Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Η ΕΠΟΝ κι εμείς: καθημερινότητα, μαζικότητα, ταυτότητα


Η πρόσφατη εκδήλωση των Νέων του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα για τα 70 χρόνια από την ίδρυση της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων, της ΕΠΟΝ, αποτέλεσε μια ευκαιρία για να προστεθεί ένα ακόμη κομμάτι στην πολύχρονη συζήτηση αναφορικά με τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για τη σύγχρονη πολιτική μας δράση από τη μελέτη της ιστορίας της Αντίστασης. Βέβαια, τέτοιες συζητήσεις συνήθως μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια σειρά αντιλήψεων για την ιστορία που είναι εξαιρετικά διαδεδομένες μεταξύ των ανθρώπων, ακόμη και αυτών της Αριστεράς. Αντιλήψεις όπως ότι  «η ιστορία επαναλαμβάνεται» και άρα ότι «η ιστορία μας διδάσκει». Οι ιστορικοί του χώρου μας δίνουν από χρόνια μία μάχη στο ακαδημαϊκό μετερίζι για να δείξουν πως τα ιστορικά γεγονότα είναι στην πραγματικότητα μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ως εκ τούτου, η ιστορία δεν διδάσκει, τουλάχιστον όχι με τον απόλυτο τρόπο που συνηθίζουμε να το πιστεύουμε. Δηλαδή, η ιστορία δεν δίνει συνταγές, το παρελθόν δεν προσφέρεται για εργαλειακή χρήση και για εύκολες επιβεβαιώσεις της μίας ή της άλλης άποψης του παρόντος. Η αντίθετη λογική έχει ματώσει για δεκαετίες το παγκόσμιο αριστερό κίνημα. Ο Καστοριάδης, μιλώντας για τη σχέση των αριστερών με το παρελθόν, είχε πει ότι «το δράμα των κομμουνιστών του 19ου αιώνα ήταν πως κάποιες συνθήκες του καπιταλισμού της εποχής τους τις ανήγαγαν σε διαχρονικές. Το δράμα των κομμουνιστών του 20ου αιώνα είναι πως προσπαθούν να καταλάβουν την αλήθεια για τον κόσμο που τους περιβάλει διαβάζοντας βιβλία γραμμένα εκατό χρόνια πριν». Βεβαίως, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είχε συναίσθηση αυτής της κατάστασης και της ευρύτερης επίδρασης που έχει στους ανθρώπους το παρελθόν, αφού γράφει πως «ο πεθαμένος πιάνεται πάνω από τον ζωντανό». Όμως, το παρελθόν μας, οι νεκροί και οι ζωντανοί μας δεν είναι για να μας στοιχειώνουν. Είναι για να μας ζωογονούν. Δεν είναι για να μας δείχνουν το δρόμο, αλλά για να μας βοηθούν να ανοίξουμε το δικό μας δρόμο.

Η πολιτική σημασία της εξέτασης της ιστορίας, λοιπόν, έγκειται όχι στο να βγάλουμε συνταγές για τη σημερινή πολιτική μας δράση. Αλλά στο να εξετάσουμε κριτικά το παρελθόν, τις μεγάλες κόκκινες μέρες με τις οποίες συνδέσαμε τη ζωή μας από όταν αποφασίσαμε να μπούμε στην Αριστερά και να βρούμε στοιχεία μεθοδολογίας που να μπορούν να εμπνεύσουν τους αγώνες μας. Η ΕΠΟΝ μαζί με τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη αποτελούν τις πιο μαζικές οργανώσεις Νεολαίας που έχει γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Κοινό τους στοιχείο, πέρα από τη σύνδεση τους με την οργανωμένη Αριστερά, ήταν ο ευρύς και ανοιχτός χαρακτήρας τους. Από την ΕΠΟΝ υπολογίζεται πως πέρασαν συνολικά πάνω από 600.000 νέοι άνθρωποι. Τα νούμερα είναι συγκλονιστικά. Πως πραγματοποιήθηκε λοιπόν αυτό το οργανωτικό και πολιτικό θαύμα;

Το πρώτιστο στοίχημα για κάθε φορέα, πολιτικό ή άλλο, είναι να προσδώσει ένα ιδιαίτερο νόημα στην ερμηνεία της πραγματικότητας και στις δράσεις των ανθρώπων. Η ΕΠΟΝ αυτό το κατάφερε χρησιμοποιώντας τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, βασιζόμενη δηλαδή στις ανάγκες των νέων της εποχής. Πρώτα από όλα, στην ανάγκη για Αντίσταση απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση και την ματαίωση της λαϊκής πατριωτικής περηφάνειας, δίνοντας διέξοδο στο δομικό πρόβλημα της Κατοχής, αλλά και στα ψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων. Όπως λέει πολύ παραστατικά ένα βιβλίο που περιγράφει ψυχαναλυτικά την εμπειρία της Κατοχής «Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του “ανθρώπινου”, στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, ένα προοδευτικό “εξανθρωπισμό”. Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιότανε η ψυχολογική τυραννία του άγχους κι η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. [...] Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνότανε όσο μεταμορφωνότανε σε συνειδητοποιημένη δράση». [1]

Κάπου εδώ θα θυμίσουμε το γνωστό αντάρτικο τραγούδι, τον ύμνο του ΕΑΜ, ο οποίος λέει πως «το ΕΑΜ μας έσωσε απ΄ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Ιδού λοιπόν, άλλη μια θεμελιώδης ανάγκη που έγινε βάση για τη δράση της ΕΠΟΝ. Η οργάνωση της καθημερινότητας των ανθρώπων, η αντιμετώπιση των άμεσων βιοτικών τους προβλημάτων, όπως το επισιτιστικό. Την ίδια στιγμή όμως, η ΕΠΟΝ αντιμετώπιζε και τις ειδικές ανάγκες των νέων. Διοργάνωνε πάρτι, εκδρομές, πολιτιστικά γεγονότα, όλα εξαιρετικά κρίσιμα, αφού η καταπίεση και το αίσθημα αδιεξόδου δεν οδηγούν από μόνα τους στην επαναστατικότητα. Συνήθως οδηγούν στην κατάθλιψη, δηλαδή την απουσία νοήματος, και την παραίτηση. Η ΕΠΟΝ, στον αντίποδα, δημιουργούσε μια νέα και ελκυστική νεολαιίστικη κουλτούρα, η οποία εξέφραζε όλο το εύρος των ανησυχιών της νεολαίας. Με αυτά τα πράγματα συνδεόταν και έπαιρνε ώθηση ο αντιστασιακός αγώνας αλλά και οι ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις της. Στο πλαίσιο της ΕΠΟΝ προωθήθηκε ακόμη και ο αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση, αφού εκεί, όπως αναφέρει και η Οντέτ Βαρών – Βασάρ, χιλιάδες νέα κορίτσια άκουσαν για πρώτη φορά για την ισοτιμία της γυναίκας, για το ότι εκτός από τα δεσμά του κατακτητή πρέπει να απαλλαχθούν και από τα δεσμά της οικογένειας αλλά και των ανδροκρατούμενων πολιτικών οργανώσεων. [2] 

Επίσης, η ΕΠΟΝ όριζε σαφώς πως είναι μια οργάνωση που θέλει να δράσει και μετά την απελευθέρωση, που ο σκοπός της ήταν ευρύτερα αναμορφωτικός, που στόχευε στην επίτευξη ευρύτερων αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Για αυτό και προσπαθούσε με τη δράση να δίνει στα μέλη της, και όχι μόνο, την ευκαιρία να γευτούν μία προεικόνιση του νέου κόσμου που ήθελε να φέρει, να πραγματοποιεί ήδη την αλλαγή. Όπως μας λέει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «για τους νέους της ΕΠΟΝ η προσδοκώμενη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν ήδη παρούσα στους μικρόκοσμους των συνοικιακών οργανώσεων. Αυτό που έμενε να γίνει ήταν να εδραιώσουν στη μεταπολεμική κοινωνία όσα κέρδισαν στις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής. Μια κανονικότητα που ωστόσο ποτέ δεν ήρθε». Ας το δούμε και με τα λόγια μίας από τις χιλιάδες κοπέλες που οργανώθηκαν στην ΕΠΟΝ: «Μερικά συνθήματα που είχε το ΕΑΜ για καλύτερη ζωή, για δημοκρατία, για ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς φτώχια […] τα συνθήματα στους τοίχους σου δίνανε μια κατεύθυνση […] Δεν θέλαμε μόνο να ελευθερωθούμε. Μια κι έγινε που έγινε όλη αυτή η φασαρία, μια που τραβήξαμε όλα αυτά, μια και πέθανε τόσος κόσμος […] ε, καλά ήτανε να αλλάξει η ζωή μας. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι πολύ φυσιολογικό; […] Νομίζαμε ότι μέσα σ’ αυτό τον αγώνα που ήτανε εναντίον των κατακτητών ότι ήτανε και αυτό μαζί, η αλλαγή της ζωής. Ήτανε μέσα». [3] 

Το παραπάνω παράθεμα μας οδηγεί και σε άλλο ένα συμπέρασμα. Η ΕΠΟΝ, όπως και το ίδιο το ΕΑΜ και η Νεολαία Λαμπράκη αργότερα, χρησιμοποιώντας το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της τότε συγκυρίας (Αντίσταση, αντιφασισμός, πατριωτισμός, λαϊκή υπερηφάνεια), κατάφερε να προσεγγίσει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας και διά αυτού του δρόμου να το φέρει σε επαφή με τα αριστερά πολιτικά προτάγματα. Από τις ανάγκες και την ιδεολογία των πολλών, έφτασε στην ιδεολογία της Αριστεράς. Και έτσι, κατάφερε να προσφέρει στους ανθρώπους μία ταυτότητα. Ξέρουμε πως οι ταυτότητες, ειδικά οι συλλογικές, είναι κρίσιμο στοιχείο για την πολιτική δραστηριοποίηση, για τη δυνατότητα των ανθρώπων να κινητοποιούνται. Οι νέοι λοιπόν γίνονταν «ΕΠΟΝίτες», έμπαιναν σε μία συλλογικότητα, αποκτούσαν ένα αίσθημα του «συνανήκειν» και συλλογικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, δίνοντας έτσι στη ζωή και τη δράση τους ένα νέο όραμα και νόημα, συλλογικό, για αυτό και πολύ ισχυρό. Και αυτήν την ταυτότητα του ΕΠΟΝίτη την συγκροτούσαν και τα ίδια τα μέλη της ΕΠΟΝ, χωρίς να υπερισχύει κάποιος φόβος πως αυτό θα αλλοίωνε τον αριστερό χαρακτήρα της οργάνωσης.

Τέλος, μέσα σε όλα αυτά πρέπει να τονιστεί και η πολύ μεγάλη δικτύωση που είχε η ΕΠΟΝ, ακόμη και σε συνοικιακές ποδοσφαιρικές ομάδες, αναζητώντας κάθε τρόπο για να έρθει σε επαφή με τους νέους ανθρώπους. Πάνω από όλα βέβαια, η ΕΠΟΝ βλάστησε πάνω στο εύφορο χώμα της νεανικότητας, της αίσθησης των νέων και χωρίς πολλές δεσμεύσεις ανθρώπων πως στις συντριπτικές συνθήκες της Κατοχής δεν είχαν τίποτα να χάσουν ή έστω πως αυτό που είχαν να χάσουν ήταν μικρό μπροστά σε αυτό που τους στερούνταν.

Στο δια ταύτα λοιπόν. Η ΕΠΟΝ κατάφερε αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο της τόσο μαζικής και αγωνιστικής οργάνωσης των νέων επειδή προσέφερε ένα πεδίο υλικής και ψυχολογικής Αντίστασης, επειδή παρείχε ένα πεδίο συν-διαμόρφωσης μίας συλλογικής ταυτότητας και επειδή οργάνωσε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και ειδικά των νέων με βάση τις άμεσες βιοτικές και πνευματικές ανάγκες τους. Όμως, όλα αυτά είχαν νόημα, μόνο επειδή η ΕΠΟΝ ήταν απολύτως ανοιχτή στη μαζική συμμετοχή νέων ανθρώπων, χωρίς υψηλά προαπαιτούμενα, επειδή γνώριζε πως δεν μπορείς να φτιάξεις αριστερούς έξω από την Αριστερά! Και έτσι ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε μια «Αριστερά του αποτελέσματος». Μέσα από αυτά κατάφερε να επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα, να εντείνει τον ριζοσπαστισμό εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν είχαν καμία σχέση με την Αριστερά και τις αρχές της μέχρι τότε, να τους προσφέρει ένα συλλογικό όραμα κοινωνικής αλλαγής το οποίο διαμόρφωσαν και οι ίδιοι. Μέσα από τα ευρύτερα ιδεολογικά υλικά της Αντίστασης, του πατριωτισμού και του αντιφασισμού οδήγησε τα μέλη της στην ιδεολογική και οργανωτική σχέση με την Αριστερά. Πατώντας πάνω σε νοήματα κυρίαρχα για τον κόσμο και αλλάζοντας το περιεχόμενό τους. Διότι, όπως μας λέει και πάλι η Οντέτ Βαρών- Βασάρ «ποτέ πριν και ποτέ μετά τόσοι πολλοί νέοι και νέες δεν διασταυρώθηκαν ενεργά με την πολιτική, με τη δράση, με την αριστερή ιδεολογία, με τρόπο που σημάδεψε για πάντα την προσωπικότητα και τη ζωή τους, πράγμα που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μια μοναδική συνάντηση». [4]

Είναι λοιπόν όλα αυτά μια κόκκινη κλωστή την οποία μπορούμε να ακολουθήσουμε και σήμερα; Λέμε πως ναι, είναι. Είναι η κεντρική λογική των όσων περιγράφηκαν ενσωματώσιμη στις σημερινές μας πολιτικές δράσεις, μέσα από τις οργανώσεις της Αριστεράς, τις παραδοσιακές συλλογικότητες και φορείς αλλά και από τα πρωτοπόρα εγχειρήματα, όπως τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης; Μας διδάσκουν όλα αυτά – ιδού λοιπόν τώρα – πως πολιτική είναι κατά βάση όχι το τι (ριζοσπαστικό, αριστερό κλπ) λες αλλά το τι κάνεις; Μας δείχνουν όλα αυτά την ανάγκη να δημιουργούμε μαζικές νεανικές συλλογικότητες, να προωθούμε ριζοσπαστικές νεανικές ταυτότητες σε κόσμο που δεν έχει σχέση με την Αριστερά χωρίς να φοβόμαστε για την αλλοίωσή μας; Μας δείχνουν ότι το κρίσιμο είναι κάθε φορά να ορίζει κανείς τις βασικές διαχωριστικές γραμμές (ανάμεσα στον πατριωτισμό και την προδοσία τότε, στην απόρριψη και στην υποστήριξη του Μνημονίου σήμερα, στην αντίσταση και στην αποδοχή πάντα) και μέσα από αυτές, μέσα από ευρύτερα μέτωπα, λαϊκές κινητοποιήσεις και ιδεολογικές αναφορές να οδηγούμε στην πολιτική και ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση; Ναι. Χωρίς εύκολες αναλογίες και συμψηφισμούς, αλλά αναμφίβολα ναι. Και πάνω από όλα με την υπόμνηση του Μαρξ να ηχεί τα αυτιά μας: «Η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορεί να αντλεί την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον». Αυτό έκανε η ΕΠΟΝ, αυτό θα κάνουμε κι εμείς σήμερα.


Υποσημειώσεις
[1] Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης, Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Οδυσσέας, Αθήνα, 1991, σ. 267
[2] Για την ακρίβεια, στην οργάνωση «Λεύτερη Νέα», η οποία ενσωματώθηκε στην ΕΠΟΝ. Στο Οντέτ Βαρών – Βασάρ, «ΕΑΜ Νέων, Λεύτερη Νέα, ΕΠΟΝ: τρεις σταθμοί μιας διαδρομής», στο Η ελληνική νεολαία στον 20 αιώνα, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Έυη Ολυμπίτου, Ιωάννα Παπαθανασίου (επιμέλεια), Θεμέλιο, Αθήνα, 2010, σελ. 54
[3] Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Νεανικές συλλογικότητες στην Κατοχή. Αντιστασιακοί πυρήνες νέων στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας», ό.π., σελ. 75
[4]  Βαρών – Βασάρ, ό.π., σελ. 52

Το σχέδιο Αθηνά και οι κοινωνικές επιστήμες


Όλες οι πρόσφατες μεγάλες και μικρές απορρυθμίσεις της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, γίνονται υλοποιώντας το δόγμα ότι η εκπαίδευση πρέπει να γίνεται αντικείμενο εμπορίου, αφού μπορεί να αποδειχτεί χρυσοφόρα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών δεν μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα, αφού η οικονομική τους απόδοση δεν υπολογίζεται ποτέ ως σημαντική.
Έτσι, το σχέδιο “Αθηνά” δεν μας εκπλήσσει ως προς τις μεθόδους και τη στοχοθεσία του. Ήδη από την πρώτη ματιά, η μείωση των εισακτέων στις κοινωνικές επιστήμες από 15.000 σε 14.000 κάνει σαφή τα κριτήρια των αλλαγών. Οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να υποβαθμιστούν και αυτό ξεκινάει με το στένεμα της πρόσβασης σε αυτές. Προοπτικά, το σχέδιο θα περιλάβει ασφαλώς και τη μείωση ή συγχώνευση τμημάτων, κάτι που ήταν γνωστό πως σχεδιαζόταν και τώρα και μάλιστα όχι για μεμονωμένα Τμήματα, αλλά ακόμη και για τμήματα του Παντείου Πανεπιστημίου που είναι δηλαδή οργανικά δεμένα με άλλα ομοειδή μέσα σε ένα αυτόνομο ίδρυμα. Επομένως, λιγότεροι εισακτέοι σε λιγότερα τμήματα, σημαίνει στην πορεία και λιγότερο προσωπικό, διδακτικό και διοικητικό, δια της μη αντικατάστασης των συνταξιοδοτούμενων. Ιδού λοιπόν πως εννοούν οι υπεύθυνοι του υπουργείου παιδείας το “συμμάζεμα” των πανεπιστημίων. Την ίδια στιγμή, οι εισακτέοι των οικονομικών επιστημών αυξάνονται, κάνοντας ακόμη πιο σαφή τον προσανατολισμό και τις προτιμήσεις της ηγεσίας του υπουργείου. Όμως, αυτό δεν σημαίνει απλώς πως οι οικονομικές σπουδές βγαίνουν κερδισμένες από το σχέδιο. Αντιθέτως, θα ασκηθεί μεγάλη προσπάθεια για τον ακόμη πιο έντονο έλεγχο του περιεχομένου των σπουδών σε αυτό το πεδίο, ώστε να λειτουργήσουν ως διαδικασία και μέσο διάχυσης της οικονομικής αντίληψης και της πολιτικής ιδεολογίας της κυβέρνησης και να γίνουν εργαλείο προώθησης των “αναπτυξιακών” της σχεδίων. Άλλωστε, τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση βλέπει την ανάπτυξη (ας ρίξουμε μια ματιά στην περίπτωση των Σκουριών στη Χαλκιδική και στο σχετικό σχέδιο εξόρυξης χρυσού) αλλά και οι αντιλήψεις της για την πνευματική ελευθερία, δεν μπορούν να μας προϊδεάσουν για τίποτα καλύτερο!

Παράλληλα, η ένταξη του μοναδικού πανεπιστημίου κοινωνικών και πολιτικών επιστημών της Ελλάδας, του Παντείου, μέσα στο ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο Αδαμάντιος Κοραής, μαζί με άλλα τέσσερα, διαφορετικού αντικειμένου, πανεπιστήμια, είναι σαφές πως στοχεύει στην περικύκλωση του. Το Πάντειο Πανεπιστήμιο, λόγω αντικειμένου και ιστορίας, έχει ένα δυναμικό καθηγητών που είναι σε μεγάλο βαθμό ριζοσπαστικό πολιτικά και έχει συγκρουστεί με τις πρόσφατες κυβερνητικές “μεταρρυθμίσεις”, για αυτό και έχει πολύ συχνά στοχοποιηθεί, και μάλιστα χυδαία, από τα μεγάλα ΜΜΕ και κατά καιρούς κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Θ. Πάγκαλος. Η συμπερίληψη του με τέσσερα ακόμη ιδρύματα, των οποίων τα μέλη ΔΕΠ δεν έχουν δείξει παρόμοια στάση, πέρα από το να εξαφανίζει την ακαδημαϊκή ιδιαιτερότητα του Παντείου και να υποβαθμίζει αντικειμενικά τη σημασία των κοινωνικών σπουδών στην Ελλάδα, αποσκοπεί και στο να αποδυναμώσει την ισχύ των εναλλακτικών και αριστερών ιδεών στο εσωτερικό του. Αυτό το σύστημα, που θα μπορούσε και να ονομαστεί “ότι δεν μπορείς να το κόψεις, περικύκλωσέ το”, δεν είναι ασφαλώς πρωτότυπο. Έχει δοκιμαστεί στην Αγγλία της Θάτσερ και του Μπλερ, με τον ίδιο στόχο. Μάλιστα, αυτός που είχε διοριστεί από τον Τόνυ Μπλερ ως επικεφαλής της επιτροπής που είχε τη σχετική ευθύνη ήταν ο πρώην διευθυντής της πετρελαϊκής εταιρείας BP, ασφαλώς κάθε άλλο παρά άνθρωπος ιδιαίτερων ευαισθησιών αναφορικά με την επιστημονική ορθότητα και την κοινωνική χρησιμότητα της επιστήμης!

Όλα τα παραπάνω αποτελούν συνέχεια της πολιτικής υποβάθμισης των κοινωνικών επιστημών που ζούμε εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, με τη μείωση της χρηματοδότησής τους, τη μείωση των μελών ΔΕΠ που τις θεραπεύουν και την τεράστια εκμετάλλευση των συμβασιούχων διδασκόντων με το ΠΔ 407 που συχνά διδάσκουν χωρίς απολαβές και τον προσβλητικά μικρό αριθμό προσφερόμενων (οικονομικά ανεπαρκών) υποτροφιών. Ειδικά για τα μέλη ΔΕΠ, το ότι από το ισχύον νομικό πλαίσιο προβλέπεται η χωρίς όρια δυνατότητα των τμημάτων να «προσλαμβάνουν» διδάκτορες ως εντεταλμένους διδασκαλίας και χωρίς υποχρέωση μισθοδοσίας τους, κάνει το τοπίο ακόμη πιο σκοτεινό. Όλα αυτά συνδυάζονται με τις επίμονες προσπάθειες των τελευταίων κυβερνήσεων να κλείσουν το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και να περιορίσουν την ενασχόληση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με τα αντικείμενα των κοινωνικών επιστημών.

Ξέρουμε πως η σημασία των κοινωνικών επιστημών είναι πραγματικά κεφαλαιώδης για μια κοινωνία. Επιτρέπουν να εξετάζεται κριτικά η ιστορια της και το παρόν της, να συνδέεται το κοινωνικό παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, να διαμορφώνονται πολιτικές επιλογές σε μία σειρά τεράστιας σημασίας και γκάμας ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία και λειτουργία κρατικών και ευρύτερα κοινωνικών θεσμών. Επίσης όμως, μπορούν να αποκαλύπτουν τις σχέσεις εξουσίας και τους μηχανισμούς παραγωγής κοινωνικού νοήματος, πράγματα δηλαδή που ξεκλειδώνουν τον τρόπο λειτουργίας των μηχανισμών εξουσίας. Επομένως, οι κοινωνικές επιστήμες για την άρχουσα τάξη δεν είναι απλώς “άχρηστες”, αλλά κάτι παραπάνω: επικίνδυνες! Δεν είναι, λοιπόν, για να απορούμε που άλλη μια κυβέρνηση επιχειρεί ουσιαστικά εναντίον τους. Η κοινότητα τους, καθηγητές, φοιτητές και εργαζόμενοι, έχει τώρα πολύ μεγάλη ευθύνη για την υπεράσπισή τους. Ο αγώνας μας αυτός θα είναι ένας αγώνας συνολικά υπέρ του πανεπιστημίου. Και το πιο δύσκολο αλλά και πιο κρίσιμο έργο μας, θα είναι αυτό στο οποίο έχουμε μεινει πολύ πίσω, το να ανοίξουμε το πανεπιστήμιο στην κοινωνία, να φέρουμε τον κόσμο μέσα στα ιδρύματα, να τον κάνουμε να συνειδητοποιήσει τη σημασία του πανεπιστημίου για τη ζωή του. Και βεβαίως, το να μη φοβηθούμε να αναμετρηθούμε με τις δικές μας ανεπάρκειες σε αυτόν τον τομέα.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Για το πανεπιστήμιο του Μνημονίου: Συν Αθηνά και χείρα κίνει!



Η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση, ονόματι Σχέδιο Αθηνά, με την οποία ο Κ. Αρβανιτόπουλος φιλοδοξεί να εντάξει το όνομά του στη μακρά λίστα των «μεγάλων» Ελλήνων μεταρρυθμιστών (που βέβαια μετατρέπουν κατά κανόνα τη στάχτη σε μπούρμπερη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία!), δεν φέρνει μόνο μια αλλαγή της δομής του πανεπιστημίου, όπως ίσως φαίνεται. Προωθεί και μια τεράστια αλλαγή στο περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των σπουδών. Όχι ίσως εμφανή με τη μία, αλλά σίγουρα σαφή, αν δει κανείς το πράγμα μέσα από το πρίσμα των ως τώρα πολιτικών επιλογών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και αν μπορέσει να καθαρίσει λίγο το τοπίο, φυσώντας τη σκόνη της προχειρότητας που «στολίζει» το περίφημο Σχέδιο Αθηνά.

Η «Αθηνά» συνδυάζει τις κλασικές νεοφιλελεύθερες στρατηγικές για την παιδεία, όπως θεμελιώνονταν στη Συμφωνία της Μπολόνια το 1998, με την κυβερνητική στρατηγική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Κοντολογίς, εκτός από το «πανεπιστήμιο – παράρτημα των επιχειρήσεων» που ήθελε να φτιάξει η Μπολόνια, πλέον ο στόχος περιλαμβάνει και το «πανεπιστήμιο της κρίσης», δηλαδή ένα πανεπιστήμιο πολύ πιο φτηνό (άρα και χαμηλότερης ποιότητας για τους πιο πολλούς φοιτητές του) και με έντονα ταξικά φίλτρα. Επομένως, μιλάμε για μια αναβάθμιση του στόχου σε αυτό που θα λέγαμε «το πανεπιστήμιο του Μνημονίου».

Ας θυμίσουμε τα βασικά. Τι επεδίωκε η Συμφωνία της Μπολόνια (της οποίας η κύρια προσπάθεια εφαρμογής στην Ελλάδα ήταν ο νόμος Διαμαντοπούλου); Χονδρικά, το να λειτουργούν τα πανεπιστήμια με βασικό κριτήριο την εύνοια της οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, και πάλι χονδρικά, να κάνουν έρευνα για τις ανάγκες των επιχειρήσεων και όχι της κοινωνικής πλειονότητας, να παράγουν πτυχιούχους με διασπασμένα επαγγελματικά δικαιώματα ώστε να είναι πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμοι στην αγορά εργασίας (και άρα –στο πλαίσιο της γνωστής νεοφιλεύθερης υπόσχεσης– να ευνοείται έτσι η οικονομική ανάπτυξη, αφού μαζί με τα επαγγελματικά δικαιώματα θα καταρρεύσουν και οι ποικίλες «στρεβλώσεις» της αγοράς, όπως ο συνδικαλισμός και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας) και τέλος να αναπαράγουν ακόμη πιο έντονα μία ιδεολογία βολική για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, να εμπεδώνουν δηλαδή τη βαθιά ιδεολογική ηγεμονία των αρχουσών τάξεων. Κομβικό στοιχείο είναι η αύξηση των ταξικών φίλτρων της εκπαίδευσης, το τέλος του μαζικού πανεπιστημίου.

Τα μέσα για την επίτευξη των παραπάνω ποίκιλλαν από χώρα σε χώρα, αλλά γενικώς ήταν τα εξής: διάσπαση των επιστημονικών αντικειμένων και δημιουργία υπερεξειδικευμένων τμημάτων χωρίς ευρεία και στέρεα επιστημονική βάση, απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής έρευνας, συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο σπουδών και παράλληλη απαξίωση των κοινωνικών επιστημών, υψηλά δίδακτρα σε μεταπτυχιακές και προπτυχιακές σπουδές. Με διάφορα μέσα (πχ η περίφημη «αξιολόγηση», που γινόταν ουσιαστικά πάντα με οικονομικά και ιδεολογικά και όχι επιστημονικά κριτήρια), τα παραπάνω εφαρμόστηκαν ακόμη και σε χώρες με βαθιά ακαδημαϊκή παράδοση, όπως η Αγγλία. Στην Ελλάδα βεβαίως αυτό το τοπίο έχει ήδη διαμορφωθεί σε ένα βαθμό εδώ και αρκετά χρόνια, με πολλά τμήματα με διασπασμένα αντικείμενα (πχ τα διάφορα τμήματα χρηματοοικονομικών, management κλπ), με τμήματα σκληρής προαγωγής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και με την όλο και μεγαλύτερη διείσδυση των ιδιωτών στην πανεπιστημιακή έρευνα.

Τι καινούριο μας φέρνει λοιπόν το Σχέδιο Αθηνά; Η νέα δομή ΑΕΙ και ΤΕΙ υποτίθεται πως έρχεται σε μία κατεύθυνση «νοικοκυρέματος» και εξοικονόμησης πόρων. Το «νοικοκύρεμα», με βάση την εισηγητική έκθεση του υπουργείου, αναφέρεται στην ακύρωση της μεγάλης διασποράς τμημάτων ανά την Ελλάδα, της αναντιστοιχίας προγραμμάτων σπουδών και διδακτικού προσωπικού αλλά και του κατακερματισμού τμημάτων με συγγενή αντικείμενα. Οι αντιφάσεις όμως που προκύπτουν δείχνουν πως τα πραγματικά σχέδια είναι είτε εντελώς κρυμμένα,  είτε εξωραϊσμένα κάτω από τις λέξεις.

Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Το Σχέδιο Αθηνά υποτίθεται πως θα έλυνε την προβληματική κατάσταση «κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ, κάθε στάνη και τμήμα» που έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της αλμπάνικης πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά και της ικανοποίησης των πελατειακών τους δικτύων που αναπτύχθηκαν σε αυτές τις περιοχές. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως αυτό το πρόβλημα δεν θεραπεύεται καθόλου. Και πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού υποτίθεται πως επιχειρείται να λυθεί από τους ίδιους κομματικούς φορείς που το δημιούργησαν! Έτσι, σε πάρα πολλές περιπτώσεις παραμένουν σε λειτουργία μεμονωμένα τμήματα σε περιοχές χωρίς δυνατότητα δημιουργίας μια αναπτυγμένης πανεπιστημιακής κοινότητας (που θα ευνοούσε τόσο το σύνολο των σπουδών όσο και την ευρύτερη πρόοδο των τοπικών κοινωνιών) αλλά και χωρίς να διασφαλίζονται στοιχειώδεις προϋποθέσεις φοιτητικής ζωής, όπως οι εστίες.

Ιδού ο χάρτης της διασποράς των τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ, μετά την επέμβαση του «θεραπευτικού» χεριού της «Αθηνάς»: τρία τμήματα στο Αγρίνιο, ένα στην Άμφισσα, τρία στην Άρτα, ένα στα Γρεβενά, ένα στο Διδυμότειχο, ένα στη Δράμα, ένα στη Ζάκυνθο, δύο στην Ηγουμενίτσα, δύο στη Θήβα, τρία στην Καρδίτσα, ένα στο Καρπενήσι, ένα στην Καστοριά, ένα στην Κατερίνη, ένα στο Κιλκίς, δύο στην Κόρινθο, ένα στη Λήμνο, ένα στο Ληξούρι, ένα στη Ναύπακτο, ένα στο Ναύπλιο, δύο στην Ορεστιάδα, ένα στην Πρέβεζα, ένα στον Πύργο, τρία στη Ρόδο, δύο στη Σάμο, ένα στη Σητεία, τρία στη Σπάρτη, ένα στη Σύρο, ένα στα Τρίκαλα, δύο στη Χίο. Σίγουρα, η γεωγραφική αποτύπωση δεν δικαιώνει την υπόσχεση του υπουργού για «νοικοκύρεμα» και αντιμετώπιση της «ανορθολογικής ανάπτυξης κτιριολογικών και υλικοτεχνικών υποδομών». Φαίνεται λοιπόν πως και πάλι, τα κριτήρια που πρυτάνευσαν καμία σχέση δεν είχαν με τις ανάγκες των πανεπιστημίων.

Ας θέσουμε όμως και μερικά, κάπως «σκανδαλιάρικα», ερωτήματα για τα κριήρια του Σχεδίου Αθηνά: Γιατί το ΤΕΙ Λαμίας ξαφνικά ενισχύεται τόσο πολύ έναντι των άλλων; Μήπως επειδή εκεί βρίσκεται η εκλογική περιφέρεια του αναπληρωτή υπουργού οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα και στην περιοχή υπάρχει ένα μεγάλο σχέδιο για την εκμετάλλευση ενός πακέτου του ΕΣΠΑ; Γιατί κρατάει το μόλις ένα τμήμα του το ΤΕΙ Καρπενησίου, παρά το ότι δεν έχει ιδιόκτητο κτήριο; Μήπως επειδή εκεί είναι δήμαρχος ο Κώστας Μπακογιάννης; Γιατί χάνει όλα της τα τμήματα η Λειβαδιά; Μήπως επειδή οι κάτοικοι της τιμωρούνται γιατί στις εκλογές ανέδειξαν πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί επαναλειτουργεί το μοναδικό τμήμα ΤΕΙ της Άμφισσας, που είχε κλείσει; Μήπως επειδή είναι μια μονοεδρική περιφέρεια την οποία κέρδισε οριακά η ΝΔ και θέλει να την διασφαλίσει; Γιατί κλείνουν τμήματα του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης με εξαιρετική υποδομή για να μεταφερθούν στο ανεπαρκούς υποδομής ΤΕΙ Σερρών; Μήπως για να αποτελέσουν πολιτική προίκα του Καραμανλή junior, γιου του Αχιλλέα Καραμανλή, που ετοιμάζεται να πολιτευτεί –με κληρονομικό δικαίωμα- στην περιοχή; Γιατί παραμένει ανοιχτό το Τμήμα Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού στη Σπάρτη (προφανώς χωρίς αντικείμενο!), ενώ ο ίδιος ο υπουργός το ανέφερε ως παράδειγμα προς αποφυγή; Γιατί δεν υπάρχει σκέψη συγχώνευσης για τα τμήματα Πολιτικής Επιστήμης της Κορίνθου και της Κομοτηνής, ενώ υπάρχουν ήδη άλλα τέσσερα; Μήπως επειδή το πρώτο στήθηκε από τη ΝΔ για να στελεχωθεί από δικούς της διανοούμενους και το δεύτερο είναι δωράκι του Ευρ. Στυλιανίδη στον εαυτό του, αφού λειτουργεί στην εκλογική του περιφέρεια και ιδρύθηκε επί υπουργίας του; Γιατί κλείνουν ΤΕΙ με ιδιόκτητα κτήρια; Μήπως για να ξεπουληθεί η ακίνητη περιουσία τους; Και τέλος, μήπως η πρεμούρα για το κλείσιμο των ΤΕΙ αποσκοπεί στον να μείνει χώρος και «πελατεία» για την ιδιωτική εκπαίδευση, δηλαδή «όπου κλείνει ένα ΤΕΙ ανοίγει ένα κολλέγιο»;

Ο εξορθολογισμός της διοίκησης των ΑΕΙ είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολο αν εξυπηρετείται από το μοντέλο της ομοσπονδοποίησης πέντε ΑΕΙ της Αθήνας (Πάντειο, Χαροκόπειο, Πα.Πει., ΑΣΟΕΕ, Γεωπονικό) και τη δημιουργία μίας υπερδομής ενός τεράστιου πανεπιστημίου (Αδαμάντιος Κοραής), που θα είναι διεσπαρμένο σε όλες τις γωνιές της Αττικής και που κάθε άλλο παρά εύκολα και ορθολογικά θα μπορεί να διοικείται και να οργανώνει ακαδημαϊκά τις σπουδές. Προφανώς όμως, ο στόχος είναι διά της δημιουργίας ενός κοινού διοικητικού κέντρου να διευκολυνθεί όχι γενικώς η διοίκηση αλλά συγκεκριμένα ο κυβερνητικός έλεγχος των πανεπιστημίων και στη συνέχεια η ευρύτερη συγχώνευση τμημάτων και άρα η συνεπακόλουθη μείωση των απαιτούμενων μελών ΔΕΠ! Επίσης, στόχος είναι διά της ομοσπονδοποίησης να περικυκλωθούν τα «ενοχλητικά» ιδρύματα και να ελεγχθούν οι αντιδράσεις τους. Το Πάντειο Πανεπιστήμιο, ως πιο χαρακτηριστική περίπτωση, είναι εδώ και καιρό στο στόχαστρο κυβέρνησης και ΜΜΕ, λόγω του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών του τάσσονται ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια για τα πανεπιστήμια, ενώ έχει και ισχυρές δυνάμεις αριστερών πανεπιστημιακών που συστηματικά διαβάλλονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Αυτό το σύστημα, που θα μπορούσε και να ονομαστεί «ότι δεν μπορείς να κόψεις, περικύκλωσέ το», δεν είναι ασφαλώς πρωτότυπο. Έχει δοκιμαστεί στην Αγγλία της Θάτσερ και του Μπλερ, με τον ίδιο στόχο. Μάλιστα, αυτός που είχε διοριστεί από τον Τόνυ Μπλερ ως επικεφαλής της επιτροπής που είχε τη σχετική ευθύνη ήταν ο πρώην διευθυντής της πετρελαϊκής εταιρείας BP, ασφαλώς κάθε άλλο παρά άνθρωπος ιδιαίτερων ευαισθησιών αναφορικά με την επιστημονική ορθότητα και την κοινωνική χρησιμότητα της επιστήμης!

Η εξοικονόμηση πόρων είναι μάλλον το μόνο πεδίο στο οποίο το σχέδιο επιβεβαιώνει τις εξαγγελίες του. Αυτό όμως θα συμβεί όχι με κάποια περικοπή «σπατάλης», αλλά με τη σταδιακή, ακόμη μεγαλύτερη, μείωση των μελών ΔΕΠ και των διοικητικών υπαλλήλων. Θα πει κανείς ότι προς ώρας υπάρχει η ρητή δέσμευση του υπουργείου πως δεν θα γίνουν απολύσεις. Όμως, πέρα από το ότι πλέον η φράση «κυβερνητική δέσμευση» ηχεί ως ανέκδοτο, το προσωπικό των ΑΕΙ επί της ουσίας θα μειωθεί, μέσω της μη πρόσληψης νέων μελών ΔΕΠ και διοικητικών υπαλλήλων μετά τις συνταξιοδοτήσεις των προηγούμενων, ενώ με τις συγχωνεύσεις των τμημάτων θα δημιουργείται η πλασματική εικόνα πως αυτά θα είναι πλέον καλύτερα στελεχωμένα, παρά το ότι θα έχουν πολύ περισσότερους φοιτητές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τα περιφερειακά τμήματα, πολλά από τα οποία λειτουργούσαν ως τώρα με ελάχιστα μέλη ΔΕΠ, κάποια ούτε καν με ένα (!), αλλά κυρίως με συμβασιούχους διδάσκοντες. Όμως, ο δεδομένος στόχος του υπουργείου (αν και στο σχέδιο παρουσιάζεται διαφορετικά) είναι και η μείωση του συνολικού αριθμού εισακτέων, μέσω της μείωσης των τμημάτων. Επομένως, λιγότεροι φοιτητές σε λιγότερα τμήματα μας οδηγούν σταδιακά και σε λιγότερους καθηγητές, αφού, όπως είπαμε, οι συνταξιοδοτούμενοι δεν θα αντικαθίστανται. Και πως θα καλυφθούν οι ανάγκες; Μα κι αυτό προβλέπεται και μάλιστα από το υπάρχον νομικό πλαίσιο. Τα Τμήματα μπορούν να «προσλαμβάνουν» διδάκτορες ως εντεταλμένους διδασκαλίας, χωρίς υποχρέωση μισθοδοσίας τους. Μαύρη εργασία λοιπόν, για άλλη μία φορά, ίσως με κάποιο χαρτζιλίκι για τις μετακινήσεις! Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, η κυβέρνηση στοχεύει επισήμως στη μείωση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά 67,4 εκατομμύρια ευρώ, «μέσω των συγχωνεύσεων» όπως η ίδια ομολογεί, φτάνοντας το ποσοστό του ΑΕΠ που δίνεται για την Παιδεία μόλις στο 2,15%!

Εκτός από τα παραπάνω, το σχέδιο αναδεικνύει έντονα στοιχεία προχειρότητας, εντυπωσιασμού και ύπαρξης διαφορετικών λογικών εντός του. Για παράδειγμα, σε άλλα ΑΕΙ (Αιγαίου) το τμήμα Στατιστικής ενσωματώνεται στο τμήμα Μαθηματικών και σε άλλα διατηρείται ως αυτόνομο (ΑΣΟΕΕ). Σε άλλα ΑΕΙ οι σχολές Ιατρικής, φαρμακευτικής κλπ εντάσσονται σε σχολή Επιστημών Υγείας και στο ΕΚΠΑ εντάσσονται σε μία χαώδη σχολή Θετικών Επιστημών. Στο ΤΕΙ Πύργου το τμήμα Πληροφορικης και ΜΜΕ συγχωνεύεται με το τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής της Πάτρας. Δηλαδή, άνθρωποι που προετοιμάζονταν ουσιαστικά για να γίνουν δημοσιογράφοι και μπορεί να μην είχαν πιάσει στα χέρια τους ούτε κατσαβίδι ως τώρα, ξαφνικά καλούνται να γίνουν μηχανικοί υπολογιστών, λόγω παραπλήσιου ονόματος των τμημάτων! Επίσης, στις Φιλοσοφικές Σχολές συνενώνονται όλα τα τμήματα ξενόγλωσσων φιλολογιών. Τι πτυχίο λοιπόν θα παίρνει κάποιος που θα φοιτά σε μια σχολή στην οποία θα διδάσκονται αγγλική, γαλλική, ισπανική και ιταλική φιλολογία; Τι επαγγελματικά δικαιώματα θα έχει; Σε ποια ειδικά μαθήματα - γλώσσες θα εξετάζονται οι υποψήφιοι στις εισαγωγικές εξετάσεις; Ποια γεωγραφικά προβλήματα λύνει αυτό το μέτρο, αφού, ειδικά στο ΕΚΠΑ, όλα τα τμήματα βρίσκονται μέσα στο ίδιο κτίριο; Προφανώς εδώ ο στόχος, πέρα από τα προαναφερθέντα, είναι και ο εντυπωσιασμός της κοινής γνώμης με την προσφορά μιας ψευδούς εικόνας νοικοκυρέματος, που όμως τελικά δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα.

Υπάρχει όμως και άλλο ένα στοιχείο παράλληλων λογικών στο σχέδιο, που δεν μοιάζει να οφείλεται σε προχειρότητα. Στα υπερεξειδικευμένα γνωστικά αντικείμενα, επιφυλάσσεται διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ ΤΕΙ και ΑΕΙ. Στα ΤΕΙ, που είναι πιο ευεπίφορα σε τέτοιες αλλαγές, λόγω του πιο «τεχνικού» και επαγγελματικού  χαρακτήρα τους, και μπορούν να λειτουργούν ως δοκιμαστικοί σωλήνες για αλλαγές και στα ΑΕΙ, τα επιμέρους τμήματα συγχωνεύονται σε ένα, όμως τα διαφορετικά αντικείμενα παραμένουν αυτούσια στο εσωτερικό τους, με τη μορφή κατευθύνσεων. Για παράδειγμα, τα τμήματα μάρκετινγκ, εμπορίας και διαφήμισης, διοίκησης επιχειρήσεων, διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων, διοίκησης οργανισμών και διοίκησης μονάδων υγείας εντάσσονται στο νέο τμήμα «διοίκησης επιχειρήσεων, συστημάτων και οργανισμών», όπου τα παραπάνω αντικείμενα παραμένουν ως υποχρεωτικές κατευθύνσεις. Αυτό αποτελεί μία εν δυνάμει καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την προηγούμενη, υπό την προϋπόθεση πως έστω πριν το στάδιο της εξειδίκευσης θα δίνεται στους φοιτητές επαρκής εγκύκλια γνώση. Όμως, ο στόχος δεν είναι αυτός, αλλά η ακαδημαϊκή διάσπαση του πτυχίου και η de facto διάσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων. Με αυτού του τύπου τη συγχώνευση λοιπόν, η κυβέρνηση πετυχαίνει “μ΄ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια”: και υπερεξειδικευμένα αντικείμενα και μείωση χρηματοδότησης διά της συνένωσης τμημάτων και της μείωσης των μελών ΔΕΠ και διοικητικών υπαλλήλων! Πιθανότατα, ο ίδιος στόχος επιφυλάσσεται αργότερα και για τα ΑΕΙ, αφού σε αυτό εξυπηρετεί πολύ η δημιουργία του υπερπανεπιστημίου Αδαμάντιος Κοραής.

Και ένα ακόμα στοιχείο, ίσως όμως το πιο τερατώδες από όλα, που μας βοηθάει να δούμε τους στόχους της κυβέρνησης στο πλήρες τους ανάπτυγμα. Η διάσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων εντός των τμημάτων δεν εξυπηρετείται μόνο με την ύπαρξη κατευθύνσεων, αλλά και με ένα ακόμη  κολπάκι, που υπάρχει στο άρθρο 30 του νόμου Διαμαντοπούλου, τη δυνατότητα δηλαδή να «ολοκληρώνει» κανείς τις σπουδές του νωρίτερα, πχ στο δεύτερο έτος, λαμβάνοντας όχι πτυχίο αλλά ένα φάκελο προσόντων. Αν όλα τα παραπάνω συνδυαστούν με αυτή τη δυνατότητα, φτιάχνεται μία εκρηκτική κατάσταση, όπου το φοιτητικό και επαγγελματικό σώμα διασπάται εντελώς και τα μέλη του αλληλοϋποβλέπονται. Και αυτό διότι οι «απόφοιτοι» του δεύτερου έτους, όντας ακόμη πιο αποσπασματικά εκπαιδευμένοι και προορισμένοι για τις θέσεις με απαιτήσεις χαμηλής ειδίκευσης, θα βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση μέσα στην αγορά εργασίας, άρα θα λειτουργούν αντικειμενικά ως μέσο πίεσης των μισθών των πτυχιούχων και τελικά αυτό που πιθανότατα θα γίνεται θα είναι το να καταλαμβάνουν οι πτυχιούχοι και τις θέσεις χαμηλής ειδίκευσης, με συνολικά όμως χαμηλωμένους μισθούς. Μια κατάσταση αντίστοιχη αυτού που γίνεται σήμερα με τα ΤΕΙ, όπου σε αντίθεση με τη σχετική πρόβλεψη πως οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ θα έκαναν τις δουλειές των πτυχιούχων ΑΕΙ αλλά φτηνότερα, τελικώς οι πτυχιούχοι των ΑΕΙ παίρνουν και τις θέσεις που θα αντιστοιχούσαν στους πτυχιούχους των ΤΕΙ, αλλά με χαμηλότερους μισθούς (σχετική έρευνα καθηγήτριας Μαρίας Καραμεσίνη στο Πάντειο). Και όταν αυτή η κατάσταση γενικευτεί, τότε δεν θα πρέπει να μας παραξενέψει ακόμη και το να αυξηθούν οι εισακτέοι. Μόνο που τότε δεν θα μιλάμε πια για πανεπιστήμιο, αλλά για ένα κέντρο μαζικής παραγωγής των μορφωμένων πλην αναλώσιμων γραναζιών για τον μηχανισμό της αγοράς εργασίας.

Τι θέλουν και τι θέλουμε

Οι στοχεύσεις λοιπόν του Σχεδίου Αθηνά, άμεσες και απώτερες, κωδικοποιούνται ως εξής:

Ένταση του κεντρικού πολιτικού ελέγχου των πανεπιστημίων, ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή των σπουδών στο στόχο των επιχειρήσεων για εκμετάλλευση του επιστημονικού εργατικού δυναμικού τους, μείωση μελών ΔΕΠ και διοικητικού προσωπικού και γενικά κρατικής χρηματοδότησης, ξεπούλημα ακίνητης περιουσίας, ένταση εκμετάλλευσης νέων επιστημόνων ως άμισθο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αποδυνάμωση των κοινωνικών επιστημών, εξυπηρέτηση πελατειακών δικτύων της περιφέρειας, κυνήγι επιφανειακών εντυπώσεων, άνοιγμα χώρου για ίδρυση κολλεγίων.

Τι έχει να αντιπαραβάλουμε σε αυτό ως Αριστερά; Βάση για οποιαδήποτε συζήτηση είναι το να πάρει πίσω η κυβέρνηση αυτή, την πρόταση, αφού, συν τοις άλλοις, έχει προκύψει χωρίς κανέναν διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς. Αμέσως μετά, θα πρέπει να ξεκινήσει μία ευρεία συζήτηση ανάμεσα σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, τοπικούς φορείς, τους άμεσα δηλαδή ενδιαφερόμενους, και τα κόμματα. Άλλωστε, (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητο πως τέτοιου τύπου δομικές αλλαγές σε ένα σύστημα δεν μπορούν να γίνουν «στο πόδι», βασισμένες στην πρεμούρα του εκάστοτε υπουργού να καμαρώσει γρήγορα την αποτύπωση του έργου του.

Σε αυτή τη συζήτηση, τα βασικά κριτήρια μια άλλης πρότασης  δεν μπορεί παρά να είναι τα ακόλουθα:

1. Κάθε τμήμα θα πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα αυτόνομο και συγκροτημένο, και όχι διασπασμένο, επιστημονικό αντικείμενο

2. Η μεγάλη διασπορά τμημάτων πρέπει να ακυρωθεί. Στην περιφέρεια θα πρέπει να συγκροτηθούν μεγάλοι πανεπιστημιακοί πόλοι σε συγκεκριμένες πόλεις, με πολλούς και διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους,  ώστε να μπορεί να συγκροτείται μια μεγάλη πανεπιστημιακή κοινότητα, να ευνοείται ο διεπιστημονικός διάλογος αλλά και η γενική πρόοδος των τοπικών κοινωνιών.

3. Οι πόλεις που θα υποδεχτούν τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ θα πρέπει να πληρούν ή να αναπτύξουν μία σειρά από υλικές προδιαγραφές, απαραίτητες για τη φοίτηση. Να προσφέρουν, για παράδειγμα, επαρκή στέγαση μέσω εστιών και ένα ικανοποιητικό δίκτυο μεταφορών. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να πληρούν και μια σειρά πνευματικών προϋποθέσεων. Για να το πούμε σχηματικά, δεν γίνεται να υπάρχει πανεπιστήμιο σε μια πόλη που δεν υπάρχει θέατρο ή κινηματογράφος! Η φοίτηση είναι μία περίοδος όπου οι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να ανασυγκροτήσουν τη σχέση τους με την κοινωνία και τον εαυτό τους και δεν πρέπει να τους στερούνται οι σχετικές δυνατότητες.

4. Στις περιοχές από τις οποίες θα απομακρυνθούν τα τμήματα, θα πρέπει να δοθούν ισχυρά αντισταθμιστικά αναπτυξιακά οφέλη, ώστε να μην πληγεί η τοπική οικονομία, δηλαδή να χαραχτεί ένα ειδικό σχέδιο περιφερειακής ανάπτυξης.

5. Κάθε πρόταση αναδόμησης του συστήματος πρέπει να εγγυάται τα συμφέροντα των φοιτητών. Πρέπει δηλαδή να είναι σαφές πως κάποιες αλλαγές θα γίνουν σε βάθος χρόνου και όχι άμεσα, ώστε οι φοιτητές που ξεκίνησαν τις σπουδές τους σε ένα αντικείμενο να μη βρεθούν ξαφνικά να σπουδάζουν κάτι άλλο, σε κάποια άλλη πόλη.

Το πανεπιστημιακό κίνημα και η Αριστερά, με πολύμορφες δράσεις και κινητοποιήσεις, πρέπει να οργανώσουν αυτό που δεν δέχτηκε να κάνει η κυβέρνηση: το διάλογο με τους ενδιαφερόμενους. Και σε αυτήν την κατεύθυνση θα προχωρήσουμε, για να διαμορφώσουμε μαζί με την κοινωνία, δημοκρατικά και πρωτοπόρα, άλλο ένα κομμάτι του προγράμματος της κυβέρνησης της Αριστεράς.