Από την αρχή των λεγόμενων talent shows στην ελληνική τηλεόραση (που έχει κάτι λίγα από show και σχεδόν τίποτα από ταλέντο) υπήρχε στις εκπομπές αυτού του είδους μία μεγάλη αντίφαση. Από τη μία, οι παίκτες είχαν έναν πληθωρικό λόγο περί του «εγώ» τους, αφού για να διακριθούν έναντι των αντιπάλων τους έπρεπε να προβάλουν όσο πιο εμφατικά μπορούσαν τα πιο «τηλεοπτικά» (βλέπε, εντυπωσιακά, άνευ λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων) χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους, φουσκωμένα στο πολλαπλάσιο για τις ανάγκες των τηλεοπτικών εντυπώσεων. Από την άλλη, υποτάσσονταν πολύ εύκολα σε απαξιωτικά σχόλια διάφορων περιφερόμενων κριτών, εμφανιζομένων ως ειδημόνων, των οποίων η παρουσία είχε μεταξύ άλλων ως σκοπό τη δημιουργία έντασης, την άσκηση ισχυρής πίεσης προς τους παίκτες ακόμη κι αν αυτό τους προκαλούσε το κλάμα, το οποίο, άλλωστε, ουδέποτε απαξιώθηκε ως τηλεοπτικό προϊόν.
Αυτές ήταν οι προσμονές για τη φυσιογνωμία και της εκπομπής Master Chef, όταν το MEGA ανακοίνωσε την αγορά των δικαιωμάτων του project. Ο εξαιρετικά απαιτητικός ρόλος του chef σε μία επαγγελματική κουζίνα, ευνοούσε το στήσιμο ενός σκηνικού έντασης όπως αυτό που περιγράψαμε παραπάνω. Ο chef δεν είναι απλώς ένας μάγειρας, έστω ο καλύτερος της κουζίνας. Είναι ο ενορχηστρωτής, ο εντολέας. Άλλωστε, ο όρος αυτός σε κάποιες γλώσσες σημαίνει και τον αρχηγό και όπως λέγεται συχνά σε αυτόν τον επαγγελματικό χώρο, «η κουζίνα δεν είναι δημοκρατικό μέρος». Οι chef λοιπόν χρειάζονται οργανωτικές και ηγετικές ικανότητες και ευχέρεια στη διαχείριση κρίσεων. Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο έχει κατισχύσει το λανθασμένο κλισέ πως «οι καλύτεροι μάγειρες είναι άνδρες». Προφανώς οι καλύτεροι chef (και όχι απλώς μάγειρες) είναι άνδρες, διότι οι γυναίκες δεν προετοιμάζονται από την κοινωνία, ακόμη και σήμερα, για ρόλους τέτοιων απαιτήσεων με την ίδια ένταση και φυσικοποιημένη επιμέλεια με την οποία προετοιμάζονται οι άνδρες.
Προς έκπληξη μας, τα αναμενόμενα αυτά στοιχεία έλειπαν από το Master Chef. Αντιθέτως, η εκπομπή αποδείκνυε πως διέθετε μία παιδαγωγική μέριμνα, όσο κι αν αυτή η θέση ακούγεται υπερφίαλη. Ούτε οι κριτές ήταν ισοπεδωτικοί, ούτε συγκρούσεις μεταξύ των παικτών υποδαυλίζονταν. Αντιθέτως, πολλά στιγμιότυπα άφηναν να φανεί η μέριμνα στην οποία αναφερθήκαμε. Ίσως στο πιο χαρακτηριστικό (από τα πολλά!) στιγμιότυπο, ένας διαγωνιζόμενος καταθέτει προς κρίση το πιάτο του. «Υπάρχει κάτι που δεν σου αρέσει σε αυτό;», ρωτάται. Απαντάει πως λόγω έλλειψης χρόνου δεν «έστησε» την εμφάνιση του πιάτου του όσο καλά θα ήθελε. Και αντί να εισπράξει, όπως θα αναμένονταν, την μήνη του κριτή, παρέα με διάφορες κραυγές για το πόσο δύσκολο και απαιτητικό είναι το επάγγελμα και πως ο περιορισμένος χρόνος δεν θα αποτελεί δικαιολογία στην επαγγελματική του ζωή, ο κριτής ρωτάει: «Ωραία, αν είχες χρόνο τι θα άλλαζες στο πιάτο σου;». Συγνώμη, αλλά αυτό μου θύμισε τους καλούς καθηγητές μου στο σχολείο, που σε σήκωναν στον πίνακα να λύσεις μια άσκηση, όχι για να σε πιάσουν αδιάβαστο κα να σε βαθμολογήσουν αναλόγως, αλλά για να σου μάθουν να τη λύνεις. Αυτή είναι η παιδαγωγική μέριμνα.
Τυχαία όλα τα παραπάνω; Κάθε άλλο! Ήταν η παραγωγή της εκπομπής που επέτρεψε την ανάπτυξη αυτού του κλίματος. Ρίχνοντας μια ματιά στο αντίστοιχο show του ΑΝΤ1, μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο εύκολα θα μπορούσε να στηθεί ένα ανάποδο σκηνικό, με φωνές, υψηλές εντάσεις και κλάματα. Όμως η επιλογή ήταν διαφορετική. Και έπιασε! Και μάλιστα, με τους μόνους όρους που ενδιαφέρουν έναν ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό, αυτούς που αντανακλώνται επί των δεικτών τηλεθέασης. Και να λοιπόν που μέσα από αυτήν την μεγάλη επιτυχία της, η ιδιωτική τηλεόραση εκτέθηκε. Διότι φάνηκε πια πως οι καυγάδες, ο χλευασμός, το τσαλαπάτημα της αξιοπρέπειας και των ονείρων δεν είναι απαραίτητα συστατικό ενός επιτυχημένου, και με αγοραίους ακόμη όρους, τηλεοπτικού προϊόντος. Και αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι κομματάκι αισιόδοξο. Για την αυτογνωσία του μέσου αλλά και ημών ως τηλεθεατών.
Αδοξοι μπασταρδοι
ΑπάντησηΔιαγραφήΛιγάκι ασαφές... το λιγότερο!
ΑπάντησηΔιαγραφή