Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Κόκκινες γραμμές και μαύρη προπαγάνδα

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=681941

Μια από τις πολλές φράσεις και όρους που εισήχθησαν στην καθημερινότητα μας, συγκροτώντας αυτό που θα λέγαμε «το γλωσσάρι της κρίσης», είναι οι περίφημες «κόκκινες γραμμές». Όπως αυτές που διέθετε ο κ. Σαμαράς, οι οποίες εσχάτως εξελίχθησαν από ευθείες σε καμπύλες για να ραγίσουν τελικά και να γίνουν διακεκομμένες. Σαν αυτές που, όπως μας πληροφόρησαν κατά σειρά ο εκπρόσωπος του κυνισμού της εξουσίας κ. Πάγκαλος, και της εξουσίας του κυνισμού κ. Παπαδήμος, δεν έχουμε εμείς, αλλά μόνο οι δανειστές μας. Δανειζόμενοι οι ίδιοι, αλλά και πολλοί άλλοι ένθερμοι ζηλωτές της εξουσίας και του πλούτου, απλουστευτικά σχήματα ερμηνείας με βάση την καθημερινή μας εμπειρία (η οποία βεβαίως αφορά το μικροεπίπεδο της ατομικής μας ζωής και όχι αυτό της πολιτικής, αλλά σιγά μην ασχολούμαστε τώρα με μεθοδολογικές ιδιοτροπίες) μας θύμιζαν διαρκώς: «Όταν δανείζεσαι χρήματα από κάποιον, δεν του βάζεις εσύ όρους, αυτός σου βάζει».

Δεν είναι στις προθέσεις μου να εξηγήσω σε αυτό το κείμενο το γιατί είναι γελοίο να στήνει κανείς τέτοιες αναλογίες, του τύπου «οι οικονομικές σχέσεις των κρατών είναι όπως οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων», ούτε να αποδείξω το γιατί η συγκρότηση μίας αναλογίας δεν συνεπάγεται και την συγκρότηση μίας απόδειξης. Άλλωστε, αυτή η τεχνική είναι από τις πιο παλιές της ρητορικής τέχνης: Εμφανίζω μια κατάσταση όπου η αλήθεια είναι αυταπόδεικτη, την παραλληλίζω αυθαίρετα με την κατάσταση που εξετάζω και εμφανίζω το συμπέρασμα της μίας ως να ισχύει αναλογικά και για την άλλη. Αλλά, είπαμε: όχι μεθοδολογία. Τι μας μένει; Μα, η Ιστορία. Αυτό που θέλω λοιπόν με αυτό το κείμενο είναι να παρουσιάσω δύο περιπτώσεις στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, που η εξέτασή τους κάνει την επιχειρηματολογία περί μονόπλευρων κόκκινων γραμμών να καταρρέει μέσα σε γέλια και απαξίωση.

Πρώτη στάση. 1942. Η Κατοχή βαθαίνει τις δομές της στην Ελλάδα. Η Αντίσταση και η ήττα του Άξονα στη Μέση Ανατολή, όπως μας θύμισε και ο Μιχάλης Λυμπεράτος πριν από λίγες Κυριακές στην Αυγή,1 προκαλεί την όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία των αρχών Κατοχής και τη διαρκή αύξηση των οικονομικών τους απαιτήσεων. Για αυτό οι ναζί επιτάσσουν μεγάλες ποσότητες πολύτιμων μετάλλων αλλά και τροφίμων, με αποτέλεσμα τη λιμοκτονία ενός πολύ μεγάλου αριθμού Ελλήνων σε ημερήσια βάση. Ο Μουσολίνι φτάνει να δηλώσει πως «οι Γερμανοί πήραν από τους Έλληνες ως και τα κορδόνια των παπουτσιών τους». Ήδη από το 1941 η υποχρεωτική οικονομική αρωγή της Ελλάδας προς τις αρχές Κατοχής ξεπερνάει το ένα δις μάρκα και τα επόμενα χρόνια πολλαπλασιάζεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο δοσίλογος και τοποθετημένους από τους ίδιους τους ναζί, πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας, στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ενημερώνει τις ναζιστικές αρχές για την πρόθεση του να παραιτηθεί αν η κατάσταση εξακολουθήσει ως έχει! Αστείο θα ήταν βεβαίως το να υποστηρίξει κανείς πως ο Τσολάκογλου πραγματοποίησε κάποιο πραγματικά πατριωτικό πολιτικό διάβημα με εκείνη του την κίνηση. Αποδεικνύεται όμως η δυνατότητα άσκησης (ή απειλής άσκησης) πολιτικής πίεσης, ακόμη και σε ακραία δεσμευτικές συνθήκες.

Δεύτερη στάση. 1949. Αρχές του χρόνου, με τον Εμφύλιο εν εξελίξει και την παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα κυριαρχική όσο ποτέ ως τότε. Το Σχέδιο Μάρσαλ και τα οικονομικά του πακέτα δρομολογούν εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία που περνάνε μέσα από σκληρές διαδικασίες για την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η Διεύθυνση Οικονομικής Συνεργασίας (ECA/G), μία από τις Οικονομικές Αποστολές που δρουν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, καταλήγει στο ότι οι τιμές ασφαλείας των αγροτικών προϊόντων δεν θα πρέπει να υπερβούν το 85% των προπολεμικών τους επιπέδων και για αυτό επιμένει στη μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων.2 Τον πρώτο μήνα του χρόνου η κυβέρνηση Σοφούλη απειλεί την ECA/G (δηλαδή, εμμέσως τις ίδιες τις ΗΠΑ, από την στήριξη των οποίων εξαρτιόταν η έκβαση του Εμφυλίου), πως σε περίπτωση επιμονής στη μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων, θα παραιτηθεί.

Δύο περιπτώσεις, λοιπόν, κυβερνήσεων με εξαιρετικά ισχυρές σχέσεις εξάρτησης. Δύο κυβερνήσεις οι επικεφαλής των οποίων έχουν την ευθύνη για την αντιμετώπιση των τεράστιων κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής τους και άρα κάθε λόγο να μη χαλάνε κανένα χατίρι στους προστάτες τους. Και όμως, το ένστικτο της πολιτικής τους αυτοσυντήρησης και ο φόβος της πολιτικής αποτυχίας και της κοινωνικής έκρηξης τους οδήγησαν μέχρι την απειλή της παραίτησης. Μέχρι, δηλαδή, μια προσπάθεια χάραξης μιας «κόκκινης γραμμής». Περισσότερο ή λιγότερο πραγματικής ή υποκριτικής. Είναι λυπηρό αλλά αληθινό πως η στάση της πολιτικής εξουσίας της Ελλάδας μέσα στην κρίση είναι ως τώρα τέτοια που της είναι άβολο να συγκριθεί ακόμη και με τα γεγονότα που προαναφέραμε. Όσοι έχουν παίξει μέχρι στιγμής με το μέλλον του ελληνικού λαού, εμφανίζοντας τις επιλογές τους ως έναν εξαναγκασμένο μονόδρομο τον οποίο οι ίδιοι τραβάνε παρά τη θέλησή τους, έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο μόνο ερμηνείες: Ή έχουν φανεί κατώτεροι ακόμη και των κυβερνήσεων των συνεργατών των ναζί και των ΗΠΑ ή οι πολιτικές επιλογές τους είναι στην πραγματικότητα συνειδητές και απολύτως επιθυμητές και, εν τέλει, σκληρά ταξικές. Άρα, θα μπορούσαν να θέσουν κόκκινες γραμμές, αλλά απλώς δεν το επιθυμούν. Διότι τα Μνημόνια είναι η εφαρμογή των δικών τους πολιτικών ιδεών και η υπεράσπιση των δικών τους ταξικών συμφερόντων. Δύσκολα μονοπάτια όμως αυτά, ειδικά σε μέρες που πλησιάζει η εκλογική κρίση και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εμφανίσουν την οικονομική κρίση ως φυσικό φαινόμενο και να εξαφανίσουν τις ευθύνες τους σαν σκουπίδια κάτω από το χαλί. Δύσκολα, δηλαδή, βρίσκει διάθεση κανείς να αναμετρηθεί με την Ιστορία, τη στιγμή που αυτή ετοιμάζεται να ρίξει πάνω του ό,τι πιο βαρύ έχει αυτός ο κόσμος. Τη σκιά της.

 


1 Μιχάλης Λυμπεράτος, «Το κατοχικό δάνειο: μια αναγκαία υπενθύμιση», Η Αυγή, 18.3.2012.



2 Γιώργος Σταθάκης, «Η οικονομία κατά τον Εμφύλιο», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλίδας (επιμ.) Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σελ. 65

Λαϊκισμός είναι να σπέρνεις φόβο για να θερίσεις ψήφους

http://rednotebook.gr/details.php?id=5327

Οι παλαιότεροι αριστεροί και οι αριστερές πρέπει να νιώθουν φοβερά μπερδεμένοι τον τελευταίο καιρό, λες και ακούν την φωνή τους να τους έρχεται κατάμουτρα, σαν αντίλαλος, από την απέναντι πλευρά. Πρακτικές και ήθη για τα οποία κατηγορούσαν τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, όλως αιφνιδίως εμφανίζονται να τους χρεώνονται και μάλιστα πιεστικά και χωρίς δικαίωμα υπεράσπισης και απολογίας. Η Αριστερά ξαφνικά κατηγορείται πως προωθεί το πελατειακό κράτος, τις διεφθαρμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και, πάνω από όλα, τη βία και τον λαϊκισμό. Ποιος να το έλεγε στις γενιές των αριστερών που τράφηκαν με τις αφηγήσεις της βίας του κράτους της Δεξιάς και την απέχθεια προς τον πληθωρικό λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, πως σήμερα θα βρίσκονταν να απολογούνται και να παιδεύονται για αμαρτίες ξένων γονέων;

 
Η κατηγορία περί λαϊκισμού είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα και κρίσιμη. Βεβαίως, η έννοια του λαϊκισμού ξηλώνεται για να χωρέσει όλα όσα μας καταμαρτυρούν οι αντίπαλοι μας, για την ακρίβεια οι κοινωνικοί μας εχθροί: έλλειψη προτάσεων, μη ρεαλιστική θέαση της πραγματικότητας, και κυρίως μη αποδοχή της αναγκαιότητας του Μνημονίου και των μέτρων που το συνοδεύουν. Θεωρούμαστε λοιπόν λαϊκιστές επειδή απαιτούμε να μην κοπούν οι μισθοί και οι συντάξεις, να μην διαλυθούν οι εργασιακές σχέσεις και να μην ιδιωτικοποιηθούν οι υπηρεσίες προσφοράς δημόσιων αγαθών. Επειδή δηλαδή, δήθεν, χαϊδεύουμε τα αυτιά του κόσμου και του τάζουμε πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Πράγματι, αυτά που λέμε δεν μπορούν να γίνουν μέσα στο πλαίσιο των ασκούμενων πολιτικών. Δεν μπορούν να γίνουν όσο η προτεραιότητα δεν δίνεται στους όρους ζωής των ανθρώπων αλλά στο σχέδιο βίαιης απόσπασης του πλούτου από την κοινωνική πλειονότητα προς όφελος της κοινωνικής ελίτ, όπως γίνεται άλλωστε σε όλες τις κρίσεις. Δεν γίνονται αν δεν στεναχωρήσουμε τις τράπεζες και τους μεγαλοεργολάβους που περιμένουν να αρπάξουν κοψοχρονιά τη δημόσια περιουσία. Κανένας λαϊκισμός λοιπόν. Απλώς, ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό σχέδιο.

Από την άλλη πλευρά, είναι οι κοινωνικοί μας εχθροί αυτοί που πρέπει να μας εξηγήσουν κάποια πράγματα. Όταν παρουσιάζουν τα μέτρα ως μονόδρομο, όταν λένε πως δεν μπορούν να θέσουν όρους και «κόκκινες γραμμές» στην Τρόικα και κυρίως όταν τρομοκρατούν την κοινωνία διαρκώς με την απειλή της χρεωκοπίας και εσχάτως των μεταναστών, κρύβοντας πως το σχέδιο τους είναι ακριβώς η χρεωκοπία, δηλαδή η εσωτερική υποτίμηση, τότε δεν λαϊκίζουν; Ο λαϊκισμός έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την ψευδολογία και το παιχνίδι με τα συναισθήματα του δέκτη. Η άσκηση τρομοκρατίας, η χρήση δηλαδή του αισθήματος του φόβου, είναι ένα κατεξοχήν μέσο λαϊκισμού. Διότι μετά από την πρόκληση πανικού ακολουθεί η εμφάνιση του ηγέτη (του Βενιζέλου, του Σαμαρά, του Παπαδήμου) ο οποίος έρχεται να καθησυχάσει το λαό (που ο ίδιος φόβισε!) και ως στοργικός πατέρας του έθνους να υποσχεθεί πως θα μας προφυλάξει από την καταστροφή αρκεί να τον εμπιστευτούμε τυφλά και να κάνουμε ό,τι μας υποδείξει. Λαϊκισμός λοιπόν δεν είναι μόνο το να λες ευχάριστα πράγματα. Μερικές από τις πιο γνωστές λαϊκιστικές φιγούρες της ιστορίας βάσισαν τη ρητορεία τους στον φόβο της καταστροφής, στην τρομακτική απειλή του εξωτερικού και εσωτερικού εχθρού.

 
Το να σπέρνεις λοιπόν φόβους για να θερίσεις ψήφους είναι καθαρός λαϊκισμός. Για την ακρίβεια, η μετατροπή των πολιτών σε μη-πολίτες διά της τρομοκρατίας των «μονόδρομων», άρα διά της στέρησης της δυνατότητας επιλογής και της αναγωγής της πολιτικής στην απόφαση του μεγάλου εθνοπατέρα, είναι μία από τις χειρότερες και πιο αυταρχικές μορφές λαϊκισμού. Θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση «εγώ μόνο ξέρω το καλό σου και για να το πετύχω μπορεί να αποφασίσω ακόμη και να σε θυσιάσω». Πρόκειται για την πολιτική σχέση ηγεμόνα – υπηκόου, θυμίζει τη σχέση Θεού – πιστού. Μία σχέση που δεν αφήνει καθόλου χώρο σε κάτι που αυτά τα χρόνια βρέθηκε στα ματωμένα στόματα ανθρώπων σε όλες τις πλευρές του κόσμου: τη Δημοκρατία.