Τις μέρες της Δεκεμβριανής εξέγερσης του 2008, μετά την περίφημη ανάρτηση στην Ακρόπολη του πανό που έγραφε τη λέξη «Αντίσταση», ο Γιάννης Πρετεντέρης σχολίαζε στο Βήμα σκωπτικά (πώς αλλιώς;) πως η προτροπή αυτή στερούταν νοήματος: «Όταν ο Μανώλης Γλέζος κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη και μας κάλεσε σε αγώνα, η λέξη “αντίσταση” είχε νόημα διότι είχε κόστος. Σήμερα, που η χώρα μας είναι μια ελεύθερη και δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, δεν καταλαβαίνω απέναντι σε τι πρέπει να αντισταθούμε», έγραφε με επιτηδευμένη αφέλεια. Ο Μανώλης Γλέζος, βεβαίως, είχε επικροτήσει την ενέργεια, αλλά ο Πρετεντέρης φαίνεται πως ήξερε καλύτερα κι από αυτόν!
Σήμερα, η ανάπτυξη του κινήματος «Δεν πληρώνω!» για τα διόδια και τα εισιτήρια των ΜΜΜ, και η πλειοψηφική αποδοχή του, έχουν γεμίσει τους φορείς της εξουσίας με άγχη. Κυρίως φοβίζει η κοινωνική διάχυση της «ανυπακοής» και της «ανομίας», της αντίληψης δηλαδή πως οι πολίτες δικαιούνται να κρίνουν αν ένας νόμος είναι εναντίον του κοινού συμφέροντος και να αρνούνται να τον εφαρμόσουν. Αυτό τους τρομάζει πολύ περισσότερο από τα χαμένα έσοδα και από τα αυξανόμενα ελλείμματα. Η δυστυχία των κρατούντων είναι πως δεν μπορούν να επικαλεστούν αποτελεσματικά και ως αυταξία την ανάγκη εφαρμογής των νόμων, καθώς οι ίδιοι είναι εξαιρετικά απαξιωμένοι στα μάτια της κοινής γνώμης, λόγω της σκανδαλώδους συμπεριφοράς του πολιτικού τους προσωπικού όσο και της αναποτελεσματικότητάς τους. Επιπλέον, ρόλο παίζει και η μόνη θετική συμβολή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το γεγονός ότι έκανε την ελληνική κοινωνία να καταλάβει πως ...ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό. Αυτά αποτυπώνονται στην αποδοχή των στόχων και των μέσων του «Δεν πληρώνω!» από πολίτες όλου του πολιτικού φάσματος, κυρίως όμως στην επιχειρηματολογία και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται εναντίον του.
Η ανοιχτή χρήση του όρου «Κίνημα των Τζαμπατζήδων» από τους δημοσιογραφικούς βραχίονες του συστήματος εξουσίας δεν περνάει, αφού το δημοσιογραφικό star system φαίνεται αναξιόπιστο ως φερέφωνο (αν και πλέον είναι πολύ περισσότερα) αυτού του συστήματος. Τη σκυτάλη λοιπόν έχουν πάρει εδώ και καιρό μία σειρά πανεπιστημιακοί, οι οποίοι έχοντας το πλεονέκτημα ότι εμφανίζονται ως μη συνδεόμενοι με κάποιο κόμμα, επιχειρούν να επενδύσουν τις επιταγές του συνασπισμού εξουσίας με επιστημονική αυθεντία. Πρόσφατο παράδειγμα, ή μάλλον κρούσμα, το άρθρο της Βασιλικής Γεωργιάδου, καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο («Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση», Το Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2011).
Η κ. Γεωργιάδου αρθρώνει τη θέση της σε τρεις άξονες:
Ο πρώτος είναι ότι το «Δεν Πληρώνω!» δεν συνιστά γνήσιο κίνημα «πολιτικής ανυπακοής», αφού «[οι] ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη».
Όμως, κίνηση πολιτικής ανυπακοής αποτελεί, με βάση τις διεθνείς πρακτικές των κινημάτων, η σύγκρουση των διαδηλωτών με την αστυνομία όταν αυτή τους εμποδίζει από το να πραγματοποιήσουν μία πορεία στη διαδρομή που επιλέγουν ή όταν τους φράζει το δρόμο μπροστά από κάποιο κυβερνητικό κτίριο. Η κίνηση αυτή γίνεται με επίκληση του Συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης και της κυκλοφορίας, άρα πληροί την προϋπόθεση της κ. Γεωργιάδου. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ την ίδια ή και κάποιον άλλο ακαδημαϊκό αυτής της αντίληψης να εγκρίνουν ή έστω να αποδέχονται το θεμιτό μιας τέτοιας δράσης. Επίσης, το Σύνταγμα ορίζει ως υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά ώστε να έχουν οι πολίτες εργασία. Αφού είναι προφανές πως η Πολιτεία θεσπίζοντας τους νόμους του Μνημονίου δεν ανταποκρίνεται σε αυτή τη Συνταγματική της δέσμευση, τι έχουν άραγε δικαίωμα να κάνουν οι πολίτες ως πολιτική ανυπακοή, επικαλούμενοι και πάλι την «υπερκείμενη αρχή του δικαίου», δηλαδή το Σύνταγμα; Μάλλον πολύ περισσότερα πράγματα από το να μην πληρώνουν εισιτήρια. Και τι θα μας έλεγε η κ. Γεωργιάδου σε μια τέτοια περίπτωση; Αναπάντητο το ερώτημα, ας πάμε παρακάτω.
Άξονας δεύτερος, το ζήτημα του προσωπικού κόστους της κινητοποίησης. «Ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος, που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του, επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι». Μάλιστα. Δηλαδή, για να είναι γνησίως αγωνιστική η στάση της άρνησης πληρωμής εισιτηρίου θα πρέπει να συνοδεύεται από την οικειοθελή πληρωμή του πολλαπλάσιου προστίμου! Η κυρία Γεωργιάδου, λοιπόν, μας εγκαλεί για το ότι δεν ανταποκρινόμαστε σε κάποιο μεσσιανικό πρότυπο αυτοθυσίας, μας κατηγορεί για το ότι δεν αυτοθυματοποιούμαστε και για το ότι δεν ακολουθούμε έναν απολύτως αναποτελεσματικό τρόπο δράσης, επιλέγοντας να πληρώνουμε πρόστιμα και να φυλακιζόμαστε, όπως προσφάτως μας απείλησε ο υπουργός Μεταφορών, προφανώς εμπνεόμενος από το ηρωικό πρότυπο που σκιαγράφησε η πανεπιστημιακός. Ιδού λοιπόν πώς επανέρχεται, αμπαλαρισμένη με πανεπιστημιακό κύρος, η άγαρμπη τοποθέτηση του Γιάννη Πρετεντέρη που είδαμε στην αρχή, για την «τζάμπα μαγκιά» των αγώνων χωρίς υψηλό προσωπικό κόστος.
Άξονας τρίτος, το καταπληκτικό δίπολο «καλοί άνθρωποι – κακά κόμματα». Με τα λόγια της κ. Γεωργιάδου «τα άτομα επιδιώκουν να αλλάξουν την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής και αναλαμβάνουν το ρίσκο της συμμετοχής σε πράξεις ανυπακοής, ενώ τα κόμματα επιδιώκουν τη δική τους επιβίωση στην πολιτική σκηνή. […] Με ένα τέτοιο σχέδιο υπονομεύονται μορφές συλλογικής δράσης της κοινωνίας πολιτών, καθώς η ικανότητά της να πετύχει στόχους που ωφελούν τη δική της ζωή θυσιάζεται στον βωμό της υπεράσπισης των κεκτημένων των ισχυρών και των ιδιοτελών συμφερόντων παρωχημένων κομματικών σχηματισμών». Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την εξωραϊσμένη αναδιατύπωση μίας πολιτικής επιταγής, αλλά για την εκλεπτυσμένη έκφραση ενός σχήματος που αν η κ. Γεωργιάδου αντιμετώπιζε σε γραπτό προπτυχιακού φοιτητή θα του επεσήμανε πως είναι υπόφορος προεπιστημονικών απόψεων και θα τον απέρριπτε. Έχουμε μπροστά μας τη χρήση μίας εξόχως απολίτικης αντίληψης (με σαφή όμως, εδώ, πολιτική στόχευση) για τη σχέση πολιτών – κομμάτων, που αναπαράγει τους επιφανειακούς τηλεοπτικούς αφορισμούς που εκτοξεύονται από περσόνες τύπου Αντώνη Κανάκη και καλούν τους πολίτες σε απομάκρυνση από τα, συλλήβδην «κακά», κόμματα και σε ενιαία δράση, ως εάν η κοινωνία να ήταν ομοιογενής και χωρίς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Βλέπουμε μία μονόπλευρη πρόσληψη των κομμάτων ως μηχανισμών που στοχεύουν βασικά στην αναπαραγωγή τους, από την οποία μάλιστα αποκλείονται σιωπηρά και ατεκμηρίωτα όλα τα υπόλοιπα κόμματα πλην αυτών της Αριστεράς. Όλος ο πλούτος των αναλύσεων του κομματικού φαινομένου και του σύνθετου, ως και αντιφατικού, ρόλου των κομμάτων καταρρέει μπροστά στην προτροπή «προσοχή, μακριά από τα κόμματα».
Ο λόγος της κ. Γεωργιάδου λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς των αρθρογραφούντων πανεπιστημιακών που δεν αποτελούν πρωτίστως επιστημονική ανάλυση, αλλά πολιτική δήλωση. Αυτό που φαίνεται να οραματίζονται είναι μία δημοκρατία χωρίς κόμματα. Δεν πρόκειται όμως γι΄ αυτό. Στην πραγματικότητα ελπίζουν σε μία κοινωνία χωρίς τα συγκεκριμένα αριστερά κόμματα, αλλά δεν μπορούν να το πουν. Ψελλίζουν μόνο κάποια ψυχροπολεμικής έμπνευσης φοβικά φληναφήματα, πως ενώ οι πολίτες αγωνίζονται για να ικανοποιήσουν τα (δίκαια) αιτήματα τους, τα κόμματα εκμεταλλεύονται αυτούς τους σκοπούς και τους συνδέουν με ευρύτερους, όπως η αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Πρόκειται για “ποινικοποίηση” μίας από τις βασικές πολιτικές λειτουργίες των κομμάτων, της συνάρθρωσης επιμέρους και συνολικών αιτημάτων. Ακόμη χειρότερα, θυμίζουν χωροφύλακα σε κάποια επαρχεία της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας του ’60 που λέει στους κατοίκους για την Αριστερά και το Κίνημα της Ειρήνης: «Μην τους ακούτε αυτούς που σας λένε πως θέλουν ειρήνη: στην πραγματικότητα θέλουν να φέρουν τον κομμουνισμό και να σας πάρουν την περιουσία». Μόνο που τότε, όπως και τώρα, η περιουσία την οποία μας καλούνε να διαφυλάξουμε οι πανεπιστημιακοί και άλλοι συμπαραστάτες της Μνημονιακής πραγματικότητας δεν είναι η δική μας…
Σήμερα, η ανάπτυξη του κινήματος «Δεν πληρώνω!» για τα διόδια και τα εισιτήρια των ΜΜΜ, και η πλειοψηφική αποδοχή του, έχουν γεμίσει τους φορείς της εξουσίας με άγχη. Κυρίως φοβίζει η κοινωνική διάχυση της «ανυπακοής» και της «ανομίας», της αντίληψης δηλαδή πως οι πολίτες δικαιούνται να κρίνουν αν ένας νόμος είναι εναντίον του κοινού συμφέροντος και να αρνούνται να τον εφαρμόσουν. Αυτό τους τρομάζει πολύ περισσότερο από τα χαμένα έσοδα και από τα αυξανόμενα ελλείμματα. Η δυστυχία των κρατούντων είναι πως δεν μπορούν να επικαλεστούν αποτελεσματικά και ως αυταξία την ανάγκη εφαρμογής των νόμων, καθώς οι ίδιοι είναι εξαιρετικά απαξιωμένοι στα μάτια της κοινής γνώμης, λόγω της σκανδαλώδους συμπεριφοράς του πολιτικού τους προσωπικού όσο και της αναποτελεσματικότητάς τους. Επιπλέον, ρόλο παίζει και η μόνη θετική συμβολή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, το γεγονός ότι έκανε την ελληνική κοινωνία να καταλάβει πως ...ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό. Αυτά αποτυπώνονται στην αποδοχή των στόχων και των μέσων του «Δεν πληρώνω!» από πολίτες όλου του πολιτικού φάσματος, κυρίως όμως στην επιχειρηματολογία και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται εναντίον του.
Η ανοιχτή χρήση του όρου «Κίνημα των Τζαμπατζήδων» από τους δημοσιογραφικούς βραχίονες του συστήματος εξουσίας δεν περνάει, αφού το δημοσιογραφικό star system φαίνεται αναξιόπιστο ως φερέφωνο (αν και πλέον είναι πολύ περισσότερα) αυτού του συστήματος. Τη σκυτάλη λοιπόν έχουν πάρει εδώ και καιρό μία σειρά πανεπιστημιακοί, οι οποίοι έχοντας το πλεονέκτημα ότι εμφανίζονται ως μη συνδεόμενοι με κάποιο κόμμα, επιχειρούν να επενδύσουν τις επιταγές του συνασπισμού εξουσίας με επιστημονική αυθεντία. Πρόσφατο παράδειγμα, ή μάλλον κρούσμα, το άρθρο της Βασιλικής Γεωργιάδου, καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο («Από την αντίσταση στην κομματική στρέβλωση», Το Βήμα, 13 Φεβρουαρίου 2011).
Η κ. Γεωργιάδου αρθρώνει τη θέση της σε τρεις άξονες:
Ο πρώτος είναι ότι το «Δεν Πληρώνω!» δεν συνιστά γνήσιο κίνημα «πολιτικής ανυπακοής», αφού «[οι] ενέργειες πολιτικής ανυπακοής στρέφονται μεν κατά του νόμου, εναρμονίζονται όμως με μια υπερκείμενη αρχή του δικαίου, την υπεράσπιση της οποίας επικαλείται η ηθική συνείδηση του ανυπάκουου πολίτη».
Όμως, κίνηση πολιτικής ανυπακοής αποτελεί, με βάση τις διεθνείς πρακτικές των κινημάτων, η σύγκρουση των διαδηλωτών με την αστυνομία όταν αυτή τους εμποδίζει από το να πραγματοποιήσουν μία πορεία στη διαδρομή που επιλέγουν ή όταν τους φράζει το δρόμο μπροστά από κάποιο κυβερνητικό κτίριο. Η κίνηση αυτή γίνεται με επίκληση του Συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης και της κυκλοφορίας, άρα πληροί την προϋπόθεση της κ. Γεωργιάδου. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ την ίδια ή και κάποιον άλλο ακαδημαϊκό αυτής της αντίληψης να εγκρίνουν ή έστω να αποδέχονται το θεμιτό μιας τέτοιας δράσης. Επίσης, το Σύνταγμα ορίζει ως υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά ώστε να έχουν οι πολίτες εργασία. Αφού είναι προφανές πως η Πολιτεία θεσπίζοντας τους νόμους του Μνημονίου δεν ανταποκρίνεται σε αυτή τη Συνταγματική της δέσμευση, τι έχουν άραγε δικαίωμα να κάνουν οι πολίτες ως πολιτική ανυπακοή, επικαλούμενοι και πάλι την «υπερκείμενη αρχή του δικαίου», δηλαδή το Σύνταγμα; Μάλλον πολύ περισσότερα πράγματα από το να μην πληρώνουν εισιτήρια. Και τι θα μας έλεγε η κ. Γεωργιάδου σε μια τέτοια περίπτωση; Αναπάντητο το ερώτημα, ας πάμε παρακάτω.
Άξονας δεύτερος, το ζήτημα του προσωπικού κόστους της κινητοποίησης. «Ο ιδεότυπος του ανυπάκουου ενσαρκώνει το πρότυπο του αντι-τζαμπατζή: όχι μόνο δεν επωφελείται από ενέργειες άλλων, όπως κάνει ένας τυπικός λαθρεπιβάτης (freerider), αλλά αναλαμβάνοντας προσωπικό κόστος, που φτάνει μέχρι το ρίσκο της ποινικής δίωξης και καταδίκης του, επιδιώκει την παραγωγή ενός αποτελέσματος από το οποίο μπορεί να ωφεληθούν πολλοί άλλοι». Μάλιστα. Δηλαδή, για να είναι γνησίως αγωνιστική η στάση της άρνησης πληρωμής εισιτηρίου θα πρέπει να συνοδεύεται από την οικειοθελή πληρωμή του πολλαπλάσιου προστίμου! Η κυρία Γεωργιάδου, λοιπόν, μας εγκαλεί για το ότι δεν ανταποκρινόμαστε σε κάποιο μεσσιανικό πρότυπο αυτοθυσίας, μας κατηγορεί για το ότι δεν αυτοθυματοποιούμαστε και για το ότι δεν ακολουθούμε έναν απολύτως αναποτελεσματικό τρόπο δράσης, επιλέγοντας να πληρώνουμε πρόστιμα και να φυλακιζόμαστε, όπως προσφάτως μας απείλησε ο υπουργός Μεταφορών, προφανώς εμπνεόμενος από το ηρωικό πρότυπο που σκιαγράφησε η πανεπιστημιακός. Ιδού λοιπόν πώς επανέρχεται, αμπαλαρισμένη με πανεπιστημιακό κύρος, η άγαρμπη τοποθέτηση του Γιάννη Πρετεντέρη που είδαμε στην αρχή, για την «τζάμπα μαγκιά» των αγώνων χωρίς υψηλό προσωπικό κόστος.
Άξονας τρίτος, το καταπληκτικό δίπολο «καλοί άνθρωποι – κακά κόμματα». Με τα λόγια της κ. Γεωργιάδου «τα άτομα επιδιώκουν να αλλάξουν την πραγματικότητα της καθημερινής τους ζωής και αναλαμβάνουν το ρίσκο της συμμετοχής σε πράξεις ανυπακοής, ενώ τα κόμματα επιδιώκουν τη δική τους επιβίωση στην πολιτική σκηνή. […] Με ένα τέτοιο σχέδιο υπονομεύονται μορφές συλλογικής δράσης της κοινωνίας πολιτών, καθώς η ικανότητά της να πετύχει στόχους που ωφελούν τη δική της ζωή θυσιάζεται στον βωμό της υπεράσπισης των κεκτημένων των ισχυρών και των ιδιοτελών συμφερόντων παρωχημένων κομματικών σχηματισμών». Εδώ δεν πρόκειται απλώς για την εξωραϊσμένη αναδιατύπωση μίας πολιτικής επιταγής, αλλά για την εκλεπτυσμένη έκφραση ενός σχήματος που αν η κ. Γεωργιάδου αντιμετώπιζε σε γραπτό προπτυχιακού φοιτητή θα του επεσήμανε πως είναι υπόφορος προεπιστημονικών απόψεων και θα τον απέρριπτε. Έχουμε μπροστά μας τη χρήση μίας εξόχως απολίτικης αντίληψης (με σαφή όμως, εδώ, πολιτική στόχευση) για τη σχέση πολιτών – κομμάτων, που αναπαράγει τους επιφανειακούς τηλεοπτικούς αφορισμούς που εκτοξεύονται από περσόνες τύπου Αντώνη Κανάκη και καλούν τους πολίτες σε απομάκρυνση από τα, συλλήβδην «κακά», κόμματα και σε ενιαία δράση, ως εάν η κοινωνία να ήταν ομοιογενής και χωρίς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Βλέπουμε μία μονόπλευρη πρόσληψη των κομμάτων ως μηχανισμών που στοχεύουν βασικά στην αναπαραγωγή τους, από την οποία μάλιστα αποκλείονται σιωπηρά και ατεκμηρίωτα όλα τα υπόλοιπα κόμματα πλην αυτών της Αριστεράς. Όλος ο πλούτος των αναλύσεων του κομματικού φαινομένου και του σύνθετου, ως και αντιφατικού, ρόλου των κομμάτων καταρρέει μπροστά στην προτροπή «προσοχή, μακριά από τα κόμματα».
Ο λόγος της κ. Γεωργιάδου λοιπόν, είναι ένας από τους πολλούς των αρθρογραφούντων πανεπιστημιακών που δεν αποτελούν πρωτίστως επιστημονική ανάλυση, αλλά πολιτική δήλωση. Αυτό που φαίνεται να οραματίζονται είναι μία δημοκρατία χωρίς κόμματα. Δεν πρόκειται όμως γι΄ αυτό. Στην πραγματικότητα ελπίζουν σε μία κοινωνία χωρίς τα συγκεκριμένα αριστερά κόμματα, αλλά δεν μπορούν να το πουν. Ψελλίζουν μόνο κάποια ψυχροπολεμικής έμπνευσης φοβικά φληναφήματα, πως ενώ οι πολίτες αγωνίζονται για να ικανοποιήσουν τα (δίκαια) αιτήματα τους, τα κόμματα εκμεταλλεύονται αυτούς τους σκοπούς και τους συνδέουν με ευρύτερους, όπως η αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Πρόκειται για “ποινικοποίηση” μίας από τις βασικές πολιτικές λειτουργίες των κομμάτων, της συνάρθρωσης επιμέρους και συνολικών αιτημάτων. Ακόμη χειρότερα, θυμίζουν χωροφύλακα σε κάποια επαρχεία της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας του ’60 που λέει στους κατοίκους για την Αριστερά και το Κίνημα της Ειρήνης: «Μην τους ακούτε αυτούς που σας λένε πως θέλουν ειρήνη: στην πραγματικότητα θέλουν να φέρουν τον κομμουνισμό και να σας πάρουν την περιουσία». Μόνο που τότε, όπως και τώρα, η περιουσία την οποία μας καλούνε να διαφυλάξουμε οι πανεπιστημιακοί και άλλοι συμπαραστάτες της Μνημονιακής πραγματικότητας δεν είναι η δική μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου