Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

Ίσως τελικά δεν καταλαβαίνουμε τις γυναίκες

https://provocateur.gr/prisma/21846/isws-telika-den-katalabainoyme-tis-gynaikes

Η συζήτηση στα social media για τον νόμο για την Υποχρεωτική Συνεπιμέλεια έφερε στην επιφάνεια ένα πολύ γνωστό αντανακλαστικό. Την απόδοση μιας άποψης σε ένα συναίσθημα. Όποιος κάνει κριτική στην Εκκλησία «μισεί τον χριστιανισμό», όποιος διαφωνεί με την επίσημη εκδοχή της ελληνικής ιστορίας «μισεί οτιδήποτε ελληνικό», όποια κάνει κριτική στην πατριαρχεία «μισεί τους άντρες». Έτσι και τώρα, όποια γυναίκα στρεφόταν κατά του νόμου και έλεγε πως η υποχρεωτική συνεπιμέλεια επιβάλει στο παιδί να μείνει με έναν κακοποιητικό γονιό διέπραττε το αμάρτημα του «αντίστροφου σεξισμού».

Είναι κωμικό το ότι την κατηγορία αυτή την χρησιμοποιούν άνθρωποι που μπορεί να μην αποδέχονται καν ότι υπάρχει σεξισμός και πατριαρχία. Είναι, όμως, βαθιά προβληματικό το να υποστηρίζουν αυτή τη θέση άνθρωποι που -υποτίθεται πως- γνωρίζουν για αυτά τα πράγματα. Να το πούμε, λοιπόν, μια και για πάντα. Ο σεξισμός, όπως για παράδειγμα και ο ρατσισμός, δεν είναι ατομική συμπεριφορά. Είναι κοινωνικό φαινόμενο και για αυτό το συζητάμε και τον κρίνουμε. Είναι η επιβολή της ανδρικής εξουσίας επί των γυναικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο, αλλά και στην ίδια τους την συνείδηση. Όταν οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ σκοτώνουν τους μαύρους πολίτες σαν μύγες επειδή τους θεωρούν υπανθρώπους μιλάμε για ρατσισμό. Δεν θα μιλήσουμε για αντίστροφο ρατσισμό αν ένας μαύρος σκοτώσει έναν λευκό, όσο κι αν το καταδικάσουμε. Θα είναι γελοίο.

Καταλαβαίνουμε καλά τη διαφορά των δύο περιπτώσεων. Αντιστοίχως, για να έχει νόημα ο περίφημος «αντίστροφος σεξισμός» θα έπρεπε να έχει παρόμοιες διαστάσεις. Να έχει γίνει μαζικό και εδραιωμένο φαινόμενο. Μια και για πάντα, λοιπόν. Μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι χωρίς να φοβούνται, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς να τους φωνάζει όποιος θέλει διάφορες βλακείες για την εμφάνισή τους, μέχρι να μην μπορούν οι άντρες να πιουν ένα ποτό μόνοι τους ένα βράδυ στο μπαρ ή να βάλουν ένα όμορφο ρούχο χωρίς να θεωρούν όλοι πως «ψάχνονται» και να μην τους αφήνουν σε ησυχία και μετά να θυμώνουν και να τους βρίζουν κι από πάνω αν δεν τους μιλάνε, μέχρι να μην μπορούν οι άνδρες να έχουν πολλές ερωτικές συντρόφους χωρίς να θεωρείται πως αυτό υποβιβάζει την ηθική τους, μέχρι αρχίσουν να χωρίζονται οι άνδρες στον δημόσιο λόγο σε αυτούς που είναι καλοί «για ένα πήδημα» και σε αυτούς που είναι καλοί «για οικογένεια», μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να παρενοχλούνται σεξουαλικά στον εργασιακό τους χώρο ή στο δρόμο και όταν το καταγγέλλουν όλοι να σκέφτονται «τι φορούσε όμως;» και «ναι, αλλά μήπως έκανε κάτι;» και «τώρα το θυμήθηκε;».

Μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να πληρώνονται λιγότερο για ίσης αξίας δουλειά, μέχρι να αρχίσουν οι άντρες να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν στο δρόμο με τα ρούχα που θέλουν, μέχρι να αρχίσουμε να μαλώνουμε τα αγοράκια όταν κάθονται με ανοιχτά τα πόδια, μέχρι να αρχίσουν οι άνδρες να μην μπορούν να γράψουν ένα αντιρατσιστικό ποστ χωρίς να μπαίνουν στρατιές από ορκ του διαδικτύου στο προφίλ τους και να τους γράφουν ότι αυτά τα λένε γιατί «γουστάρουν να πηδιούνται με τους ξένους», μέχρι να αρχίσουμε να θεωρούμε πως όποιος ωραίο άντρας ποζάρει στο instagram είναι «βίζιτα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως αν ο άντρας περάσει τα σαρανταπέντε τελείωσε ως σεξουαλικό υποκείμενο, μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά και κοιλίτσα αποκλείεται να θεωρείται γοητευτικός, μέχρι να αρχίσουμε να λοιδορούμε δημοσίως έναν άνδρα σταρ επειδή έχει πάρει κιλά, μέχρι να αρχίσουμε να λυπόμαστε έναν άντρα που δεν έκανε παιδιά γιατί «δεν έχει ολοκληρωθεί» και γιατί «τον έφαγε η καριέρα», μέχρι να αρχίσουμε να πιστεύουμε πως οι άνδρες δεν είναι καλοί για ηγετικές θέσεις γιατί είναι «υστερικοί» ή γιατί αν έχει χάσει η ομάδα τους την επόμενη μέρα δεν θα είναι αποδοτικοί στη δουλειά τους, μέχρι να ναρχίσουν οι άντρες να δολοφονούνται από τις ερωτικές τους συντρόφους και τα ΜΜΕ να μιλάνε για «έγκλημα πάθους», μέχρι να αρχίσουν οι ίδιοι οι άνδρες να ενοχοποιούν τη σκέψη, το σώμα και την επιθυμία τους και να εγκαλούν τους άλλους άντρες που δεν εφαρμόζουν τους κοινωνικούς κανόνες και, τέλος, μέχρι όλα αυτά -και πάρα πολλά ακόμα που κι εγώ δεν τα συνειδητοποιώ γιατί είμαι άντρας και μπορεί να τα ασκώ χωρίς να το αντιλαμβάνομαι- να αρχίσουν να γίνονται πραγματικά μαζικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για αντίστροφο σεξισμό.

Όλο αυτό το μείγμα γίνεται ακόμη πιο εκρηκτικό αν βάλουμε στην εξίσωση και τον σεξισμό σε βάρος των γκέι που κι αυτός βασίζεται στην πατριαρχία, αλλά παίρνει άλλες διαστάσεις. Αν όλα αυτά τα συνειδητοποιήσουμε, τότε ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε τις γυναίκες, τις αντιδράσεις τους και το δίκιο τους. Και να σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε και να αντιδρούμε σαν αποικιοκράτες που ξινίζουμε τα μούτρα μας επειδή οι άποικοι άρχισαν να μας κοιτάν στα μάτια.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Μαθαίνοντας ξανά (;) το 1821

 https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/350065_mathainontas-xana-1821

Αν γυρίσουμε λίγο τη σκέψη μας στα σχολικά χρόνια, παλιότερα ή πιο πρόσφατα, μάλλον θα συμφωνήσουμε πως για τους πιο πολλούς και τις πιο πολλές από εμάς, το μάθημα της Ιστορίας ήταν μιας μορφής αγγαρεία. Ακόμη κι αν κάποιες φορές το βιβλίο ή ένας χαρισματικός δάσκαλος μπορούσαν να μας εξάψουν κάπως το ενδιαφέρον, ο τρόπος εξέτασης του μαθήματος, διά της παπαγαλίας, το έκανε τελικά απωθητικό.

Κι επειδή κανένα κενό δεν μένει για πολύ ακάλυπτο, τον χώρο που άφησε το σχολικό μάθημα στις συνειδήσεις μας γρήγορα τον κατέλαβαν οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις του 1821 από τον κρατικό λόγο, τις χουντικές ταινίες που παίζει κάθε χρόνο η τηλεόραση, τους άσχετους δημοσιολογούντες και κάποιες κιτς σχολικές και τοπικές γιορτές με θεματολογία και αισθητική κληρονομημένες από την εθιμοτυπία της δικτατορίας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εκπαιδευτικών να οργανώσουν πιο ουσιαστικούς εορτασμούς. Έτσι, οι πιο πολλοί Έλληνες κουβαλάνε μέσα τους μια εικόνα για την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και για το 1821 εντελώς ξένη από όλα αυτά που έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα και όλα όσα διδάσκονται στα πανεπιστήμια εδώ και σαράντα χρόνια. Και αντιδρούν πολύ άσχημα όταν έρθουν σε επαφή μαζί τους, γιατί νιώθουν να αμφισβητείται η εθνική ιστορία και η εθνική ταυτότητά τους. Από την άλλη, πολλοί από εμάς, ενοχλημένοι από το εθνολαϊκιστικό κιτς με το οποίο ντυνόταν πάντα η 25η Μαρτίου, απωθήθηκαν από την μελέτη του 1821. Το αποτέλεσμα ήταν κοινό. Άγνοια.

Όμως, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το 1821 δεν είναι καθόλου δύσκολο πια να στηθεί. Αρκεί να κάνει δύο πράγματα. Πρώτον, να αλλάξει τον τρόπο εξέτασης του μαθήματος της Ιστορίας, αν μιλάμε για ένα σχολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αλλιώς, κάθε αλλαγή θα κινδυνεύει να πάει στα σκουπίδια. Δεύτερον, να βάζει το 1821 στις συγκεκριμένες ιστορικές του συνθήκες και στο πραγματικό του μέγεθος. Να δείξει πως ήταν ένα μοναδικής σημασίας γεγονός για την Ελλάδα, αλλά όχι ένα μοναδικό παγκόσμιο γεγονός. Και να εξετάσει το 1821 και την Οθωμανοκρατία μακριά από την καταστροφική ιδέα πως το μάθημα της ιστορίας πρέπει να «παραδειγματίζει».

Η δουλειά της Ιστορίας είναι απαντάει στα ίδια ερωτήματα που απαντάει και ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ποιος, που, πότε, πως και γιατί έκανε κάτι. Αυτός ήταν και ο άξονας της δουλειάς που κάναμε με την ομάδα του Σπούτνικ, μία πολιτική και πολιτιστική πρωτοβουλία νέων ανθρώπων, δημιουργώντας, με τη συνδρομή πανεπιστημιακών, μια σειρά από βίντεο για την Επανάσταση υπό τον γενικό τίτλο «1821. Ένα παγκόσμιο ελληνικό γεγονός».

Εκεί προσπαθήσαμε να δείξουμε πως οι παραπάνω ερωτήσεις είναι αλληλένδετες και καμία δεν έχει αυτονόητη απάντηση. Για παράδειγμα, αν δεν κατανοήσουμε πως οι επαναστάτες δεν ήταν άνθρωποι που σκέφτονταν όπως εμείς σήμερα, αλλά ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων, που άλλοι είχαν στο μυαλό τους το έθνος και άλλοι το χωριό τους, που άλλοι ήταν κλέφτες κι άλλοι ήταν αρματολοί, δηλαδή υπάλληλοι των Οθωμανών, άλλοι αγρότες που δεν είχαν πιάσει ποτέ τους όπλο και δεν είχαν διανοηθεί να διώξουν τους Οθωμανούς, άλλοι ήταν γαιοκτήμονες με παραδοσιακές ιδέες και άλλοι ήταν έμποροι με πιο καινοτόμες απόψεις για τα εθνικά κράτη και την πολιτική, πως όλοι πολέμησαν επιδιώκοντας ταυτόχρονα και την ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων, τότε δεν θα καταλάβουμε ποτέ γιατί πολλοί περίφημοι οπλαρχηγοί τη μία έμπαιναν στην Επανάσταση και την άλλη προσκυνούσαν τους Οθωμανούς, γιατί οι πολεμιστές άφηναν τον πόλεμο και γύριζαν στα χωριά τους όταν δεν τους πλήρωναν, γιατί έγιναν οι Εμφύλιοι και γιατί δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας. Και θα αναμασάμε κοινοτυπίες για την «διχόνοια των Ελλήνων».

Δεν θα καταλάβουμε πόσο πολύ άλλαξε τελικά η επανάσταση αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή δεν θα νιώσουμε το μεγαλείο κάθε μεγάλης πολιτικής διαδικασίας, όπως είναι μια εθνική επανάσταση. Και θα νομίζουμε πως όποιος μας μιλάει για αυτά τα πράγματα είναι εθνοπροδότης.

Αντιστοίχως, μια σχολική ιστορική αφήγηση για την Επανάσταση και την Οθωμανοκρατία που δεν θα μοιάζει με videogame, δηλαδή δεν θα είναι μια ατελείωτη σειρά από μάχες, θα πρέπει να απαντάει σε κάποια στοχευμένα ερωτήματα και να ανοίγει την όρεξη για νέα. Γιατί έγινε μετά από 400 χρόνια μια επανάσταση; Γιατί δεν είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο οι τοπικές εξεγέρσεις των προηγούμενων αιώνων; Μπορεί το 1821 να είχε μείνει ανεπηρέαστο από τους σεισμούς της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης; Ποιες ήταν οι κοινωνικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Επανάστασης; Τι στόχους και συμφέροντα είχε η καθεμία; Συμμετείχαν όλες τους στην Επανάσταση; Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων ήταν κοινή για όλους; Είχε πιο πολύ αναφορά στο Βυζάντιο ή στην αρχαία Ελλάδα;

Κι έτσι, σιγά-σιγά, μπορεί να ανοίξει ένα νέο πεδίο κατανόησης. Για να καταλάβουμε πως  η Επανάσταση δεν ήταν μόνο στρατιωτικό αλλά και ένα σπουδαίο πολιτικό γεγονός. Πως οι ήρωες του 1821 δεν ήταν άγιοι, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες και πισωγυρίσματα, πως ήταν καθημερινοί άνθρωποι που κάποια στιγμή έκαναν μη καθημερινά πράγματα. Πως οι πιο πολλοί δεν μπήκαν στην Επανάσταση επειδή είχαν διαμορφώσει πλήρως την εθνική τους συνείδηση, αλλά την διαμόρφωσαν μέσα στην Επανάσταση. Κι έτσι θα καταλάβουμε πως οι εμφύλιοι δεν ήταν μια εξαίρεση, αλλά μια αναμενόμενη εξέλιξη μετά από κάθε επανάσταση. Και πως πράγματι οι ξένοι παρενέβησαν στα εσωτερικά της Ελλάδας, αλλά επειδή τους το επέτρεψαν οι ίδιοι οι επαναστάτες. Και τελικά, να μπορέσουμε έτσι να αγαπήσουμε το 1821. Να καταλάβουμε πως ήταν μια… επαναστασάρα που αν την βλέπαμε ως σειρά εποχής στο Netflix θα μας κράταγε καθηλωμένους για πολλούς κύκλους. Γιατί τα είχε όλα. Ίντριγκες και ηρωισμούς, διαψεύσεις και θριάμβους, συνωμότες και προδότες, διεθνείς επαναστάτες και ανθρώπους που δεν είχαν βγει ποτέ από το χωριό τους, τεράστιο διπλωματικό παρασκήνιο και ανθρώπους που έπρεπε να πολεμάνε και ταυτόχρονα να βρίσκουν φαγητό για την οικογένειά τους, ηρωισμούς και θηριωδίες, πόλεμο και πολιτική.

Αν θέλαμε να εκφράσουμε με λίγες λέξεις τον στόχο όλου αυτού του σχεδίου θα λέγαμε το εξής: Να καταλάβουμε το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε. Δηλαδή, πρωτίστως να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε πως δεν σκέφτονταν όπως εμείς τώρα. Πως δεν είχαν διαμορφωμένη πλήρως την εθνική συνείδηση μέσα τους, γιατί δεν υπήρχε ακόμα το κράτος που της έδωσε την τελική της μορφή. Πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν ταυτόχρονα κομμάτι του παλιού και του νέου κόσμου. Του παραδοσιακού κόσμου, όπου οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για τον τόπο τους, το χωριό τους, τα συγγενικά τους δίκτυα και την τοπικής τους εξουσία. Και του νεωτερικού κόσμου, όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να αποκτούν την συνείδηση του έθνους και να αγωνίζονται για αυτό. Αυτή η σύλληψη είναι που μπορεί να κάνει την Ιστορία γοητευτική. Ως μάθημα και ως διαδικασία.