http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=273405
12/03/2006
Πριν από δύο χρόνια είχα βρεθεί στην Πράγα. Ένα βράδυ, τριγυρνώντας σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας της Τσεχίας, έντονα και ενοχλητικά φωταγωγημένο από τις μαρκίζες των πολυκαταστημάτων, μου φάνηκε πως διέκρινα μία γνώριμη μελωδία. Άκουσα πιο προσεκτικά και διαπίστωσα πως δεν είχα... παραισθήσεις. Η μελωδία ήταν πράγματι γνώριμη, αν και δεν μπορούσα ακόμη να την διακρίνω ξεκάθαρα. Γνώριμο όμως ήταν και το όργανο που έπαιζε: Μπουζούκι! Άρχισα να ακολουθώ τη μουσική, σχεδόν κυνηγώντας την στον αέρα. Μπλέχτηκα σε κάτι δαιδαλώδη στενά, έτρεξα, σχεδόν χάθηκα και τελικά το βρήκα: απέναντι μου είχα μια παρέα Τσέχων που έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν. Και έλεγαν ένα τραγούδι που δεν ήταν γραμμένο στη γλώσσα τους: "Μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα. Πουλί θα γίνω και θα 'ρθω πάλι κοντά σε σένα...".
Ήταν ένα από τα πιο πολυταξιδεμένα τραγούδια του κόσμου. Και ήταν του Σταύρου Κουγιουμτζή.
Πριν από ένα χρόνο, στις 12 Μαρτίου του 2005, δεχτήκαμε την είδηση του θανάτου του συνθέτη. Το τέλος της ζωής του τον βρήκε στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που αγάπησε και όπου πέρασε τόσο δύσκολα αλλά και τόσο όμορφα χρόνια, ώστε να αποτελέσουν μια ανεπανάληπτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Λίγους μήνες μετά, ένα μέρος των ανθρώπων που αγάπησαν τα τραγούδια του, τον αποχαιρέτησαν σε μια μεγάλη συναυλία στο κατάμεστο Θέατρο Γης της Θεσσαλονίκης, χώρο εκτελέσεων κατά τη γερμανική Κατοχή. Χιλιάδες ανθρώπων τραγούδησαν σαν λαϊκή χορωδία για να συντροφέψουν τον άνθρωπο που με τα τραγούδια του συντρόφεψε τόσες στιγμές τους, "έντυσε" τόσα συναισθήματα τους, έβαλε φτερά σε τόσα κουρασμένα όνειρα τους.
Από παλιά ερέθιζε τη σκέψη μου η διαπίστωση πως σε μια χώρα του γεωγραφικού και πληθυσμιακού μεγέθους της Ελλάδας είχαν αναδειχθεί τόσοι πολλοί μάγοι αυτής της υπέροχης αλχημείας που λέγεται "τραγούδι". Η αναφορά και μόνο των ονομάτων των συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών θα έφερνε μπροστά μας ένα μεγάλο κομμάτι της ίδιας μας της ζωής αλλά και μερικές γεμάτες, πυκνογραμμένες σελίδες, γι' αυτό και θα το αποφύγω. Δεν χρειάζεται όμως να εξηγήσουμε αυτό το φαινομενικό παράδοξο για να επισημάνουμε πως αναμφίβολα ο Κουγιουμτζής αποτελεί έναν από τα πιο σπουδαίους μύστες αυτού του θαυμάσιου μυστηρίου. Καταφέρνοντας να σμίξει ρυθμούς και μέτρα (συχνά και λόγο, ας θυμηθούμε το "άνοιξ' το παραθύρι σου, ξανθέ βασιλικέ μου") της παραδοσιακής μουσικής με έναν υψηλό λαϊκό λυρισμό, κατάφερε να γράψει τραγούδια από αυτά που λειτούργησαν ως "σημαίες" για την καλλιτεχνική παραγωγή που κωδικοποιήθηκε ως "έντεχνο λαϊκό τραγούδι". Μάλιστα ο Νίκος Γκάτσος εκτιμά ως αφετηρία της έμπνευσης του Κουγιουμτζή "τη μακραίωνη ελεγειακή μνήμη του ελληνικού λαού". Το εκπληκτικό όμως είναι πως αυτή ακριβώς η ελεγειακή διάθεση (που εκτός από τη μουσική του εκδηλώνεται και στους στίχους του) προσαρμόζεται και ενσωματώνεται σε διαφορετικούς τύπους έκφρασης: Δημοτικότροπη ("χελιδονάκι του Μαγιού πόσο πολύ σου μοιάζω, όταν ανθίζουν πασχαλιές κι όταν αναστενάζω"), λαϊκή ("Δεν έχω μάτια να σε δω, καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πως να σε κρατήσω"), περισσότερο "νεωτεριστική" (Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις, εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς. Τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις μ' ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς") αλλά ακόμη και αυτοκριτική --αυτοσαρκαστική ("Με τραγούδια για τη φτώχεια και την ξενητειά, ρετιρέ παίρνω στην Κηφισσιά"). Ταυτόχρονα, δεν διστάζει να αναμετρηθεί με την ποίηση του Νίκου Γκάτσου, του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη, του Γιώργου Θέμελη, του Μάνου Ελευθερίου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Μιχάλη Μπουρμπούλη, του Άκου Δασκαλόπουλου, της Σώτιας Τσώτου και να τη μελοποιήσει. Όμως ο Σταύρος Κουγιουμτζής δεν ήταν απλώς "ο συνθέτης της ελεγείας". Πολλά τραγούδια του μοιάζουν να ξεπηδάνε από στιγμές εκστατικού γλεντιού και λαϊκού ενθουσιασμού, από στιγμές χαμόγελου. ("Που 'ναι τα χρόνια", "Μάτια μου - μάτια μου", "Δίχως την καρδούλα σου" και άλλα). Αυταπόδεικτα, λοιπόν, μιλάμε για ένα πολυσύνθετο και σπουδαίο δημιουργό.
Απώλειες σαν και αυτή του Κουγιουμτζή προκαλούν, πέρα από θλίψη, και προβληματισμό. Μήπως σημαίνουν την αποχώρηση από το κέντρο της σκηνής, αυτής της αισθητικής αλλά και ηθικής στάσης που άνθρωποι όπως ο ίδιος αντιπροσώπευαν; Σημαίνουν την επέκταση της κυριαρχίας της "βιομηχανίας του τραγουδιού" που επιβάλλει στους "υπό παρασκευή" τραγουδιστές να κλείνονται σε ένα σπίτι και να δέχονται να καταγράφεται η ζωή τους και να πωλείται σε επεισόδια της μιάμιση ώρας; Ίσως. Όχι όμως μόνο γιατί με αυτές τις απώλειες ελλατώνονται οι καλλιτεχνικές αντιστάσεις, αλλά και διότι λιγοστεύουν οι "συνολικά ευαίσθητοι καλλιτέχνες". Και η ύπαρξη αυτών συνιστά μια από τις σημαντικές ιδιοτυπίες που συγκρότησαν την ελληνική λαϊκή μουσική ως μία σπουδαία και ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους αυτής της "φουρνιάς" καλλιτεχνών που έβγαιναν στο δρόμο και συναντούσαν το κοινό των τραγουδιών τους, τον λαό, για να φωνάξουν, για να διεκδικήσουν μαζί του. Ήταν ένας από τους τελευταίους καλλιτέχνες της γενιάς του με τη δημοσίως εκπεφρασμένη αγωνία για τα κοινά. Ακολούθησε, πάνω στη μεγάλη φωτιά της, την κίνηση των ιδεολογικών και κοινωνικών αιτημάτων στην Ελλάδα και έγραψε πάνω της θαυμάσια τραγούδια ("Και μια σημαία σ' ένα μπαλκόνι αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει"). Επιπλέον, όπως γράφει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: "Δεν παριστάνει τον μη μου άπτου καλλιτέχνη, που βρίσκεται μέσα στη γυάλα του, γράφει τα "έργα" του και περιφρονεί τον "όχλο". Αλλά ζει με το λαό, τον ψυχαγωγεί και τον διδάσκει, εμπνέεται από αυτόν και τον εμπνέει". Επομένως, ο Κουγιουμτζής ήταν ένας ξεκάθαρα λαϊκός συνθέτης. Τόσο ως προς την καταγωγή του όσο και ως προς τον χαρακτήρα της δημιουργίας του. Και μάλιστα σε μια εποχή που ο όρος "λαϊκή μουσική" αποκτούσε το σχεδόν καθαγιασμένο περιεχόμενο που στέκει ακόμα ως αντίπαλο δέος απέναντι στην προσπάθεια καθιέρωσης ως "λαϊκών" των τραγουδιών που γράφονται τη μία μέρα για να θαφτούν από την ίδια την εταιρία παραγωγής τους την επομένη, προκειμένου να μπει "φρέσκο πράγμα" στην αγορά. Και όλα αυτά δεν μπορεί παρά να μας αφορούν και (επιβάλλεται) να μας απασχολούν. Έχοντας βεβαίως πάντα στο μυαλό μας πως δεν είναι οι καλλιτέχνες που κάνουν την εποχή, αλλά πρωτίστως η εποχή που κάνει τους καλλιτέχνες. Ή, αλλιώς , όπως έχει πει --και πάλι-- ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: "Αν έγραφα σήμερα την ?Άπονη ζωή? θα με δέρνανε!". Και η μετάλλαξη της λαϊκής μουσικής, όπως την παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε διαλλεκτική σχέση με τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στον τύπο του "λαϊκού ανθρώπου", έννοια ούτως ή άλλως ιδιαιτέρως θολή.
Και για το τέλος, ένα βίωμα: Ήμουν αρκετά μικρός όταν για πρώτη φορά άκουσα το "Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές". Είχα μόλις αρχίσει να μαθαίνω για τις φυλακίσεις των αριστερών σε παλιότερα χρόνια. Δόμησα τότε μέσα μου την εικόνα του ανθρώπου που αγωνίζεται για την ελευθερία, και γι' αυτό ακριβώς παραμένει ελεύθερος ακόμη και μέσα στη φυλακή. Την εικόνα αυτή τη συντρόφευε πάντα αυτό το τραγούδι. Και ήταν τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τις συγγένειες και τους δεσμούς ανάμεσα στις διάφορες μορφές της ελευθερίας βούλησης, σκέψης και επιλογής. Και κυρίως μεταξύ της πολιτικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Πέρασε κιόλας ένας χρόνος. Γρήγορα, πολύ γρήγορα. Όμως τα τραγούδια δεν περνάνε. Βρίσκονται εδώ και γίνονται ζωή μας. Μας δένουν με τους ανθρώπους, με τον εαυτό μας, με την ιστορία μας. Και καμιά φορά, όταν θέλουμε να φύγουμε, αυτά ακόμη μας κρατάνε. Σαν "το πουκάμισο το θαλασσί" που το φοράμε χρόνια κι όταν προσπαθήσουμε να το βγάλουμε πονάει γιατί "μια το φορούσα εγώ και μια εσύ". Σαν τους "ελεύθερους κι ωραίους" που "ζουν σε κάποιες φυλακές" και όταν ξεμακραίνουμε και τους αφήνουμε νιώθουμε ακόμη τα μάτια τους πάνω μας. Σαν τον καημό σου που τον κουβαλάς, μα δεν μπορείς να τον πεις γιατί "δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις". Σαν "τα χρόνια της υπομονής" που "δεν μας θυμήθηκε κανείς". Σαν τα μάτια που σε κοιτάνε και θυμωμένα κλαίνε και τους λες (ή περιμένουν να τους πεις) "Μη μου θυμώνεις μάτια μου που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα 'ρθω πάλι κοντά σε σένα". Σαν το "Μάρτη στη Θεσσαλονίκη" και το "καλοκαίρι στο Ντεπό" που "τα τραγούδια σου θυμάμαι, τα τραγούδια π' αγαπώ. Και στην άκρη ξεχασμένη μια ζωή σε περιμένει". Σαν την χαρά μου που είναι "ένας κόμπος", όμως "σαν θα 'ρθεις, στάλα στάλα θα στη δώσω για να δροσιστείς". Σαν τη μέρα που "Είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις, μα γέρασε η καρδιά μου. Κι ούτε πουλί φτερούγησε μέσα στην ερημιά μου".
Συγχωρήστε παρακαλώ την σχεδόν διαισθητική αισιοδοξία μου, όμως νομίζω πως όσο αυτοί που αγωνίζονται, αυτοί που αγαπιούνται, αυτοί που αποχωρίζονται, αυτοί που περιμένουν μπορούν ακόμη να βρίσκουν τέτοια τραγούδια μέσα στις γωνιές και τις χαρακιές της ψυχής τους, έχουμε την καλύτερη ένδειξη πως μπορούμε όχι απλώς να παρηγορούμαστε αλλά και να ελπίζουμε. Γιατί όλα είναι ακόμη εδώ. Γιατί τα τραγούδια είναι ακόμη εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου