Αδημοσίευτο (2007)
Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύθηκε σε μία μηνιαία εφημερίδα που εκδίδουν φοιτητές και φοιτήτριες του Παντείου («Παντειακά Νέα») μία συνέντευξη του Θάνου Βερέμη, προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), υπό τον τίτλο Συνέντευξη με τον δικηγόρο του διαβόλου. Ο κ. Βερέμης προσπαθεί να παρουσιάσει μία εικόνα κατά το δυνατόν διαφορετική αυτής του καλοκαιριού, όταν εν μέσω των κινητοποιήσεων των φοιτητών και των πανεπιστημιακών είχε στραφεί ανοιχτά εναντίον του κινήματος και μάλιστα με μία ρητορεία στα όρια του παραληρήματος: Οι καταληψίες φοιτητές ήταν αρχικά «μειοψηφίες» και στην συνέχεια – όταν πια δεν είχε μείνει πανεπιστημιακό ίδρυμα χωρίς κατάληψη – «υποκινούμενοι νταήδες», η ΠΟΣΔΕΠ ήταν «συντηρητική» και δεν επιθυμούσε «καμιά αλλαγή στα ΑΕΙ», ενώ οι συνδικαλιστές που στελεχώνουν τα όργανα της ήταν «παγκοσμίως άγνωστοι» που κυνηγούσαν «βουλευτική καριέρα». Ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ θέλησε αυτή τη φορά να παρουσιαστεί περισσότερο διαλλακτικός. Όμως, όσο κι αν προσπάθησε, είχε και πάλι τις … μεταρρυθμιστικές τους εξάρσεις! Παραθέτουμε τμήματα της συνέντευξης:
(Για τους πανεπιστημιακούς): «Σε ποιο μέρος του κόσμου, άνθρωπος κάνει τη βδομάδα 6 ώρες μάθημα; […] 10 ώρες την εβδομάδα διδασκαλία, όχι 6. Θέλεις μετά να βγάλεις κι άλλα; Πήγαινε και βγάλε! Αλλά θα είσαι οπωσδήποτε 10 ώρες. Ποιος θα το πιστοποιήσει; Οι… φοιτητές! […] Να δείτε πως θα αρχίσει το πανεπιστήμιο να κουνιέται και οι καθηγητές να προσφέρουν περισσότερα». Το πρόβλημα λοιπόν είναι πως οι πανεπιστημιακοί διδάσκουν λίγες ώρες. Και όχι, ας πούμε, η τεράστια αναλογία καθηγητών – φοιτητών. Και τελικά, η δεκάωρη διδακτική απασχόληση απέχει τόσο από την εξάωρη ώστε με την πρώτη να ανεβάζει ταχύτητα η εκπαιδευτική διαδικασία ενώ με την άλλη να βαλτώνει. Και ασφαλώς, πουθενά δεν αναφέρεται ότι το έργο των πανεπιστημιακών δεν εξαντλείται στην διδασκαλία αλλά περιλαμβάνει και την έρευνα. Γιατί διαστρέφεται έτσι η πραγματικότητα; Για να μην παρουσιαστεί αυτό που αποτελεί το βασικό αίτιο της μειωμένης απόδοσης των διδασκόντων, δηλαδή η ετεροαπασχόληση, που οφείλεται στην χαμηλή αποζημίωσή τους. Το πάγιο αίτημα για αποκλειστική απασχόληση των πανεπιστημιακών δεν συζητείται καν διότι προϋποθέτει την αύξηση των αποδοχών τους. Και κάτι ακόμα. Πως θα μπορεί να διαφυλαχθεί στην πράξη το δικαίωμα των φοιτητών να ασκούν έλεγχο στους διδάσκοντες για τις ώρες που διδάσκουν, αν εισαχθούν χρονικοί περιορισμοί στην φοίτηση; Αν ένας φοιτητής κινδυνεύει να περάσει το όριο των ν+2 χρόνων, δεν νομίζω πως θα είναι και τόσο πρόθυμος να καταγγείλει τον καθηγητή του οποίου το μάθημα «χρωστάει»! Αυτές οι συνθήκες ομηρίας δεν είναι ορατές στον κ. Βερέμη;
«Οι φοιτητικές παρατάξεις είναι μέρος του προβλήματος, ασυζητητί! Δε λέω, τα παιδιά καλά είναι ως άτομα. […] Πιστεύω ότι οι παρατάξεις πρέπει να αλλάξουν παντελώς για να παίξουν ρόλο. Τα πολιτικά κόμματα έχουν ρόλο να παίξουν στην κοινωνία. Γιατί η κοινωνία έχει μια δομή συγκεκριμένη. Αποτελείται από εργαζόμενους κι εργοδότες (Αυτά τα… παλαιοκομμουνιστικά είναι αλήθεια πως δεν τα περιμέναμε από τον κ. Βερέμη!). Και από κράτος και εργαζόμενους στο κράτος. […] Το πανεπιστήμιο δεν αποτελείται από εργάτες και εργοδότες. Αποτελείται από διδάσκοντες και διδασκόμενους. Εγώ θα έλεγα να υπάρξουν άλλες παρατάξεις, ενδοπανεπιστημιακές πλέον που να έχουν σχέση με τη λειτουργία του πανεπιστημίου». Το «τσουβάλιασμα» όλων των φοιτητικών παρατάξεων και η χωρίς διαχωρισμούς καταδίκη της δράσης τους είναι μία συνηθισμένη πρακτική, κυρίως αυτών που ενοχλούνται από την δράση των αριστερών συλλογικοτήτων. Κατά τα άλλα η ταξική ανάλυση του… συντρόφου Βερέμη κάπου χωλαίνει. Ώστε τελικά, τα πανεπιστήμια είναι αταξικά; Τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν είναι φορείς ιδεολογιών συγκεκριμένου ταξικού χαρακτήρα; Μέσα στα πανεπιστήμια δεν διεξάγεται σε ιδεολογικό επίπεδο η ταξική πάλη; Υπάρχει ταξικά ουδέτερη έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες; Μέσα στα ανώτατα ιδρύματα δεν διασπώνται τα επιστημονικά αντικείμενα για να παραχθεί ο αναλώσιμος και αποσπασματικά ειδικευμένος εργαζόμενος; Ο κ. Βερέμης μας βγήκε μάλλον οικονομιστής… Η απουσία άμεσης κερδοσκοπικής δραστηριότητας στα ΑΕΙ δεν συνεπάγεται την απουσία κάθε σύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την παραγωγική διαδικασία, επομένως, ο ταξικός παράγοντας είναι και πάλι παρών. Άλλωστε, είναι κωμικό να υποστηρίζει κανείς πως οι εισερχόμενοι στο πανεπιστήμιο εγκαταλείπουν την ταξική τους ταυτότητα στην είσοδο…
«Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση περιορίζει την ισχύ των πολιτικών κομμάτων και τη μεταβιβάζει σε νέα όργανα διοίκησης, είναι καλή. Π.χ. η εκλογή πρυτάνεων από όλους τους φοιτητές. Παίρνει από τα κόμματα το μεγάλο κομμάτι της πίτας που τους αναλογεί σήμερα, που είναι ότι το κάθε κόμμα με τους εκλέκτορες του διαπραγματεύεται με τους υποψηφίους για τα αξιώματα και αρχίζει αυτή η τρομερή δοσοληψία». Ο κ. Βερέμης διδάσκει Πολιτική Ιστορία. Εντούτοις, μοιάζει να μην καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από μία μικροαστικού τύπου ρητορεία που στρέφεται συλλήβδην εναντίον των κομμάτων. Οι παρατηρήσεις για τις δοσοληψίες υποψηφίων πρυτάνεων και φοιτητικών παρατάξεων έχουν αναφορά στην πραγματικότητα. Με μία διαφορά: Αφορούν μόνο τις παρατάξεις του δικομματισμού, την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ. Ο κ. Βερέμης όμως μιλά αφοριστικά, χωρίς την στοιχειώδη έγνοια - που η επιστημονική του ιδιότητα επιβάλλει - για την ακρίβεια της ανάλυσης του. Δεν γνωρίζει την αλήθεια; Την γνωρίζει αλλά την παραβλέπει για δύο λόγους: Αφενός χρησιμοποιεί την μικροαστική απαξίωση των κομμάτων και το δόγμα «Όλοι ίδιοι είναι» προκειμένου να πείσει για τις προτάσεις του, αφετέρου καταφέρνει να επεκτείνει την βαριά σκιά της διαπλοκής των δύο καθεστωτικών παρατάξεων πάνω και από τις παρατάξεις της αριστεράς, τις οποίες άλλωστε βρίσκει απέναντι του. Και οι αποσιωπήσεις συνεχίζονται: Η πρόταση για συμμετοχή όλων των φοιτητών/τριών στην διαδικασία εκλογής πρυτάνεων (και όχι μόνο των εκλεκτόρων των φοιτητικών παρατάξεων) δεν είναι από μόνη της αρνητική. Όμως με τον τρόπο που τίθεται στο σχέδιο νόμου αποσκοπεί στην μείωση του ποσοστού της φοιτητικής συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες, πράγμα που ο κ. Βερέμης δεν ομολογεί.
«Υπάρχει ένας οργανισμός αξιολόγησης που στήνεται τώρα. Επικεφαλής μπήκε ένας πάρα πολύ τίμιος και σοβαρός άνθρωπος, ο Σπύρος Αμμούργης. Τον ξέρω προσωπικά, είναι λίγο άνθρωπος της λεπτομέρειας, ψείρας, αλλά και ένας πάρα πολύ τίμιος και καθαρός άνθρωπος με μεγάλη πείρα στον τομέα της αξιολόγησης στο εξωτερικό. Υπό τον Σπύρο Αμμούργη είναι μερικοί πάρα πολύ σοβαροί και ικανοί άνθρωποι. Σας τα λέω απολύτως υπεύθυνα, βάζω το χέρι μου στη φωτιά […] Τέταρτος είναι ένας γιατρός από την Βοστόνη, λένε όλοι ότι είναι εξαιρετικός και αυτός». Σε όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς τι περιεχόμενο και τι πολιτικές υποκρύπτει ο όρος «αξιολόγηση πανεπιστημίων», η επιχειρηματολογία του κ. Βερέμη μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει. Πρόκειται για μία αφελέστατη προσπάθεια να πεισθούμε πως ο σκοπός της επιβολής της «αξιολόγησης» είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς και επομένως αρκεί ο επικεφαλής και τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής να είναι «έντιμοι». Η προσπάθεια του κ. Βερέμη να πείσει πως η «αξιολόγηση» εξαρτάται όχι από τις πολιτικές επιλογές του υπουργείου για τα ΑΕΙ αλλά από τις ικανότητες των αξιολογητών οδηγεί σε μία τόσο επιτηδευμένη παρουσίαση του χαρακτήρα ενός εξ αυτών, που μοιάζει σαν να τον… προξενεύει! Η προσωπική του δέσμευση για την εντιμότητα του αξιολογητή («βάζω το χέρι μου στη φωτιά») είναι η πιο χαρακτηριστική έκφραση της άκομψης προσπάθειας του κ. Βερέμη να χρησιμοποιήσει την διευρυμένη κοινωνική αντίληψη για την διαφθορά στην Ελλάδα προκειμένου να δικαιολογήσει, σε ηθικοπλαστική βάση, την ανάγκη της «αξιολόγησης». Όμως, ξέρουμε πολύ καλά πως ο νόμος για την «αξιολόγηση» δεν αποσκοπεί στο να βελτιώσει τα (αντικειμενικώς) κακώς κείμενα του πανεπιστημίου, όπως οι ελλιπείς βιβλιοθήκες, η μεγάλη αναλογία διδασκόντων – διδασκομένων, η αριθμητική ανεπάρκεια των διοικητικών υπαλλήλων, οι αθέμιτες παρεμβάσεις του κράτους, η ιδιωτική χρηματοδότηση ερευνών. Αυτά άλλωστε είναι ήδη γνωστά. Σκοπός είναι να απειλούνται με χαμηλή χρηματοδότηση τα πανεπιστήμια που δεν είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σκοπός είναι να ρυθμίζεται η επιστημονική διδασκαλία και έρευνα με γνώμονα την μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους. Επομένως, το πρωτεύον δεν είναι η εντιμότητα αλλά η πολιτική σκοπιμότητα.
«Σωστά πληρώνει κανείς στα μεταπτυχιακά. Γιατί να πληρώνει ο μέσος φουκαράς φορολογούμενος έναν άνθρωπο που είναι εργαζόμενος; Κατά τεκμήριο ένας που κάνει μεταπτυχιακά είναι εργαζόμενος. Γιατί να μην πληρώνει; Είναι αναδιανομή εισοδήματος από την ανάποδη. Παίρνεις από τους μη έχοντες και δίνεις στους λιγότερο έχοντες. Γιατί να φορτώνεις το δημόσιο, τους φορολογούμενους;». Το προαπαιτούμενο της σκέψης του κ. Βερέμη είναι πως όσοι κάνουν μεταπτυχιακό είναι και εργαζόμενοι. Αν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει (αφήνοντας στην άκρη όλες τις έρευνες που τεκμηριώνουν την μεγάλη ανεργία των νέων στην Ελλάδα), από πού προκύπτει πως τα έσοδα τους επαρκούν για να καταβάλουν τα δίδακτρα; Αλλά ακόμη κι αν δεχτούμε και αυτό (παραβλέποντας και πάλι τους δείκτες που παρουσιάζουν τον μέσο μισθό στην Ελλάδα να είναι κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 25 και στη τελευταία θέση στην Ε.Ε. των 15), δεν περνάει από το μυαλό του προέδρου του ΕΣΥΠ η σκέψη πως είναι απαράδεκτο στο δημόσιο πανεπιστήμιο να απαιτούνται δίδακτρα 2000, 5000 ακόμη και 10000 ευρώ ετησίως; Το λαϊκίστικο επιχείρημα για τους φτωχούς που επωμίζονται διά της φορολογίας τα βάρη των «εχόντων» είναι αστείο. Άραγε, οι ίδιοι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές δεν πληρώνουν φόρους αν είναι εργαζόμενοι; Με τους φόρους δεν υποτίθεται πως εξασφαλίζουν τις βασικές κοινωνικές παροχές, όπως η δωρεάν παιδεία; Ή μήπως, αν υπήρχαν δίδακτρα σε όλα τα μεταπτυχιακά οι «μη έχοντες» θα είχαν λιγότερα φορολογικά βάρη; Και τελικά, μήπως με βάση αυτό το σκεπτικό οι φοιτητές που είναι μέλη οικογενειών που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα έξοδα των σπουδών τους θα πρέπει να καταβάλουν δίδακτρα και στο προπτυχιακό επίπεδο; Όπως φαίνεται το επιχείρημα δεν είναι απλώς αστείο, είναι και επικίνδυνο.
«Να δούμε το θέμα των φοιτητικών εστιών, όπου είναι μέσα αιώνιοι φοιτητές, οι οποίοι θεωρητικά μεν πρέπει να φύγουν όταν παύουν να είναι εν ενεργεία αλλά στην ουσία κανένας δεν φεύγει. Μένουν εκεί έτσι ριζωμένοι για πάντα σχεδόν». Ο άνθρωπος που συνέταξε ολόκληρο σχέδιο για την βελτίωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κρίνει πως το πρόβλημα της στέγασης έγκειται στην παράτυπη παράταση της παραμονής κάποιων φοιτητών. Ούτε λέξη για τις λιγοστές εστίες, που δεν καλύπτουν τις ανάγκες ούτε για το 10% των φοιτητών. Ούτε λέξη για την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πιο πολλές από αυτές. Το πρόβλημα είναι και πάλι οι αιώνιοι, που παραμένουν στα δωμάτια των εστιών. Το γεγονός πως αν αυτοί αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες θα παραμείνουν άστεγοι δεν το λαμβάνει ο κ. Βερέμης υπ’ όψιν του. Τόσο κυνικά ταξική και κοινωνικά ανάλγητη είναι η οπτική του.
«Η αιώνια φοίτηση αποδιοργανώνει τη φοίτηση, τη διαλύει. Πάνε τα προαπαιτούμενα, πάνε όλα. […] Οι σπουδές πρέπει να έχουν ένα ρυθμό, να είναι εντατικές. Μόνο έτσι μαθαίνει ο άνθρωπος». Πως αποδιοργανώνουν την φοίτηση οι αιώνιοι; Δεν κοστίζουν στο πανεπιστήμιο παρά μόνο το χαρτί που χρησιμοποιούν στις εξετάσεις. Οι περισσότεροι δεν προσέρχονται στις παραδόσεις και άρα δεν καταλαμβάνουν χώρο στα αμφιθέατρα. Επομένως; Οι «αιώνιοι φοιτητές» είτε είναι θύματα των πανελληνίων εξετάσεων (δηλαδή, μέσα από την ρουλέτα των εξετάσεων βρέθηκαν σε μία σχολή τόσο ξένη προς αυτό που ήθελαν να σπουδάσουν ώστε δυσκολεύονται να πάρουν το πτυχίο τους και σταδιακά χάνουν κάθε ενδιαφέρον), είτε είναι εργαζόμενοι φοιτητές, είτε απλώς φοιτητές που γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει προσφορά θέσεων στην αγορά εργασίας δεν βιάζονται να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Κοινώς, η συντριπτική πλειονότητα των «αιωνίων φοιτητών» δεν είναι τεμπέληδες αλλά θύματα. Το να τιμωρηθούν είναι τουλάχιστον οξύμωρο! Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι οι αιώνιοι. Το χρονικό όριο φοίτησης (ν+2) εισάγεται προκειμένου να εντατικοποιήσει τις σπουδές και να πιέσει τους φοιτητές να ασχολούνται μόνο με τις σπουδές τους. Να μην αναπτύσσουν την προσωπικότητα τους πολύπλευρα, να μην αποκτούν άλλα επιστημονικά και κοινωνικά ερεθίσματα, να μην συνδικαλίζονται, γενικώς να μην επιδίδονται σε ο,τιδήποτε ενδέχεται να τους κοστίσει την καθυστέρηση των σπουδών τους. Με δυο λόγια, το χρονικό όριο φοίτησης εισάγεται προκειμένου οι φοιτητές να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που είχαν μάθει στο Λύκειο και αυτό που θα τους ζητείται αργότερα όταν θα εργάζονται, δηλαδή εντατική δουλειά με αποκλειστική προσήλωση σε αυτήν. Εύκολα καταλαβαίνουμε τις κοινωνικές συνέπειες από την ανάδυση αυτών των μονομερώς προσανατολισμένων προσωπικοτήτων. Το χρονικό όριο αποσκοπεί στην πειθάρχηση των φοιτητών, στην εξαφάνιση του - επικίνδυνου για τις κυβερνητικές επιλογές – φοιτητικού συνδικαλισμού, στην δημιουργία ενός πανεπιστημίου τεχνοκρατικού που δεν θα είναι πανεπιστήμιο αλλά μόνο ένα τριτοβάθμιο εντατικό επαγγελματικό εκπαιδευτήριο, χωρίς ίχνος κριτικής διαχείρισης της επιστημονικής γνώσης. Στην δημιουργία ενός πανεπιστημίου που για τους φοιτητές του θα είναι ο χώρος που θα επισκέπτονται μόνο για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα τους, ενός πανεπιστημίου χωρίς κριτικό δημιουργικό πνεύμα, χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις.
«Για τις υποτροφίες μπορεί να υπάρχουν κρατικά δάνεια, άτοκα. […] Αυτό δεν διορθώνεται με το να λες “δεν θα μπει καμία εταιρία να πληρώσει το πανεπιστήμιο”. Γιατί να μην μπει; Να πληρώσει και πολύ μάλιστα. Τον παλιό καιρό υπήρχαν οι περίφημοι ευεργέτες. Σκέφτηκε κανείς αν ο Συγγρός ο οποίος ήταν ένας άθλιος καπιταλιστής, πως έβγαλε τα λεφτά του; Εμείς του οφείλουμε χάριτες όμως, γιατί μας άφησε τα λεφτά του. Αλίμονο, καλά έκανε ο άνθρωπος». Σωστά. Άλλωστε, ο τόπος είναι γεμάτος από πλούσιους που αδημονούν να ευεργετήσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Και όλοι θέλουν να το κάνουν απλώς για την υστεροφημία τους. Κανένας δεν αποσκοπεί, ας πούμε, στο να επηρεάσει ένα πρόγραμμα σπουδών για να μεγιστοποιήσει το επιχειρηματικό του κέρδος, σε βάρος της ελεύθερης επιστημονικής διδασκαλίας και έρευνας. Επομένως, το πανεπιστήμιο και η ελεύθερη επιστημονική διδασκαλία και έρευνα δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πάντως, μία απορία παραμένει: Τα δάνεια είναι κατεξοχήν στοιχείο της δραστηριότητας των τραπεζών. Αυτή η κυβέρνηση που προσπαθεί να εκχωρήσει τα πάντα στον ιδιωτικό τομέα, γιατί επιλέγει να μπλέκεται στα πόδια του σε αυτό το σημείο; Γιατί προσφέρει δάνεια (και μάλιστα άτοκα, δηλαδή πιο ανταγωνιστικά από των ιδιωτικών τραπεζών) στους φοιτητές; Μήπως επειδή θέλει να απεμπλακεί από την άμεση χρηματοδότηση των πανεπιστημίων; Μήπως για αυτό προσβλέπει και στις «δωρεές» των «φιλεύσπλαχνων» ευεργετών;
«Το πολιτικό άσυλο έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια για τους καθηγητές. Αν θελήσει κάποιος να μπει στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο κανείς δεν θα τον εμποδίσει. Άρα, για μένα δεν υπάρχει άσυλο και για πάρα πολλούς συναδέλφους. […] Δεν σκέφτονται την καθημερινή παραβίαση της ελευθερίας της σκέψης του κάθε ανθρώπου που γίνεται μέσα στο πανεπιστήμιο. […] Ποιος θα προφυλάξει εσάς αν μία άλλη παράταξη θέλει να σας προπηλακίσει, να σας βρίσει, γιατί δεν συμφωνεί με την άποψη σας;» Το άσυλο είχε μπει από την αρχή στο στόχαστρο του κ. Βερέμη. Η πρόταση του να αποφασίζει για την άρση του το πρυτανικό συμβούλιο (ένα μη-αντιπροσωπευτικό, μικρό όργανο) και μάλιστα με πλειοψηφία 2/3 (δηλαδή χωρίς την σύμφωνη γνώμη των φοιτητών) είναι ενδεικτική. Η αποδυνάμωση του ασύλου δεν στοχεύει στον περιορισμό της δράσης των κουκουλοφόρων (η οποία διεξάγεται και σε χώρους χωρίς άσυλο) αλλά στον περιορισμό της δράσης του φοιτητικού κινήματος. Στο πανεπιστημιακό άσυλο θεμελιώνεται η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, επιστημονικών και πολιτικών. Χωρίς το άσυλο το φοιτητικό κίνημα τελεί υπό την διαρκή απειλή της παρέμβασης της αστυνομίας και αποδυναμώνεται. Το πρόγραμμα της ΝΔ συνιστά απόδειξη των σχετικών στόχων της κυβέρνησης καθώς ορίζει ότι «το άσυλο δεν καλύπτει περιπτώσεις παρακώλυσης λειτουργίας νομίμως εκλεγμένων οργάνων», δηλαδή σε ενδεχόμενη παρέμβαση ενός φοιτητικού συλλόγου στην διαδικασία της Συγκλήτου ή σε περίπτωση κατάληψης μπορεί να ζητηθεί η παρέμβαση της αστυνομίας! Το πανεπιστημιακό άσυλο, με την ακαδημαϊκή και την πολιτική διάστασή του, συγκροτεί το μοναδικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υπάρξει το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο, που θα διεξάγει την επιστημονική διδασκαλία και έρευνα ανεξάρτητα από τα τρέχοντα συμφέροντα της αγοράς, προς όφελος την επιστήμης και στην κατεύθυνση της βελτίωσης των υλικών και πνευματικών όρων ύπαρξης της κοινωνικής πλειονότητας. Το επιχείρημα περί των ταραξιών που μπορούν να μπαίνουν στα γραφεία των καθηγητών όποτε θέλουν είναι αστείο. Δηλαδή, αν αποδυναμωθεί το άσυλο πως θα αποτραπεί μία τέτοια ενέργεια; Θα υπάρχει αστυνομικός έξω από το κάθε γραφείο; Αυτό το πανεπιστήμιο ονειρεύονται; Ή μήπως, οι συγκρούσεις μεταξύ των παρατάξεων θα λύνονται με την παρέμβαση της αστυνομίας; Το πανεπιστημιακό άσυλο συνιστά οργανικό στοιχείο της δημοκρατίας και ως τέτοιο δεν μπορεί παρά να έχει προβλήματα όπως άλλωστε και η ίδια η δημοκρατία. Αλλά η απάντηση σε αυτά είναι η περισσότερη δημοκρατία. Και αυτό συνεπάγεται σεβασμό στην ιδεολογική υπόσταση του αντιπάλου. Όταν λοιπόν ο κ. Βερέμης έχει αποκαλέσει «υποκινούμενους νταήδες» του φοιτητές που κινητοποιούνται και τους κατηγορεί πως απεργάζονται σχέδιο δολοφονίας του, τότε δεν διαθέτει πλέον το ηθικό έρεισμα που θα του επέτρεπε να διαμαρτύρεται όταν οι φοιτητές «υποκινούνται» από τις δηλώσεις του και χτίζουν την πόρτα γραφείου του!
«Η ΠΟΣΔΕΠ είναι απολύτως αρνητική, δεν λέει τίποτα. Αναμφίβολα. Τα μόνα σχόλια που έχουν βάση είναι μία εργασία του Λευτέρη Παπαγιαννάκη που είναι καθηγητής του Πολυτεχνείου και έχει γράψει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση. Έχει μία άποψη που δεν συμφωνεί σε όλα με την υπάρχουσα, αλλά συμπληρώνει και πολλά από αυτήν». Η επιλογή του υπουργείου και του ΕΣΥΠ να απαξιώσουν την ΠΟΣΔΕΠ ως συνομιλητή ήταν από την αρχή σαφής. Το σύνολο των επεξεργασμένων προτάσεων της ΠΟΣΔΕΠ (πολλές από τις οποίες όμως υιοθετούν η ΑΡΣΗ και ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης) διαγράφονται και η ομοσπονδία των πανεπιστημιακών κατηγορείται επειδή αρνείται να συναινέσει στην κατεδάφιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Η εξύμνηση των προτάσεων της ΑΡΣΗ ήταν απλώς το προανάκρουσμα του ρόλου που (όχι και τόσο ερήμην τους) διαδραματίζουν σήμερα οι εμπνευστές τους, υποστηρίζοντας την λήξη των καταλήψεων και των απεργιών, δηλαδή την κατάργηση του αγωνιστικού μετώπου που έχει συγκροτηθεί στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ της χώρας, για να διεξαχθεί ένας διάλογος χωρίς εντάσεις. «Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω», που λέγανε παλιά…
«Μπορεί να καταργηθούν τα συγγράμματα ώστε να γίνεται αποκλειστικό διάβασμα από τη βιβλιοθήκη, όπου θα υπάρχουν πολλαπλά αντίγραφα». Με το πρόσχημα της κατάργησης του (σαφώς αντιεπιστημονικού) μοναδικού συγγράμματος επιχειρείται η συνολική κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων. Υποτίθεται πως το ΕΣΥΠ θα αναδείκνυε τα κακώς κείμενα του ελληνικού πανεπιστημίου, όχι πως θα προσπαθούσε να εξαλείψει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και να εντείνει την ταξικότητα του. Αυτό που πρέπει να καταργηθεί δεν είναι η δυνατότητα των φοιτητών του δημόσιου πανεπιστημίου να αποκτούν δωρεάν ένα σύγγραμμα αλλά η υποχρέωση τους να αποκτούν το ένα σύγγραμμα που τους επιβάλλεται από τον εκάστοτε διδάσκοντα.
Ο κ. Βερέμης δεν μπορεί πλέον να μας εκπλήσσει. Από τη στιγμή που δήλωσε πως θα προτιμούσε να στείλει το παιδί του στη Βουλγαρία διότι εκεί «δεν γίνονται καταλήψεις και τέτοιες ανοησίες» τίποτα καλύτερο δεν περιμένουμε. Το κρίσιμο τώρα είναι να συνειδητοποιήσουν όλοι πως στην μάχη που έχει στηθεί γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο οι μεριές έχουν από καιρό συγκροτηθεί και η μόνη στάση που έχει νόημα είναι αυτή που τάσσεται ευθέως με κάποια από τις δύο. Αυτό που ορίζει το μέτωπο είναι η συμμετοχή ή η αντιπαράθεση στην κινηματική διαδικασία, τις καταλήψεις και τις απεργίες. Για να αντιληφθεί κανείς πως όταν ζητάς την παύση αυτών των μέσων πάλης που αποτελούν αναγκαία συνθήκη του κινήματος ουσιαστικά προσφέρεις διευκόλυνση στο υπουργείο, δεν χρειάζεται φιλοσοφία. Αρκεί και το πτυχίο του Πολυτεχνείου, σύντροφε Παπαγιαννάκη…
Το ΚΚΕ στην υπεράσπιση του Στάλιν και του Πούτιν
Πριν από 21 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου