε να «καταλάβετε» τι είναι η Χρυσή Αυγή.
 
 
[1] «Αυτό λοιπόν είναι η τρανή απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι κουκουλοφόροι, οι δολοφόνοι και αυτοί που καίνε κάθε φορά την Αθήνα». Δ. Κουκούτσης, βουλευτής Χρυσής Αυγής, 18.7.2013.  «Η πέμπτη φάλαγγα του ΣΥΡΙΖΑ, με εμπροσθοφυλακή τη νεολαία του, ξεσκεπάζεται. Βγάζουν τις μάσκες, φορούν τις κουκούλες και εξοπλίζονται με μολότοφ, με σκοπό να κάψουν για μία ακόμη φορά την Αθήνα και να λεηλατήσουν τις περιουσίες των πολιτών». Ανακοίνωση Γραφείου Τύπου ΝΔ, 5.12.2012.
[2] «Τα θλιβερά αποκόμματα Σύριζα και Δημάρ καλύτερα να το βουλώσουν και να πάψουν να παριστάνουν τους συνηγόρους της αριστερής τρομοκρατίας». Ανακοίνωση Χρυσής Αυγής, 4.2.2013.  «Επί 4 μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αρθρώσει ένα σαφή λόγο κατά της τρομοκρατίας. [...] Η τρομοκρατία “φυτρώνει” στην άκρα Αριστερά. Δηλώσεις Νίκου Δένδια, υπουργού Προστασίας του Πολίτη, 5.2.2013.
[3] «Δυστυχώς, αυτή η ιδεολογική τρομοκρατία που επιβλήθηκε για χρόνια -να μη μιλάμε, δηλαδή, για το πρόβλημα και να απαξιώνουμε όσους τολμούν να το θέτουν- οδήγησε επίσης στο δυνάμωμα των νεοναζί». Από την επιστολή του Α. Σαμαρά στον ποιητή Ν. Βαλαωρίτη. «Αριστερή τρομοκρατία στα σχολεία του Ρεθύμνου». Ανακοίνωση Χρυσής Αυγής Οκτώβριος 2012.

Επιβολή διδάκτρων στο Πάντειο: Πρόκληση και λογοδοσία

 
 
Το Πάντειο Πανεπιστήμιο είναι μέχρι σήμερα ένα από τα λίγα πανεπιστήμια της χώρας που με απόφαση της Συγκλήτου του τα Μεταπτυχιακά του Προγράμματα είναι απολύτως δωρεάν. Αυτή μάλιστα η στάση τόνωνε την εκτίμηση που έχαιρε το Πάντειο από την ακαδημαϊκή κοινότητα και προσέφερε επιχείρημα σε περιπτώσεις θέσπισης ή αύξησης διδάκτρων σε άλλα ιδρύματα.
 
Πριν από λίγες μέρες η Σύγκλητος του Ιδρύματος, αντιμετωπίζοντας την τεράστια ένδεια χρηματοδότησης των ΠΜΣ, εξέτασε το ενδεχόμενο επιβολής οικονομικών τελών για τη φοίτηση σε αυτά.  Διατυπώθηκαν θέσεις υπέρ της διατήρησης του δωρεάν χαρακτήρα των σπουδών αλλά και της απόλυτης απελευθέρωσης των διδάκτρων και της κατά τμήμα επιλογή του ύψους τους. Οι εκπρόσωποι ορισμένων Τμημάτων μάλιστα πρότειναν δίδακτρα ύψους 4.000 ευρώ (χωρίς να διευκρινίζουν καν να θα είναι εφάπαξ  ή ανά έτος), λέγοντας ρητά πως εκτός από τα λειτουργικά έξοδα των ΠΜΣ με τα τόσο υψηλά δίδακτρα επιθυμούν να χρηματοδοτηθούν ταξίδια τους στο εξωτερικό για συμμετοχή σε συνέδρια και κλήσεις καθηγητών από ΑΕΙ του εξωτερικού!
 
Τώρα, η ευθύνη έχει περάσει στις κοσμητείες του Παντείου, οι οποίες θα καταθέσουν τις προτάσεις τους στο Συμβούλιο Διοίκησης του Ιδρύματος (τη νέα διοικητική δομή στην οποία συμμετέχουν και εξωτερικά του πανεπιστημίου μέλη και που θεσπίστηκε προκαλώντας την μεγάλη αντίθεση της συντριπτικής πλειονότητας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας), το οποίο και θα πάρει την τελική απόφαση. 'Ηδη, η ΓΣ του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής εξουσιοδότησε τον πρόεδρο της, εργατολόγο Γιάννη Κουζή, να δηλώσει στην συνεδρίαση της κοσμητείας πως το τμήμα του διαφωνεί ριζικά με την επιβολή διδάκτρων, έστω και ενός ευρώ.
 
Ως τώρα τα ΠΜΣ χρηματοδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η χρηματοδότηση αυτή παλιότερα ήταν της τάξης των 23.000 ευρώ ανά έτος, όχι όμως για κάθε ΠΜΣ αλλά για κάθε τμήμα, ανεξαρτήτως του αν είχε ένα ή περισσότερα ΠΜΣ και των αναγκών τους. Στην πορεία αυτό το ποσό μειώθηκε στα 12.000 ευρώ και πλέον ακόμη περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τα ΑΕΙ δεν ήταν σε θέση να εκταμιεύσουν αυτά τα ποσά, ενώ ειδικά για το Πάντειο ο πάρεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου δεν ενέκρινε δαπάνες για τη γραμματειακή υποστήριξη των ΠΜΣ, παρότι αυτές αναγράφονταν σε σχετικά προεδρικά διατάγματα. Το αποτέλεσμα ήταν τα ΠΜΣ να λειτουργούν για πολλά χρόνια χωρίς γραμματειακή υποστήριξη, ή με γραμματείες που λειτουργούσαν εθελοντικά από μεταπτυχιακούς φοιτητές, οι οποίοι δούλευαν σχεδόν πάντα χωρίς οικονομική ανταμοιβή ή με έρανο που γινόταν μεταξύ των καθηγητών.
 
Ενδεχόμενη απόφαση για επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα (ενώ συζήτηση γίνεται και για τα διδακτορικά), πετάει έξω από το πανεπιστήμιο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εν δυνάμει μεταπτυχιακών φοιτητών του. Με την ανεργία των νέων να φτάνει στο 70% και τους μισθούς όσων εργάζονται να πέφτει, με διάφορες εργοδοτικές αλχημείες, ακόμη και κάτω από τον βασικό μισθό (χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμία, έστω στοιχειώδης, εργασιακή σταθερότητα), είναι σαφές πως ακόμη και το “μίνιμουμ” ποσό των 500 ευρώ που συζητήθηκε αντιστοιχεί σε κάτι περισσότερο από έναν μηνιαίο μισθό.
 
Η σκληρή ταξικότητα αυτής της επιλογής είναι προφανής, αλλά άλλο τόσο προφανές είναι και το πόσο κοντόφθαλμη είναι. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα οδηγήσει απλώς σε μεταπτυχιακά για την ελίτ, αλλά θα διαλύσει τις μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο και θα εξοντώσει την κοινωνική έρευνα. Σε αντίθεση με τις σπουδές σε οικονομικά αντικείμενα ή άλλα που προσφέρουν ακόμη μια ψευδή ελπίδα επαγγελματικής αποκατάστασης και άρα προοπτικής απόσβεσης του κόστους των μεταπτυχιακών σπουδών, για τις κοινωνικές επιστήμες που θεραπεύονται στο Πάντειο δεν ισχύει τίποτα τέτοιο. Επομένως, αυτή η επιλογή θα στερήσει από χιλιάδες νέους επιστήμονες τη δυνατότητα να κάνουν έρευνα πάνω στην επιστήμη τους και θα αφυδατώσει το πανεπιστήμιο από το νέο του δυναμικό το οποίο χωρίς πόρους και ενισχύσεις, κατάφερνε τόσα χρόνια βασισμένο και στην ανάγκη και στη φιλοτιμία του να προωθεί την επιστημονική έρευνα και να εμπλουτίζει τα κεκτημένα της επιστημονικής κοινότητας.
 
Για το τέλος, θα επισημάνουμε απλώς ότι η επιβολή διδάκτρων – δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματος – σε ένα πρόγραμμα σπουδών το καθιστά εμπορεύσιμο αγαθό. Αυτό, πέρα από τις πολύ σημαντικές συμβολικές επιπτώσεις του αλλά και τα όσα συνεπάγεται για το περιεχόμενο των σπουδών, ανοίγει ακόμη περισσότερο ένα τεράστιο νομικό παράθυρο ώστε τα ιδιωτικά μαγαζιά τύπου ΙΕΚ, που πλέον έχουν αναγνωριστεί από το κράτος ως πάροχοι αντίστοιχων υπηρεσιών με τα πανεπιστήμια, στη βάση του δικαίου του ανταγωνισμού να διεκδικήσουν και αυτά κρατική χρηματοδότηση και πρόσβαση σε σχετικούς ευρωπαϊκούς πόρους, κάτι που ήδη έχει επισημανθεί από σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή στην Ευρωβουλή. 
 
Η προσπάθεια επιβολής διδάκτρων στα ΠΜΣ του Παντείου είναι μια τεράστια πρόκληση για τους φοιτητές του. Στην πραγματικότητα, είναι μια τεράστια πρόκληση για το φοιτητικό κίνημα και ως τέτοια επιβάλλεται να τη δούμε όλοι, ακόμη και όσοι ως τώρα άκουγαν αδιάφορα ή και απωθητικά τη λέξη “κίνημα”. Και είναι αυτονόητο πως εμείς, οι εν ενεργεία μεταπτυχιακοί φοιτητές και οι υποψήφιοι διδάκτορες του Παντείου δεν θα επαναπαυτούμε στο ότι εμείς “”γλιτώσαμε” τα δίδακτρα. Δεν θα αφήσουμε μόνους τους προπτυχιακούς συμφοιτητές μας, τους συναδέλφους μας. Η μοίρα που μας επιφυλάσσουν άλλωστε είναι κοινή. Οι νέοι είμαστε για την κυβέρνηση, για τους έχοντες την εξουσία ένας ενοχλητικός αριθμός. Ένα πλεονάζον προσωπικό σε μια επιχείρηση υπό εκκαθάριση Θα δείξουμε όμως πως δεν είμαστε καθόλου περιττοί, αλλά μπορούμε να γίνουμε κάτι παραπάνω από ενοχλητικοί.
 
Αυτοί που θα επιχειρήσουν να θεσπίσουν τα δίδακτρα θα κληθούν άμεσα να εξηγήσουν μπροστά στους φοιτητές τους, μέσα στα μαθήματα τους, μέσα στο Πανεπιστήμιο, που είναι ακόμη ένας ελεύθερος χώρος δημοκρατικού διαλόγου, και με τους όρους που του αρμόζει, το γιατί επιλέγουν έτσι, τόσο εύκολα, διά μιας ανατάσεως της χειρώς τους, να τους κόψουν το δρόμο των σπουδών. Γιατί τους κόβουν το μέλλον, γιατί τους στερούν την εμβάθυνση στο επιστημονικό τους αντικείμενο, γιατί κάνουν τις σπουδές και την έρευνα ένα σπορ για λίγους, που εξαρτάται από την οικονομική άνεση και όχι από το επιστημονικό ενδιαφέρον, την αγάπη για την έρευνα και την επιστημονική ηθική, για τα οποία κατά τα άλλα είναι έτοιμοι  ανά πάσα στιγμή να εκστομίσουν έναν δεκάρικο λόγο μέσα στα αμφιθέατρα. Τίποτα τέτοιο δεν μπορεί πια να επιχειρείται, χωρίς δημόσια λογοδοσία, μπροστά στην κοινότητα. Αυτό έμαθε σε εμάς το πανεπιστήμιο.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Νεολαία Λαμπράκη: Οικοδομώντας και όχι προαπαιτώντας την ταυτότητα

http://enthemata.wordpress.com/2013/09/08/stpan-2/

Τα σχόλια των δύο φίλων μου και συντρόφων είναι παραπάνω από καλοδεχούμενα. Δεν ανατρέπουν όμως τη θέση μου. Πρώτον, πως η Νεολαία Λαμπράκη δεν ήταν αυτόνομη οργάνωση κατά τον τρόπο που έχει καταγραφεί στις συλλογικές αριστερές αναπαραστάσεις του παρελθόντος. Ήταν μια οργάνωση με ισχυρούς δεσμούς με την ΕΔΑ της οποίας την πολιτική υλοποιούσε, αφού τα καθοδηγητικά στελέχη της ανήκαν στο μηχανισμό της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ. Αυτό βεβαίως δεν καθιστά τη ΔΝΛ κάτι σαν τη ΚΝΕ των ημερών μας, μια οργάνωση χωρίς την παραμικρή αυτονομία. Για αυτό και όπως λέγεται "ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός λειτουργούσε, αλλά στη ΔΝΛ δίνονταν απλώς οι γενικές γραμμές".

Δεύτερον, πως είναι λάθος να θεωρούμε ότι στη γιγάντωση της Νεολαίας Λαμπράκη συνέβαλε κυρίως η “αυτονομία”, πόσο μάλλον τον να την συγχέουμε με τον ευρύ ιδεολογικό χαρακτήρα και την πολυσυλλεκτικότητα της οργάνωσης, που πραγματικά αποτέλεσε την πιο κομβική αιτία της γιγάντωσής της, αφού προσέλκυσε μαζικά νέους που δεν είχαν καθόλου έντονη την αριστερή ταυτότητα και τις σχετικές νόρμες, όπως επισημαίνουν και οι δύο σύντροφοι λέγοντας πως «η ΔΚΝΓΛ επέδειξε ευελιξία ως προς τον τύπο ένταξης». Όμως, στη φράση τους πως η ΔΝΛ «μαζικοποιήθηκε χάρη σε μια αυτόνομη στρατηγική της Οργάνωσης, που επέτρεπε στα παιδιά των κεντρώων και των δεξιών να συνυπάρχουν στις Λέσχες των Λαμπράκηδων χωρίς προβλήματα» υπάρχει ακριβώς αυτή η σύγχυση. Αυτό δεν είναι καθόλου ζήτημα αυτονομίας, αλλά πολιτικού περιεχομένου, μεθόδου προσέγγισης του κόσμου χωρίς πολλά ιδεολογικά προαπαιτούμενα, ανοιχτής πλουραλιστικής ταυτότητας της ΔΝΛ. Άλλωστε, μια οργάνωση θα μπορούσε να είναι αυτόνομη και ταυτόχρονα να έχει σεχταριστικό ιδεολογικό χαρακτήρα. Αν το ζήτημα λοιπόν είναι αυτό, ασφαλώς συμφωνούμε πως για τη ΔΝΛ, όπως και την ΕΠΟΝ, το βασικό δυναμικό στοιχείο ήταν ο ενωτικός τους χαρακτήρας, το ότι δεν εξέπεμπαν και δεν προϋπέθεταν μια κλειστή αριστερή ταυτότητα, αλλά έφεραν τέτοια χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να προσελκύσουν πολλούς νέους με διαφορετικές αναφορές, ακόμη και στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως η εθνική ταυτότητα. Και η επισήμανση τους πως όταν «ο Μίκης δήλωσε ότι ο ίδιος και οι Λαμπράκηδες είναι κομμουνιστές, αυτό στοίχισε στην Οργάνωση», επιβεβαιώνει τη θέση μου. Αυτή η αναφορά του Θεοδωράκη έκανε ζημιά όχι επειδή κατέδειξε την κομματική σύνδεση της ΔΝΛ με την ΕΔΑ (η οποία άλλωστε για προφανείς λόγους δεν αναφερόταν στον κομμουνισμό), αλλά επειδή περιόρισε το ιδεολογικό της εύρος, την ανοιχτή της ταυτότητα. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και το παράθεμα που δίνουν.

Εν πάση περιπτώσει, μιλώντας ευρύτερα και όχι για τους δυο φίλους, όλοι μας μπορούμε και πρέπει να έχουμε για το παρόν και για τον χαρακτήρα των οργανώσεων της Αριστεράς όποια θέση επιθυμούμε. Δεν χρειάζεται όμως να αναζητούμε κάθε φορά τη δικαίωση της στο παρελθόν, θέτοντας όχι τα ερωτήματα της συγχρονίας του αλλά της σημερινής. Γιατί έτσι συνήθως στραπατσάρουμε το παρελθόν και χαντακώνουμε το μέλλον.

Είχε γουναράδικα στη Βαϊμάρη; Θεωρία των Άκρων τότε και τώρα.

https://barikat.gr/content/eihe-goynaradika-sti-vaimari-theoria-ton-akron-tote-kai-tora


«Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση». Αυτή είναι η αγαπημένη φράση όσων έχουν πειστεί από την κυρίαρχη ιδεολογία πως σε κάθε διαφωνία και σύγκρουση υπάρχει ένα περιθώριο συμβιβασμού, μιας μέσης λύσης, αρκεί να απορρίπτουμε τις «ακρότητες» και των δύο πλευρών. Αυτή τη στάση αναπαράγει και η Θεωρία των Άκρων που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα προς όφελος – τι παράξενο – των πολιτικών εκφραστών της κυρίαρχης ιδεολογίας, αυτών που έχουν τα κλειδιά του συστήματος εξουσίας, των θησαυροφυλακίων των μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων και των γραφείων των μεγάλων ΜΜΕ. Πρόκειται για την ίδια παλιά συνταγή που ακολουθούν οι εθνικές αστικές τάξεις. Ταυτίζουν δύο άσχετες και εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις, τις χαρακτηρίζουν ως ακραίες, παίρνουν επισήμως ίσες αποστάσεις από αυτές αλλά εν τέλει έχουν σαφή προτίμηση στο ένα από τα δύο «άκρα», το οποίο και χρησιμοποιούν ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό: το λαϊκό κίνημα. Αυτή η προπαγανδιστική τακτική επαναλαμβάνεται στον τρόπο που αντιμετώπισαν οι αστικές δυνάμεις τον Χίτλερ στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, τα Τάγματα Ασφαλείας στην Ελλάδα της Κατοχής και τη Χρυσή Αυγή σήμερα, πάντα ενάντια στην Αριστερά. Θα δείξουμε πως η επανάληψη αυτής της παλιάς τακτικής «καρφώνει» τους εμπνευστές της, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των πραγματικών προθέσεων τους και των κινδύνων που συνεπάγονται για το λαό.

 

Η ελληνικής κοπής Θεωρία των Άκρων που προωθείται από τους κυβερνώντες και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ έχει δύο συστατικά στοιχεία. Πρώτον, την εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής ως ακραίων πόλων μιας σύγκρουσης, με κοινά στοιχεία τη βία, το λαϊκισμό, τη μη αποδοχή του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος και της νομιμότητας. Σκοπός ασφαλώς είναι να πειστεί ο κόσμος πως η αντιπαράθεση στην κυβερνητική πολιτική δημιουργεί κινδύνους για την ίδια τη δημοκρατία και να αναδειχθεί το κυβερνητικό μπλοκ ως η δύναμη του κέντρου σε αυτήν την σύγκρουση, η δύναμη της υπευθυνότητας και της μετριοπάθειας, ο εγγυητής της δημοκρατίας.

 

Δεύτερον, για να έχουν μια ιστορική τεκμηρίωση, οι υποστηρικτές της Θεωρίας των Άκρων γεμίζουν τις σελίδες της Καθημερινής και του Βήματος με μια λανθασμένη ερμηνεία της πτώσης της δημοκρατίας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η ανάγνωση αυτή λέει πως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέρρευσε λόγω της σύγκρουσης δύο ακραίων δυνάμεων στο εσωτερικό της, των ναζί και των κομμουνιστών. Εδώ όμως έχουμε δύο μεγάλες ιστορικές λαθροχειρίες: Καταρχάς, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν αποτελούσε κατά κανέναν τρόπο πρότυπο δημοκρατίας. Επρόκειτο για ένα καθεστώς όπου, μεταξύ άλλων, στήνονταν έκτακτα στρατοδικεία για να δικάσουν και να εκτελέσουν επί τόπου απεργούς εργάτες και όπου όλα τα κόμματα είχαν ένοπλα τμήματα. Κυρίως όμως, η ανάλυση αυτή είναι ψευδής – και όχι απλώς λανθασμένη – διότι δεν αναφέρει την γνωστή και τεράστια ευθύνη των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι την κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης μεταξύ των κομμουνιστών και των ναζί προτίμησαν τους δεύτερους, θεωρώντας τους ως λιγότερο εχθρικούς προς το σύστημά τους και έκαναν έτσι τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας.

 

ΕΑΜ – Τάγματα Ασφαλείας: Σημειώσατε Χ

Αυτή η ανάλυση έχει και την αντίστοιχή της και στην ελληνική ιστοριογραφία. Εδώ και χρόνια οι καθηγητές του Yale Στάθης Καλύβας και του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης με μια σειρά από άρθρα αποδίδουν τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την Κατοχή στην ανάγκη των μελών τους να απαντήσουν στην «κόκκινη βία» του ΕΑΜ, δηλαδή στις επιθέσεις που εξαπέλυε ο ΕΛΑΣ απέναντι στους αντιφρονούντες προς αυτόν. Υποστηρίζουν επίσης πως ο Εμφύλιος στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει όχι το 1946 αλλά ήδη μέσα στην Κατοχή, με τις συγκρούσεις του ΕΑΜ με τα Τάγματα Ασφαλείας αλλά και με τον ΕΔΕΣ. Έτσι, οι δύο καθηγητές δημιουργούν άλλη μία Θεωρία των Άκρων, για το παρελθόν αυτή τη φορά, ταυτίζοντας τη δράση του ΕΑΜ με αυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας, παρά το ότι τα τελευταία είχαν δημιουργηθεί και εξοπλιστεί από τους ναζί ώστε «να εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα», όπως ανέφερε η απόφαση ίδρυσής τους. Αθωώνουν έτσι ουσιαστικά τους συνεργάτες των ναζί, ρίχνουν την ευθύνη για τις εσωτερικές συγκρούσεις στη διάθεση του ΕΑΜ να καταλάβει ενόπλως την εξουσία (η ύπαρξη αυτής της διάθεσης του ΕΑΜ δεν έχει τύχει βεβαίως καμίας ιστορικής τεκμηρίωσης) και δείχνουν το ΕΑΜ και τα Τάγματα Ασφαλείας ως τα ομόλογα και ισότιμα άκρα μιας σύγκρουσης. Τι προβάλει από αυτήν την ανάλυση; Μα η τοποθέτηση του αστικού κόσμου, της μεταπολεμικής Δεξιάς και του Κέντρου στο χώρο ανάμεσα στα δύο άκρα, και πάλι δηλαδή στο ρόλο του εγγυητή της δημοκρατίας και της σταθερότητας.

 

Μόνο που οι Καλύβας και Μαραντζίδης αφήνουν επίτηδες έξω από την ανάλυσή τους το πιο σημαντικό στοιχείο: Ότι μέσα στην Κατοχή (ακριβώς επειδή ήταν περίοδος Εθνικής Αντίστασης και όχι Εμφυλίου) η βασική διαχωριστική γραμμή δεν ήταν μεταξύ αριστερών και δεξιών, αλλά μεταξύ κατεκτημένων και κατακτητών. Όποιος λοιπόν εξοπλιζόταν από τους κατακτητές, όπως τα Τάγματα, έπαιρνε θέση υπέρ τους και εναντίον των κατεκτημένων, εναντίον του λαού του. Και αυτό δεν μπορεί να διαγραφεί με κανέναν συμψηφισμό βίας και δεν μπορεί να φτιάξει ίσες αποστάσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Στο ίδιο πλαίσιο αποκρύπτεται το ότι ο ΕΔΕΣ κατέληξε να συνεργάζεται σε κάποιες περιπτώσεις με τους ναζί απέναντι στο ΕΑΜ.

 

Όμως, ακόμη κι αν δεχόμασταν πως η «κόκκινη βία» του ΕΑΜ υπήρχε και πως δικαιολογούσε την ένταξη κάποιου στα Τάγματα Ασφαλείας χωρίς να τον καθιστά αυτομάτως συνειδητό συνεργάτη των ναζί, αν δηλαδή δεχόμασταν την αντίληψη πως δεν κάνουμε καμία διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους βίας και πως είναι πάντα δικαιολογημένη η βία που έρχεται ως απάντηση σε προηγούμενη βία, τότε θα περίμενε κανείς με το ίδιο σκεπτικό να θεωρούσαν και οι δύο πανεπιστημιακοί την ένοπλη δράση του ΚΚΕ στον Εμφύλιο ως δικαιολογημένη άμυνα απέναντι στη Λευκή Τρομοκρατία και τις σφαγές των μελών του που ακολούθησαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και να μην εκλαμβάνουν αυτή τη δράση ως προσπάθεια ένοπλης απόσπασης της εξουσίας από το ΚΚΕ. Αλλά ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Κι ας ρωτήσουμε και κάτι: Μετά από όλα αυτά, πόσο τυχαίο είναι πως η πολιτική αρθρογραφία των δύο καθηγητών βρίσκεται πάντα στη γραμμή υπεράσπισης του Μνημονίου και της καταδίκης των λαϊκών κινητοποιήσεων; Ευνόητη η απάντηση.[1]

 

 

Θεωρία των Άκρων: μια πολύ παλιά ιστορία

Ας θυμηθούμε όμως τώρα κι εμείς με τη σειρά μας κάτι από την Ιστορία. Πριν από την αποχώρηση των ναζί από την Ελλάδα, στο συνέδριο του Λιβάνου όπου συζητήθηκαν οι όροι για τη δημιουργία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στη μεταπολεμική Ελλάδα, ο Γεώργιος Παπανδρέου ανάφερε:

 

«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας. Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν. Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση την μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν. Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας».

 

Έχουμε λοιπόν εδώ, εν έτει 1944, μία πρώτη και καθαρή μορφή Θεωρίας των Άκρων σαν αυτή που συναντάμε σήμερα στην Ελλάδα, με τον Παπανδρέου να συμψηφίζει τη δράση του ΕΑΜ με αυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας, ακριβώς όπως κάνουν σήμερα και οι δύο προαναφερθέντες μνημονιακοί πανεπιστημιακοί, όπως συμψηφίζει σήμερα το συγκρότημα εξουσίας της δράση του ΣΥΡΙΖΑ με της Χρυσής Αυγής. Όμως τα γεγονότα είναι απολύτως αποκαλυπτικά. Διότι την κρίσιμη στιγμή, την ώρα της σύγκρουσης των Δεκεμβριανών του 1944, η αστική τάξη απέδειξε πως αυτός που αναγνώριζε ως εχθρό της δεν ήταν οι συνεργάτες των ναζί αλλά το ΕΑΜ. Και για αυτό έβγαλε τους ταγματασφαλίτες από το στρατόπεδο στο Γουδί που τους είχε μεταφέρει, τους εξόπλισε και τους έστειλε να πολεμήσουν το ΕΑΜ, προσφέροντας τους έτσι την ευκαιρία να επανενταχθούν στον εθνικό κορμό μέσα από τα Δεκεμβριανά και την Λευκή Τρομοκρατία. Το μεταπολεμικό αστικό ελληνικό κράτος χτίστηκε λοιπόν πάνω στις υπηρεσίες των προδοτών συνεργατών των ναζί. Η αστική τάξη χρειαζόταν άμεσα συμμάχους εν όψει Εμφυλίου, ένοπλους κι αδίσταχτους, πολλοί από τους οποίους αργότερα σταδιοδρόμησαν στο μετεμφυλιακό κράτος, φτάνοντας να γίνουν ακόμη και βουλευτές.[2]

 

Κάποια άκρα είναι προτιμότερα από τα άλλα…

Ας δούμε τώρα και τη στάση που κρατάει η πολιτική και κοινωνική ελίτ απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Επισήμως τα καθεστωτικά κόμματα και τα ΜΜΕ επιτίθενται στην οργάνωση και της καταλογίζουν ακραίες πεποιθήσεις. Όμως, στα κρίσιμα ζητήματα της βάζουν πλάτη. Στην περίπτωση της δολοφονίας του μετανάστη στα Πετράλωνα, τα κανάλια αναμετέδωσαν απλώς το ανακοινωθέν της αστυνομίας που ενημέρωνε πως στο σπίτι του ενός δράστη «βρέθηκαν φυλλάδια πολιτικού κόμματος». Ασφαλώς τα φυλλάδια ήταν της Χρυσής Αυγής και ο δράστης μέλος της, όμως η οργάνωση δεν κατονομάστηκε ποτέ. Κάποιες από τις υπόλοιπες βίαιες ενέργειες της αναφέρονται και καταδικάζονται από τα μεγάλα ΜΜΕ, όμως έτσι οικοδομείται και το προφίλ της σκληρής και δυναμικής οργάνωσης. Απόδειξη του ότι αυτό γίνεται ηθελημένα είναι το ότι οι πολλές περιπτώσεις όπου οι συγκρούσεις μελών της Χ.Α. με ομάδες αντιφασιστών κατέληξαν στον ξυλοδαρμό και την εκδίωξή τους δεν βρίσκουν ποτέ χώρο στα ΜΜΕ, ώστε να μην πληγεί το προφίλ της δυνατής οργάνωσης – τιμωρού. Επίσης, το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα ευρώ από την κρατική επιχορήγηση για όλο το 2012 έχει ανοίξει μεγάλα γραφεία σε ακριβούς δρόμους της Αθήνας και άρα έχει άλλες πηγές χρηματοδότησης, πιθανότατα το εφοπλιστικό κεφάλαιο, δεν αναφέρεται ποτέ. Και βεβαίως όλα αυτά συμβαδίζουν με κατά καιρούς καλέσματα και ευνοϊκές αναφορές στελεχών της ΝΔ στον κόσμο της Χ.Α. αλλά και στην ίδια τη φασιστική οργάνωση.[3]

 

Όλα τα παραπάνω συμπυκνώθηκαν στον τρόπο με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία επέλεξε να χειριστεί τη σύγκρουση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τον περασμένο Ιούλιο. Την αναφορά της φράσης του Άρη Βελουχιώτη «ραντεβού στα γουναράδικα» από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλο, την παρουσίασε ως αναφορά που παραπέμπει «στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας»,[4] σε στιγμές και πρόσωπα που δίχασαν τον ελληνικό λαό. Τα φασιστικά συνθήματα των βουλευτών της Χρυσής Αυγής για το Βίτσι και το Γράμμο τα εμφάνισε απλώς ως την αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε τέτοιες «εμπρηστικές» δηλώσεις.[5]

 

Ήταν άλλη μία στιγμή της Θεωρίας των Άκρων, άλλη μία από τις πολλές προσπάθειες συμψηφισμού της δράσης και του ρόλου της Αριστεράς με αυτά της Χρυσής Αυγής, ένα ανακάτεμα της Εθνικής Αντίστασης με τη δράση της Δεξιάς στον Εμφύλιο, ένα θόλωμα της Ιστορίας. Και ήταν και άλλη μια αποκαλυπτική στιγμή που ανέδειξε το χάδι που επιφυλάσσει το σύστημα προς τη Χρυσή Αυγή και τα δύο μέτρα και δύο σταθμά με τα οποία αντιμετωπίζει αυτήν και την Αριστερά. Διότι όταν τον περασμένο Φεβρουάριο βουλευτής της Χρυσής Αυγής δήλωσε πως αυτός και οι όμοιοι του είναι «τα εγγόνια των νικητών» του Εμφυλίου, τον οποίο ονόμασε «συμμοριτοπόλεμο», εκτοξεύοντας παράλληλα απειλές προς την Αριστερά[6] ουδείς αντέδρασε, παρά μόνο ο προεδρεύων τότε Γιάννης Δραγασάκης και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.

 

Βασανίζοντας το παρελθόν για να αλυσοδεθεί το μέλλον

Από όλα αυτά δύο πράγματα είναι εμφανή. Πρώτον, ότι η ΝΔ και η αστική τάξη της Ελλάδας θέλει να ξαναγράψει την Ιστορία. Και το θέλει για να μπορέσει να αναιρέσει ένα από τα βασικά όπλα της Αριστεράς, την ιστορική αίγλη που έχει κερδίσει ως πρωταγωνίστρια των αγώνων του ελληνικού λαού και λόγω των μαρτυρίων στα οποία υποβλήθηκε. Για αυτό και οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, τσαλαβουτάνε άτσαλα μέσα στην Ιστορία. Για αυτό παρουσιάζουν τον Βελουχιώτη ως πρόσωπο που διχάζει το λαό, ενώ δεν πολέμησε καν στον Εμφύλιο αλλά στην Αντίσταση. Για αυτό συμψηφίζουν τις κραυγές της Χρυσής Αυγής για τις μάχες του Εμφυλίου, όπως του Γράμμου, με τις αναφορές στο Μελιγαλά, όπου δεν συγκρούονταν αριστεροί με δεξιούς αλλά ο ΕΛΑΣ με τους Ταγματασφαλίτες, η Αντίσταση με τους συνεργάτες των ναζί.[7]

 

Γιατί η ΝΔ είναι ακόμη η παράταξη του Ευάγγελου Αβέρωφ που το 1982 αποχώρησε από τη Βουλή διαμαρτυρόμενη για την αναγνώριση του ρόλου του ΕΑΜ στην Εθνική Αντίσταση. Είναι η παράταξη του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος την ίδια χρονιά είχε παραστεί σε μνημόσυνο στο Μελιγαλά στη μνήμη «των σφαγιασθέντων από τους εαμοκομμουνιστές».[8] Για αυτό και τους είναι χρήσιμοι πανεπιστημιακοί όπως ο Καλύβας και ο Μαραντζίδης που λένε πως τα γεγονότα του Μελιγαλά συνιστούν Εμφύλιο. Για αυτό τους είναι χρήσιμη η Χρυσή Αυγή που κατηγορεί την Αριστερά πως αιματοκύλισε την Ελλάδα και σχετικοποιεί την ιστορική αλήθεια. Για αυτό και κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως δεν μαθαίνει από την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, για να μην αποκαλυφθεί πως είναι οι ίδιοι αυτοί που δεν μαθαίνουν, πως είναι οι ίδιοι που παίζουν και πάλι με τη φωτιά, που κάνουν τα ίδια με την αστική τάξη της Γερμανίας του Μεσοπολέμου και προτιμούν τους νεοναζί από την Αριστερά. Όπως έκαναν και στα Δεκεμβριανά, όπως κάνουν πάντα στις κρίσιμες στιγμές.

 

Το αστικό σύστημα εξουσίας χρειάζεται τη Χρυσή Αυγή και τη χρησιμοποιεί. Τη χρειάζεται για να παρουσιάσει μαζί με αυτήν και τον ΣΥΡΙΖΑ ως εχθρό για τη δημοκρατία. Τη χρειάζεται για να εμποδίσει την έλευση της κυβέρνησης της Αριστεράς και για να δράσει σαν προβοκατόρικο παρακράτος, όταν αυτή πραγματοποιηθεί. Αποδεικνύει πως το κράτος είναι το ένα και μοναδικό άκρο αυτής της σύγκρουσης, πως συμπυκνώνει με αντιφατικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο όλες τις αντιλαϊκές δυνάμεις σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο. Εμείς λοιπόν, η Αριστερά, τα κινήματα, οι άνθρωποι της Ιστορίας θα αναδεικνύουμε αυτήν την αλήθεια. Και ο μόνος τρόπος να υπερασπιστούμε την αλήθεια είναι να μιλάμε για αυτήν. Δεν θα το φοβηθούμε, γιατί η αποδοχή του φόβου φέρνει στο επόμενο βήμα το αίτημα για δήλωση μετανοίας. Η Εθνική Αντίσταση δεν είναι σκοτεινή αλλά η πιο λαμπρή στιγμή στην Ιστορία όχι μόνο της Αριστεράς αλλά του ελληνικού λαού. Δικό του σύμβολο είναι ο Βελουχιώτης, δικιά του κληρονομιά είναι τα «γουναράδικα» και όλες οι μεγάλες στιγμές αυτοθυσίας που δεν επέτρεψαν να γίνει ολόκληρη η Ευρώπη μια πεσμένη Βαϊμάρη. Δεν θα φοβηθούμε να μιλήσουμε για τον Εμφύλιο και να πούμε ότι σε αυτόν σύρθηκε όχι η μόνο η Αριστερά αλλά ολόκληρος ο ελληνικός λαός πέρα από τις επιλογές του, γιατί κάποιοι τον έσφαζαν, γιατί αυτοί που μετά δόμησαν το κράτος που μας οδήγησε στη Χούντα ήθελαν να σταματήσουν την πορεία ενδυνάμωσης του λαϊκού κινήματος και να ακυρώσουν τις κατακτήσεις του γιατί τις φοβήθηκαν.

 

Θα μιλάμε για όλα αυτά και δεν θα κάνουμε πίσω γιατί η οπισθοχώρηση ανοίγει κενά που κάποιος θα βρεθεί να τα γεμίσει. Γιατί η νέα ιδεολογική ηγεμονία που θέλει να φτιάξει η Αριστερά για να μπορέσει να αλλάξει η πορεία της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να βασιστεί στην υποχώρηση απέναντι στο άκρο. Γιατί και τότε και τώρα άλλοι είναι το άκρο, άλλοι θέλαν και θέλουν Εμφυλίους, άλλοι στήναν και στήνουν παρακράτος. Άλλοι τάιζαν και ταΐζουν το τέρας του φασισμού. Άλλοι ταυτίζονται με τη Χρυσή Αυγή κατηγορώντας από το βήμα της Βουλής την Αριστερά πως καίει την Αθήνα[9] και πως συνδέεται με την τρομοκρατία,[10] ενώ ξέρουν πως όταν η Αριστερά ζήτησε ειρήνευση και δικαιοσύνη βρήκε απέναντί της μόνο τα όπλα. Θα μιλάμε για όλα αυτά και θα δίνουμε οξυγόνο στη φωτιά του αγώνα, γιατί μόνο ο αγώνας του λαού θα σβήσει αυτά τα δολοφονικά σχέδια. Όπως άλλοτε, έτσι και τώρα.





[1] Εντελώς ενδεικτικά: Άρθρο του Στάθη Καλύβα στην Καθημερινή όπου προτείνει στους νέους τη μαζική


Άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη στην ίδια εφημερίδα που επιχαίρει για τη στάση του Σαμαρά στην ΕΡΤ και κατηγορεί

ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ πως αποτελούν έναν «light ΣΥΡΙΖΑ»!


 


[2] Ίσως οι δυο πιο γνωστές περιπτώσεις να είναι ο Ξενοφών (Φον) Γιοσμάς, που ενώ είχε καταδικαστεί σε θάνατο το

1945 για συνεργασία με τους ναζί – είχε πολεμήσει τον ΕΛΑΣ ενώ έφτασε να πάρει τον τίτλο του υπουργού

προπαγάνδας στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση - και φυλακίστηκε το 1947, απελευθερώθηκε πέντε χρόνια αργότερα

και ίδρυσε τον Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων της Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος – βασικό κομμάτι του

παρακράτους της Θεσσαλονίκης – και είχε μεγάλη εμπλοκή στη δολοφονία Λαμπράκη, αλλά και ο Κώστας

Παπαδόπουλους, οπλαρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης ΕΕΣ που επιχειρούσε με τους ναζί κατά του ΕΛΑΣ

και αργότερα έφτασε να γίνει βουλευτής της ΕΡΕ, γνωστός για ένα επεισόδιο στη Βουλή όπου χτύπησε τον βουλευτή

της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλάκη όταν ο Ηλίας Ηλιού του θύμισε την κατοχική του δράση.

 


[3] «-Θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία και με τη Χρυσή Αυγή; -Βεβαίως. Μας έπιασε η ευαισθησία για τη Χρυσή Αυγή, η οποία είναι ψηφισμένη από 600 χιλιάδες κόσμο, θα ψηφιστεί από ένα εκατομμύριο κι εμείς θα κάνουμε αναμνήσεις του Συντάγματος της Βαϊμάρης». Συνέντευξη Βύρωνα Πολύδωρα, βουλευτή ΝΔ, στο ραδιοφωνικό σταθμό Real FM, 1.7.2013.  «Μην σας πω 50 ονόματα φίλων μου που ψήφισαν ΧΑ και είναι κανονικοί άνθρωποι. Οι Χρυσαυγίτες δεν είναι απειλή για τη Δημοκρατία. Αν έχουν το κουράγιο στη ΝΔ, να πουν ότι αποκλείονται στο μέλλον όσοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Εγώ την πάλεψα την ακροδεξιά την περίοδο 77-81. Εγώ διαλέγομαι με τον κόσμο που ψήφισε Χρυσή Αυγή, σας πειράζει αυτό;». Συνέντευξη του ίδιου στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA, 2.7.2013.

 


[4] «Φράσεις όπως "καλή αντάμωση στα γουναράδικα" […] παραπέμπουν στις χειρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Αν ο κ. Τσίπρας δεν τους αποπέμψει, τότε είναι προφανές ότι λειτουργούν κατ΄ εντολήν του. [...] Οι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καθύβρισαν το κοινοβούλιο με συνθήματα εμφυλίου πολέμου». Δήλωση του Σίμου Κεδίκογλου, κυβερνητικού εκπροσώπου και υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, 16.7.2013.


[5] «Θέλω να απευθύνω έκκληση. Το περιστατικό είναι απαράδεκτο και καταδικαστέο. Αλλά πρέπει να υπενθυμίσω σε όλους ότι τα εμπρηστικά λόγια ανάβουν πυρκαγιές. Όταν κάποιος μιλάει για ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ, τότε θα ακούσει και το εξίσου απαράδεκτο για το Γράμμο και το Βίτσι. Δεν πρέπει να γυρνάμε στις χειρότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Ούτε για γουναράδικα, ούτε για τίποτα δεν πρέπει να γυρνάμε σε αυτές τις εποχές. Έκκληση μετριοπάθειας κάνω». Δήλωση του ίδιου, 18.7.2013.


[6] «Πάρτε το χαμπάρι, κύριοι, μετά από 64 χρόνια η Χρυσή Αυγή θα γράψει την πραγματική ιστορία. Είμαστε τα παιδιά και τα εγγόνια των νικητών. […] Eμείς δεν είμαστε η ελαφροδεξιούλα που σας χαρίστηκε τόσο καιρό». Δήλωση Δ. Κουκούτση, βουλευτή Χρυσής Αυγής, 27.2.2012


[7]Πρέπει να αναφερθεί πως σε πολλές περιπτώσεις όπου Ταγματασφαλίτες συλλαμβάνονται από τον ΕΛΑΣ, οι ΕΛΑΣίτες πειθαρχώντας στη συμφωνία που προέβλεπε πως οι συνεργάτες των ναζί θα δικάζονταν μετά την Απελευθέρωση προφύλασσαν τους τελευταίους από το οργισμένο πλήθος που ήθελε να τους λιντσάρει, προκαλώντας συχνά την οργή του κόσμου. Βλέπε σχετικά στο Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, Φιλίστωρ, 2005, Αθήνα, σελ. 67-68.


[8] Βλέπε σχετικά εδώ: http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050911.htm


[9] «Αυτό λοιπόν είναι η τρανή απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι κουκουλοφόροι, οι δολοφόνοι και αυτοί που καίνε κάθε φορά την Αθήνα». Δ. Κουκούτσης, βουλευτής Χρυσής Αυγής, 18.7.2013.  «Η πέμπτη φάλαγγα του ΣΥΡΙΖΑ, με εμπροσθοφυλακή τη νεολαία του, ξεσκεπάζεται. Βγάζουν τις μάσκες, φορούν τις κουκούλες και εξοπλίζονται με μολότοφ, με σκοπό να κάψουν για μία ακόμη φορά την Αθήνα και να λεηλατήσουν τις περιουσίες των πολιτών». Ανακοίνωση Γραφείου Τύπου ΝΔ, 5.12.2012.

 


[10] «Τα θλιβερά αποκόμματα Σύριζα και Δημάρ καλύτερα να το βουλώσουν και να πάψουν να παριστάνουν τους συνηγόρους της αριστερής τρομοκρατίας». Ανακοίνωση Χρυσής Αυγής, 4.2.2013.  «Επί 4 μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αρθρώσει ένα σαφή λόγο κατά της τρομοκρατίας. [...] Η τρομοκρατία “φυτρώνει” στην άκρα Αριστερά. Δηλώσεις Νίκου Δένδια, υπουργού Προστασίας του Πολίτη, 5.2.2013.