Οκτώβριος 2007
Για το περιοδικό Εξ ευωνύμων.
Τις μέρες του μεγάλου πανεπιστημιακού κινήματος, πολλοί από τους συλλόγους μεταπτυχιακών φοιτητών/τριών επεσήμαιναν πως στην Ελλάδα τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) λειτουργούν ως δοκιμαστικοί σωλήνες για την εφαρμογή των αλλαγών που σχεδιάζονται για τις προπτυχιακές σπουδές. Πραγματικά, μία σειρά από τις μέριμνες του νέου νόμου – πλαίσιο έχουν εδώ και καιρό αποτελέσει την πραγματικότητα πολλών ΠΜΣ. Δίδακτρα, χρονικοί περιορισμοί στη φοίτηση και διαγραφές φοιτητών, αποδυνάμωση ασύλου (αφού πολλά μαθήματα διεξάγονται σε χώρους εκτός των πανεπιστημίων), εξαρτημένη έρευνα, στρεβλά εξειδικευμένες και εντατικές σπουδές, ανυπαρξία υποστηρικτικών θεσμών (υποτροφίες κλπ), απουσία φοιτητικού συνδικαλισμού συγκροτούν ήδη την εικόνα των μεταπτυχιακών σπουδών, προσφέροντας μας ένα ξεκάθαρο δείγμα των κυβερνητικών προθέσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στο σύνολο της.
Τα νομοσχέδια για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, που την ύστατη ώρα παρουσίασε η κυβέρνηση για να περάσουν από το θερινό τμήμα της Βουλής χωρίς τον παραμικρό διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς (χαρακτηριστικό δείγμα της απόλυτης πολιτικής αλαζονείας που γεννά ο δικομματισμός) ήρθαν ως μία δυσάρεστη δικαίωση. Η πλήρης εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας περνάει πρώτα από τα μεταπτυχιακά αλλά και από την έρευνα. Θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε σε αδρές γραμμές τα στοιχεία των δύο νομοσχεδίων.
Το νομοσχέδιο για την έρευνα:
Η κρατική χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα ανέρχεται στο 0.55% του προϋπολογισμού. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο όχι μόνο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (2.5%) αλλά και από το αντίστοιχο ποσοστό κάθε άλλης χώρας της Ε.Ε των 27 !!! Όμως, στο κείμενο του νομοσχεδίου δεν διαπιστώνεται αυτό ως το βασικό πρόβλημα αλλά η αλληλοεπικάλυψη των ερευνητικών δραστηριοτήτων και η συνεπακόλουθη κατασπατάληση των (ποιων;;;) πόρων. Δηλαδή, επειδή δεν υπάρχει ένας λειτουργικός κεντρικός σχεδιασμός και έλεγχος της ερευνητικής δραστηριότητας, διάφοροι ερευνητές ασχολούνται με τα ίδια αντικείμενα καταναλώνοντας πόρους και στερώντας τους από άλλα ερευνητικά εγχειρήματα.
Και αφού το πρόβλημα είναι ο συντονισμός, ας μεριμνήσουμε. Τι προβλέπει το νομοσχέδιο; Φτιάχνει μία δαιδαλώδη, γραφειοκρατική (με την αρνητική σημασία) και οπωσδήποτε δυσλειτουργική δομή πέντε (!) επιτροπών που η μία θα συμβουλεύει την άλλη και όλες μαζί την διυπουργική επιτροπή που θα αποτελείται από τον πρωθυπουργό και δώδεκα υπουργούς και θα έχει τον τελευταίο λόγο για την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να κινηθεί συνολικά η έρευνα στην χώρα. Ποιοι θα απαρτίζουν αυτές τις επιτροπές; Κανένας εκπρόσωπος των πανεπιστημιακών, κανένας εκπρόσωπος των φοιτητών. Κάποιοι επιστήμονες «εγνωσμένου κύρους» (αυτή η φράση επαναλαμβάνεται πολλές φορές στον νόμο και αποτελεί κατά τρόπο κωμικό το μόνο προσόν που αναφέρεται, αφήνοντας έτσι μεγάλο περιθώριο για διορισμούς «υμετέρων») καθώς και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (!!!) οι οποίοι έχουν ως σκοπό «να μεταφέρουν ερεθίσματα από τον κόσμο της αγοράς», όπως αναφέρεται στο κείμενο του νομοσχεδίου. Η κυβέρνηση όμως αλλάζει και την σύσταση των Δ.Σ. των ερευνητικών κέντρων. Συγκεκριμένα, στο ΔΣ κάθε ερευνητικού κέντρου θα τοποθετείται και ένα μέλος διορισμένο από την κυβέρνηση, ενώ δημιουργούνται σε όλα τα ερευνητικά κέντρα Επιστημονικά Συμβούλια στα οποία συμμετέχουν υποχρεωτικά εκπρόσωποι των επιχειρήσεων. Απορία: Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων που θα συμμετέχουν στα συμβούλια του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών, στο Δημόκριτο, στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών με τι κριτήρια θα τοποθετούνται, για παράδειγμα, για ένα πρόγραμμα προστασίας των δελφινιών, για μία έρευνα για την επίπτωση της ακτινοβολίας των κινητών τηλεφώνων στον εγκέφαλο, για την χρηματοδότηση ενός σχεδίου έρευνας για τις αιτίες τις ανεργίας;
Σε κάθε περίπτωση προβλέπεται η δυνατότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτεί «κατά προτεραιότητα» ερευνητικά προγράμματα που αποτελούν για την ίδια προτεραιότητα. Η ταυτολογία είναι προφανής. Υπάρχει όμως για να δώσει την θεσμική βάση στην κυβέρνηση να ορίζει η ίδια σε τελευταία ανάλυση ποια ερευνητικά προγράμματα θα υλοποιούνται και ποια όχι. Σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για συνεργασία με ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα (βλ. ερευνητικά κέντρα επιχειρήσεων) αλλά και με ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού που θα χρηματοδοτούνται από την ελληνική κυβέρνηση το σκηνικό γίνεται όλο και πιο σκοτεινό.
Το μοντέλο λοιπόν, είναι απλό. Έχουμε δημόσια Ερευνητικά Ινστιτούτα τα οποία τα καθιστούμε πλήρως ελεγχόμενα διορίζοντας τα μέλη των ΔΣ τους και εκβιάζοντας τα με την χρηματοδότηση. Τους επιβάλουμε να λειτουργούν με σκοπό την μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους μέσω της απευθείας συμμετοχής εκπροσώπων των επιχειρήσεων στην διοίκηση τους. Κι αν δεν θέλουν δεν πειράζει, απευθυνόμαστε στα ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα (έμμεση κρατική χρηματοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων και μετακύλιση κόστους έρευνας από τον επιχειρηματία στους φορολογούμενους) και σε αυτά του εξωτερικού που θα μας εξυπηρετήσουν. Αυτή η αυταρχική αντιμετώπιση των ερευνητών, αυτός ο ασφυκτικός έλεγχος της έρευνας από το κράτος προς όφελος των επιχειρήσεων παραπέμπει σε καθεστώτα τύπου Πινοτσέτ… Και όλα αυτά, χωρίς ουσιαστική δέσμευση για απροϋπόθετη αύξηση της χρηματοδότησης.
Το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά (ΠΜΣ):
Το νομοσχέδιο για τα ΠΜΣ έρχεται να εισάγει κάποια νέα στοιχεία στην διαδικασία των μεταπτυχιακών σπουδών αλλά και να θεσμοθετήσει κάποια από τα ήδη υπάρχοντα.
Ορίζεται καθαρά (και αντισυνταγματικά, βεβαίως βεβαίως…) ως πιθανή πηγή εσόδων των ΠΜΣ τα δίδακτρα. Σχετική πρόβλεψη υπήρχε και στον νόμο του 1992 όμως η διατήρηση της δεν παύει να έχει σημασία.
Πηγή εσόδων των μεταπτυχιακών προγραμμάτων μπορούν να αποτελούν και χορηγίες του ιδιωτικού τομέα. Σε πολλά ΠΜΣ αυτό συμβαίνει ήδη. Δηλαδή, ένα μεταπτυχιακό μπορεί να λειτουργεί υπό την αποκλειστική χρηματοδότηση (και άρα τον έλεγχο) μίας επιχείρησης. Τι σημαίνει αυτό; Αφενός πως τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας θα πατεντάρονται από την εταιρεία και δεν θα χρησιμοποιούνται ελεύθερα. Αφετέρου, πως η έρευνα θα είναι πλήρως εξαρτημένη από την επιχείρηση. Φανταστείτε για παράδειγμα πως η VODAFONE χρηματοδοτεί ένα μεταπτυχιακό στις τηλεπικοινωνίες. Υπάρχει καμιά περίπτωση το οικείο τμήμα να κάνει έρευνα για τις επιπτώσεις στην υγεία από την χρήση του κινητού τηλεφώνου;;; Για τα μεταπτυχιακά προγράμματα στις κοινωνικές επιστήμες τα πράγματα είναι πιο απλά. Ιδιώτης χρηματοδότης δεν πρόκειται να βρεθεί παρά για ελάχιστα. Η ήδη υποχρηματοδοτούμενη κοινωνική έρευνα υποβιβάζεται ακόμη περισσότερο.
Μόνο ένα μεταπτυχιακό ανά τμήμα θα χρηματοδοτείται από το κράτος (χωρίς αυτό να αποκλείει και σε αυτό ακόμη την επιβολή διδάκτρων). Οι υπόλοιποι… τρέξτε να βρείτε χορηγούς ή βάλτε δίδακτρα. Μέχρι τώρα, σε πολλά ΠΜΣ είχαν επιβληθεί δίδακτρα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις πανεπιστημίων, όπως για παράδειγμα το Πάντειο, όπου δεν είχαν επιβληθεί δίδακτρα σε κανένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα.. Με το νομοσχέδιο η κατάσταση αλλάζει άρδην αφού υπάρχουν πολλά τμήματα (και στη ΦΜΣ όπως π.χ. Βιολογικό) που επειδή έχουν παραπάνω από ένα μεταπτυχιακά θα επιβάλλουν δίδακτρα ή θα ψάξουν για κάποιον ιδιώτη χρηματοδότη που θα έχει λόγο πάνω στο πρόγραμμα σπουδών όχι μόνο του μεταπτυχιακού αλλά και του τμήματος.
Για την ίδρυση Μεταπτυχιακού προγράμματος από εδώ και πέρα, το οικείο τμήμα θα πρέπει να έχει υποβληθεί στην διαδικασία «εξωτερικής αξιολόγησης». Δηλαδή, όποιο τμήμα αντιλαμβάνεται την «αξιολόγηση» ως αντιακαδημαϊκή (στον σχετικό νόμο δεν έχουν οριστεί καθαρά τα κριτήρια της «αξιολόγησης» αλλά είναι σίγουρο πως θα έχουν ως βάση την μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους και δεν την εφαρμόζει θα τιμωρείται με την απαγόρευση ίδρυσης μεταπτυχιακού. Η αξιολόγηση ορίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ίδρυση, όσο και για τη συνέχιση της λειτουργίας του Π.Μ.Σ. Τα Π.Μ.Σ βρίσκονται σε ομηρία από το Υπουργείο, αφού μετά τα πρώτα 8 χρόνια της λειτουργίας τους θα πρέπει να κριθούν από εξωτερικούς αξιολογητές και μόνο εφόσον η αξιολόγηση αυτή είναι «θετική», δεν θα κλείνουν. Είπατε κάτι για αυτονομία του πανεπιστημίου;;;;
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση ΠΜΣ είναι η αντιστοίχηση των μαθημάτων με συγκεκριμένες «Πιστωτικές» (όχι «Διδακτικές») Μονάδες (credits). Το σύστημα των Πιστωτικών Μονάδων εισάγεται και στο προπτυχιακό επίπεδο για να ποσοτικοποιήσει την επιστημονική γνώση και να διασπάσει τα πτυχία και τα γνωστικά αντικείμενα καθώς και να μας εντάξει σε ένα διαρκές κυνήγι πιστωτικών μονάδων και δεξιοτήτων για την αγορά.
Υποψήφιοι Διδάκτορες μπορούν πλέον να γίνουν μόνο όσοι έχουν κάνει μεταπτυχιακό. Με άλλα λόγια, τα μεταπτυχιακά γίνονται τεταρτοβάθμια εκπαίδευση και τα διδακτορικά πεμπτοβάθμια!. Με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο αφήνεται η δυνατότητα στα Τμήματα να ορίσουν τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί ο υποψήφιος διδάκτορας, όπως είναι και το αυτονόητο
Κάθε καθηγητής θα μπορεί να επιβλέπει μέχρι πέντε (5) υποψήφιους διδάκτορες, όπως προβλέπονταν και από τον παλιό νόμο.
Οι υποψήφιοι διδάκτορες είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν τον πρώτο χρόνο εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο πανεπιστήμιο. Δεν αναφέρεται τίποτα για αμοιβή!!!!!!!! Το ότι οι διδάκτορες κάνουν μαύρη και απλήρωτη εργασία δεν είναι βέβαια καινοφανές, αυτό που αλλάζει πλέον είναι ότι αυτή η μαύρη εργασία καθίσταται πλέον συνυφασμένη με την ιδιότητα του διδάκτορα.
Η έρευνα ουσιαστικά φεύγει από τα μεταπτυχιακά και πάει στα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα όπου θα είναι ελεγχόμενη από την κυβέρνηση. Τα Ερευνητικά Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα (ΕΠΙ) είναι ένας θεσμός αποτυχημένος που έχει λειτουργήσει σε βάρος των Πανεπιστημίων. Τα ΕΠΙ ενώ θα λειτουργούν στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου, θα είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, θα αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, θα μπορούν να συνεργάζονται και με φορείς του ιδιωτικού τομέα και να λειτουργούν με αδιαφάνεια χωρίς τον έλεγχο και την εποπτεία των συλλογικών ακαδημαϊκών οργάνων (π.χ. Σύγκλητος).
Για την ίδρυση Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων θα αποφασίζει το υπουργείο και ένα «διαπανεπιστημιακό συμβούλιο έρευνας», του οποίου η σύνθεση και η λειτουργία δεν ορίζονται στον νόμο! Η φράση του νομοσχεδίου «Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να χρηματοδοτεί κατά προτεραιότητα την ίδρυση και λειτουργία Ε.Π.Ι., τα οποία εμπίπτουν σε συγκεκριμένες περιοχές της επιστήμης ή της τεχνολογίας, που καθορίζονται από το ίδιο και ανακοινώνονται στα Πανεπιστήμια» είναι χαρακτηριστική. Δηλαδή, το υπουργείο μπορεί να παρακάμπτει τις προτεραιότητες που θέτουν τα πανεπιστήμια και να αποφασίζει αυτό ποια ερευνητικά κέντρα θα χρηματοδοτήσει. Ετοιμαστείτε να δείτε να ιδρύονται παντού ερευνητικά πανεπιστημιακά ινστιτούτα για «Στρατηγικές Επενδύσεις», για «Διαχείριση Ανθρώπινων Πόρων», για «Ανταγωνιστικότητα» και άλλα τέτοια…
«Π.Μ.Σ. οργανώνονται σε Τμήματα […] και αποσκοπούν στην περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και στην προώθηση της έρευνας με συνεκτίμηση πρωτίστως των αναγκών ανάπτυξης της χώρας». Δηλαδή, σαν η έννοια της «ανάπτυξης» να είναι ουδέτερη κοινωνικά και επιστημονικά, τίθεται ως σκοπός της λειτουργίας μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ακόμη πιο απλά: Αρχίστε να ξεχνάτε τις μεταπτυχιακές σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες…
Στα Δ.Σ των Ερευνητικών Πανεπιστημιακών Ινστιτούτων δεν υπάρχει εκπρόσωπος των φοιτητών και από την Συντονιστική Επιτροπή των ΠΜΣ έχουν αποκλειστεί οι εκπρόσωποι των φοιτητών, όπως προβλέπονταν και από τον προηγούμενο νόμο.
Τι συμπέρασμα βγάζουμε;
Τα δύο νομοσχέδια αποτελούν την πλήρη δικαίωση των όσων λέμε εδώ και χρόνια για την κατεύθυνση στην οποία εντάσσεται η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Αφού απέτυχε να αναθεωρήσει το άρθρο 16 και να πείσει την πλειονότητα των πολιτών για την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να περάσει τα ιδιωτικοοικονομικά χαρακτηριστικά στην εκπαίδευση από το παράθυρο, μέσω των μεταπτυχιακών και της έρευνας. Όλες οι πολιτικές επιλογές της ΝΔ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορούν να συμπυκνωθούν σε έναν στόχο: Την λειτουργία των πανεπιστημίων σε απόλυτη σύνδεση με την «ανάπτυξη» της χώρας, δηλαδή με την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων χωρίς κανένα άλλο κριτήριο κοινωνικής συνοχής. Οι επιχειρήσεις έχουν δύο απαιτήσεις από το πανεπιστήμιο. Την παραγωγή αποφοίτων στρεβλά εξειδικευμένων, με «κουτσές» σπουδές που θα έχουν μάθει ένα μόνο τμήμα της επιστήμης τους και θα μπαίνουν στην αγορά εργασίας με πολύ δυσμενείς όρους (επομένως απαιτούν μία σειρά από αλλαγές στα προγράμματα σπουδών των τμημάτων) καθώς και την διεξαγωγή εφαρμοσμένης έρευνας (κατά προτίμηση κρατικά χρηματοδοτούμενης!) με πορίσματα άμεσα αξιοποιήσιμα από την αγορά. Το πρώτο επιχειρήθηκε να επιτευχθεί μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 16 και του νέου νόμου – πλαίσιο. Το δεύτερο επιχειρείται μέσω των νομοσχεδίων για την έρευνα και τα μεταπτυχιακά. Το κίνημα των φοιτητών και των καθηγητών ανέτρεψε την πρώτη προσπάθεια, σε αυτό μένει η ευθύνη να ακυρώσει κάθε νέα απόπειρα για άρση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Διότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει υπέρ μας αν δεν περάσει από τα δικά μας χέρια!
Το ΚΚΕ στην υπεράσπιση του Στάλιν και του Πούτιν
Πριν από 21 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου