Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Απέχοντας και ψηφίζοντας


Άλλη μια φορά εκλογές και άλλη μια φορά που προέκυψε ένα πλούσιο υλικό προς αξιολόγηση, το οποίο κινδυνεύει να χαθεί μέσα από φωνές που διεκδικούν δικαιώσεις. Εδώ θα περιοριστούμε σε δύο σχόλια για την αποχή και την πολιτική ταυτότητα της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η συζήτηση για την αποχή που ξεκίνησε με το κλείσιμο της κάλπης γίνεται με τρόπο που δεν επιτρέπει να δούμε την πραγματική της διάσταση. Η ανάγκη να μειωθεί η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και να δικαιωθούν άλλες επιλογές που αυτοπαρουσιάζονται ως πιο αριστερές και συνεπείς προς το Όχι του δημοψηφίσματος έκανε την αποχή σύνθημα σε στόματα και πληκτρολόγια από όπου μαθαίνουμε πως «ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν λιγότεροι από δύο στους δέκα Έλληνες, άρα μην πανηγυρίζετε».
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί εδώ, αν θέλουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα μέσα από τον ορυμαγδό, δεν είναι η συνολική τυπική αποχή και τα ταχυδακτυλουργικά με τους αριθμούς, αλλά η αύξησή της.

Καταρχάς, όμως, να σημειώσουμε τρία πράγματα. Πρώτον, η τυπική συμμετοχή είναι 57% σε εκλογικούς καταλόγους συνολικά 9.840.000 πολιτών. Αν αφαιρέσουμε τους υπερήλικους, τους πολλούς μεταναστεύσαντες και τους νεκρούς -γιατί οι κατάλογοι δεν ανανεώνονται τακτικά και πάντα βρίσκουμε δεκάδες θεωρητικώς υπεραιωνόβιους- το ποσοστό αυτό μεγαλώνει. Ενδεικτικά, θεωρώντας πως το πραγματικό σύνολο των εν δυνάμει ψηφοφόρων είναι οκτώ εκατομμύρια (αρκετά λογικό για μια Ελλάδα έντεκα εκατομμυρίων), η συμμετοχή φτάνει στο 70%, άρα η αποχή στο 30%.
Δεύτερον, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την πολιτική χρήση της αποχής, γιατί, αν την αποδώσουμε στο ότι οι άνθρωποι που την επιλέγουν δεν βολεύονται στο πολιτικό σύστημα και το απαξιώνουν, τότε -αφού εξηγήσουμε το γιατί δεν κατάφεραν αυτούς τους δυσαρεστημένους από το σύστημα να τους πείσουν όσοι κινήθηκαν ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατηγορούσαν πως εξελίχθηκε, υποτίθεται, σε «μία από τα ίδια»- κινδυνεύουμε να της αποδώσουμε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που δεν έχει, ενώ, αντιθέτως, παραδοσιακά φέρει μεγάλο βαθμό μικροαστικής πολιτικής αντίληψης, ειδικά για όσους απέχουν σταθερά.

Τρίτον, στο δημοψήφισμα η τυπική συμμετοχή ήταν γύρω στο 60%, αλλά, αν μας έλεγε κάποιος πως το πραγματικό ποσοστό του Όχι δεν είναι 62%, αλλά 35%, και πως το 40% των Ελλήνων δεν ψήφισε διότι, για παράδειγμα, δεν του χωρούσε το εκβιαστικό δίλημμα του δημοψηφίσματος, κανένας αριστερός (ή απλώς λογικός) άνθρωπος δεν θα ήταν τόσο δεκτικός σε αυτή τη θέση.

Το συνολικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά μόλις 0,9% και οι συνολικοί του ψηφοφόροι κατά 320.000. Τα ποσοστά του στους αδύναμους οικονομικά δήμους των Β' Αθήνας, Β' Πειραιά και Α' Θεσσαλονίκης ήταν σε εξαιρετικά ύψη είτε μειώθηκαν ελαφρώς (Β' Αθήνας) είτε παρέμειναν σταθερά (Β' Πειραιά) είτε αυξήθηκαν αισθητά (Α' Θεσσαλονίκης), σε ποσοστά μεταξύ 39% και 42%. Τα νούμερα πάντα προσφέρονται για ερμηνείες. Αρκεί αυτές να μην είναι εύκολες. Γιατί τότε βρισκόμαστε με δύο αναλύσεις που κάποια πάσχει, αφού από τη μια λέμε πως ο λαός της 5ης Ιουλίου ήταν ηρωικός λέγοντας το Όχι και, από την άλλη, πως ο λαός της 20ής Σεπτεμβρίου ήταν υποταγμένος στη μοίρα του ψηφίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ για να διεκδικήσει και στις δύο περιπτώσεις μια προοπτική βελτίωσης της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση, η κατά 7% αύξηση της αποχής παραμένει πολύ σημαντική. Δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην κόπωση των ψηφοφόρων από τις συνεχείς εκλογές και τα έξοδα μετακίνησης των ετεροδημοτών. Κομβική της αιτία είναι η απογοήτευση από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και την αμφισβήτηση τού κατά πόσο οι εκλογές μπορούν να φέρουν μια διαφορετική πολιτική.

Η ανατροπή αυτής της πεποίθησης θα είναι δείκτης και εργαλείο επιτυχίας της νέας κυβέρνησης, αφενός διότι θα σημαίνει πως θα έχει αποδείξει τη διαφορά των στοιχείων της δικής της πολιτικής -αυτή τη φορά στην εφαρμοσμένη πολιτική, δηλαδή στην καθημερινότητα των ανθρώπων και όχι στη διαπραγμάτευση, όπου η τεράστια προσπάθεια ήταν πολύ δύσκολο να αγνοηθεί-, αφετέρου διότι η συμμετοχή των ανθρώπων στην πολιτική διαδικασία είναι απαραίτητη για την επιτυχία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αν οι πολλαπλοί κοινωνικοί ανταγωνισμοί δεν έρχονται στο φως, κανείς δεν θα μπορέσει να τους διευθετήσει προς όφελός μας.

Για μια θετική ψήφο τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ

http://www.neolaia.gr/2015/09/17/thetiki-psifo-twra-ston-siriza/


Δεν θέλω να συζητήσω πολύ για την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση, γιατί έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα. Το σχέδιο ήταν αυτό που ήταν, εγκεκριμένο από συνέδρια και κεντρικές επιτροπές. Διαπραγμάτευση εντός του ευρώ, με όριό μας την επιβίωση του λαού.Αυτή η τακτική βασιζόταν σε κάποιες προϋποθέσεις, κυρίως στο ότι μέσω της διεθνοποίησης του ελληνικού ζητήματος θα δημιουργούνταν στην Ευρώπη μια συμμαχία χωρών ενάντια στη Γερμανία, στο ότι οι εταίροι δε μπορούσαν με τίποτα να σηκώσουν οικονομικά το βάρος της εξόδου μας από την ευρωζώνη και στο ότι θα πιέζαμε μέσω των σχέσεων μας με άλλες χώρες.

Τελικά, κάποια έγιναν ανεπαρκώς και κάποια καθόλου. Μια συμμαχία στήθηκε. Γαλλία και Ιταλία πήγαν κόντρα στα σχέδια του Σόιμπλε γιατί κατάλαβαν πως θέλει να τις έχει και αυτές υποχείριά του, αλλά δεν ήταν τελικά έτοιμες να το φτάσουν στα άκρα. Ίσως, η σύγκρουση ανεβλήθη για αργότερα. Άλλωστε, οι παραδοσιακές ηγεσίες πάντα ξέρουν να παίζουν με τον χρόνο και τις συνθήκες. Από την άλλη, η Μέρκελ φάνηκε πως όντως ήθελε να αποφύγει το Grexit, αλλά ο Σόιμπλε την πρόλαβε στη στροφή, έκανε καλύτερες κοινωνικές συμμαχίες, τα βρήκε με το ΔΝΤ πίσω από την πλάτη της και τελικά μας εκβίασε με την διάλυση των τραπεζών και την απόλυτη χρεοκοπία, γιατί πίστεψε πως θα άντεχε το οικονομικό κόστος μιας χρεοκοπίας εντός της ευρωζώνης, αλλά όχι το πολιτικό κόστος του να νικήσουμε και να γεμίσει μετά η Ευρώπη από διάφορους ΣΥΡΙΖΑ. Και τέλος, η Ρωσία και η Κίνα όχι απλώς δεν πίεσαν τους δανειστές μας, αλλά μας έβαζαν και ως όρο για να έχουμε εμπορικές σχέσεις και να γίνουν επενδύσεις όπως ο αγωγός αερίου το να παραμείνουμε εντός ΟΝΕ. Τόσο απλά. Το παιχνίδι παραείναι σύνθετο και δεν παίζεται με δικούς μας κανόνες. Παίξαμε πρώτη φορά και δεν μας πήγε καλά.

Για να τα λέμε, λοιπόν, σωστά τα πράγματα, το πραγματικό όριο της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η παραμονή στο ευρώ, αλλά η αποφυγή της διάλυσης των τραπεζών, δηλαδή της χρεοκοπίας της χώρας, δηλαδή αυτό που είπαμε στην αρχή: η επιβίωση του λαού. Γιατί η άτακτη χρεοκοπία δεν θα άφηνε περιθώριο ούτε για μια στοιχειωδώς ανεκτή διαβίωση, ούτε για πολιτική χωρίς βία και πανικό. Και ασφαλώς, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έλεγε για υπογραφή μιας συμφωνίας λιτότητας, αλλά δεν έλεγε και για χρεοκοπία. Και δεν έλεγε, γιατί είναι η ελάχιστη αυτονόητη υποχρέωση που αναλαμβάνει μια κυβέρνηση, η αποφυγή της χρεοκοπίας. Από εκεί και πέρα, κανείς πολιτικός αντίπαλος δεν μπορεί να κουνάει το δάχτυλο. Όχι αυτοί που μας έφεραν ως εδώ, μας έδεσαν χειροπόδαρα και μας έλεγαν να υπογραφεί όποια συμφωνία κι αν μας δώσουν. Μα ούτε αυτοί που υποστήριζαν εδώ και καιρό τη δραχμή αλλά δεν έφεραν ποτέ καμία εμπεριστατωμένη μελέτη, αν και ο Π. Λαφαζάνης δήλωσε στο ντιμπέιτ πως δεν χρειάζεται καμία μελέτη για την αλλαγή του νομίσματος γιατί είναι πολύ απλό πράγμα και ο Κ. Λαπαβίτσας πως χρειάζεται σχέδιο, αλλά μόνο μια κυβέρνηση μπορεί να το βγάλει, άρα παραδέχεται πως ούτε ο ίδιος έχει τώρα σχέδιο. Άλλωστε, ο Τσίπρας προέκυψε πως είχε ζητήσει από τον Βαρουφάκη σχέδιο αντιμετώπισης του Grexit, δεν το απέφυγε, αλλά το σχέδιο δεν ήταν πειστικό. Και δεν μπορούν να κουνάν το δάχτυλο, επίσης, διότι αν πίστευαν ότι είναι αναπόφευκτη η αποτυχία αν δεν πάμε στη δραχμή, όπως λένε (και πάλι, όχι καθαρά) τώρα, θα έπρεπε να μην έχουν συμμετάσχει στις εκλογές του Γενάρη με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και να μπουν στην κυβέρνηση και να παρασύρουν τον κόσμο, αλλά να τον προστατεύσουν. Αφού δεν το έκαναν προκύπτει πως ούτε καν αυτοί ήταν σίγουροι για τη θέση τους αυτή. Ακόμη περισσότερο, όμως, δεν μπορούν να κουνάν το δάχτυλο αυτοί που όλο αυτόν τον καιρό υποστήριζαν το σχέδιο και την τακτική που είχε ορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και στο παρά πέντε, δυσαρεστημένοι από την ήττα στη διαπραγμάτευση, ξαφνικά άλλαξαν λεζάντα και χωρίς το παραμικρό ίχνος αυτοκριτικής τώρα καταγγέλουν σφόδρα, λες και δεν ήταν ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ και δεν στήριζαν και συνδιαμορφώναν αυτήν την τακτική που έχασε. Ίσως, γιατί πρέπει να φωνάξουν ακόμη περισσότερο τώρα την νέα τους γραμμή, για να καθιερωθούν στον νέο τους περιβάλλον, ως νεοφώτιστοι.

Αλλά φτάνει με τους άλλους. Να πάμε στον μόνο που έχει δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλο. Στον κόσμο. Που περίμενε να δει να βελτιώνεται η ζωή του μέσα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και σε μεγάλο βαθμό, δεν το είδε. Αυτός ο κόσμος που έφτασε να δώσει το μαγικό 62% του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα, που ριζοσπαστικοποιήθηκε ατελώς αλλά έβαλε πλάτη στα δύσκολα. Σε αυτούς τους ανθρώπους αξίζει μια πολύ καλή εξήγηση. Και μαζί, μερικοί πολύ καλοί λόγοι για να τους ζητήσουμε να στηρίξουν ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ με ψήφο θετική.

Ο κόσμος αυτός είδε μια κυβέρνηση να δίνει μια μεγάλη μάχη. Αναμφισβήτητα. Αλλά οι καλές προθέσεις και οι προσπάθειες δεν τρώγονται. Σύμφωνοι. Κάποια από τα πράγματα, όμως, που έγιναν την ίδια περίοδο, «τρώγονται», δηλαδή αφορούν την καθημερινότητα και την επιβίωση των ανθρώπων. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι ευνοήθηκαν από τον νόμο κατά της ανθρωπιστικής κρίσης, μεταξύ άλλων συνδέοντας πάλι το ρεύμα στα σπίτια τους, ένα εκατομμύριο άνθρωποι και νομικά πρόσωπα ρύθμισαν τα χρέη τους με τον νόμο για τις εκατό δόσεις, 7.500 οικογένειες κέρδισαν ξανά τις δουλειές τους με τις επαναπροσλήψεις στο δημόσιο, η πρώτη κατοικία προστατεύτηκε ρητά από τις τράπεζες, καταργήθηκε το 5ευρώ για τα νοσοκομεία, φρέναρε ο νόμος για τις μαζικές απολύσεις. Δηλαδή, αναιρέθηκαν πράγματα που δεν ήταν απλώς παράπλευρες συνέπειες της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά καθαροί στόχοι, ειδικά αν σκεφτούμε τον Γεωργιάδη να φωνάζει «το Μνημόνιο είναι ευλογία» και «δεν θα μου πάρει εμένα την δόξα ο Τόμσεν, εγώ τις θέλω τις απολύσεις», τον Βορίδη να λέει «δηλαδή τι θέλετε, να μην παίρνουν οι τράπεζες τα σπίτια και να μην εισπράττουν τα χρέη;» και τον ίδιο τον Σαμαρά να λέει πως «τα μέτρα του Μνημονίου φέρνουν την ανάπτυξη». Τι θα γινόταν αν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ αυτούς τους μήνες ήταν η ΝΔ; Και τι θα γίνει αν επανέλθει; Θα μείνουν όλα αυτά στη θέση τους ή σε λίγο θα χαθούν ξανά;

Ο κόσμος, επίσης, θέλει να δει κάποια ισοδύναμα για τα μνημονιακά μέτρα. Και κυρίως, θέλει να πειστεί πως η χώρα δεν θα είναι σε τόσο ασφυκτικό κλοιό, ώστε να μην μπορεί να ασκήσει καμιά δικιά της πολιτική, ώστε να μην μπορεί να βγει από το καταστροφικό σπιράλ της λιτότητας. Και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα, γιατί τα μέτρα είναι υφεσιακά και αν εφαρμοστούν πλήρως θα μεγαλώσουν τη φτώχεια. Αλλά είναι και εντελώς απλά. Γιατί όπως και να είναι η κατάσταση, είναι πολύ προτιμότερο να την αντιμετωπίσει με μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δίπλα του, που θα μάχεται για να ανοίγει όσο πιο πολλές ρωγμές μπορεί στη συμφωνία και να δημιουργεί αναστατώσεις στην Ευρώπη. Ήδη, το κλίμα δείχνει να αλλάζει. Από την πανευρωπαϊκή κατακραυγή προς τη Γερμανία, μέχρι την εκλογή του αριστερού Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών στην Αγγλία, τα πράγματα ήδη ανακατώνονται. Δεν χάθηκε ο πόλεμος. Χάθηκε ο στόχος να αλλάξουμε τα πάντα μέσα σε έξι μήνες. Δικαιούμαστε όμως να κάνουμε την προσπάθεια να αλλάζουμε κάθε φορά όσο πιο πολλά μπορούμε, να αλλάζουμε έτσι το συσχετισμό δύναμης και να μπλεκόμαστε σε αυτό το σύνθετο πολιτικό παιχνίδι, από το οποίο ο αναχωρητισμός δεν λύνει κανένα πρόβλημα.

Τέλος, αν ήθελα συνοπτικά να απαριθμήσω κάποιους ακόμη λόγους για τη στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγα πως:
Τα ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα και κινήματα αλλά και τα συνδικάτα ελπίζουν πολύ στον ΣΥΡΙΖΑ και κοιτάν πάντα στην Ελλάδα με ελπίδα. Μια ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα τους έστελνε το μήνυμα πως όλα τέλειωσαν, το αριστερό φιλολαϊκό εγχείρημα στην Ελλάδα κατέρρευσε, δεν υπάρχει πια ελπίδα και εναλλακτική και θα γυρνούσαν τα πάντα πολλά χρόνια πίσω.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια νίκη του Σόιμπλε, ένας απόλυτος θρίαμβος του εκβιασμού. Η κατάρρευση κάθε πεδίου αντίστασης, η απόλυτη παράδοση του ελληνικού λαού στη λιτότητα, η απόλυτη παραδοχή της μοίρας μας.
Όχι απλώς θα αναιρεθούν, σε περίπτωση ήττας, τα επιτεύγματα της κυβέρνησης, αλλά η χώρα θα επιστρέψει συνολικά στα χέρια αυτών που την έφεραν ως εδώ και η απογοήτευση που θα έρθει στον κόσμο θα είναι τεράστια, όλοι θα πιστέψουν πως τίποτα πια δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε στο ζήτημα της διαφθοράς, της διαπλοκής, της λειτουργίας του κράτους.
Πιστεύουν κάποιοι αριστεροί πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα χάσει, θα μείνει χώρος για να φτιαχτεί ένα νέο αριστερό εγχείρημα που θα ανθίσει σύντομα επειδή θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα του κόσμου. Τίποτα πιο απατηλό. Γιατί η πολιτική διαδικασία δεν είναι αυτόματη και άρα το ότι θα εκπροσωπήσεις τα συμφέροντα του κόσμου δεν σημαίνει ότι ο κόσμος θα προστρέξει. Διότι, απλούστατα, όταν κατέρρευσε ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός η ήττα του παρέσυρε όλες τις εκδοχές της Αριστεράς, από τις πιο απολογητικές του μέχρι τις πιο κριτικές, ακόμη και αυτές που με την κατάρρευση δικαιώθηκαν απολύτως στην κριτική τους. Αλλά για τον κόσμο διαψεύστηκε οτιδήποτε αριστερό και μας πήρε είκοσι χρόνια για να υπάρξει ξανά η Αριστερά με σοβαρούς όρους. Έτσι και τώρα, αν καταρρεύσει το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο είναι πως κανένα άλλο αριστερό εγχείρημα δεν θα μπορέσει να συμμαζέψει την απελπιστική απογοήτευση των λαϊκών στρωμάτων και η εξέλιξη θα μοιάζει με κατολίσθηση. Το ρίσκο παραείναι μεγάλο για να παίζουμε, γιατί το κενό που θα δημιουργηθεί δεν ξέρουμε ποιος θα το καλύψει και ειδικά με δεδομένο πως η Χρυσή Αυγή παραμένει τρίτο κόμμα και η απελπισία θα τροφοδοτήσει τη βία. Η διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι βασικός όρος για τη διατήρηση της κοινωνίας.

Αν λοιπόν θεωρούμε πως η Αριστερά είναι κι αυτή μια πολιτική δύναμη και άρα δικαιούται -μάλλον, είναι υποχρεωμένη- να χάνει κάτι για να κερδίσει κάτι άλλο, να πετυχαίνει επιμέρους νίκες, όσες μπορεί να φέρει ο αγώνας της σε κάθε συγκυρία και σε κάθε συσχετισμό δύναμης, ακριβώς για να μπορεί με μικρές και μεγάλες νίκες, συγκρούσεις και τομές να μετατοπίζει τον συσχετισμό δύναμης στην πορεία κερδίζοντας έδαφος, αν η Αριστερά θεωρούμε πως δικαιούται και αυτή να πάρει λίγο χρόνο για να μπορέσει να βελτιώσει τη θέση της και να δώσει μάχες με καλύτερους όρους, και πως μπορούμε να την κρίνουμε σε βάθος χρόνου και όχι μόνο σε εφτά μήνες, τότε αξίζει μια θετική ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ. Με την προϋπόθεση πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναζητά διαρκώς τους τρόπους (γιατί θα είναι συνδυασμών τρόπων και μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν) που θα του επιτρέπουν στο τέλος να ξεπεράσει τον εκβιασμό, αν του τεθεί εκ νέου.

Σε αντίθεση με τις φωνές που έλεγαν ότι έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ αφού έχασε και δεν κατήργησε τα Μνημόνια να παραιτηθεί, πως δεν έπρεπε να υπογράψει τη συμφωνία και να αμαυρώσει το όνομα της Αριστεράς, εμείς λέμε πως το όνομά μας θα το αμαύρωνε το να εγκαταλείψουμε τον κόσμο μόνο του, αντιμέτωπο με τις συνέπειες και των δικών μας ενεργειών. Η συνεπής αριστερή στάση δεν είναι το «έτσι που τα κάναμε, ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα». Η συνεπής με τις καλύτερες στιγμές της Αριστεράς στάση είναι το «έτσι όπως τα κάναμε, έτσι όπως μας τα έκαναν, έτσι πως έγιναν τα πράγματα, δεν έχει σημασία, θα κάτσουμε εδώ να τα υποστούμε όλα μαζί με τον κόσμο, να τα παλέψουμε. Να αναλάβουμε, δηλαδή, το βάρος, να προσπαθούμε συνέχεια να προστατεύουμε τους ανθρώπους σαν εμάς και την ίδια στιγμή, καθημερινά, να ακούμε την κριτική τους». Όχι άλλα καθαρά αλλά αδούλευτα χέρια, όχι άλλες περήφανες ήττες. Είναι πια η ώρα να μην κάνουμε πίσω.

Ο Στάλιν και ο ΣΥΡΙΖΑ στην εποχή των Μνημονίων: πολεμώντας πριν τον πόλεμο.


Έτσι πως φτάσαμε εδώ, ας κάνουμε την παραδοχή πως κάτι πολύ σοβαρό φαίνεται πως ηττήθηκε. Φαίνεται πως ηττήθηκε μια στρατηγική και μια τακτική. Η στρατηγική πως μπορούμε εντός του παρόντος συσχετισμού δύναμης στην ευρωζώνη να ασκήσουμε πολιτική αντι-λιτότητας. Η τακτική πως οι αντίπαλοί μας (αυτό, ούτε εταίροι, ούτε σύμμαχοι, αλλά ταξικοί αντίπαλοι) δεν θα τολμήσουν να μας βγάλουν εκτός ευρώ γιατί θα το πληρώσουν στο πολλαπλάσιο. Φαίνεται πως έτσι, λοιπόν, βουτήξαμε στον οικονομισμό. Γιατί αν σκεφτούμε λίγο πιο πολιτικά, θα δούμε πως αν ο Σόιμπλε είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ρίσκα, στον κίνδυνο να πάθει μια τεράστια οικονομική ζημία η ευρωζώνη και στον κίνδυνο να καταρρεύσει πολιτικά ο νεοφιλελευθερισμός και να γεμίσει η Ευρώπη αριστερές κυβερνήσεις, ήταν εξαιρετικά πιθανό να επιλέξει το πρώτο. Εμείς, το πιστέψαμε και επειδή είχαμε την ανάγκη να το πιστέψουμε. Δεν ξέρω αν πραγματικά το πίστευε και η κυβέρνηση. Το δεδομένο είναι πως το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βρέθηκαν να κοιτάνε κάτω από τα πόδια τους να χάσκει το κενό. Άλλωστε, ένα σύστημα που τον Δεκέμβρη του 1944, χωρίς καν να επιδιώξει η Αριστερά στην Ελλάδα να πάρει την εξουσία, έβγαλε στους δρόμους στρατό κατοχής και επιστράτευσε τους συνεργάτες των Ναζί για να την ξεκληρίσει, δεν θα παραδινόταν σήμερα. Σίγουρα όχι για λόγους ηθικών αρχών και δημοκρατικής κουλτούρας.

Να πούμε επίσης πως αυτές τις μέρες διατυπώνονται και επιμέρους κριτικές που χρεώνουν πάρα πολύ σοβαρά λάθη διαχείρισης, τα οποία αποδυνάμωσαν την διαχειριστική θέση της κυβέρνησης. Για το περιβάλλον του προέδρου, πως άφησε τα χρήματα του ELA του Φλεβάρη να φύγουν από τη χώρα με τις μεταφορές των καταθέσεων των πλουσίων, αντί να κάνει μερικό capital control προς το εξωτερικό, πως δεν θέλησε να πάρει τον έλεγχο των τραπεζών και να προκηρύξει νωρίτερα στάση πληρωμών των δόσεων ώστε να καλυφθούν άλλες ανάγκες για καιρό και να υπάρχει μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο διαπραγμάτευσης. Όλα αυτά έχουν σημασία. Και για το πριν, αλλά και για το μετά.

Το βασικό αδύνατο σημείο είναι πως δεν υπήρξε Σχέδιο Β΄, σχέδιο για την απεμπλοκή από τον εκβιασμό του «Μνημόνιο ή δραχμή». Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται μόνο στην απροθυμία της ηγεσίας. Ξέρω πως ήταν συλλογική πλειοψηφική θέση το να μην συζητάμε για τη δραχμή. Στο σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ, καμιά αυταπάτη για τη δραχμή», ασφαλώς ο καθένας ρίχνει το βάρος εκεί που προτιμάει. Και από αυτό φαίνεται ότι το σύνθημα αυτό δεν ήταν πολιτική τακτική, αλλά κάτι που θα επέτρεπε να είναι στο ίδιο κόμμα δύο αποκλίνουσες πολιτικές στρατηγικές. Είναι, όμως, ακόμη, αποκλίνουσες;

Κάτι ακόμη για το ευρώ. Αν θέλαμε να φτιάξουμε σχέδιο εξόδου θα έπρεπε αυτό να πληροί τρεις προϋποθέσεις:

1) Να είναι τεχνικά βιώσιμο, δηλαδή να αποδεικνύει πως υπάρχει τρόπος να ζήσει στοιχειωδώς ο κόσμος για κάποιο καιρό -παρά το ότι η Ελλάδα δεν έχει τροφική αυτάρκεια (όπως είχε η Αργεντινή)- πως θα έχουμε επάρκεια σε φάρμακα αν αδυνατούμε να προμηθευτούμε πρώτες ύλες από την Ευρώπη και πως θα αντέξουν οι τράπεζες χωρίς να μας εξαερωθούν όλες οι καταθέσεις -όπως απειληθήκαμε- ή αναγκαστούμε να τις κουρέψουμε μόνοι μας.

2) Να είναι γεωπολιτικά βιώσιμο, δηλαδή να αποδεικνύει ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες θα δέχονταν να έχουμε εμπορικές και πολιτικές σχέσεις που θα μας κρατούσαν όρθιους αν βγαίναμε από την ευρωζώνη και πως αυτή η στήριξη θα είναι σχετικώς επαρκής.

3) Αυτό το σχέδιο να μην λειτουργούσε ενάντια στον ταξικό μας προσανατολισμό, δηλαδή να μην κατέληγε σε ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων προκειμένου ο ελληνικός καπιταλισμός και το εθνικό του νόμισμα να γίνει πιο ανταγωνιστικός απέναντι στους άλλους, άρα, βασικά, να ρίξει το κόστος παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρω αν ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να φτιαχτεί πριν από την ανάληψη της κυβέρνησης, άρα πριν να έχουμε στα χέρια μας όλα τα στοιχεία και τους μηχανισμούς του κράτους. Δεδομένο, παραμένει, πως δεν το είχαμε και δεν το έχουμε.

Ο επόμενος καιρός
Και τώρα; Ας μην γελιόμαστε. Αυτό που έγινε είναι ότι η χώρα δέχτηκε μια μεγάλη ιμπεριαλιστική επιβολή. Ναι, η ευρωζώνη είναι ιμπεριαλισμός. Και από αυτόν πρέπει κάπως να ξεφύγουμε. Η υποχρέωση για έλεγχο και αποδοχή από τους δανειστές όλων των νόμων πριν ψηφιστούν, η απαγόρευση στην κυβέρνηση να ορίζει η ίδια ακόμη και τους Γενικούς Γραμματείς και το σχέδιο να γεμίσει ο τόπος και το κράτος με μικρούς Στουρνάρες, τοποτηρητές των δανειστών, αλλά και διάφορα περιστατικά που ήδη προκύπτουν το μαρτυρούν αυτό: η χώρα μπαίνει σε καθεστώς αποικίας.

Αυτές τις μέρες έχουν ήδη φανεί δυο σχέδια για την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ. Το ένα είναι αυτό που κάποιοι εισηγούνται στον Αλέξη Τσίπρα, να πάει σε γρήγορες εσωκομματικές διαδικασίες και γρήγορες εκλογές, με μόνο πρακτικό στόχο να εκκαθαρίσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα και με μόνο προεκλογικό επίδικο την εφαρμογή του Μνημονίου με τη διαρκή αναζήτηση ισοδύναμων. Υπάρχει και μια άλλη οπτική, που πρόλαβε να εκφραστεί ήδη από την επιστολή του συντρόφου Θοδωρή Δρίτσα: να προχωρήσουμε στην εφαρμογή του Μνημονίου για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στη χώρα και να αρχίσουμε άμεσα να σχεδιάζουμε ένα σχέδιο απεμπλοκής.

Τι σόι απεμπλοκή θα είναι αυτή; Το ότι, όπως πλέον παραδεχόμαστε, η Ελλάδα είναι θύμα του ιμπεριαλισμού και περιέρχεται σε καθεστώς αποικίας μας πάει σε δύο συμπεράσματα. Πρώτο, πως από τον ιμπεριαλισμό δεν ξεφεύγεις με μια απόφαση, απλώς αλλάζοντας νόμισμα. Γιατί η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δεν θα αλλάξει, ούτε ο παραγωγικός της ιστός τροποποιείται τόσο εύκολα, άρα οι ίδιες χώρες πάλι θα μας περιβάλουν και τις ίδιες ανάγκες θα έχουμε. Και πως αν βγούμε από την ευρωζώνη, το πιθανότερο είναι πως θα δεχτούμε μια ακόμη μεγαλύτερη επίθεση, έναν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο από την ηγεσία της ευρωζώνης για αποδείξει πως «όποιον βγαίνει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος». Άρα, αυτή η απεμπλοκή ίσως και πάλι να μην είναι νομισματική. Σίγουρα, πάντως, πρέπει να πατάει πάνω στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, την εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων των αντιπάλων και τις διαθέσεις των άλλων λαών. Δεύτερο συμπέρασμα, πως στον ιμπεριαλισμό και την αποικιακή εκμετάλλευση δεν πλήττονται μόνο τα εργατικά στρώματα. Πλήττεται και ένα σημαντικό μέρος της μικρής, μεσαίας, αλλά και της μεγάλης αστικής τάξης. Από τα μαγαζιά και τις παραγωγικές μονάδες (που εξαφανίζονται προς όφελος των μεγάλων εγχώριων επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς, αλλά και υπέρ των ξένων ανταγωνιστών τους που θα πάρουν μερίδιο στην ελληνική αγορά) μέχρι την φαρμακοβιομηχανία (που λόγω της απελευθέρωσης των τιμών σε λίγα χρόνια μπορεί να έχει εξοντωθεί από τον ανταγωνισμό των πέντε-έξι μεγάλων βιομηχανιών που θα μείνουν στον κόσμο) υπάρχουν μερίδες της αστικής τάξης που πλήττονται από την πολιτική της ευρωζώνης. Αντιαποικιακός αγώνας, λοιπόν, ποτέ στην ιστορία, αλλά ούτε και τώρα, δεν υπάρχει χωρίς τη στρατηγική συμπερίληψη και όσων πλήττονται από τη μεριά της αστικής τάξης. Ναι, ίσως θέλουμε τώρα μια εθνική αστική τάξη.

Το σχέδιο, λοιπόν, είναι σύνθετο. Πολύ σύνθετο. Αλλά πρέπει να φτιαχτεί. Αλλιώς, στο τέλος, και παρά τις αντίθετες δημοσκοπικές ενδείξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ θα σαρωθεί από την κοινωνική κίνηση, η οποία δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση θα είναι. Και σίγουρα στο νέο αυτό πλαίσιο μας, αυτά τα δυο πολιτικά σχέδια που υπήρχαν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια και τόσο αποκλίνοντα και ασυμφιλίωτα. Κάθε άλλο. Αλλά για να παραμείνουν μαζί χρειάζεται μια νέα τίμια πολιτική συμφωνία για το από δω και πέρα, και σε επίπεδο παραγόντων -αφού ακόμη δεν ξεπεράσαμε τις παμπάλαιες ασθένειές μας- εντός του κόμματος. Και να σταματήσουν όλοι -ΤΩΡΑ- να τραβάνε το σκοινί. Να αποφασίσουν πως από εδώ και πέρα ψηφίζουμε μαζί, αλλά και μαζί διαμορφώνουμε το σχέδιο για την επόμενη μέρα. Ως κομματικό πολεμικό επιτελείο. Γιατί αυτό έχουμε τώρα: να πολεμήσουμε καθημερινά, οργανώνοντας τον μεγάλο πόλεμο πριν τον δώσουμε.

Καλά όλα αυτά, θα πείτε, αλλά ο Στάλιν που στο καλό κολλάει; Είδα πως αυτές τις μέρες πολύ επικαλέστηκαν ξανά τον Λένιν και το παράδειγμα του Μπρεστ-Λιτόφσκ, της συμφωνίας που υπέγραψε χαρίζοντας ρώσικη γη στην Αυτοκρατορική Γερμανία για να κερδίσει χρόνο για τη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω, όμως, πως από την Ιστορία μας υπάρχει ένα ακόμη πιο χρήσιμο παράδειγμα. Όταν το 1939 ο Στάλιν υπέγραψε με τον Χίτλερ το Σύμφωνο Μη-Επίθεσης (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντρομπ) κατηγορήθηκε πως συμμαχούσε με τους Ναζί. Ο Στάλιν, όμως, ήξερε πως νωρίτερα οι Δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις, μαζί με τις ΗΠΑ, προσδοκούσαν πως θα γινόταν μια συντονισμένη με την χιτλερική Γερμανία πανευρωπαϊκή εισβολή στην ΕΣΣΔ για να καταπνίξει την Επανάσταση. Τότε αποφάσισε να υπογράψει ο ίδιος το Σύμφωνο με τον Χίτλερ, ώστε να κερδίσει χρόνο. Αλλά τον χρόνο αυτόν τον αξιοποίησε πραγματικά. Γιατί όσο καιρό ο Χίτλερ πολεμούσε αλλού, ο Στάλιν είχε δώσει την εντολή και στην ΕΣΣΔ ξεβίδωναν ολόκληρα εργοστάσια, τα έβαζαν σε βαλίτσες, τα έστελναν στη σοβιετική ενδοχώρα, σε μέρη που δεν μπορούσε να πλήξει ο Χίτλερ, και τα συναρμολογούσαν ξανά. Και έτσι, όταν δύο χρόνια μετά, το 1941, ήρθε η στιγμή της ναζιστικής εισβολής, ο Στάλιν και η ΕΣΣΔ είχαν πλέον διαμορφώσει τους όρους για να δώσουν αυτόν τον πόλεμο, που αλλιώς θα έχαναν μέσα σε μια εβδομάδα. Και να τον κερδίσουν.