Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Γιατί δεν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. και πώς ανεβαίνει τώρα

https://www.avgi.gr/politiki/391332_giati-den-kerdize-o-syriza-ps-kai-pos-anebainei-tora

Σε συνθήκες κανονικότητας οι πολίτες επιλέγουν το κόμμα και τον αρχηγό που πιστεύουν ότι μπορεί να τους προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Τι σημαίνει αυτό; Πολλά. Περισσότερες δουλειές και λιγότερους φόρους. Πιο λειτουργικό κράτος. Αλλά και έναν «δικό μας» άνθρωπο σε θέση ευθύνης. Στην κανονικότητα η διαχωριστική γραμμή μπαίνει ανάμεσα στην καλύτερη και τη χειρότερη ποιότητα ζωής.

Σε συνθήκες πολέμου όλα αυτά παραμερίζονται. Ο κόσμος επιλέγει αυτόν με τον οποίο πιστεύει ότι θα κερδίσει τον πόλεμο. Και συνήθως συσπειρώνεται γύρω από την ηγεσία που ήδη έχει. Διότι η διαχωριστική γραμμή μπαίνει πια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Κι έτσι στην Ελλάδα, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, η οποία έχει έναν χαρακτήρα πολέμου, υπήρξε μεγάλη στήριξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όταν όμως ήρθε ο Οκτώβριος και οι αριθμοί των νεκρών εκτοξεύτηκαν, η κυβέρνηση δεν κατέρρευσε. Κι ακόμη και σήμερα, που από τους 600 νεκρούς σε έξι μήνες πήγαμε στις 11.000 στους επόμενους έξι, αλλά και σε ένα εξαιρετικά αποτυχημένο δεύτερο lockdown, η κυβέρνηση δεν έχει συντριβεί. Και ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν δείχνει να κερδίζει πολλούς πόντους. Ας μην παραξενεύεται κανείς. Είναι απολύτως λογικό. Και, εν μέρει, αναπόφευκτο.

Είπαμε ότι η βασική διαχωριστική γραμμή της τελευταίας περιόδου ήταν αυτή μεταξύ ζωής και θανάτου. Σε επίπεδο γενικής συζήτησης, το κύριο ζήτημα ήταν αν ο ιός υπάρχει, αν είναι επικίνδυνος κι αν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ της μίας πλευράς. Και καλά έκανε. Σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, το κύριο ζήτημα ήταν το lockdown. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Μετά ήρθε το ζήτημα του εμβολιασμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τάχθηκε υπέρ. Και καλά έκανε. Όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τασσόταν με τη μία πλευρά, έβρισκε εκεί ήδη τη Ν.Δ. Αποφάσισε να μείνει εκεί και να μην λαϊκίσει. Και καλά έκανε. Έβαζε, βέβαια, τις πινελιές του. Μιλούσε για την ανάγκη να υπάρχουν μέτρα για τα νοσοκομεία, τα ΜΜΜ, τους χώρους εργασίας, τα σχολεία ώστε να έχει πραγματικό νόημα το lockdown. Όμως από τη στιγμή που ήταν υπέρ του lockdown όλες αυτές οι παρεμβάσεις παρέμεναν δευτερεύουσες στη δημόσια συζήτηση. Άλλωστε, ούτε μεγάλα φιλικά ΜΜΕ διέθετε για να τις αναδείξουν, ούτε τα κομματικά μέλη του μπορούσαν να βγουν έξω και να μιλήσουν στον κόσμο. Μάχες στα social media και έτερον ουδέν. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. δεν κέρδισε πόντους από τη μάχη της πανδημίας γιατί με τους όρους που στήθηκε η μάχη αυτή -κι από τη ζωή την ίδια, αλλά και από τη Ν.Δ.- δεν διαφοροποιήθηκε πολύ. Διότι δεν μπορούσε να το κάνει σ’ αυτή τη συγκυρία.

Σήμερα η συνθήκη μοιάζει να αλλάζει. Η δυναμική της Ν.Δ. δεν έχει εξαντληθεί, αλλά έχει καθαρά μειωθεί. Όμως, για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. το χαμένο έδαφος, δεν αρκεί η αποδυνάμωση της Ν.Δ. Πρέπει ο ίδιος να βγάλει μπροστά θετικά προτάγματα. Μολονότι η μάχη με την πανδημία δεν έχει τελειώσει, ο κόσμος κοιτάει πια στην επόμενη μέρα. Και πλανάται κωμικώς όποιος νομίζει πως, επειδή ζήσαμε μια πανδημία, θα γίνει ηγεμονικός και θα κερδίσει εκλογές αν η βασική του υπόσχεση αφορά το σύστημα Υγείας. Μια κοινωνία δοκιμασμένη από υγειονονομική κρίση είναι και μια οικονομικά και ψυχολογικά δοκιμασμένη κοινωνία. Θέλει να ακούσει να της περιγράφουν το πώς θα ζήσει. Όχι το πώς δεν θα πεθάνει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. τους τελευταίους μήνες έχει καταθέσει μεγάλα πακέτα οραματικών προτάσεων για την Υγεία, την πράσινη ανάπτυξη και άλλα. Όμως, λόγω επικοινωνιακού ελλείμματος, όλες αυτές οι επεξεργασίες κατέβηκαν το πολύ μέχρι το επίπεδο των κομματικών μελών. Και δεν κατέληγαν σε δύο - τρεις εμβληματικές δεσμεύσεις που θα σφηνώνονταν στο μυαλό του κόσμου. Έτσι, στη δημόσια συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. έως τώρα μοιάζει να τρέχει πίσω από τη Ν.Δ. και μόλις αυτή φέρνει κάποιον νέο νόμο να δεσμεύεται ότι όταν γίνει κυβέρνηση, θα τον πάρει πίσω.

Όμως, η παρουσίαση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. για την εργασία και η ομιλία του προέδρου του στη Συνδιάσκεψη του κόμματος ήταν μια τομή. Μια σοβαρή τομή. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε καθαρά ότι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. άμεσα οι εργαζόμενοι θα έχουν 800 ευρώ κατώτατο μισθό, ισχυρή Επιθεώρηση Εργασίας, συλλογικές διαπραγματεύσεις και πιλοτικά 35ωρο. Οι επιχειρήσεις θα δουν να διαγράφονται τα χρέη της πανδημίας και τα υπόλοιπα να ρυθμίζονται σε 120 δόσεις. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι γιατροί θα παίρνουν 2.000 ευρώ πρώτο μισθό. Τα πιο πολλά από αυτά είχαν ήδη ειπωθεί. Όχι έτσι. Όχι μαζί. Όχι τόσο επιθετικά.

Έχει γίνει, λοιπόν, μια νέα αρχή. Και πρέπει να συνεχιστεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. πρέπει να δώσει μεγάλες θετικές υποσχέσεις για την επόμενη μέρα. Καθαρές υποσχέσεις που ο κόσμος θα τις πάρει στις πλάτες του και θα τις κάνει δική του υπόθεση. Και θα μπορεί να πει ότι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ. «για να» έχει 800 ευρώ μισθό, «για να» έχει 35ωρο, «για να» ζήσει καλύτερα. Όχι «επειδή» ο Μητσοτάκης είναι κακός νεοφιλελεύθερος, «επειδή» θα κλείσει νοσοκομεία, «επειδή» οι μίζες χορεύουν στο Μαξίμου. Τις μεγάλες μάχες τις κερδίζουν τα «για να», όχι τα «επειδή». Τις κερδίζουν οι στόχοι, όχι οι φόβοι. Αυτό δεν μας έμαθε πριν από έξι χρόνια το δημοψήφισμα;

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

Τα παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα

https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/ta-paidia-toy-epixeirimatikoy-solina

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε γίνει πολύ δημοφιλής η έκφραση «παιδιά του κομματικού σωλήνα». Αναφερόταν σε ανθρώπους που καταλάμβαναν κυβερνητικές και κρατικές θέσεις υψηλής ευθύνης, χωρίς να έχουν κάποιες ιδιαίτερες επιστημονικές και επαγγελματικές περγαμηνές ή μια αξιοσημείωτη κοινωνική δραστηριότητα, αλλά βασιζόμενοι κυρίως στην ιδιότητά τους ως κομματικών στελεχών. Σε ανθρώπους που δεν είχαν επαφή με την κοινωνία γιατί ζούσαν στην «κομματική γυάλα».

Την ίδια περίοδο κέρδιζε έδαφος η τεχνοκρατική πρόσληψη της πολιτικής, δηλαδή η πεποίθηση πως η πολιτική δεν είναι ζήτημα κοινωνικών οραμάτων, αλλά «πρακτικής επίλυσης προβλημάτων». Ήταν η εποχή που τα ΜΜΕ ήθελαν να πλαισιώσουν ιδεολογικά την μετάβαση από το παπανδρεϊκό πρότυπο εξουσίας στο σημιτικό. Έτσι, η εικόνα του Κώστα Σημίτη ως «χαμηλών τόνων», «καθηγητή πανεπιστημίου», «υπεύθυνου τεχνοκράτη» φιλοτεχνήθηκε μεθοδικά και σε αντιπαράθεση με το πρόσφατο παρελθόν. «Ο Σημίτης εκφράζει το ότι πρέπει πλέον να σοβαρευτούμε και να δουλέψουμε», έλεγε εκείνες τις μέρες ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο άνθρωπος που έχτισε τις επιχειρήσεις του προωθώντας το πρότυπο της Ελλάδας του life style, του χρηματιστηρίου και του εύκολου επιδεικτικού πλουτισμού.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και κέρδιζε έδαφος ο θαυμασμός προς τον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι από δεκαετίες μικροαστοί Έλληνες, άρχισαν να ονειρεύονται τα παιδιά τους όχι ως γιατρούς και δικηγόρους, αλλά ως μάνατζερς και χρηματιστές σε μεγάλες εταιρείες, με ακριβά αυτοκίνητα, μπόνους και σπίτια με πισίνες. Να ζουν μια ζωή μακριά από τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις έγνοιες του μέσου ανθρώπου. Μακριά από την κοινωνία. Ασφαλώς, στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από αυτούς που κατέλαβαν τις υψηλές θέσεις των μεγάλων εταιρειών δεν προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλό ή μέσο εισόδημα. Ήταν και είναι άνθρωποι που οι οικογένειές τους είχαν τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσουν σπουδές στο εξωτερικό και, κυρίως, μια κοινωνική δικτύωση που τους έστειλε απευθείας στα ψηλά κλιμάκια.

Και σήμερα ήρθε η μέρα που αυτός ο κόσμος, αυτοί οι άνθρωποι κυβερνούν. Αυτοί που ζουν μεταξύ Εκάλης και Γλυφάδας, που το πόδι τους πατάει μόνο το γκάζι των ακριβών αυτοκινήτων τους και τα παχιά χαλιά των πολυτελών εστιατορίων. Αλλά ποτέ το δάπεδο ενός λεωφορείου. Τα παιδιά του «επιχειρηματικού σωλήνα». Που πραγματικά δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνία. Που είναι από έναν άλλο κόσμο. Και φαίνεται. Φαίνεται όταν απαντώντας σε όσα λέει η Αριστερά για την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων, αυτοί πετάνε τον μπαλάκι μακριά για να το πιάσει το Αόρατο Χέρι της Αγοράς. Όταν σου λένε πως «οι επιχειρήσεις κάνουν από μόνες τους αυξήσεις στα καλά στελέχη για να τα κρατήσουν» (Μητσοτάκης), πως ο νέος εργασιακός νόμος που καταργεί το 8ωρο «είναι υπέρ του εργαζόμενου» (Σκέρτσος), πως «όσοι κάνουν διδακτορικό μάλλον δεν έχουν όρεξη για δουλειά» (Πατέλης), πως «ο εργαζόμενος ξέρει πόσες ώρες πρέπει να εργάζεται, δεν χρειάζεται συλλογική σύμβαση» (Τσακλόγλου). Και σε μεγάλο βαθμό είναι ειλικρινείς. Στο δικό τους κοινωνικό σύμπαν δεν υπάρχουν εργαζόμενοι, αλλά μόνο «στελέχη». Αυτά ξέρουν, για αυτά μιλάνε.

Οι εντολοδόχοι ενός αρχηγού που η οικογένειά του δεν έχει, ούτε καν στον ευρύτερο κύκλο της, έναν άνθρωπο που να έχει μπει για μια φορά στη ζωή του σε λεωφορείο, εντάσσονται στην πολιτική για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο στον οποίο ανήκουν και που μόνο από την δικιά του σκοπιά μπορούν να δουν τα πράγματα. Τη σκοπιά των αντιλήψεων και των συμφερόντων μιας μειοψηφικής ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουν την πολιτική ως ένα ακόμη «πρότζεκτ», που το μοτίβο τους είναι η αντιεπιστημονική κενολογία πως «η χώρα είναι σαν μια επιχείρηση», που βλέπουν τους πολίτες και τις ανάγκες τους σαν απλά δεδομένα στο χαρτί τα οποία πρέπει να υποτάσσονται στις προτεραιότητες και τα αυτονόητα της δικής τους κοινωνικής τάξης, αυτοί που συχνά περνιούνται για οικονομολόγοι ενώ η αντιληπτική ικανότητά τους φτάνει μόνο στο να είναι λογιστές πολυτελείας, αυτοί που ζουν μόνο αναμεταξύ τους και αλληλοεπιβεβαιώνουν τις ιδέες τους χωρίς να εξετάζουν τις συνέπειές που έχουν στην άλλη πλευρά, της κοινωνικής πλειονότητας, αυτοί που έχουν μάθει να εκμεταλλεύονται και να απολύουν απενοχοποιημένα χιλιάδες εργαζόμενους και που σήμερα, μέσα στην πανδημία, έχουν φτάσει να μας λένε πως έχουμε περισσότερα νοσοκομεία από όσα χρειαζόμαστε, τίνος άλλου τις ανάγκες θα μπορούσαν να κατανοούν; Τίνος το συμφέρον και ποια αντίληψη για την πολιτική και τη δημοκρατία θα μπορούσαν να υποστηρίζουν τα παιδιά του ΣΕΒ που μας λένε ότι εργοδότες και εργαζόμενοι είναι ισότιμοι και θα μπορούν να διαπραγματεύονται ελεύθερα για τις απλήρωτες υπερωρίες και τα ρεπό; Για ποια κοινωνία θα μπορούσαν ποτέ εργάζονται αυτά τα «παιδιά του επιχειρηματικού σωλήνα»;