Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Σύνοδος Κορυφής: Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα;


Η δημόσια συζήτηση για το αποτέλεσμα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής, στράφηκε κυρίως γύρω από το αν αποτελούσε πράγματι ήττα της Μέρκελ, όπως επέμεναν τα μεγάλα ΜΜΕ, ή αν δεν προκάλεσε σοβαρές αλλαγές στην ασκούμενη πολιτική. Στη σκέψη όμως κάποιων αριστερών υπάρχει ίσως ένα ακόμη ερώτημα: Θα μας συνέφερε, ως Αριστερά, σε αυτή τη συγκυρία να θεωρηθεί η εξέλιξη ως υποχώρηση της Μέρκελ;

Καταρχάς, η ερώτηση θα είχε ένα κάποιο νόημα αν κάτι τέτοιο ήταν αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης της ελληνικής πλευράς. Από τη στιγμή όμως που αυτό δεν ίσχυσε, και αφού τα όσα κέρδισαν η Ισπανία και η Ιταλία δεν τα απολαμβάνει και η Ελλάδα, τότε καμία πολιτική υπεραξία δεν μπορεί να εισπραχθεί από την κυβέρνηση. Ας πούμε όμως, έτσι, σαν άσκηση, πως μια ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται και κερδίζει κάτι για τη χώρα. Αυτή η νίκη της κυβέρνησης, θα συνιστά ήττα για την Αριστερά; Εν πολλοίς, μια τέτοια κουβέντα γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου. Μία μνημονιακή κυβέρνηση, δεμένη σφιχτά με ιδεολογικούς δογματισμούς και συμφέροντα, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει καμία δομική αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών. Όμως, μήπως κάποιο μικρό κέρδος, που θα παρουσιαστεί από τα ΜΜΕ ως μεγάλη επιτυχία, θα μπορέσει να ξεγελάσει τον κόσμο και να μειώσει τον ριζοσπαστισμό του; Εδώ, ας θυμίσουμε ότι όταν τα κανάλια προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου ως τεράστια επιτυχία του Γιώργου Παπανδρέου, οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου πήραν τη σκυτάλη της οργής από τις μεγάλες απεργίες και σε λίγο καιρό ο ίδιος ο Παπανδρέου ήταν παρελθόν. Επίσης, ας έχουμε κατά νου πως δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεγελαστεί ο κόσμος, όταν ζει όπως τώρα. Αν η ανεργία δεν απαντηθεί είτε με δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, είτε με κοινωνικές πολιτικές, το κλίμα δεν είναι εύκολο να αλλάξει.

Έχουμε λοιπόν ένα από τα πιο παλιά ερωτήματα που αντιμετώπισε η Αριστερά: Όσο χειρότερο για τον κόσμο, τόσο καλύτερα για την ίδια; Δεν θα πω πολλά εδώ εναντίον αυτής της άποψης. Μόνο ότι πρώτον, η ήττα δεν γεννά από μόνη της ριζοσπαστισμό, αλλά, συνήθως, κατάθλιψη και αναχωρητισμό, δεύτερον ότι ο ριζοσπαστισμός δεν είναι πάντα αριστερόστροφος αλλά υπάρχει και ο δεξιόστροφος. Η αλήθεια είναι πως το «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» φάνηκε να επιβεβαιώνεται μέσα από την σημερινή άνοδο της Αριστεράς στις συνθήκες της κρίσης και από τον καταποντισμό της στις συνθήκες της καταναλωτικής ευφορίας της δεκαετίας του '90. Αυτή όμως είναι μόνο η μεγάλη εικόνα. Μια πιο κοντινή ματιά στην Ιστορία μας λέει αμέσως πως τη δεκαετία του '90 η Αριστερά δεν υποχώρησε επειδή ο κόσμος κατανάλωνε, αλλά επειδή είχαν μόλις διαλυθεί τα καθεστώτα του Υπαρκτού. Ακόμη, τη δεκαετία του '60, επίσης περίοδο καπιταλιστικής άνθησης, τα κοινωνικά ριζοσπαστικά κινήματα δεν υποχώρησαν, αλλά αντιθέτως σημείωσαν έκρηξη. Τέλος, η κρίση έχει χτυπήσει και άλλες χώρες, όπου όμως η δύναμη της Αριστεράς μειώθηκε, όπως η Πορτογαλία ή αυξήθηκε σημαντικά αλλά όχι θεαματικά, όπως η Ισπανία.

Επομένως, ο κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω είναι η δράση της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν, καμία συνθήκη δεν οδηγεί από μόνη της πουθενά και κάποιος άλλος θα βρεθεί για να καλύψει το κενό. Θα πει κανείς πως αυτό δεν το αμφισβητείται πλέον και κανένας δεν υποστηρίζει πως οι κακουχίες οξύνουν αμφίπλευρα την ταξική πάλη και ριζοσπαστικοποιούν αυτομάτως τις συνειδήσεις. Μήπως όμως αυτό που τελικά αποδεικνύεται είναι πως η κρίση, το «όσο χειρότερα» που λέγαμε, χωρίς να είναι μονόδρομος για την άνοδο της Αριστεράς, δημιουργεί προϋποθέσεις που (αν συνδυαστούν με τη δράση μας) μπορούν να μεγαλώσουν την κοινωνική επιρροή της; Ας είναι έτσι λοιπόν. Και πάλι όμως, εδώ θα συμφωνήσουμε στο εξής: Πως για να έχει συνέχεια αυτή η αύξηση της επιρροής, χρειάζονται νίκες, ακόμη κι αν δεν έχουν ως άμεσο φορέα την Αριστερά. Αλλιώς, η απογοήτευση που θα σκορπιστεί θα οδηγήσει τον κόσμο στην αναζήτηση άλλων λύσεων. Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες νίκες, ακόμη και αν επιχειρείται να παρουσιαστούν ως επιτυχίες άλλων και όχι του λαού (αλλά εδώ είναι και ο ρόλος μας, στο να πείσουμε για το αντίθετο), τονώνουν την αυτοπεποίθηση του κόσμου, και μπορούν να το οδηγήσουν στην κλιμάκωση του αγώνα του.

Αυτό λοιπόν που μας φταίει, είναι η συνέχιση της ήττας και αυτοί που την προκαλούν και όχι κάποια μικρή, και εν δυνάμει αποπροσανατολιστική, νίκη. Πόσο μάλλον, αν αυτή η νίκη παρουσιαστεί από εμάς ως αυτό που πραγματικά είναι, ως ένα αποτέλεσμα της πίεσης και του φόβου που προκάλεσε το μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν τονίζουμε το πόσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι αυτή η νίκη, αν δημιουργηθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι αντιφατικό, αλλά αληθινό και για αυτό αξίζει να ειπωθεί έτσι: Ας μην φοβόμαστε να νικήσουμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου