Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Όλος ο κόσμος σε πέντε δάχτυλα

http://www.rednotebook.gr/details.php?id=3650

Η Ιστορία, ως αφήγηση, γράφεται πάντα εκ των υστέρων. Ως σειρά γεγονότων όμως, σχεδιάζεται εκ των προτέρων. Όταν λοιπόν κοιτάμε τα πράγματα από το τέλος προς την αρχή, εκεί που τη στιγμή της εκτύλιξης των γεγονότων βλέπαμε μια σειρά συμπτώσεων και ανατροπών, με την αποστασιοποιημένη ματιά συνήθως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο. Είτε αυτό υπάρχει, είτε όχι.

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και ειδικά της Πέμπτης 3 Νοεμβρίου έχουν χοντρικά δύο τρόπους να ερμηνευτούν. Με βάση τον πρώτο, ο Παπανδρέου είτε θέλοντας να εκβιάσει το λαό και να αποσπάσει τη συναίνεσή του είτε φοβούμενος πως θα έχανε άμεσα την εξουσία και προσπαθώντας να σώσει την υστεροφημία του καταγγέλλοντας νέες “αποστασίες”, πέταξε στο τραπέζι το χαρτί του δημοψηφίσματος. Προκάλεσε παγκόσμια αναστάτωση και εσωτερικό μπάχαλο, συνάντησε την αντίδραση των βουλευτών του και τελικά “μάζεψε” την πρόταση του για να αποφύγει την πτώση του. Αυτό το σενάριο όμως αφήνει να χάσκει ένα μεγάλο ερμηνευτικό κενό.

Ο Παπανδρέου υπογράφοντας την συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου για την νέα δανειακή σύμβαση έδωσε στα ΜΜΕ την ευκαιρία να του στρώσουν και πάλι το προφίλ. Η σύμβαση εμφανίστηκε ως μεγάλο επίτευγμα και ο ίδιος βρέθηκε για λίγο “καβάλα στ’ άλογο”. Και ξαφνικά ο παράξενος αναβάτης, σαν να μην τον βόλευε το σαμάρι των ΜΜΕ, πηδάει κάτω από το άλογο. Γιατί; Αφού η δανειακή σύμβαση θα περνούσε από τη Βουλή, γιατί ο Παπανδρέου προκάλεσε όλη αυτή την αναστάτωση με το δημοψήφισμα; Γιατί ρίσκαρε από την πτώση του μέχρι την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την απόρριψη από το λαό όλης της μέχρι τώρα πολιτικής των αστικών δυνάμεων με ένα «όχι»; Ο μόνος τρόπος να απαντηθεί αυτό είναι πως αυτός ο κίνδυνος στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Και πως κάθε εξέλιξη ήταν πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη και δεν αποτελούσε ούτε έκπληξη ούτε ανατροπή.

Ας δούμε τη γραμμή των εξελίξεων. Ο Παπανδρέου ανακοινώνει δημοψήφισμα. Αυτομάτως προκαλεί μία μεγάλη πολιτική αστάθεια και υψηλούς κινδύνους. Το αστικό μπλοκ εξουσίας πανικοβάλλεται φοβούμενο τις συνέπειες. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ απειλεί με αποπομπή του. Τα μεγάλα ΜΜΕ που μέχρι την προηγούμενη μέρα ξορκίζαν τις εκλογές και ζητούσαν συγκυβέρνηση, τώρα φωνάζουν για εκλογές. Μέσα σε αυτό το ασταθές πλαίσιο που έχει δημιουργήσει ο Παπανδρέου, απόλυτη ανάγκη γίνεται πλέον πρώτα από όλα η αποδοχή της δανειακής σύμβασης. Σε αυτό το καθήκον αναγκαστικά υποτάσσεται και ο Σαμαράς, έστω και σε μια προοπτική μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας. Κάνει λοιπόν μια θεαματική κωλοτούμπα και ανακοινώνει πως θα ψηφίσει τη σύμβαση, για την οποία μόλις μία μέρα πριν φώναζε πως εκχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα και πως δεν την έχει καν δει. Έτσι όμως, και αποδέχεται πως ο Παπανδρέου πέτυχε μια καλή συμφωνία και δεν μπορεί πια να παριστάνει τον αντιμνημονιακό. Μόλις συμβαίνει αυτό, ο Παπανδρέου καλωσορίζει την αλλαγή θέσης και δηλώνει πως ουσιαστικά πια δεν υπάρχει λόγος για δημοψήφισμα. Το ίδιο τονίζει και το νούμερο δύο του ΠΑΣΟΚ, ο Βενιζέλος, λέγοντας πως η ψήφος εμπιστοσύνης μπαίνει πια σε άλλο πολιτικό πλαίσιο και πρέπει να δοθεί αλλά αναγκαζόμενος ταυτόχρονα να αφήσει εκτεθειμένους όσους από το ΠΑΣΟΚ αμφισβήτησαν ρητά τον Παπανδρέου.

Ιδού λοιπόν. Πότε είναι κάποιος πρόθυμος να προκαλέσει μία τρομακτική τρικυμία; Όταν γνωρίζει πως κρατάει τα κλειδιά της, πως την ελέγχει και μπορεί να την σταματήσει. Όταν στη πραγματικότητα κίνδυνος δεν έχει υπάρξει ούτε για μια στιγμή. Ο Παπανδρέου προκάλεσε μία τεχνητή κρίση της οποίας είχε τον απόλυτο έλεγχο. Κατάφερε και τον Σαμαρά να σύρει εκεί που ήθελε για να τον απονευρώσει αντιπολιτευτικά και να βρει ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό του πεδίο. Και όταν τα κατάφερε αυτά, απέσυρε με άνεση το χαρτί που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην πτώση, το δημοψήφισμα. Ομοίως, όπως είχε αποκαλύψει και η Ελευθεροτυπία, τεχνητή κρίση υπό την παραίνεση αμερικανών συμβούλων φαίνεται πως ήταν και η συζήτηση περί παραίτησης του και συγκυβέρνησης τον Ιούνιο που κατέληξε σε ανακάτεμα της εσωκομματικής τράπουλας και κατασίγαση της εσωτερικής αντιπολίτευσης με την υπουργική αναβάθμιση του Βενιζέλου και των φίλων του.

Αυτό που ζήσαμε την Πέμπτη θα διδάσκεται για πολλά χρόνια σε πολιτικές ακαδημίες, ως υπόδειγμα διαχείρισης πολιτικών κρίσεων. Ο άνθρωπος που το σχεδίασε και βρίσκεται πίσω από τον Παπανδρέου, ίσως μας προσέφερε το πιο μακιαβελικό πολιτικό σχέδιο που έχουμε ζήσει ποτέ σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Δεν δίστασε να παίξει για μια μέρα με ολόκληρο τον κόσμο, ανεβοκατεβάζοντας χρηματιστήρια, πανικοβάλλοντας κυβερνήσεις, εξοργίζοντας ηγέτες, τρομάζοντας λαούς. Για μία μέρα κάποιος έπαιξε με ολόκληρο τον κόσμο στα πέντε δάχτυλα του χεριού του. Ας θαυμάσουμε τη σχεδιαστική ευφυΐα και το θάρρος αυτού του παράγοντα. Κι ας αηδιάσουμε από την ανηθικότητά του. Ας γελάσουμε με το ότι ο Αντώνης Σαμαράς εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πολιτικό κορόιδο της χώρας. Ας θυμώσουμε για το ότι ο ελληνικός λαός είναι ο πιο εξαπατημένος του κόσμου. Κι ας εξοργιστούμε για τον κόσμο που ζούμε, τον οποίο ενώ πιστεύουμε πως έχει γίνει πιο σύνθετος από ποτέ, κάποιος κατάφερε για μία μέρα να τον κρατήσει τυχοδιωκτικά στην παλάμη του. Κι αν τελικά τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύουν, ας μείνουμε να κοιτάμε έναν κόσμο τόσο κακοπαθημένο και αποδιαρθρωμένο, που το κάθε σχέδιο γίνεται βλακεία και η κάθε βλακεία μπορεί να εξελιχθεί σε σχέδιο. Κι ας ορμήξουμε να τον αλλάξουμε, για να μην βλέπουμε άλλο τέτοια κόλπα να παίζονται πάνω στην πλάτη μας.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ελάτε τώρα... αφού σας ξέρουμε!


«Και να σκεφθή κανείς ότι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί των χριστιανών είναι Κρήτες, Έλληνες την καταγωγήν, χριστιανών απόγονοι. Φαίνεται ότι τους καταδιώκει και δεν τους αφήνει να ησυχάσουν η κατάρα και το ανάθημα των προγόνων αυτών, οίτινες αψηφούντες τους διωγμούς και τα μαρτύρια ενεκαρτέρησαν εις το πάτριον θρήσκευμα».

Ιωάννης Κονδυλάκης, Οι Τουρκοκρητικοί.

Οι γενίτσαροι είναι μία γνωστή ιστορία. Στρατιωτικό σώμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συγκροτούνταν κατά βάση, τουλάχιστον για μια μεγάλη περίοδο, από στρατολογήσεις παιδιών χριστιανικών οικογενειών. Οι στρατολογήσεις αυτές από ένα σημείο κι έπειτα δεν ήταν πάντα βίαιες, καθώς πολλοί χριστιανοί εντάσσονταν οικειοθελώς στο σώμα, λόγω των προνομίων που η ιδιότητα του μέλους του συνεπαγόταν. Το όνομα τους είναι ως σήμερα συνώνυμο του φανατισμού. Θα ήταν σίγουρα μεγάλο όνειρο για ιστορικούς και ψυχαναλυτές το να μπορέσουν να καθίσουν στο ντιβάνι έναν γενίτσαρο. Να καταλάβουν αν η αγριότητα του οφειλόταν στην έλλειψη σύνδεσης με τον γενέθλιο τόπο του ή με το ακριβώς αντίθετο, την συνείδηση της κοινής καταγωγής με αυτούς που πολεμά, μία συνείδηση τόσο βασανιστική που τον αναγκάζει προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτή να δρα βίαια απέναντι σε ό,τι του θυμίζει το παρελθόν του, με την ελπίδα πως έτσι θα το ξεριζώσει από μέσα του.

Κι αν η ιστορική απόσταση δεν επιτρέπει μία τέτοιου τύπου εξέταση του φαινομένου, ας επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το τι γίνεται με κάποιους σύγχρονους μας, που επίσης οικειοθελώς άλλαξαν πλευρές και αυτό φαίνεται να τους κατατρέχει ακόμη. Η συγκυρία της κρίσης έχει προκαλέσει οξύνσεις σε όλα τα πεδία των κοινωνικών δραστηριοτήτων, πόσο μάλλον σε αυτό που συμπυκνώνει την κοινωνική κίνηση, το πεδίο της πολιτικής. Τα μαχαίρια έχουν βγει από καιρό και αυτοί που τα κρατάνε από το απέναντι στρατόπεδο, τα κραδαίνουν αλλά όχι για να νικήσουν στη μάχη. Πρωτίστως προσπαθούν να μας πείσουν πως η μάχη είναι χαμένη και δεν πρέπει καν να τη δώσουμε. Μεγαλοδημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί που τα τελευταία χρόνια διεκδίκησαν έναν ρόλο στο θέατρο της εξουσίας και βεβαίως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να μας πείσουν πως το Μνημόνιο είναι ένα "αναγκαίο κακό", ένα πικρό αλλά σωτήριο "φάρμακο". Στο λόγο πολλών από αυτούς συναντούμε όμως άλλο ένα κοινό αλλά και αντιφατικό στοιχείο: τη διαρκή απαξίωση της Αριστεράς με την ταυτόχρονη σφοδρή πολεμική εναντίον της.

Στις κοινωνικές επιστήμες λέμε πως συχνά οι αντιφάσεις είναι ο καλύτερος οδηγός για την αλήθεια. Ας ρωτήσουμε λοιπόν: Γιατί κάποιος που θεωρεί την Αριστερά, όπως οι ίδιοι μας λένε, γραφική, "παλαιολιθική" και ανάξια λόγου επιμένει να της επιτίθεται με τέτοια ένταση; Γιατί την αναγνωρίζει ως βασικό του αντίπαλο; Η πρώτη και βασική ερμηνεία είναι τόσο αναμενόμενη όσο και ορθή. Η Αριστερά εμφανίζεται, παρά τις αδυναμίες της, ως ο μοναδικός θεσμικός πολιτικός φορέας που αυτήν την περίοδο μπορεί να συμβάλει στην συγκρότηση αποτελεσματικών κοινωνικών αντιστάσεων και να χαλάσει τη "σούπα" της διακομματικής συναίνεσης και της κοινωνικής αφασίας. Είναι ο χώρος που προσφέρει στους πολίτες ένα σημείο αντίστασης και μάλιστα σε κρίσιμα σημεία, όπως η κάλυψη για τη μη πληρωμή των τελευταίων εξοντωτικών φόρων. Η δεύτερη απάντηση όμως, δεν αφορά την πολιτική, αλλά το βίωμα. Το προσωπικό και αντιστεκόμενο στη λήθη βίωμα των ανθρώπων που μας επιτίθενται στα όρια του κανιβαλισμού.

Αν ρωτήσουμε ποιο είναι τηλεοπτικό προϊόν που χαρακτηρίζεται περισσότερο από όλα από την υποστήριξη της κυβερνητικής πολιτικής σίγουρα η πλειοψηφία των απαντήσεων θα μας δείξει το δελτίο ειδήσεων του MEGA. Καθόλου συμπτωματικά, πρόκειται για το δελτίο του οποίου οι συντελεστές βρίσκονται σε μία διαρκή ετοιμότητα να επιτεθούν στην Αριστερά και να την συκοφαντήσουν. Η μεγάλη πλειονότητα του τηλεοπτικού κοινού, βλέπει στις ειδήσεις του MEGA μία ομάδα δημοσιογράφων δεμένων με τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών του σταθμού και ταγμένων στην υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστοι βλέπουν μέσα από τα παράθυρα το παρελθόν αυτών των ανθρώπων. Λίγοι βλέπουν στο πρόσωπο της κυρίας Τρέμη ένα πρώην μέλος της ΚΝΕ και στους κυρίους Πρετεντέρη και Καψή δύο πρώην μέλη του Ρήγα Φεραίου και του ΚΚΕ Εσωτερικού! Παραπέρα, ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί αναγνωρίζουν τον Αλέξη Παπαχελά, εκτός από άτυπο εκπρόσωπο της Αμερικάνικης Πρεσβείας, του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου και των προτάσεων για περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών προς αντιμετώπιση της κρίσης, και ως πρώην συντάκτη της ΑΥΓΗΣ. Ομοίως και τον συνέταιρο του Τάσο Τέλλογλου, λίγοι τον γνωρίζουν ως πρώην μέλος της ΚΝΕ. Στον Ανδρέα Λοβέρδο, με τις υστερικές εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις κατά της Αριστεράς, ελάχιστοι αναγνωρίζουν το κεντρικό στέλεχος της ΚΝΕ και εκπρόσωπο της στα πανεπιστημιακά αμφιθεάτρα. Και πάνω από όλα, για τον περισσότερο εμμονικό διώκτη της Αριστεράς, τον Θόδωρο Πάγκαλο, πόσοι γνωρίζουν πως ως νέος είχε χρηματίσει στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής. του ΚΚΕ και Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη; Από κοντά και κάποιοι πανεπιστημιακοί, "ανανήψαντες" πρώην αριστεροί των νιάτων τους και πολέμιοι διά της γραφής τους της σημερινής Αριστεράς.

Ιδού λοιπόν η καθαρή εικόνα μπροστά μας. Δύο παράλληλοι μηχανισμοί κινητοποιούνται: η αυτοδικαίωση και η προβολή. Οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν την Αριστερά, είτε επιστρέφοντας ορισμένοι στις αγκαλιές της τάξης τους είτε, άλλοι, επιδιώκοντας μια ανοδική κοινωνική κινητικότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συμφιλιωθούν με την επιλογή τους αυτή. Προσπαθούν συνεχώς να την δικαιώσουν στα δικά τους μάτια, τόσο πιο έντονα όσο σε μεγαλύτερη σύγκρουση με το παρελθόν τους, τους φέρνει το παρόν τους. Προβάλουν τις ενοχές τους επάνω μας, μας απαξιώνουν και μας λοιδορούν προκειμένου να καταλαγιάσει η εσωτερική τους αβεβαιότητα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από τα ματαιωμένα νιάτα, από την αναντιστοιχία ανάμεσα σε παλιές αξίες και σε καινούριες επιλογές. Η εμπειρία ενός συντρόφου μας τα λέει όλα. Ο θείος του, εξόριστος κομμουνιστής μετά τον Εμφύλιο, κρατείται στη Μακρόνησο. Ένα βράδυ βασανίζεται από ένα δεσμοφύλακα. Την ώρα του μαρτυρίου, ακούει τον βασανιστή του, σε ένα παράλληλο, δικό του μαρτύριο να του λέει κλαίγοντας: «Δηλαδή ρε πούστη, εμείς που υπογράψαμε δήλωση μετανοίας τι είμαστε;». Αυτό ήταν που έκανε τον βασανιστή να είναι τόσο σκληρός. Η ανάγκη του να βγάλει από πάνω του το στίγμα, τα απαλλαγεί από την ενοχή για το ότι εγκατέλειψε τον αγώνα, τα ιδανικά του και πάνω από όλα τους συντρόφους του. Ο βασανιστής χτυπούσε το ίδιο το παρελθόν του, για να απαντήσει στα χτυπήματα της συνείδησης του.

Η περίπτωση των ανθρώπων που εξετάσουμε παραπάνω, ασφαλώς και δεν είναι τόσο δραματική όσο η τελευταία, για αυτό και δεν συγκεντρώνουν ούτε ίχνος της συμπάθειας μας. Βιώνουν όμως και αυτοί μία διαρκώς υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση την οποία προσπαθούν να κοιμίσουν με ριπές εναντίον της Αριστεράς, εναντίον σε τελευταία ανάλυση του παρελθόντος τους που εγκατέλειψαν. Η ως τώρα πολιτική συγκυρία τους επέτρεπε να κοιμίζουν αυτό το εσωτερικό τους θηρίο και καμιά φορά να το εκτονώνουν με κάποιο ειρωνικό σήκωμα του φρυδιού προς εμάς, ένα δηκτικό σχόλιο σε μια επιφυλλίδα, ένα αφ' υψηλού αστείο σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο. Όμως η κρίση έχει βάλει ξανά τα πάντα στο τραπέζι. Τα πράγματα σφίγγουν για όλους, τα ερωτήματα επανέρχονται και οι διαχωριστικές γραμμές γίνονται και πάλι ορατές. Επιτίθενται με συκοφαντίες στην Αριστερά για να μη βρει ο κόσμος ένα πολιτικό αποκούμπι για τον αγώνα του, επειδή καταλαβαίνουν πως γίνεται και πάλι επικίνδυνη. Και όσο πιο πολύ εντείνεται αυτός ο κίνδυνος, όσο τους πιέζει η πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ τους χτυπάει και το προσωπικό παρελθόν τους.
 
Κάποιος θα πει ότι ο συσχετισμός των ανθρώπων αυτών με τους γενίτσαρους δεν είναι τόσο σωστός. Πράγματι, αυτό ίσως να είναι ένα εύστοχο σχόλιο. Οι γενίτσαροι είχαν ως ιερό σύμβολο ένα καζάνι, στο οποίο έβραζε το φαγητό τους. Οι παραπάνω αναφερθέντες έχουν επίσης ένα καζάνι ως ιερό σύμβολο, αυτό της εξουσίας. Η διαφορά είναι πως οι γενίτσαροι που και που έκαναν κανένα κίνημα και για να συμβολίσουν την επανάστασή τους αναποδογύριζαν το καζάνι. Επίσης, καμιά φορά έπαιρναν και το κεφάλι κανενός σουλτάνου και δεν περιορίζονταν στο να το χαϊδεύουν. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι την ώρα που ένας σουλτάνος αποφάσισε πως δεν τους χρειάζεται πλέον και τους εξόντωσε όλους. Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω...



Ο στίχος από το τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα αποδίδει εξαιρετικά την αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που εξαγγέλλονται από την κυβέρνηση ως στόχοι για το πανεπιστήμιο και σε αυτά που θα αποτελέσουν τις συνέπειες του νέου νόμου. Η υπουργός υπόσχεται ένα πανεπιστήμιο χωρίς διαφθορά, με καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερο κύρος. Αυτό που τελικά θα φτιάξει είναι ένα πανεπιστήμιο περισσότερο διεφθαρμένο, πολύ χαμηλότερης ποιότητας και με κατακρημνισμένο κύρος.

Η “πάταξη” της διαφθοράς. Η κυβέρνηση βάζει μπροστά το “πιασάρικο” ζήτημα της διαφθοράς και υπόσχεται πως διά του νέου νόμου θα το αντιμετωπίσει μεταβιβάζοντας όλες τις εξουσίες από τη Σύγκλητο στο Συμβούλιο Διοίκησης.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Γιατί ένα σώμα 15 ανθρώπων, δηλαδή το Συμβούλιο, θεωρείται πως διαφθείρεται πιο δύσκολα από ένα σώμα 50 ή και 100 ανθρώπων, όπως είναι η Σύγκλητος, στην οποία και συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των φορέων του πανεπιστημίου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Τα μισά μέλη του Συμβουλίου θα είναι εξωτερικά και ο στόχος είναι να αποτελούν κατά βάση εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, μέλη θεσμών που θα πρόσκεινται στην κυβέρνηση ή θα ελέγχονται από αυτήν ή ακόμη και πολιτικά πρόσωπα. Πως λοιπόν με το να φέρεις μέσα στα πανεπιστήμια τους ανθρώπους και τους θεσμούς που αποτελούν την ίδια τη διαπλοκή αντιμετωπίζεις το πρόβλημα της διαφθοράς;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου θα εκλέγονται από τα εσωτερικά, που θα είναι καθηγητές του ιδρύματος, οι οποίοι με τη σειρά τους θα έχουν εκλεγεί από το σύνολο των πανεπιστημιακών του ΑΕΙ. Τότε – και αφού η κυβέρνηση εντοπίζει τη διαφθορά και στις “δοσοληψίες” μεταξύ των καθηγητών - πως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα; Μήπως στοχεύοντας στο μέλλον να αφαιρέσει από τους καθηγητές το δικαίωμα εκλογής των εξωτερικών μελών; Δηλαδή, με την απόλυτη κατάργηση του αυτοδιοίκητου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: Στον νόμο δεν προβλέπεται το εκλογικό μέτρο και αυτό είναι απολύτως ενδεικτικό του ότι δεν είναι η εξάλειψη της διαφθοράς αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τους συντάκτες του. Αν το εκλογικό μέτρο είναι 100% (δηλαδή αν για τις 8 θέσεις πανεπιστημιακών στο Συμβούλιο μπορεί ο κάθε ψηφοφόρος-καθηγητής να βάλει 8 σταυρούς) ή πάντως αρκετά μεγαλύτερο από το 50%, όπως ξέρουμε πως επιδιώκεται συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις από την εκάστοτε πλειοψηφία, τότε ακόμη και μία σχετική πλειοψηφία, π.χ. του 30%, θα μπορεί με μία ελεγχόμενη σταυροδοσία να ορίσει το 100% των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου και να αποκτήσει την θεσμική παντοδυναμία. Έτσι γίνεται ακόμη πιο κλειστή η νέα διαχειριστική ελίτ (που ούτως ή άλλως δημιουργείται με το Συμβούλιο Διοίκησης), με προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες και ερευνητικά αποτελέσματα και με μονοπωλιακή θέση στην επιχειρηματική τους εκμετάλλευση. Είναι αυτό μέτρο υπέρ της διαφάνειας;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: Σε ένα τόσο μικρό σώμα όσο το 15μελές Συμβούλιο η ψήφος του εκπροσώπου των φοιτητών μπορεί εύκολα να καθορίσει πλειοψηφίες. Άρα, με ποιον τρόπο αποδυναμώνεται η (εξορισμού διεφθαρμένη, για την κυβέρνηση) φοιτητική εκπροσώπηση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΚΤΟ: Ο εκπρόσωπος των φοιτητών δεν θα δεσμεύεται από κανένα πολιτικό πλαίσιο, αφού θα έχει εκλεγεί μέσα από μία απολίτικη διαδικασία προσωπικής εκλογικής καμπάνιας, όπως στις αμερικανικές κολεγιακές ταινίες, και δεν θα ελέγχεται από κανένα συλλογικό σώμα, π.χ. τον Σύλλογο ή το ΔΣ των Φοιτητών. Πως μειώνεται έτσι ο κίνδυνος της διαφθοράς και της διαπλοκής;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ: Ξέρουμε καλά τι θα συμβεί στην πράξη στο ζήτημα της φοιτητικής εκπροσώπησης στο Συμβούλιο. Η ΔΑΠ και η ΠΑΣΠ θα εμφανίζουν ένα δικό τους μέλος ως ανεξάρτητο υποψήφιο, θα τον στηρίζουν με τον εκλογικό μηχανισμό και την οικονομική τους αρωγή και τελικά θα εκπροσωπούνται και πάλι στο Συμβούλιο (αφού κανένας ανεξάρτητος υποψήφιος δεν θα μπορεί να τυπώσει τα χιλιάδες φυλλάδια και αφίσες που θα τυπώνει ο άτυπος εκπρόσωπος των ΔΑΠ - ΠΑΣΠ) αλλά χωρίς να εκτίθενται. Αυτή η εξέλιξη είναι υπέρ της διαφάνειας;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΟΓΔΟΟ: Σε ποιον λογοδοτούν τα μέλη του Συμβουλίου; Για παράδειγμα, αν ο καθηγητής-εκπρόσωπος ενός τμήματος στη Σύγκλητο ή ο εκπρόσωπος των φοιτητών ή των εργαζομένων ψήφιζε αυθαίρετα κάτι ενάντια στο συλλογικό συμφέρον, θα μπορούσε να ανακληθεί από το σώμα που τον όρισε. Τώρα ποιος θα τον ανακαλέσει;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΑΤΟ: Οι επίκουροι καθηγητές χάνουν την εργασιακή τους ασφάλεια, αφού πλέον θα εκλέγονται για τετραετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης μόνο για άλλη μία θητεία. Αν η θητεία τους δεν ανανεωθεί ή δεν εξελιχθούν σε αναπληρωτές θα φεύγουν από το πανεπιστήμιο. Άρα, θα γίνονται περισσότερο ευάλωτοι σε πιέσεις οργανωμένων ομάδων στις οποίες είναι πιθανό να προσκολλώνται για να μην χάσουν τη θέση τους. Αυτό δεν πλήττει την ανεξαρτησία των διδασκόντων και τη διαφάνεια στα ιδρύματα;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται η δυνατότητα ίδρυσης ονομαστικών εδρών. Η προοπτική του να εξαγοράζουν τα πανεπιστήμια οι μεγάλοι επιχειρηματίες μέσω “δωρεών” και να τα κάνουν να λειτουργούν εν μέρει ως θυγατρικά μαγαζιά τους, αποφορτίζει το πανεπιστήμιο και γενικώς τη δημόσια ζωή από το βάρος της διαπλοκής και των ποικίλων εξαρτήσεων ή μήπως επιδεινώνει την κατάσταση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται πως η επιτροπή που θα κρίνει την εξέλιξη ενός καθηγητή μπορεί να μην περιλαμβάνει ούτε έναν καθηγητή από το ίδιο πανεπιστήμιο. Μάλιστα, αυτήν την επιτροπή την ορίζει ο κοσμήτορας μόνος του. Με αυτή τη ρύθμιση η διαφθορά αποδυναμώνεται ή απλώς μετατοπίζεται στα χέρια του κοσμήτορα που γίνεται παντοδύναμος καθορίζοντας ακόμη και τις εξελίξεις των καθηγητών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται η δυνατότητα να δίνονται ως επιβράβευση σε καθηγητές που “διακρίνονται για τις ερευνητικές τους επιδόσεις” υποτροφίες για τους υποψήφιους διδάκτορες τους. Όταν η υποτροφία δεν εξαρτάται από τον φοιτητή αλλά από τον καθηγητή (και δεδομένου ότι ο κεντρικός προσανατολισμός του νόμου είναι να ωθούνται τα μέλη ΔΕΠ σε σύναψη ερευνητικών συνεργασιών με ιδιωτικούς φορείς), αυτό δεν ωθεί τους φοιτητές να συγκροτούν ομάδες συμφερόντων γύρω από τους καθηγητές που παίρνουν προγράμματα και να τους ισχυροποιούν δημιουργώντας δίκτυα διαπλοκής και ωθώντας τους σε ακόμη μεγαλύτερες σχέσεις με τις επιχειρήσεις; Είναι αυτό μέτρο κατά της διαφθοράς;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Προβλέπεται η ίδρυση ενός Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου εντός του ΑΕΙ το οποίο θα αποφασίζει τα πάντα αναφορικά με τη διαχείριση της περιουσίας του ιδρύματος, τη σύνδεση του με τις επιχειρήσεις μέσω εργολαβιών (π.χ. εκπαίδευση στελεχών επιχειρήσεων) και την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Τα μέλη του ΔΣ του θα εκλέγονται από το Συμβούλιο, στο οποίο, όπως έχουμε πει, θα συμμετέχουν πιθανότατα και εκπρόσωποι μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Αυτή η ρύθμιση αποδυναμώνει τα φαινόμενα διαπλοκής στο πανεπιστήμιο ή ανοίγει το δρόμο για νέα Βατοπέδια και λοιπά σκάνδαλα;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Εν τέλει, ένα τόσο συγκεντρωτικό διοικητικό και ακαδημαϊκό μοντέλο, όπου το Συμβούλιο και οι Κοσμήτορες αποκτούν υπερεξουσίες και αποφασίζουν για τα πάντα, ενώ η πανεπιστημιακή κοινότητα (και ουσιαστικά μόνο οι καθηγητές) εκφράζεται μια φορά στα τέσσερα χρόνια, απλώς ψηφίζοντας το Συμβούλιο (αφού ακόμη και οι κοσμήτορες δεν θα εκλέγονται από τους συναδέλφους τους αλλά θα διορίζονται από το Συμβούλιο), αντιμετωπίζει τη διαφθορά ή την εντείνει; Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι η απάντηση στη διαφθορά είναι ο συγκεντρωτισμός, τότε δεν δυσφημεί και υποσκάπτει τη δημοκρατία και στο γενικό πολιτικό πεδίο; Θα επιβάλει ακόμη πιο συγκεντρωτικά μοντέλα και στην κρατική εξουσία;

Η βελτίωση της ποιότητας. Η κυβέρνηση μιλάει για την ανάγκη αναβάθμισης της ποιότητας των πανεπιστημίων, χωρίς να συζητά καθόλου για αύξηση της χρηματοδότησής τους, προσλήψεις προσωπικού και βελτίωση των υποδομών. Αντιμετωπίζει έτσι την πλειονότητα των πανεπιστημιακών ως ανθρώπους μειωμένης αίσθησης καθήκοντος, οι οποίοι δεν αποδίδουν επαρκώς επειδή λείπει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Όταν η αναλογία καθηγητών – φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων φοιτητών παραμένει σε επίπεδα χειρότερα από το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρώπης, πως μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα των ΑΕΙ;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Όταν δεν δίνονται υποτροφίες στους υποψήφιους διδάκτορες και οι καθηγητές είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και διοικητική “λάντζα”, πως θα υπάρχει δυνατότητα για ερευνητικό έργο;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Οι υποψήφιοι διδάκτορες θα πρέπει όλο και περισσότερο να συνδέουν την έρευνα τους με τα προγράμματα που παραγγέλνουν οι επιχειρήσεις στα πανεπιστήμια. Τι νέοι επιστήμονες θα προκύπτουν από αυτές τις διαδικασίες και με τι γνώσεις; Ο περιορισμός της έρευνας και της εκπαίδευσης από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, βελτιώνει ή επιδεινώνει την ποιότητα τους;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου αν είναι πανεπιστημιακοί δεν είναι ποτέ από πανεπιστήμια του εσωτερικού. Ποιος ξένος πανεπιστημιακός με περγαμηνές θα έρθει να δουλέψει με ελληνικό μισθό; Προφανώς πολλοί από αυτούς θα είναι χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και βολικοί αφού θα κάνουν τη “δουλειά” που θα τους αναθέτουν αυτοί που θα τους επιλέγουν, και θα αντιμετωπίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο απλώς ως μια προσθήκη στο βιογραφικό τους και μια ενίσχυση της τσέπης τους. Δεν είναι καν απαραίτητη για αυτούς η γνώση της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά δεν συνιστούν de facto υποβιβασμό της ποιότητας των πανεπιστημίων;
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ: Με την κατάργηση των λεκτόρων πάμε σε ένα μοντέλο όπου οι διδακτικές ανάγκες θα καλύπτονται από εντεταλμένους διδασκαλίας (ουσιαστικά εποχιακούς εργαζόμενους με πενιχρούς μισθούς) και επίκουρους που δεν θα έχουν καμία εγγύηση παραμονής στο πανεπιστήμιο. Η ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού εργασιακά επισφαλών και κακοπληρωμένων διδασκόντων, βελτιώνει ή επιδεινώνει την ποιότητα του διδακτικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΚΤΟ: Αντί να προσλαμβάνονται διοικητικοί υπάλληλοι δίνονται σε υποψήφιους διδάκτορες ανταποδοτικές υποτροφίες. Έτσι αυτοί αντί να ασχολούνται με τις σπουδές τους θα καλούνται να καλύψουν τα διοικητικά κενά του πανεπιστημίου δουλεύοντας ως και 40 ώρες την εβδομάδα. Βελτιώνει κάτι τέτοιο το επίπεδο της έρευνας και των διοικητικών υπηρεσιών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ: Οι καθηγητές καλούνται από τον νόμο να δουλεύουν περισσότερο εκτός παρά εντός πανεπιστημίου, να κυνηγούν προγράμματα, να συμμετέχουν σε δεκάδες επιτροπές και ΔΣ για να φέρνουν λεφτά στα ιδρύματα τους. Το να απασχολούνται οι καθηγητές ουσιαστικά ως μάνατζερς και να αφιερώνουν εκεί τις δυνάμεις τους, αφήνει κανένα περιθώριο για την αναβάθμιση του διδακτικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΟΓΔΟΟ: Δίνεται η δυνατότητα να διοργανώνονται προγράμματα σπουδών εξ ολοκλήρου σε ξένη γλώσσα. Προφανώς ο στόχος είναι να σηκώσουν τα ΑΕΙ σημαίες ευκαιρίας, να μαζέψουν δίδακτρα απευθυνόμενα σε ξένους φοιτητές που δεν μπόρεσαν να σπουδάσουν σε χώρες με ανώτερο ακαδημαϊκό περιβάλλον και να γίνουν “πτυχιοπωλεία” χαμηλού επιπέδου σαν τα ιδιωτικά IEK. Ποια βελτίωση της ποιότητας των σπουδών συντελείται μέσα σε αυτό το πανεπιστήμιο;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΑΤΟ: Προβλέπεται η ίδρυση Σχολής μεταπτυχιακών σπουδών για να ρυθμίσει τα ακαδημαϊκά ζητήματα όλων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων ενός ιδρύματος, ακόμη και τα προγράμματα σπουδών τους, παίρνοντας την ευθύνη από τις Συνελεύσεις Ειδικής Σύνθεσης των Τμημάτων. Αυτό το τόσο συγκεντρωτικό μοντέλο, που προσπαθεί να συνδυάσει απολύτως άσχετα αντικείμενα και προγράμματα σπουδών με τελείως διαφορετικές ανάγκες, δεν δίνει χώρο στην αυτονομία και τη δημιουργία καταλήγοντας να δημιουργεί ένα μπάχαλο και το οποίο εγκαθιδρύεται, μεταξύ άλλων, για να μεταθέσει την απόφαση για την επιβολή διδάκτρων στην κοσμητεία μεταπτυχιακών αντί για τα τμήματα, από όπου θα γινόταν δεκτή πιο δύσκολα, με ποιον τρόπο βελτιώνει την ποιότητα των σπουδών;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται πως η κρατική χρηματοδότηση θα εξαρτάται από το ποσοστό των φοιτητών κάθε τμήματος που θα παίρνουν τελικά πτυχίο. Πως θα αποφευχθεί, ως συνέπεια αυτής της ρύθμισης, το να μπαίνουν “εύκολα” θέματα στις εξετάσεις και να υποβαθμίζεται γενικώς η ποιότητα των σπουδών προκειμένου να διασφαλίζεται πως θα γίνονται όλοι πτυχιούχοι ώστε να μην μειώνεται η χρηματοδότηση;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Ανάγεται σε ύψιστο κριτήριο της δουλειάς ενός καθηγητή ο αριθμός των δημοσιεύσεων. Ξέρουμε από την εφαρμογή αυτού του συστήματος στο εξωτερικό πως ένα από τα βασικά του αποτελέσματα του είναι μία μεγάλη παραγωγή δημοσιεύσεων με ελάχιστη πρωτοτυπία, αναμασήματα προηγούμενων, δηλαδή μία ποσοτικοποίηση της πνευματικής εργασίας και μάλιστα χειραγωγημένη από ένα λόμπι εκδοτικών οίκων που ελέγχουν τα επιστημονικά περιοδικά και σε μεγάλο βαθμό αποκλείουν τα άρθρα που δεν είναι της (ιδεολογικής, συν τοις άλλοις) αρεσκείας τους. Με αυτό το μέτρο εισάγεται στα πανεπιστήμια η αξιοκρατία ή η απαξίωση του επιστημονικού έργου;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: Προβλέπεται, ως ένα ακόμη στοιχείο του αρχοντοχωριατισμού που διατρέχει το κείμενο, η δυνατότητα να είναι κάποιος καθηγητής σε ελληνικό και ξένο ΑΕΙ ταυτόχρονα. Πέρα από αντιδεοντολογικό του ένα είναι κανείς “διπλοθεσίτης” όταν υπάρχουν άνεργοι συνάδελφοί του, πως βελτιώνει την ποιότητα του πανεπιστημίου ένας καθηγητής μερικής απασχόλησης, ο οποίος δίνει το χρόνο του σε δύο πανεπιστήμια και βασικά σε αυτό του εξωτερικού;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: Οι μεταπτυχιακοί και υποψήφιοι διδάκτορες που καλούνται υλοποιήσουν την έρευνα στα ΑΕΙ, ουσιαστικά δεν εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Πως βελτιώνεται το ερευνητικό έργο στα ΑΕΙ χωρίς να έχει λόγο ένα σημαντικό μέρος αυτών που το επιτελούν;

Η ανύψωση του κύρους των ελληνικών ΑΕΙ. Τελευταίο ζήτημα αυτό περί του κύρους των πανεπιστημίων. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως αυτό κάθε άλλο παρά ευνοείται. Θα καταθέσουμε εδώ δύο τελευταία στοιχεία, και πάλι υπό τη μορφή ερωτημάτων, ως επισφράγιση.

ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Τα εξωτερικά μέλη των επιτροπών εξέλιξης των καθηγητών προβλέπεται πως θα παίρνουν αμοιβή για το έργο τους. Πέρα από το προκλητικό του πράγματος, αφού οι Έλληνες πανεπιστημιακοί που ταξιδεύουν ανά την Ελλάδα για εξελίξεις συναδέλφων τους βάζουν τα έξοδα μεταφοράς και σίτισης από την τσέπη τους αφού το υπουργείο ακόμη τους τα χρωστάει, αυτή η ρύθμιση θα ανοίξει μια «βιομηχανία αξιολόγησης καθηγητών». Η Ελλάδα θα προσφέρει σε ξένους πανεπιστημιακούς γρήγορα και εύκολα λεφτά, θα είναι κάτι σαν ένα μικρό Ελντοράντο, όπου κατά βάσει χαμηλού ακαδημαϊκού επιπέδου καθηγητές θα έρχονται για εύκολα και γρήγορα λεφτά, για “αρπαχτές”. Ποιο κύρος μένει σε ένα πανεπιστήμιο και σε μια χώρα που δημιουργεί τέτοια εικόνα στο εξωτερικό;

ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Είπαμε ήδη αρκετά για την είσοδο των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια. Η εξάρτηση της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ από τις σχέσεις τους με τις επιχειρήσεις αλλά και η δυνατότητα των επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν εξολοκλήρου μεταπτυχιακά προγράμματα έχει και μία ακόμη επίπτωση. Τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, αφού ακόμη και οι New York Times παραδέχονται σε πρόσφατο άρθρο τους πως η πανεπιστημιακή έρευνα στις ΗΠΑ απαξιώνεται διότι σε μεγάλο βαθμό έχει καταστεί ελεγχόμενη από επιχειρηματικούς κολοσσούς. Ποιος λοιπόν θα μείνει να υπερασπίζεται το καταρρακωμένο κύρος του πανεπιστημίου αν όταν, ενδεχομένως, αρχίσουν να αυξάνονται τα κρούσματα καρκίνου προκύψει πως κάποια πανεπιστημιακά τμήματα είχαν “τεκμηριώσει” πως η ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων ή τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα είναι ακίνδυνα;

Διαφάνεια, ποιότητα, κύρος. Η κυβέρνηση “καταφέρνει” με τον νόμο να μην πετύχει τίποτα από τα τρία. Δεν δικαιούμαστε να πούμε πως άλλος είναι ο σκοπός της;

Μνημόνια και Μπολόνια


Δεν εισάγει ακριβώς καινά δαιμόνια όποιος υποστηρίζει πως όλες οι νομοθετικές κινήσεις της κυβέρνησης εντάσσονται στο πλαίσιο της κρίσης και εγγράφονται στον κεντρικό άξονα του σχεδίου της: Έξοδος από την κρίση με τσακισμένα επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα, ιδιωτικοποιήσεις, συντριβή των δημοκρατικών κατακτήσεων που προσφέρουν περιθώριο δράσης και αντίστασης στην κοινωνία. Επομένως, δικαιούμαστε απολύτως να πούμε ότι με τον νόμο Διαμαντοπούλου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η κυβέρνηση προετοιμάζει το πανεπιστήμιο του Μνημονίου. Αυτό όμως δεν αφορά πρωτίστως την περικοπή των κρατικών δαπανών, αλλά το βασικό στόχο του Μνημονίου, δηλαδή τη δημιουργία της γενιάς της εργασιακής επισφάλειας, τη μαζική παραγωγή ενός νέου τύπου εργαζόμενου και εν τέλει ανθρώπου. Δεν θα ήταν άλλωστε δυσανάλογο να ξηλώσει η κυβέρνηση εκ βάθρων το πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ μόνο και μόνο για να περικόψει κάποια έξοδα;

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το ότι αυτή η συγκυρία κρίθηκε ως η κατάλληλη για να εφαρμοστεί στα ελληνικά πανεπιστήμια η περίφημη συμφωνία της Μπολόνια και μάλιστα ενώ πανευρωπαϊκά αποδεικνύεται πλέον οικτρά αποτυχημένη. Η συμφωνία αυτή, συναφθείσα το 1999 μεταξύ 29 υπουργών Παιδείας ευρωπαϊκών χωρών, προέβλεπε πως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα πρέπει ουσιαστικά να καταργήσει τα ακαδημαϊκά της κριτήρια και να λειτουργεί μόνο ως ένα εργαλείο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, πως η έρευνα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα πρέπει διεξάγεται με βασικό κριτήριο το κέρδος των επιχειρήσεων και να δεσμεύεται από τη χρηματοδότηση τους. Δεύτερον, πως από τα πανεπιστήμια θα πρέπει να βγαίνουν εργαζόμενοι με ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα, προκειμένου να δέχονται να μπαίνουν στην αγορά εργασίας με χαμηλούς μισθούς και μειωμένα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ευρώπη θα έπρεπε, κατά τη συμφωνία, να αποκτήσει τρία χαρακτηριστικά: Ανταγωνιστικότητα, απασχολησιμότητα, κινητικότητα.

 
Η “ανταγωνιστικότητα”, όπως είπαμε, σημαίνει πως τα πανεπιστήμια δεν θα πρέπει να έχουν πια κανέναν άλλο ρόλο παρά να κάνουν ανταγωνιστική την οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή να συμβάλουν ώστε οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες να αυξάνουν την κερδοφορία τους. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ο δεύτερος πυλώνας της Μπολόνια, δηλαδή η παραγωγή εργαζομένων “απασχολήσιμων”. Το νόημα που υποκρύπτει ο όρος “απασχολησιμότητα” (που στην Ελλάδα καθιερώθηκε την περίοδο Σημίτη, για να μην ξεχνιόμαστε) είναι πως για το ότι κάποιος είναι άνεργος δεν φταίει το ότι δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας, αλλά το ότι ο ίδιος δεν είναι επαρκώς καταρτισμένος και εξειδικευμένος. Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να φροντίσει να καταρτίζεται διαρκώς, για όλη του τη ζωή.

 
Η παραγωγή τέτοιου τύπου εργαζομένων, με διαλυμένα επαγγελματικά δικαιώματα και διαρκή ανάγκη επανακατάρτισης κάθε φορά που θα αλλάζουν οι ανάγκες της αγοράς, επαφίεται στον τρίτο πυλώνα της Μπολόνια, την “κινητικότητα”. Αυτή συνίσταται στην προσπάθεια να μεταφερθεί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια το πρότυπο των αμερικάνικων κολλεγίων. Στα Κολλέγια (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ) οι σπουδές δεν έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και οι φοιτητές μπορούν να επιλέγουν ένα πλήθος μαθημάτων από τελείως διαφορετικά αντικείμενα, μπορούν δηλαδή να μεταπηδούν (μάλλον να... τσαλαβουτούν!) διαρκώς από το ένα Πρόγραμμα Σπουδών στο άλλο. Να διδάσκονται λίγη Φιλοσοφία, λίγο Marketing, λίγη Γεωγραφία, λίγα Οικονομικά κλπ, φτιάχνοντας τον περιβόητο “φάκελο προσόντων”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διάλυση των επιστημονικών αντικειμένων και των ενιαίων πτυχίων και την παραγωγή πτυχιούχων χωρίς κάποια σαφή επαγγελματική ιδιότητα. Έτσι, οι απόφοιτοι έχουν ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα και επειδή δεν έχουν επιστημονικό υπόβαθρο, αναγκάζονται συνεχώς να απολύονται και να επανακαταρτίζονται – με δικά τους έξοδα – για να βρουν δουλειά. Παράλληλα, δεν έχουν καμία δυνατότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης μισθών και άλλων όρων εργασίας, αφού δεν έχουν ένα κοινό πτυχίο (και δεν μπορούν να ιδρύσουν Συλλόγους), και έτσι γίνονται εύκολη λεία για τους εργοδότες. Θα πει κανείς πως αυτά τα ζούμε ήδη, και θα έχει δίκιο. Όμως δίκιο θα έχουμε έτσι κι εμείς που υποστηρίζουμε πως αφού ζούμε ήδη αυτήν την εφιαλτική πραγματικότητα ξέρουμε πως δεν πρέπει να επιτρέψουμε να βαθύνει.

 
Ο νόμος της Διαμαντοπούλου έρχεται να υπηρετήσει όλα τα ανωτέρω και για έναν ακόμη λόγο. Σε καιρούς κρίσης προκύπτει ακόμη πιο έντονα το φαινόμενο της “συγκεντροποίησης” της οικονομίας. Οι μικρές επιχειρήσεις απορροφώνται από μεγαλύτερες, οι οποίες κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς. Στην Ελλάδα αυτό έχει ήδη συμβεί ξεκάθαρα με τα σουπερμάρκετ.1 Όταν μειώνονται οι επιχειρήσεις (προς όφελος των λίγων που γιγαντώνονται και φτιάχνουν ολιγοπώλια) μειώνεται και η ζήτηση για στελέχη υψηλής εκπαίδευσης. Αυτό που ζητείται είναι μία μάζα ημιεκπαιδευμένων εργαζόμενων, με περιορισμένες επαγγελματικές δυνατότητες και μικρή διαπραγματευτική ισχύ στο πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Αυτή τη μάζα θα παράγει το νέο πανεπιστήμιο, μέσω της διάλυσης των ενιαίων πτυχίων. Ο νόμος την υλοποιεί με την ουσιαστική κατάργηση των τμημάτων και την μετατροπή τους σε «προγράμματα σπουδών» και τη δυνατότητα των φοιτητών να “τσιμπολογούν” μαθήματα από διαφορετικά προγράμματα (η κινητικότητα που λέγαμε πριν), χωρίς καμία επιστημονική πειθαρχία αλλά με μόνο κριτήριο την συμπλήρωση ενός αριθμού πιστωτικών μονάδων (credits). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και τα τριετή πτυχία (ή ακόμη και διετή!) για τα οποία υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο.

 
Αυτός είναι ο πυρήνας του νέου νόμου. Η κυβέρνηση όμως ξέρει πως όλα αυτά δεν είναι δυνατό να επιβληθούν σε ένα πανεπιστήμιο αυτοδιοίκητο και με την κουλτούρα αντίστασης που κουβαλάει μέχρι σήμερα. Για αυτό και αλλάζει τα πάντα, για να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στο βασικό της σχέδιο. Καταργεί τη Σύγκλητο, βάζει στη διοίκηση των ΑΕΙ εκπροσώπους επιχειρήσεων, εξαρτά την κρατική χρηματοδότηση από το αν τα πανεπιστήμια κάνουν δουλειά για τις επιχειρήσεις, δίνει υπεραρμοδιότητες (ακόμη και για τα προγράμματα σπουδών) στους κοσμήτορες αφαιρώντας τες από τις συνελεύσεις των τμημάτων, βάζει ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς στη φοίτηση για να κάνει το πανεπιστήμιο ένα σκέτο εκπαιδευτήριο, να χτυπήσει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και να πολεμήσει τον συνδικαλισμό, καταργεί το άσυλο, καταργεί την ίδια τη δημοκρατία στα πανεπιστήμια. Δύο είναι λοιπόν τα βασικά συμπεράσματα. Πρώτο, πως αν στον καθημερινό μας λόγο δεν προτάξουμε το ζήτημα του τι τύπου εργαζόμενος θα παράγεται από τον νέο πανεπιστήμιο δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε στον κόσμο τον σκοπό των υπόλοιπων αλλαγών, πολλές από τις οποίες θεωρεί ορθές διότι τις εκλαμβάνει ως απόπειρα νοικοκυρέματος του πανεπιστημίου. Δεύτερο, πως ο αγώνας απέναντι σε αυτήν την προοπτική είναι το απόλυτο χρέος μας για το μέλλον, απέναντι στους εαυτούς μας αλλά και στις επόμενες γενιές. Για αυτό και δεν πρέπει να είναι ένας αγώνας “δυναμικός”, “ανυποχώρητος”, “λυσσαλέος”. Πρέπει να είναι μόνο νικηφόρος.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Πως επηρεάζει ο νόμος Διαμαντοπούλου τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και την έρευνα

http://www.rednotebook.gr/details.php?id=3241
Ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αναλυθεί εξαντλητικά από όλες σχεδόν τις σκοπιές. Ηχηρή είναι όμως η απουσία μίας προσέγγισης ως προς τις επιπτώσεις στις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και τους εμπλεκόμενους σε αυτές. Προφανώς αυτή η έλλειψη αντανακλά την απουσία οργανωμένης και συστηματικής παρέμβασης των μεταπτυχιακών φοιτητών, καθώς και τον μικρό αριθμό των σχετικών συλλόγων.


Η πρώτη σαφής συνέπεια προκύπτει από την υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων και είναι η ακόμη μεγαλύτερη πιθανότητα για επιβολή διδάκτρων ή αύξηση των ήδη υπαρχόντων. Αυτή η προοπτική πιθανότατα θα ενισχυθεί από τη στάση ορισμένων μελών ΔΕΠ που με τα δίδακτρα θα βρουν την ευκαιρία να αντισταθμίσουν τις μειώσεις που έχει δεχθεί το εισόδημα τους. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και μία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση λόγω της αποδυνάμωσης της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση, στέγαση) την οποία το πιθανότερο είναι πως θα υποστούν πρώτοι οι μεταπτυχιακοί, ως μικρότερο σώμα, καθώς και η αφαίρεση του πάσο από ένα πολύ μεγάλο τμήμα των υποψηφίων διδακτόρων, λόγω της επιβολής του ηλικιακού περιορισμού των 29 ετών.

Εκτός όμως από την επιβολή διδάκτρων, ο νόμος ανοίγει το δρόμο για την περαιτέρω είσοδο των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια και ειδικά στον τομέα της έρευνας. Δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση θα εξαρτάται από το κατά πόσο ένα ίδρυμα καταφέρνει να προσελκύει ιδιωτικά κεφάλαια, τα ΑΕΙ θα αναγκάζονται να οργανώνουν τα ερευνητικά προγράμματα που θα τους ζητούν οι επιχειρήσεις, στερώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό από άλλες, κοινωνικά πολύτιμες έρευνες. Αυτό γίνεται και τώρα, όμως με την εφαρμογή του νόμου θα πραγματοποιείται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Ξέρουμε πως πολλοί υποψήφιοι διδάκτορες εξαρτούν το διδακτορικό τους (ακόμη και ως προς το θέμα του) από τα ερευνητικά προγράμματα τα οποία έχει αναλάβει εργολαβικά το τμήμα τους και στα οποία συνήθως δουλεύουν με κακοπληρωμένη εργασία, αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων το παρακρατούν οι υπεύθυνοι καθηγητές. Με το νέο θεσμικό πλαίσιο η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται, αφού το πανεπιστήμιο θα προσφέρεται πλέον στις επιχειρήσεις ως μία δεξαμενή μαζικής και φτηνής ερευνητικής εργασίας υποψηφίων διδακτόρων, τον οποίων οι διατριβές θα πρέπει να εντάσσονται σε (άρα και να εξαρτώνται από) κάποιο ιδιωτικό ερευνητικό πρόγραμμα.

Πέρα από την εργασιακή εκμετάλλευση των ερευνητών αλλά και την υποχρέωση προσαρμογής της δουλειάς τους στις παραγγελίες της αγοράς και όχι στις κοινωνικές και επιστημονικές ανάγκες, πιθανότατα θα υπάρξει και μεγάλος έλεγχος επί των πορισμάτων των ερευνών. Δυστυχώς αυτό δεν συνιστά φτηνή κινδυνολογία. Σε πρόσφατο άρθρο τους οι New York Times ανέφεραν πως το κύρος της επιστημονικής έρευνας στις ΗΠΑ πλήττεται έντονα επειδή λίγες κολοσσιαίες επιχειρήσεις ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της στα πανεπιστήμια της χώρας, φτάνοντας να προκαθορίζουν ακόμη και τα αποτελέσματα τους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, που μπορεί να δημιουργήσουν κινδύνους ακόμη και για τη δημόσια υγεία.

Στον νέο νόμο υπάρχει πρόβλεψη για τη δυνατότητα οργάνωσης καλοκαιρινών μαθημάτων. Προφανώς σε αυτά δεν θα διδάσκουν μέλη ΔΕΠ. Η διαφαινόμενη εξέλιξη είναι πως σε αυτά θα κληθούν να διδάξουν υποψήφιοι διδάκτορες (ή νέοι διδάκτορες) με ελάχιστη αποζημίωση και με την ελπίδα πως έτσι θα δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον μελλοντικό διορισμό τους στο ίδρυμα. Να σημειώσουμε πως είναι πάγιο αίτημα των Συλλόγων Μεταπτυχιακών να μπορούν να ασκούν οι υποψήφιοι διδάκτορες διδακτικό έργο, αλλά βοηθητικό (να μην τους φορτώνεται δηλαδή όλη η διδακτική υποχρέωση του καθηγητή) και έμμισθα. Επίσης, η κατάργηση των συμβασιούχων διδασκόντων (ΠΔ 407) αλλά και της βαθμίδας των λεκτόρων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να διορίζονται, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους οι Σχολές, ως εντεταλμένοι διδασκαλίας νέοι διδάκτορες, οι οποίοι θα είναι χαμηλόμισθοι ενώ ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο θα μειώνονται οι πιθανότητες προκήρυξης θέσης επίκουρων καθηγητών άρα και ασφαλούς επαγγελματικής αποκατάστασης των ίδιων διδακτόρων.

Ο νόμος τέλος προβλέπει ότι στους καθηγητές που «διακρίνονται για τις ερευνητικές τους επιδόσεις» (που στη γλώσσα του νόμου σημαίνει όσους ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο πλην του διδακτικού τους έργου, αλλά φέρνουν έτσι τα χρήματα των επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο) θα δίνονται κάποια πριμ, που μπορεί να είναι ακόμη και υποτροφίες για τους υποψήφιους διδάκτορες τους. Πέρα από το καταφανώς απαράδεκτο του να εξαρτάται η λήψη της υποτροφίας όχι από τις ανάγκες και τις επιδόσεις του φοιτητή αλλά από αυτές του επιβλέποντα καθηγητή του, υπάρχει και άλλο ένα αρνητικό στοιχείο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αναγκάσει τους φοιτητές να πιέζουν οι ίδιοι τους καθηγητές τους για να παίρνουν δουλειές από τις εταιρείες και να κάνουν δημόσιες σχέσεις εκτός πανεπιστημίου (με όλες τις σχετικές συνέπειες για την ανεξαρτησία και την φερεγγυότητα της πανεπιστημιακής έρευνας) μπας και μπορέσουν να διασφαλίσουν και οι ίδιοι μία υποτροφία που θα τους επιτρέψει την ολοκλήρωση των σπουδών τους.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε και κάποια ακόμη στοιχεία, όπως ότι πλέον οι διατριβές δεν θα αξιολογούνται από 7μελή επιτροπή αλλά από μία τριμελή, στην οποία θα συμμετέχει υποχρεωτικά καθηγητής από πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Προφανώς εδώ ο νομοθέτης θέλει να δώσει την εντύπωση πως πλήττει τη διαφθορά και καθιστά αδιάβλητη τη διαδικασία αποτίμησης της διατριβής. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι αστείο αφού ενώ ο καθ’ ύλην αρμόδιος (ο επιβλέπων καθηγητής) αποκλείεται από την αξιολόγηση της διατριβής, διατηρεί ταυτόχρονα το δικαίωμα να προτείνει τους κριτές! Η μείωση του αριθμού των κριτών από επτά σε τρεις κατά κανένα τρόπο δεν βελτιώνει την αξιολόγηση του διδακτορικού, ενώ δεν διευκρινίζεται αν η υποχρεωτική συμμετοχή κριτή από το εξωτερικό (σταθερό στοιχείο του αρχοντοχωριατισμού που δεσπόζει στο κείμενο του νόμου και επανέρχεται διαρκώς), θα σημαίνει και την αντίστοιχη υποχρέωση να γράφονται οι διατριβές και σε δύο γλώσσες.

Είναι καθαρό πως τις επιπτώσεις του νόμου στις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα δεν θα τις υποστεί μόνο το σώμα των μεταπτυχιακών φοιτητών, το οποίο άλλωστε μόνο μικρό δεν είναι, αφού κάθε χρόνο ανέρχεται περί τις 70.000. Πρόκειται για συνέπειες που θα πλήξουν ολόκληρο το πανεπιστήμιο και το κοινωνικό συμφέρον που καλείται να υπηρετήσει. Μικρό το κακό για κάποιους. Ειδικά για όσους προτιμούν να αντικαταστήσουν το κοινωνικό συμφέρον με τα υποκριτικά βραβεία “εταιρικής κοινωνικής ευθύνης” που ανταλλάσουν μεταξύ τους οι επιχειρήσεις. Στο τέλος όμως, καθείς και το συμφέρον του, καθείς και η ευθύνη του.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

MAΣ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ!!!


Η κυβέρνηση και οι φίλοι της μας τρέμουν!

  Το καταλάβαμε άλλη μια φορά την Τετάρτη. Ο φόβος τους μύριζε μέσα στα στενά που μας κυνηγούσε η αστυνομία, ανακατεμένος με τον καπνό των χημικών. Ο φόβος τους κατέκλυσε τον αέρα στη Φιλελλήνων, όταν απέκλεισαν ένα κομμάτι της πορείας και από τις δύο μεριές του δρόμου και το έπνιξαν στα χημικά. Ο πανικός τους φάνηκε όταν χτυπούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους στις καφετέριες, επειδή είχε στο πρόσωπο του malox και φαινόταν έτσι πως πριν ήταν στην πορεία. Ο τρόμος τους έγινε καθαρός όταν περικύκλωσαν το μπλοκ της Νεολαίας ΣΥΝ μπροστά στη Βουλή, το βομβάρδισαν με χημικά, χτυπούσαν με τα γκλοπ στο ψαχνό και πατούσαν ανθρώπους κάτω. Γέμισε τον τόπο ο φόβος τους όταν εμφανίστηκαν οι ομάδες Δέλτα στο Μοναστηράκι, κάνοντας γύρους μέσα στην πλατεία, σχεδόν πατώντας τον κόσμο, ρίχνοντας κρότου - λάμψης και χημικά, περνώντας με τις μηχανές όλη την Αθηνάς ουρλιάζοντας και χτυπώντας τον κόσμο στα πεζοδρόμια. Προσπάθησαν να μας τρομοκρατήσουν και πότε τρομοκρατείς; Όταν θέλεις να αντιμετωπίσεις τον δικό σου φόβο!

  Μας χτύπησαν και είμαστε περήφανοι, γιατί αντιμετωπίζουμε παντού, στο δρόμο και στη Βουλή, στους φοιτητικούς μας συλλόγους, στα σωματεία και στο Σύνταγμα αυτήν την νέου τύπου Χούντα, αυτόν τον τρομακτικό αυταρχισμό! Τους αντιμετωπίζουμε και θα τους νικήσουμε, γιατί μετά από αυτές τις μέρες οι άνθρωποι δεν είναι πια ίδιοι, καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα. Όσο πιο ακραία είναι τα μέτρα τόσο μεγαλύτερη καταστολή και βία χρειάζονται για να περάσουν. Τόσο μεγαλύτερη παραπληροφόρηση και τρομοκρατία από τα ΜΜΕ. Ο κόσμος όμως χτες απάντησε με μία μεγάλη συγκέντρωση, παρότι δεν ανακοινώνονταν από τα ΜΜΕ, και με τη μεγαλύτερη Λαϊκή Συνέλευση που έχει γίνει στο Σύνταγμα!

  Δεν μπορούμε άλλο να ζούμε έτσι.Έχουμε μόνο μια ζωή και δεν την μοιράζουμε, όπως οι κυβερνητικοί και οι φίλοι τους, ανάμεσα σε ταξίδια στο εξωτερικό και σε ακριβά εστιατόρια. Έχουμε μόνο μια ζωή και δεν θα την περάσουμε σκυφτοί, ξεπουλώντας τις αξίες μας, όπως οι αντιμνημονιακοί της Τρίτης που γίνονται φιλομνημονιακοί την Τετάρτη. Εμείς θα κινήσουμε τον τροχό της Ιστορίας.

  Κάποτε φοβόμασταν. Τώρα μάθαμε πως δεν έχουμε και πολλά να χάσουμε. Να φοβούνται αυτοί που έχουν. Γιατί θα τους νικήσουμε!

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

The “Won’t Pay” Citizens’ Disobedience in Greece

http://www.transform-network.net/uploads/media/transform_newsletter_5_2011_01.pdf

Since the beginning of February, an unprecedented movement has been taking place in Greece: the “Won’t Pay” movement, organized by citizens’ initiatives and parties of the Left, mainly SYRIZA. The cause of the movement was a 40% rise of ticket prices for Public Transport in Athens and Salonika. In Athens, the cost of the ticket rose from 1 Euro (50 cents for students, members of big families, disabled people etc.) to 1.40 Euro (70 cents with the discount).
Athens has a rather large network of Public Transportation, consisting by buses, trolleys, trams, underground lines, electric and suburban railways. Due to the city’s overpopulation, it is of utmost importance for residents, both for their transportation and air pollution, to have a properly working Public Transportation System that would encourage people to use their cars less frequently. So, the reaction of the movement was immediate, deciding not to pay for a single ticket as long as the new price is in force.
The response to the movement is quite encouraging, judging from the passengers’ reaction and their answers in various gallops. The Greek government claims that the rise is essential in order to reduce the transportation companies’ deficit. Nevertheless, as the President of Synaspismos, Alexis Tsipras, indicated, the total annual income of Athens’ Public Transport System is 250 million Euros. At the same time, due to the government’s decision to reduce the tax rate of large companies by 4%, the state loses 400 million Euros annually, showing that the rise of the ticket price is completely unjustified, especially considering that unemployment as well as flexible and uninsured employment keep rising in Greece, and the average income is being reduced.
Another type of the “Won’t Pay” movement had started a few months earlier, with the denial to pay the toll for the Greek national railways. The railways are being constructed with Public- Private Partnerships, and the Constructing Companies are entitled to collect the toll for 10 or 15 years. A few years now, there have been some attempts to create an anti-toll movement, claiming that it is against the law of the European Union to put tolls on a highway with less than three traffic lanes, and one which is still being under construction. Almost every weekend, groups of activists raise the bars of the tolls, letting the drivers go through without paying. The movement points out that there are so many toll stations on Greek roads that in order to travel from Athens to Salonika one may have to pay up to 20 Euros, even though all drivers have to pay motor vehicle taxes as well. The last episode of this series is that police officers have been positioned at many toll stations to prevent drivers leaving without paying. This situation, with policemen acting as clerks of the constructing companies, is attributed by some newspapers to the fact that their owners are (unofficially) sponsoring the Greek police’s supply of patrol cars!
What causes the situation to be a bit more complicated and difficult is that the owners of the large constructing companies also own big private TVstations, newspapers and radio stations. As a result, a huge attack is taking place of the movement, by some of the most well-known journalists. Apart from the journalists, a number of University professors have been writing articles claiming that this type of political disobedience is anti-social and political parties of the Left can easily take advantage of them. The government is afraid of the fact that the majority of Greek society, people from all political backgrounds, seem to agree with the movement’s targets and means, and its reaction was kind of spasmodic, saying that refusal to pay would from then on be punished with a three-month-imprisonment, without the chance of redemption. This extreme measure caused a shock and was answered by a co-ordinated opening of the toll stations throughout Greece. Workers of the public transportation companies also support the passengers’ demands and, mainly asserting some of their own claims, go on work stoppages or strikes, even though many of these are being characterized by court as illegal.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Αριστερά και Λιβύη: Σε βάζω μπρος στα μάτια μου, να κρύβεις την αλήθεια

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=608868

Στην επανάσταση της Λιβύης ταχθήκαμε ως Αριστερά από την πρώτη στιγμή υπέρ των εξεγερμένων. Απροϋπόθετα. Όπερ σημαίνει ότι κρίναμε πως όποιο καθεστώς κι αν προκύψει πιθανότατα θα είναι καλύτερο από το υπάρχον. Η επέμβαση της Δύσης όμως μας ανακάτεψε το σκηνικό και μας έκανε να χάσουμε αυτό το μέρος της αλήθειας. Κυρίως, μας έφερε μπροστά σε μια μη αναμενόμενη κατάσταση, που μοιάζει με σύγκρουση περί της προτεραιότητας μεταξύ διεθνισμού και αντιιμπεριαλισμού. Και εξηγούμαι.

Δεν μου αρέσουν τα τσαλαβουτήματα και τα άλματα μέσα στην Ιστορία. Για αυτό και τα παρακάτω τα λέω ενδεικτικά, και όχι με αξίωση απόδειξης. Δεν πρωτοτυπώ αναφέροντας το παράδειγμα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου το 1827, όπου οι στόλοι των τριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, συνέτριψαν τον αιγυπτιακό στόλο και διασφάλισαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Υποστηρίζω πως με κριτήρια ανθρωπισμού, δημοκρατίας, ακόμη και σοσιαλιστικής προοπτικής, η ίδρυση του νέου κράτους, έστω και ως θεάτρου των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ήταν προτιμότερη από το να διατηρούνταν ανέπαφη η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τι βαραίνει λοιπόν περισσότερο; Τι προέχει; Η διεθνιστική υποστήριξη του λιβυκού λαού έναντι του Καντάφι ή η πάλη εναντίον της δέσμευσής του από τον ιμπεριαλισμό; Εδώ όμως η πραγματικότητα καθιστά την επιλογή στοιχείο δράματος. Η Αριστερά ως αντιιμπεριαλιστική δύναμη ασφαλώς δεν μπορεί να δώσει εύσημα στην επέμβαση της Δύσης. Από την άλλη, αν ως Αριστερά θέλουμε να λεγόμαστε ακόμη έτσι --δηλαδή αν έχουμε ένα σχέδιο ή έστω μια μέριμνα για την αλλαγή του κόσμου-- δεν μπορούμε να αγνοούμε το προφανές, ότι ο δρόμος είναι πια χωρίς επιστροφή: οι επαναστάτες ή θα κερδίσουν ή θα αφανιστούν. Και είναι οι ίδιοι οι επαναστάτες που προσδοκούν τη στρατιωτική προστασία από τους Δυτικούς. Εμείς λοιπόν θα τους κουνήσουμε το δάχτυλο; Άλλωστε, ακόμη κι αν αυτή η βοήθεια δεν προερχόταν από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά από χώρες συμπαθών και αριστερών κυβερνήσεων, όπως η Βραζιλία, η Βενεζουέλα ή η Βολιβία, και πάλι αυτή η κίνηση θα εμπεριείχε στοιχεία γεωπολιτικού συμφέροντος, καταρχήν άσχετα με τις προτεραιότητες των επαναστατών.

Κάπου εδώ λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσουμε το βασικό για εμάς πεδίο. Αυτό είναι αφενός η διεθνιστική μας αλληλεγγύη και η υποστήριξη προς τους επαναστάτες της Λιβύης, ώστε ως πολιτικός χώρος να συγκροτήσουμε μαζί τους συμμαχίες που θα ανοίγουν καλύτερες προοπτικές στον αγώνα για τη δημοκρατία και προοπτικά για τον αντικαπιταλιστικό αγώνα στην περιοχή, αφετέρου η διατήρηση της εγχώριας αξιοπιστίας μας απέναντι στον κόσμο που συνδέεται μαζί μας και βρίσκει αντιφατική τη στάση μας. Διότι με αυτή τη στάση κρύβουμε από τα μάτια μας το πιο μεγάλο από τα συμπεράσματα αυτών των επαναστατημένων μηνών: πως οι λαοί μπορούν, τελικά, να επιβάλουν τις δικές τους επιλογές στις Μεγάλες Δυνάμεις και να τις αναγκάσουν ακόμη και να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική τους. Αν δεν δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα την επέμβαση της Δύσης εναντίον τού (ως χτες συμμάχου) Καντάφι αλλά και τη στροφή των ΗΠΑ έναντι του Μουμπάρακ και της Γαλλίας έναντι του Μπεν Άλι, δεν καταλαβαίνουμε τη σημασία των εξελίξεων. Ήταν οι λαοί εκείνοι που επέβαλαν την εγκατάλειψη αυτών των συμμάχων. Και στην Ιστορία οι μεγάλες αλλαγές γίνονται με τη συνδρομή πολλών (και συγκρουόμενων) παραγόντων, και η εξέλιξη τους κρίνεται από την πορεία της μεταξύ τους πάλης. Εκτός αν θέλουμε να βγάλουμε από την οπτική μας το ότι η επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης συντελέσθηκε και λόγω του ότι ο Λένιν χάρισε ρωσικά εδάφη στην ιμπεριαλιστική Γερμανία.

Με αυτά ως κριτήρια, η Αριστερά πρέπει να απαιτήσει την κινητοποίηση της Διεθνούς Κοινότητας για την προστασία των επαναστατών από τις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά και την ανάληψη από την Ελλάδα κάθε μορφής μη στρατιωτικής βοήθειας, όπως η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και η ρήξη κάθε σχέσης με το καθεστώς Καντάφι. Αντί γι’ αυτό, αντιμετωπίζουμε το θέμα με αμηχανία, κάνοντας πορεία εναντίον του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας στην οποία βάζουμε ως «τσόντα» και το ζήτημα της επέμβασης στη Λιβύης, με το άγχος να διεκπεραιώσουμε το αντιιμπεριαλιστικό μας καθήκον, ενώ δεν έχουμε καταφέρει να διοργανώσουμε ένα συλλαλητήριο υποστήριξης των αραβικών επαναστάσεων. Όμως, ο αντιιμπεριαλισμός χωρίς συνειδητό και βαθύ διεθνισμό εύκολα εκτρέπεται ακόμη και σε έναν γραφικό πατριωτισμό τύπου Μίκη Θεοδωράκη.

Με δεδομένη λοιπόν τη στάση των λίβυων επαναστατών, οι οποίοι μπορεί να μην αποτελούν το επαναστατικό υποκείμενο ακριβώς όπως θα το θέλαμε αλλά είναι αυτοί που κοιτάνε κάθε μέρα το θάνατο κατάματα, ας συγκροτήσουμε καλύτερα τη στάση μας. Ας διακηρύξουμε ξανά και περήφανα πως είμαστε διεθνιστές και πάνω από όλα βάζουμε την ακεραιότητα του λιβυκού λαού, που ο ίδιος θα αποφασίσει αν πλήττεται περισσότερο από τον Καντάφι ή από τη Δύση. Κι ας διακηρύξουμε πως από σεβασμό στις επιλογές του δεν διαδηλώνουμε εναντίον της επέμβασης αλλά μόνο υπέρ της νίκης του, υπέρ της ειρήνης και της δημοκρατίας στην περιοχή η οποία περνάει και από την κατάργηση των βάσεων στη Σούδα και του ίδιου του ΝΑΤΟ και την ενδυνάμωση του ρόλου του ΟΗΕ. Έτσι, για να μην μας πει κανείς πως «βγάζουμε λάδι» τις διάφορες εξουσίες, μαζί και την ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η θέση μπορεί να κερδίσει κάθε μάχη, από το φοιτητικό αμφιθέατρο μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή. Αρκεί να την έχουμε βαφτίσει στις αξίες της Αριστεράς, και όχι στους φόβους και τις μηχανικότητές της.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

«Τζαμπατζήδες», πολιτικοί επιστήμονες και ο Αντώνης Κανάκης


Τις μέρες της Δεκεμβριανής εξέγερσης του 2008, μετά την περίφημη ανάρτηση στην Ακρόπολη του πανό που έγραφε τη λέξη «Αντίσταση», ο Γιάννης Πρετεντέρης σχολίαζε στο Βήμα σκωπτικά (πώς αλλιώς;) πως η προτροπή αυτή στερούταν νοήματος: «Όταν ο Μανώλης Γλέζος κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη και μας κάλεσε σε αγώνα, η λέξη “αντίσταση” είχε νόημα διότι είχε κόστος. Σήμερα, που η χώρα μας είναι μια ελεύθερη και δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, δεν καταλαβαίνω απέναντι σε τι πρέπει να αντισταθούμε», έγραφε με επιτηδευμένη αφέλεια. Ο Μανώλης Γλέζος, βεβαίως, είχε επικροτήσει την ενέργεια, αλλά ο Πρετεντέρης φαίνεται πως ήξερε καλύτερα κι από αυτόν!

Σήμερα, η ανάπτυξη του κινήματος «Δεν πληρώνω!» για τα διόδια και τα εισιτήρια των ΜΜΜ, και η πλειοψηφική αποδοχή του, έχουν γεμίσει τους φορείς της εξουσίας με άγχη. Κυρίως φοβίζει η κοινωνική διάχυση της «ανυπακοής» και της «ανομίας», της αντίληψης δηλαδή πως οι πολίτες δικαιούνται να κρίνουν αν ένας νόμος είναι εναντίον του κοινού συμφέροντος και να αρνούνται να τον εφαρμόσουν. Αυτό τους τρομάζει πολύ περισσότερο από τα χαμένα έσοδα και από τα αυξανόμενα ελλείμματα. Η δυστυχία των κρατούντων είναι πως δεν μπορούν να επικαλεστούν αποτελεσματικά και ως αυταξία την ανάγκη εφαρμογής των νόμων, καθώς οι ίδιοι είναι εξαιρετικά απαξιωμένοι στα μάτια της κοινής γνώμης, λόγω της σκανδαλώδους συμπεριφοράς του πολιτικού τους προσωπικού όσο και της αναποτελεσματικότητάς τους. Επιπλέον, ρόλο παίζει και η μόνη θετική συμβολή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το γεγονός ότι έκανε την ελληνική κοινωνία να καταλάβει πως ...ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό. Αυτά αποτυπώνονται στην αποδοχή των στόχων και των μέσων του «Δεν πληρώνω!» από πολίτες όλου του πολιτικού φάσματος, κυρίως όμως στην επιχειρηματολογία και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται εναντίον του.

Η ανοιχτή χρήση του όρου «Κίνημα των Τζαμπατζήδων» από τους δημοσιογραφικούς βραχίονες του συστήματος εξουσίας δεν περνάει, αφού το δημοσιογραφικό star system φαίνεται αναξιόπιστο ως φερέφωνο (αν και πλέον είναι πολύ περισσότερα) αυτού του συστήματος. Τη σκυτάλη λοιπόν έχουν πάρει εδώ και καιρό μία σειρά πανεπιστημιακοί, οι οποίοι έχοντας το πλεονέκτημα ότι εμφανίζονται ως μη συνδεόμενοι με κάποιο κόμμα, επιχειρούν να επενδύσουν τις επιταγές του συνασπισμού εξουσίας με επιστημονική αυθεντία. Πρόσφατο παράδειγμα, ή μάλλον κρούσμα, το άρθρο της Βασιλικής Γεωργιάδου, καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο («Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση», Το Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2011).

Η κ. Γεωργιάδου αρθρώνει τη θέση της σε τρεις άξονες:

Ο πρώτος είναι ότι το «Δεν Πληρώνω!» δεν συνιστά γνήσιο κίνημα «πολιτικής ανυπακοής», αφού «[οι] ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη».

Όμως, κίνηση πολιτικής ανυπακοής αποτελεί, με βάση τις διεθνείς πρακτικές των κινημάτων, η σύγκρουση των διαδηλωτών με την αστυνομία όταν αυτή τους εμποδίζει από το να πραγματοποιήσουν μία πορεία στη διαδρομή που επιλέγουν ή όταν τους φράζει το δρόμο μπροστά από κάποιο κυβερνητικό κτίριο. Η κίνηση αυτή γίνεται με επίκληση του Συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης και της κυκλοφορίας, άρα πληροί την προϋπόθεση της κ. Γεωργιάδου. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ την ίδια ή και κάποιον άλλο ακαδημαϊκό αυτής της αντίληψης να εγκρίνουν ή έστω να αποδέχονται το θεμιτό μιας τέτοιας δράσης. Επίσης, το Σύνταγμα ορίζει ως υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά ώστε να έχουν οι πολίτες εργασία. Αφού είναι προφανές πως η Πολιτεία θεσπίζοντας τους νόμους του Μνημονίου δεν ανταποκρίνεται σε αυτή τη Συνταγματική της δέσμευση, τι έχουν άραγε δικαίωμα να κάνουν οι πολίτες ως πολιτική ανυπακοή, επικαλούμενοι και πάλι την «υπερκείμενη αρχή του δικαίου», δηλαδή το Σύνταγμα; Μάλλον πολύ περισσότερα πράγματα από το να μην πληρώνουν εισιτήρια. Και τι θα μας έλεγε η κ. Γεωργιάδου σε μια τέτοια περίπτωση; Αναπάντητο το ερώτημα, ας πάμε παρακάτω.

Άξονας δεύτερος, το ζήτημα του προσωπικού κόστους της κινητοποίησης. «Ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος, που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του, επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι». Μάλιστα. Δηλαδή, για να είναι γνησίως αγωνιστική η στάση της άρνησης πληρωμής εισιτηρίου θα πρέπει να συνοδεύεται από την οικειοθελή πληρωμή του πολλαπλάσιου προστίμου! Η κυρία Γεωργιάδου, λοιπόν, μας εγκαλεί για το ότι δεν ανταποκρινόμαστε σε κάποιο μεσσιανικό πρότυπο αυτοθυσίας, μας κατηγορεί για το ότι δεν αυτοθυματοποιούμαστε και για το ότι δεν ακολουθούμε έναν απολύτως αναποτελεσματικό τρόπο δράσης, επιλέγοντας να πληρώνουμε πρόστιμα και να φυλακιζόμαστε, όπως προσφάτως μας απείλησε ο υπουργός Μεταφορών, προφανώς εμπνεόμενος από το ηρωικό πρότυπο που σκιαγράφησε η πανεπιστημιακός. Ιδού λοιπόν πώς επανέρχεται, αμπαλαρισμένη με πανεπιστημιακό κύρος, η άγαρμπη τοποθέτηση του Γιάννη Πρετεντέρη που είδαμε στην αρχή, για την «τζάμπα μαγκιά» των αγώνων χωρίς υψηλό προσωπικό κόστος.

Άξονας τρίτος, το καταπληκτικό δίπολο «καλοί άνθρωποι – κακά κόμματα». Με τα λόγια της κ. Γεωργιάδου «τα άτομα επιδιώκουν να αλλάξουν την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής και αναλαμβάνουν το ρίσκο της συμμετοχής σε πράξεις ανυπακοής, ενώ τα κόμματα επιδιώκουν τη δική τους επιβίωση στην πολιτική σκηνή. […] Με ένα τέτοιο σχέδιο υπονομεύονται μορφές συλλογικής δράσης της κοινωνίας πολιτών, καθώς η ικανότητά της να πετύχει στόχους που ωφελούν τη δική της ζωή θυσιάζεται στον βωμό της υπεράσπισης των κεκτημένων των ισχυρών και των ιδιοτελών συμφερόντων παρωχημένων κομματικών σχηματισμών». Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την εξωραϊσμένη αναδιατύπωση μίας πολιτικής επιταγής, αλλά για την εκλεπτυσμένη έκφραση ενός σχήματος που αν η κ. Γεωργιάδου αντιμετώπιζε σε γραπτό προπτυχιακού φοιτητή θα του επεσήμανε πως είναι υπόφορος προεπιστημονικών απόψεων και θα τον απέρριπτε. Έχουμε μπροστά μας τη χρήση μίας εξόχως απολίτικης αντίληψης (με σαφή όμως, εδώ, πολιτική στόχευση) για τη σχέση πολιτών – κομμάτων, που αναπαράγει τους επιφανειακούς τηλεοπτικούς αφορισμούς που εκτοξεύονται από περσόνες τύπου Αντώνη Κανάκη και καλούν τους πολίτες σε απομάκρυνση από τα, συλλήβδην «κακά», κόμματα και σε ενιαία δράση, ως εάν η κοινωνία να ήταν ομοιογενής και χωρίς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Βλέπουμε μία μονόπλευρη πρόσληψη των κομμάτων ως μηχανισμών που στοχεύουν βασικά στην αναπαραγωγή τους, από την οποία μάλιστα αποκλείονται σιωπηρά και ατεκμηρίωτα όλα τα υπόλοιπα κόμματα πλην αυτών της Αριστεράς. Όλος ο πλούτος των αναλύσεων του κομματικού φαινομένου και του σύνθετου, ως και αντιφατικού, ρόλου των κομμάτων καταρρέει μπροστά στην προτροπή «προσοχή, μακριά από τα κόμματα».

Ο λόγος της κ. Γεωργιάδου λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς των αρθρογραφούντων πανεπιστημιακών που δεν αποτελούν πρωτίστως επιστημονική ανάλυση, αλλά πολιτική δήλωση. Αυτό που φαίνεται να οραματίζονται είναι μία δημοκρατία χωρίς κόμματα. Δεν πρόκειται όμως γι΄ αυτό. Στην πραγματικότητα ελπίζουν σε μία κοινωνία χωρίς τα συγκεκριμένα αριστερά κόμματα, αλλά δεν μπορούν να το πουν. Ψελλίζουν μόνο κάποια ψυχροπολεμικής έμπνευσης φοβικά φληναφήματα, πως ενώ οι πολίτες αγωνίζονται για να ικανοποιήσουν τα (δίκαια) αιτήματα τους, τα κόμματα εκμεταλλεύονται αυτούς τους σκοπούς και τους συνδέουν με ευρύτερους, όπως η αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Πρόκειται για “ποινικοποίηση” μίας από τις βασικές πολιτικές λειτουργίες των κομμάτων, της συνάρθρωσης επιμέρους και συνολικών αιτημάτων. Ακόμη χειρότερα, θυμίζουν χωροφύλακα σε κάποια επαρχεία της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας του ’60 που λέει στους κατοίκους για την Αριστερά και το Κίνημα της Ειρήνης: «Μην τους ακούτε αυτούς που σας λένε πως θέλουν ειρήνη: στην πραγματικότητα θέλουν να φέρουν τον κομμουνισμό και να σας πάρουν την περιουσία». Μόνο που τότε, όπως και τώρα, η περιουσία την οποία μας καλούνε να διαφυλάξουμε οι πανεπιστημιακοί και άλλοι συμπαραστάτες της Μνημονιακής πραγματικότητας δεν είναι η δική μας…

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Άσκηση τουΣτρατού κατά "Εσωτερικού Εχθρού"



Πραγματική άσκηση του Ελληνικού Στρατού, που πλέον συγκροτεί Μονάδες και ασκείται για την αντιμετώπιση του «Εσωτερικού Εχθρού». Η άσκηση με το κωδικό όνομα «Καλλίμαχος» έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Βόρεια Ελλάδα.
Στην άσκηση γίνεται κανονική αναπαρασταση συγκρούσεων με 50 ατομα σαν διαδηλωτές να ρίχνουν πετρες και μπουκάλια σε διμοιρίες οι οποίες ανασυντάσσονται και με βοήθεις σκαπτικών μέσων σπάνε τα οδοφράγματα και κάνουν φάλαγγα σε διαδηλωτές!!!!
Ποιες είναι οι παρεχόμενες εγγυήσεις ότι οι δυνάμεις αυτές δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον ελλήνων πολιτών στη χώρα μας ?
Τελικά η κυβέρνηση ετοιμάζεται για εμφύλιο πόλεμο και συγκροτεί-εκπαιδευει τις ένοπλες δυνάμεις με αυτό τον προσανατολισμό? 


Δηλώσεις αξιωματικού στο MEGA που πληροφορεί (όσο κι αν προσπαθεί πανικόβλητος να το μαζέψει ο Χασαπόπουλος) πως ο στρατός εκπαιδεύεται για να παρεμβαίνει στην ίδια τη χώρα, ακόμη και για απευθείας επέμβαση του ΝΑΤΟ!!!

Ο τύπος έχει καθημερινή εκπομπή στο HIGH TV, είναι πατενταρισμένος ακροδεξιός και προφανώς αυτά είναι εν γνώσει των Χασαπόπουλου-Αναγνωστάκη.
http://www.google.gr/search?sclient=psy&hl=el&q=%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82+%CE%9C%CF%85%CE%BB%CF%89%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82&aq=f&aqi=&aql=&oq=&pbx=1&cad=h