Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ο Χρήστος Πασαλάρης και οι άδειες των καναλιών

http://www.avgi.gr/article/6302883/o-xristos-pasalaris-kai-oi-adeies-ton-kanalion

Οι παλαιότεροι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να αναφέρουν πολλά ονόματα αν τους ζητούνταν να απαριθμήσουν τους καλύτερους γραφιάδες συναδέλφους τους. Αυτούς που η γραφίδα τους έμοιαζε να πετάει πάνω από το χαρτί και να το χαρακώνει μαζί, με την ορθολογική της ακρίβεια και τη λογοτεχνική της φορεσιά. Αν τους ζητούνταν να κατονομάσουν και όσους από αυτούς είχαν γίνει και σπουδαίοι δάσκαλοι άλλων δημοσιογράφων, τα ονόματα θα λιγόστευαν. Σε πολλών, όμως, το στόμα, από αυτούς που σταδιοδρόμησαν στη δημοσιογραφία από τη δεκαετία του 1960 ώς το σχόλασμα του 21ου αιώνα, θα ερχόταν μια αναφορά, αυτή στον Χρήστο Πασαλάρη.

Ο Πασαλάρης είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες εκείνης της δημοσιογραφίας που υπηρετούνταν από τους ανθρώπους οι οποίοι, βγαίνοντας από τα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου, του αντιδημοκρατικού κράτους της Δεξιάς και της χούντας, συνειδητοποίησαν στην πράξη και διαφύλαξαν -σε διαφορετικούς βαθμούς, για να μην εξιδανικεύουμε τα παλιά- την αξία που έχει η ανεξαρτησία της γνώμης για τη δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία για τη δημοκρατία. Ο Πασαλάρης ξεκίνησε από τον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς -επιλογή που πλήρωσε με εξορίες- και κατέληξε στον χώρο της Δεξιάς. Το ότι αποχώρησε από πολλές εφημερίδες επικαλούμενος διαφωνίες επί της δημοσιογραφικής δεοντολογίας με τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, μόνο ύποπτο μεροληψίας και εξαρτήσεων δεν τον καθιστά. Επιπλέον οι βραβεύσεις του, μεταξύ άλλων, από την Ακαδημία Αθηνών, τον Δήμο Αθηναίων και το ίδρυμα Μπότση δεν φιλοτεχνούν την εικόνα ενός εχθρού του αστικού κόσμου. Ομοίως και οι συνεργασίες του από τη θέση του διευθυντή με εφημερίδες όπως Τα Νέα, Η Βραδυνή, ο Ελεύθερος Τύπος, Η Απογευματινή.

Ο Χρήστος Πασαλάρης το 2008 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Οι βαρόνοι των Media, όπου αναφερόταν στο τοπίο που είχε διαμορφωθεί στον χώρο των ΜΜΕ, λόγω της διαπλοκής των ιδιοκτητών τους με την πολιτική εξουσία. Στο ίδιο θέμα είχε αναφερθεί και νωρίτερα, το 2001, στο βιβλίο του Την Αλήθεια κι ας πονάει, το οποίο μας θύμισε σε πρόσφατο άρθρο της η "Αυγή"1. Στις σελίδες του υπάρχει μια αναφορά που συνδυάζεται έξοχα με την πολιτική επικαιρότητα και συγκεκριμένα το ζήτημα του αριθμού των αδειών των τηλεοπτικών καναλιών. Αναφερόμενος τότε στις εφημερίδες, ο Πασαλάρης έγραφε:

"Αν λειτουργούσε ο νόμος της φυσικής επιλογής και του ελεύθερου ανταγωνισμού, αν έπαυαν οι χαριστικές παροχές, τα δάνεια και οι διευκολύνσεις, αν σταματούσαν οι άνομες χρηματοδοτήσεις των μέσων ενημέρωσης εκ μέρους ισχυρών πηγών (είτε μεγαλοεπιχειρηματίες λέγονται αυτοί, είτε σκοτεινές δυνάμεις, είτε κόμματα), τότε θα επιζούσαν στην Αθήνα 4-5 εφημερίδες διαφόρων αποκλίσεων".

Ένας, λοιπόν, εκ των πατριαρχών της αστικής δημοσιογραφίας αναγνωρίζει εδώ πως ο μόνος τρόπος διά του οποίου μπορούσαν στην Ελλάδα του 2001 να επιβιώσουν οι περισσότερες εφημερίδες ήταν μέσω της εξάρτησής τους από την πολιτική και την οικονομική εξουσία. Σήμερα, με τη διαφημιστική πίτα να μικραίνει συνεχώς, θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς για τα τηλεοπτικά κανάλια, με τα πολύ μεγαλύτερα έξοδα, πως θα μπορούσε να υπάρχει παραπάνω από έναν μικρό αριθμό αυτών χωρίς να δημιουργούνται φαινόμενα εκτεταμένης διαπλοκής και διαφθοράς. Εκτός, βεβαίως, και αν πρόκειται για την εγχώρια αντιπολίτευση, που αρνείται μια πραγματικότητα η οποία βγάζει μάτι. Βεβαίως, καμία έκπληξη δεν υπάρχει εδώ. Όταν η Ν.Δ. υπερασπίζεται αυτούς που ο Πασαλάρης το 2001 χαρακτήριζε ως "εθνικούς προμηθευτές που νοικιάζουν βρόμικες πένες και βραχνά λαρύγγια" θα ήταν εξόχως παράλογο να περίμενε κανείς να υποστηρίξει τα λόγια μιας από τις πιο ψύχραιμες φωνές του ίδιου της του χώρου. Θα μπορούσε, όμως, να ακούσει έστω την κυρία Βούλτεψη. Η οποία στο ίδιο βιβλίο μας πληροφορεί πως υπάρχουν «εργολάβοι δημοσίων έργων που χρησιμοποιούν τα κανάλια για να εκβιάσουν το κράτος». Ατυχώς, τα γραπτά μένουν.

Στον κήπο των παιδιών


«Πρέπει να αφήσουμε το στίγμα μας με μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που θα αντιμετωπίσει τις παθογένειες, αλλά και τις δυσλειτουργίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. […] Από το ωρολόγιο πρόγραμμα και τα κενά στα σχολεία μέχρι το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων και τη σύνδεση του σχολείου με τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, έχουμε ένα ευρύ πεδίο δυνατοτήτων αλλά και προκλήσεων μπροστά μας». Αυτά ήταν τα λόγια του Αλέξη Τσίπρα στην πρώτη συνεδρίαση του νέου υπουργικού συμβουλίου. Βέβαια, θα επεσήμανε κανείς ότι προς το παρόν ο χώρος της Παιδείας δεν έχει νιώσει την μεταρρυθμιστική πνοή της Αριστεράς να φυσάει από πάνω της. Η ανάγκη διευθέτησης των εντελώς άμεσων ανοιχτών ζητημάτων των σχολείων δεν έχει αφήσει χώρο για να προχωρήσουν ευρύτεροι σχεδιασμοίκαι στα πανεπιστήμια η εφαρμογή του αψήφιστου νόμου Μπαλτά έρχεται σταδιακά, προς ώρας μόνο με την μείωση των αρμοδιοτήτων των Συμβουλίων Διοίκησης, μέχρι, όπως φαίνεται, την υποχρεωτική αξιολόγησή τους πριν από την οριστική τους παύση.

Και κάπως έτσι, πρόλαβαν την κυβέρνηση οι πρώτες κινητοποιήσεις, μαθητών και φοιτητών. Πολλά από τα αιτήματα αφορούσαν τα γνωστά και δεδομένα, δηλαδή τις ελλιπείς υλικοτεχνικές υποδομές και την στελέχωση σε ανθρώπινο δυναμικό. Πράγματα για τα οποία όταν συζητάει κανείς – όσο και αν επιβάλλεται να μην αφήνουμε το μυαλό μας να εγκλωβίζεται στην στενή δημοσιονομική ρεαλπολιτίκ των Μνημονίων – είναι υποχρεωμένος να διέλθει από το δεδομένο της οικονομικής στενότητας και της επιτήρησης από τους «εταίρους». Ήτοι, από την αντικειμενική δυσκολία να καλυφθούν όλες οι ανάγκες αυτή τη στιγμή – όσο κι αν η κυβέρνηση κάνει υπερβάσεις, όπως για παράδειγμα των διορισμό μεγαλύτερου αριθμού αναπληρωτών εκπαιδευτικών φέτος από πέρσι – μέχρι να ομαλοποιηθεί κάπως η γενική κατάσταση και να μπορέσουν να αντληθούν πόροι από αλλού για να υποστηρίζουν τις ανάγκες της παιδείας, που μαζί με την υγεία δεν μπορεί παρά να είναι στην πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης, τόσο λόγω της σημασίας τους καθαυτής, όσο και του μεγάλου κόστους που συνεπάγονται για τις οικογένειες, όταν δεν καλύπτονται επαρκώς από το δημόσιο.

Μόλις όμως ο λόγος των κινητοποιούμενων κυλήσει λίγο πέρα από αυτά, αναδεικνύεται ένας πλούτος. Ειδικά στις δηλώσεις των μαθητών, ως έναυσμα για την κινητοποίησή τους δεσπόζει η ανάγκη τους για ένα εντελώς νέο σχολείο. Έρχονται στην επιφάνεια, χωρίς να τις αναζητήσουμε, σπαρταρώντας, οι πολλές αλήθειες των παιδιών. Και μιλάνε για ένα σχολείο που δεν τα καταλαβαίνει, που δεν τα κάνει να το απολαμβάνουν, που δεν τα κάνει να αγαπάνε τη γνώση, που δεν το νιώθουν χρήσιμο, που δεν τα καλλιεργεί. Τα λόγια τους είναι ένας πολύχρωμος κήπος, γεμάτος από τους καρπούς των εμπειριών τους, σχηματισμένους σε άγουρη πείρα, έτοιμη όμως να καρπίσει κι άλλο και να μας δώσει μια γεύση από το μέλλον που τα παιδιά θα ήθελαν να ανθίζει μέσα σε αυτόν τον κήπο. Τον κήπο που πρέπει να επισκεφτούμε. Και πρώτος από όλους, ο ίδιος ο υπουργός. Και εκεί που πιο πολύ βγαίνουν νέες φύτρες είναι στις καταλήψεις. Μια έρευνα που είχε γίνει σε Λύκεια της χώρας από το Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου τις μέρες των μαθητικών κινητοποιήσεων του 2006 είχε δείξει πως ο βασικός λόγος πίσω από τις καταλήψεις δεν ήταν τόσο τα πολιτικά επίδικα του χώρου της Παιδείας, αλλά η ανάγκη των μαθητών να διαχειριστούν οι ίδιοι και οι ίδιες το σχολείο τους, τον χώρο που περνάνε τόσο μεγάλο μέρος της ζωής τους και επί του οποίου δεν έχουν τον παραμικρό λόγο. Ο υπουργός, λοιπόν, να επισκεφτεί έναν τέτοιο μπαχτσέ, μια κατάληψη, ένα οργισμένο σχολείο. Και αν τον βρει χορταριασμένο και λίγο αφιλόξενονα μην τα φοβηθεί. Να βάλει το χέρι του στο χώμα και μαζί με τα παιδιά να ξηλώσει τις αγριάδες. Γιατί τα χόρτα και οι τσουκνίδες πολλές φορές όταν κατακλύζουν τον τόπο, είναι απλώς μια αντίστροφη ένδειξη του πόσο εύφορο, πόσο ζωντανό είναι το έδαφος που πάνω του φυτρώνουν. Μόνο που για να αποκαλυφθεί αυτό το έδαφος θέλει να σκύψουν από πάνω του κάποια χέρια.

Να δείξει λοιπόν ο υπουργός πως δεν ήταν μια πολιτική ντρίμπλα η δήλωσή του, ότι τα αιτήματα των μαθητών είναι εναρμονισμένα με τις στοχεύσεις της κυβέρνησης. Και να δείξει η κυβέρνηση πως σε αντίθεση με όλες τις άλλες ως τώρα, για αυτήν οι αγώνες δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση, αλλά μέσο βοήθειας. Πως πιστεύει ότι χρειάζεται μια συνολικά νέα ματιά, που θα βάζει μπροστά τις πλούσιες ανάγκες των παιδιών για ένα σχολείο που δεν θα τα ετοιμάζει για να ακολουθήσουν πειθήνια τις κοινωνικές επιταγές και νόρμες, αλλά για να φτιάξουν αυτά νέους κανόνες. Και την αλλαγή αυτή να την συζητήσει με τους μαθητές, στα σχολεία. Να τους ακούσει. Γιατί η μεγαλύτερη συμβολή αυτής της κυβέρνησης ίσως να είναι αυτή, να ξετυλίξει τα σπάργανα μιας μεγάλης αλλαγής στο χώρο της εκπαίδευσης, στο περιεχόμενο και τις μεθόδους του σχολείου για να μπορέσει να αλλάξει αποτελεσματικά και τη λειτουργία των άλλων βαθμίδων. Με τα παιδιά, με τους νέους ανθρώπους. Για όσα έλειψαν από εμάς στο σχολείο και τα ψάχνουμε ακόμη.

Έναν διανοούμενο για την Δεξιά

http://www.avgi.gr/article/5993691/enan-dianooumeno-gia-tin-dexia

Όταν το ΠΑΣΟΚ είχε ηττηθεί στις εκλογές του 2007 με ποσοστό ακόμη μικρότερο από του 2004, η θεμελιακή κρίση που το διέτρεχε ήταν προφανής. Μετά το τέλος της περιόδου Σημίτη, το κόμμα είχε μπουκώσει και δεν μπορούσε να μπει στην νέα εποχή του. Όμως, η πιο ουσιαστική πολιτική συζήτηση για την φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ και τον ρόλο που θα μπορούσε να έχει, δεν έγινε ούτε εντός των οργανώσεων και των οργάνων του, ούτε στις σελίδες του αστικού Τύπου. Η συζήτηση έγινε στις εφημερίδες της Αριστεράς, κυρίως της ΑΥΓΗΣ. Καθόλου παράδοξο. Η Αριστερά έχει μια παράδοση βαθιάς ανάλυσης των πολιτικών και ιδεολογικών ζητημάτων και το δυναμικό διανοουμένων για να την υποστηρίζει.

Ακόμη πιο εκκωφαντικές από την τότε σιωπή και αμηχανία του κεντρώου χώρου, είναι οι σημερινές στον χώρο της Δεξιάς. Δεν μας παραξενεύει το ότι όλη η συζήτηση εν όψει της εκλογής νέου προέδρου της Ν.Δ. είναι εξαιρετικά υποτονική. Η θεματολογία της κινείται στο στενό φάσμα από το ποια βαρωνία της Ν.Δ. θα έχει κερδίσει καλύτερη θέση την επόμενη μέρα, μέχρι το ποιος υποψήφιος «μπορεί να κερδίσει τον Τσίπρα». Το κόμμα της ελληνικής Δεξιάς βρίσκεται σε μία πρωτοφανή θέση: Ηττάται επανειλημμένως στις κάλπες από τον ΣΥΡΙΖΑ και απαξιώνεται από τους πολίτες λόγω της πολιτικής της, ενώ την ίδια στιγμή βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόζει δομικά στοιχεία της. Για να το θέσουμε σχηματικά, πιο δεξιά δεν έχει να πάει από μια -έτσι κι αλλιώς- αντιδημοφιλή πολιτική και πιο αριστερά δεν ξέρει και δεν θέλει να πάει επί της ουσίας, αλλά ούτε και μπορεί να πείσει ότι πάει, έστω σε ρητορικό επίπεδο. Κάθε κριτική της Ν.Δ. προς τα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ πέφτει σαν πέτρα πάνω στον τσίγκο, επιστρέφοντας κάθε φορά τον ίδιο εχθρικό απόηχο της απαξίωσης: κανείς δεν πιστεύει πως η Ν.Δ. θα έφερνε καλύτερα μέτρα, ούτε πως έχει το έρεισμα να κάνει κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για μια πολιτική, την οποία η ίδια υποστήριζε για χρόνια. Κυρίως, όμως, η Ν.Δ. εκλαμβάνεται από τον κόσμο ως υπαίτια μιας πολιτικής δεκαετιών που οδήγησε τελικά στα Μνημόνια. Η ελληνική Δεξιά, λοιπόν, αναζητά τον επόμενο αρχηγό κάνοντας την κουφή απέναντι στα κρίσιμα ερωτήματα, γιατί τα φοβάται και δεν μπορεί ούτε να τα πλησιάσει: Το «με ποια πολιτική;» και το «με ποιο κόμμα;». Δηλαδή, με ποιο διαφορετικό σχέδιο από όσα εφαρμόζονται ώς τώρα και με ποιο συλλογικό εργαλείο, με ποια δράση και ποια σχέση με την κοινωνία. Δύο δέσμες ερωτημάτων τα οποία συνεπάγονται την ανάγκη αλλαγών και ανατροπών που κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει, που κανείς δεν αντέχει.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρότι σίγουρα πολλοί από τους δεξιούς διανοούμενους αντιλαμβάνονται την απόλυτη ανάγκη να τεθούν τα παραπάνω ζητήματα, η σιωπή τους μοιάζει δικαιολογημένη. Όχι μόνο διότι και οι ίδιοι έχουν γίνει εν πολλοίς τμήματα μηχανισμών και σχέσεων εξουσίας και άρα δυσκολεύονται να αρθούν υπεράνω αυτών συγκροτώντας μια ανεξάρτητη ανάλυση και ένα σχέδιο με προοπτική, αλλά και επειδή η ιδεολογία δεν διακρίνεται μηχανικά ανάμεσα σε αυτά που λέμε στον κόσμο και σε αυτά που κρατάμε για τον εαυτό μας. Το μοντέλο άσκησης πολιτικής που είναι υπό κρίση, όπως και το οικονομικό μοντέλο, έχουν αξίες και κανόνες που και οι ίδιοι ενστερνίζονται και δεν μπορούν να εγκαταλείψουν εύκολα. Όμως, η Αριστερά δεν πρέπει να χαίρεται εν τέλει για την διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Η πολιτική αμηχανία της Δεξιάς οδηγεί όλο το πολιτικό σύστημα πιο βαθιά στη λογική της διαχείρισης και της απαξίωσης. Το έχουμε δει άλλωστε να συμβαίνει και αλλού. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή ανέφερε κάτι για τις εσωκομματικές εκλογές της Ν.Δ. που θεωρήθηκε έμμεση στήριξη στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ένας βουλευτής της πετάχτηκε και ειρωνικά του αντέτεινε «Με δύο ευρώ μπορείς να ψηφίσεις!», αναφερόμενος στο αντίτιμο του δικαιώματος συμμετοχής στην ψηφοφορία. Αυτήν την εσωκομματική δημοκρατία των δύο ευρώ της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, την πληρώνουμε χρόνια τώρα όλοι μας, γιατί εξοικειώνει τον κόσμο με την απαξίωση της δημοκρατίας. Και τα ερωτήματα όσο δεν απαντώνται δεν χάνονται, αλλά φουσκώνουν και γίνονται ανεξέλεγκτα.