Δεν εισάγει ακριβώς καινά δαιμόνια όποιος υποστηρίζει πως όλες οι νομοθετικές κινήσεις της κυβέρνησης εντάσσονται στο πλαίσιο της κρίσης και εγγράφονται στον κεντρικό άξονα του σχεδίου της: Έξοδος από την κρίση με τσακισμένα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα, ιδιωτικοποιήσεις, συντριβή των δημοκρατικών κατακτήσεων που προσφέρουν περιθώριο δράσης και αντίστασης στην κοινωνία. Επομένως, δικαιούμαστε απολύτως να πούμε ότι με τον νόμο Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η κυβέρνηση προετοιμάζει το πανεπιστήμιο του Μνημονίου. Αυτό όμως δεν αφορά πρωτίστως την περικοπή των κρατικών δαπανών, αλλά το βασικό στόχο του Μνημονίου, δηλαδή τη δημιουργία της γενιάς της εργασιακής επισφάλειας, τη μαζική παραγωγή ενός νέου τύπου εργαζόμενου και εν τέλει ανθρώπου. Δεν θα ήταν άλλωστε δυσανάλογο να ξηλώσει η κυβέρνηση εκ βάθρων το πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ μόνο και μόνο για να περικόψει κάποια έξοδα;
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το ότι αυτή η συγκυρία κρίθηκε ως η κατάλληλη για να εφαρμοστεί στα ελληνικά πανεπιστήμια η περίφημη συμφωνία της Μπολόνια και μάλιστα ενώ πανευρωπαϊκά αποδεικνύεται πλέον οικτρά αποτυχημένη. Η συμφωνία αυτή, συναφθείσα το 1999 μεταξύ 29 υπουργών Παιδείας ευρωπαϊκών χωρών, προέβλεπε πως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα πρέπει ουσιαστικά να καταργήσει τα ακαδημαϊκά της κριτήρια και να λειτουργεί μόνο ως ένα εργαλείο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, πως η έρευνα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα πρέπει διεξάγεται με βασικό κριτήριο το κέρδος των επιχειρήσεων και να δεσμεύεται από τη χρηματοδότηση τους. Δεύτερον, πως από τα πανεπιστήμια θα πρέπει να βγαίνουν εργαζόμενοι με ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα, προκειμένου να δέχονται να μπαίνουν στην αγορά εργασίας με χαμηλούς μισθούς και μειωμένα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα έπρεπε, κατά τη συμφωνία, να αποκτήσει τρία χαρακτηριστικά: Ανταγωνιστικότητα, απασχολησιμότητα, κινητικότητα.
Η “ανταγωνιστικότητα”, όπως είπαμε, σημαίνει πως τα πανεπιστήμια δεν θα πρέπει να έχουν πια κανέναν άλλο ρόλο παρά να κάνουν ανταγωνιστική την οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή να συμβάλουν ώστε οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες να αυξάνουν την κερδοφορία τους. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ο δεύτερος πυλώνας της Μπολόνια, δηλαδή η παραγωγή εργαζομένων “απασχολήσιμων”. Το νόημα που υποκρύπτει ο όρος “απασχολησιμότητα” (που στην Ελλάδα καθιερώθηκε την περίοδο Σημίτη, για να μην ξεχνιόμαστε) είναι πως για το ότι κάποιος είναι άνεργος δεν φταίει το ότι δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας, αλλά το ότι ο ίδιος δεν είναι επαρκώς καταρτισμένος και εξειδικευμένος. Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να φροντίσει να καταρτίζεται διαρκώς, για όλη του τη ζωή.
Η παραγωγή τέτοιου τύπου εργαζομένων, με διαλυμένα επαγγελματικά δικαιώματα και διαρκή ανάγκη επανακατάρτισης κάθε φορά που θα αλλάζουν οι ανάγκες της αγοράς, επαφίεται στον τρίτο πυλώνα της Μπολόνια, την “κινητικότητα”. Αυτή συνίσταται στην προσπάθεια να μεταφερθεί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια το πρότυπο των αμερικάνικων κολλεγίων. Στα Κολλέγια (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ) οι σπουδές δεν έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και οι φοιτητές μπορούν να επιλέγουν ένα πλήθος μαθημάτων από τελείως διαφορετικά αντικείμενα, μπορούν δηλαδή να μεταπηδούν (μάλλον να... τσαλαβουτούν!) διαρκώς από το ένα Πρόγραμμα Σπουδών στο άλλο. Να διδάσκονται λίγη Φιλοσοφία, λίγο Marketing, λίγη Γεωγραφία, λίγα Οικονομικά κλπ, φτιάχνοντας τον περιβόητο “φάκελο προσόντων”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διάλυση των επιστημονικών αντικειμένων και των ενιαίων πτυχίων και την παραγωγή πτυχιούχων χωρίς κάποια σαφή επαγγελματική ιδιότητα. Έτσι, οι απόφοιτοι έχουν ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα και επειδή δεν έχουν επιστημονικό υπόβαθρο, αναγκάζονται συνεχώς να απολύονται και να επανακαταρτίζονται – με δικά τους έξοδα – για να βρουν δουλειά. Παράλληλα, δεν έχουν καμία δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης μισθών και άλλων όρων εργασίας, αφού δεν έχουν ένα κοινό πτυχίο (και δεν μπορούν να ιδρύσουν Συλλόγους), και έτσι γίνονται εύκολη λεία για τους εργοδότες. Θα πει κανείς πως αυτά τα ζούμε ήδη, και θα έχει δίκιο. Όμως δίκιο θα έχουμε έτσι κι εμείς που υποστηρίζουμε πως αφού ζούμε ήδη αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα ξέρουμε πως δεν πρέπει να επιτρέψουμε να βαθύνει.
Ο νόμος της Διαμαντοπούλου έρχεται να υπηρετήσει όλα τα ανωτέρω και για έναν ακόμη λόγο. Σε καιρούς κρίσης προκύπτει ακόμη πιο έντονα το φαινόμενο της “συγκεντροποίησης” της οικονομίας. Οι μικρές επιχειρήσεις απορροφώνται από μεγαλύτερες, οι οποίες κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Στην Ελλάδα αυτό έχει ήδη συμβεί ξεκάθαρα με τα σουπερμάρκετ.1 Όταν μειώνονται οι επιχειρήσεις (προς όφελος των λίγων που γιγαντώνονται και φτιάχνουν ολιγοπώλια) μειώνεται και η ζήτηση για στελέχη υψηλής εκπαίδευσης. Αυτό που ζητείται είναι μία μάζα ημιεκπαιδευμένων εργαζόμενων, με περιορισμένες επαγγελματικές δυνατότητες και μικρή διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Αυτή τη μάζα θα παράγει το νέο πανεπιστήμιο, μέσω της διάλυσης των ενιαίων πτυχίων. Ο νόμος την υλοποιεί με την ουσιαστική κατάργηση των τμημάτων και την μετατροπή τους σε «προγράμματα σπουδών» και τη δυνατότητα των φοιτητών να “τσιμπολογούν” μαθήματα από διαφορετικά προγράμματα (η κινητικότητα που λέγαμε πριν), χωρίς καμία επιστημονική πειθαρχία αλλά με μόνο κριτήριο την συμπλήρωση ενός αριθμού πιστωτικών μονάδων (credits). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και τα τριετή πτυχία (ή ακόμη και διετή!) για τα οποία υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο.
Αυτός είναι ο πυρήνας του νέου νόμου. Η κυβέρνηση όμως ξέρει πως όλα αυτά δεν είναι δυνατό να επιβληθούν σε ένα πανεπιστήμιο αυτοδιοίκητο και με την κουλτούρα αντίστασης που κουβαλάει μέχρι σήμερα. Για αυτό και αλλάζει τα πάντα, για να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στο βασικό της σχέδιο. Καταργεί τη Σύγκλητο, βάζει στη διοίκηση των ΑΕΙ εκπροσώπους επιχειρήσεων, εξαρτά την κρατική χρηματοδότηση από το αν τα πανεπιστήμια κάνουν δουλειά για τις επιχειρήσεις, δίνει υπεραρμοδιότητες (ακόμη και για τα προγράμματα σπουδών) στους κοσμήτορες αφαιρώντας τες από τις συνελεύσεις των τμημάτων, βάζει ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς στη φοίτηση για να κάνει το πανεπιστήμιο ένα σκέτο εκπαιδευτήριο, να χτυπήσει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και να πολεμήσει τον συνδικαλισμό, καταργεί το άσυλο, καταργεί την ίδια τη δημοκρατία στα πανεπιστήμια. Δύο είναι λοιπόν τα βασικά συμπεράσματα. Πρώτο, πως αν στον καθημερινό μας λόγο δεν προτάξουμε το ζήτημα του τι τύπου εργαζόμενος θα παράγεται από τον νέο πανεπιστήμιο δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε στον κόσμο τον σκοπό των υπόλοιπων αλλαγών, πολλές από τις οποίες θεωρεί ορθές διότι τις εκλαμβάνει ως απόπειρα νοικοκυρέματος του πανεπιστημίου. Δεύτερο, πως ο αγώνας απέναντι σε αυτήν την προοπτική είναι το απόλυτο χρέος μας για το μέλλον, απέναντι στους εαυτούς μας αλλά και στις επόμενες γενιές. Για αυτό και δεν πρέπει να είναι ένας αγώνας “δυναμικός”, “ανυποχώρητος”, “λυσσαλέος”. Πρέπει να είναι μόνο νικηφόρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου