Η οικονομική κρίση σε δεν προκαλεί μόνο προβλήματα. Είναι και πεδίο ευκαιριών για ένα ιδιότυπο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Στο πλαίσιο της κρίσης και με τη διαρκή επίκληση της μπορεί, για παράδειγμα, να αυξηθούν οι ώρες εργασίας και να μειωθούν παράλληλα οι μισθοί ή να αυξηθεί η ανασφάλιστη εργασία. Μπορεί να μειωθούν τα «βαρέα και ανθυγιεινά» επαγγέλματα και να αυξηθούν τα όρια συνταξιοδότησης. Μπορεί να σημειωθεί μία συντηρητική κοινωνική στροφή.
Όμως, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να κάνει την οικονομική κρίση επωφελή κατά έναν ακόμη τρόπο. Μειώνοντας την χρηματοδότηση των Δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων και εφαρμόζοντας μία πολιτική ελέγχου και κατάργησης κάποιων από αυτών (διά της συγχώνευσης), επικαλούμενη την ανάγκη εξοικονόμησης πόρων, καθώς επίσης και το γεγονός της επικάλυψης του έργου κάποιων Ερευνητικών Κέντρων από κάποια άλλα. Στόχος - υποτίθεται πως - είναι η βέλτιστη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας. Το ότι η κρίση λειτουργεί εδώ ως δικαιολογία για να καλύψει αλλότριους σκοπούς προκύπτει καταρχάς από μία σύντομη παράθεση μερικών στοιχείων.
Η Ελλάδα είναι προτελευταία μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. στην κρατική χρηματοδότηση της έρευνας (μόλις 0.68% του ΑΕΠ) καθώς και σε αριθμό ερευνητών. Η πενιχρή αυτή χρηματοδότηση μετά βίας φτάνει (και όχι πάντα) για την κάλυψη των μισθών των ερευνητών. Για όλα τα άλλα ογκώδη έξοδα οι ερευνητές είναι αναγκασμένοι να κυνηγούν διαρκώς εξωτερικές χρηματοδοτήσεις και προγράμματα της Ε.Ε. Από την άλλη πλευρά, τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τη συγχώνευση των Ερευνητικών Κέντρων είναι μόλις 10.000 ευρώ ανά μήνα. Αντιθέτως, η ζημία από την παύση, λόγω της συγχώνευσης, ευρωπαϊκών προγραμμάτων που «τρέχουν» αυτή τη στιγμή τα Ερευνητικά Κέντρα θα είναι 33 εκατομμύρια ευρώ και από τη μετακίνηση των μόνιμων ερευνητών άλλα 6 εκατομμύρια. Αν προστεθεί και το κόστος της μετεγκατάστασης των Κέντρων το ποσό γίνεται θηριώδες. Και βέβαια, το οικονομικό αποτέλεσμα αυτής της συγχώνευσης, για το οποίο εμφανίζεται σίγουρος ο Υπουργός Ανάπτυξης, δεν στοιχειοθετείται από πουθενά, αφού όλες οι ενέργειες γίνονται με τρομακτική προχειρότητα, χωρίς καμία οικονομοτεχνική μελέτη και μελέτη βιωσιμότητας. Όλο αυτό το σχέδιο υλοποιείται εντελώς αυταρχικά από τον δογματικό νεοφιλελεύθερο κ. Χατζηδάκη, όχι απλώς χωρίς διάλογο και χωρίς γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (όπως ορίζει ο νόμος!), αλλά και παρά την αντίθετη γνωμοδότηση της μοναδικής επιτροπής που συμβουλεύτηκε ο υπουργός, η οποία και υποστηρίζει πως το πρόβλημα είναι η χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας.
Η πραγματική στόχευση του κ. Χατζηδάκη γίνεται τελικά σαφής με τα ακόλουθα. Το σχέδιο προβλέπει μεταξύ άλλων τη συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ). Το επιχείρημα του υπουργείου είναι πως μεταξύ αυτών των δύο υπάρχει επικάλυψη αντικειμένων. Πράγματι, το ΕΙΕ κάνει και έρευνα σε ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως η ιστορία. Όμως, οι ανθρωπιστικές επιστήμες (ΕΙΕ) και οι κοινωνικές (ΕΚΚΕ) έχουν τόση σχέση όση και η Χημεία με τη Βιολογία. Επομένως, αυτό που πραγματικά ενοχλεί την Κυβέρνηση είναι η ίδια η ύπαρξη της Κοινωνικής Έρευνας. Στην ιδεολογική σφαίρα της ΝΔ η κοινωνική έρευνα είναι άχρηστη, αφού δεν αποφέρει άμεσο οικονομικό κέρδος, αν όχι επικίνδυνη, αφού μελετά «δυσάρεστα» ζητήματα, όπως για παράδειγμα τις αιτίες της ανεργίας. Στην κρίση η ΝΔ βρίσκει την ευκαιρία να περιορίσει μέχρι εξαφάνισης (διά της συγχώνευσης) τους ενοχλητικούς για αυτή ερευνητικούς φορείς. Δεν πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία. Ακόμη και στο Cambridge και την Οξφόρδη, καταργούνται με τα ίδια επιχειρήματα έδρες σε «αντιπαραγωγικά» αντικείμενα. Επίσης, η συγχώνευση ενός Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΕΚΚΕ) με ένα Ιδιωτικού (ΕΙΕ) ενδέχεται να αλλάξει δυσμενώς τις εργασιακές σχέσεις των ερευνητών και να εντείνει την ανασφάλεια τους. Άλλη μία νίκη, «λόγω κρίσης», εναντίον των εργασιακών δικαιωμάτων.
Το σχέδιο του ΥΠΑΝ περιλαμβάνει την αποδιοργάνωση και άλλων Ερευνητικών Κέντρων, όπως ο «Δημόκριτος». Η ειρωνεία είναι πως όλα αυτά τα Κέντρα πέρασαν με άριστα τις διαδικασίες αξιολόγησης του έργου τους, και είναι αναγνωρισμένα από τη διεθνή ερευνητική κοινότητα για το έργο τους. Επομένως από πουθενά δεν προκύπτει η ανάγκη για αυτές τις αλλαγές. Επίσης, το επιχείρημα για την ανάγκη άρσης της γεωγραφικής διασποράς των Κέντρων ακούγεται προκλητικό. Όταν ο κ. Στυλιανίδης ιδρύει 6 ερευνητικά κέντρα στην Κομοτηνή και ο κ. Σιούφας άλλα τόσα στην Καρδίτσα, δηλαδή στις εκλογικές τους περιφέρειες, ποιος αλήθεια δημιουργεί το πρόβλημα της διασποράς; Τέλος, η μετεγκατάσταση των Κέντρων (υπάρχει πρόταση για τη… Βάρη, αφού εκεί έχει βρεθεί φθηνότερο οικόπεδο!) πέρα από τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί στους εργαζόμενους ερευνητές (πολλοί εκ των οποίων είναι μεταπτυχιακοί και μεταδιδακτορικοί φοιτητές που δουλεύουν σε συνθήκες δουλοπαροικίας, με αστείες αμοιβές και χωρίς δικαιώματα) προκαλεί εύλογες υποψίες πως η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει τα υψηλής αξίας κτίρια τους, όπως για παράδειγμα αυτό του ΕΙΕ που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας.
Με αυτό το σχέδιο η ΝΔ αποδεικνύει για άλλα μία φορά πως είναι μία επικίνδυνη κυβέρνηση. Δεν έχει απολύτως κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την ερευνητική στρατηγική στην Ελλάδα. Την απασχολεί απλώς ο έλεγχος της και η μείωση του κόστους της, όπως είχαμε επισημάνει πως προέκυπτε και από τον πρόσφατο νόμο για την έρευνα, που «φύτευε» διορισμένα από την κυβέρνηση μέλη στα ΔΣ των Ερευνητικών Κέντρων. Απαξιώνει τη βασική και την κοινωνική έρευνα ως μη αποδοτικές οικονομικά και προσπαθεί να ευνοεί τους κοντόφθαλμους σχεδιασμούς των επιχειρήσεων, στις οποίες θέλει να «χαρίσει» τα Κέντρα. Όμως η επιστημονική έρευνα και η γνώση είναι δημόσια αγαθά. Είναι τα μέσα για την πληρέστερη γνώση του κόσμου. Η αξία τους δεν αποτιμάται πάντα και μόνο με κριτήρια οικονομικής απόδοσης και δεν μπορούν να υποτάσσονται αποκλειστικά στις επιθυμίες των επιχειρήσεων. Ειδικότερα η κοινωνική έρευνα την οποία θεραπεύει το ΕΚΚΕ είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας και μάλιστα σε συνθήκες σαν τις σημερινές. Η μελέτη της διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, των δομικών της προβλημάτων, των αλλαγών στον κοινωνικό ιστό, της ανεργίας, της μετανάστευσης, της σχέσης των φύλων είναι απολύτως απαραίτητη και πρέπει να ενισχύεται. Αυτό που απαιτείται δεν είναι πρόχειρα νεοφιλελεύθερα τρυκ αλλά η σύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων με τα Πανεπιστήμια, η απομάκρυνση της ευθύνης της έρευνας από το Υπουργείο Ανάπτυξης και η απόδοση της σε ένα Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας, η ανανέωση του εργασιακού δυναμικού των Κέντρων, η οικονομική τους ενίσχυση και μία συνεκτική στρατηγική για την έρευνα στην Ελλάδα. Το ζήτημα της αποδυνάμωσης και της κατάργησης των Ερευνητικών Κέντρων είναι ζήτημα δημοκρατίας, ζήτημα περιστολής του δημόσιου χώρου. Το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι χάρη στον μεγάλο αγώνα του πανεπιστημιακού μετώπου ακόμη σε ισχύ και ορίζει πως η έρευνα πρέπει να διενεργείται με κριτήριο το κοινωνικό όφελος. Ας το θυμόμαστε.
Το ΚΚΕ στην υπεράσπιση του Στάλιν και του Πούτιν
Πριν από 21 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου