Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Ανάλυση του νόμου για το «θεσμικό πλαίσιο της έρευνας και της τεχνολογίας».

Απρίλιος 2008
Για το ένθετο Παιδεία και Κοινωνία της Αυγής.


Ο νόμος για την έρευνα παρουσιάστηκε και ψηφίστηκε από την κυβέρνηση με συνοπτικές διαδικασίες, μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες. Το γεγονός πως κανένας συλλογικός φορέας της έρευνας δεν υποστηρίζει τον νόμο αλλά αντιθέτως ζητήθηκε συλλογικά (από ΠΟΣΔΕΠ, Ομοσπονδία Συλλόγων Ερευνητικών Κέντρων, Συνδικάτο Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, Σύλλογο Εργαζομένων στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας) η μη ψήφιση του, είναι ενδεικτικό των πολιτικών προσανατολισμών που εξυπηρετεί.

Η πραγματικότητα της έρευνας στην Ελλάδα.
Η χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 0.55% του ΑΕΠ και είναι σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα κρατική. Το ποσοστό αυτό είναι μόλις το 1/3 του μέσου όρου της Ε.Ε. των 27 (1.9%) και το χαμηλότερο στην Ένωση. Τα κονδύλια των ιδιωτών είναι ακόμη χαμηλότερα (σε αυτό το 0.55% συμμετέχουν κατά 16%, δηλαδή συνολικά με 0.1% του ΑΕΠ) την ίδια στιγμή όμως που απορροφούν το 32% του συνολικού ποσού που διατίθεται για την έρευνα, εκμεταλλευόμενοι Εθνικούς και Κοινοτικούς Πόρους. Οι επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες σε εμπορικές και όχι τεχνολογικές καινοτομίες, ενώ οι πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών τους επιτρέπουν να χρησιμοποιούν τα εθνικά ερευνητικά κέντρα και τα ΑΕΙ ως πεδίο φτηνής διεξαγωγής έρευνας.

Το ερευνητικό σύστημα της Ελλάδας επιβιώνει στην πράξη λόγω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Στην πράξη, ο προσανατολισμός, οι προτεραιότητες, οι μεθοδολογίες της έρευνας έχουν βγει έξω από την αρμοδιότητα της ακαδημαϊκής κοινότητας και έχουν αποδοθεί στις διοικητικές γραφειοκρατίες. Η βασική έρευνα καθώς και η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν αποδυναμωθεί τρομερά, καθώς τα αποτελέσματα τους συνήθως δεν μπορούν να αποδώσουν άμεσα επιχειρηματικό κέρδος.

Ειδικότερα, η έρευνα που διεξάγεται στα πανεπιστήμια, συχνά αποτελεί πεδίο κερδοσκοπικής δραστηριότητας καθηγητών και μαύρης εργασίας μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων, οι οποίοι πολλές φορές δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω στα αποτελέσματα της έρευνας τους. Επίσης, η σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση είναι ελλιπέστατη, ακόμη και στο εσωτερικό των ΑΕΙ. Αιτία αυτού είναι και η μετατόπιση της έρευνας που διεξάγεται στα ΑΕΙ, στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (Ε.Π.Ι.). Αυτά αποτελούν ένα θεσμό που έχει λειτουργήσει σε βάρος των πανεπιστημίων. Λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορούν να συνεργάζονται με φορείς του ιδιωτικού τομέα και λειτουργούν χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία των συλλογικών πανεπιστημιακών οργάνων, όπως η Σύγκλητος.

Ο νόμος για την έρευνα.
Οι δομές και ο στόχος: Πλήρης έλεγχος των ερευνητικών κέντρων, υπαγωγή της έρευνας στην αγορά.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, το ποσοστό της κρατικής χρηματοδότησης της έρευνας στην Ελλάδα είναι το μικρότερο στην Ε.Ε. Όμως, στο κείμενο του νόμου δεν διαπιστώνεται αυτό ως το βασικό πρόβλημα (και ως εκ τούτου λείπει κάθε δέσμευση για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης!) αλλά η αλληλοεπικάλυψη των ερευνητικών δραστηριοτήτων και η συνεπακόλουθη κατασπατάληση των (ποιων;;;) πόρων. Δηλαδή, επειδή δεν υπάρχει ένας λειτουργικός κεντρικός σχεδιασμός και έλεγχος της ερευνητικής δραστηριότητας, διάφοροι ερευνητές ασχολούνται με τα ίδια αντικείμενα καταναλώνοντας πόρους και στερώντας τους από άλλα ερευνητικά εγχειρήματα.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα συγκροτείται μία δαιδαλώδης, γραφειοκρατική και δυσλειτουργική δομή πέντε (!) επιτροπών που η μία θα συμβουλεύει την άλλη και όλες μαζί την διυπουργική επιτροπή (ΔΕΕΤ) που θα αποτελείται από τον πρωθυπουργό και δεκατρείς υπουργούς και θα έχει τον τελευταίο λόγο για την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί συνολικά η έρευνα στη χώρα. Αξίζει να σημειώσουμε πως με τη δημιουργία αυτής της διυπουργικής επιτροπής επιχειρείται με τεχνάσματα δημιουργικής λογιστικής να συνενωθούν εικονικά όλες οι δαπάνες της έρευνας σε διάφορους φορείς και υπουργεία, ώστε να πιάσει η κυβέρνηση πλασματικά τον στόχο του 1,5% για την έρευνα χωρίς να προχωρήσει σε αύξηση των κονδυλίων!

Σε αυτές τις επιτροπές θα συμμετέχουν επιστήμονες «εγνωσμένου κύρους» (αυτή η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές στον νόμο και αποτελεί κατά τρόπο κωμικό σχεδόν το μόνο προσόν που αναφέρεται, αφήνοντας έτσι μεγάλο περιθώριο για διορισμούς «υμετέρων») καθώς και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (!!!) οι οποίοι έχουν ως σκοπό «να μεταφέρουν ερεθίσματα από τον κόσμο της αγοράς», όπως αναφέρεται στο κείμενο του νόμου. Συγκεκριμένα, στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ) - του οποίου αρμοδιότητες είναι σχεδόν τα πάντα: ο σχεδιασμός της ερευνητικής και τεχνολογικής πολιτικής, η κατανομή των κονδυλίων ανά επιστημονικό τομέα, η αποτίμηση των αποτελεσμάτων της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης καθώς και το να προτείνει τις επιτροπές κρίσεων για την επιλογή διευθυντών των ερευνητικών κέντρων (δηλαδή, σχεδόν να διορίζει τους διευθυντές των κέντρων) - συμμετέχουν οχτώ επιστήμονες «διεθνούς κύρους» και πέντε στελέχη επιχειρήσεων, άνευ λοιπών προσόντων! Δεν συμμετέχουν εκπρόσωποι ερευνητών, εργαζομένων στα ερευνητικούς φορείς, κομμάτων, κοινωνικών φορέων, ΟΤΑ κλπ. Αλλά και η επιτροπή που εισηγείται για τα μέλη του ΕΣΕΤ έχει εξαιρετικά συντηρητική και ελεγχόμενη σύνθεση. Απαρτίζεται από τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, έναν διεθνώς αναγνωρισμένο ερευνητή, τον Πρόεδρο της Συνόδου των Πρυτάνεων, των Πρόεδρο της Συνόδου των Ερευνητικών Κέντρων και τον πρόεδρο του ΣΕΒ! Τελικά, τα μέλη του ΕΣΕΤ διορίζονται από το υπουργικό συμβούλιο και όχι τη Βουλή, καθιστώντας έτσι την επιτροπή απολύτως ελεγχόμενη. Να σημειώσουμε πως ο ΕΣΕΤ (που είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου!) υποκαθιστά τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (που είναι αμιγώς δημόσια αρχή!), καθώς συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες εθνικού σχεδιασμού ερευνητικής πολιτικής και διαχείρισης κονδυλίων και μάλιστα χωρίς διαφάνεια και αξιοκρατία.

«Στελέχη του παραγωγικού τομέα» συμμετέχουν και στα Τομεακά Επιστημονικά Συμβούλια αλλά ακόμη και στο Δ.Σ. του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΟΕΤ), ο οποίος διαχειρίζεται τα κονδύλια για την έρευνα και μπορεί να ιδρύει ερευνητικά κέντρα. Η κυβέρνηση όμως αλλάζει και την σύσταση των Δ.Σ. των ερευνητικών κέντρων. Συγκεκριμένα, στο Δ.Σ. κάθε ερευνητικού κέντρου θα τοποθετείται και ένας ερευνητής – εκπρόσωπος επιχειρήσεων. Απορία: Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων που θα συμμετέχουν στα συμβούλια του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, στο Δημόκριτο, στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών με τι κριτήρια θα τοποθετούνται, για παράδειγμα, για ένα πρόγραμμα προστασίας των δελφινιών, για μία έρευνα για την επίπτωση της ακτινοβολίας των κινητών τηλεφώνων στον εγκέφαλο, για την χρηματοδότηση ενός σχεδίου έρευνας για τις αιτίες τις ανεργίας;

Η αγοραία κατεύθυνση στην οποία επιχειρείται να μπει η ερευνητική διαδικασία γίνεται σαφής και από το σημείο του νόμου που ορίζεται η έννοια του «ερευνητικού φορέα» ως «το νοµικό πρόσωπο δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που έχει ως κύριο σκοπό την επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, σε συνδυασµό µε την πειραµατική ανάπτυξη και επίδειξη, καθώς και τη διάδοση και εφαρµογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, µέσω των επιστημονικών δημοσιεύσεων και της οικονοµικής εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων». Βάσει αυτού του ορισμού, η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, της οποίας τα πορίσματα δεν αποδίδουν άμεσο επιχειρηματικό κέρδος, θα λάβει εξαιρετικά μειωμένη χρηματοδότηση. Το ίδιο ισχύει και για τη βασική έρευνα, η οποία διεξάγεται για την παραγωγή νέας γνώσης και όχι για την εφαρμογή των ήδη δεδομένων στην παραγωγική διαδικασία. Επίσης, τι γίνεται με τη γνώση και την τεχνολογία που παράγεται για μη κερδοσκοπικές χρήσεις (π.χ. ελεύθερο λογισμικό); Επιπλέον, για τη βασική έρευνα δεν διασφαλίζεται με κανένα τρόπο ρητά η χρηματοδότηση της.

Κεντρικής σημασίας για το νόμο είναι η θέσπιση της αξιολόγησης των ερευνητικών φορέων. Οι επιδιώξεις της κυβέρνησης μας επιτρέπουν να προβλέψουμε με ασφάλεια το περιεχόμενο της αξιολόγησης. Και γιατί πρέπει να το προβλέψουμε; Διότι ο νόμος δεν ορίζει με σαφήνεια τα κριτήρια της αξιολόγησης και εκτός από κάποιες γενικότητες (αρκούντως, όμως, ενδεικτικές, αφού θέτει, μαζί με άλλα, ως κριτήρια «την εξωτερική χρηματοδότηση, τη δημιουργία δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης της γνώσης, τη συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς») αρκείται στο ότι αυτά θα ορίζονται για την μεν εσωτερική αξιολόγηση από τον ΕΣΕΤ (που συμμετέχουν πέντε εκπρόσωποι επιχειρήσεων!) και για την εξωτερική από υπουργική απόφαση! Τα προτεινόμενα γενικά κριτήρια είναι πολιτικά και όχι επιστημονικά και ανταποκρίνονται περισσότερο στην παραγωγή εφαρμοσμένης και όχι βασικής έρευνας. Και φυσικά, τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κοινοποιούνται και λαμβάνονται υπόψη για την χρηματοδότηση του φορέα. Αν δεν πραγματοποιηθεί η εξωτερική αξιολόγηση, η χρηματοδότηση διακόπτεται. Και για να μην μείνουμε με καμία αμφιβολία για τη χρήση της οποίας θα τύχει το πόρισμα της αξιολόγησης, η έκθεση θα γράφεται μόνο στα αγγλικά!

Τέλος, ο κυβερνητικός έλεγχος εντείνεται με την πρόβλεψη πως με ένα προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η ίδρυση, διάσπαση ή και κατάργηση ερευνητικών κέντρων, χωρίς την συμφωνία της Βουλής. Είναι απαράδεκτο να συμβαίνει κατάργηση φορέων που έχουν ιδρυθεί δια νόμου, με Π.Δ. Αποφασίζεται έτσι η διαιώνιση του καθεστώτος όπου κάθε υπουργός ανάπτυξης θα ιδρύει ανεξέλεγκτα ερευνητικά κέντρα στην εκλογική του περιφέρεια, περιορίζοντας την χρηματοδότηση που προορίζεται για τα υπόλοιπα ερευνητικά κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί υπουργίας Σιούφα στο ΥΠΑΝ ιδρύθηκαν τέσσερα νέα ερευνητικά κέντρα στην Καρδίτσα.

Εργασιακές σχέσεις ερευνητών.
Ζητήματα εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων των ερευνητών παραπέμπονται σε Π.Δ. του Υπουργείου Ανάπτυξης, καθιστώντας τον νόμο αντισυνταγματικό αφού ακόμη και εργασιακά – ασφαλιστικά δικαιώματα κατοχυρωμένα με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας μπορούν να καταργηθούν. Για την ακόμη μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων προβλέπονται συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και συμβάσεις έργου και εκμετάλλευση των μεταπτυχιακών σπουδαστών. Επίσης, εφαρμόζεται άμεσα για τους ερευνητές η οδηγία Bolkenstein. Ακόμη, δημιουργούνται προϋποθέσεις προσλήψεων «υμετέρων» σε θέσεις επιστημονικού και μη προσωπικού. Τεράστιας σημασίας είναι το ότι το προσωπικό των Επιτροπών είναι υποχρεωμένο σε εχεμύθεια την ίδια στιγμή που το ΕΣΕΤ μπορεί χωρίς καμιά έγκριση, να έχει πρόσβαση σε κάθε ερευνητικό δεδομένο και αποτέλεσμα ώστε οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου που συμμετέχουν στο ΕΣΕΤ να τα παίρνουν δωρεάν και γρήγορα!

Η έρευνα στα πανεπιστήμια.
Σε σχέση με την έρευνα στα πανεπιστήμια, η κυβέρνηση δεν εξασφαλίζει δια του νόμου στα ιδρύματα τις οικονομικές προϋποθέσεις για να αναπτύσσουν αυτοτελώς την ερευνητική τους δραστηριότητα, καθώς αφενός ο προσανατολισμός της Ν.Δ. είναι να περιορίσει τους πόρους των ΑΕΙ και να υποχρεώσει τα ιδρύματα να ψάξουν για ιδιωτική χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων και μεταπτυχιακών (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), αφετέρου η έρευνα στα ΑΕΙ, δεδομένης της σχετικής ελευθερίας που απολαμβάνει ακόμη η ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν είναι εύκολα ελεγχόμενη. Επίσης, επεκτείνεται το κριτήριο της επιστημονικής Αριστείας στη βασική έρευνα και στα ΑΕΙ, κριτήριο στο οποίο βαρύνουσα σημασία έχει η διασφάλιση ιδίων πόρων και η σύνδεση με την παραγωγή.

Ο νόμος επιφυλάσσει στα πανεπιστήμια τον ρόλο της δεξαμενής εν δυνάμει ερευνητών, καθώς οι τελευταίοι προκειμένου να αναπτύξουν ερευνητική δραστηριότητα θα είναι αναγκασμένοι να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στις αδιαφανείς διαδικασίες που περιγράψαμε, με όρους ατομικούς και χωρίς την συμφωνία του τμήματος και του ΑΕΙ στο οποίο ανήκουν. Με άλλα λόγια, δεν στοχεύει στην ενίσχυση της πανεπιστημιακής έρευνας αλλά στην υποβάθμιση της και τον περιορισμό της στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα, στα οποία, όπως είπαμε, δεν ασκείται έλεγχος από τα όργανα της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η έρευνα δεν ενισχύεται ούτε στα μεταπτυχιακά, αφού ο κανόνας είναι η ίδρυση μεταπτυχιακών προγραμμάτων όπου διεξάγεται επαγγελματική κατάρτιση και όχι επιστημονική έρευνα. Ασφαλώς, ούτε στα πανεπιστήμια μένει πλέον χώρος (δηλαδή «πόροι») για βασική έρευνα και για την έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Τα ΑΕΙ θα λειτουργούν ως φτηνά ερευνητικά κέντρα για τις επιχειρήσεις που θα διεξάγουν έρευνες κατά παραγγελία και θα εγκαθίστανται σε αυτά αγοραίες και ανταγωνιστικές σχέσεις, αφού πολλοί θα λειτουργούν ως εκπρόσωποι επιχειρηματικών συμφερόντων.

Όλα τα παραπάνω προβλέπονται χωρίς να υπάρχει καμία εγγύηση και κανένα χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη των χρηματοδοτικών υποσχέσεων της κυβέρνησης, την ίδια στιγμή που τα Ερευνητικά Κέντρα ωθούνται στην αξιοποίηση και εκμίσθωση της περιουσίας και των υποδομών τους, ακόμη και στον δανεισμό.

Συμπερασματικά:
Ο νόμος για την έρευνα δεν μπορεί παρά να ειδωθεί ως συνέχεια των πρόσφατων πολιτικών εγχειρημάτων της Ν.Δ. στο χώρο της εκπαίδευσης. Μετά την κατάρρευση της συνταγματικής αναθεώρησης, η Ν.Δ. προσπαθεί να περάσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 «από το παράθυρο» και να προωθήσει την υπαγωγή της επιστημονικής γνώσης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αγοράς, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία της εκπαιδευτικής και της ερευνητικής διαδικασίας, μέσω του νόμου-πλαίσιο, των εσωτερικών κανονισμών και των νόμων για την έρευνα και τα μεταπτυχιακά.

Βασική πρόνοια του νόμου είναι η μεταφορά της έρευνας από τα πανεπιστήμια σχεδόν αποκλειστικά στα ερευνητικά κέντρα. Οι επιτροπές σχεδιασμού της ερευνητικής πολιτικής αλλά και τα ίδια τα ερευνητικά κέντρα σχεδιάζεται να ελεγχθούν ασφυκτικά και αυταρχικά, τόσο από τη κυβέρνηση όσο και από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων που θα συμμετέχουν στις επιτροπές και τα Δ.Σ. των ερευνητικών κέντρων. Την ίδια στιγμή δεν προβλέπεται η συμμετοχή σε αυτές τις επιτροπές κανενός επιστημονικού ή συνδικαλιστικού φορέα των ερευνητών και των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ. Έτσι, η έρευνα προσανατολίζεται πλήρως προς την εφαρμοσμένη έρευνα και όχι προς τη βασική. Επίσης, αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες. Εκτός από την αδυναμία παραγωγής νέας γνώσης (αφού θα απουσιάζει η βασική έρευνα) που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα αναπαραγωγής της κοινωνίας, υπάρχει και ο κίνδυνος της εξαρτημένης έρευνας με προαποφασισμένα αποτελέσματα. Και επειδή οι δημόσιοι επιστημονικοί φορείς απολαμβάνουν ακόμη κάποιο κύρος, εύκολα καταλαβαίνουμε τι σημαίνει κοινωνικά το να δηλώσει κάποιο πανεπιστήμιο ή ένα δημόσιο ερευνητικό κέντρο πως η ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων δεν επηρεάζει τον εγκέφαλο μας ή πως το νερό του Ασωπού δεν είναι τελικά τόσο μολυσμένο όσο νομίζαμε.

Το μοντέλο που φαίνεται να υιοθετεί η κυβέρνηση και για την έρευνα είναι αυτό της «σύμπραξης δημόσιου – ιδιωτικού τομέα». Ιδιωτικοί φορείς θα χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα που θα τα διεκπεραιώνουν δημόσια (κατά τα άλλα…) ερευνητικά κέντρα. Και βέβαια, γίνεται σαφές πως όταν πρόκειται για τα επιχειρηματικά συμφέροντα οι εξαγγελίες για «λιγότερο κράτος» πάνε περίπατο, αφού το κράτος καλύπτει το επενδυτικό κενό και την απροθυμία τω κακομαθημένων ελληνικών επιχειρήσεων να διεξάγουν ιδιωτική έρευνα για επιχειρηματική καινοτομία. Σε συνδυασμό με τις ευέλικτες μορφές εργασίας που υιοθετούνται, η Ελλάδα μετατρέπεται σε χώρα φτηνού ερευνητικού δυναμικού και χαμηλού κόστους παραγωγής ερευνητικών προϊόντων.

Η ερευνητική διαδικασία στα πανεπιστήμια αποδυναμώνεται, αφού δεν τους παρέχονται τα στοιχειώδη οικονομικά προαπαιτούμενα για την διεξαγωγή της και ωθούνται στην εξωτερική χρηματοδότηση και την δημιουργία επιχειρηματικά ελεγχόμενων μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Τα ΑΕΙ αντιμετωπίζονται σαν δεξαμενή εν δυνάμει ερευνητών, οι οποίοι θα πρέπει να διεκδικούν χρηματοδότηση ανταγωνιστικά μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες, εκτός Πανεπιστημίου. Αν διαβάσουμε το νόμο για την έρευνα σε συνδυασμό με το νόμο – πλαίσιο και το σχέδιο νόμου για τα μεταπτυχιακά γίνεται σαφές πως οι συνέπειες ενδεχόμενης εφαρμογής του θα είναι πολύπλευρες και θα αφορούν άμεσα ερευνητές και φοιτητές, μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς. Και όλα αυτά ενώ ο νόμος δεν απαντάει στο πως συνδέεται η έρευνα με τις κοινωνικές ανάγκες και στο πως θα συνδεθεί η έρευνα με την εκπαίδευση, ενώ δεν υπάρχει καμία δέσμευση για αύξηση της χρηματοδότησης στο 1,5% του ΑΕΠ από δημόσιους πόρους (προϋπολογισμός 2008).

Ο νόμος για την έρευνα πρέπει να μείνει στα χαρτιά και είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό το γεγονός πως ήδη αρκετοί φορείς έχουν δηλώσει πως θα εργαστούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Από την πολιτική που ταυτίζει το κοινωνικό με το επιχειρηματικό συμφέρον, έχουμε να χάσουμε όλοι και όλες, είτε εμπλεκόμαστε άμεσα στην ερευνητική διαδικασία, είτε όχι. Και αυτό είναι που πρέπει να γίνει σαφές!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου