Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ελάτε τώρα... αφού σας ξέρουμε!


«Και να σκεφθή κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».

Ιωάννης Κονδυλάκης, Οι Τουρκοκρητικοί.

Οι γενίτσαροι είναι μία γνωστή ιστορία. Στρατιωτικό σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συγκροτούνταν κατά βάση, τουλάχιστον για μια μεγάλη περίοδο, από στρατολογήσεις παιδιών χριστιανικών οικογενειών. Οι στρατολογήσεις αυτές από ένα σημείο κι έπειτα δεν ήταν πάντα βίαιες, καθώς πολλοί χριστιανοί εντάσσονταν οικειοθελώς στο σώμα, λόγω των προνομίων που η ιδιότητα του μέλους του συνεπαγόταν. Το όνομα τους είναι ως σήμερα συνώνυμο του φανατισμού. Θα ήταν σίγουρα μεγάλο όνειρο για ιστορικούς και ψυχαναλυτές το να μπορέσουν να καθίσουν στο ντιβάνι έναν γενίτσαρο. Να καταλάβουν αν η αγριότητα του οφειλόταν στην έλλειψη σύνδεσης με τον γενέθλιο τόπο του ή με το ακριβώς αντίθετο, την συνείδηση της κοινής καταγωγής με αυτούς που πολεμά, μία συνείδηση τόσο βασανιστική που τον αναγκάζει προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτή να δρα βίαια απέναντι σε ό,τι του θυμίζει το παρελθόν του, με την ελπίδα πως έτσι θα το ξεριζώσει από μέσα του.

Κι αν η ιστορική απόσταση δεν επιτρέπει μία τέτοιου τύπου εξέταση του φαινομένου, ας επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το τι γίνεται με κάποιους σύγχρονους μας, που επίσης οικειοθελώς άλλαξαν πλευρές και αυτό φαίνεται να τους κατατρέχει ακόμη. Η συγκυρία της κρίσης έχει προκαλέσει οξύνσεις σε όλα τα πεδία των κοινωνικών δραστηριοτήτων, πόσο μάλλον σε αυτό που συμπυκνώνει την κοινωνική κίνηση, το πεδίο της πολιτικής. Τα μαχαίρια έχουν βγει από καιρό και αυτοί που τα κρατάνε από το απέναντι στρατόπεδο, τα κραδαίνουν αλλά όχι για να νικήσουν στη μάχη. Πρωτίστως προσπαθούν να μας πείσουν πως η μάχη είναι χαμένη και δεν πρέπει καν να τη δώσουμε. Μεγαλοδημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί που τα τελευταία χρόνια διεκδίκησαν έναν ρόλο στο θέατρο της εξουσίας και βεβαίως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να μας πείσουν πως το Μνημόνιο είναι ένα "αναγκαίο κακό", ένα πικρό αλλά σωτήριο "φάρμακο". Στο λόγο πολλών από αυτούς συναντούμε όμως άλλο ένα κοινό αλλά και αντιφατικό στοιχείο: τη διαρκή απαξίωση της Αριστεράς με την ταυτόχρονη σφοδρή πολεμική εναντίον της.

Στις κοινωνικές επιστήμες λέμε πως συχνά οι αντιφάσεις είναι ο καλύτερος οδηγός για την αλήθεια. Ας ρωτήσουμε λοιπόν: Γιατί κάποιος που θεωρεί την Αριστερά, όπως οι ίδιοι μας λένε, γραφική, "παλαιολιθική" και ανάξια λόγου επιμένει να της επιτίθεται με τέτοια ένταση; Γιατί την αναγνωρίζει ως βασικό του αντίπαλο; Η πρώτη και βασική ερμηνεία είναι τόσο αναμενόμενη όσο και ορθή. Η Αριστερά εμφανίζεται, παρά τις αδυναμίες της, ως ο μοναδικός θεσμικός πολιτικός φορέας που αυτήν την περίοδο μπορεί να συμβάλει στην συγκρότηση αποτελεσματικών κοινωνικών αντιστάσεων και να χαλάσει τη "σούπα" της διακομματικής συναίνεσης και της κοινωνικής αφασίας. Είναι ο χώρος που προσφέρει στους πολίτες ένα σημείο αντίστασης και μάλιστα σε κρίσιμα σημεία, όπως η κάλυψη για τη μη πληρωμή των τελευταίων εξοντωτικών φόρων. Η δεύτερη απάντηση όμως, δεν αφορά την πολιτική, αλλά το βίωμα. Το προσωπικό και αντιστεκόμενο στη λήθη βίωμα των ανθρώπων που μας επιτίθενται στα όρια του κανιβαλισμού.

Αν ρωτήσουμε ποιο είναι τηλεοπτικό προϊόν που χαρακτηρίζεται περισσότερο από όλα από την υποστήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σίγουρα η πλειοψηφία των απαντήσεων θα μας δείξει το δελτίο ειδήσεων του MEGA. Καθόλου συμπτωματικά, πρόκειται για το δελτίο του οποίου οι συντελεστές βρίσκονται σε μία διαρκή ετοιμότητα να επιτεθούν στην Αριστερά και να την συκοφαντήσουν. Η μεγάλη πλειονότητα του τηλεοπτικού κοινού, βλέπει στις ειδήσεις του MEGA μία ομάδα δημοσιογράφων δεμένων με τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του σταθμού και ταγμένων στην υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστοι βλέπουν μέσα από τα παράθυρα το παρελθόν αυτών των ανθρώπων. Λίγοι βλέπουν στο πρόσωπο της κυρίας Τρέμη ένα πρώην μέλος της ΚΝΕ και στους κυρίους Πρετεντέρη και Καψή δύο πρώην μέλη του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ Εσωτερικού! Παραπέρα, ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί αναγνωρίζουν τον Αλέξη Παπαχελά, εκτός από άτυπο εκπρόσωπο της Αμερικάνικης Πρεσβείας, του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου και των προτάσεων για περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών προς αντιμετώπιση της κρίσης, και ως πρώην συντάκτη της ΑΥΓΗΣ. Ομοίως και τον συνέταιρο του Τάσο Τέλλογλου, λίγοι τον γνωρίζουν ως πρώην μέλος της ΚΝΕ. Στον Ανδρέα Λοβέρδο, με τις υστερικές εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις κατά της Αριστεράς, ελάχιστοι αναγνωρίζουν το κεντρικό στέλεχος της ΚΝΕ και εκπρόσωπο της στα πανεπιστημιακά αμφιθεάτρα. Και πάνω από όλα, για τον περισσότερο εμμονικό διώκτη της Αριστεράς, τον Θόδωρο Πάγκαλο, πόσοι γνωρίζουν πως ως νέος είχε χρηματίσει στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής. του ΚΚΕ και Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη; Από κοντά και κάποιοι πανεπιστημιακοί, "ανανήψαντες" πρώην αριστεροί των νιάτων τους και πολέμιοι διά της γραφής τους της σημερινής Αριστεράς.

Ιδού λοιπόν η καθαρή εικόνα μπροστά μας. Δύο παράλληλοι μηχανισμοί κινητοποιούνται: η αυτοδικαίωση και η προβολή. Οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν την Αριστερά, είτε επιστρέφοντας ορισμένοι στις αγκαλιές της τάξης τους είτε, άλλοι, επιδιώκοντας μια ανοδική κοινωνική κινητικότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συμφιλιωθούν με την επιλογή τους αυτή. Προσπαθούν συνεχώς να την δικαιώσουν στα δικά τους μάτια, τόσο πιο έντονα όσο σε μεγαλύτερη σύγκρουση με το παρελθόν τους, τους φέρνει το παρόν τους. Προβάλουν τις ενοχές τους επάνω μας, μας απαξιώνουν και μας λοιδορούν προκειμένου να καταλαγιάσει η εσωτερική τους αβεβαιότητα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από τα ματαιωμένα νιάτα, από την αναντιστοιχία ανάμεσα σε παλιές αξίες και σε καινούριες επιλογές. Η εμπειρία ενός συντρόφου μας τα λέει όλα. Ο θείος του, εξόριστος κομμουνιστής μετά τον Εμφύλιο, κρατείται στη Μακρόνησο. Ένα βράδυ βασανίζεται από ένα δεσμοφύλακα. Την ώρα του μαρτυρίου, ακούει τον βασανιστή του, σε ένα παράλληλο, δικό του μαρτύριο να του λέει κλαίγοντας: «Δηλαδή ρε πούστη, εμείς που υπογράψαμε δήλωση μετανοίας τι είμαστε;». Αυτό ήταν που έκανε τον βασανιστή να είναι τόσο σκληρός. Η ανάγκη του να βγάλει από πάνω του το στίγμα, τα απαλλαγεί από την ενοχή για το ότι εγκατέλειψε τον αγώνα, τα ιδανικά του και πάνω από όλα τους συντρόφους του. Ο βασανιστής χτυπούσε το ίδιο το παρελθόν του, για να απαντήσει στα χτυπήματα της συνείδησης του.

Η περίπτωση των ανθρώπων που εξετάσουμε παραπάνω, ασφαλώς και δεν είναι τόσο δραματική όσο η τελευταία, για αυτό και δεν συγκεντρώνουν ούτε ίχνος της συμπάθειας μας. Βιώνουν όμως και αυτοί μία διαρκώς υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση την οποία προσπαθούν να κοιμίσουν με ριπές εναντίον της Αριστεράς, εναντίον σε τελευταία ανάλυση του παρελθόντος τους που εγκατέλειψαν. Η ως τώρα πολιτική συγκυρία τους επέτρεπε να κοιμίζουν αυτό το εσωτερικό τους θηρίο και καμιά φορά να το εκτονώνουν με κάποιο ειρωνικό σήκωμα του φρυδιού προς εμάς, ένα δηκτικό σχόλιο σε μια επιφυλλίδα, ένα αφ' υψηλού αστείο σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο. Όμως η κρίση έχει βάλει ξανά τα πάντα στο τραπέζι. Τα πράγματα σφίγγουν για όλους, τα ερωτήματα επανέρχονται και οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται και πάλι ορατές. Επιτίθενται με συκοφαντίες στην Αριστερά για να μη βρει ο κόσμος ένα πολιτικό αποκούμπι για τον αγώνα του, επειδή καταλαβαίνουν πως γίνεται και πάλι επικίνδυνη. Και όσο πιο πολύ εντείνεται αυτός ο κίνδυνος, όσο τους πιέζει η πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ τους χτυπάει και το προσωπικό παρελθόν τους.
 
Κάποιος θα πει ότι ο συσχετισμός των ανθρώπων αυτών με τους γενίτσαρους δεν είναι τόσο σωστός. Πράγματι, αυτό ίσως να είναι ένα εύστοχο σχόλιο. Οι γενίτσαροι είχαν ως ιερό σύμβολο ένα καζάνι, στο οποίο έβραζε το φαγητό τους. Οι παραπάνω αναφερθέντες έχουν επίσης ένα καζάνι ως ιερό σύμβολο, αυτό της εξουσίας. Η διαφορά είναι πως οι γενίτσαροι που και που έκαναν κανένα κίνημα και για να συμβολίσουν την επανάστασή τους αναποδογύριζαν το καζάνι. Επίσης, καμιά φορά έπαιρναν και το κεφάλι κανενός σουλτάνου και δεν περιορίζονταν στο να το χαϊδεύουν. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι την ώρα που ένας σουλτάνος αποφάσισε πως δεν τους χρειάζεται πλέον και τους εξόντωσε όλους. Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω...



Ο στίχος από το τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα αποδίδει εξαιρετικά την αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που εξαγγέλλονται από την κυβέρνηση ως στόχοι για το πανεπιστήμιο και σε αυτά που θα αποτελέσουν τις συνέπειες του νέου νόμου. Η υπουργός υπόσχεται ένα πανεπιστήμιο χωρίς διαφθορά, με καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερο κύρος. Αυτό που τελικά θα φτιάξει είναι ένα πανεπιστήμιο περισσότερο διεφθαρμένο, πολύ χαμηλότερης ποιότητας και με κατακρημνισμένο κύρος.

Η “πάταξη” της διαφθοράς. Η κυβέρνηση βάζει μπροστά το “πιασάρικο” ζήτημα της διαφθοράς και υπόσχεται πως διά του νέου νόμου θα το αντιμετωπίσει μεταβιβάζοντας όλες τις εξουσίες από τη Σύγκλητο στο Συμβούλιο Διοίκησης.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Γιατί ένα σώμα 15 ανθρώπων, δηλαδή το Συμβούλιο, θεωρείται πως διαφθείρεται πιο δύσκολα από ένα σώμα 50 ή και 100 ανθρώπων, όπως είναι η Σύγκλητος, στην οποία και συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των φορέων του πανεπιστημίου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Τα μισά μέλη του Συμβουλίου θα είναι εξωτερικά και ο στόχος είναι να αποτελούν κατά βάση εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, μέλη θεσμών που θα πρόσκεινται στην κυβέρνηση ή θα ελέγχονται από αυτήν ή ακόμη και πολιτικά πρόσωπα. Πως λοιπόν με το να φέρεις μέσα στα πανεπιστήμια τους ανθρώπους και τους θεσμούς που αποτελούν την ίδια τη διαπλοκή αντιμετωπίζεις το πρόβλημα της διαφθοράς;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου θα εκλέγονται από τα εσωτερικά, που θα είναι καθηγητές του ιδρύματος, οι οποίοι με τη σειρά τους θα έχουν εκλεγεί από το σύνολο των πανεπιστημιακών του ΑΕΙ. Τότε – και αφού η κυβέρνηση εντοπίζει τη διαφθορά και στις “δοσοληψίες” μεταξύ των καθηγητών - πως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα; Μήπως στοχεύοντας στο μέλλον να αφαιρέσει από τους καθηγητές το δικαίωμα εκλογής των εξωτερικών μελών; Δηλαδή, με την απόλυτη κατάργηση του αυτοδιοίκητου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: Στον νόμο δεν προβλέπεται το εκλογικό μέτρο και αυτό είναι απολύτως ενδεικτικό του ότι δεν είναι η εξάλειψη της διαφθοράς αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τους συντάκτες του. Αν το εκλογικό μέτρο είναι 100% (δηλαδή αν για τις 8 θέσεις πανεπιστημιακών στο Συμβούλιο μπορεί ο κάθε ψηφοφόρος-καθηγητής να βάλει 8 σταυρούς) ή πάντως αρκετά μεγαλύτερο από το 50%, όπως ξέρουμε πως επιδιώκεται συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις από την εκάστοτε πλειοψηφία, τότε ακόμη και μία σχετική πλειοψηφία, π.χ. του 30%, θα μπορεί με μία ελεγχόμενη σταυροδοσία να ορίσει το 100% των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου και να αποκτήσει την θεσμική παντοδυναμία. Έτσι γίνεται ακόμη πιο κλειστή η νέα διαχειριστική ελίτ (που ούτως ή άλλως δημιουργείται με το Συμβούλιο Διοίκησης), με προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες και ερευνητικά αποτελέσματα και με μονοπωλιακή θέση στην επιχειρηματική τους εκμετάλλευση. Είναι αυτό μέτρο υπέρ της διαφάνειας;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: Σε ένα τόσο μικρό σώμα όσο το 15μελές Συμβούλιο η ψήφος του εκπροσώπου των φοιτητών μπορεί εύκολα να καθορίσει πλειοψηφίες. Άρα, με ποιον τρόπο αποδυναμώνεται η (εξορισμού διεφθαρμένη, για την κυβέρνηση) φοιτητική εκπροσώπηση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΚΤΟ: Ο εκπρόσωπος των φοιτητών δεν θα δεσμεύεται από κανένα πολιτικό πλαίσιο, αφού θα έχει εκλεγεί μέσα από μία απολίτικη διαδικασία προσωπικής εκλογικής καμπάνιας, όπως στις αμερικανικές κολεγιακές ταινίες, και δεν θα ελέγχεται από κανένα συλλογικό σώμα, π.χ. τον Σύλλογο ή το ΔΣ των Φοιτητών. Πως μειώνεται έτσι ο κίνδυνος της διαφθοράς και της διαπλοκής;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ: Ξέρουμε καλά τι θα συμβεί στην πράξη στο ζήτημα της φοιτητικής εκπροσώπησης στο Συμβούλιο. Η ΔΑΠ και η ΠΑΣΠ θα εμφανίζουν ένα δικό τους μέλος ως ανεξάρτητο υποψήφιο, θα τον στηρίζουν με τον εκλογικό μηχανισμό και την οικονομική τους αρωγή και τελικά θα εκπροσωπούνται και πάλι στο Συμβούλιο (αφού κανένας ανεξάρτητος υποψήφιος δεν θα μπορεί να τυπώσει τα χιλιάδες φυλλάδια και αφίσες που θα τυπώνει ο άτυπος εκπρόσωπος των ΔΑΠ - ΠΑΣΠ) αλλά χωρίς να εκτίθενται. Αυτή η εξέλιξη είναι υπέρ της διαφάνειας;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΟΓΔΟΟ: Σε ποιον λογοδοτούν τα μέλη του Συμβουλίου; Για παράδειγμα, αν ο καθηγητής-εκπρόσωπος ενός τμήματος στη Σύγκλητο ή ο εκπρόσωπος των φοιτητών ή των εργαζομένων ψήφιζε αυθαίρετα κάτι ενάντια στο συλλογικό συμφέρον, θα μπορούσε να ανακληθεί από το σώμα που τον όρισε. Τώρα ποιος θα τον ανακαλέσει;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΑΤΟ: Οι επίκουροι καθηγητές χάνουν την εργασιακή τους ασφάλεια, αφού πλέον θα εκλέγονται για τετραετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης μόνο για άλλη μία θητεία. Αν η θητεία τους δεν ανανεωθεί ή δεν εξελιχθούν σε αναπληρωτές θα φεύγουν από το πανεπιστήμιο. Άρα, θα γίνονται περισσότερο ευάλωτοι σε πιέσεις οργανωμένων ομάδων στις οποίες είναι πιθανό να προσκολλώνται για να μην χάσουν τη θέση τους. Αυτό δεν πλήττει την ανεξαρτησία των διδασκόντων και τη διαφάνεια στα ιδρύματα;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται η δυνατότητα ίδρυσης ονομαστικών εδρών. Η προοπτική του να εξαγοράζουν τα πανεπιστήμια οι μεγάλοι επιχειρηματίες μέσω “δωρεών” και να τα κάνουν να λειτουργούν εν μέρει ως θυγατρικά μαγαζιά τους, αποφορτίζει το πανεπιστήμιο και γενικώς τη δημόσια ζωή από το βάρος της διαπλοκής και των ποικίλων εξαρτήσεων ή μήπως επιδεινώνει την κατάσταση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται πως η επιτροπή που θα κρίνει την εξέλιξη ενός καθηγητή μπορεί να μην περιλαμβάνει ούτε έναν καθηγητή από το ίδιο πανεπιστήμιο. Μάλιστα, αυτήν την επιτροπή την ορίζει ο κοσμήτορας μόνος του. Με αυτή τη ρύθμιση η διαφθορά αποδυναμώνεται ή απλώς μετατοπίζεται στα χέρια του κοσμήτορα που γίνεται παντοδύναμος καθορίζοντας ακόμη και τις εξελίξεις των καθηγητών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται η δυνατότητα να δίνονται ως επιβράβευση σε καθηγητές που “διακρίνονται για τις ερευνητικές τους επιδόσεις” υποτροφίες για τους υποψήφιους διδάκτορες τους. Όταν η υποτροφία δεν εξαρτάται από τον φοιτητή αλλά από τον καθηγητή (και δεδομένου ότι ο κεντρικός προσανατολισμός του νόμου είναι να ωθούνται τα μέλη ΔΕΠ σε σύναψη ερευνητικών συνεργασιών με ιδιωτικούς φορείς), αυτό δεν ωθεί τους φοιτητές να συγκροτούν ομάδες συμφερόντων γύρω από τους καθηγητές που παίρνουν προγράμματα και να τους ισχυροποιούν δημιουργώντας δίκτυα διαπλοκής και ωθώντας τους σε ακόμη μεγαλύτερες σχέσεις με τις επιχειρήσεις; Είναι αυτό μέτρο κατά της διαφθοράς;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Προβλέπεται η ίδρυση ενός Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου εντός του ΑΕΙ το οποίο θα αποφασίζει τα πάντα αναφορικά με τη διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος, τη σύνδεση του με τις επιχειρήσεις μέσω εργολαβιών (π.χ. εκπαίδευση στελεχών επιχειρήσεων) και την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Τα μέλη του ΔΣ του θα εκλέγονται από το Συμβούλιο, στο οποίο, όπως έχουμε πει, θα συμμετέχουν πιθανότατα και εκπρόσωποι μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Αυτή η ρύθμιση αποδυναμώνει τα φαινόμενα διαπλοκής στο πανεπιστήμιο ή ανοίγει το δρόμο για νέα Βατοπέδια και λοιπά σκάνδαλα;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Εν τέλει, ένα τόσο συγκεντρωτικό διοικητικό και ακαδημαϊκό μοντέλο, όπου το Συμβούλιο και οι Κοσμήτορες αποκτούν υπερεξουσίες και αποφασίζουν για τα πάντα, ενώ η πανεπιστημιακή κοινότητα (και ουσιαστικά μόνο οι καθηγητές) εκφράζεται μια φορά στα τέσσερα χρόνια, απλώς ψηφίζοντας το Συμβούλιο (αφού ακόμη και οι κοσμήτορες δεν θα εκλέγονται από τους συναδέλφους τους αλλά θα διορίζονται από το Συμβούλιο), αντιμετωπίζει τη διαφθορά ή την εντείνει; Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι η απάντηση στη διαφθορά είναι ο συγκεντρωτισμός, τότε δεν δυσφημεί και υποσκάπτει τη δημοκρατία και στο γενικό πολιτικό πεδίο; Θα επιβάλει ακόμη πιο συγκεντρωτικά μοντέλα και στην κρατική εξουσία;

Η βελτίωση της ποιότητας. Η κυβέρνηση μιλάει για την ανάγκη αναβάθμισης της ποιότητας των πανεπιστημίων, χωρίς να συζητά καθόλου για αύξηση της χρηματοδότησής τους, προσλήψεις προσωπικού και βελτίωση των υποδομών. Αντιμετωπίζει έτσι την πλειονότητα των πανεπιστημιακών ως ανθρώπους μειωμένης αίσθησης καθήκοντος, οι οποίοι δεν αποδίδουν επαρκώς επειδή λείπει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Όταν η αναλογία καθηγητών – φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων φοιτητών παραμένει σε επίπεδα χειρότερα από το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρώπης, πως μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα των ΑΕΙ;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Όταν δεν δίνονται υποτροφίες στους υποψήφιους διδάκτορες και οι καθηγητές είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και διοικητική “λάντζα”, πως θα υπάρχει δυνατότητα για ερευνητικό έργο;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Οι υποψήφιοι διδάκτορες θα πρέπει όλο και περισσότερο να συνδέουν την έρευνα τους με τα προγράμματα που παραγγέλνουν οι επιχειρήσεις στα πανεπιστήμια. Τι νέοι επιστήμονες θα προκύπτουν από αυτές τις διαδικασίες και με τι γνώσεις; Ο περιορισμός της έρευνας και της εκπαίδευσης από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, βελτιώνει ή επιδεινώνει την ποιότητα τους;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου αν είναι πανεπιστημιακοί δεν είναι ποτέ από πανεπιστήμια του εσωτερικού. Ποιος ξένος πανεπιστημιακός με περγαμηνές θα έρθει να δουλέψει με ελληνικό μισθό; Προφανώς πολλοί από αυτούς θα είναι χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και βολικοί αφού θα κάνουν τη “δουλειά” που θα τους αναθέτουν αυτοί που θα τους επιλέγουν, και θα αντιμετωπίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο απλώς ως μια προσθήκη στο βιογραφικό τους και μια ενίσχυση της τσέπης τους. Δεν είναι καν απαραίτητη για αυτούς η γνώση της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά δεν συνιστούν de facto υποβιβασμό της ποιότητας των πανεπιστημίων;
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: Με την κατάργηση των λεκτόρων πάμε σε ένα μοντέλο όπου οι διδακτικές ανάγκες θα καλύπτονται από εντεταλμένους διδασκαλίας (ουσιαστικά εποχιακούς εργαζόμενους με πενιχρούς μισθούς) και επίκουρους που δεν θα έχουν καμία εγγύηση παραμονής στο πανεπιστήμιο. Η ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού εργασιακά επισφαλών και κακοπληρωμένων διδασκόντων, βελτιώνει ή επιδεινώνει την ποιότητα του διδακτικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΚΤΟ: Αντί να προσλαμβάνονται διοικητικοί υπάλληλοι δίνονται σε υποψήφιους διδάκτορες ανταποδοτικές υποτροφίες. Έτσι αυτοί αντί να ασχολούνται με τις σπουδές τους θα καλούνται να καλύψουν τα διοικητικά κενά του πανεπιστημίου δουλεύοντας ως και 40 ώρες την εβδομάδα. Βελτιώνει κάτι τέτοιο το επίπεδο της έρευνας και των διοικητικών υπηρεσιών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ: Οι καθηγητές καλούνται από τον νόμο να δουλεύουν περισσότερο εκτός παρά εντός πανεπιστημίου, να κυνηγούν προγράμματα, να συμμετέχουν σε δεκάδες επιτροπές και ΔΣ για να φέρνουν λεφτά στα ιδρύματα τους. Το να απασχολούνται οι καθηγητές ουσιαστικά ως μάνατζερς και να αφιερώνουν εκεί τις δυνάμεις τους, αφήνει κανένα περιθώριο για την αναβάθμιση του διδακτικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΟΓΔΟΟ: Δίνεται η δυνατότητα να διοργανώνονται προγράμματα σπουδών εξ ολοκλήρου σε ξένη γλώσσα. Προφανώς ο στόχος είναι να σηκώσουν τα ΑΕΙ σημαίες ευκαιρίας, να μαζέψουν δίδακτρα απευθυνόμενα σε ξένους φοιτητές που δεν μπόρεσαν να σπουδάσουν σε χώρες με ανώτερο ακαδημαϊκό περιβάλλον και να γίνουν “πτυχιοπωλεία” χαμηλού επιπέδου σαν τα ιδιωτικά IEK. Ποια βελτίωση της ποιότητας των σπουδών συντελείται μέσα σε αυτό το πανεπιστήμιο;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΑΤΟ: Προβλέπεται η ίδρυση Σχολής μεταπτυχιακών σπουδών για να ρυθμίσει τα ακαδημαϊκά ζητήματα όλων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων ενός ιδρύματος, ακόμη και τα προγράμματα σπουδών τους, παίρνοντας την ευθύνη από τις Συνελεύσεις Ειδικής Σύνθεσης των Τμημάτων. Αυτό το τόσο συγκεντρωτικό μοντέλο, που προσπαθεί να συνδυάσει απολύτως άσχετα αντικείμενα και προγράμματα σπουδών με τελείως διαφορετικές ανάγκες, δεν δίνει χώρο στην αυτονομία και τη δημιουργία καταλήγοντας να δημιουργεί ένα μπάχαλο και το οποίο εγκαθιδρύεται, μεταξύ άλλων, για να μεταθέσει την απόφαση για την επιβολή διδάκτρων στην κοσμητεία μεταπτυχιακών αντί για τα τμήματα, από όπου θα γινόταν δεκτή πιο δύσκολα, με ποιον τρόπο βελτιώνει την ποιότητα των σπουδών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται πως η κρατική χρηματοδότηση θα εξαρτάται από το ποσοστό των φοιτητών κάθε τμήματος που θα παίρνουν τελικά πτυχίο. Πως θα αποφευχθεί, ως συνέπεια αυτής της ρύθμισης, το να μπαίνουν “εύκολα” θέματα στις εξετάσεις και να υποβαθμίζεται γενικώς η ποιότητα των σπουδών προκειμένου να διασφαλίζεται πως θα γίνονται όλοι πτυχιούχοι ώστε να μην μειώνεται η χρηματοδότηση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Ανάγεται σε ύψιστο κριτήριο της δουλειάς ενός καθηγητή ο αριθμός των δημοσιεύσεων. Ξέρουμε από την εφαρμογή αυτού του συστήματος στο εξωτερικό πως ένα από τα βασικά του αποτελέσματα του είναι μία μεγάλη παραγωγή δημοσιεύσεων με ελάχιστη πρωτοτυπία, αναμασήματα προηγούμενων, δηλαδή μία ποσοτικοποίηση της πνευματικής εργασίας και μάλιστα χειραγωγημένη από ένα λόμπι εκδοτικών οίκων που ελέγχουν τα επιστημονικά περιοδικά και σε μεγάλο βαθμό αποκλείουν τα άρθρα που δεν είναι της (ιδεολογικής, συν τοις άλλοις) αρεσκείας τους. Με αυτό το μέτρο εισάγεται στα πανεπιστήμια η αξιοκρατία ή η απαξίωση του επιστημονικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται, ως ένα ακόμη στοιχείο του αρχοντοχωριατισμού που διατρέχει το κείμενο, η δυνατότητα να είναι κάποιος καθηγητής σε ελληνικό και ξένο ΑΕΙ ταυτόχρονα. Πέρα από αντιδεοντολογικό του ένα είναι κανείς “διπλοθεσίτης” όταν υπάρχουν άνεργοι συνάδελφοί του, πως βελτιώνει την ποιότητα του πανεπιστημίου ένας καθηγητής μερικής απασχόλησης, ο οποίος δίνει το χρόνο του σε δύο πανεπιστήμια και βασικά σε αυτό του εξωτερικού;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Οι μεταπτυχιακοί και υποψήφιοι διδάκτορες που καλούνται υλοποιήσουν την έρευνα στα ΑΕΙ, ουσιαστικά δεν εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Πως βελτιώνεται το ερευνητικό έργο στα ΑΕΙ χωρίς να έχει λόγο ένα σημαντικό μέρος αυτών που το επιτελούν;

Η ανύψωση του κύρους των ελληνικών ΑΕΙ. Τελευταίο ζήτημα αυτό περί του κύρους των πανεπιστημίων. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως αυτό κάθε άλλο παρά ευνοείται. Θα καταθέσουμε εδώ δύο τελευταία στοιχεία, και πάλι υπό τη μορφή ερωτημάτων, ως επισφράγιση.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη των επιτροπών εξέλιξης των καθηγητών προβλέπεται πως θα παίρνουν αμοιβή για το έργο τους. Πέρα από το προκλητικό του πράγματος, αφού οι Έλληνες πανεπιστημιακοί που ταξιδεύουν ανά την Ελλάδα για εξελίξεις συναδέλφων τους βάζουν τα έξοδα μεταφοράς και σίτισης από την τσέπη τους αφού το υπουργείο ακόμη τους τα χρωστάει, αυτή η ρύθμιση θα ανοίξει μια «βιομηχανία αξιολόγησης καθηγητών». Η Ελλάδα θα προσφέρει σε ξένους πανεπιστημιακούς γρήγορα και εύκολα λεφτά, θα είναι κάτι σαν ένα μικρό Ελντοράντο, όπου κατά βάσει χαμηλού ακαδημαϊκού επιπέδου καθηγητές θα έρχονται για εύκολα και γρήγορα λεφτά, για “αρπαχτές”. Ποιο κύρος μένει σε ένα πανεπιστήμιο και σε μια χώρα που δημιουργεί τέτοια εικόνα στο εξωτερικό;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Είπαμε ήδη αρκετά για την είσοδο των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια. Η εξάρτηση της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ από τις σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις αλλά και η δυνατότητα των επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν εξολοκλήρου μεταπτυχιακά προγράμματα έχει και μία ακόμη επίπτωση. Τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, αφού ακόμη και οι New York Times παραδέχονται σε πρόσφατο άρθρο τους πως η πανεπιστημιακή έρευνα στις ΗΠΑ απαξιώνεται διότι σε μεγάλο βαθμό έχει καταστεί ελεγχόμενη από επιχειρηματικούς κολοσσούς. Ποιος λοιπόν θα μείνει να υπερασπίζεται το καταρρακωμένο κύρος του πανεπιστημίου αν όταν, ενδεχομένως, αρχίσουν να αυξάνονται τα κρούσματα καρκίνου προκύψει πως κάποια πανεπιστημιακά τμήματα είχαν “τεκμηριώσει” πως η ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων ή τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα είναι ακίνδυνα;

Διαφάνεια, ποιότητα, κύρος. Η κυβέρνηση “καταφέρνει” με τον νόμο να μην πετύχει τίποτα από τα τρία. Δεν δικαιούμαστε να πούμε πως άλλος είναι ο σκοπός της;

Μνημόνια και Μπολόνια


Δεν εισάγει ακριβώς καινά δαιμόνια όποιος υποστηρίζει πως όλες οι νομοθετικές κινήσεις της κυβέρνησης εντάσσονται στο πλαίσιο της κρίσης και εγγράφονται στον κεντρικό άξονα του σχεδίου της: Έξοδος από την κρίση με τσακισμένα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα, ιδιωτικοποιήσεις, συντριβή των δημοκρατικών κατακτήσεων που προσφέρουν περιθώριο δράσης και αντίστασης στην κοινωνία. Επομένως, δικαιούμαστε απολύτως να πούμε ότι με τον νόμο Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η κυβέρνηση προετοιμάζει το πανεπιστήμιο του Μνημονίου. Αυτό όμως δεν αφορά πρωτίστως την περικοπή των κρατικών δαπανών, αλλά το βασικό στόχο του Μνημονίου, δηλαδή τη δημιουργία της γενιάς της εργασιακής επισφάλειας, τη μαζική παραγωγή ενός νέου τύπου εργαζόμενου και εν τέλει ανθρώπου. Δεν θα ήταν άλλωστε δυσανάλογο να ξηλώσει η κυβέρνηση εκ βάθρων το πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ μόνο και μόνο για να περικόψει κάποια έξοδα;

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το ότι αυτή η συγκυρία κρίθηκε ως η κατάλληλη για να εφαρμοστεί στα ελληνικά πανεπιστήμια η περίφημη συμφωνία της Μπολόνια και μάλιστα ενώ πανευρωπαϊκά αποδεικνύεται πλέον οικτρά αποτυχημένη. Η συμφωνία αυτή, συναφθείσα το 1999 μεταξύ 29 υπουργών Παιδείας ευρωπαϊκών χωρών, προέβλεπε πως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα πρέπει ουσιαστικά να καταργήσει τα ακαδημαϊκά της κριτήρια και να λειτουργεί μόνο ως ένα εργαλείο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, πως η έρευνα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα πρέπει διεξάγεται με βασικό κριτήριο το κέρδος των επιχειρήσεων και να δεσμεύεται από τη χρηματοδότηση τους. Δεύτερον, πως από τα πανεπιστήμια θα πρέπει να βγαίνουν εργαζόμενοι με ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα, προκειμένου να δέχονται να μπαίνουν στην αγορά εργασίας με χαμηλούς μισθούς και μειωμένα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα έπρεπε, κατά τη συμφωνία, να αποκτήσει τρία χαρακτηριστικά: Ανταγωνιστικότητα, απασχολησιμότητα, κινητικότητα.

 
Η “ανταγωνιστικότητα”, όπως είπαμε, σημαίνει πως τα πανεπιστήμια δεν θα πρέπει να έχουν πια κανέναν άλλο ρόλο παρά να κάνουν ανταγωνιστική την οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή να συμβάλουν ώστε οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες να αυξάνουν την κερδοφορία τους. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ο δεύτερος πυλώνας της Μπολόνια, δηλαδή η παραγωγή εργαζομένων “απασχολήσιμων”. Το νόημα που υποκρύπτει ο όρος “απασχολησιμότητα” (που στην Ελλάδα καθιερώθηκε την περίοδο Σημίτη, για να μην ξεχνιόμαστε) είναι πως για το ότι κάποιος είναι άνεργος δεν φταίει το ότι δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας, αλλά το ότι ο ίδιος δεν είναι επαρκώς καταρτισμένος και εξειδικευμένος. Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να φροντίσει να καταρτίζεται διαρκώς, για όλη του τη ζωή.

 
Η παραγωγή τέτοιου τύπου εργαζομένων, με διαλυμένα επαγγελματικά δικαιώματα και διαρκή ανάγκη επανακατάρτισης κάθε φορά που θα αλλάζουν οι ανάγκες της αγοράς, επαφίεται στον τρίτο πυλώνα της Μπολόνια, την “κινητικότητα”. Αυτή συνίσταται στην προσπάθεια να μεταφερθεί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια το πρότυπο των αμερικάνικων κολλεγίων. Στα Κολλέγια (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ) οι σπουδές δεν έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και οι φοιτητές μπορούν να επιλέγουν ένα πλήθος μαθημάτων από τελείως διαφορετικά αντικείμενα, μπορούν δηλαδή να μεταπηδούν (μάλλον να... τσαλαβουτούν!) διαρκώς από το ένα Πρόγραμμα Σπουδών στο άλλο. Να διδάσκονται λίγη Φιλοσοφία, λίγο Marketing, λίγη Γεωγραφία, λίγα Οικονομικά κλπ, φτιάχνοντας τον περιβόητο “φάκελο προσόντων”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διάλυση των επιστημονικών αντικειμένων και των ενιαίων πτυχίων και την παραγωγή πτυχιούχων χωρίς κάποια σαφή επαγγελματική ιδιότητα. Έτσι, οι απόφοιτοι έχουν ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα και επειδή δεν έχουν επιστημονικό υπόβαθρο, αναγκάζονται συνεχώς να απολύονται και να επανακαταρτίζονται – με δικά τους έξοδα – για να βρουν δουλειά. Παράλληλα, δεν έχουν καμία δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης μισθών και άλλων όρων εργασίας, αφού δεν έχουν ένα κοινό πτυχίο (και δεν μπορούν να ιδρύσουν Συλλόγους), και έτσι γίνονται εύκολη λεία για τους εργοδότες. Θα πει κανείς πως αυτά τα ζούμε ήδη, και θα έχει δίκιο. Όμως δίκιο θα έχουμε έτσι κι εμείς που υποστηρίζουμε πως αφού ζούμε ήδη αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα ξέρουμε πως δεν πρέπει να επιτρέψουμε να βαθύνει.

 
Ο νόμος της Διαμαντοπούλου έρχεται να υπηρετήσει όλα τα ανωτέρω και για έναν ακόμη λόγο. Σε καιρούς κρίσης προκύπτει ακόμη πιο έντονα το φαινόμενο της “συγκεντροποίησης” της οικονομίας. Οι μικρές επιχειρήσεις απορροφώνται από μεγαλύτερες, οι οποίες κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Στην Ελλάδα αυτό έχει ήδη συμβεί ξεκάθαρα με τα σουπερμάρκετ.1 Όταν μειώνονται οι επιχειρήσεις (προς όφελος των λίγων που γιγαντώνονται και φτιάχνουν ολιγοπώλια) μειώνεται και η ζήτηση για στελέχη υψηλής εκπαίδευσης. Αυτό που ζητείται είναι μία μάζα ημιεκπαιδευμένων εργαζόμενων, με περιορισμένες επαγγελματικές δυνατότητες και μικρή διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Αυτή τη μάζα θα παράγει το νέο πανεπιστήμιο, μέσω της διάλυσης των ενιαίων πτυχίων. Ο νόμος την υλοποιεί με την ουσιαστική κατάργηση των τμημάτων και την μετατροπή τους σε «προγράμματα σπουδών» και τη δυνατότητα των φοιτητών να “τσιμπολογούν” μαθήματα από διαφορετικά προγράμματα (η κινητικότητα που λέγαμε πριν), χωρίς καμία επιστημονική πειθαρχία αλλά με μόνο κριτήριο την συμπλήρωση ενός αριθμού πιστωτικών μονάδων (credits). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και τα τριετή πτυχία (ή ακόμη και διετή!) για τα οποία υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο.

 
Αυτός είναι ο πυρήνας του νέου νόμου. Η κυβέρνηση όμως ξέρει πως όλα αυτά δεν είναι δυνατό να επιβληθούν σε ένα πανεπιστήμιο αυτοδιοίκητο και με την κουλτούρα αντίστασης που κουβαλάει μέχρι σήμερα. Για αυτό και αλλάζει τα πάντα, για να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στο βασικό της σχέδιο. Καταργεί τη Σύγκλητο, βάζει στη διοίκηση των ΑΕΙ εκπροσώπους επιχειρήσεων, εξαρτά την κρατική χρηματοδότηση από το αν τα πανεπιστήμια κάνουν δουλειά για τις επιχειρήσεις, δίνει υπεραρμοδιότητες (ακόμη και για τα προγράμματα σπουδών) στους κοσμήτορες αφαιρώντας τες από τις συνελεύσεις των τμημάτων, βάζει ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς στη φοίτηση για να κάνει το πανεπιστήμιο ένα σκέτο εκπαιδευτήριο, να χτυπήσει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και να πολεμήσει τον συνδικαλισμό, καταργεί το άσυλο, καταργεί την ίδια τη δημοκρατία στα πανεπιστήμια. Δύο είναι λοιπόν τα βασικά συμπεράσματα. Πρώτο, πως αν στον καθημερινό μας λόγο δεν προτάξουμε το ζήτημα του τι τύπου εργαζόμενος θα παράγεται από τον νέο πανεπιστήμιο δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε στον κόσμο τον σκοπό των υπόλοιπων αλλαγών, πολλές από τις οποίες θεωρεί ορθές διότι τις εκλαμβάνει ως απόπειρα νοικοκυρέματος του πανεπιστημίου. Δεύτερο, πως ο αγώνας απέναντι σε αυτήν την προοπτική είναι το απόλυτο χρέος μας για το μέλλον, απέναντι στους εαυτούς μας αλλά και στις επόμενες γενιές. Για αυτό και δεν πρέπει να είναι ένας αγώνας “δυναμικός”, “ανυποχώρητος”, “λυσσαλέος”. Πρέπει να είναι μόνο νικηφόρος.