Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Η Θεωρία των Ακρων και ο Θ. Δ. Τσάτσος


Στην πολιτική και επιστημονική συγκυρία των τελευταίων χρόνων ο όρος Θεωρία των Ακρων έχει χρησιμοποιηθεί εντόνως. Στο πλαίσιο της ιστορικής συζήτησης το ζήτημα έχει ανοίξει με την ανακίνηση της συζήτησης περί της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την επανεξέταση της σχέσης του ΕΑΜ με τα Τάγματα Ασφαλείας και την προσπάθεια θεσμικής ταύτισης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού με τα φασιστικά καθεστώτα.

Για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μια πυκνή αρθρογραφία και εκδοτική παραγωγή υποστήριζε πως έπεσε λόγω της σύγκρουσης δύο «ακραίων δυνάμεων», των ναζί και των κομμουνιστών, από τις οποίες η αφήγηση γενικώς διατηρούσε ίσες αποστάσεις. Η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας εμφανιζόταν, κατά βάση μέσω επιστημονικών άρθρων, να οφείλεται στη βία του ΕΑΜ, με την αφήγηση όμως να μην τηρεί εδώ τις αποστάσεις, αλλά να κλείνει δικαιολογητικά το μάτι προς τα μέλη των Ταγμάτων. Με το «αντικομμουνιστικό σύμφωνο» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως ονομάστηκε από τους αντιπάλους του, επιχειρούνταν να δηλωθεί η κοινή απαξία των κοινωνιών της Ευρώπης προς ένα μέρος του ιστορικού παρελθόντος της ηπείρου, προς δύο τύπους καθεστώτων με κοινό στοιχείο την ακύρωση της αστικής δημοκρατίας. Και στις τρεις περιπτώσεις το πολιτικό παράγωγο αυτής της προσέγγισης της ιστορίας - και αν μιλούσαμε και για χρήση της Ιστορίας δεν θα ήμασταν καθόλου άδικοι - μοιάζει να είναι μια ρεβάνς ή, για να εκφραζόμαστε με την ψυχραιμία της επιστήμης, μια αναθεώρηση: πως αυτοί που για χρόνια θεωρούνταν θύματα τελικά ήταν κι αυτοί θύτες.

Οι παραπάνω λόγοι εκφέρονται από φορείς που διεκδικούν τον ρόλο της «λογικής», τον ρόλο του Κέντρου. Το οποίο επιλέγει να αποβάλει από τη ματιά του ό,τι μπορεί να του χαλάσει το μεθοδολογικό προκείμενο αξίωμά του, που είναι ταυτόχρονα και το ήδη εξαχθέν συμπέρασμα: ότι τα Ακρα συγκλίνουν. Εξορίζοντας, δηλαδή, από την ανάλυσή του - και αυτό το λέμε αντικειμενικά, διότι τα παρακάτω δεν αντικρούονται αλλά απλώς παραλείπονται - και την τελική προτίμηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας προς τον Χίτλερ έναντι των κομμουνιστών και την αναβάπτιση των ταγματασφαλιτών στα εθνικά νάματα με τη συμμετοχή τους στα Δεκεμβριανά και την αρχική ανοχή των δυτικών δυνάμεων απέναντι στον Χίτλερ, ως αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ.

Στην εργασία μας τεκμηριώνουμε πως η πρώτη μορφή της Θεωρίας των Ακρων στην Ελλάδα παράγεται από τον κομματικό χώρο του Κέντρου, αποτελώντας ταυτόχρονα το πρώτο μανιφέστο του μεταπολεμικού αντικομμουνισμού.
Το 1945, λίγο μετά τα Δεκεμβριανά, ο κεντρώος φιλελεύθερος πολιτικός Θεμιστοκλής Δ. Τσάτσος, υπουργός του Γεώργιου Παπανδρέου, κυκλοφορεί το βιβλίο O Δεκέμβριος 1944. Εκεί επιχειρεί να τεκμηριώσει πως η δράση του ΚΚΕ είχε ως καθοδηγητικό νήμα την προσπάθεια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας.

Η αφήγηση υποστηρίζεται από δύο κομβικά για αυτήν στοιχεία. Πρώτον, τη συγκρότηση μιας εικόνας για την κομμουνιστική ιδεολογία ως απολύτως απάδουσας προς τις αξίες του ελληνικού έθνους και για το ΚΚΕ ως ενός εξαιρετικά βίαιου και συνωμοτικού οργανισμού με κρυφούς σκοπούς. Δεύτερον, την απόδοση της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας στη βία του ΕΑΜ και τη δημιουργία μιας εικόνας ίσων αποστάσεων απέναντι στα δύο αυτά «Ακρα», ασφαλώς όμως πολύ ευμενέστερης προς το πρώτο. 

Η θέση του Τσάτσου είναι ότι η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως άλλωστε πρεσβεύει και ο Παπανδρέου, ήταν αποτέλεσμα της τρομοκρατικής δράσης του ΕΑΜ στην ύπαιθρο, πως δημιουργήθηκαν όχι με σκοπό να παράσχουν στήριξη στους Γερμανούς αλλά να καταπολεμήσουν τους κομμουνιστές. Στα μέλη των Ταγμάτων αρνείται να καταλογίσει διάθεση εξυπηρέτησης του εχθρού. Χαρακτηρίζει απλώς λανθασμένη την τακτική τους, διότι αφενός επέλεξαν να χτυπήσουν τον κομμουνισμό σε μια περίοδο που ο μεγαλύτερος κρατικός φορέας του, η ΕΣΣΔ, συμμετείχε στον πόλεμο κατά των Γερμανών και αφετέρου διότι με την κίνησή τους αυτή έβλαψαν τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν χαρακτηρίζει τη δράση τους προδοτική.

Ως κεντρική αιτία των Δεκεμβριανών ο Τσάτσος βλέπει τον προσανατολισμό του κόμματος προς τη βίαιη κατάκτηση της εξουσίας. Αντιθέτως, έχει την άποψη πως ο Γ. Παπανδρέου δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση, αλλά επιχειρούσε να διαμορφώσει τις συνθήκες έτσι ώστε κάτι τέτοιο να αποφευχθεί. Ιδού, λοιπόν, το πώς ο Παπανδρέου προβάλλεται ως το λογικό, υπεύθυνο και εναντίον της προσφυγής στη βία Κέντρο.

Ο σκληρός πυρήνας αυτής της Θεωρίας των Ακρων εκδηλώνεται όταν εξελίσσεται σε νομικό σκεπτικό. Ο Τσάτσος, στις 27 Φεβρουαρίου 1945, στο Εθνος, δημοσιεύει ένα άρθρο όπου εν όψει των δικών των δοσιλόγων υποστηρίζει πως με βάση το εξωτερικό ως προς τη χώρα κριτήριο η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν προδοτική διότι τάχθηκαν υπέρ των ναζί. Με βάση όμως το εσωτερικό κριτήριο της χώρας, το ενδεχόμενο δηλαδή μιας κομμουνιστικής επανάστασης, τα Τάγματα προσέφεραν πατριωτικές υπηρεσίες.

Η Θεωρία των Ακρων είχε μόλις βρει τον στόχο της. Και όχι, ασφαλώς, στο Κέντρο. Στα δεξιά.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Το «πάλι καλά»


«Όποιος θέλει ασφάλεια, να γίνει ασφαλίτης» φώναζαν αρκετοί τοίχοι πριν χρόνια. Ήταν μία από τις κλασικές περιπτώσεις όπου μεταφέρεται με αδύναμο κοινωνικά τρόπο ένα ισχυρό κοινωνικό μήνυμα. Ο αδύναμος τρόπος είναι το να τρίβεις πάνω στα μούτρα του “μικροαστού, συμβιβασμένου, καναπεδάκια” την επαναστατική σου αλήθεια. Μα δεν έχεις δίκιο; Δίκιο βουνό, ποιος είπε το αντίθετο; Και λοιπόν; Πείθεις έτσι; Δεν πείθεις. Παρά μόνο τους πεισμένους. Στους άλλους ενισχύεις αντιδραστικά την πεποίθηση για την ορθότητα της στάσης τους. Το μήνυμα, όμως, είναι πανίσχυρο και θα λέγαμε και αιώνιο. Και για αυτό πρέπει να προστατευθεί. Ποιο είναι όμως;

Η μεγάλη και εκρηκτική κουβέντα γύρω από την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού είναι από αυτές που δεν επιτρέπουν ενδιάμεσες στάσεις. Η σύγκρουση πολώθηκε νωρίς. Από τη μία πλευρά όσοι ζητούν να του δοθεί η εκπαιδευτική άδεια. Ένα πολυποίκιλο μπλοκ, που εκτείνεται από τους πιο θεσμικούς φορείς υπεράνω πάσης “ανατρεπτικής υποψίας” (όπως δικηγορικοί σύλλογοι και σύλλογοι πανεπιστημιακών καθηγητών) μέχρι την σκληρή αναρχία. Κοινό σημείο: η επίκληση του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής και της ανάγκης να διασφαλίζονται τα δημοκρατικά δικαιώματα ακόμη και για όσους αρνούνται τη δημοκρατία, έστω την αστική. Από την άλλη, ένα επίσης πολυποίκιλο μπλοκ που σταθερά αρνείται το δικαίωμα του Ρωμανού να πάρει άδεια, με ένα άλλο κοινό σημείο: την αντιστροφή του επιχειρήματος περί δικαιωμάτων και την επίκληση του δικού τους δικαιώματος στην ασφάλεια.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στα σοβαρά πως η ασφάλεια είναι δικαίωμα. Αλλά και σε καμία συζήτηση δεν μπορεί να αντέξει για πολύ η ανάδειξη ως βασικής αιτίας κοινωνικής ανασφάλειας της δράση του Ρωμανού ή άλλων. Σε αυτό που μόλις γράψαμε η ουσία βρίσκεται σε μία λέξη που μπορεί και να προσπεράστηκε: στον προσδιορισμό της ανασφάλειας ως “κοινωνικής”. Γιατί αν τη δούμε έτσι, και όχι ως αμιγώς προσωπική, περιορισμένη σε εμάς, τότε καταλαβαίνουμε πως μεγαλύτερη ανασφάλεια σε περίοδο ειρήνης από αυτήν που δημιουργείται από την ανεργία, την εργασιακή και άλλη επισφάλεια, τον φόβο της μετανάστευσης και του πλειστηριασμού του σπιτιού σου, από την πλήρη αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος σου, δεν υπάρχει. Τόσο απλά. Και τότε καταλαβαίνουμε και τη σημασία ενός άλλου συνθήματος που στόλιζε παλιότερα τους τοίχους και έλεγε: “Μην σκοτώνετε τα κουνούπια. Άλλοι σας πίνουν το αίμα”. Να κατανοήσουμε λοιπόν τις κοινωνικές λειτουργίες, για να ορίσουμε τις προτεραιότητές μας. Να κατανοήσουμε τους βασικούς μηχανισμούς του κράτους με τους οποίους αποσπά την συναίνεση/υποταγή των πολιτών.

Όλα γίνονται πολύ καθαρά με την περίπτωση του Ρωμανού. Πράγματι, έχουμε μια κυβέρνηση αυταρχική. Που δεν θέλει και δεν μπορεί, όπως τα έχει κάνει, να υποχωρήσει ούτε κατά ένα βήμα. Ποντάρει στο να πιστέψουν όλοι ότι είναι έτσι οι “αντικειμενικές” συνθήκες και πως ασκούν τόσο “έλεγχο” οι “ξένοι” που τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει με τους αγώνες μέχρι να αλλάξει η κυβέρνηση, άρα και ότι ακόμη και μια άλλη κυβέρνηση δεν θα μπορέσει στην πραγματικότητα να αλλάξει πολλά, άρα κατάθλιψη και υποταγή. Για αυτό και δεν δέχεται καμία υποχώρηση προς τις διεκδικήσεις του Ρωμανού.

Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που φανερώνει όλη την ουσία: ο Ρωμανός όπως ήρθαν τα πράγματα δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που διεκδικεί κάτι για τον εαυτό του. Με τη δημοσιότητα που έχει πάρει, στο πρόσωπο του και στον αγώνα του έχουν συμπυκνωθεί κοινωνικά ζητήματα και έχουν μπει κοινωνικά διλλήματα. Και εδώ ακριβώς είναι το μεγάλο παιχνίδι για την κυβέρνηση. Και η μεγάλη ανατροπή: η κυβέρνηση δεν τιμωρεί μόνο τον Ρωμανό. Τιμωρεί προληπτικά οποιονδήποτε θέλει να αγωνιστεί. Αν σταθούμε λίγο πιο πίσω από τον συγκεκριμένο αγώνα και δούμε το πλαίσιο του θα καταλάβουμε πολλά. Είναι ένας αγώνας σε εποχή που απαγορεύονται συγκεντρώσεις, που 95 στις 100 απεργίες κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές, που αστυνομικοί ανοίγουν κεφάλια φοιτητών αλλαλάζοντας από απάνθρωπη ηδονή, απλώς επειδή μαζεύτηκαν μπροστά στο Πολυτεχνείο, και σαρώνουν Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες. Είμαστε στην εποχή που τα ΜΜΕ επικεντρώνουν τόσο πολύ σε μία μόνο μεριά της κατάστασης ώστε να μας πείσουν πως η πολιτική είναι μία διαπραγμάτευση με ανταλλαγή μέιλς, όχι κάτι που περιλαμβάνει συγκρουόμενα συμφέροντα στη χώρα μας. Όχι κάτι που μπορεί να χωράει αγώνες και ανατροπές, πράγματα από τα κάτω, πως μπορούμε να γράψουμε κι εμείς την ιστορία. Σε αυτό το πλαίσιο θα δούμε τη στάση της κυβέρνησης προς τον Ρωμανό.

Και έτσι θα καταλάβουμε πως ο Ρωμανός είναι η απειλή του μέλλοντος μας. Είναι η δημιουργία ενός τεχνητού αισθήματος ανασφάλειας, η δημιουργία ενός αισθήματος απειλής από έναν άνθρωπο που έκλεψε μια τράπεζα (με τον όμηρο που κράτησε να παρίσταται στο δικαστήριο ως μάρτυρας υπεράσπισής του) για να μην βλέπουμε την πραγματική απειλή του να παίρνουν οι τράπεζες τα σπίτια, την πραγματική ανασφάλεια και τους υπαίτιούς της. Και για να νιώθουμε πως “και πάλι καλά είμαστε”. Όπως ακριβώς είναι οι φυλακές τύπου Γ, στις οποίες κρατείται ο Ρωμανός. Οι φυλακές αυτές, οι υψίστης ασφαλείας με την σκληρή απομόνωση, μια φυλακή μέσα στη φυλακή, δεν είναι τόσο ένας τοίχος που κρατάει τους μέσα μακριά από τους έξω. Είναι κυρίως ένας γυάλινος τοίχος, για να βλέπουν οι έξω τους μέσα και να νιώθουν μια αγαλλίαση που δεν είναι στη θέση τους, έναν φόβο στη σκέψη πως θα μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί και επί τόπου μια επιθυμία να κάνουν ησυχία για να μην κινδυνεύσουν να βρεθούν εκεί, άλλη μια ευκαιρία για ένα “και πάλι καλά είμαστε”. Όπως είναι τα δελτία ειδήσεων που μας μιλούσαν για τον Έμπολα με τόσες λεπτομέρειες, όχι για να μας πληροφορήσουν αλλά για να μας τρομοκρατήσουν και να λέμε “και πάλι καλά είμαστε, εδώ άλλοι πεθαίνουν στο σωρό”. Όπως όταν μας μιλούσαν για το ISIS, το Ισλαμικό Κράτος, τόσο γλαφυρά, όχι όμως για να μάθουμε τις πολιτικές αιτίες και διαδρομές από τις οποίες προέκυψε το ISIS, αλλά για να λέμε πως “πάλι καλά είμαστε, εδώ τους άλλους τους αποκεφαλίζουν”. Αυτό το διαβολεμένο “πάλι καλά”, ενός δολοφονικού φόβου. Γιατί από τον φόβο αυτό, μπορούμε να σκοτώσουμε οτιδήποτε πάει να μας βγάλει από αυτόν. Μπορούμε ακόμη και να αφήσουμε ένα παιδί να πεθάνει.

Δεν χρειάζεται να μιλάμε με τσιτάτα για να πείθουμε με την επίκληση των αυθεντιών. Χρειάζεται όμως να θυμίζω πως τη φράση “αυτοί που παραδίδουν την ελευθερία τους για την ασφάλειά τους, δεν θα έχουν και δεν αξίζουν να έχουν καμία από τις δύο” δεν την έγραψε στον τοίχο κανένας άγριος κομμουνιστής, κανένας φλογερός αναρχικός. Την είπε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ένας από τους πατέρες του αμερικάνικου έθνους. Ας σταθούμε λοιπόν λίγο πιο πίσω. Ας δούμε την αντιδημοκρατική εκτροπή των τελευταίων χρόνων, πόσο μακριά από τις κατακτήσεις του δυτικού πολιτισμού βρισκόμαστε, πόσο μακριά από όσα ήταν αυτονόητα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Ο Γεωργιάδης μπορεί να λέει πως στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί επειδή σήμερα αφήνουμε τον Ρωμανό να πεθάνει. Στην κατρακύλα, όλα δουλεύουν μαζί. Ας δούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχει ο τοίχος με τα συνθήματα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα κάνουν πραγματικότητα. Για να νικήσουμε το φόβο. Να νικήσουμε εμάς για να νικήσουμε και τους άλλους.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ο κ. Φορτσάκης και η εκδίκηση των Mικροαστών


Ο Μαξίμ Γκόρκι έλεγε στους Μικροαστούς του:
“Φοιτητής σημαίνει μαθητευόμενος κι όχι ρυθμιστής στη ζωή. Αν κάθε νεαρός στα είκοσί του χρόνια θέλει να γίνει κανονιστής της τάξης, τότε όλα θα γίνουν άνω-κάτω. [...] Σπούδασε, γίνε μάστορας στη δουλειά σου και τότε συζήτα... ως τότε όμως, κάθε ένας έχει κάθε δικαίωμα στις συζητήσεις σου να σου πει κάνε μόκο”.

Οι γραμμές αυτές στηλιτεύουν το συντηρητικό, αντιδραστικό πνεύμα των ανθρώπων που ενοχλούνται από οτιδήποτε διαταράσσει το υψηλό ιδανικό της τάξης, από ό,τι απειλεί να ταράξει την επιβεβαίωση των προσωπικών τους αξιών. Στην πραγματικότητα, των ανθρώπων που ενοχλούνται από τον ριζοσπαστισμό, από την εξέλιξη που νιώθουν πως ξεφεύγει μέσα από τα χέρια τους, από την απώλεια του ελέγχου. Γιατί αυτό είναι το πάθος του μικροαστού: ο έλεγχος.
Μιλάμε για λέξεις που μπήκαν στο χαρτί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το θεατρικό έργο του Γκόρκι ανέβηκε στο σανίδι πρώτη φορά το 1902. Από το τότε έτρεξε πολύ νερό στο αυλάκι, κι όσο κι αν η ηρακλήτεια ρήση αντηχεί, θυμίζοντας επιμόνως πως δεν μπορείς να πλυθείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, φαίνεται πως πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα αρνούνται αυτήν την αλήθεια, που θεωρούν πως πολύ κακώς αφήσαμε πίσω μας εκείνα τα χρόνια, που πάντα θα προσπαθούν να γυρίσουν στη θαλπωρή των γνώριμων νερών της συντήρησης και του ελέγχου.

Ένας τέτοιος αντιηρακλείτιος θόρυβος είναι αυτός που υψώνει αυτές τις μέρες πάνω από το Πανεπιστήμιο ο -κατά την ατυχία του ιδρύματος και την κακή επιλογή των φορέων του- πρύτανης του ΕΚΠΑ. Ο άνθρωπος που επικαλείται την νομιμότητα, ενώ βρίσκεται στη θέση του επειδή τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Ιδρύματος απαγόρευσαν παρανόμως τη συμμετοχή άλλης υποψήφιας στις εκλογές. Ο επικαλούμενος την νομιμοφροσύνη, που καταγγέλεται από την Επιθεώρηση Εργασίας πως δεν επέτρεψε την είσοδο των ελεγκτών της στο χώρο ευθύνης του και πως, κατά παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, κλείδωσε τους εργαζόμενους μέσα στο πανεπιστήμιο, με κίνδυο ακόμη και για τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο νομιμόφρων που ως διορισμένος κυβερνητικός επίτροπος στη ΝΕΡΙΤ δεν έχει βρει μισή κουβέντα να πει για τις αντιθεσμικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο έργο της, για την απαγόρευση μετάδοσης ομιλιών και την πολυδάπανη υπερπροβολή της δραστηριότητας του πρωθυπουργού.

Ο κύριος πρύτανης όμως, μας τα είπε ευθέως. Η μικροαστική του πρεμούρα για να εκδηλώσει το πάθος του για την τάξη και τον έλεγχο τον έκανε να εκτεθεί. “Δεν μπορεί ο καθένας να μπαίνει χωρίς άδεια στο Πανεπιστήμιο. Αν ερχόταν κανείς στο σπίτι σας θα τον αφήνατε να περάσει έτσι;” διερωτήθηκε ενώπιον του τηλεοπτικού κοινού. Για να το άλλάξει, όταν του επισημάνθηκε πως το Πανεπιστήμιο δεν είναι το σπίτι του, λέγοντας πως “το Πανεπιστήμιο ανήκει στους καθηγητές και τους φοιτητές του”. Πολύ ενδιαφέρον αυτό, στ΄ αλήθεια. Γιατί όταν ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν εναντίον του νόμου Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου, όταν δεν υπήρχε ούτε ένας Σύλλογος καθηγητών, εργαζομένων και φοιτητών που να έχει ταχθεί υπέρ του νόμου, τότε η επωδός των υποστηρικτών του, όπως ο κ. Φορτσάκης, ήταν πως “τα Πανεπιστήμια δεν ανήκουν στους καθηγητές και στους φοιτητές, αλλά στην κοινωνία που τα πληρώνει”! Αν λοιπόν τα Πανεπιστήμια ανήκουν στην κοινωνία, τότε κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε έναν πολίτη την είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Αν, από την άλλη, το Πανεπιστήμιο ανήκει στην πανεπιστημιακή κοινότητα, τότε ο κ. Φορτσάκης πρέπει να παραιτηθεί αμέσως, διότι είναι πρύτανης με βάση έναν νόμο στον οποίο η συντριπτική πλειονότητα της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αντιταχθεί!

Να λοιπόν που τρία χρόνια μετά, καταλαβαίνουν όλοι γιατί η κυβέρνηση κατήργησε το πανεπιστημιακό άσυλο. Όχι για λόγους ασφαλείας, όχι για να ελεγχθούν οι παράνομες πράξεις. Το εμπόριο ναρκωτικών δίνει και παίρνει στο κέντρο της πόλης, εκεί που κανένα άσυλο δεν υπάρχει. Ξαναμπαίνει στα σχολεία, επειδή η κυβέρνηση απέλυσε τους σχολικούς φύλακες. Αν η κυβέρνηση ήθελε φύλαξη στα πανεπιστήμια θα μπορούσε να μην απολύει διοικητικούς, να προσλαμβάνει υπαλλήλους φύλαξης και όχι να δίνει τη φύλαξη με πανάκριβη εργολαβία -35% πιο δαπανηρή από το κόστος των υπαλλήλων- σε φουσκωτούς σεκιουριτάδες με στολές και αλεξίσφαιρα που σε κοιτάνε σαν επίδοξο κλέφτη σε πολυκατάστασημα ή σαν τρομοκράτη. Το άσυλο δεν καταργήθηκε “για να μην κάνουν κουμάντο στο Πανεπιστήμιο οι μειοψηφίες”, όπως μας έλεγαν, ενώ σήμερα  κάνει κουμάντο ένας άνθρωπος μόνος του. Όχι, ο στόχος δεν ήταν η ασφάλεια του Πανεπιστημίου. Ο στόχος ήταν η ασφάλεια του συστήματος. Ο στόχος ήταν να δείχνουμε ταυτότητα για να μπούμε στο Πανεπιστήμιο. Για να μείνει η κοινωνία έξω από το Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο μακρυά από την κοινωνία.

Ο κ. Φορτσάκης αυτές τις μέρες παίρνει εκδίκηση από την ίδια την ιστορία του Πανεπιστήμιου. Του θεσμού που δημιουργήθηκε μέσα από τη σύγκρουση με τις εξουσίες, την πολιτική, τη θρησκευτική, τα κατεστημένα της οικονομίας και της γνώσης, με όσους διαχειρίζονταν τον φόβο των ανθρώπων. Είναι η εικόνα όλων αυτών που έρχονται από πίσω του και προσπαθούν να ξεριζώσουν τη δημοκρατική και κοινωνικά ευαίσθητη παγκόσμια παράδοση του Πανεπιστημίου. Αυτών που θέλουν να καίγεται έξω η κοινωνία και εμείς μέσα στα ιδρύματα να κυνηγάμε πεταλούδες. Που θέλουν ένα Πανεπιστήμιο-φροντιστήριο, ένα σκέτο εκπαιδευτήριο. “Το Πανεπιστήμιο είναι για να γίνονται τα μαθήματα και η έρευνα, τίποτε άλλο” μας είπε ο μικροαστός μας πρύτανης. Ποιο Πανεπιστήμιο ονειρεύεται, αλήθεια; Ένα Πανεπιστήμιο στο οποίο δεν έχουν θέση οι συζητήσεις, οι εκδηλώσεις, οι πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες; Που το έχει δει αυτό; Έχει σπουδάσει ο ίδιος σε κάποιο τέτοιο Πανεπιστήμιο; Γιατί ξέρουμε πολύ καλά, πως οι καθηγητές μας σπούδασαν σε Πανεπιστήμια που δεν μάθαιναν στους ανθρώπους πως να είναι απλώς εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. Σπούδασαν σε Πανεπιστήμια όπου υπήρχαν συλλογικότητες, όπου οι άνθρωποι συζητούσαν και δρούσαν. Ξέρουμε πως μερικά από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου φέρουν περήφανα στην ιστορία τους πολύ μεγάλες εξεγέρσεις που συνέβησαν στο εσωτερικό τους και τα έδεσαν με όσα γίνονταν έξω από τους τοίχους τους. Ξέρουμε πως αν τα Πανεπιστήμια είναι “μόνο για διδασκαλία και έρευνα”, δηλαδή αν είναι μόνο για όσα προβλέπει ο φετφάς και του πρωτόκολλο του υπουργείου, αν δεν χωράνε καθόλου την αυτενέργεια και την πρωτοβουλία των ανθρώπων, αν δεν χωράει την κριτική σκέψη και δράση, αν δεν χωράει την πρακτική συμμετοχή στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, τότε ο κ. Φορτσάκης μόλις πέταξε έξω από τη λίστα των Πανεπιστημίων τη Σορβόνη, το Μπέρκλευ, το Πολυτεχνείο της Αθήνας και μερικές εκατοντάδες ακόμη. Και ασφαλώς, θα τρομάξουμε αν σκεφτούμε πως θα ήταν η ιστορία, πως θα ήταν σήμερα οι κοινωνίες των ανθρώπων, αν είχαν ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές τωνΜικροαστών γονυκλινούντων θαυμαστών της κάθε εξουσίας, της κάθε εποχής.

Και για να το τελειώνουμε. Το ερώτημα “σε ποιον ανήκει το πανεπιστήμιο;” είναι απλώς λάθος. Γιατί το πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε υποστατικό ούτε υποζύγιο για να ανήκει. Είναι κτήμα, αλλά είναι κτήμα δημόσιο. Είναι “ένα από τα πλέον αναπαλοτριώτα του έθνους κτήματα”, όπως μας έλεγε ο Αδαμάντιος Κοραής για τη γλώσσα. Ο ίδιος Κοραής που αφορίστηκε από την Εκκλησία επειδή δίδασκε διάφορα ανατρεπτικά που διασάλευαν την τάξη της εποχής του. Γιατί δεν έμενε απλώς στην διδασκαλία και την έρευνα των παραδεδεγμένων. Κι εμείς δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας πάει εκεί πίσω. Δεν φοβόμαστε από τις κραυγές του πληγωμένου τέρατος, ξέρουμε πως είναι ετοιμοθάνατο, για αυτό ουρλιάζει, για αυτό μας φοβερίζει αυτό το ανόσιο κι αποκρουστικό σύστημα που φεύγει από τα πράγματα, που νιώθει πως χάνει το πιο ζωτικό του στοιχείο, αυτό για το οποίο πάλεψε όλη του τη μικροαστική ζωή: τον έλεγχο. Ε, αυτά λοιπόν τελείωσαν. Συγχαρητήρια. Καταφέρατε να γίνουν όλα ανεξέλεγκτα.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης και η ελληνική Αριστερά. Μία περίπτωση συμβολικής αναδρομικής οικειοποίησης

https://barikat.gr/content/o-stratigos-makrygiannis-kai-i-elliniki-aristera-mia-periptosi-symvolikis-anadromikis


Πότε η καμπάνα του λαού

του γερο Μακρυγιάννη

λεύτερο χώμα κι ουρανό

για όλους θα σημάνει

(Προσμονή, Πάνος Καλαποθαράκος, 1967)



Η παραπάνω στροφή είναι ενδεικτική μιας εικόνας που συγκροτήθηκε κατά την μεταπολεμική ελληνική συγκυρία για τον στρατηγό Μακρυγιάννη. Τα στοιχεία αυτής της πρόσληψης, που αποτελεί την κυρίαρχη, μπορούν να εντοπιστούν στις πυκνές αναφορές που γίνονται στο πρόσωπο του Μακρυγιάννη στο πλαίσιο της λαϊκής καλλιτεχνικής παραγωγής και ιδίως στο τραγούδι.[1] Εντοπίζουμε 20 τραγούδια, στα οποία γίνεται άμεση αναφορά στο όνομα του,[2] η πλειονότητα των οποίων γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Στην πρώτη περίοδο, σε χρόνια λογοκρισίας και απαγορεύσεων, ο Μακρυγιάννης λειτουργεί ως ένα λαϊκό συμβολικό και αλληγορικό σημαίνον, ως ένα πρόσωπο που συμπυκνώνοντας το πατριωτικό αίσθημα και μία συγκεκριμένη δημοφιλή ανάγνωση του 1821 επιτρέπει, διά της αναφοράς σε αυτό, να προσφέρονται επικίνδυνα νοήματα χωρίς να εκφέρονται ρητά. Αλλιώς, η αναφορά στο εθνικό σύμβολο-Μακρυγιάννη, επιτρέπει στους ανθρώπους να μιλήσουν και να τραγουδήσουν για τον απαγορευμένο δημοκρατικό λαϊκό πατριωτισμό, να τοποθετηθούν αντιδικτατορικά. Στη δεύτερη περίοδο ο Μακρυγιάννης μοιάζει να συμβολίζει μέσα στα τραγούδια τον απελευθερωμένο Έλληνα, τον δικαιωμένο ήρωα.

Έτσι, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ο Μακρυγιάννης εμφανίζεται σε άμεση συσχέτιση με τον πάσχοντα και αγωνιζόμενο λαό («Πότε η καμπάνα του λαού, του γερο Μακρυγιάννη, λεύτερο χώμα κι ουρανό για όλους θα σημάνει», Πάνος Καλαποθαράκος, 1967), σε μία διάσταση ακόμη και μεταφυσική («Τράβα Χάρε το δρεπάνι, αν μπορείς και αν τολμάς. Δεν νικάς τον Μακρυγιάννη, δεν νικιέται ο Παλαμάς», Πυθαγόρας, 1972), σε ένα ρόλο νομιμοποιητικό των αγώνων του λαού («Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει, γιατί τα βόλια αίματα είχαν του Μακρυγιάννη», Κ. Χ. Μύρης, 1972), αλλά και ως δομικό στοιχείο της σύμπλεξης λαϊκής κουλτούρας και εθνικού αυτοπροσδιορισμού που συντείνουν στο ιδανικό της ελευθερίας («Σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη», Λευτέρης Παπαδόπουλος 1970), ως θεματοφύλακας της τιμής και της αξιοπρέπειας του έθνους, για τη διαφύλαξη των οποίων ο δημιουργός επικαλείται το ηρωικό παρελθόν του έθνους διά της παρουσίας του ίδιου του αγωνιστή («Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη, πάρε μαύρο γιαταγάνι, κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο», Νίκος Γκάτσος, 1974), όπως ο Ελύτης καλούσε «τους παλιούς μου φίλους», στο Άξιον Εστί.

Η κυριαρχία της εικόνας αυτής του Μακρυγιάννη επιβεβαιώνεται και από τις μεταγενέστερες -και αραιότερες- τραγουδιστικές του χρήσεις στις επόμενες δεκαετίες, όταν το μεταπολιτευτικό κλίμα της έντονης πολιτικοποίησης και των εντεινόμενων λαϊκών πόθων για την επίτευξη μιας εκκρεμούς, όπως εκλαμβανόταν, δικαίωσης έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση του σε στοιχεία απογοήτευσης και αναστοχασμού. Τώρα, ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιείται και για να προβληθούν οι ματαιωμένες ελπίδες και οι κίβδηλες υποσχέσεις («Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις απόκριες κι άρχισες να μιλάς για ελευθερία, σ’ εμάς που ακόμα δεν έκλεισαν οι πληγές και τρέχουν μια πηχτή θανάσιμη ιστορία», Μανώλης Ρασούλης, 1980), η απογοήτευση από την εξέλιξη των πραγμάτων και τη μη εκπλήρωση των μεγάλων διακυβευμάτων («Καημένε Μακρυγιάννη, να ’ξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου. Το τσάκισες για να χορεύουν σέικ τα παιδιά μας», Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1982) και την πολιτισμική αλλοτρίωση («Τρίζουν τα κόκαλα του Μακρυγιάννη, του Μπαρμπαγιάννη του Κανατά. Κάτι ξενέρωτοι Αμερικάνοι, κάτι ροκάδες του κερατά, πήραν φαλάγγι μπαγλαμάδες και μπουζούκια, μα δεν πειράζει πατριώτες είμαστε εφτάψυχοι», Τζίμης Πανούσης 1986), σε μία αντιδιαστολή δηλαδή προς τα όσα ο ίδιος συμβόλιζε στο πλαίσιο των κυρίαρχων λαϊκών -και όχι μόνο- αναπαραστάσεων του 1821.

Άξια ιδιαίτερης αναφοράς και σχολιασμού είναι η ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει με την εικόνα του Μακρυγιάννη η ελληνική Αριστερά της δεκαετίας του ’60. Οι φωτογραφίες που σώζονται σήμερα και δείχνουν τις προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη να δεσπόζουν ως πλακάτ στα Ιουλιανά, καθώς και οι μαρτυρίες για την τοποθέτηση προσωπογραφιών του Μακρυγιάννη και άλλων αγωνιστών του 1821 σε λέσχες της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη μαρτυρούν μία πρόσληψη του Μακρυγιάννη που επιτυγχάνει να τον εμπλέξει ως πολιτικό και αγωνιστικό παράδειγμα στα πολιτικά και κοινωνικά διακυβεύματα μιας εποχής εκατό και πλέον

Η οικειοποίηση του Μακρυγιάννη από την Αριστερά και η χρησιμοποίησή του ως σύμβολο πραγματοποιήθηκε στη βάση τριών σημείων. Πρώτο, οι θέσεις του Μακρυγιάννη για το 1821 παρουσίαζαν μία ομοιότητα με τον τύπο πρόσληψης του 1821 που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στην Αριστερά. Δεύτερο, η κριτική του Μακρυγιάννη για τα γεγονότα της Επανάστασης και αυτά που ακολουθούν την συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους θυμίζει πολύ έντονα -κατ’ αναλογία- τις θέσεις της Αριστεράς για την Αντίσταση και το μετεμφυλιακό κράτος. Τρίτο, η ιστορική συγκυρία των Ιουλιανών και του αγώνα για την υπεράσπιση της συνταγματικής νομιμότητας προσφέρει ένα ευνοϊκό πεδίο για παραλληλισμούς με το κίνημα της Γ΄ Σεπτεμβρίου του 1843, στο οποίο ο Μακρυγιάννης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το 1821 της Aριστεράς και το 1821 του Μακρυγιάννη

Στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς, ήδη από την δεκαετία του 1930, είχε διαμορφωθεί μία κυρίαρχη πρόσληψη του 1821. Από το 1934 και κατόπιν παρέμβασης της Τρίτης Διεθνούς, το ΚΚΕ δέχτηκε πως η Ελλάδα δεν αποτελούσε, όπως έλεγε πριν, πλήρως καπιταλιστικό κράτος, αλλά πως βρισκόταν σε «μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, με υπάρχοντα σημαντικά υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία».[3] Η αλλαγή της θέσης για τον τύπο της παραγωγικής δομής της Ελλάδας συνεπαγόταν και την ανάγκη αλλαγής της διαχείρισης του γεγονότος που οδήγησε στην συγκρότηση του κράτους, δηλαδή της Επανάστασης του 1821. Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν θεωρούνταν πλέον από το ΚΚΕ μία φιλελεύθερη επανάσταση υπό την ιδεολογική πρωτοπορία της αστικής τάξης, αλλά μία εξέγερση με κυρίαρχο το λαϊκό στοιχείο, που τελικά σημαδεύτηκε από τη σύμπραξη των αστών με τους «φεουδάρχες»[4] και την πραγματοποίηση του περίφημου «αστοτσιφλικάδικου συμβιβασμού».

Κατά την ερμηνεία αυτή, η αστική τάξη της επαναστατικής περιόδου δεν ακολούθησε τον νομοτελειακά προσδιορισμένο ιστορικό της ρόλο και, αντί να καταστρέψει πλήρως την εξουσία των φεουδαρχών και να επιβάλλει την δική της, πραγματοποίησε έναν συμβιβασμό μαζί τους που οδήγησε στην αδυναμία της Ελλάδας να αναπτυχθεί οικονομικά και κοινωνικά. Σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, για τους λαϊκούς αγωνιστές δεν μένει παρά η θέση του προδομένου υποκειμένου της επανάστασης, που αγωνίστηκε για την ελευθερία του και απλώς άλλαξε κυρίαρχο, αφού ο «αστοτσιφλικάδικος συμβιβασμός» οδήγησε την Ελλάδα στην εξάρτηση από την Αγγλία, ενώ δεν έλυσε προβλήματα, όπως το αγροτικό, που αφορούσαν μεγάλα τμήματα των κατοίκων του νέου κράτους. Έτσι, οι θυσίες τους έμεναν χωρίς αντίκρισμα, αφού η απελευθέρωση από την οθωμανική κατάκτηση δεν είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των όρων της ζωής τους, ενώ τις θέσεις εξουσίας στο νέο κράτος τις κατέλαβαν πολιτικοί εκπρόσωποι των φεουδαρχών και των αστών.

Αυτή η πρόσληψη του 1821, που τοποθετεί τις λαϊκές μάζες στον πυρήνα της αφήγησης, είναι συγγενής με την αντίστοιχη του Μακρυγιάννη. Τα κοινά σημεία των δύο ερμηνευτικών σχημάτων είναι πολλά. Ούτε ο Μακρυγιάννης αντιλαμβάνεται την Επανάσταση ως ένα αστικοδημοκρατικό κίνημα, αν και υπερτονίζει τον αγώνα που ακολούθησε για την επιβολή της συνταγματικής νομιμότητας. Οι άνθρωποι που αποτελούσαν πράγματι φορείς ενός αστικοδημοκρατικού πνεύματος της εποχής, όπως ο Μαυροκορδάτος, δεν παρουσιάζονται να έχουν θετικό ρόλο στην Επανάσταση.[5] Αντιθέτως, ο Μακρυγιάννης ισχυρίζεται πως το ιδεολογικό περιεχόμενο του αγώνα το δίνουν οι λαϊκές μάζες που αγωνίζονται «διά την πατρίδαν και θρησκείαν». Τα επιμέρους δίπολα που αναδύονται (τίμιοι–άτιμοι, ανιδιοτελείς–ιδιοτελείς) συμπυκνώνονται στην αντίθεση που οργανώνεται αφηγηματικά μεταξύ των προδομένων αγωνιστών και αυτών που εκμεταλλεύθηκαν τον αγώνα και πέτυχαν την συμμετοχή τους στα δίκτυα εξουσίας χωρίς να το δικαιούνται, αφού δεν συμμετείχαν πολεμικά στον αγώνα. Στο ερμηνευτικό σχήμα του Μακρυγιάννη δεν υπάρχει ο «αστοτσιφλικάδικος συμβιβασμός», υπάρχει όμως διατυπωμένη με σαφήνεια η θέση πως οι σκοποί της επανάστασης προδόθηκαν από τους «πολιτικούς» που δεν δίσταζαν να προκαλούν εμφυλίους πολέμους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της «φατρίας» τους καθώς και των ξένων δυνάμεων των οποίων ο Μακρυγιάννης τους παρουσιάζει ως εντολοδόχους. Μετά την Επανάσταση δεν επέδειξαν καμία μέριμνα για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης[6] και τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής των κατοίκων του κράτους, ούτε κάποια πρόνοια για την αποκατάσταση των αγωνιστών (αντιθέτως υιοθέτησαν μία εχθρική στάση έναντι τους,[7] κατηγορώντας τους ακόμη και για προδοσία)[8], ενώ εργάστηκαν για να οδηγήσουν την Ελλάδα στην εξάρτηση από άλλες χώρες.

Τελικά, στη μακρυγιαννική αφήγηση, οι πολιτικοί παρουσιάζονται ως εχθρικά διακείμενοι έναντι των επαναστατών, έναντι της προοπτικής της πραγματικής ελευθερίας και της ευημερίας της πατρίδας και του έθνους. Η Επανάσταση προδίδεται, μένει αδικαίωτη και οι κατακτήσεις της ακυρώνονται. Την εξουσία καταλαμβάνουν αυτοί που δεν είχαν θετική και ανιδιοτελή συμμετοχή στον Αγώνα[9] και την ασκούν με τρόπο αθέμιτο και δόλιο. Τελικά, οι επαναστατημένοι Έλληνες, επιτυγχάνουν απλώς την αλλαγή του κυριάρχου και όχι την οριστική απελευθέρωση τους. Η πικρία του Μακρυγιάννη τον οδηγεί να ταυτίσει τη νέα κατάσταση με την προηγούμενη, τους νέους κυβερνήτες με τους Οθωμανούς. Φαίνεται, λοιπόν, να ταυτίζει την εθνική ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη, στοιχείο που καθιστά περισσότερο πρόσφορη την οικειοποίηση του από την Αριστερά.

1821 και Αντίσταση: Τα «κοινά» διακυβεύματα, οι «κοινές» διαψεύσεις

Η λήξη του Εμφυλίου το 1949 αφήνει την Ελλάδα σε βαθύ διχασμό. Η πλευρά των εθνικοφρόνων συστήνεται ως η πολιτική μερίδα που προστάτεψε το έθνος από τα προδοτικά σχέδια των κομμουνιστών που αποσκοπούσαν στην αποκοπή τμημάτων της ελληνικής επικράτειας. Αλλά και η πλευρά των κομμουνιστών διεκδικούσε την δικαίωσή της επίσης επικαλούμενη την προσφορά της έναντι του έθνους στην Αντίσταση. Με αυτήν την ανάγνωση, η Αντίσταση έμενε αδικαίωτη, αφού παρά την νίκη εναντίον των Ναζί, ο ελληνικός λαός δεν κατέκτησε την ελευθερία του και οι ΗΠΑ ασκούσαν πλέον ασφυκτικό έλεγχο στην πολιτική ζωή της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά μπορούσε να συγκροτήσει πολύ εύκολα έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις συνθήκες του μετεμφυλιακού κράτους και αυτές των χρόνων μετά την Επανάσταση του 1821, όπως τις ερμήνευε η ίδια. Η ιστορία έμοιαζε να επαναλαμβάνεται. Στη θέση των αγωνιστών του 1821 που απελευθέρωσαν την πατρίδα τους και μετά είδαν το νέο κράτος να στρέφεται εναντίον τους, ήταν τώρα οι πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ. Στη θέση των πολιτικών -που, σύμφωνα με την αριστερή ανάγνωση του 1821, μετά την Επανάσταση κατηγορούσαν του αγωνιστές ενώ οι ίδιοι δεν είχαν να επιδείξουν πατριωτική στάση- ήταν τώρα η νικήτρια πλευρά του Εμφυλίου η οποία κατηγορούσε για προδοσία τους κομμουνιστές. Όπως οι Μεγάλες Δυνάμεις προκάλεσαν Εμφυλίους το 1821, έτσι προκάλεσαν οι Άγγλοι και τον Εμφύλιο του 1946-1949. Όπως οι αγωνιστές του 1821 οδηγήθηκαν στην φυλάκιση και την εκτέλεση, επειδή εξωθήθηκαν στην παρανομία λόγω της στάσης της κρατικής εξουσίας απέναντι τους, έτσι και οι αγωνιστές της Αντίστασης διώχτηκαν επειδή συμμετείχαν στον Εμφύλιο, στον οποίο θεωρούσαν πως εξωθήθηκαν μέσω της Λευκής Τρομοκρατίας. Και τέλος, όπως δεν δικαιώθηκε ο αγώνας του 1821, αφού η ξένη εξάρτηση επικράτησε και τα λαϊκά προβλήματα δεν αντιμετωπίστηκαν έτσι και η Αντίσταση έμεινε αδικαίωτη, αφού και η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία ακυρώθηκαν.

Η Αριστερά, βεβαίως, ήταν ήδη εξοικειωμένη με την παράλληλη ανάγνωση του 1821 και της δικής της συγκυρίας. Οι πολλές σχετικές αναφορές στο Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ. και στο λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία είναι δηλωτικές αυτής της τάσης. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της διαχείρισης του 1821 είναι το έργο Μορφές του Εικοσιένα του Γιώργη Λαμπρινού,[10] όπου ο συγγραφέας πεισμένος πως από την Επανάσταση μπορούν να αντληθούν διδάγματα για τον τρόπο που πρέπει να διεξάγει τον αγώνα της η Αριστερά κατά τη διάρκεια της Αντίστασης αλλά και μετά, βιογραφεί αγωνιστές που ο ίδιος τους εντάσσει σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως τη «λαϊκή παράταξη του 1821», παρουσιάζοντας τους ως αγωνιστικά παραδείγματα για τους σύγχρονούς του.

Όπως δείξαμε και παραπάνω, αυτά τα στοιχεία της μετεπαναστατικής συγκυρίας του 1821, που αντιμετωπίζονται από την Αριστερά ως ομόλογα των στοιχείων της ελληνικής μετεμφυλιακής συγκυρίας, εκτίθενται έντονα στον λόγο του Μακρυγιάννη. Μέσα από τα Απομνημονεύματα ο Μακρυγιάννης αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν υποστηρικτής των λαϊκών δικαίων, καθώς επανειλημμένως καταγγέλλει ως προδοτική τη στάση όσων συναίνεσαν ή συμμετείχαν ενεργά στην προδοσία του απελευθερωτικού σκοπού της Επανάστασης. Προβάλει ο ίδιος ως ο ιδεότυπος του αγωνιστή (αφού έχει τελικά παραμερίσει σχεδόν κάθε άλλο «επώνυμο» αγωνιστή, εκθέτοντας διάφορα μελανά σημεία της δράσης τους), μία μορφή με την οποία εύκολα ταυτίζονταν οι αγωνιστές της Αντίστασης. Αυτοπαρουσιάζεται ως λαϊκός, φτωχός, ανιδιοτελής, με αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Υποστηρίζει ότι η θέση που ο καθένας θα κατείχε στο νέο κράτος θα έπρεπε να κριθεί από τη συμμετοχή του στον Αγώνα, ενώ αντιστοίχως και για το ΕΑΜ το έθνος αποτελούσε διακύβευμα του αγώνα και όποιος δεν συμμετείχε στην Αντίσταση δεν μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του μέλος του έθνους.

Έτσι λοιπόν, ο Μακρυγιάννης δεν ήταν καθόλου ανοίκειος για την Αριστερά του 1960. Τα Απομνημονεύματα, ο τρόπος δηλαδή που ο Μακρυγιάννης νοηματοδοτεί τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής του, αποκτούν νέα σημασία στο πλαίσιο των επιδίκων μίας άλλης συγκυρίας· «φορτίζονται και ανασηματοδοτούνται κατά τα μέτρα και τις ανάγκες μιας εποχής ολότελα διαφορετικής από εκείνη κατά την οποία γράφτηκαν, στρατεύονται σε νέες συγκρούσεις, ενσωματώνονται σε καινούρια οράματα και ιδέες»,[11] ενσωματώνονται στα νέα δίπολα, νομιμοποιούν (και απονομιμοποιούν) στάσεις και αιτήματα. Ο αγώνας του Μακρυγιάννη, όπως παρουσιάζεται από τον ίδιο, εναντίον κάθε εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού κράτους, κάθε προδοσίας του απελευθερωτικού σκοπού της Επανάστασης, κάθε δόλιας, ιδιοτελούς (δηλαδή, για τον ίδιο, αντεθνικής) και αντεπαναστατικής στάσης ήταν τα στοιχεία που τον καθιστούσαν το σύμβολο του αγώνα εναντίον της νέας «ξένης εξάρτησης», σύμβολο της νέας «προδομένης» επανάστασης.

Το Σύνταγμα του 1843 και τα Ιουλιανά

Όπως αναφέρθηκε ήδη, στις διαδηλώσεις των Ιουλιανών του 1965 εμφανίζονταν πλακάτ με προσωπογραφίες του Μακρυγιάννη. Ο λόγος αυτής της συμβολικής παρουσίας είναι προφανής. Ο Μακρυγιάννης πρωταγωνίστησε στο κίνημα της Γ΄ Σεπτέμβρη 1843, που διεκδίκησε από τον Όθωνα και πέτυχε τη θέσπιση Συντάγματος, το οποίο ο ίδιος εκλαμβάνει ως αναγκαία συνθήκη για να διασφαλιστεί η αποφυγή των αυθαιρεσιών, η δίκαιη διοίκηση και η εθνική συνοχή και ανεξαρτησία.[12] Εν τέλει, η θέσπιση του Συντάγματος συνιστά πράξη διαφύλαξης των κατακτήσεων του αγώνα και επίτευξης των σκοπών του, πράξη δικαίωσης των αγωνιστών.[13]

Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι πως ο Μακρυγιάννης αναγνωρίζει ως υποχρέωση του κάθε αγωνιστή να παρεμβαίνει υπέρ της δικαιοσύνης όταν αυτή δεν υπηρετείται από την κεντρική εξουσία και να επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων, υπερασπιζόμενος την ελευθερία της πατρίδας και την προσωπική του. Η φράση: «Είδα ότι η Κυβέρνηση μας έφυγε όλως διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη διά την πατρίδα του και του λόγου του, να μην κυβερνιέται με το “έτζι θέλω”» μοιάζει να μεταγράφεται στο «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων», του άρθρου 114. Για την Αριστερά του ’60 η υπεράσπιση του Συντάγματος έχει τον χαρακτήρα της αντίθεσης προς αυτά που αποτελούσαν την πολιτική πραγματικότητα της χώρας: αυθαιρεσία του Παλατιού, κοινωνική αδικία, αυταρχική διακυβέρνηση, παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων. Τα διακυβεύματα των δύο περιόδων, αν δεν είναι κοινά, φαίνονται σίγουρα ομόλογα. Και η κοινή συγκυρία της υπεράσπισης ενός συντάγματος καθιστά ευνοϊκές τις συνθήκες για την οικειοποίηση του Μακρυγιάννη ως αγωνιστικό δημοκρατικό σύμβολο. Οι εικόνες της λαϊκής αντίδρασης στις αυθαιρεσίες της εξουσίας, όπως τις σκηνογραφεί ο Μακρυγιάννης, οι στιγμές της επιβολής του συντάγματος από τις εξεγερμένες λαϊκές μάζες λειτουργούν για τον μεταγενέστερο αναγνώστη της δεκαετίας του ’60 συνεγερτικά και ελπιδοφόρα, αφού αυτομάτως συσχετίζονται με τη δική του συνθήκη. Και η φράση «όπου ’χάθη το άνθος του έθνους» η οποία αναφέρεται στον εμφύλιο του 1836, θα μπορούσε να αναφέρεται και στον Εμφύλιο του 1946-1949.

Ασφαλώς, ο Μακρυγιάννης είναι υπερασπιστής της συνταγματικής μοναρχίας και όχι της αβασίλευτης δημοκρατίας.[14] Όμως, στις συνθήκες του 1965 δεν είναι καθόλου δύσκολο αυτό το στοιχείο να παραβλεφθεί και ο ίδιος να «διαβαστεί» κατά τρόπο συμβατό με το αντιβασιλικό περιεχόμενο της κοινωνικής διαμαρτυρίας της περιόδου. Η ρήση του πως «πολεμούμεν όσο μπορούμε αναντίον της τυραγνίας» (αν και αναφέρεται στην σύγκρουση με τους Οθωμανούς και όχι με το Παλάτι) φαίνεται να βαραίνει περισσότερο, να λειτουργεί προνομιακά στη διαμόρφωση της εικόνας του Μακρυγιάννη αφού εντάσσεται εύκολα στο πολιτικό (αντιβασιλικό, αντιαυταρχικό – σε μία άλλη απόδοση «αντιτυραννικό») κλίμα της περιόδου.

Ο Μακρυγιάννης και οι μακρυγιαννισμοί

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης είναι ένα πρόσωπο με δράση στρατιωτική και πολιτική, καταγεγραμμένη στην ιστορία. Όμως, η ιστορία δεν υπάρχει ερήμην των ανθρώπων. Όχι μόνο των ανθρώπων - υποκειμένων της, όχι μόνο των ανθρώπων που την ζουν ή την αφηγούνται αλλά και των ανθρώπων που την διαβάζουν, που την προσλαμβάνουν. Λόγω της ανακάλυψης του «στορικού» του ο Μακρυγιάννης αναγνωρίστηκε ως κάτι παραπάνω από μία προσωπικότητα με μεγάλη συμβολή στην Επανάσταση. Αναγνωρίστηκε ως η ενσάρκωση του ίδιου του αγνού, λαϊκού, εθνικού, θρησκευτικού απελευθερωτικού ιδεώδους της Επανάστασης. Επόμενο ήταν να «διεκδικηθεί» από πολλές μεριές, να ενταχθεί σε διάφορα ερμηνευτικά σχήματα, σε πολλές μεταγενέστερες συγκρούσεις επέχοντας ρόλο αυθεντίας, ρόλο νομιμοποιητικό. Τον Μακρυγιάννη τον οικειοποιήθηκαν με μεγάλη ένταση τόσο η ελληνική Αριστερά όσο και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, η κάθε πλευρά προβάλλοντας επιλεκτικά τις πτυχές της αφήγησης του Μακρυγιάννη που ευνοούσαν τις επιδιώξεις της. Η Εκκλησία για να τεκμηριώσει τον ρόλο της θρησκευτικής πίστης των εξεγερμένων ως κινητοποιό δύναμη της εξέγερσης και επομένως ως πυλώνα του νέου κράτους. Η Αριστερά για να παραλληλίσει τον εαυτό της με την απελευθερώτρια και τελικά προδομένη μερίδα του 1821, πετυχαίνοντας μια διιστορικού χαρακτήρα δικαίωση, παρουσιάζοντας και αυτή τον εαυτό της ως τον βασικό πυλώνα της νέας γέννησης του έθνους μέσα από την Αντίσταση. Ο Μακρυγιάννης προσφέρεται και για τις δύο χρήσεις.

Ο στρατηγός γράφει τα Απομνημονεύματα του για να δικαιώσει τη δράση του, να δικαιώσει τα ιδανικά του, να δικαιώσει την Επανάσταση και τελικά τον ίδιο τον κόσμο του. Είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που, κατά τον Σπύρο Ασδραχά, γκρέμισαν τον μοναδικό κόσμο εντός του οποίου θα μπορούσαν να υπάρξουν, τον παραδοσιακό κόσμο. Όμως αυτό ο Μακρυγιάννης δεν το καταλαβαίνει. Συνεχίζει να μάχεται, να διεκδικεί τη συμμετοχή του σε αυτήν την πατρίδα (πλέον, σε αυτό το κράτος) που το απελευθέρωσε κι από όπου τον «εξόρισαν»· όπου τελικά δεν υλοποιήθηκαν οι σκοποί της Επανάστασης, αφού στην εξουσία δεν βρέθηκαν άνθρωποι που μάτωσαν για την Ελλάδα αλλά οι «ραδιούργοι» πολιτικοί.

Η ελληνική Αριστερά δεν κάνει την δεκαετία του 1960 κάτι το ριζικά διαφορετικό. Επικαλείται τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στη διαφύλαξη του έθνους και της ελευθερίας του και ζητά, διά της ΕΔΑ, την επί ίσοις όροις συμμετοχή της στην απόλαυση των αγαθών αυτής της ελευθερίας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αιτήματα διατυπώνονται με μία παράλληλη επίκληση στην ανάγκη ενότητας του έθνους. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί περισσότερο πρόσφορο σύμβολο από τον Μακρυγιάννη, για να εκφραστεί αυτή η επιθυμία να εργαστούν όλες οι δυνάμεις του έθνους μαζί για την ευημερία του, να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και να απολαύσουν ελεύθεροι τους καρπούς των πολεμικών τους κόπων. Ο ΕΑΜικός κόσμος για πολλά χρόνια προσέβλεπε σε μια τέτοια εξέλιξη, ζούσε με τέτοιους πατριωτικούς πόθους που, ως προς την δημοκρατική του ταυτότητα, μπορεί να ήταν περισσότερο προσδιοριστικοί από την ταξικότητά του. Ίσως επειδή φάνηκε πως είναι σε θέση να υλοποιήσει μία τέτοια προοπτική να κατάφερε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 να απορροφήσει το ΠΑΣΟΚ ένα τόσο μεγάλο μερίδιο του ΕΑΜικού κόσμου. Ίσως για αυτό να οικειοποιήθηκε επιτυχημένα ως σύμβολο τελικά, για μια περίοδο, και τον ίδιο τον Μακρυγιάννη.



[1] Εκτεταμένη βιογραφία του Μακρυγιάννη εκδόθηκε πρόσφατα από τον Νίκο Θεοτοκά, Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημονεύματα και ιστορία, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2012.

[2] Πηγή: http://stixoi.info . Υπάρχουν και τραγούδια όπου γίνεται έμμεση αναφορά στο Μακρυγιάννη, όπως το Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες (… Τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς) από το δίσκο Γράμματα στον Μακρυγιάννη του Ηλία Ανδριόπουλου, όπου το όνομα του στρατηγού δεν αναφέρεται σε κανένα τραγούδι αλλά δεσπόζει στον τίτλο του δίσκου.

[3] Κ.Κ.Ε., Επίσημα Κείμενα, τ. Δ΄, ΠΛΕ, Βουκουρέστι 1968, 19.

[4] Ασφαλώς, φεουδαρχία στον ελλαδικό χώρο ουδέποτε υπήρξε. Ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά από το ΚΚΕ, λόγω μηχανιστικής μεταφοράς των μαρξιστικών αναλύσεων για τη Δυτική Ευρώπη.

[5] «Πρωτοήφερες την διχόνοιαν εσύ, κύριε Μαυροκορδάτε, κι’ από αυτό άλλοι καπεταναίγοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσης». Τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, τ. Β΄, έκδοση εφ. Τα Νέα, Αθήνα 2006, 249 και 241 (όπου και όλες οι παραπομπές που ακολουθούν. Μια νεότερη πλήρης έκδοση πραγματοποιήθηκε από τον εκδοτικό οίκο Εστία: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, 3 τ., Αθήνα 2011.

[6] « “Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν. Όλο δόλο κι απάτη” Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο και έκλαψα κι εγώ», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 20.

[7] «Και γιόμωσαν οι χάψες από τους αγωνιστάς αδίκως, από τις φατρίες των δικώνε μας και της Αντιβασιλείας;», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 160, και «όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμη της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες είναι οι φυλακές τους Κράτους», στο ίδιο, 348.

[8] «Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί. Εσύ έδενες τα συνφέροντα σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι’ άλλους και βασανίζετε την πατρίδα, καθώς κι’ ο Κολοκοτρώνης με τους άλλος. Κι’ αφανίσετε εσείς όλοι αυτείνη την πατρίδα», Μακρυγιάννης, ό.π. τ. Β΄, 345.

[9] «Την γης όπου λευτερώσαμεν με τους αγώνες μας κι’ αίματα μας την δίνετε και την αγοράζουν οι σύντροφοι σας, εκείνοι όπου μας κάναν σίγρι όταν σκοτωνόμαστε. Αυτείνοι τα χαίρονται, αυτείνοι αγοράζουν ένα στρέμμα την γης, άγρια και ήμερη, την αγοράζουν κι όσ’ είναι κολάκοι σας και σπιγούνι σας», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 11-12

[10] Γιώργης Λαμπρινός, Μορφές του Εικοσιένα, εκδ. στ΄, Καστανιώτης, Αθήνα 2002.

[11] Νίκος Θεοτοκάς, «Νοοτροπίες και πολιτισμικές μεταλλαγές. Τα Οράματα και Θάματα», Διαβάζω, 101 (5.9.1984), 54-57.

[12] «Ύστερα είδαν τον όρκον οπούβαλα εις τον τύπον , όπου λέγει να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε καμιά άλλη ξένη δοξασία, ούτε Άγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ρούσοι. Να τους τιμάμε όλους αυτούς ως ευεργέτες μας, αλλά μόνον μ’ ελληνικούς νόμους να κυβερνιώμαστε», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 136.

[13] «Δικαιοσύνη θέλουν οι Έλληνες Εξοχώτατε! Ότι χύσαμεν ποταμούς αίματα και την δικαιοσύνη δεν την λέπουμεν», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 92-93.

[14](Προς τον Όθωνα) «Αυτοί όπου κυβερνούνε είναι το σύστημα της Γαλλίας, όπου ’χε ο Κωλλέτης. Έπεσε αυτό, κάμαν δημοκρατία. Τούτο επιθυμούν κι’ αυτείνοι εδώ. Σαν γένη αυτό, δεν θα είσαι βασιλέας η Μεγαλειότη σου», Μακρυγιάννης, ό.π., τ. Β΄, 225.

*Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το ένθετο “Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά”, ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 22 Mαρτίου 2014

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Τα “ΑΝ” και η μέθοδος


Ένα άρθρο με τίτλο «Άν δεν είχε συμβεί ο μεγάλος πόλεμος» φιλοξενήθηκε προσφάτως στις ηλεκτρονικές στήλες του alterthess, γραμμένο από τον σύντροφο Χρήστο Λάσκο και αποτελούμενο από δύο τμήματα. Το δεύτερο -το κύριο, θα έλεγε κάποιος- είναι μια αντιπαράθεση προς θέσεις που αποδίδονται στον χώρο που κωδικοποιείται ως «αριστερός πατριωτισμός». Δεν επιθυμώ καθόλου να συζητήσω αυτά τα επιχειρήματα, όχι μόνο γιατί είναι διατυπωμένα σε ένα ύφος νευρικής, εύπεπτης και αυτάρκους πολεμικής που δεν σηκώνει πολλή διαπραγμάτευση και αδικεί την ουσία τους, αλλά κυρίως επειδή τα πιο σημαντικά βρίσκονται στο πρώτο σκέλος, εκεί όπου ο συν. επιχειρεί να προσφέρει μια ιστορική τεκμηρίωση των θέσεών του. Και δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί κανείς, λόγω της ευαισθησίας του σε ένα ζήτημα, να ακολουθήσει μια σφαλερή μεθοδολογία σκέψης, την οποία η ιστορική επιστήμη -και κυρίως η αριστερή της εκδοχή- έχουν ρητά καταδικάσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όταν βγαίνεις σε λάθος δρόμο, τότε κάθε συμπέρασμα είναι λάθος.
Ο αρθρογράφος πέφτει λοιπόν σε δύο σφάλματα. Το πρώτο είναι αυτό που ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού θεματοποίησε ως «ιδεολογική χρήση της ιστορίας». Δηλαδή, η εξέταση της ιστορίας όχι με βάση το τότε, αλλά το τώρα, όχι για την ερμηνεία των γεγονότων μέσα στο πραγματικό ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά για την εξαγωγή των επιθυμητών πολιτικών συμπερασμάτων για τις σημερινές συγκρούσεις. Είναι, εν τέλει, ο ίδιος ο ιστορικός αναχρονισμός, που αντί να προσπαθεί να εξηγεί το παρόν από το παρελθόν, καταλήγει να προβάλει το παρόν πάνω στο παρελθόν, ως εάν οι άνθρωποι των προηγούμενων εκατό χρόνων να ήξεραν από πριν την εξέλιξη της ιστορίας, όπως εμείς σήμερα. Κάνοντας δηλαδή αυτό που έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης, να «γεννάμε τους παππούδες μας». Συνέπεια της ιδεολογικής χρήσης είναι και ο ιστορικός εκλεκτικισμός, δηλαδή η χρήση μόνο των στοιχείων εκείνων της ιστορίας που είναι βολικά για το -προαποφασισμένο- συμπέρασμα μας και η εξαίρεση όσων δεν το ευνοούν.
Το δεύτερο σφάλμα είναι το ότι ο αρθρογράφος κάνει ιστορία με τα “αν”, θυμίζοντας όλες αυτές τις ατελεύτητες και ανοικονόμητες συζητήσεις περί του τι θα γινόταν “αν” πχ ο ΕΛΑΣ έμπαινε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 ή ο Τίτο δεν έκλεινε τα σύνορα και το ΚΚΕ κέρδιζε τον Εμφύλιο. Και το λάθος της ιστορίας του “αν” αποκαλύπτεται εδώ ολοκάθαρα, αφού σε αυτήν την συζήτηση έχουν εξίσου δίκιο και όσοι λένε πως αν γινόταν η Ελλάδα σοσιαλιστική θα άνοιγε το δρόμο για μια πιο δυναμική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη και πως το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, μαζί με τα βαλκανικά, θα έφερνε πολλά στοιχεία ανανέωσης της στρατηγικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά και όσοι υποστηρίζουν πως αν κέρδιζε τον ΚΚΕ θα εγκαθιδρυόταν στην Ελλάδα ένα σταλινικό καθεστώς και σήμερα θα είχαμε την τύχη των χωρών του ανατολικού μπλοκ, άρα ζήτω που έχασε! Και αυτές οι δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις είναι εξίσου θεμιτές και σωστές, ακριβώς επειδή συγκροτούνται με βάση το “αν” και δεν μπορούν ούτε να επιβεβαιωθούν, αλλά ούτε και να διαψευστούν. Και έτσι, εκεί που κάποιος τοποθετείται από την πλευρά του κομμουνισμού, βρίσκεται να δικαιώνει μια αντικομουνιστική αντίληψη.
Εν προκειμένω, λοιπόν, ο συν. Λάσκος μας λέει πως «η συζήτηση, συνεπώς, περί του ποιο θα ήταν το μέλλον, αν δεν είχε συμβεί [ενν. ο πόλεμος], είναι θεμιτή. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, για όσους δεν βολεύονται με νομοτέλειες και κατανοούν την ιστορία σε σημαντικό βαθμό ως ενδεχομενική». Εξόχως αντιφατικά όμως, προσθέτει πως «Αν τα μεγάλα ευρωπαϊκά εργατικά κόμματα δεν συμπεριφέρονταν ως εξόχως πατριωτικά τον Αύγουστο του 1914 είναι πολύ πιθανό πως ο Μεγάλος Πόλεμος δεν θα ξεκινούσε ποτέ, ή, τουλάχιστον, δεν θα ήταν τόσο μεγάλος. Αν, δηλαδή, οι σοσιαλδημοκράτες της εποχής δεν μετατρέπονταν σε σοσιαλπατριώτες [...] όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Κυρίως, θα ήταν πολύ διαφορετικές οι προοπτικές του κοινωνικού μετασχηματισμού, του σοσιαλισμού». Γιατί λοιπόν αντιφατικά; Μα διότι είναι η ίδια η σκέψη του συντρόφου που γίνεται εδώ νομοτελειακή, θεωρώντας πως “αν” τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν έμπαιναν στον πόλεμο, αυτό αυτομάτως θα σήμαινε μια διαφορετική εξέλιξη, ακόμη και την αναίρεση του πολέμου. Ας ρωτήσουμε όμως, στην ίδια λογική: Και “αν” οι εργάτες τελικά απλώς παράκουαν τα κελεύσματα των κομμάτων τους; Και “αν” έτσι τα σοσιαλιστικά κόμματα απλώς απαξιώνονταν, περιθωριοποιούνταν και διαλύονταν, ανίκανα να ηγεμονεύσουν μεταξύ των μελών και των ψηφοφόρων τους; Τα ενδεχόμενα είναι επίσης πιθανά και άρα το σκεπτικό στέκει εντελώς στον αέρα.
Προφανώς εδώ κάτι εξορίζεται από τον υπολογισμό. Και αυτό είναι ο ρόλος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι στατιστικές δείχνουν πως πάνω από το 90% των εργατών κατατάχθηκε στους εθνικούς στρατούς. Άρα, υπήρχε κάτι παραπάνω από μια λάθος γραμμή. Υπήρχε μια ιδεολογία που δεν θα ξεριζωνόταν έτσι εύκολα. Οι εργάτες ήταν, ατυχώς, πατριώτες. Ο συν. μοιάζει να θεωρεί πως τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν μαζικοποιηθεί βασισμένα σε μια απολύτως διεθνιστική πλατφόρμα και μπορούσαν να καθοδηγήσουν ευθύγραμμα τις μάζες σε αυτήν την κατεύθυνση ανεξαρτήτως της δικής τους κουλτούρας, να μην βλέπει πως η μαζικοποίηση συνεπάγεται και αντιφατικά χαρακτηριστικά, την ενσωμάτωση στοιχείων που θέλεις να καταπολεμήσεις. Αλλά δεν βλέπει και την ιστορική συγκυρία, το ποια ήταν η κατάσταση στα νεοδημιουργημένα τότε εθνικά κράτη. Δηλαδή, το ότι τότε ζούσε η πρώτη μόλις φουρνιά που γεννήθηκε μέσα σε εθνικό κράτος, η πρώτη γενιά με διαμορφωμένη εθνική ταυτότητα που δεν θα την αποχωριζόταν έτσι εύκολα. Δεν βλέπει πως στους ίδιους τους εργάτες ο διεθνισμός μπορούσε να συνδυάζεται (αντιφατικά και προβληματικά, αλλά πραγματικά) με τον πατριωτισμό. Άλλωστε, όπως μας μαθαίνει ο Hobsbawm, «οι ανθρακωρύχοι της Νοτίου Ουαλίας που κατέπληξαν τους επαναστάτες συνδικαλιστές και διεθνιστές ηγέτες τους σπεύδοντας να καταταγούν στο στρατό, το ίδιο πρόθυμα οδήγησαν, πριν περάσει ένας χρόνος, το ανθρακωρυχείο σε γενική απεργία, κλείνοντας τα αυτιά τους στην κατηγορία ότι δεν ήταν πατριώτες».1 Πόσο αντιφατικό είναι λοιπόν για έναν μαρξιστή το να μην υπολογίζει την ιδεολογία των «από κάτω», αλλά μόνο των μορφωμένων κομματικών στελεχών, σαν να εξαρτιόνταν όλα από μια ελίτ; Η απάντηση του συν. εδώ θα ήταν «ναι, αλλά αν τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν φροντίσει από πριν να διαπαιδαγωγήσουν τα μέλη τους διεθνιστικά, θα μπορούσαν την κρίσιμη στιγμή να κρατήσουν τη σωστή γραμμή». Μόνο που έτσι καταλήγουμε να διορθώνουμε το παρελθόν εκατό χρόνια μετά, πηγαίνοντας συνεχώς όλο και πιο πίσω, κουνώντας το δάχτυλο στην ιστορία και φτάνοντας να διορθώσουμε ακόμη και τον Μαρξ και τον Ένγκελς.
Ναι, κι αυτούς τους δύο! Γιατί ούτε αυτών η ιδεολογία συμμορφώνεται προς τη δεοντολογία του συν. Λάσκου. Και εδώ έχουμε πια περίτρανη εμφάνιση αυτού που λέγαμε πριν, του εκλεκτικισμού, της επιλεκτικής χρήσης των πηγών, της ιστορίας, της θεωρίας. Γιατί ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πράγματι διεθνιστές, μόνο που τον διεθνισμό τους στο ζήτημα των εθνών το υπέτασσαν σε έναν διογκωμένο τακτικισμό για την εξυπηρέτηση της παγκόσμιας επανάστασης. Ήταν διεθνιστές και ταξικοκεντρικοί, αλλά δεν ήταν καθεαυτό αντιπατριώτες, ούτε καθεαυτό αντιπολεμικοί και ειρηνιστές. Τα παραπάνω ζητήματα τα έβλεπαν εργαλειακά, με βάση το αν εξυπηρετούσαν την επαναστατική προοπτική. Για αυτό και άλλαζαν κατά καιρούς θέσεις, απολύτως αντίθετες μεταξύ τους, ανάλογα με την εξέλιξη της πολιτικής συγκυρίας αλλά και της ίδια τους της θεωρίας. Για αυτό άλλοτε ήταν εναντίον και άλλοτε υπέρ των Ιρλανδών πατριωτών, άλλοτε υπέρ και άλλοτε εναντίον του πολωνικού εθνικού κινήματος και μάλιστα κάποτε έφτασαν να το υποστηρίζουν δημοσίως, αλλά να το κατακρίνουν στην ιδιωτική τους αλληλογραφία.2 Για αυτό ο Μαρξ απέρριπτε στην Πρώτη Διεθνή τόσο τον εθνικισμό του Ματσίνι όσο και την απολύτως αντεθνική στάση των υποστηρικτών του Προυντόν.3 Και κυρίως -και, υποθέτω, σοκαριστικά για πολλούς- για αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν σε κάποιες στιγμές απολύτως υπέρ μιας γενικευμένης ευρωπαϊκής πολεμικής σύρραξης, άλλοτε μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας, άλλοτε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, θεωρώντας πως αυτό θα επιτάχυνε την πορεία προς την σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ μερικές φορές αναγνώριζαν ακόμη και την κατάκτηση «καθυστερημένων» χωρών από τις πιο προηγμένες, αν και την απεχθάνονταν, ως παράγοντα ιστορικής προόδου.4 Ο Μαρξ, μάλιστα, έφτασε να διαφωνήσει το 1870 με τον Άουγκουστ Μπέμπελ και τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος που ψήφισαν κατά των πολεμικών δαπανών του πολέμου με την Γαλλία.5 Και, ασφαλώς, σε έναν τέτοιο πόλεμο θα αλληλοσκοτώνονταν εκατομμύρια προλετάριοι. Και θα πει κανείς πως η διαφορά είναι ότι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς τα έλεγαν αυτά έχοντας κατά νου την επαναστατική προοπτική. Όμως και πάλι οι αλληλοσκοτωμένοι εργάτες θα κείτονταν κατά εκατομμύρια στα πεδία των μαχών. Ο σκοπός λοιπόν αγιάζει τα μέσα; Γιατί αν κρίνουμε από την πρόθεση και όχι από το αποτέλεσμα, τότε και η απάντηση των «αριστερών πατριωτών» προς τον συν. Λάσκο θα ήταν πως και αυτών η πρόθεση είναι να ευνοηθεί ο σοσιαλισμός διά του πατριωτισμού. Όλα αυτά λοιπόν ο συν. ή δεν τα ξέρει ή από την ανάγκη του να καταλήξει στο επιθυμητό πολιτικό συμπέρασμα για το σήμερα δεν τα βλέπει ή τα βλέπει αλλά δεν τα λέει. Όλα αυτά ασφαλώς δεν λέγονται για να δείξουν τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως εθνικιστές, αλλά αντιθέτως πως θα καταλήξουμε να τους δείχνουμε έτσι και να κάνουμε τέτοια τερατώδη λάθη, αν ερμηνεύουμε πράξεις και λόγια έξω από το ιστορικό και το πνευματικό τους πλαίσιο, αναχρονιστικά, όπως κάνει ο αρθρογράφος.
Στο διά ταύτα λοιπόν. Δεν θα σχολίαζα αυτό το κείμενο αν δεν είχε γραφτεί από τον συν. Λάσκο, του οποίου τα -πολύ πυκνά στο χρόνο- γραπτά προβάλλονται πολύ και διαμορφώνουν τρόπους σκέψης. Και εδώ είναι η ουσία, όχι τόσο στο με ποιες θέσεις εξοικειώνει κανείς τους ανθρώπους, αλλά στο πως τους προτείνει να σκέφτονται. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη όσων επιλέγουν να αρθρογραφούν τακτικά και ειδικά από μια προνομιακής προβολής θέση. Να δείξουν τον ορθολογικό τρόπο οικοδόμησης μιας διαφωνίας. Ο συν. στο ζήτημα των εθνικών προσδιορισμών έχει μια ευαισθησία, τέτοια που τον κάνει να θεωρεί πως η οποιαδήποτε πατριωτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται μία αντίστοιχη πολιτική στάση, άρα την άμβλυνση της ταξικότητας του. Να το συζητήσουμε αυτό αλλού, το ζήτημα είναι θεωρητικώς και εν δυνάμει υπαρκτό. Αλλά στην επιχειρηματολογία του η ιστορία πέφτει πολύ συχνά θύμα, όπως σε προηγούμενο άρθρο του όπου απαντώντας στο κακό -επειδή είναι απλοϊκό κι ευθύγραμμο- επιχείρημα του τύπου «το ΕΑΜ ήταν τότε πατριωτικό και νίκησε, άρα πρέπει κι εμείς σήμερα να είμαστε πατριωτικοί» υποστήριζε πως το ΕΑΜ τελικά «έχασε» και μάλιστα λόγω «πατριωτικής υπερεπένδυσης».6Με την ουσία και τη μεθοδολογία τέτοιων θέσεων έχουμε ασχοληθεί και παλιότερα.7 Το μόνο που θα πω εδώ είναι ότι όταν επιλέγεις να δομήσεις τη θέση σου ακριβώς πάνω στη θέση του άλλου, κινδυνεύεις να ενσωματώσεις τον τύπο της.
Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, η επιπολαιότητα και οι αφορισμοί δεν συγχωρούνται. Ούτε το επιχείρημα περί του «λυγίσματος του ραβδιού» από την άλλη είναι επαρκές. Διότι το ραβδί του συγκεκριμένου τσακωμού είναι ξερό, άνυδρο, έχει προ πολλού χάσει τους χυμούς τους και με το λύγισμα σπάει. Και στο τέλος, οι δύο πλευρές μένουν με ένα σπασμένο κλαδί η καθεμία στο χέρι, χρήσιμο μόνο για να βγάλουν τα μάτια τους και να κατηγορούν μετά η μία την άλλη για ιδεολογική τύφλωση. Κομμάτι μιας τέτοιας μονομαχίας με σπασμένα κλαδιά είναι και η συνθηματολογική -για να το πω ευγενικά- κατακλείδα του άρθρου: «ο πολύς –έστω αβαθής και αφελής- διεθνισμός δεν έβλαψε ποτέ κανένα και πουθενά. Αντιθέτως, ο πολύς πατριωτισμός μετράει εκατόμβες. Απλοϊκό; Δεν θα το έλεγα». Και όμως. Απλοϊκότατο. Ας αναρωτηθούμε μόνο για μια στιγμή τι θα γινόταν “αν” (όπως αρέσει) είχε επικρατήσει το 1941 ο «αφελής διεθνισμός» των Ελλήνων τροτσκιστών, που θεωρώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση,8 ήταν εναντίον του ΕΑΜ και υπέρ της πολιτικής διεθνιστικής προπαγάνδας προς τους Γερμανούς στρατιώτες, επειδή ήταν παιδιά της εργατικής τάξης. Τότε, ας πούμε, μήπως αυτό κάποιον θα έβλαπτε;
Σταύρος Παναγιωτίδης, υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
1 Eric JHobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός, από το 1870 μέχρι σήμερα, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1994, σελ.175.
2 “Όσο πιο πολύ σκέφτομαι την ιστορία τόσο περισσότερο πείθομαι πως οι Πολωνοί είναι ένα έθνος καταδικασμένο α χρησιμοποιείται ως εργαλείο μέχρι η Ρωσία να σαρωθεί από την αγροτική επανάσταση. Από το σημείο αυτό κι έπειτα η Πολωνία δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης”. Επιστολή Μαρξ προς τον Ένγκελς, 23 Μαΐου 1851. Παρατίθεται στο Shlomo Avineri, Karl Marx on Colonialism and Modernization, Garden City, N.Y.Q Doubleday, 1969, σελ. 447.
3 Μισέλ Λεβύ, «Οι μαρξιστές και το εθνικό ζήτημα», στο Εθνικισμός, ο σύγχρονος Ιανός, Λουκάς Αξελός (επιμ.), Στοχαστής, Αθήνα, 1998
4 Εντελώς ενδεικτικά: Eric J. Hobsbawm, «Marx, Engels and Politics» στο Eric J. Hobsbawm (edit.), The history of Marxism, vol. 1, Marxism in Marx’s day, Harvester Press, 1982, σελ. 248, 251. Η ιδέα του πολέμου ως προωθητικό στοιχείο για τον σοσιαλισμό χαρακτήριζε τον Μαρξ ως τα τέλη της δεκαετίας του 1870.
ΕπίσηςJacob Leib Talmon, The myth of the nation and the vision of revolution : the origins of ideological polarisation in the twentieth century, Transaction Publishers,  1991, σελ. 33, 49, 60, όπου αναφέρεται πως η ιδέα αυτήχαρακτήριζε τον Μαρξ και την εποχή του πολέμου της Κριμαίας (1853-1856),  μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
5 Στο ίδιο, σελ. 61.
6Χρήστος Λάσκος, «Πατριωτισμός και Αριστερά», RedNotebook, 29/10/2013.
7Σταύρος Παναγιωτίδης, «Ο Αλτουσέρ, το ΕΑΜ και ο ΣΥΡΙΖΑ: μια αστάθμητη συνάντηση», Ενθέματα, 13/4/2014. Αναλόγως και «Περί πηγών και ιαμάτων: Η συζήτηση για τον πατριωτισμό και ο Μισέλ Λεβί», Η ΑΥΓΗ(αρθρογραφία web), 25/11/2013.
8Ας μην ξεχνάμε βεβαίως πως αντίστοιχη θέση είχε πάρει στις τελευταίες από τις περίφημες επιστολές του και ο Νίκος Ζαχαριάδης.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Για την Αριστερά της πράξης, την Αριστερά των αναγκών: ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές




Ένα μεγάλο κομμάτι της μετεκλογικής συζήτησης εντός του ΣΥΡΙΖΑ διεξάγεται σε λάθος βάση.

Όχι τόσο επειδή γίνεται σαν να έχασε το κόμμα τις εκλογές (μάλλον, σαν να τις κέρδισε με “λάθος” τρόπο), αλλά επειδή αντί να εξετάζει το τι κάνουμε ασχολείται με το τι λέμε. Αυτή η αντικατάσταση της πράξης από το λόγο, γίνεται ακόμη πιο απαράδεκτη και τυφλή, ακριβώς επειδή τα εκλογικά αποτελέσματα μας δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, βοώντας.

Η κοινωνική χρησιμότητα (των άλλων) και εμείς
Στους δήμους τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν μικρότερες δυνάμεις από ό,τι στις ευρωεκλογές. Αυτό αναδεικνύει γνωστά πράγματα, όπως ότι οι τοπικές κοινωνίες αλλάζουν με τους δικούς τους ρυθμούς, ότι έχουν τις δικές τους αδράνειες και λειτουργούν εκεί ακόμη πιο έντονα τα συγγενικά και κοινωνικά δίκτυα. Αναδεικνύει όμως και ότι τα πελατειακά δίκτυα που είχαν στηθεί εκεί έχουν πια μια αυτόνομη ισχύ και δεν εξαφανίζονται απλά επειδή καταρρέουν οι “μήτρες” τους, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Και όπως ξέρουμε, αυτός που κερδίζει τελικά δεν είναι αυτός που απλώς τα λέει καλύτερα, αλλά αυτός που πείθει πως μπορεί να είναι χρήσιμος. Δυστυχώς, λοιπόν, μια μορφή “κοινωνικής χρησιμότητας” είναι και οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσουν αυτά τα δίκτυα, διασφαλίζοντας εποχιακούς διορισμούς, χατίρια σε ντόπιους μικροεπιχειρηματίες, διευθετήσεις τοπικών υποθέσεων και άλλα τέτοια, δημιουργώντας τις σχετικές υποχρεώσεις.

Τι κατανοούμε λοιπόν; Πως οι τοπικές μας οργανώσεις δεν ήταν ακόμη τόσο γειωμένες ώστε να νικήσουν και τους μηχανισμούς, να προσφέρουν μια άλλου τύπου κοινωνική χρησιμότητα (πχ δίκτυα αλληλεγγύης) και αντί να περιμένουν να πάρουν ψήφους μέσω της σημαίας του ΣΥΡΙΖΑ, να του φέρνουν αυτές ψήφους, ενισχύοντας με την τοπική τους δράση την κεντρική αξιοπιστία του. Αντιστοίχως, εκεί που κερδήθηκαν δήμοι ήταν κυρίως σε περιοχές της Αττικής (Βύρωνας, Καισαριανή κλπ) με δυναμική παρουσία των οργανώσεων εδώ και πολλά χρόνια.

Μετά από όλα αυτά, η διαφορά των τεσσάρων μονάδων κρίνεται ως ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, ακριβώς γιατί δείχνει πως ξεπεράστηκαν πολλές τέτοιες αδυναμίες και ανεπάρκειες. Και ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν μεγαλύτερη δεν είναι πρωτίστως η μία ή άλλη απόχρωση του κεντρικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ανεπαρκής λειτουργία των οργανώσεων του ως πυρήνες πράξης και ως ιμάντες μεταφοράς των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ από πάνω προς κάτω, δοκιμής τους μέσα από την κοινωνική δράση και εμπλουτισμένης επιστροφής τους στο κόμμα. Χωρίς αυτό, χωρίς οι ΣΥΡΙΖαίοι να είναι γνωστοί στον κοινωνικό τους χώρο, χωρίς να είναι οι ίδιοι το (δραστήριο) πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή τους, δεν γίνεται να οικοδομηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες, δεν γίνεται να στηθεί πάνω σε σταθερά πόδια μια πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Και οπωσδήποτε όχι χωρίς έναν μαζικό, πολύ μεγαλύτερο και πιο λαϊκό από σήμερα, ΣΥΡΙΖΑ.

Να κάνουμε για να έχουμε να λέμε, όχι να λέμε για να έχουμε να κάνουμε
Ήδη από τις εκλογές του 2012, η πολιτική μας δυναμική είχε αυξηθεί αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Το κάρο έχει μπει μπροστά από τα άλογα. Δική μας δουλειά ήταν να τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε αναδρομικά τις σχέσεις των ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την άμεση –τη σωματική– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή μας με τον κόσμο, που έχουμε πια αντίστοιχες ανάγκες να αντιμετωπίσουμε.

Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών δείχνουν πως κινούμαστε μεν σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά όχι όσο δυναμικά θα έπρεπε. Το ίδιο και τα αποτελέσματα των παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ σε επαγγελματικές ενώσεις, συνδικάτα, επιμελητήρια, φοιτητικούς συλλόγους, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η ΟΛΜΕ και οι γιατροί του ΙΚΑ. Κάποιοι κάνουν μία καλοπροαίρετη κριτική σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ του 1981, που στην πορεία προς στην κυβέρνηση κέρδιζε πλειοψηφίες σχεδόν σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Όμως, το ΠΑΣΟΚ τα είχε κάνει αυτά κλιμακωτά, από το 1974 ως το 1981. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προλαβαίνει να το κάνει με τέτοιους ρυθμούς, δεν έχει την πολυτέλεια. Η ιστορία με ένα "μπραφ" μας έφερε στο 27%. Ας σκεφτούμε πως αν το ΛΑΟΣ είχε χίλιες ψήφους παραπάνω τον Μάιο του 2012 θα ήταν στη βουλή, θα σχηματιζόταν κυβέρνηση, δεν θα πηγαίναμε ξανά σε εκλογές και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν 17%.

Το 27% του 2012 ήρθε λοιπόν ως αποτέλεσμα αγώνων, αλλά σε μεγάλο βαθμό ήταν συγκυριακό. Σήμερα, για να μην αντικαταστήσουμε και την πολιτική από την αριθμητική, πρέπει να πούμε ότι το 27% των ευρωεκλογών δεν είναι ίδιο με του 2012. Ο κόσμος που ψήφισε τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι ποσοστιαία ίδιος, αλλά έχει ποιοτική διαφορά, οι ίδιοι άνθρωποι είναι περισσότερο πεισμένοι για τον ΣΥΡΙΖΑ και σταθεροποιούν την συγκυριακή εκλογική τους επιλογή του 2012. Και πάλι όμως, η οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος και η επιρροή του σε κοινωνικούς χώρους δεν είναι ανάλογη του 27%. Αυτά λοιπόν προσπαθούμε να τα χτίσουμε εκ των υστέρων και ακόμη δεν το έχουμε καταφέρει, επειδή το κάρο τρέχει αναγκαστικά πάρα πολύ γρήγορα, λόγω των εξελίξεων. Είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθούμε να φέρουμε τα άλογα μπροστά από το κάρο, ενώ είμαστε εν κινήσει!Δηλαδή, να οικοδομήσουμε τις κοινωνικές μας συμμαχίες, την ίδια στιγμή που πάμε για το μεγάλο “ντου”, να οργανώσουμε το στρατό μας και να κάνουμε νέες στρατολογήσεις ενώ ήδη πολεμάμε και μάλιστα τη στιγμή που η μάχη κορυφώνεται. Και τις κοινωνικές συμμαχίες τις θέλουμε όχι απλώς για να μεγαλώσει το 27%, αλλά για μεγαλώσουμε την ηγεμονία των ιδεών και των πρακτικών μας, για να κερδίσουμε τη μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, για να μπορέσουμε όταν έρθουμε στα πράγματα να αλλάξουμε ριζικά την κατάσταση και αυτό γίνεται μόνο με τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή του κόσμου. Όμως, η ιδιαιτερότητα εδώ είναι πως όλα αυτά πρέπει να γίνουν γρήγορα και προσπαθώντας παράλληλα να φέρουμε άμεσα, τώρα, την εκλογική ανατροπή. Γιατί ξέρουμε πως ακριβώς επειδή η άνοδος του κόμματος έγινε με άλματα -και τα άλματα αφήνουν πίσω τους κενά- και επειδή η κοινωνική κατάσταση είναι ακραία, αν δεν πετύχουμε τώρα την ανατροπή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σταθεί για πολύ. Αυτό που τον συγκροτεί είναι η προοπτική της ανατροπής. Αν απομακρυνθεί, θα φυλλορροήσει.

Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Σίγουρα να διαμορφώσουμε ακόμη καλύτερα την στρατηγική αυτή που θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε την ανατροπή άμεσα. Αύριο. Και σε αυτό νομίζω πως συμφωνούμε. Αλλά φαίνεται πως διαφωνούμε σε κάτι άλλο. Πολλοί μοιάζουν να νομίζουν πως το κύριο κομμάτι μιας στρατηγικής είναι το τι λες. Όμως, το πιο δομικό στοιχείο είναι πάντα το τι κάνεις. Όχι μόνο επειδή ο μαρξισμός είναι η φιλοσοφία της πράξης. Όχι μόνο επειδή ο Ένγκελς έλεγε πως ένα γραμμάριο δράσης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας. Ούτε επειδή ο Μάο έλεγε πως το κριτήριο της αλήθειας δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνική πράξη. Αλλά επειδή η πολιτική μας πείρα μας λέει πως αυτός που κερδίζει είναι αυτός που δίνει απαντήσεις, προσφέρει άμεσες λύσεις και πείθει τον κόσμο να συμμετάσχει. Από το ΕΑΜ που κέρδιζε τους ανθρώπους επειδή έλεγαν πως «μας έσωσε από την πείνα» και έτσι πείθονταν πως μετά «θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά», μέχρι τους Αδερφούς Μουσουλμάνους (για να χρησιμοποιήσω δύο ιδεολογικά απολύτως άσχετα παραδείγματα και να δείξω πως το κοινό στοιχείο της επιτυχίας τους ήταν η μεθοδολογία της δράσης τους) που κέρδιζαν τις εκλογές στις χώρες της Αραβικής Άνοιξης επειδή ξανάχτιζαν τα γκρεμισμένα σπίτια των ανθρώπων και τους έβρισκαν φάρμακα για να μην πεθαίνουν, αυτός που κερδίζει είναι αυτός που ποντάρει στην πράξη. Η ιδεολογία υπάρχει ως κίνητρο, συνεκτικό στοιχείο και ορίζοντας της πράξης. Και ο λόγος υπάρχει για να προωθεί αυτήν την πράξη.

Στρατηγική λοιπόν είναι -κυρίως- το πως θα μετατρέπεις την κοινωνική δυσαρέσκεια σε κοινωνικές αναστατώσεις, πως θα φουσκώνεις τις αντιδράσεις που υπάρχουν ήδη, πως θα προκαλείς εσύ ο ίδιος κινήματα, πως θα συμβάλεις στον συντονισμό τους. Το κάνουμε αυτό επαρκώς; Τότε γιατί εδώ και σαράντα μέρες δίπλα στις καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών βρίσκεται βασικά μια χούφτα μελών της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί αυτό δεν απασχόλησε καθόλου την μετεκλογική αρθρογραφία των στελεχών; Γιατί αντί να εγκαλούνται τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος και η συνολική λειτουργία του για το ότι δεν είμαστε επαρκώς μέσα σε αυτόν τον αγώνα, εμφανίζονται διαρκώς κείμενα που ξιφουλκούν σε κενό αέρος ενάντια στον «πατριωτισμό», στις «Νέες Ελλάδες», στις πρωτοβουλίες των ηγετικών ομάδων και τα συναφή. Και γιατί δεν συζητάμε τι μέτωπα μπορούμε να στήσουμε με τις μεγάλες νίκες σε Αττική και Ιόνια, πως θα συνδυάσουμε εκεί, με φαντασία και δίνοντας χώρο στη λαϊκή δημιουργικότητα και αυτενέργεια, την θεσμική με την κινηματική μας δράση, πως θα στήσουμε εκεί τους ανθρώπους στα πόδια τους; Γιατί αντί να στραφεί το βλέμμα προς την κοινωνία, στρέφεται προς τα μέσα;

Για τον κόσμο, χωρίς τον κόσμο;
Πολλά μπορεί να πει κανείς σε αυτή τη συζήτηση, περί “πατριωτισμών” και άλλων τινών «προνομιακών πεδίων» ορισμένων συντρόφων. Αλλά σε αυτό το κείμενο επιλέγω να μην το κάνω. Επιλέγω να μιλήσω περί της μεθοδολογίας. Για το πώς γίνεται η κριτική μέσα στο Κόμμα, για το πως γίνεται η πράξη. Για το πώς ορίζονται πλευρές.

Όπως έχει γραφτεί κι αλλού, υπάρχουν στο κόμμα στελέχη και μέλη που από το φόβο μιας “κεντρώας στροφής” του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουν να στενεύουν πολύ τις κοινωνικές συμμαχίες και να φοβούνται την μαζική είσοδο νέων μελών στις ΟΜ, ανθρώπων που πριν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υπό τη σκέψη πως θα είναι φορείς μικροαστικής ιδεολογίας και θα μας αλλοιώσουν. Πράγματι, στο μυαλό κάποιων ίσως ευδοκιμεί ένα κοντόφθαλμο σκεπτικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πιάσει ένα κοινωνικό ταβάνι με το 27% και πρέπει να αποκτήσει λίγο πιο κεντρώα χαρακτηριστικά για να γίνει αρεστός και σε λιγότερο χτυπημένα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Όντως, μια τέτοια λογική χρειάζεται πολιτική αντιμετώπιση. Όχι όμως με μια επιφανειακή και αφελή τακτική που φτάνει στον οικονομισμό και προτείνει απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ “να απευθυνθεί στους άνεργους”, λες και αυτοί εκτός από άνεργοι δεν είναι τίποτε άλλο, συντηρητικοί, προοδευτικοί, πατριώτες, επαρχιώτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι!

Αντιθέτως, χρειάζεται να δείξουμε πως χωρίς μια πολιτική ριζικής αναδιανομής των εισοδημάτων και της δημοκρατικής ισχύος υπέρ των χτυπημένων από την κρίση, οι σχεδιασμοί περί της παραγωγικής ανασυγκρότησης μπορεί να μην έχουν κανένα νόημα. Αλλά το μυστικό είναι πως για να διασφαλιστούν αυτά δεν αρκεί να πειστούν κάποια κομματικά κέντρα. Γιατί οι πιέσεις που θα δεχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς και μαζί της ο λαός θα είναι τεράστιες. Αυτό λοιπόν που μπορεί να διασφαλίσει την αντοχή απέναντι στις πιέσεις είναι ο ίδιος ο κόσμος, όχι οι «ειδικοί» της Αριστεράς. Και ειδικά ο νέος κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσμος της ανεργίας και της επισφάλειας που ό,τι κι αν ψήφιζε ως τώρα, ίσως έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τον ΣΥΡΙΖΑ από εμάς που τον ψηφίζουμε εδώ και τόσα χρόνια. Η αθρόα είσοδος νέων μελών, η “εισβολή” των μαζών στο κόμμα μας (που πρέπει να την οργανώσουμε και όχι να τη φοβόμαστε) είναι που θα προσφέρει την εγγύηση πως τίποτα δεν θα πάει «δεξιά». Οι άνθρωποι αυτοί που πρώτοι θα αντιδράσουν απέναντι σε ενδεχόμενες ενδοτικές τάσεις του κομματικού μηχανισμού -επειδή αυτές θα πηγαίνουν κόντρα στις ανάγκες τους και όχι απλώς στην ιδεολογία τους- είναι αυτοί που θα διασφαλίσουν, δυνητικά, τον αριστερό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αποτελούν μία όχι ικανή από μόνη της, αλλά αναγκαία συνθήκη για τον αριστερό και ταξικό ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτόν τον κόσμο είναι όμως που φοβούνται κάποιοι σύντροφοι, γιατί πιστεύουν πως θα αλλάξει τον πολιτικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, πως θα τον κάνει πιο μικροαστικό. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ενώ ομνύουν κατά τα άλλα στην ταξική πάλη και στην ανάγκη να ανοίξουμε χώρο για τον αυθορμητισμό και την επινοητικότητα των «από κάτω», πιστεύουν πως οι ίδιοι, ασχέτως του αν πλήττονται ή όχι από την κρίση, αποτελούν, χάρη στην ιδεολογία τους και μόνο, τους θεματοφύλακες της αριστερής γραμμής του κόμματος απέναντι στον κίνδυνο της αλλοτρίωσης από τις μάζες των πρώην μικροαστών, πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, αλλά τσακισμένων ταξικά από την κρίση. Και αν κανείς θέλει να το διαψεύσει, ας μας πει: για ποιο λόγο στην πυκνή αρθρογραφία αυτών των ημερών έχει τόσο μικρή θέση το ζήτημα της μαζικοποίησης του κόμματος; Γιατί δεν αναφέρεται κάποιο σχέδιο; Εκτός εάν πιστεύουμε πως για να μαζικοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε με κάθε λεπτομέρεια το τι ακριβώς θα λέμε για την «πατρίδα»!

Στο ίδιο έργο (χωρίς) θεατές
Κάπου εδώ όμως, πρέπει να το πούμε καθαρά. Βλέπουμε ένα έργο να ξαναπαίζεται. Στο κόμμα επιχειρείται να γίνει αυτό που πριν ένα χρόνο έγινε στην Νεολαία, όταν μέσα στη φωτιά των Μνημονίων, ένα ολόκληρο συνέδριο οργανώθηκε πάνω σε μια θολή συζήτηση για την εσωκομματική δημοκρατία -χωρίς σαφείς αιχμές, χωρίς ρητές αντιπροτάσεις- αντί να συζητιούνται οι μορφές που θα έπρεπε να έχει η δράση μας για να γυρίσουμε τον κόσμο ανάποδα. Κοιτάξαμε προς τα μέσα, αντί για έξω. Και σε αυτό υπάρχει απόλυτη ευθύνη για το ότι η Νεολαία έχει βρεθεί σήμερα ουσιαστικά απροετοίμαστη απέναντι στις ανάγκες της συγκυρίας, χωρίς επαρκή εμπλοκή στους αγώνες και βασικά άμαζη. Και στην ίδια κατεύθυνση παρασύρρονται πολλοί στο κόμμα.

Δεν μπορούν λοιπόν να οριστούν εσωκομματικές πλευρές πάνω σε ζητήματα τόσο επί μέρους. Η συζήτηση αυτή στη Νεολαία έδειξε πολύ γρήγορα τα όρια της. Το ίδιο έχει γίνει ήδη, με τις άκαιρες πολώσεις στο Κόμμα για τον «πατριωτισμό», τις «Νέες Ελλάδες» και τον τρόπο λήψης αποφάσεων, ειδικά αφού προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από ανθρώπους που σε κεντρικές μάχες των εκλογών έλαβαν και υλοποίησαν κρίσιμες αποφάσεις χωρίς να τις περάσουν από κανένα όργανο! Από ανθρώπους που τώρα κατηγορούν την ηγεσία για συγκεντρωτισμό, ενώ πριν λίγους μήνες υπερασπίζονταν με πάθος γραφειοκρατικές προτάσεις-πακέτα στην ΚΕ!

Να στήσουμε λοιπόν συζητήσεις και μέτωπα με άξονα την πράξη. Διαφωνίες που καταλήγουν σε διαφορετικές αντιλήψεις για τη δράση μας, αλλιώς κουβαλάμε τρύπιες σημαίες και άδεια ιστορικά μπαούλα. Να έχουμε διαφωνίες που προκύπτουν επειδή δοκιμάσαμε τις πρακτικές μας στην κοινωνία, που αντανακλούν πραγματικές κοινωνικές πολώσεις, να ζυμώνουμε τις απόψεις μας με πραγματικούς ανθρώπους και όχι μόνο με τους χιλιόχρονους αριστερούς φίλους μας, έτσι σπάμε τη γραφειοκρατία. Να κάνουμε φέτος αυτό που δεν καταφέραμε πέρσι, όταν βάλαμε στόχο το Θερμό Φθινόπωρο για να ρίξουμε την κυβέρνηση, ακολουθήσαμε τον αγώνα των εκπαιδευτικών που βρέθηκε μπροστά μας και όταν ξεφούσκωσε ξεφουσκώσαμε κι εμείς. Να εκμεταλλευτούμε τις δημοτικές μας κινήσεις που στήθηκαν και τον κόσμο που βρήκαν. Αντί να συζητάμε ξανά και ξανά για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν τυπώνουμε σε κάθε γειτονιά τις δέκα βασικές δεσμεύσεις του για να τις μοιράζουμε και να τις συζητάμε με τον κόσμο, από ποιον το περιμένουμε; Τα στελέχη πρέπει να αποκτήσουν επιτέλους όλα συγκεκριμένες χρεώσεις και να βγουν από τα γραφεία και κυρίως να βγουν από την Αθήνα. Η εμπειρία των περιοδειών των ευρωεκλογών έδειξε πόσο μεγάλη ανάγκη έχει η περιφέρεια από την τακτική παρουσία των στελεχών. Και τέλος, όποιος θέλει να κάνει κριτική να την κάνει στις ΟΜ, στα όργανα και δημοσίως με συγκροτημένα κείμενα. Σαν αριστερός, σαν άνθρωπος της συλλογικότητας. Όχι με ατάκες και κυνήγι εντυπώσεων στο facebook. Όποιος δεν βλέπει σε αυτά τη γραφειοκρατία, είναι ήδη πολύ βαθιά μέσα της.

Καλώς ή κακώς, το μεγάλο ερώτημα μέσα στην Ιστορία ήταν πάντα όχι το «τι να λέμε;», αλλά το «τι να κάνουμε;». Αυτό που έκανε και τον Μαρξ να λέει πως το κρίσιμο για τους επαναστάτες δεν είναι να ερμηνεύουν τον κόσμο, αλλά να τον αλλάζουν. Και ποιος είναι αυτός που πιστεύει πως εδώ δεν κάνουμε σήμερα μια επανάσταση; Αλλά όσο επιμένουμε να συζητάμε πρωτίστως το τι θα λέμε στα ΜΜΕ και όχι το πώς θα έχουμε απευθείας σχέση με τους ανθρώπους ώστε να μην τα έχουμε ανάγκη τα ΜΜΕ, τόσο αυτή επανάσταση θα εκκρεμεί και θα διαστρεβλώνεται.

Εν τέλει, αριστερό δεν σε κάνει αυτό που λες, αλλά αυτό που κάνεις. Γιατί όσο πιο πολλά αριστερά πράγματα κάνει ένα κόμμα, τόσο πιο πολύ αριστερά πράγματα μπορεί να λέει, που να έχουν νόημα. Γιατί ανοίγεις δρόμους. Κι αυτός που τελικά θα κρίνει το αν είσαι επιτυχημένος ως αριστερός είναι ο κόσμος, η κοινωνία, όχι οι εγκεφαλικές κατασκευές μας. Όποιος θέλει να το ξεχνάει αυτό, απλώς θα το βρίσκει συνέχεια μπροστά του.